ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Για τη δύναμη, τη δικαιοσύνη, τη σωτηρία,

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Για τη δύναμη, τη δικαιοσύνη, τη σωτηρία,



Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγείτης
Περί Θείων Ονομάτων
Κεφάλαιο 8
Για τη δύναμη, τη δικαιοσύνη, τη σωτηρία, 
την απολύτρωση, όπου γίνεται αναφορά και στην ανισότητα.
1. Αλλά  τώρα,  επειδή  οι  θεολόγοι  υμνούν  τη  θεία  «αληθότητα»  και υπέρσοφη σοφία και ως δύναμη και ως δικαιοσύνη, ενώ την αποκαλούν και σωτηρία και απολύτρωση, εμπρός λοιπόν να αναπτύξουμε, όσο μας είναι εφικτό, και αυτά τα θεία ονόματα.Και βέβαια δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που έχει ανατραφεί με τις Γραφές, ο  οποίος  να  αγνοεί  ότι  η  απόλυτη  θεία  αρχή  υπερβαίνει  και ξεπερνά κάθε δύναμη, όπως κι αν υπάρχει ή όπως κι αν την φανταζόμαστε. Γιατί πολλές φορές η θεολογία έχει αποδώσει σʹ αυτήν την  απόλυτη  κυριότητα,  ξεχωρίζοντάς  την  ακόμα  και  από  τις υπερουράνιες δυνάμεις. Πώς λοιπόν οι θεολόγοι την υμνούν και ως δύναμη, αυτήν που υπερβαίνει κάθε δύναμη; Ή με ποια έννοια θα μπορούσαμε να εκλάβουμε το όνομα της δύναμης όταν δίνεται σʹ αυτήν;2. Απαντούμε   λοιπόν   και   λέμε   ότι   ο   Θεός   είναι   δύναμη,   επειδή συγκεντρώνει  στον  εαυτό  του  εκ  των  προτέρων  κατά  τρόπο  υπεροχής κάθε δύναμη και επειδή είναι ο αίτιος κάθε δύναμης∙ επειδή παράγει τα πάντα σύμφωνα με μια σταθερή και απεριόριστη δύναμη και επειδή είναι ο αίτιος της καθαυτό ύπαρξης της δύναμης, είτε της καθολικής είτε των επιμέρους δυνάμεων.



Είναι επίσης δύναμη, επειδή έχει άπειρη δύναμη, όχι μόνο στο να παράγει κάθε δύναμη, αλλά και στο να υπάρχει υπεράνω κάθε δύναμης και της καθαυτό δύναμης και στο να κατέχει σε απόλυτο βαθμό τη δύναμη, ώστε να δημιουργεί επʹ άπειρον άπειρες δυνάμεις, διαφορετικές από τις υπάρχουσες∙ ακόμα στο ότι δεν θα μπορέσουν με κανένα τρόπο οι άπειρες και επʹ άπειρον παραγόμενες δυνάμεις να αμβλύνουν την υπεράνω του απείρου  δραστηριότητα  της  δύναμής  του,  από  την  οποία  προέρχονται όλες οι δυνάμεις.


Τέλος, ο Θεός έχει άπειρη δύναμη λόγω του ανέκφραστου και ακατάληπτου και ακατανόητου της υπερέχουσας απʹ όλα δύναμής του, η οποία εξαιτίας του περισσεύματος της δύναμης ενδυναμώνει και την αδυναμία, ενώ συνέχει και συγκρατεί και τα τελευταία απηχήματα της δύναμης, όπως ακριβώς βλέπουμε ότι γίνεται με αυτά που είναι δυνατά με τις αισθήσεις: τα υπέρλαμπρα φώτα, για παράδειγμα, φτάνουν και
μέχρι και τις αμβλείες οράσεις, ενώ επίσης, καθώς λένε, οι μεγάλοι κρότοι εισδύουν και στις ακοές που δεν αντιλαμβάνονται πολύ εύκολα τους ήχους. Γιατί, φυσικά, αυτό που είναι εντελώς ανήμπορο να ακούσει δεν είναι ούτε ακοή και αυτό που καθόλου δεν μπορεί να δει δεν είναι ούτε όραση.


3. Αυτή λοιπόν η μετάδοση της άπειρης δύναμης του Θεού προχωρεί σε όλα τα όντα και δεν υπάρχει κανένα ον, το οποίο αποκλείεται εντελώς από το να έχει κάποια δύναμη, αλλά όλα έχουν οπωσδήποτε δύναμη, είτε νοερή είτε λογική είτε αισθητική είτε ζωτική είτε υπαρκτική. Ακόμα και το καθαυτό είναι, αν επιτρέπεται να μιλήσω έτσι, τη δύναμη για να υπάρχει την έχει από την υπερούσια δύναμη.


4. Απʹ αυτήν προέρχονται οι θεόμορφες δυνάμεις των αγγελικών τάξεων. Απʹ αυτήν λαμβάνουν το να υπάρχουν κατά τρόπο αμετάβλητο, καθώς και όλες τις νοερές και αθάνατες αεικινησίες τους. Και τη σταθερότητα καθαυτή και την αμείωτη έφεση του αγαθού την έχουν λάβει από την απείρως αγαθή δύναμη. Η ίδια εμφύτευσε σʹ αυτές το να δύνανται και το να είναι σʹ αυτή την κατάσταση και το να επιθυμούν να είναι παντοτινά, καθώς και την καθαυτό δύναμη να επιθυμούν το να δύνανται παντοτινά .



5. Οι ενέργειες αυτής της αδιάλειπτης δύναμης μεταβαίνουν και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα φυτά και σʹ όλη τη φύση του σύμπαντος. Αυτή ενδυναμώνει τα ενωμένα όντα για να έχουν αμοιβαία φιλία και επικοινωνία, ενδυναμώνει και τα διαχωρισμένα για να υπάρχουν ασύγχυτα   και   ασύμφυρτα,  ανάλογα   με   τους   φυσικούς   νόμους   και ιδιότητες του καθενός.


Διασώζει επίσης την τάξη και αρμονία του σύμπαντος στην κατεύθυνση της επίτευξης του δικού του αγαθού σκοπού. Διαφυλάττει αλώβητες τις αθάνατες ζωές των αγγελικών μονάδων και αναλλοίωτες τις υπάρξεις και νομοτέλειες των ουρανίων σωμάτων, φωστήρων και άστρων, ενώ δίνει στην αιωνιότητα τη δύναμη να υπάρχει.


Και τις περιστροφές του χρόνου τις διακρίνει με την έναρξη της περιφοράς των άστρων και τις συνάγει με τις επανόδους των άστρων στην προηγούμενη θέση. Καθιστά άσβηστες τις δυνάμεις του πυρός και αδιάλειπτες τις άφθονες ροές των υδάτων, ενώ καθορίζει και τη διάχυση του αέρα.

Εγκαθιδρύει τη γη πάνω στο κενό και διαφυλάσσει άφθαρτη τη ζωογόνα
γονιμότητά της. Διατηρεί ασύγχυτη και αδιαίρετη την αμοιβαία αρμονία των στοιχείων που αναμειγνύονται, συσφίγγει τη σύνδεση ψυχής και σώματος και ενεργοποιεί τις θρεπτικές και αυξητικές δυνάμεις των φυτών.


Διακυβερνά  τις  ουσιώδεις  δυνάμεις  όλων  των  όντων,  διασφαλίζει την αδιάλυτη διατήρηση του σύμπαντος και δωρίζει και την ίδια τη θέωση, παρέχοντας τη δύναμη γιʹ αυτό το σκοπό σε όσους θεώνονται. Και γενικά δεν υπάρχει απολύτως κανένα ον στο σύμπαν που να έχει στερηθεί την παντοκρατορική   ασφάλεια   και   περιφρούρηση   της   θεϊκής   δύναμης.


Γιατί αυτό που δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη ούτε υπάρχει γενικά ούτε είναι κάτι συγκεκριμένο ούτε έχει καμιά απολύτως θέση στο σύμπαν.



6. Αλλά  ο  μάγος  Ελύμας  διατυπώνει  την  εξής  αντίρρηση·  «Αν  είναι παντοδύναμος ο Θεός, πως λέει ο δικός σας ο θεολόγος ότι σε κάτι αδυνατεί;» Χλευάζει έτσι τον θεϊκό Παύλο που είπε ότι «δεν μπορεί ο Θεός να αρνηθεί τον εαυτό του».



Προτάσσοντας βέβαια αυτή την αντίρρηση, πολύ φοβούμαι μήπως προκαλέσω το γέλιο σας για τυχόν ανοησία μου, επειδή επιχειρώ να καταλύσω τα ασθενή οικοδομήματα παιδιών που παίζουν στην άμμο και επειδή σπεύδω, σαν να επιδιώκω έναν ανέφικτο στόχο, να σκεφτώ βαθυστόχαστα το θεολογικό νόημα της αντίρρησης αυτής.



Η άρνηση λοιπόν του εαυτού του είναι έκπτωση από την αλήθεια. Η αλήθεια όμως είναι ον και η έκπτωση από την αλήθεια είναι έκπτωση από το ον. Αν λοιπόν η αλήθεια είναι ον και η άρνηση της αλήθειας έκπτωση από το ον, ο Θεός δεν μπορεί να εκπέσει από το ον και δεν είναι δυνατόν να μην έχει ύπαρξη. Θα μπορούσε κάποιος να το διατυπώσει ως εξής: δεν μπορεί να μην μπορεί και δεν γνωρίζει κατά στέρηση το να μην γνωρίζει.


Αυτό δεν κατανόησε ο «σοφός» Ελύμας και μιμείται έτσι τους αθλητές που είναι άπειροι στις νίκες, οι οποίοι πολλές φορές υποθέτουν ότι οι ανταγωνιστές τους είναι αδύναμοι και σκιαμαχώντας γενναία προς απόντες  αντιπάλους  και  καταφέροντας  με  θάρρος  κούφια  κτυπήματα στον αέρα σχηματίζουν στον εαυτό τους την εντύπωση ότι έχουν επικρατήσει των αντιπάλων τους και ανακηρύσσουν τους εαυτούς τους νικητές,     χωρίς     καν     να     γνωρίζουν     τη     δύναμη     των     άλλων.

Εμείς  όμως  κατανοώντας  κατά  το  εφικτό  τον  λόγο  του  αποστόλου
υμνούμε τον υπεράνω κάθε δύναμης Θεό ως παντοδύναμο, ως μακάριο και μοναδικό κυρίαρχο, ως αυτόν που δεσπόζει με τη δυναστεία του στην καθαυτό αιωνιότητα, ως αυτόν που δεν έχει εκπέσει σε τίποτα από τα όντα. Ή καλύτερα ως αυτόν που υπερβαίνει τα όντα και κατέχει εκ των προτέρων όλα τα όντα με την υπερούσια δύναμή του, που έχει δωρίσει σε όλα τα όντα ‐με άφθονη διάχυση και σύμφωνα με το περίσσευμα της υπερβάλλουσας δύναμής του‐ και τη δυνατότητα να υπάρχουν και τη δυνατότητα να έχουν συγκεκριμένη ύπαρξη.


7. Ο Θεός υμνείται επίσης ως «δικαιοσύνη», επειδή απονέμει σε όλα τα όντα αυτά που τους αξίζουν, καθορίζοντας για το καθένα και τη συμμετρία και την ομορφιά και την ευταξία και τη διακόσμηση και όλες τις  κατανομές  και  τάξεις,  σύμφωνα  με  τον  πραγματικά  δικαιότατο κανόνα,   και   επειδή   είναι   αίτιος   της   αυτενέργειας   για   το   καθένα ξεχωριστά από τα όντα.



Γιατί η θεία δικαιοσύνη ταξινομεί και οριοθετεί τα πάντα, διατηρεί τα πάντα αμιγή και ασύμφυρτα το ένα από το άλλο και δωρίζει σε όλα τα όντα ό,τι ταιριάζει στο καθένα, σύμφωνα με την ιδιαίτερη αξία της φύσης του.


Κι αν αυτοί οι συλλογισμοί μας είναι ορθοί, όσοι καθυβρίζουν τη θεία δικαιοσύνη,  χωρίς  να  το  αντιλαμβάνονται  καταδικάζουν  τους  εαυτούς τους για κατάφωρη αδικία. Γιατί υποστηρίζουν ότι επιβάλλεται να ενυπάρχει η αθανασία στους θνητούς, η τελειότητα στους ατελείς, η ετεροκίνητη ανάγκη στους αυτεξούσιους, η ταυτότητα στους μεταβαλλόμενους και η τέλεια δύναμη στους αδύναμους.



Επίσης, ότι πρέπει να είναι αΐδια αυτά που βρίσκονται μέσα στο χρόνο, αμετάβλητα αυτά που από τη φύση τους κινούνται και να είναι αιώνιες οι πρόσκαιρες  ηδονές·  γενικά  αποδίδουν  σε  άλλα  όσα  ανήκουν  σε  άλλα.


Πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι η θεία δικαιοσύνη σʹ αυτό ακριβώς είναι όντως αληθινή δικαιοσύνη, ότι απονέμει σε όλους τις ιδιότητες που τους ταιριάζουν, ανάλογα με την αξία του κάθε είδους, και ότι διατηρεί τη φύση του καθενός πάνω στην αντίστοιχη τάξη και δύναμη.

8. Αλλά  θα  μπορούσε  να  πει  κάποιος∙  Δεν  είναι  έργο  δικαιοσύνης  να
μένουν όσιοι άνθρωποι αβοήθητοι να υφίστανται βασανιστήρια από τους αχρείους.


Σʹ αυτόν πρέπει να απαντήσουμε ως εξής· Αν αυτοί που εσύ αποκαλείς οσίους αγαπούν τα επίγεια, αυτά που επιδιώκουν με ζήλο οι προσκολλημένοι στην ύλη, αυτοί έχουν οπωσδήποτε εκπέσει από τον θείο έρωτα. Και δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσαν να ονομαστούν όσιοι, όταν συμπεριφέρονται άδικα  σʹ  αυτά  που  όντως  είναι  αξιέραστα  και  θεϊκά, προκρίνοντας αντί αυτών κατά τρόπο ασεβή εκείνα που δεν αξίζουν ούτε ζήλο ούτε αγάπη.


Αν όμως αυτοί ερωτεύονται τα αληθινά όντα, πρέπει να ευφραίνονται όσοι επιθυμούν κάτι, όταν επιτυγχάνουν το επιθυμητό. Μήπως τότε δεν πλησιάζουν περισσότερο στις αγγελικές αρετές, όταν από επιθυμία των θείων αγαθών απομακρύνονται όσο είναι δυνατόν από την προσπάθεια επίτευξης των υλικών, αγωνιζόμενοι γιʹ αυτό το σκοπό πολύ γενναία στον υπέρ του καλού αγώνα;


Επομένως, είναι αλήθεια να πούμε ότι αυτό περισσότερο είναι το χαρακτηριστικό της θείας δικαιοσύνης: να μη γοητεύει τους άριστους και να μην καταστρέφει την ανδρεία τους με τις μεταδόσεις των υλικών αγαθών και να μην τους αφήνει αβοήθητους, αν κάποιος επιχειρήσει να το κάνει αυτό, αλλά να τους εδραιώνει στην καλή και αμετακίνητη στάση και να απονέμει σʹ αυτούς, αφού κρατούν τέτοια στάση, τα αγαθά που τους αξίζουν.


9. Αυτή λοιπόν η θεία δικαιοσύνη υμνείται και ως σωτηρία των πάντων, επειδή διασώζει και διαφυλάσσει καθαρή την ιδιαίτερη ουσία και τάξη του κάθε είδους σε σχέση με τα υπόλοιπα και επειδή είναι η καθαρή αιτία της ιδιαίτερης δράσης των όντων σε όλο το σύμπαν.


Αν  τώρα  υμνεί  κανείς  τη  σωτηρία  και  ως  τη  σωτήρια  δύναμη  που αναρπάζει τα πάντα από τα χειρότερα, θα αποδεχτούμε οπωσδήποτε και αυτόν τον υμνωδό της παντοειδούς σωτηρίας και μάλιστα θα αξιώσουμε να την ορίσει και ως πρωταρχική σωτηρία του κόσμου, αυτήν δηλαδή που διασώζει τα πάντα στη δική τους ιδιαίτερη θέση χωρίς μεταβολή, ταραχή ή ροπή προς τα χειρότερα· που φρουρεί τα πάντα και τα κρατεί χωρίς διαμάχες και αντιπαραθέσεις να υπακούνε το καθένα τους δικούς του νόμους∙ που εξορίζει από τα πάντα κάθε ανισότητα και ξένη επέμβαση και οικοδομεί τις ιδιότητες που αναλογούν στο καθένα, έτσι ώστε αυτές να μην μεταπίπτουν στα αντίθετά τους ούτε να υφίστανται μεταχωρήσεις.

Επίσης, δεν θα ξεφύγει κανείς από τους σκοπούς της ιερής θεολογίας, αν
υμνήσει αυτή τη σωτηρία ως τη δύναμη που με τη σωτήρια για τα πάντα αγαθότητά της απολυτρώνει όλα τα όντα, ώστε να μην εκπίπτουν από τα δικά τους αγαθά, στο βαθμό βέβαια που επιδέχεται η φύση του καθενός από τα σωζόμενα.


Γιʹ αυτό και οι θεολόγοι ονομάζουν αυτή τη σωτηρία «απολύτρωση», τόσο γιατί δεν αφήνει τα όντως όντα να διολισθήσουν στο μη είναι όσο και γιατί, όταν κάποιο ον υποπέσει σε πλημμέλημα και αταξία και υποστεί κάποιου είδους μείωση της τελειότητας των αγαθών της φύσης του, και αυτό το απολυτρώνει από το πάθος και την αδράνεια και τη στέρηση: αναπληρώνει αυτό που λείπει και στηρίζει με πατρικό τρόπο την ατονία και το ανασηκώνει από το κακό· ή μάλλον το στήνει μέσα στο καλό και αναπληρώνει το αγαθό που είχε διαρρεύσει και το ταξινομεί και συγυρίζει την αταξία και την ακοσμία του, καθιστώντας το τέλειο και απαλλάσσοντάς το από όλα όσα προκαλούν βλάβη.


Αλλά έχουμε μιλήσει ικανοποιητικά και γιʹ αυτά και για τη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μετρείται και ορίζεται η ισότητα των πάντων και παράλληλα εξοβελίζεται κάθε ανισότητα που προκύπτει από τη στέρηση της ισότητας των επιμέρους στοιχείων.


Γιατί αν κάποιος εννοήσει την ανισότητα ως τις διαφορές όλων των όντων προς όλα τα όντα μέσα στο σύμπαν, και αυτήν την διαφυλάσσει η δικαιοσύνη, η οποία δεν επιτρέπει να ανακατευτούν τα όντα μεταξύ τους ή να διαταραχτούν και διαφυλάσσει όλα τα όντα, το καθένα στο είδος στο οποίο ανήκει απο τη φύση του .
Κεφάλαιο 9
Για το μεγάλο και το μικρό, την ταυτότητα και την ετερότητα, το όμοιο και το ανόμοιο, τη στάση, την κίνηση και την ισότητα.


1. Επειδή τώρα και τα ονόματα μέγας και μικρός αποδίδονται στον αίτιο των πάντων, καθώς και η ταυτότητα και η ετερότητα, η ομοιότητα και η ανομοιότητα, η στάση και η κίνηση, εμπρός ας εξετάσουμε και απʹ αυτά τα θεωνυμικά εγκαλλωπίσματα όσα είναι φανερά σε μας.


Ο Θεός λοιπόν υμνείται στις Γραφές με το όνομα «μέγας» και ως αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγαλοσύνη, αλλά και ως αύρα λεπτή, που υποδηλώνει τη θεία μικρότητα. Χαρακτηρίζεται και ως «ένας και ο αυτός», όταν λέει η Γραφή «Εσύ όμως είσαι ο ίδιος», και ως «έτερος», όταν πάλι από τις ίδιες Γραφές παρουσιάζεται ότι έχει πολλά σχήματα και πολλές μορφές.


Χαρακτηρίζεται επίσης όμοιος, επειδή δίνει υπόσταση σε όντα όμοια με αυτόν και στην ομοιότητά τους, αλλά και ανόμοιος από όλα αυτά, επειδή δεν υπάρχει κανένα ον που να είναι όμοιό του.


Χαρακτηρίζεται ακόμα ως αυτός που στέκεται, που είναι ακίνητος, που κάθεται στον αιώνα, αλλά και αυτός που κινείται, επειδή πορεύεται προς όλα τα όντα. Αυτές και πολλές άλλες θείες ονομασίες, ισοδύναμες μʹ αυτές, δίνονται από τις Γραφές στο Θεό.


2. Ονομάζεται λοιπόν ο Θεός «μέγας», σύμφωνα με τη δική του εξαίρετη μεγαλοσύνη, η οποία μεταδίδει μέρος του εαυτού του σε όλα τα πράγματα που είναι μεγάλα. Αυτή διαχέεται και εκτείνεται έξω και υπεράνω κάθε μεγέθους, περιέχει κάθε τόπο, υπερβάλλει κάθε αριθμό, υπερβαίνει κάθε έννοια   του   απείρου   και   κατά   την   απόλυτη   πληρότητά   του   και μεγαλουργία αλλά και κατά τις πηγαίες δωρεές του, αφού αυτές, αν και λαμβάνονται από όλα τα όντα με μια γενναιόδωρη διάχυση, είναι παντελώς αμείωτες και έχουν την ίδια απόλυτη πληρότητα και δεν ελαττώνονται με τις μεθέξεις, αλλά μάλλον υπερχειλίζουν περισσότερο.


Η μεγαλοσύνη αυτή είναι χωρίς πέρας, ποσό και αριθμό· αυτή είναι η υπεροχή   που   εκδηλώνεται   κατά   την   απόλυτη   και   υπερεκτεταμένη διάχυση της απεριόριστης μεγαλειότητας.


3. Το   μικρός,   δηλαδή   λεπτός,   λέγεται   για   τον   Θεό,   επειδή   είναι απαλλαγμένος από κάθε όγκο και διάστημα και διέρχεται ακώλυτα διαμέσου   των   πάντων.   Και   βέβαια   το   μικρός   είναι   επίσης   αιτία
θεμελιώδης για τα πάντα, γιατί δεν πρόκειται να βρεις κανένα μέρος του σύμπαντος που να μη μετέχει στην ιδέα του μικρού.


Έτσι, λοιπόν, πρέπει να εκλάβουμε το μικρός για τον Θεό: προχωρεί και ενεργεί ανεμπόδιστα στα πάντα και διαμέσου των πάντων και «εισχωρεί μέχρι το σημείο διαχωρισμού ψυχής και πνεύματος, στις αρθρώσεις και τους μυελούς και στις αφανείς σκέφεις της καρδιάς» ή μάλλον των όντων όλων.


Γιατί  δεν  υπάρχει  «κτίση  αφανής ενώπιον  του  Θεού».  Αυτό  λοιπόν  το μικρό στερείται ποσότητας και ποιότητας και είναι απεριόριστο, άπειρο και αόριστο· ενώ περιλαμβάνει τα πάντα, το ίδιο δεν περιλαμβάνεται πουθενά.


4. Η  ταυτότητα,  τώρα,  αποδίδεται  στον  Θεό,  γιατί  είναι  κατά  τρόπο υπερούσιο  αΐδιος  και  αμετάβλητος,  παραμένει  στον  εαυτό  του διατηρώντας πάντοτε την ίδια απαράλλαχτη κατάσταση και είναι σε όλα κατά τον ίδιο τρόπο παρών.


Είναι εδραιωμένος αυτός καθʹ εαυτόν στον εαυτό του κατά τρόπο σταθερό και άχραντο στα κάλλιστα πέρατα της υπερούσιας ταυτότητας. Είναι αμετάβλητος, αμετακίνητος, ακλόνητος, αναλλοίωτος, αμιγής, άυλος, απλούστατος, αυτάρκης, αναύξητος, αμείωτος.



Είναι αγένητος, όχι γιατί δεν έχει γίνει ακόμα ή δεν έχει τελειοποιηθεί, ούτε γιατί δεν έχει γίνει από τον ένα ή δεν έχει γίνει το άλλο ούτε γιατί δεν υπάρχει ποτέ με κανένα τρόπο, αλλά γιατί βέβαια είναι υπεράνω των πάντων και απολύτως αγένητος και υπάρχει πάντοτε και είναι αφʹ εαυτού τέλειος και είναι ο ίδιος με τον εαυτό του και καθορίζεται από τον εαυτό του μέσα στην μοναδικότητα και ταυτότητά του.


Επιλάμπει την ταυτότητα από τον εαυτό του σε όλα τα όντα που είναι ικανά να μετέχουν σʹ αυτήν και συντάσσει μεταξύ τους τα διαφορετικά. Είναι πλεόνασμα και αιτία ταυτότητας, εμπεριέχοντας εκ των προτέρων στον  εαυτό  του  τα  αντίθετα  κάτω  από  τη  μορφή  της  ταυτότητας, σύμφωνα με τη μια και ενιαία υπερέχουσα αιτία της όλης ταυτότητας.


5. Την  ετερότητα  την  αποδίδουμε  στον  Θεό,  επειδή  είναι  μέσω  της πρόνοιάς  του  παρών  σε  όλα  τα  όντα  και  γίνεται  τα  πάντα  μέσα  στα πάντα  για  τη  σωτηρία  των  πάντων,  ενώ  ταυτόχρονα  παραμένει  στον εαυτό του, χωρίς να εξέρχεται από τη δική του ταυτότητα, διατελώντας σταθερά σε μία και ακατάπαυστη ενέργεια· έτσι με μια σταθερή δύναμη
παρέχει  τον  εαυτό  του  για  τη  θέωση  όσων  έχουν  στραφεί  σʹ  αυτόν.


Γιʹ αυτό η ετερότητα των ποικίλων σχημάτων του Θεού, που προκύπτει μέσα από τις πολύμορφες οράσεις του, πρέπει να εκληφθεί ότι σημαίνει πράγματα διαφορετικά από ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα.


Αν, για παράδειγμα, ο λόγος διέπλαθε την ψυχή με μορφή σώματος και διαμόρφωνε σωματικά μέρη για την αμερή ψυχή, διαφορετικά θα εννοούσαμε στην περίπτωσή της τα παρατιθέμενα μέρη, ώστε να συνάδουν στην αμερή φύση της ψυχής.


Έτσι θα λέγαμε κεφαλή το νου, αυχένα τη γνώμη, γιατί βρίσκεται ενδιάμεσα στη λογική και στο άλογο μέρος της ψυχής, στήθος το θυμικό, γαστέρα την επιθυμία, ενώ σκέλη και πόδια τη φύση, χρησιμοποιώντας ως  σύμβολα  για  τις  δυνάμεις  τα  ονόματα  των  μερών  του  σώματος.


Πολύ περισσότερο τώρα, όταν αναφερόμαστε στον επέκεινα των πάντων, πρέπει να εξαγνίζουμε την ετερότητα των μορφών και των σχημάτων με ιερές, θεοπρεπείς και μυστικές αναπτύξεις. Και αν θέλεις να αποδώσεις στον απρόσιτο και άμορφο Θεό τις τρεις διαστάσεις των σωμάτων, θείο πλάτος πρέπει να ονομάσεις την υπεράνω εύρους επενέργεια του Θεού σε όλα τα όντα· μήκος τη δύναμη που εκτείνεται υπεράνω όλων βάθος την ακατανόητη από όλα τα όντα κρυφιότητα και αγνωσία.


Αλλά για να μην αφαιρεθούμε από την ανάπτυξη διαφόρων σχημάτων και  μορφών, συμφύροντας τα  ασώματα  θεία  ονόματα  με  τα  ονόματα αισθητών συμβόλων, γιʹ αυτό θα ασχοληθούμε μʹ αυτά στη Συμβολική θεολογία.


Τώρα θέλω να τονίσω μόνο αυτό: να μη θεωρήσουμε τη θεία ετερότητα ως κάποιου είδους αλλοίωση της υπεράνω κάθε τροπής ταυτότητας, αλλά ως τον ενιαίο πολλαπλασιασμό του Θεού και ως τις ενιαίες επενέργειες της πολυγονίας του σε όλη τη κτίση.


6. Δεν  θα  απορρίψουμε  τη  θεϊκή  ονομασία  «όμοιος»,  αν  βέβαια  κανείς ονομάσει όμοιο τον Θεό με την έννοια της ταυτότητας, επειδή είναι ολωσδιόλου όμοιος με τον εαυτό του κατά τρόπο μόνιμο και αδιαίρετο.


Οι θεολόγοι ωστόσο λένε ότι ο υπέρ πάντα Θεός καθʹ εαυτόν δεν είναι όμοιος με τίποτα, δωρίζει όμως τη θεία ομοιότητα ο ίδιος σε όσους στρέφονται   προς   αυτόν   με   την   κατά   δύναμη   μίμηση   αυτών   που βρίσκονται υπεράνω κάθε ορίου και κάθε λογικής.
Και η δύναμη της θείας ομοιότητας είναι αυτή που στρέφει όλα τα δημιουργήματα προς τον αίτιό τους. Αυτά επίσης μπορούν να ονομαστούν όμοια με τον Θεό και σύμφωνα με το «κατʹ εικόνα και ομοίωση» του Θεού, αλλά δεν μπορεί να ονομαστεί ο Θεός όμοιος με αυτά, γιατί ούτε ο άνθρωπος είναι όμοιος με τη δική του εικόνα.


Γιατί όσα πράγματα ανήκουν στην ίδια τάξη είναι δυνατόν να είναι όμοια μεταξύ τους και να γίνει αμοιβαία αντιστροφή της ομοιότητας και  να είναι και τα δύο όμοια το ένα με το άλλο σύμφωνα με μια υπέρτερη αρχή ομοιότητας.


Αλλά για το αίτιο και το αιτιατό δεν αποδεχόμαστε την αντιστροφή. Ο Θεός δηλαδή δεν δωρίζει μόνο στο ένα ή στο άλλο είδος τη δυνατότητα να είναι όμοια, αλλά γίνεται αίτιος του να είναι όμοια όλα όσα μετέχουν στην ομοιότητα, ενώ είναι και ο δημιουργός της ίδιας της καθαυτό ομοιότητας· όλη η ομοιότητα στο σύμπαν είναι όμοια με ένα ίχνος μόνο της θείας ομοιότητας και έτσι συμπληρώνει την ένωση των δημιουργημάτων.


7. Αλλά  ποια  η  ανάγκη  να  μιλήσουμε  γιʹ  αυτό;  Η  ίδια  η  θεολογία πρεσβεύει ότι αυτός είναι ανόμοιος και ότι δεν συντάσσεται με τίποτα και ότι είναι διαφορετικός απʹ όλα· και το πιο παράδοξο, λέει ότι δεν μπορεί να υπάρχει κάτι όμοιο μʹ αυτόν.


Ωστόσο, ο λόγος αυτός δεν είναι αντίθετος στην ομοιότητα με τον Θεό, γιατί τα ίδια πράγματα είναι και όμοια και ανόμοια προς τον Θεό. Όμοια λόγω της κατά το δυνατόν μίμησης του αμίμητου και ανόμοια λόγω της υστέρησης των αιτιατών προς τον αίτιο, καθότι υπολείπονται απʹ αυτόν κατά μέτρα άπειρα και ασύγκριτα.


8. Τώρα τι να πούμε για τη θεϊκή στάση, δηλαδή την καθέδρα; Τίποτα άλλο εκτός από το ότι ο Θεός μένει ο ίδιος στον εαυτό του και ότι είναι παγιωμένος μόνιμα σε μια αμετακίνητη ταυτότητα και είναι εδραιωμένος υπεράνω όλων κατά τρόπο ακλόνητο και ότι ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο, γύρω από το ίδιο κέντρο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες· ότι υπάρχει κατά τρόπο απολύτως αμετάθετο ο ίδιος από τον εαυτό του, μέσα στο καθαυτό  αμετακίνητο  και  στο  παντελώς  ακίνητο,  και  όλα  αυτά  κατά τρόπο υπερούσιο· γιατί αυτός είναι ο αίτιος της στάσης και εδραίωσης όλων των όντων, αυτός που είναι υπεράνω κάθε εδραίωσης και στάσης,
«που   εμπεριεχει   και   συνέχει   στον   εαυτό   του   τα   πάντα»   και   τα διαφυλάσσει αμετακίνητα από τη στάση των αγαθών της φύσης τους.
9. Τι συμβαίνει όμως, όταν πάλι οι θεολόγοι λένε ότι ο ακίνητος Θεός προχωρεί σε όλα τα όντα και ότι κινείται; Δεν πρέπει και αυτό να το εννοήσουμε κατά τρόπο που αρμόζει στον Θεό;


Πρέπει, λοιπόν, με ευσέβεια να θεωρήσουμε ότι κινείται, όχι όμως με την έννοια της φοράς ή της αλλοίωσης ή της διαφοροποίησης ή της εκτροπής ή της κίνησης σε τόπο∙ ούτε ότι κινείται σε ευθεία γραμμή ή κυκλικά ή και με τους δύο τρόπους ή νοερά ή ψυχικά ή φυσικά· αλλά με την έννοια ότι ο Θεός οδηγεί στην ύπαρξη και συνέχει τα πάντα και προνοεί ποικιλότροπα για τα πάντα και είναι παρών σε όλα, καθώς περιέχει όλα τα όντα στον εαυτό του κατά τρόπο που δεν προκαλεί συνάφεια και καθώς επιδεικνύει τις  προνοητικές  εκπορεύσεις  και  ενέργειές  του  προς  όλα  τα  όντα.


Αλλά πρέπει να επιτρέψουμε στο λόγο μας να υμνήσει κατά τρόπο θεάρεστο  και  τις  κινήσεις  του  ακίνητου  Θεού.  Με  την  ευθεία  κίνηση πρέπει να εννοήσουμε το απαρασάλευτο του Θεού και την απαρέγκλιτη εκπόρευση των ενεργειών του και τη γένεση του σύμπαντος απʹ αυτόν.


Με την ελικοειδή κίνηση τη σταθερή πρόοδο και τη δημιουργική στάση. Τέλος, με την κυκλική κίνηση την ταυτότητα, με την οποία αυτός συνέχει τα ενδιάμεσα και τα άκρα, που περιέχουν και περιέχονται, και την επιστροφή σʹ αυτόν των όντων που προήλθαν απʹ αυτόν.


10. Αν τώρα κάποιος εννοήσει τη θεϊκή ονομασία της ταυτότητας, που δίνει η Γραφή, ή αυτήν της δικαιοσύνης με την έννοια της ισότητας, μπορούμε να ονομάσουμε «ίσο» τον Θεό, όχι μόνο επειδή είναι αμερής και απαρέγκλιτος, αλλά επίσης επειδή μεταβαίνει προς όλα και διέρχεται διαμέσου όλων κατά τρόπο απόλυτα ίσο και επειδή δίνει υπόσταση στην καθαυτό ισότητα, με την οποία εξισώνει την ομοιόμορφη αλληλοπεριχώρηση   όλων   των   στοιχείων   και   την   επί   ίσοις   όροις συμμετοχή όλων όσοι μετέχουν σʹ αυτόν, ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, και την ίση κατά την αξία τους κατανομή της δωρεάς των αγαθών σε όλα τα όντα.


Ακόμη,  ο  Θεός  ονομάζεται  ίσος  και  επειδή  έχει  περιλάβει  εκ  των προτέρων στον εαυτό του κατά τρόπο εξαιρετικό και ενιαίο κάθε είδους ισότητα, νοητή, νοερή, λογική, αισθητική, ουσιώδη, φυσική ή προαιρετική, σύμφωνα με την υπεράνω όλων δύναμη που δημιουργεί κάθε ισότητα.




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |