Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Θεολογία του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Ως σπουδαίος θεολόγος και διδάσκαλος του μυστηρίου της Ευχαριστίας, ο ιερός Χρυσόστομος δεν θα μπορούσε παρά να θεολογήσει αναλύοντάς το σε βάθος και έκταση πρωτοφανή για την εποχή του. α. Προτυπώσεις Ο μέγας ρήτορας και διδάσκαλος της Εκκλησίας αναζητεί την ουσία του μυστηρίου ανατρέχοντας στη θεία οικονομία στο σύνολό της, ξεκινώντας από τις προτυπώσεις εκείνου, σε χαρακτηριστικά συμβάντα της ζωής του λαού του Ισραήλ, όπου και «προσκιαγραφήθηκε». Η θεία Ευχαριστία προτυπώθηκε από πολλά γεγονότα της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία υπήρξαν προάγγελοι της Αλήθειας· οι ίδιοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης τα αναζήτησαν, οι δε Πατέρες της Εκκλησίας τα ερμήνευσαν. Οι σημαντικότερες από τις προτυπώσεις αυτές είναι οι παρακάτω: Ο Παράδεισος, η πηγή της Εδέμ. Τύπος του μυστηρίου, η πηγή που ανέβλυζε μέσα στον Παράδεισο και «ἐπότιζεν πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς». Από αυτήν ξεχύνονταν οι αισθητοί ποταμοί, που ομόρφαιναν τον Παράδεισο και δρόσιζαν τους Πρωτοπλάστους. Από το θυσιαστήριο της Ευχαριστίας αναβλύζουν οι πνευματικοί ποταμοί, που ποτίζουν δέντρα που φτάνουν στον ουρανό και έχουν καρπούς αιώνιους και με τη δροσιά τους σβήνουν «τά πεπυρωμένα βέλη».
Η Ευχαριστία είναι κατάσταση ανώτερη της παραδείσιας, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Δεν υπάρχει σε αυτήν εξαπάτηση, ούτε δέντρο, ούτε άνδρας και γυναίκα, αλλά όλοι είμαστε ένα, από την πλευρά του Χριστού. Δεν ζει απλά ο άνθρωπος πλησίον του Θεού, αλλά ενώνεται, αναμιγνύεται με το Σώμα, που βρίσκεται στον ουρανό. Δεν φυλάσσει τον Παράδεισο, πολιτεύεται στον ουρανό, όπου δεν μπορεί να πλησιάσει ο διάβολος. Η προσφορά άρτου και οίνου από το Μελχισεδέκ. Το ίδιο το πρόσωπο του ιερέα Μελχισεδέκ αποτελεί προτύπωση του αρχιερέα Χριστού, καθώς περιγράφεται ως «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων...». Η δε προσφορά από αυτόν άρτου και οίνου, παραθέτοντας τράπεζα στον Αβραάμ, είναι σαφής προεικόνιση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, αφού μέσω αυτής δόξαζε και ευλογούσε το Θεό, μιμούμενος εκείνο που δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμη. Έβλεπε, φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα, με το προφητικό του μάτι στο μακρινό μέλλον τον ίδιο το Χριστό να προσφέρει τον άρτο και τον οίνο και τον μιμήθηκε παραβολικά.
Η πράξη αυτή δεν ήταν τυχαία· ήταν μια πράξη «πνευματοκίνητη», που προανήγγειλε τη θυσία, που επρόκειτο να προσφερθεί για χάρη όλης της οικουμένης. Η θυσία του Ισαάκ. Η αναίμακτη θυσία, «εἰς τήν γῆν τήν ὑψηλήν», συνιστά αρχέτυπο της αναίμακτης θυσίας της θείας Ευχαριστίας. Ακόμη και οι λεπτομέρειες των γεγονότων συνδέουν την προτύπωση με το προτυπούμενο γεγονός: μονογενής ο Ισαάκ - μονογενής ο Χριστός, υιός αγαπητός και γνήσιος ο Ισαάκ - Υιός αγαπητός και γνήσιος ο Χριστός, από τον πατέρα του τον Αβραάμ προσφέρθηκε θυσία ο Ισαάκ - από τον Θεό Πατέρα εστάλη ο Χριστός. Ο πατριάρχης Αβραάμ φόρτωσε στον Ισαάκ τα ξύλα της θυσίας - ο Χριστός φορτώθηκε το ξύλο του Σταυρού, αντί του Ισαάκ προσφέρθηκε αρσενικός αμνός που ήταν δεμένος με το φυτό Σαβέκ, δηλαδή «φυτό ἀφέσεως» - ο Χριστός έγινε «ὁ ἁμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ο Ισαάκ σφαγιάσθηκε και δε σφαγιάσθηκε - ο μονογενής Υιός του Θεού, σφαγιάσθηκε και δεν σφαγιάσθηκε, πέθανε και δεν πέθανε. Ο μεν ένας πέθανε «εἰς προαίρεσιν», όχι όμως στην έκβαση των πραγμάτων, «ὁ δέ Υἱός τοῦ Θεοῦ τῇ σαρκί ἀπέθανεν, ἀλλ’ ἡ θεότης ἀπαθής ἔμεινεν». Η προφητεία του Πατριάρχη Ιακώβ. Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει την προφητεία ως υπαινιγμό ολόκληρου του μυστηρίου. Ως «στολή» εννοείται το Σώμα, που ενδύθηκε ο Χριστός για τη σωτηρία του κόσμου, και το «αἷμα σταφυλῆς» υπαινίσσεται τη Σταύρωση και όλη την οικονομία των μυστηρίων. Η προφητεία αυτή ήταν αίνιγμα για τους προπάτορες, που δεν απόλαυσαν την πραγματικότητα που τυπώνεται, ενώ γίνεται γνώση και εμπειρία για τους πιστούς της Εκκλησίας, που καθαγιάζονται «ἐν αἵματι σταφυλῆς», διά του μυστηρίου. Το μάννα και το ύδωρ εκ της πέτρας. Ερμηνεύοντας την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, παραθέτει την εμφανέστατη προτύπωση των δωρεών του Θεού προς τους Ισραηλίτες στην έρημο, εξηγώντας στον πιστό: «όπως εσύ τρως το Σώμα το δεσποτικό, έτσι και εκείνοι το μάννα και όπως εσύ το Αίμα πίνεις, έτσι και εκείνοι το ύδωρ από την πέτρα». Τονίζει δε ότι η ομοιότητα συνίσταται στην θεϊκή προέλευσή τους, καθώς, αν και είναι αισθητά, παρέχονται πνευματικά και δεν είναι αποτέλεσμα της φύσης, αλλά χάρισμα της δωρεάς του Θεού, και τρέφουν τόσο το σώμα, όσο και την ψυχή οδηγώντας την στην πίστη. Βέβαια, το μάννα, μολονότι ήταν θαυμαστό, «τύπος ἦν, οὐκ αὐτοαλήθεια»· η αληθινή τροφή που κατέβηκε από τον ουρανό είναι ο Ίδιος που ομολογεί για τον εαυτό Του: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.
Οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Το μάννα ενείχε το στοιχείο της ζωής, ενώ η θεία Ευχαριστία κάτι περισσότερο, το στοιχείο της αιώνιας ζωής. Ονομάζει, λοιπόν, ο άγιος Πατέρας «παράδοξον» αυτό το ποτό, και «καινή» την τράπεζα που προσφέρεται σε όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς. Η θυσία του προφήτη Ηλία στο Καρμήλιο όρος. Ο χριστιανός ιερέας ομοιάζει με τον προφήτη, που στην απόλυτη ησυχία κατεβάζει το θείο πυρ από τον ουρανό, μόνο που εδώ ο ιερέας στέκεται μπροστά στην αγία τράπεζα και όχι στους δώδεκα λίθους που έστησε ο προφήτης, και καταβιβάζει το Πνεύμα το Άγιο, επιτελώντας πράγματα «οὐ θαυμαστά μόνον, ἀλλά πᾶσαν ἔκπληξιν ὑπερβαίνοντα». Ο άνθρακας στο όραμα του προφήτη Ησαΐα. Το θυσιαστήριο του οράματος της κλήσης του προφήτη «τῦπός ἐστι καί εἰκών» αυτού του θυσιαστηρίου της θείας Ευχαριστίας και εκείνη η φωτιά, τύπος αυτής της πνευματικής φωτιάς. Εκείνο, που το Σεραφίμ δεν τόλμησε να αγγίξει, ο πιστός το παίρνει στα χέρια του και μεταλαμβάνει του θείου Σώματος, «ἐφαπτόμενος τοῖς χείλεσι τήν θείαν καί ἄχραντον πλευράν» και του σωτηρίου Αίματος. Για τον άγιο Ιεράρχη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τη σημασία του οράματος, που ξεκάθαρα προεικονίζει την υπερκόσμια λατρεία, της οποίας κοινωνός αξιώνεται να γίνει ο πιστός που προσέρχεται στη θεία Ευχαριστία. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαία η χρήση του ύμνου των Σεραφίμ - «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» -, κατά την ώρα της αναφοράς στη θεία Λειτουργία. Η θυσία στα Άγια των Αγίων. Η άπαξ προσφερόμενη θυσία είναι τύπος της θείας Ευχαριστίας - και αυτή εκείνης - καθώς μία είναι και στην Εκκλησία η θυσία και όχι πολλές, κι ας τελείται «καθ’ ἑκάστην», γιατί ένας είναι ο προσφερόμενος Χριστός - ένα σώμα, μία θυσία - «οὐ νῦν μέν ἕτερον πρόβατον, αὔριον δέ ἕτερον, ἀλλ’ ἀεί τό αὐτό». Ο δι’ αίματος ραντισμός. Δι’ αίματος εγκαινιάσθηκε η πρώτη Διαθήκη, δι’ αίματος και η τελευταία. Η πρώτη προσέφερε καθαρμό σωματικό, επιφανειακό, άρα ημιτελή, ενώ η τελευταία - που γίνεται όχι με ύσσωπο, αλλά διά του Λόγου - πνευματικό, τέλειο καθαρμό, επικυρώνοντας την τέλεια άφεση των αμαρτιών. Η «καθαρά θυσία», για την οποία μιλά ο προφήτης Μαλαχίας. Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι η θεία Ευχαριστία είναι η μόνη καθαρή θυσία, που προσφέρεται δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και όχι «διά καπνοῦ καί κνίσσης, οὐδέ δι’ αἱμάτων καί λύτρων».
Η πασχάλιος θυσία. Ο ίδιος ο Θεός Λόγος που νομοθέτησε στην Παλαιά Διαθήκη, ο ίδιος που ζήτησε από τους Ισραηλίτες το αίμα του αμνού, για να τους προφυλάξει από το θάνατο και να τους οδηγήσει στην ελευθερία της γης της Επαγγελίας, ο ίδιος ο Χριστός γίνεται ο ένας Αμνός που χύνοντας το δικό Του αίμα «πᾶσαν τήν οἰκουμένην ἐξέπλυνε». «Ἁμνός καί ἁμνός, ἀλλ’ ὁ μέν ἄλογος, ὁ δέ λογικός· πρόβατον καί πρόβατον, σκιά καί ἀλήθεια». Αυτό το αίμα του λογικού Αμνού γίνεται το τίμημα της εξαγοράς, αυτό ο στολισμός, αυτό πυρώνει το νου και κάνει «τόν οὐρανόν βατόν». Η διακήρυξη του θανάτου του Χριστού είναι το όντως Πάσχα και είναι «πολύ τοῦ νομικοῦ κρεῖττον». Ο αληθινός Αμνός μας δείχνει την προτύπωση, ακόμη και με το χρόνο παράδοσης του μυστηρίου – κατά το σκιώδες, το νομικό, το ετήσιο πάσχα – ανατρέποντας τους χρονικούς περιορισμούς, γιατί η Εκκλησία εορτάζει το Πάσχα κάθε φορά που κοινωνεί Σώμα και Αίμα Χριστού. Ακόμη, όμως, και οι λεπτομέρειες του πασχαλίου δείπνου παραπέμπουν στη θεολογία του μυστηρίου. Όπως οι Ιουδαίοι ήταν ενδεδυμένοι και υποδημένοι και είχαν εντολή να φάνε όρθιοι και με τις ράβδους ανά χείρας, έτοιμοι για πορεία προς την ελευθερία τους, και με τον ίδιο τρόπο γιόρταζαν την ανάμνηση αυτού του δείπνου, έτσι και ο πιστός απελευθερωμένος και ενδεδυμένος διά του Βαπτίσματος, τρέφεται με τον αληθινό Αμνό και πορεύεται συνεχώς προς την αληθινή γη της επαγγελίας, τη σωτηρία. Επίσης, όπως ο πατέρας της Ιουδαϊκής οικογένειας όφειλε να ευχαριστήσει, για την ευεργεσία και την αγάπη του Θεού και φυσικά για τις παρατιθέμενες τροφές, μνημονεύοντας όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στη σωτηρία από τη δουλεία, έτσι και η τέλεση του μυστηρίου της Ευχαριστίας είναι η επινίκεια ωδή, που ψάλλεται από τον περιούσιο λαό του Θεού, την Εκκλησία, προκειμένου να Τον δοξολογήσει λόγῳ και έργῳ, για την ουσιώδη σωτηρία όλου του κόσμου από την όντως δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. β. Σύσταση του μυστηρίου - Ταυτότητα Μυστικού Δείπνου και θείας Ευχαριστίας Κατά τον ευχαριστιακό διδάσκαλο της Εκκλησίας, η θεία Ευχαριστία είναι φρικτό μυστήριο, που παρέδωσε ο Χριστός στην «φρικωδεστάτη τράπεζα» του Μυστικού Δείπνου της Μεγάλης Πέμπτης. Όταν οι μαθητές ρώτησαν το Χριστό «ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα;», εννοούσαν το ιουδαϊκό πάσχα, και εκείνο ετοίμασαν για χάρη Του, ενώ το δικό μας - το αληθινό πέρασμα από τον θάνατο προς τη ζωή - όχι μόνο το ετοίμασε ο ίδιος ο Χριστός, αλλά ο ίδιος έγινε Πάσχα. Αντίστοιχα, όταν ο Κύριος στην αρχή του Μυστικού Δείπνου είπε στους μαθητές «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν πρὸ τοῦ με παθεῖν», εννοεί πως υπερβολικά επιθύμησε να παραδώσει σε αυτούς καινούρια μυστήρια και να τους δώσει το Πάσχα, διά του οποίου επρόκειτο να τους κάνει πνευματικούς ανθρώπους. «Ο Χριστός είναι το Φως που φώτισε στο Μυστικό Δείπνο και το Φως που φωτίζει στο Δείπνο της θείας Ευχαριστίας». Η Ευχαριστία, συνεπώς, είναι μυστήριο κατεξοχήν επαναλαμβανόμενο και θεμελιωμένο στα λόγια του Χριστού κατά τον Μυστικό Δείπνο ή μάλλον είναι ο Μυστικός Δείπνος που «συνεχίζεται», δεν «επαναλαμβάνεται».
Ο ιερός Χρυσόστομος επιμένει στην ταυτότητα αυτού και της νυν τελούμενης Ευχαριστίας, όχι συναισθηματικά, αλλά πραγματικά, εξαλείφοντας τις αμφισβητήσεις και θεμελιώνοντας - ως ποιμένας - στέρεα τους πιστούς στη σημασία, την ιερότητα και τον ρεαλισμό του μυστηρίου. Μετ’ επιτάσεως διδάσκει ότι πρόκειται για το ίδιο ακριβώς δείπνο και ότι σε τίποτε δε διαφέρει το ένα από το άλλο. Ο ίδιος είναι και σήμερα «ὁ πάντα ἐργαζόμενος καί παραδιδούς», όπως και τότε, και μας καλεί σ’ αυτή τη μυσταγωγία, που είναι το κοινό, δεσποτικό, κυριακό δείπνο. Η παράδοση του μυστηρίου επέχει θέση τελευταίας επιθυμίας του Κυρίου και η προτροπή Του - «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» - γίνεται ιερή εντολή για συμμετοχή στο ποτήριο της Καινής Διαθήκης, το «ποτήριον τῆς εὐλογίας», που η φιλοστοργία Του γέμισε με το ίδιο το αίμα, που έρευσε από την πλευρά Του. Ο όρος «ἀνάμνησις» κυριαρχεί στο λόγο του ιερού Πατρός, αφού επαναλαμβάνεται συνεχώς, τονίζοντας πάντα ότι προσφέρουμε καθημερινά τον ίδιο, τον ένα Χριστό - και όχι «πολλούς Χριστούς» -, που είναι ένας, πλήρης, παντού · ένα σώμα, μία θυσία. Αυτή τη θυσία προσφέρει ο ίδιος ο προσφερόμενος και μόνο κατά το σχήμα την προσφέρει άνθρωπος· είναι «μία συναμφότερος πράξις εκ γης και εξ ουρανών ορμωμένη», αφού λειτουργούμε μεν, εμείς οι πιστοί, διά του ιερέα και διά των καρδιακών μας προσευχών, αλλά ο ίδιος ο Θεός κάνει τη θεοποιό πράξη. Οι τελετουργοί πληρούν «τάξιν ὑπηρετῶν» και ο πιστός μεταλαμβάνει, κατά το φαινόμενο, από τα χέρια του ιερέως, όμως μυστικώς, εκείνος που μεταδίδει είναι «ἡ χείρ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐκτεινομένη». Ο ιερέας στέκεται και εκπληρώνει τον τύπο εκείνο, λέγοντας τα λόγια εκείνα - τους ιδρυτικούς λόγους - ενώ η δύναμη και η χάρις, που «μεταρρυθμίζει» τα προκείμενα, είναι του Θεού. Η φωνή Του ακούγεται «ἅπαξ» - όπως και εκείνη στους Πρωτοπλάστους, που τους προτρέπει προς παιδοποιία - και απεργάζεται τη θυσία σε κάθε τράπεζα, μέχρι σήμερα και μέχρι τη δευτέρα παρουσία Του και «εισάγει μία εσχατολογία μελλοντική και παρούσα ταυτοχρόνως. Το έσχατον καθίσταται σύγχρονο μέσα στην Ευχαριστία». Οι δε πιστοί προσεγγίζουν το μυστήριο, όπως ακριβώς οι μαθητές, καθώς η θεία λειτουργία συνιστά τη «διαρκή μυστηριακή επανάληψη του Μυστικού Δείπνου». Ηχηρή επιβεβαίωση της ταυτότητας αυτής μας παρέχει η ίδια η λατρευτική πράξη: αντί του χερουβικού ύμνου, ψάλλεται στη θεία λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης το τροπάριο «Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας· ἀλλ᾿ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», προφέροντας το «σήμερον» και εδώ, όπως και σε όλα τα γεγονότα της θείας οικονομίας, που η Εκκλησία βιώνει ουσιαστικά μέσω της λατρείας . Ο χώρος και ο χρόνος δε μας χωρίζουν από το ανώγειο και την ιστορική στιγμή της παράδοσης του μυστηρίου· αλλοιώνονται, διαστέλλονται και συνερχόμαστε όλοι «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» στο κυριακό δείπνο. γ. Σώμα και Αίμα «Η θεία Ευχαριστία είναι η πηγή από την οποία αναβρύζει η ζωή της Εκκλησίας, κάτι παραπάνω, η ίδια η ζωή της.
Ο «Ἄρτος τῆς Ζωῆς», που δίνει αιώνια ζωή, είναι ο ίδιος ο Χριστός». Εκείνος αποκαλεί έτσι τον εαυτό Του, επειδή Αυτός είναι που συγκροτεί όλη τη ζωή μας, την παρούσα και τη μέλλουσα. Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει πολλάκις την αληθινή μεταβολή του άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Ξεκάθαρα και κατηγορηματικά καθιστά σαφές ότι η ευχαριστιακή θυσία είναι Σώμα και Αίμα, και όχι άρτος και οίνος, και καλεί τους πιστούς να μη κρίνουν με κριτήριο τη γεύση, αλλά την πίστη και μάλιστα χωρίς κανένα ενδοιασμό. Εξάλλου, η ορθόδοξη παράδοση γεύεται ανέκαθεν και βλέπει εμπειρικά τα μυστηριακά γεγονότα, χωρίς να αγωνιά ποτέ να εξηγήσει τον τρόπο της μεταβολής ή της μεταποίησης του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο τρόπος μεταβολής των προκειμένων δώρων παραμένει ακατάληπτος, όπως και στη σάρκωση του Θεού - Λόγου, και το υπέρλογο αυτό θαύμα δεν κατανοείται, παρά μόνο με την πίστη. Το περιεχόμενο του «ποτηρίου της ευλογίας» είναι ακριβώς εκείνο που έρευσε από την πλευρά του Χριστού και έδωσε το εαυτό Του θυσία, αποδεικνύοντας στον άνθρωπο την θερμή Του αγάπη, την φιλοτιμία και την απερίγραπτη φιλοστοργία Του. Ο κόσμος μαθημένος στο αίμα των θυσιών επιθυμούσε αίμα και ο ίδιος καταδέχτηκε να προσφέρει το δικό Του στη θέση των ειδωλοθύτων, ώστε με αυτό το μεγαλοπρεπές και φρικωδέστατο μυστήριο να απομακρύνει τον άνθρωπο από την πλάνη και να τον ενώσει μαζί Του. Η θυσία εδώ είναι αληθινή· ο Αμνός σφαγιάζεται για τον άνθρωπο, το πνευματικό πυρ κατεβαίνει και το αίμα χύνεται στο ποτήρι από την άχραντη πλευρά. Δεν πρόκειται για ανθρώπινη θυσία, αλλά μεταλαμβάνουμε σαν από τη λαβίδα των Σεραφίμ - ως άλλοι Ησαΐες -, σαν να αγγίζουν τα χείλη μας την άχραντη πλευρά του Σωτήρα. Το αίμα είναι ζωντανό, «μὴ θανάτου σύμβολον, ἀλλὰ ζωῆς αἴτιον». Απολύτως δηλωτικά αυτής της αλήθειας είναι τα λεγόμενα, οι κινήσεις, ακόμη και η χρήση και διαμόρφωση των σκευών στην ακολουθία της Προθέσεως, της τελετουργικής προετοιμασίας των τιμίων δώρων, που εξεικονίζουν την επίγεια ζωή του Χριστού και προεξαγγέλλουν συμβολικά τη μυστηριακή πραγματικότητα της θείας Ευχαριστίας, που θα ακολουθήσει. Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι βρισκόμαστε «ἐν τῷ κόσμῳ»· η σωτηρία μπορεί να συντελείται οπουδήποτε, αφού δεν είναι ο τόπος που σώζει, αλλά ο τρόπος και η «πρὸς Θεὸν» προαίρεση. Λαμπρά παραδείγματα προς τούτο μας δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αντιθετικά, σε δυάδες, τον Αδάμ που «ναυαγεί» στον Παράδεισο, σε αντίθεση με το Λωτ που διασώζεται από το πέλαγος της αμαρτίας των Σοδόμων· τον Ιώβ που δικαιώνεται στην κοπριά, σε αντίθεση με τον βασιλιά Σαούλ που εκπίπτει της δόξας του μέσα στα βασιλικά δώματα. Η χρήση υλικών στοιχείων - του άρτου και του οίνου - σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζει το μυστήριο σε κάτι γήινο και σαρκικό, «οὐδὲν γὰρ αἰσθητὸν παρέδωκεν ἡμῖν ὁ Χριστὸς· ἀλλ’ ἐν αἰσθητοῖς μὲν πράγμασι, πάντα δὲ νοητά».
Η συγκατάβαση του Κυρίου είναι αυτή που και πάλι διαμορφώνει το μυστήριο, παραδίδοντας τα νοητά με αισθητά, για να μπορεί να τα προσεγγίσει ο άνθρωπος, αφού η ψυχή συμπλέκεται με το σώμα· αν ο άνθρωπος ήταν ασώματος, «γυμνά» και ασώματα θα του προσφέρονταν τα δώρα· τώρα όμως, για να μας γίνει οικείος μέσω των αισθήσεων, καταδέχεται να παραδοθεί με στοιχεία υλικά, τα οποία ο Ίδιος επέλεξε. Άρτο και οίνο επέλεξε στο Μυστικό Δείπνο για να κάνει τους μαθητές κοινωνούς του άχραντου Σώματός Του, μεταλαμβάνοντας και ο ίδιος από το δικό Του Αίμα, για να μη ταραχθούν στο άκουσμα «τοῦτό ἐστί τὸ αἷμά μου». Οίνο έπινε και μετά την Ανάσταση, παραδίδοντας εκ νέου την εντολή για συνεχή τέλεση του μυστηρίου. Η θεία Ευχαριστία είναι «δόσις καὶ ἀντίδοσις». Προσφέρουμε άρτο και οίνο, δηλαδή υλικά κοινά, που εύκολα έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος, και συνάμα κύρια είδη της διατροφής του, εκείνα που του εξασφαλίζουν την επίγεια ζωή. Προσφέροντας, λοιπόν, αυτά που κατ’ εξοχήν αρμόζουν στη ζωή του ανθρώπου, είναι σαν να προσφέρουμε την ίδια μας τη ζωή, «την επίκηρον, την επίγειον, την προσωρινήν. Προσφέρουμε κάτι το πρόσκαιρο, για να πάρουμε κάτι το αιώνιο, την αιώνιον ζωήν. Εις την δόσιν την ιδικήν μας, έρχεται η αντίδοσις του Χριστού· μας παρέχει την ιδικήν του ζωήν, το σώμα του και το αίμα του». «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», είναι τόση η αγάπη του Θεού, ώστε δέχεται να λάβει από εμάς τα δώρα που ο Ίδιος προσέφερε σαν να ήταν δικά μας, και εμείς κοινωνούμε από αυτά και «χριστοποιούμαστε», καθώς η δημιουργία γίνεται τόπος συνάντησης του κτιστού με το Άκτιστο. Ο άρτος και οίνος δεν είναι «κοινές βρώσεις», που αποβάλλονται από το σώμα και απορρίπτονται στον αφεδρώνα, αλλά μυστήρια που αναμιγνύονται με την ουσία του σώματος, όπως το κερί που γίνεται ένα με τη φωτιά. δ. Ένωση – Κοινωνία με το Χριστό Σε αυτήν ακριβώς την πραγματική ένωση, σ’ αυτόν τον «συμφυρμό», αποσκοπεί η ουσία της «βασιλικής τράπεζας».
Ο Χριστός αποτελεί «μέγα παράδοξον» όσον αφορά στη σχέση Του με την Εκκλησία· ενώ λατρεύεται «ἐν οὐρανοῖς», είναι συγχρόνως παρών επί της γης και «ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ», μεταβάλλοντας έτσι την ουράνια κατάσταση σε επίγεια και ιστορική πραγματικότητα. Έτσι, η επί γης ευχαριστιακή λατρεία δεν αποτελεί πραγματικότητα παράλληλη της επουράνιας, αλλά μιμείται αυτήν ακριβώς την επουράνια λατρεία· είναι λατρεία «χριστοδίδακτη», που αποτελεί το μόνο τρόπο ένωσης με το Χριστό. Η λατρευτική τράπεζα πληροί την τάξη της φάτνης· το δεσποτικό Σώμα κείτεται σ’ αυτήν, όχι πια σπαργανωμένο, αλλά «περιστελλόμενον πανταχόθεν Πνεύματι Ἁγίῳ». Η χάρις του Αγίου Πνεύματος - αυτή που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας- αυτή, ακριβώς, ετοιμάζει τη μυστική θυσία, καλύπτοντας με την παρουσία της τους πάντας. Έτσι οι πιστοί μετέχοντας στο «ποτήριον της ευλογίας» γίνονται κοινωνοί ολόκληρου του θησαυρού της ευεργεσίας του Θεού και αδελφοί και συγκληρονόμοι Του. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το παραπάνω χωρίο, τονίζει τη χρήση του όρου «κοινωνία» έναντι του όρου «μετοχή», διευκρινίζοντας ότι σκοπός του Αποστόλου είναι να καταδείξει τη συνάφεια, την αληθινή ένωση με το Χριστό. Για να γίνει σαφές πόσο στενός είναι ο δεσμός αυτός, συνεχίζει λέγοντας ότι, ο άρτος είναι Σώμα Χριστού, άρα και οι μεταλαμβάνοντες από αυτόν γίνονται Σώμα Χριστού - όχι σώματα πολλά, αλλά ένα σώμα – και όπως ο άρτος αποτελείται από πολλούς κόκκους, που δεν φαίνονται και δεν ξεχωρίζουν ακόμη και αν διαφέρουν ως προς τη συνάφεια, έτσι και οι μεταλαμβάνοντες «καὶ ἀλλήλοις καὶ τῷ Χριστῷ συναπτόμεθα». του μυστηρίου, που διατρέχει ολόκληρη τη θεία λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (πρβλ. «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα Δῶρα ταῦτα», «Μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ», Θεία Λειτουργία, ευχή του καθαγιασμού, «Πλήρωμα Πνεύματος Ἁγίου» κ.α. ), αλλά και που πολλάκις απαντάται στις ομιλίες του (βλ. «Σῶμα γὰρ καὶ αἷμα μυστικόν οὐκ ἄν ποτε γένοιτο τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος χωρίς». Περί της των νεκρών αναστάσεως, Η θεολογία της Ευχαριστίας στη βυζαντινή λειτουργία, ως προς τη μορφή και τον τύπο, το κείμενο και τους συμβολισμούς, σφραγίζεται βαθιά από την τριαδολογία.
«Η τέλεση του ευχαριστιακού μυστηρίου αποτελεί την φανέρωση της Τριαδικής Οικονομίας: ο Πατήρ ευδοκεί στη θυσία του Υιού και την αποδέχεται, ο Υιός την προσφέρει και προσφέρεται σε αυτή και το Πανάγιο Πνεύμα την καθαγιάζει και την τελειοποιεί»
Ο Χριστός «ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν πιστῶν ἀναμίγνυσιν ἑαυτὸν διὰ τῶν μυστηρίων». Τιμά τον πιστό, όχι απλώς ικανοποιώντας την παλαιοδιαθηκική επιθυμία του να τον δει (θεοπτία), αλλά «καὶ ἅψασθαι καὶ φαγεῖν καὶ λαβεῖν ἔνδον» και να τον θρέψει και να αναμιχθεί μαζί Του, να γίνει «σῶμα ἕν, σάρξ μία»· οι πιστοί γίνονται «σύσσωμοι» του Σωτήρα, κάτι που για τους αγγέλους είναι φρικτό και δεν τολμούν καν να αντικρύσουν. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος αναφέρει αποκάλυψη γέροντος που είδε, κατά τη διάρκεια της τέλεσης της θείας Ευχαριστίας, πλήθος αγγέλων με λαμπρές στολές να κυκλώνουν το θυσιαστήριο και να στρέφουν το πρόσωπο κάτω, όπως οι στρατιώτες μπροστά στο βασιλέα. Προτρέπει, συνεπώς, τον πιστό να συνειδητοποιεί με ποια τιμή τιμήθηκε και ποια τράπεζα απολαμβάνει. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας δεν είναι μια κοινή λατρευτική πράξη του ανθρώπου που επιχειρεί την προσέγγιση του θείου, καθώς ο πιστός δε γίνεται κοινωνός του θυσιαστηρίου - σαν τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες - αλλά του ίδιου του Χριστού. Είναι «η συνουσία η μυστηριώδης και ακατάληπτη του θεϊκού Σώματος με το δικό μας», που πηγάζει από την υπερβολική αγάπη και τον πόθο του Χριστού για τον άνθρωπο.
Χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος, μιλώντας ως το στόμα του Χριστού, παραθέτει τα εξής: «ἥνωσά σε καὶ συνῆψα ἑμαυτῷ· Φάγε με, εἶπον, πίε με. Καὶ ἄνω σε ἔχω καὶ κάτω συμπλέκομαί σοι... οὐχ ἁπλῶς μίγνυμαί σοι, ἀλλὰ συπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι κατὰ μικρὸν, ἵνα πολλὴ ἡ ἀνάκρασις γένηται καὶ ἡ μίξις καὶ ἡ ἕνωσις... ἐγὼ δὲ συνυφαίνομαί σοι». Αλλού εξηγεί, ορίζοντας παράλληλα την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ως ακρογωνιαίο λίθο της: «διὰ τοῦτο ἀνέμιξεν ἑαυτὸν ἡμῖν, καὶ ἀνέφυρε τὸ σῶμα αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς, ἵνα ἕν τι ὑπάρξωμεν, καθάπερ σῶμα κεφαλῇ συνημμένον· τῶν γὰρ σφόδρα ποθούντων ἐστὶ τοῦτο δεῖγμα». Και διεκρινίζει· «εὐθέως περιλαμβάνεις τὸν Δεσπότην, ἀνακεράννυσαι τῷ σώματι, ἀναφύρῃ τῷ σώματι τῷ ἄνω κειμένῳ, ἔνθα προσελθεῖν οὐκ ἔνι τῷ διαβόλῳ» τονίζοντας την ένωση με την «ἄνω», τη θεωμένη, ανθρώπινη φύση του Χριστού. Σε αυτό ακριβώς το ασύλληπτο γεγονός μας μυεί η Εκκλησία, όταν λέγει στη θεία λειτουργία «μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος· ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος», ανάγοντας τη σκέψη μας στον θαυματουργικό και προφητικό για το υπερφυές μυστήριο πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων από τον ίδιο τον εσθιόμενο Χριστό .
Στην ίδια συνάφεια μας θυμίζει τον Ιώβ, που ήταν στους υπηρέτες του «μεθ’ ὑπερβολῆς ποθεινὸς» και επιθυμούσαν ακόμη και να φάνε τις σάρκες του και ότι αυτούς που αγαπούμε πολύ συχνά τους δαγκώνουμε και το ίδιο μας παραχωρεί και ο Κύριος· όχι μόνο να τον γνωρίσουμε, αλλά και να τον αγγίζουμε και να τον τρώμε και να μπήγουμε τα δόντια μας στη σάρκα Του και να γινόμαστε ένα μαζί Του. Ο έντονος αυτός ρεαλισμός στις εκφράσεις σκοπό έχει «να περιορίσει τη συναισθηματική και θεωρητική προσέγγιση του Χριστού και καλεί τους πιστούς στην οντολογική μετοχή της ψυχοτρόφου τραπέζης», να υπογραμμίσει την πραγματικότητα του μυστηρίου και να εμπνεύσει δέος στους πιστούς ενώπιον του μυστηρίου, αποκλείοντας την ηθικολογική θεώρησή του, και να διευκρινίσει ότι δεν πρόκειται απλώς για μυστήριο αγάπης, παιδαγωγικού χαρακτήρα, αλλά για την όντως βρώση του Σώματος του Χριστού, που είναι ο ίδιος «τροφεύς καὶ τροφὴ», «προσφέρων καὶ προσφερόμενος». Ολοκληρώνοντας τα περί της αληθινής ένωσης του πιστού, που προσέρχεται στη θεία Ευχαριστία, με το Χριστό, αξίζει να αναφέρουμε και μια ακόμη διάσταση της διδασκαλίας του Ιεράρχη, που αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την ανυπέρβλητη ρητορική του δεινότητα και την αδιαμφισβήτητη ορθοδοξία της διδασκαλίας του.
Ο ιερός Χρυσόστομος, μολονότι μπορεί να μη συνέταξε συγκεκριμένο εγχειρίδιο δογματικής, εντούτοις, εμπεριέχει όλες τις βασικές αλήθειες της πίστεως στα συγγράμματά του, εξαίροντας ιδιαίτερα τη θεότητα του Ιησού Χριστού και την άπειρη αγάπη Του για τη σωτηρία του κόσμου. Διδάσκει, λοιπόν, ότι η θεία Ευχαριστία είναι «τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν», γιατί και σώζει και διδάσκει. Θέτει το μυστήριο ως εγγυητή της πίστης και ασπίδα κατά των αιρέσεων, με μια αποστροφή που μόνο ο χρυσορρήμων θεολόγος θα μπορούσε να διατυπώσει. Κατά τη θεολογία του, η ένωση του πιστού με το Χριστό είναι τόσο πραγματική, όσο πραγματική είναι η ενανθρώπηση του Λόγου και επικαλείται την εμπειρία των μετεχόντων στα μυστήρια. Η «μετουσία», που αναφέρεται στο κείμενο, έχει θεμέλιο την ενανθρώπηση. Ο ρεαλισμός της είναι αποτέλεσμα της όντως ένωσης θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού. Με τον τρόπο αυτό σπεύδει να διαχωρίσει τη θέση του και να καταπολεμήσει τις κακόδοξες αντιλήψεις των αντιοχειανών θεολόγων της εποχής του - Διοδώρου Ταρσού και Θεοδώρου Μοψουεστίας- που στην ένωση των φύσεων του Χριστού έβλεπαν μόνο «συνάφεια», χωρίς να τους ονοματίσει, φροντίζοντας να προβάλλει την αλήθεια, χωρίς να προκαλεί ένταση και οξύτητα.
Δε διστάζει, βέβαια, να ονοματίσει τους Γνωστικούς και να διορθώσει την τάση μερικών μεταθανασιανών αλεξανδρινών, που με την επίδραση του Απολιναρίου έβλεπαν να απορροφάται η ανθρώπινη φύση, αλλά και την αντιοχειανή τάση, που απέκλειε άμεσα ή έμμεσα την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων του Χριστού, διαφυλάττοντας σε κάθε περίπτωση την αλήθεια της Εκκλησίας και παράλληλα τη σωτηρία, που πηγάζει από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αφού οποιαδήποτε αλλοίωση του χριστολογικού δόγματος οδηγεί αυτόματα και στην απαξία της σωστικής δύναμης του μυστηρίου (στη σύγχυση χάνεται η ανθρωπότητα, άρα και το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ενώ στη διαίρεση μένει η ανθρωπότητα, χωρίς οντολογική σχέση με το Θεό, άρα χάνεται το θεμέλιο της σωτηρίας). Πολύ χαρακτηριστικά εξηγεί τα παραπάνω, δίνοντας παράλληλα έναν ακόμα ορισμό της Ευχαριστίας: «τὰ φρικώδη μυστήρια, καὶ πολλῆς γέμοντα τῆς σωτηρίας, τὰ καθ’ἑκάστην τελούμενα σύναξιν, Εὐχαριστία καλεῖται, ὅτι πολλῶν ἐστιν εὐεργετημάτων ἀνάμνησις, καὶ τὸ κεφάλαιον τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας ἐνδείκνυται, καὶ διὰ πάντων παρασκευάζει εὐχαριστεῖν. Εἰ γὰρ τὸ γεννηθῆναι ἐκ παρθένου θαῦμα μέγα, καὶ ἐκπληττόμενος ὀ εὐαγγελιστὴς ἔλεγε Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονε· τὸ καὶ σφαγῆναι ποῦ θήσομεν; εἰπέ μοι. Εἰ γὰρ τὸ γεννηθῆναι τοῦτο ὅλον καλεῖται, τὸ σταυρωθῆναι, καὶ τὸ αἷμα ἐκχέειν, καὶ τὸ ἑαυτὸν δοῦναι ἡμῖν εἰς ἑστίασιν καὶ εὐωχίαν πνευματικὴν, τί ἄν κληθείη;». Αυτή είναι το θαύμα της πρόνοιας του Θεού, ισάξιο με την ενανθρώπηση και τη θυσία Του, αυτή είναι η ουσία της ευχαριστιακής σύναξης της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει φύση ευχαριστιακή. Δεν υπάρχει Ευχαριστία εκτός της Εκκλησίας, όπως δεν υπάρχει Εκκλησία εκτός της Ευχαριστίας. Ο πιστός ενώνεται εν τη Ευχαριστία με την κεφαλή του, τον Χριστό, σε ένα σώμα, την αγία Εκκλησία· γι αυτό δεν υπάρχει Ευχαριστία έξω από την Εκκλησία, γιατί δεν υπάρχει «σώμα εκτός του Σώματος».
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ελένη Β. Παπαδοπούλου
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
κατα τήν διδασκαλία Ιερού Χρυσοστόμου
Λειτουργική και Θεολογική προσέγγιση
Σύμβουλος καθηγητής: αρχιμανδρίτης
Νικόδημος Σκρέττας Θεσσαλονίκη
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου