Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017
Ο ιερός Χρυσόστομος ως Διδάσκαλος Ευχαριστίας
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
α. Σύντομα βιογραφικά του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ο άγιος Ιωάννης, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρυσόστομος γεννήθηκε μεταξύ και στην Αντιόχεια. Ο καθηγητής Π. Χρήστου θεωρεί τη δεύτερη χρονολογία πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ την πρώτη αυθαίρετη. Πιθανότερο θεωρεί το . Ήταν γόνος επίσημης οικογένειας της Αντιοχείας, υιός του ανώτατου αξιωματικού του συριακού στρατού Σεκούνδου και της Ανθούσας. Όταν ο Σεκούνδος πέθανε – λίγο χρόνο μετά τη γέννηση του υιού του – η μητέρα του, αν και μόλις είκοσι ετών, αρνήθηκε να ξαναπαντρευτεί και αφοσιώθηκε στην ανατροφή του Ιωάννου. Η σωφροσύνη της Ανθούσας είναι αυτή που έκανε, πιθανά, τον Λιβάνιο να αναφωνήσει: «Βαβαί, οἷαι παρὰ χριστιανοῖς γυναῖκές εἰσιν!». Πήρε την πρώτη αγωγή από τη μητέρα του και σε ηλικία ετών σπούδασε κοντά στο σοφιστή Λιβάνιο ρητορική και στον Ανδραγάθιο φιλοσοφία. Τις σπουδές ακολούθησε η εργασία ως ρητοροδιδασκάλου για μικρό χρονικό διάστημα. Κατόπιν εγκαταλείποντας την κοσμική σοφία, σπούδασε τα θεολογικά γράμματα στο περίφημο «Ασκητήριον», τη θεολογική σχολή που είχαν ιδρύσει ο Διόδωρος - μετέπειτα επίσκοπος Ταρσού - και ο Καρτέριος. Την ίδια εποχή βαπτίστηκε χριστιανός, Την επιθυμία του να ζήσει την ασκητική ζωή αρχικά συγκράτησαν τα δάκρυα της μητέρας του, λίγο όμως μετά το θάνατό της (το μ. Χ.) χειροθετήθηκε αναγνώστης από τον Αντιοχείας Μελέτιο (ο οποίος εξορίσθηκε αμέσως μετά) και έφυγε για την έρημο. Μόνασε τέσσερα ή έξι έτη κοντά σε γέροντα (Σύρο που γνώριζε την ελληνική, αφού ο Ιωάννης δεν γνώριζε τη συριακή γλώσσα) και δύο μόνος του σε σπήλαιο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τη Γραφή όλο το εικοσιτετράωρο χωρίς ανάπαυση, καθώς κοιμόταν ελάχιστα στηρίζοντας απλώς την πλάτη του στο βράχο. Κατά τα τέλη του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας -πιθανότατα πάθηση των νεφρών- που υπέστη από την αυστηρή άσκηση και στις αρχές του χειροτονήθηκε διάκονος από το Μελέτιο (ο οποίος πέθανε τη χρονιά εκείνη). Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Φλαβιανό προ της Τεσσαρακοστής του .
Κατά την περίοδο της άσκησής του είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφή δοκιμίων. Κατά δε την περίοδο της διακονίας και της ιεροσύνης του, η συγγραφική του παραγωγή γιγαντώθηκε - από αυτή την περίοδο προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των ομιλιών του -, καθώς ο Ιωάννης αναδείχθηκε σε μέγα διδάσκαλο: μιλούσε κάθε Κυριακή και Παρασκευή, ενώ στις Τεσσαρακοστές και τις Διακαινησίμους κάθε μέρα. Κάποιες φορές μιλούσε και δύο και τρείς φορές τη μέρα. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι ομιλίες του γίνονταν μέσα στους ναούς της πόλης, κυρίως τη Μεγάλη Εκκλησία Αντιοχείας που είχε ιδρύσει ο Μ. Κωνσταντίνος, κατά την ώρα της λατρείας. Άξια ονομάστηκε «επιστήμων της ιερωσύνης»· η επιτυχημένη ιερατική του σταδιοδρομία ξεπέρασε τα όρια της τοπικής Εκκλησίας στην Αντιόχεια. Έτσι, το ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, «ψηφίσματι κοινῷ ὁμοῦ πάντων, κλήρου τε καί λαοῦ», μετά από περιπετειώδη γεγονότα - σχεδόν αρπαγή του. Ακολούθησε μια σπουδαία, αλλά και πολύ ταραγμένη περίοδος αρχιεροσύνης. Από τη μια η σοφή οργάνωση του ποιμαντικού έργου - αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, κοινωνική πρόνοια, κάθαρση του κλήρου, ιεραποστολή και φυσικά διαποίμανση του λαού με το χρυσό του λόγο - κι από την άλλη η εχθρότητα εναντίον του, που τον οδήγησε σε διώξεις και εξορίες ως το τέλος του βίου του. Ο Χρυσόστομος ως αρχιεπίσκοπος διατήρησε τη μοναστική του ασκητικότητα προτιμώντας τη μόνωση και διατηρώντας αυστηρή δίαιτα, αποφεύγοντας τις επισκέψεις και τα γεύματα, αρνούμενος παράλληλα να αφομοιωθεί και να συναινέσει στην κοσμική ζωή της πολιτικής ηγεσίας και της κοινωνίας της εποχής του, με αποτέλεσμα να μεμφθεί για ακοινωνησία. Δε δίσταζε, μάλιστα, να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα, είτε αυτά αφορούσαν στο λαό, είτε στους άρχοντες της εποχής του, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια προς αυτόν ομάδας κληρικών, με επικεφαλής τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, δημιούργησε άμεσα κλίμα εναντίον του στη βασιλεύουσα. Οι εναντίον του Χρυσοστόμου κατηγορίες οδήγησαν τελικά στη σύγκλιση, από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, της Συνόδου επί Δρῦν, το , με συμμετοχή επισκόπων - από την Αίγυπτο (κάποιοι από αυτούς ήταν μάλιστα καθηρημένοι) και από τη Μ. Ασία - κατά την οποία αποφασίσθηκε, ερήμην του, η καθαίρεση και η εξορία του. Ο Ιωάννης, ως γνήσιος ποιμένας, φρόντισε πριν τον άδικο διωγμό του να εξασφαλίσει την ενότητα της Εκκλησίας, ταπεινώνοντας τον εαυτό του και προτρέποντας τους επισκόπους του να κοινωνήσουν με τους αντικανονικούς διαδόχους του, χωρίς να υπογράψουν, όμως, τις εναντίον του άδικες αποφάσεις και κατέφυγε στη Βιθυνία
Ο Χρυσόστομος τελικά ανακλήθηκε στη θέση του, αλλά δεν πρόλαβε να αποκατασταθεί από Σύνοδο μείζονα αυτής που τον καθαίρεσε, κατά την κανονική τάξη, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Το γεγονός αυτό θα οδηγούσε, αρχικά στον περιορισμό του στο επισκοπείο και ακολούθως στη δεύτερη εξορία του, όταν σε νέα προσπάθεια της Αυγούστας να απαλλαγεί από τον ελεγκτικό λόγο του Ιεράρχη, ο συνήθης επικριτής του Θεόφιλος Αλεξανδρείας επικαλέστηκε τον παραπάνω κανόνα και κατήγγειλε την επάνοδό του ως αντικανονική. Με νέα σύνοδο, τοπική , το , ο Ιωάννης καταδικάστηκε εκ νέου. Ο ίδιος αρνήθηκε και πάλι να εγκαταλείψει τη θέση του, ακολούθησαν έκτροπα και την Πέμπτη της Πεντηκοστής οδηγήθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Παρόλο το θάνατο της Ευδοξίας, τρεις μήνες μετά, και τις εκκλήσεις του για επέμβαση των αρχηγών διαφόρων Εκκλησιών, δεν κατάφερε να επανέλθει. Στο μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο γέρων Αρσάκιος και κατόπιν ο Αττικός, κατήγορος του Ιωάννη. Μεταφερόμενος προς την Πιτυούντα του Πόντου, εξουθενωμένος από τις κακουχίες και μετά από όραμα, στο οποίο ο μάρτυς Βασιλίσκος τον ενθάρρυνε, εκοιμήθη στα Κόμανα στις Σεπτεμβρίου , αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και αναφώνησε το «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Την κοίμηση του Ιεράρχου ακολούθησαν δύο σχίσματα. Το ένα των Ιωαννιτών, οπαδών του Ιωάννου, που δεν αναγνώριζαν τους διαδόχους του αρχιεπισκόπους και διέκοψαν την κοινωνία μαζί τους, και το άλλο της Εκκλησίας της Ρώμης, που διέκοψε την κοινωνία με τις Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Το σχίσμα αυτό ήρθη όταν περιέλαβαν το όνομα του Ιωάννου στα δίπτυχα
Το δε σχίσμα των Ιωαννιτών ήρθη το επί αρχιεπισκόπου Πρόκλου, όταν έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του. β. Ο ιερός Χρυσόστομος ως διδάσκαλος Στο πρόσωπο του Ιωάννου συναντά κανείς τον πολυγραφότερο και προσφιλέστερο εκκλησιαστικό συγγραφέα όλων των αιώνων. Τα έργα του, που διακρίνονται σε Πραγματείες, Ομιλίες, Λόγους και Επιστολές, χαρακτηρίζονται εκτός από την ποσότητα και από την ανώτερη ποιότητά τους, το σπουδαίο τους περιεχόμενο, το υψηλό ύφος και τη θαυμάσια έκφρασή τους. Η ρητορική του δεινότητα, το μοναδικό αυτό και ανεπανάληπτο χάρισμά του, θα οδηγήσει τους συγχρόνους του να τον ονομάσουν «χρυσορρήμονα» και «χρυσόστομο», τίτλο με τον οποίο έμεινε στην ιστορία. Δεν ήταν, όμως, μόνο ο σπουδαίος ρήτορας της Αντιόχειας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τον αποκαλεί «ἥλιο» και οικουμενικό ρήτορα, έμψυχο όργανο του Αγίου Πνεύματος αλλά και της Εκκλησίας όλης διδάσκαλο μεγαλόφωνο. Αναρωτιέται ποιος θα ήταν κατάλληλος χαρακτηρισμός για εκείνον και απαριθμεί τις πολλές πλευρές που συνθέτουν την αληθινή όψη αυτού του πολυεδρικού διαμαντιού της Εκκλησίας: άγγελος, απόστολος, προφήτης, μάρτυρας, ιεράρχης, ρήτορας και εξηγητής των θείων γραφών, φίλος γνήσιος της Θεοτόκου, θαυματουργός, ελεήμων, κήρυκας της μετανοίας και φυσικά διδάσκαλος. Διδάσκαλος τόσο σπουδαίος, ώστε να μαθητεύουν δίπλα του σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας, όπως ο Θεοδώρητος Κύρου, ο μέγας Νείλος, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ο Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, αλλά και τόσο ανυπέρβλητος που κανένας από εκείνους δεν κατάφερε να τον ξεπεράσει, όπως απέδειξε η ιστορία και οι ίδιοι ομολογούσαν.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος τον ανακηρύσσει ως «τόν τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλον» θέτοντάς τον ως εγγυητή της ορθής πίστης. Παρόλο που ο ιερός Πατήρ δεν συνέταξε ποτέ εγχειρίδιο δογματικής, τα έργα του βρίθουν στοιχείων δογματικής διδασκαλίας, καθώς στις περισσότερες ομιλίες του τονίζει τις αλήθειες της πίστης μας, τόσο χριστολογικά, όσο και τριαδολογικά. Η Εκκλησία, από τον ο αιώνα και εξής, τον συνεορτάζει με τους δύο μεγάλους Καππαδόκες, Βασίλειο τον Μέγα και Γρηγόριο τον Θεολόγο, ως τον ένα εκ «τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν καί οἰκουμενικῶν Διδασκάλων». Στο ιαμβικό προοιμιακό εγκώμιο του συναξαρίου της εορτής τονίζεται η ισοτιμία των τριών ιεραρχών και παράλληλα η ιδιαιτερότητα του καθενός, που σαν τα στοιχεία της φύσης – πυρ, αέρας, ύδωρ – ζωοδοτούν την πίστη προς το Θεό. Σε όλη την ακολουθία της εορτής τονίζεται ανάμεσα στα πολυπληθή χαρίσματα, η αξία της διδασκαλίας των Ιεραρχών, χαρακτηρίζοντάς τους ως «τῶν Ἀποστόλων ὁμοτρόπους», «στύλους καί στηρίγματα τῆς Ἐκκλησίας» και «ποταμούς ἀναβλύζοντας τό ζῶν ὕδωρ ἐξ Ἐδέμ», μεταξύ πολλών άλλων εγκωμίων. Ο ίδιος ο ιερός Πατήρ νιώθει έντονα το βάρος της ευθύνης του ως διδασκάλου της Εκκλησίας. Τονίζει ότι είναι εξίσου επικίνδυνο για τον ομιλούντα και τους ακροατές να αποκρύπτουν κάτι από τους θείους νόμους και κρίνονται ως «φόνων ὑπεύθυνοι» οι διδάσκαλοι που δεν παραδίδουν ολόκληρη την αλήθεια. Είναι ακούραστος και ακαταπόνητος στο διακόνημα της διδασκαλίας.
Ομολογεί ότι δεν αισθάνεται τον κόπο της διδασκαλίας, γιατί ανακουφίζεται από το κέρδος που αποκομίζουν οι ακροατές και αυτή η ικανοποίηση τον αναπτερώνει και τον καθιστά πνευματικά «μετάρσιο». Δεν αφήνει ούτε την αφωνία να τον εμποδίσει από το ιερό του καθήκον, ομολογώντας ότι «οὐκ ἐπιτρέπει τῆς ὑμετέρας ἀγάπης ἡ τυρρανίς», μιλώντας και με ασθενή τη χρυσή φωνή του, για να ανταμείψει την προθυμία των ακροατών. Είναι ταπεινός και γλυκύς στη διδασκαλία του. Δεν ομιλεί από καθέδρας, ούτε ελέγχει τους ακροατές του ως αυθεντία. Τονίζει ότι ο διδάσκαλος πρέπει να είναι ταπεινός και συγκαταβατικός με τους μαθητές του, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου, και η φιλοστοργία του διδάσκοντος να υπερβαίνει αυτήν των φυσικών πατέρων. Διδάσκει σταδιακά και ήπια, χωρίς να βιάζει τους ακροατές του να κατανοήσουν διδάγματα ανώτερα των δυνατοτήτων τους. Παρομοιάζει συχνά τη διδασκαλία με τροφή που δίνεται από τη μητέρα στα βρέφη ή τους νεοσσούς «ἡρέμα καί κατά μικρόν», ώστε να μην επιβαρύνει τους νήπιους πνευματικά. Είναι γνήσιος και ανυποχώρητος διδάσκαλος. Επιμένει στην έργῳ και λόγῳ διδασκαλία, υπενθυμίζοντας ότι δεν έχει αξία η διδασκαλία γ. Ο ιερός Χρυσόστομος ως διδάσκαλος Ευχαριστίας (Doctor eucharistiae) «Ο άγιος Ιωάννης είναι ο κατ’ εξοχήν ευχαριστιακός άγιος».
Πραγματικά, κέντρο του συνόλου της διδασκαλίας του ιερού Πατέρα και κύριο μέλημά του, ως θεολόγου και ως ποιμένα, είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Τούτο συνάγεται από την εντυπωσιακή συχνότητα αναφοράς του στη θεία Ευχαριστία. Δεν αρκείται στο να αφιερώσει στο «φρικτόν» - όπως ο ίδιος συνεχώς το αποκαλεί - μυστήριο μία ή και περισσότερες ομιλίες ή πραγματείες, αλλά όλη η διδασκαλία του και κάθε μορφής πόνημά του είναι κατάσπαρτα με συνεχείς αναφορές και σε βάθος αναλύσεις, είτε ερμηνεύει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, είτε κηρύττει περιστασιακά, είτε παιδαγωγεί συγκεκριμένα πρόσωπα και ομάδες. Η συνεχής του ενασχόληση με το μυστήριο και ασφαλώς η θεία λειτουργία που φέρει το όνομά του, προκάλεσαν και τον χαρακτηρισμό του ως Διδασκάλου της θείας Ευχαριστίας ή λατινιστί Doctor eucharistiae. Ακατάπαυστα θεολογεί περί του μυστηρίου, αγωνιώντας να το εξηγήσει και να προετοιμάσει τους πιστούς να μετάσχουν σε αυτό. Χρησιμοποιώντας εικόνες και παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, προτρέπει, διδάσκει, κατανύσσει, προκαλεί δέος στους πιστούς επιμένοντας στη θεολογική ανάλυση του μυστηρίου με έναν πρωτοφανή ρεαλισμό, που όμοιός του ούτε προϋπήρξε, ούτε ακολουθήθηκε στους μετ’ αυτόν χρόνους. Ο ευχαριστιακός ρεαλισμός, που η Εκκλησία βιώνει και διδάσκει από τις αρχές του β΄ αιώνα ακόμα, εποχή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, βρίσκει την κορύφωσή του στη θεολογία του ιερού Χρυσοστόμου. Εξηγώντας τη μυστική ένωση των πιστών με το Χριστό και μεταξύ τους, δια της ευχαριστίας, «χρησιμοποιεί φράσεις που διακρίνονται για την υπερβολική τους παραστατικότητα και ζωηρότητα και δριμύ πάθος».
Οι εκφράσεις του εκλαμβάνονται ως λόγος «σκληρός» και παρερμηνεύονται πιθανά ως πεζότητα και υποβιβασμός του μυστηρίου. Σκοπός του, όμως, είναι να υπογραμμίσει την πραγματικότητα του μυστηρίου απομακρύνοντας με αυτό τον τρόπο τον κίνδυνο της ιδεολογικοποίησής του και του ουσιαστικού υποβιβασμού του σε συμβολισμό ή ηθικολογία. Με βαθύτατο, προς το υπερφυές μυστήριο, σεβασμό, εμβαθύνει στη διδασκαλία της Εκκλησίας περί της θείας Ευχαριστίας και διατυπώνει ανεπανάληπτη δογματική διδασκαλία, αλλά κυρίως οικοδομεί, ως εκκλησιαστικός ποιμένας, που τρέμει και αγωνιά για τη σωτηρία του ποιμνίου του. Σε αυτό το πλαίσιο ο ιερός Χρυσόστομος πλούτισε την Εκκλησία με ένα νέο κεφάλαιο, που θα μπορούσε να ονομαστεί ευχαριστιακή ποιμαντική και να φωτίσει και το σημερινό πλήρωμα σχετικά με τη θεία Κοινωνία.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ελένη Β. Παπαδοπούλου
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
κατα τήν διδασκαλία Ιερού Χρυσοστόμου
Λειτουργική και Θεολογική προσέγγιση
Σύμβουλος καθηγητής: αρχιμανδρίτης
Νικόδημος Σκρέττας Θεσσαλονίκη
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου