Ό μοναχός Ίωάσαφ γέμισε χαρά καί άπορία
ταυτόχρονα: πώς βρεθήκανε έκεΐ, ποιανού νά είναι αύτό τό τόσο ωραίο περιβόλι με
τά ωραία δέντρα καί ποιοί νά είναι αυτοί οί άνθρωποι πού κατοικούσαν εκεί; Καί θυμήθηκε
την ευαγγελική ρήση: «Έν τή οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί είσιν» (Ίωάν. ιδ'
2).
Μέ τις σκέψεις αύτές προσπέρασε τούς
ανθρώπους καί προχώρησε πιο πέρα. "Ύστερα από λίγο βλέπει στην απέραντη
αυτή πεδιάδα μεγαλύτερο πλήθος άνθρώπων, ντυμένων μέ στρατιωτική στολή· όλοι
φαίνονταν νέοι καί άνδρειωμένοι καί έλαμπαν σάν τον ήλιο.
Πολλή ώρα κάθησε καί καμάρωνε τήν ομορφιά
τους καί αισθανόταν μεγάλη χαρά καί άγαλλίαση. Τότε ακούσε μιά φωνή νά λέει:
«Αυτός ό άδελφός μας θέλει νά πάει στον Βασιλέα καί, όπως ξέρετε, πρέπει
κάποιος άπό εμάς νά τον οδηγήσει». Αμέσως ξεχώρισε ένας άπ’ αυτούς τούς
άνδρειωμένους, πού έ'λαμπε μεταξύ τών άλλων καί διακρινόταν όπως ή σελήνη
άνάμεσα στ’ άστέρια καί φαινόταν έτσι πώς είναι άξιωματικός τους καί είπε: «Θά
οδηγήσω μόνος μου τον άδελφό στόν Βασιλέα, γιατί μού έχει ιδιαίτερη άγάπη καί
μέρανύχτα έπικαλείται τ’ δνομά μου, άλλά καί πολλές φορές στάθηκα Γι’ αύτόν
έγγυητής στόν Βασιλέα».
Ό λαμπροστολισμένος έκείνος νέος πλησίασε
τό μοναχό Ίωάσαφ καί τού είπε: «Άκολούθησέ με, νά σέ παρουσιάσω στόν Βασιλέα».
Ό μοναχός Ίωάσαφ, πού άκουγε αυτά,
άπορούσε καί έλεγε μέ τον εαυτό του: «Ποιοί είναι αυτοί οί άνθρωποι, τούς
όποιους ποτέ έγώ δέν είδα, πώς λένε ότι αυτοί μέ γνωρίζουν; Πού μέ ξέρουν καί
σέ ποιό Βασιλέα θά μέ παρουσιάσουν;» Αυτά σκεπτόμενος, είπε στόν νέο πού τον
πλησίασε: «Αδελφέ, ποιος είμαι έγώ πού θά παρουσιαστώ στόν Βασιλέα καί τί νά μέ
κάνει έμένα ό Βασιλιάς; Ποιος είναι αύτός καί πού μέ γνωρίζει;».
Ό άγγελόμορφος νέος είπε στο μοναχό
Ίωάσαφ: «Αδελφέ, κάνεις πώς δέν ξέρεις ποιος είναι ό Βασιλέας ή ποιος είμαι
έγώ; Δέν μέ γνωρίζεις; Έγώ. έπειδή μέ άγάπησες καί έπικαλεΐσαι τό όνομά μου.
ήλθα νά σέ παρουσιάσω στόν Βασιλέα. Άκολούθησέ με τώρα, να πάμε τό συντομότερο
στόν Βασιλέα μας».
Ό μοναχός Ίωάσαφ προχώρησε πρός τόν νέο και
όπως περπατούσε σκεπτόταν πώς και μέ ποιόν τρόπο νά τόν ρωτήσει ποιος είναι
αυτός που τού δείχνει τόση αγάπη καί ένδιαφέρον, άλλα πάλι δίσταζε καί δεν
τολμούσε νά τόν ρωτήσει κι έλεγε: «ίσως τό μάθω άργότερα».
Περπατώντας στην άπέραντη εκείνη πεδιάδα
καί φτάνοντας στο τέρμα της, μπήκαν σ’ ένα στενό καί πολύ μακρύ δρόμο μέ
πανύψηλα τείχη κι ό τόπος ήταν πολύ άγριος, τόσο πού ό μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε,
ταράχτηκε κι άρχισε νά δειλιάζει.
Πρέπει πάντα νά λέμε την ευχή
Ό οδηγός του τότε τόν παρατήρησε μέ Ιλαρό
καί χαρούμενο πρόσωπο, λέγοντάς του: «Γιατί, άδελφέ, σέ κυριεύει ή αμέλεια καί
σκορπάς τό νοϋ σου έδώ κι εκεί καί δέν προσέχεις στη μελέτη τού θείου ονόματος
τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού; Ή δέν ξέρεις πόση ζημιά παθαίνει έκεΐνος πού
άμελεί καί ξεχνάει νά λέει την εύχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ. Υιέ τού Θεού,
έλέησόν με» καί δέν λέει ολόκληρη την εύχή σέ κάθε άναπνοή του καί πόση ωφέλεια
λαμβάνει εκείνος πού μελετάει πάντοτε τό κοσμοσωτήριο όνομα τού Κυρίου καί Θεού
καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού;
Ό άνθρωπος πού λέει τήν εύχή αύτή,
ελευθερώνεται άπό τά πάθη καί τις άμαρτίες καί γίνεται κατοικητήριο τής Αγίας
Τριάδος καί τότε θά μπορέσει νά φτάσει στήν τέλεια άγάπη, μέρος τής όποιας
δοκίμασες καί σύ, πού γνώρισες τή γλυκύτητα καί τούς καρπούς τής εύσπλαγχνίας
τού Θεού. Μέχρι πότε θά βρίσκεσαι στόν ύπνο τής άμέλειας, χωρίς νά ξυπνάς άπό
τό λήθαργο τής κακίας; Θυμήσου τήν πρότερη διαγωγή καί εύλάβεια πού είχες καί
άλλαξε τρόπο ζωής! Μήπως ό Θεός δέν σου έδωσε τή χάρη Του νά καταλαβαίνεις ποιο
είναι τό σωστό; Έσύ ό ίδιος δέν έβαλες μεσίτρια τήν Παναγία Παρθένο καί Θεοτόκο
Μαρία γιά νά σωθείς;
Ό μοναχός Ίωάσαφ, όταν έλεγε αύτά ό οδηγός
του, κατανύχθηκε κι άρχισε νά λέει τήν εύχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υίέ τού Θεού,
έλέησόν με». Κι όσο έλεγε τήν εύχή, τόσο θερμαινόταν ή καρδιά του στήν άγάπη
τού Θεού καί άρχισαν νά φεύγουν όλοι οί λογισμοί πού έφερναν σύγχυση στο νοϋ
του. Κι έτσι λευθερώθηκε από τή δειλία κι αμέσως έλαβε θεία δύναμη.
Ό χαριτωμένος όδηγός του τού είπε: «Είδες
πού τώρα είσαι καλύτερα. ’Άν θέλεις τή σωτηρία τής ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ
άπό τό στόμα, τό νού καί την καρδιά σου την ευχή αύτή καί θά αποκτήσεις καθαρό
νοϋ καί καθαρή καρδιά, που θά γεμίσει θείο έρωτα, καί θά ίδείς μυστήρια τού Θεού.
Πρόσεχε όμως να έχεις ακριβή, καθαρή καί καθημερινή έξομολόγηση στον πνευματικό
σου πατέρα καί οδηγό τής πνευματικής σου ζωής γιά ό,τι σοϋ συμβαίνει ή
παρουσιάζεται.
Όταν έλεγε αύτά ό άγγελόμορφος αυτός
όδηγός καί προχωρούσε μαζί του στόν στενό αυτό δρόμο, στα τείχη τού οποίου ήταν
ίστορισμένοι σταυροί που έδειχναν τήν πορεία του δρόμου, ό όδηγός έκανε τό
σημείο τού σταυρού λέγοντας: «Τον σταυρόν Σου προσκυνούμεν. Δέσποτα Χριστέ, καί
τήν αγίαν σου Άνάστασιν δοξάζομεν», έλεγε δέ καί στόν μοναχό Ίωάσαφ να κάνει κι
αύτός τό ίδιο.
Ή κρεμαστή γέφυρα τού τρομερού λάκκου
Άφού περπάτησαν αρκετό διάστημα καί
φτάσανε στην άλλη άκρη, συνάντησαν απότομους γκρεμούς καί βράχια. Φόβος καί
τρόμος σ’ έπιανε άπό τον σκοτεινό καί ζοφερό λάκκο, τό μάκρος καί τό πλάτος τού
όποιου έμοιαζε μέ άπέραντο πέλαγος, καί τό σκοτάδι πού είχε επάνω του ήταν
ψηλαφητό. Πέρα άπό τό λάκκο αύτόν, πολύ μακριά, φαινόταν ένα πανύψηλο βουνό,
πού έφτανε μέχρι τόν ουρανό.
Στή μέση αύτού τού φοβερού λάκκου ύπήρχε
μια τρομερή γέφυρα άπό ένα στρογγυλό μονόξυλο, πού τό πλάτος του δεν ήταν
μεγαλύτερο άπό μιά σπιθαμή. Ή μιά άκρη τής γέφυρας στηριζόταν έκεί πού τελείωνε
ό στενός δρόμος καί ή άλλη έφτανε στά πόδια τού ψηλού εκείνου βουνού. Όταν φυσούσε
άνεμος, ή γέφυρα κουνιόταν σάν τό φύλλο τού δέντρου.
Φόβος καί τρόμος κατέλαβε τόν αδελφό
Ίωάσαφ σάν είδε πώς θά πρέπει νά περάσουν τή γέφυρα αυτή, γιά νά πάνε αντίπερα,
στό βουνό. Τότε ό χαριτωμένος όδηγός του τόν παρατήρησε καί πάλι, πού αμέλησε
νά λέει τήν ευχή καί σκεφτόταν πράγματα πού τού έφερναν φόβο καί δειλία. Είπε
λοιπόν στόν π. Ίωάσαφ: «Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε άκατάπαυστα την
εύχή, χωρ'ις νά σκέφτεσαι τίποτε άλλο». ·
Έτσι πιασμένοι άπό τδ χέρι περπατάγανε
πάνω στη γέφυρα άφοβα, παρόλο ποδ αύτή, όπως είπαμε, κουνιόταν σαν τδ φύλλο τού
δέντρου. Όταν φτάσανε στη μέση τού σκοτεινού λάκκου, ό όδηγδς είπε στδν π.
Ίωάσαφ: «Έδώ κάμε τδ σταυρό σου καί έπικαλέσου στην προσευχή σου τδ χαριτωμένο
όνομα τής Κεχαριτωμένης Παναγίας Θεοτόκου καί άειπαρθένου Μαρίας, γιατί στδν
τόπο τούτο έχει μεγάλη δύναμη τδ πανάγιο όνομά Της».
Ό άδελφός σταυροκοπήθηκε καί είπε μέ τδ
νού του: «Ύπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι τώ άμαρτωλώ» καί, ώ τού θαύματος, έλαβε
τόση δύναμη καί θάρρος, πού έφυγε όλη ή δειλία κι ό φόβος, παρ’ όλους τούς
κλυδωνισμούς τής γέφυρας.
Μετά από αρκετή ώρα βγήκαν πέρα κι έφτασαν
στούς πρόποδες τού βουνού. Ό όδηγδς από αγάπη τδν κρατούσε ακόμη από τδ χέρι
καί περπατούσαν αχώριστοι.
Όταν άρχισαν νά άνεβαίνουν στό βουνό, ό
δρόμος ήταν πολύ δύσκολος, άνηφορικός, άλλά εύχάριστος, διότι δεξιά κι άριστερά
ήταν στολισμένος μέ ώραϊα δέντρα, έλιές καί πολλά, πολλά λουλούδια.
Όταν φτάσανε στην κορυφή, βρήκαν μιά
μεγάλη, άνοιχτή πόρτα. Σταυροκοπήθηκαν τρεις φορές καί μπήκαν μέσα. Άπ’ έκεί
είδε ό άδελφδς Ίωάσαφ νά άπλώνεται άλλη πεδιάδα, πολύ μεγαλύτερη από την πρώτη,
πού έμοιαζε μέ τδ στερέωμα τού ούρανοό. Ή ωραιότητα καί τδ κάλλος τής πεδιάδας
αυτής δέν περιγράφεται! Δέν υπάρχουν λόγια γιά νά σχηματίσει κανείς την εικόνα
τής ομορφιάς πού είχε ή πεδιάδα εκείνη, γιατί δέν μοιάζει μέ κανένα γήινο
πράγμα, ούτε πέννα μπορεί νά γράψει, ούτε νους μπορεί νά κατανοήσει όσα είδε ό
μοναχός Ίωάσαφ, διότι όσο προχωρούσαν μέσα, τόσο αιχμαλωτιζόταν από τήν άρμονία
τού τόπου καί την ωραιότητα, ώστε ήθελε νά μείνει εκεί.
Όταν προχώρησαν άρκετά, ό άδελφδς Ίωάσαφ
είδε πολλούς άνθρώπους πού φορούσαν καλογερικά ρούχα, άλλά δέν ήταν μαύραείχαν
χρώμα κοκκινωπό κι έλαμπαν όπως τδ φώς. Τά δέ πρόσωπά τους έλαμπαν σαν τδν
ήλιο. Άλλοι από αυτούς ήταν νέοι καί άλλοι γηραλέοι, άλλά ή μορφή καί τδ κάλλος
ήταν σέ όλους τδ ίδιο.
Όταν πλησίασαν, μέ πολλή χαρά καί αγάπη
τους ύποδέχθηκαν καί είπαν στον οδηγό: «Χαίροις, μεγαλομάρτυς Γεώργιε. ό
αγαπημένος τού Χριστού!» Καί ό ολόλαμπρος καί άγγελόμορφος οδηγός αντιχαιρέτησε
καί τους είπε: «Χαίρετε καί σείς, όσιοι αγαπημένοι τού Χριστού!».
Διδαχή γιά τή ματαιότητα τού κόσμου
Τότε γύρισαν όλοι πρός τόν αδελφό Ίωάσαφ
καί τού είπαν: «Αδελφέ, έάν τις τόν κόσμον όλον κερδίση καί την ψυχήν αύτού
ζημιωθή, τί τό όφελος;» Έάν έκατό. διακόσια καί χίλια ακόμη χρόνια ζήσεις στον
κόσμο καί απολαύσεις όλα έκείνα τά ψεύτικα αγαθά τής ζωής καί κερδίσεις όλο τό
χρυσάφι, τό άσήμι, τά πολύτιμα λιθάρια καί μαργαριτάρια, είναι ανάγκη νά
αντιμετωπίσεις τή φρικτή ώρα τού θανάτου, που θά χωρισθεί ή ψυχή άπό τό σώμα.
Καί τότε τί θά σέ ώφελήσουν όλα εκείνα που απόκτησες; Σπίτια, παλάτια,
περιουσίες, τίτλοι καί αξιώματα, κοσμικά, στρατιωτικά, έκκλησιαστικά; Τίποτ’
απ’ όλα αυτά δεν μπορεί τήν ώρα καί τή στιγμή έκείνη που θά βγαίνει ή ψυχή σου
νά σέ βοηθήσει ή νά σέ ώφελήσει. Όλα αυτά θά μοιάζουν μέ μιά σκιά καί μιά εικόνα,
που πέρασε καί χάθηκε, όπως λέγει καί τό Πνεύμα τό 'Άγιον, ό Θεός μας:
«...μέντοι γε έν είκόνι διαπορεύεται άνθρωπος πλήν μάτην ταράσσεται, πάς
γηγενής, θησαυρίζει καί ού γινώσκει τίνι συνάξει αύτά. Καί νϋν τίς ή υπομονή
μου; Ούχί ό Κύριος; Καί ή ύπόστασίς μου παρά σοί έστιν» (Ψαλμ. λη' 79).Γι’ αύτό
αδελφέ, άφησε τήν άμέλεια καί γύρισε στήν πρώτη ενάρετη ζωή σου, πού ήταν
γεμάτη εύλάβεια, κατάνυξη καί ταπείνωση, γιά νά ευαρεστήσεις τόν Θεό καί νά
αξιωθείς νά ’ρθείς εδώ γιά πάντα, σ’ αυτή τή μακάρια ζωή πού αξιώθηκες νά ίδείς,
χάρις στον προστάτη σου μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, που τόσο πολύ σέ αγαπά καί σέ
πήρε νά ίδείς αύτά τά ωραία καί πανευφρόσυνα κάλλη τού ουρανού καί τού
Παραδείσου, τά όποια χαρίζει ό Δεσπότης Χριστός σ’ έκείνους πού γιά τήν αγάπη
Του στερούνται τά πρόσκαιρα καί έπίγεια ψεύτικα αγαθά, τά όποια μιά μέρα θέλουν
δέν θέλουν θά τά άφήσουν.
Τέκνον τού Χριστού καί αδελφέ μας, μή
προτιμήσεις τά πρόσκαιρα άπό τά αιώνια. Μή σέ κυριεύει ή άμέλεια καί ή τεμπελιά
κι αφήνεις τόν πνευματικό άγώνα, πού θά σού χαρίσει τήν αγάπη τού Χριστού.
Μην προτιμήσεις τήν άγάπη τού ψεύτικου
κόσμου, που θά σέ οδηγήσει στην αμαρτία, κι αύτή θά σέ ρίξει στον Άδη, στήν
κακία καί την καταστροφή, νά είσαι αγκαλιά μέ τόν αρχηγό της κακίας, τόν
σατανά, καί νά καίγεσαι αιώνια μαζί του στην Κόλαση.
Δέν έχεις τό δικαίωμα νά τό κάνεις αυτό,
ούτε σΰ ούτε κανένας χριστιανός, γιατί μάς έχει αγοράσει ό Δεσπότης Χριστός μέ
τό τίμιο καί πανάγιο Αίμα Του, που έχυσε γιά μάς έπάνω στο Σταυρό. Μή λυπήσεις
τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή μας Θεό καί δώσεις χαρά στον ολέθριο καταστροφέα τής
ζωής των άνθρώπων καί ψυχωλετήρα σατανά.
Άν θέλεις κι εμείς νά μή παυσουμε νά
παρακαλούμε τόν Τρισυπόστατο Θεό γιά τη σωτηρία σου καί τη σωτηρία δλων τών
άνθρώπων, διόρθωσε τή ζωή σου, νά χαροποιήσεις τόν Θεό κι έμάς που άγαπούμε όλο
τόν κόσμο καί θέλουμε όλοι νά έρθετε εδώ στον Παράδεισο, στη Βασιλεία τών
Ουρανών».
Έπειτα γύρισαν καί είπαν στον οδηγό τού
μοναχού Ίωάσαφ: «Γεώργιε. τού Χριστού καί ημών άγαπημένε, λάβε τή φροντίδα τής
ψυχής αυτής, νά τήν παρουσιάσεις στον Βασιλέα τών δλων, διότι μεγάλη είναι ή
παρρησία σου πρός Αυτόν!».
Τότε αναχώρησαν άπ’ έκεΐ καί άφού
προχώρησαν λίγο, υστέρα άπ’ αύτά πού ακούσε ό αδελφός Ίωάσαφ, γνώρισε τόν οδηγό
του, πού ήταν ό προστάτης καί άγιός του μεγαλομάρτυς Γεώργιος καί θυμήθηκε τό
λόγο πού τού είπε στήν πρώτη πεδιάδα: «ότι
έγώ θά τόν οδηγήσω, έπειδή έχει ιδιαίτερη άγάπη σ’ έμένα» καί θυμήθηκε
πώς, όταν ήλθε στο Άγιον Όρος, τόν είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό γιά τή
σωτηρία του. Επιπλέον, είχε ίδεΐ καί πολλά θαύματα δσες φορές έπικαλέστηκε τό
όνομά του καί κατάλαβε τήν ψυχή του νά πλημμυρίζει άπό πνευματική άγάπη· δέν
μπορούσε νά βαστηχτεί άλλο· πλησίασε τόν οδηγό του άγιο Γεώργιο, τόν αγκάλιασε
καί τόν φιλούσε ώρα πολλή.
Ανώτερη τάξη βαθμοφόρων μοναχών
Στήν πανέμορφη εκείνη πεδιάδα περπάτησαν
μαζί για πολύ άκόμη κι ό μοναχός Ίωάσαφ είδε κι άλλους πού φόραγαν καλογερικά
ρούχα, όπως καί οί πρώτοι, άλλ’ αυτοί ήταν πιο ένδοξοι καί περισ
Όταν άρχαϊες παραδόσεις, νά έξαφανισθοϋν
δείχνουν έπιθυμία, μπλέκει σέ περιπέτειες κι ό τόπος...
σότερο λαμπεροί άπό τους προηγούμενους,
άλλα πολύ λιγότεροι άπ’ εκείνους.
Τότε ό μοναχός Ίωάσαφ ρώτησε τον οδηγό
του: «"Αγιε τού Θεού, ποιοί είναι αυτοί καί ποια τα κατορθώματα τους στη
ζωή. πού είναι τόσο δοξασμένοι;». Ό άγιος τού απάντησε: «Αδελφέ, αυτοί είναι
άπό τους τωρινούς, τής εποχής αυτής καλόγεροι, οί όποίοι αγωνίστηκαν χωρίς οδηγούς καί άπό μόνη τήν
προαίρεσή τους προσπάθησαν καί μιμήθηκαν τη ζωή τών παλαιών εκείνων πρώτων
μοναχών καί εύχαρίστησαν τόν Θεό όπως κι έκείνοι, Γι’ αύτό και τοός δοξάζει έδώ
ό Θεός αιώνια».
Ό αδελφός Ίωάσαφ είπε στόν άγιο: «Σήμερα
χάθηκε κάθε ίχνος αρετής. Πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται στόν κόσμο εκλεκτοί
άνθρωποι σαν κι αυτούς;». Ό όδηγός του τού απάντησε: «Αδελφέ Ίωάσαφ, σήμερα
στόν κόσμο τέτοιοι έκλεκτοί άνθρωποι βρίσκονται πολύ λίγοι, μέ τή διαφορά ότι,
όποίος μεταχειρισθεΐ καί την παραμικρή αρετή, ύπομείνει τό κατά δόναμιν τόν
άδελφό του καί δεν κατακρίνει κανόναν, αύτός θά ευχαριστήσει τόν Θεό καί «θά
κληθεί μέγας εις την Βασιλείαν τών Ουρανών».
Επειδή, άδελφέ, χάθηκε καί δεν βρίσκεται
σήμερα τό καλό παράδειγμα, ενώ τό κακό, δηλαδή ό εγωισμός, ή άλαζονεία τού
βίου, ή διαφθορά κι άδιαντροπία έχουν πληθύνει, όπου νά πάς, όπου νά στρίψεις
καί νά καθήσεις, τό κακό βλέπεις μπροστά σου.
Χάθηκε ή αλήθεια, κυριαρχεί τό ψέμμα,
πλεόνασε ή αδικία καί παντός είδους ατιμία κι έπιβουλή αυγάτισαν. Σταμάτησε ό
λόγος τού Θεού νά βγαίνει άπό τά στόματα καί τις καρδιές τών ανθρώπων.
Χάθηκε ή φιλανθρωπία, ή εύσπλαγχνία, ή
δικαιοσύνη, τό ενδιαφέρον γιά τό συνάνθρωπο. Εξαφανίστηκε ή αγάπη καί άντ’
αύτών αυξήθηκε τό μίσος, ό φθόνος καί άλλα παρόμοια πάθη μεταξύ τών άνθρώπων.
Καί όπως λέγει ή Αγία Γραφή, «πάντες
έξέκλιναν, άμα ήχρειώθησαν, ούκ έστι ποιών χρηστότητα, ούκ έστιν έως ένός».
Επομένως πολύ λίγοι οί άσκούντες σήμερα τήν αρετή, κι αύτοί κάνουν τό καλό μέ
τή δική τους άγαθή καί καλή προαίρεση. Αύτοί αμείβονται αιώνια καί δοξάζονται
άπό τόν Πανάγαθο Θεό περισσότερο άπό τούς παλαιούς άγίους, οί όποίοι δέν αντιμετώπιζαν κατά πρόσωπο τό κακό, πού
έχει παραγίνει σήμερα.
Γι’ αύτό, όλοι οί άνθρωποι πού έπιθυμούν
τήν ψυχική τους σωτηρία καί περισσότερο έκείνοι πού γιά τήν αγάπη τού Χριστού
αφήνουν τόν κόσμο καί τά ψεύτικα αγαθά τού κόσμου κι άκολουθοϋν τήν ύψηλή Ιδέα
τού ιδανικού Μοναχισμού, θά πρέπει νά έχουν άδελφωμένη τήν προσευχή μέ τή μνήμη
τού θανάτου, ή δέ εύχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Τίέ τού Θεού, έλέησόν με» δέν
πρέπει νά λείπει άπό τό στόμα τους, άλλά νά είναι ένωμένη μέ τήν άναπνοή τους.
Επίσης μέρανύχτα νά παρακαλούν τήν Κυρία Θεοτόκο καί όλους τούς Άγίους νά μεσιτεύουν
για την ψυχική τους σωτηρία, έπειδή «πολλά γάρ ισχύει δέησις Μητρός πρός
εύμένειαν Δεσπότου» καί «πολύ ισχύει δέησις Δικαίου ένεργουμένη».
Αυτά είπε ό άγιος Γεώργιος στον αδελφό
Ίωάσαφ καί μετά συνέχισαν τήν πορεία τους πρός τον Βασιλέα.
Βαδίζοντας πρός άνατολάς, είδαν από μακριά
ένα μεγάλο κτήριο σάν μεγαλόπρεπο παλάτι, μέ πανύψηλα ολόχρυσα τείχη πού
έλαμπαν καί φώτιζαν όλη εκείνη τήν πεδιάδα.
Ό αδελφός Ίωάσαφ. θαμπωμένος από τό γλυκό
καί ώραϊο εκείνο φώς. ρώτησε τον οδηγό του: «Άγιε Γεώργιε. τί παλάτι είναι αυτό
έκεί;». Ό άγιος άπάντησε ότι αύτό είναι τό «παλάτι τού μόνου Βασιλέως», όπου σέ
λίγο θά έφταναν.
Όταν πλησίασαν, τους περίμεναν στην είσοδο
καί μέ πολλή χαρά τους χαιρέτησαν μέ τον «έν Χριστώ» ασπασμό, βαθμοφόροι καί
ένδοξοι άντρες, όλοι φωτεινοί καί άγγελόμορφοι. οί όποίοι τούς πέρασαν σέ μιά αίθουσα πού έλαμπε από
πολύτιμους λίθους καί χρυσό. Μαργαριτάρια καί μπριλάντια έλαμπαν καί βγάζανε
γλυκό καί ωραίο φώς. Δεξιά στήν είσοδο ήταν ίστορισμένη εικόνα τού Κυρίου ήμών
Ιησού Χριστού καί αριστερά τής Κυρίας Θεοτόκου καί άειπαρθένου Μαρίας επί
θρόνου καθημένης.
Στήν αίθουσα αυτή βρισκόταν πλήθος
αναρίθμητο μέ ρούχα καί στολές καλογερικές, πού έξέπεμπαν εκτυφλωτική λάμψη καί
δόξα ανεκδιήγητη. Είχαν στά χέρια τους σταυρό καί κλαδιά μέ μεθυστικό άρωμα.
Όλοι μαζί μέ τον άγιο Γεώργιο πήραν τον
αδελφό Ίωάσαφ στά χέρια τους καί έψαλαν μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού καί τής
Παναγίας τό «Αξιόν έστιν...» τόσο μελωδικά καί ωραία, πού έλεγες νά μήν
τελειώσει ποτέ, ύστερα έκαναν όλοι τό σταυρό τους καί προσκύνησαν τις άγιες
εικόνες τού Χριστού καί τής Παναγίας. Τότε έκεΐνοι οί ευλογημένοι άγιοι είπαν
στο μοναχό Ίωάσαφ: «Αδελφέ, όλ’ αύτά πού βλέπεις γίνονται για σένα κύτταξε νά
γίνεις καλός, άξιος καί επιμελής, γιά νάρθεις τό συντομώτερο εδώ». Μετά
άποσύρθηκαν όλοι καί έμειναν ό άγιος Γεώργιος καί ό μοναχός Ίωάσαφ. Τότε άνοιξε
μιά μεγάλη πόρτα κι άκούστηκε μιά γλυκειά φωνή από μέσα νά λέει: «Μεγάλη είναι
ή εύσπλαγχνία σου. Κύριε, έπί τούς υιούς τών άνθρώπων» καί ό άδελφός Ίωάσαφ
είδε, όπως γράφει καί ό απόστολος Παύλος, «α οφθαλμός ούκ είδε, καί ους ούκ
ήκουσε, καί έπΐ καρδίαν ανθρώπου ούκ άνέβη, α ήτοίμασεν ό Θεός τοίς άγαπώσιν
αύτόν». Είδε δηλαδή μια πολύ μεγάλη και πανέμορφη εκκλησία, άλλα με ακατανόητο
σχέδιο.
Στη μέση της υπήρχε ένας πανύψηλος καί
πολύ ένδοξος θρόνος, πού φαινόταν σάν αναμμένα κάρβουνα καί έ'λαμπε περισσότερο
από τόν ήλιο. Στό θρόνο έπάνω καθόταν «ό Βασιλεύς τής δόξης» καί γύρω του
ύπήρχαν άμέτρητοι άνθρωποι με στολές στρατιωτικές πού έ'λαμπαν σάν άστραπές. Ό
Βασιλεύς ήταν όπως είναι στην εικόνα ό Δεσπότης Χριστός. Στό κεφάλι φορούσε ένα
στεφάνι μέ πολύτιμες πέτρες πού ή καθεμία έμοιαζε μέ μιαν άστραπή!
Ή ομορφιά τού προσώπου τού Κυρίου δέν
περιγράφεταΐ' «ό ωραίος κάλλει παρά τούς υίούς των άνθρώπων». Έ! αύτό δέν
έρμηνεύεται. Μόνον όποίος άξιωθεί νά τό ίδεί, αυτός μπορεί νά καταλάβει τό
νόημα τής ώραιότητος τού Κυρίου.
Δέν έχει ένδυμα γάμου νά μπει μέσα
Ό άδελφός Ίωάσαφ, έξω άπό την πόρτα, δέν
χόρταινε νά κοιτάζει. Τότε μπήκε μέσα ό άγιος Γεώργιος, έκαμε τό σημείο τού
σταυρού, τρεις μετάνοιες καί προσκύνησε τόν Βασιλέα, μετά βγήκε έξω νά πάρει
καί τό μοναχό Ίωάσαφ, άλλά τότε άκουσε φωνή πού τού έλεγε: «’Άφησέ τον αύτόν,
δέν είναι άξιος νά μπει μέσα, δέν έχει ένδυμα γάμου».
Όταν άκουσε αύτά ό μοναχός Ίωάσαφ,
φοβήθηκε μήπως τόν καταδικάσει ό Βασιλέας καί έτρεμε, άλλά συνήλθε άμέσως καί
άρχισε μέ πολλή θέρμη καί προθυμία νά λέει τήν ευχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ.
Γίέ τού Θεού, έλέησόν με καί κάμε τό έλεός Σου». Ό άγιος Γεώργιος μπήκε πάλι
μέσα, έπεσε στα πόδια τού Βασιλέως καί τόν παρακαλούσε λέγοντας: «Κύριε,
θυμήσου τό Αίμα πού έχυσες επί τού Σταυρού γιά τή σωτηρία των άνθρώπων, έγινες
άνθρωπος γιά νά θεραπεύσεις καί νά σώσεις τούς άμαρτωλούς, Γι’ αύτό Σού δέομαι
καί Σέ παρακαλώ. Κύριε, συγχώρεσε καί τήν άμαρτωλή αύτή ψυχή καί όδήγησέ την
στό δρόμο τής σωτηρίας. Γνωρίζω. Κύριε, ότι άβυσσος πολλή είναι τό πέλαγος τής
εύσπλαγχνίας Σου».
Καί ό Βασιλεύς τού άποκρίθηκε: «Γεώργιε,
γνωρίζεις καλά τήν άγάπη πού έδειξα σ’ αύτόν καί τή χάρη πού τού έκανα νά
γνωρίσει αότά τά απόκρυφα μυστήρια της θείκής μου αγάπης, τα όποια πολλοί
μεγάλοι άγωνιστές ζήτησαν και δέν πέτυχαν αύτά που αύτός έλαβε. Αύτός δέν είχε
στην ψυχή του τη δική μου άγάπη, μέ καταφρόνησε και προτίμησε την άμέλεια και
για τά ψεύτικα τού κόσμου παρέβλεψε έμενα και την άγάπη μου, Γι’ αυτό δέν είναι
άξιος συγχωρήσεως».
Ό άγιος Γεώργιος εξακολουθώντας νά
άσπάζεται τά πόδια τού Κυρίου είπε πάλι: «Ναί, Κύριε, πολύ καλά γνωρίζω πώς, αν
τόν κρίνεις μέ τη δικαιοσύνη Σου, όχι μόνον δέν πρέπει νά συγχωρεθεί, άλλα
είναι άξιος τιμωρίας. Όμως και πάλι Σέ παρακαλώ ας περισσεύσει ή εύσπλαγχνία
Σου σ’ αυτόν. Είδες. Κύριε, την προαίρεσή του καί τά κρύφια τής καρδίας του
ένώπιόν Σου είναι διά παντός, πλήρωσον τά αιτήματα τής καρδίας του καί σώσον
αύτόν μέ τήν δυναστείαν Σου, Δέσποτα Πολυέλεε.
Γνωρίζεις, Κύριε, ότι « ο κόσμος κείται έν
τω πονηρώ» · σήμερα πλήθυνε ή κακία καί δέν υπάρχει παράδειγμα καλού. Πλεόνασε
ή κακία, άς περισσεύσει ή χάρις Σου, Κύριε, νά σωθεί ό δούλος Σου αυτός, γιατί
έχει καλή προαίρεση, άλλά ή συνήθεια τού κακού τόν νικάει. Βοήθησε καί σώσε
τον, Σέ παρακαλώ».
Ή μακροθυμία τού Βασιλέως Χριστού
Καί ό Βασιλεύς είπε: «Αγαπητέ Γεώργιε,
βλέπω καί γνωρίζω τήν κατάσταση τού κόσμου, τις παραβάσεις των έντολών μου, πώς
έλειψε ή άρετή καί κυριάρχησε ή κακία. Ό κόσμος μέ τις άρσενοκοιτίες, τίς μοιχείες,
τις πορνείες, τις άδικίες καί κάθε είδος άτιμίας καί έπιβουλής μολύνθηκε, όχι
μόνον κοσμικοί άνδρες καί γυναίκες μέ πικραίνουν, άλλά χριστιανοί ορθόδοξοι
μοναχοί, ιερείς, ιερομόναχοι, άρχιερείς, όλοι μαζί μου κατακεντούν καθημερινά
τά σπλάγχνα καί μέ ξανασταυρώνουν μέ τίς παρανομίες. Όλα αύτά τά ύπομένω μέ
άνεξικακία, μακροθυμώ καί περιμένω τη μετάνοια καί διόρθωση έστω καί ένός άπ’
αύτούς. Θέλω καί έπιθυμώ όλοι οί άνθρωποι νά σωθούν καί κανείς νά μην κολασθεί.
Γι’ αύτό έχυσα τό Αίμα μου στό Σταυρό καί κάθε μέρα θυσιάζομαι. Άλλ’ αυτοί άντί
νά διορθωθούν, κάθε μέρα μέ βρίζουν καί μέ βλασφημούν. Κι αύτός γιά τόν όποίον
μέ παρακαλείς δέν σταμάτησε μέχρι σήμερα νά κάνει τό θέλημά του. Μέ πολλούς
Πνευματικούς δέν έπαυσα νά τού δείχνω τόν σωστό δρόμο, για νά σωθεί, άλλ’ αύτός
κάνει τά αντίθετα, πέφτει σέ αμέλεια καί περιφρονεί τις εντολές μου,
παραβλέπει, περιφρονεί καί παραγνωρίζει την αγάπη καί τη θυσία που κάθε μέρα
κάνω Γι’ αύτόν καί για κάθε άνθρωπο, άλλ’ αύτοί μέ περιφρονοϋν.
Τότε ό άγιος Γεώργιος έπεσε καί πάλι στά
πόδια τού Κυρίου καί, άσπαζόμενος αυτά, μέ πολλή ταπείνωση είπε: «Θυμήσου,
Κύριε, τό αίμα μου, πού γιά τήν αγάπη σου έχυσα καί χάρισέ μου αύτή τήν ψυχή.
Ναί, Κύριε, συγχώρεσέ την, δέομαί Σου, καί άξίωσέ την νά πιει τό ποτήρι της
αγάπης πού είναι τό ποτήρι τού καθαρισμού, τό όποιο επιθυμεί κι αύτός νά πιει
καί νά κάνει τό θέλημά Σου τό άγιο».
Τό ποτήρι τής Σωτηρίας
Κι ό Δεσπότης Χριστός μέ χαρούμενο πρόσωπο
είπε: «Γεώργιε, άς γίνει τό θέλημά σου». Του έδωκε μέ τή δεξιά Του ένα ποτήρι
καί τού είπε: «Πάρε τό ποτήρι μέ τό ποτό αύτό καί δώσε του νά τό πιει όλο.
Τούτο είναι τό ποτήρι τής άγάπης μου. Όλοι οί άγιοι άπ’ αύτό τό ποτήρι ήπιαν,
διότι αύτό στήν ψεύτικη ζωή γίνεται ποτήρι γεμάτο βάσανα, πίκρες καί
αναστεναγμούς, άρρώστιες, στενοχώριες καί συμφορές καί τελικά καταλήγει σέ
μαρτύριο καί θάνατο τού σώματος, γιά νά καθαρισθεί ή ψυχή καί νά χαίρεται
αιώνια μαζί μέ τόν Πατέρα, μέ έμένα καί μέ τό Άγιον Πνεύμα εκείνος πού μέ
ύπομονή καί καρτερικότητα θά πιει τό ποτήρι αύτό μέχρι τήν τελευταία σταγόνα
«είς ζωήν αιώνιον».
Ό άγιος Γεώργιος, γεμάτος χαρά, παρρησία
καί αγαλλίαση, πήρε από τά χέρια τού Δεσπότη Χριστού τό ποτήρι πού ήταν γεμάτο
από ένα είδος κόκκινου κρασιοϋ. τό εύλόγησεν ό Κύριος καί τό έδωκε στόν αδελφό
Ίωάσαφ, κι έκείνος. μέ πολλή προθυμία, έκαμε τό σταυρό του καί τό ήπιε όλο. Τού
φάνηκε δέ τόσο νόστιμο καί γλυκό, πού αμέσως άναψε φλόγα άγάπης μέσα του τόσο,
πού δέν μπορούσε πλέον νά κρατηθεί. Όρμησε μέσα στήν εκκλησία εκείνη, πήγε
κοντά στό θρόνο κι άρπαξε μέ λαχτάρα καί πολλή αγάπη τά πόδια τού Χριστού. τά
φιλούσε μέ πολλή χαρά καί δέν ήθελε νά σηκωθεί καί ν’ απομακρυνθεί άπό τόν
Βασιλέα.
Τότε άκουσε φωνή πού έλεγε: «Γεώργιε. πάρε
τόν άδελφό Ίωάσαφ κι άς πηγαίνει ν' άγωνισθεί, γιά ν’ αποκτήσει τήν προτερινή
μου αγάπη, την οποία έχασε με την αμέλεια κι όταν έτοιμασθεί αρκετά, στον
κατάλληλο καιρό θά τον άξιώσω νά πιει τό ποτήρι ποό ήπια κι έγώ».
Ό οδηγός του, άγιος Γεώργιος. σήκωσε τον
άδελφό Ίωάσαφ καί άφοϋ έκαμαν τρεις μετάνοιες ό καθένας καί προσκύνησαν τους
άχράντους πόδας τού Κυρίου, τον ευχαρίστησαν θερμά, βγήκαν έξω άπό τή λαμπρή
έκείνη έκκλησία. στη συνέχεια χαιρέτησαν μέ άσπασμό όλους εκείνους ποό ήσαν στο
προαύλιο καί είς τάς «αύλάς τού Κυρίου» καί ξεκίνησαν νά πάρουν τό δρόμο τού
γυρισμού.
'Ο άδελφός Ίωάσαφ είπε στόν οδηγό του:
«'Άγιε Γεώργιε. άγαπημένε μου άδελφέ, δεν είναι δυνατόν νά μείνω εδώ ποό
είμαστε καί νά μη γυρίσω πάλι στόν κόσμο;».
Ό άγιος Γεώργιος τού άποκρίθηκε: «Αγαπητέ
μου, αύτό είναι άδύνατο, γιατί τό θέλημα τού Κυρίου, όπως ακόυσες, είναι νά σέ
πάω πίσω, νά άγωνιστεΐς, νά προετοιμαστείς μέ κάθε είδος άρετής, νά φυλάξεις
όλες τις εντολές τού Κυρίου, νά δοκιμαστείς μέ τά βάσανα καί νά καθαριστείς
όπως τό χρυσάφι μέ τή φωτιά. Έτσι κι έσό να σφυρηλατηθείς μέ τις στερήσεις καί
στενοχώριες τής ζωής καί έπειτα δικαιωματικά, μέ τό έλεος καί τό θέλημα τού
Δεσπότη Χριστού, θά έλθεις εδώ νά μείνεις καί νά άπολαμβάνεις τή δόξα τού
Χριστού αιώνια».
Τελευταίες παραγγελίες τού άγιου Γεωργίου
Έτσι πέρασαν πάλι άπό την ώραία έκείνη
πεδιάδα καί είδαν όσα προείπαμε καί τελικά φθάσανε στους πρόποδες τού βουνού.
Τότε έπιασε ό άγιος Γεώργιος τον άδελφό Ίωάσαφ άπό τό χέρι κι άνέβηκαν στή
γέφυρα. "Οταν έφθασαν στή μέση, ό άγιος σταμάτησε καί είπε: «Αγαπητέ μου
άδελφέ, “ή βασιλεία του Θεοό βιάζεται καί οί βιασταί άρπάζουσιν αύτήν”, την
εύσπλαγχνία τού Θεού είδες, μή φανείς άγνώμων καί άχάριστος στόν ευεργέτη μας
Θεό. Άγωνίσου νά άποκτήσεις καί πάλι την πρώτη άγάπη καί τότε νά είσαι βέβαιος
πώς ή χάρις τού Θεού καί ή σκέπη καί βοήθεια τής Κυρίας Θεοτόκου θά είναι πάντα
μαζί σου. άλλά καί έγώ δέν θά σέ άφήσω άβοήθητο», "Επειτα τον σφράγισε
τρεις φορές μέ τό σημείο τού Σταυρού καί έγινε άφαντος.
Ό σατανάς δέν μπορεί να βλάψει τόν γνήσιο
χριστιανό
Τότε ακολούθησαν βροντές καί ταραχές κάτω
στον σκοτεινό έκεΐνο λάκκο και άκοόγονταν φωνές που λέγανε: «Τώρα που έμεινε
μοναχός του ό Καλόγερος αυτός, έλάτε νά τόν γκρεμίσουμε κάτω». "Ετριζαν τα
δόντια τους οί δαίμονες, φώναζαν καί δημιουργούσαν μεγάλη σύγχυση καί ταραχή,
άλλα κανείς δέν τολμούσε νά πλησιάσει τό μοναχό Ίωάσαφ. Όρμούσαν επάνω του καί
μέ άγριες φωνές λέγανε: «Έλάτε όλοι τώρα, πριν έλθει ό Γεώργιος, νά τόν
γκρεμίσουμε κάτω».
Ό αδελφός Ίωάσαφ βρέθηκε αβοήθητος στη
μέση τής φρικτής έκείνης γέφυρας καί δέν μπορούσε νά πάει ούτε μπρος ούτε πίσω,
γιά νά γλυτώσει άπό τά χέρια των πονηρών δαιμόνων. Στη δύσκολη αύτή κατάσταση
βρισκόμενος, σήκωσε τά μάτια ψηλά στον ουρανό καί είπε: «Κύριε, βοήθησέ με τη
στιγμή αύτή, πού κινδυνεύω νά καταποντισθώ άπό τούς καταχθόνιους δαίμονες».
Τότε ήλθε φωνή άπό τόν ουρανό καί τού είπε: «Αδελφέ, μή αμελείς. Λέγε τήν εύχή,
τό «Κύριε Ιησού Χριστέ...» καί μέ τήν πρεσβεία τής Κυρίας Θεοτόκου καί τά καλά
έργα καί τήν πίστη, όταν προσπαθείς, δέν μπορούν νά σέ βλάψουν οί δαίμονες. Μή
φοβάσαι καί θά σωθείς».
Αμέσως ό άδελφός άρχισε έντατικά νά λέγει
τήν εύχή καί νά επικαλείται τήν πρεσβεία καί βοήθεια τής Κυρίας Θεοτόκου καί
τού μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καί χωρίς νά καταλάβει πώς, βρέθηκε πάλι στον έαυτό
του, όπως ήταν στο στασίδι προσευχόμενος μετά τή Θεία Λειτουργία.
"Ετσι έλαβε τέλος ή οπτασία αύτή, τήν
όποιαν είδε ό πρώτος Γέροντας καί ιδρυτής τής άγιογραφικής Αδελφότητος τών
Ίωασαφαίων στά Καυσοκαλόβια, Ίωάσαφ μοναχός, άπό τήν Καισάρεια τής Καππαδοκίας
καταγόμενος, όταν ήταν ακόμη δόκιμος καί μοναχός, σάν Κοναξής στις Καρυές, στο
άντιπροσωπείο τής Ίεράς Μονής τού Αγίου Παντελεήμονος, πριν γίνει «Ρωσική».
Λίγο μετά άπό τήν οπτασία αύτή, έφυγε άπό τό μοναστήρι μαζί μέ άλλους άδελφούς
καί πήγε στήν Κερασιά. Εκεί έκτισε Κελλί επ’ όνόματι τού Αγίου Γεωργίου καί
έπιδόθηκε ολόψυχα στήν καλλιέργεια τής νοεράς προσευχής. Μέρανύχτα, μέ τά
χείλη, τό νού καί τήν καρδιά έλεγε τήν εύχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ...» καί μέ
τά θεία θεωρήματα τής όπτασίας αύτής περνούσε τό μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας.
Δέν έπαυσε δέ διηγούμενος όλα έκείνα πού είδε καί άκουσε στη συνοδεία του, και από
στόμα σέ στόμα έφτασε ή ψυχωφελής αυτή διήγηση μέχρι τους Γεροντάδες τών
Γεροντάδων μας. Τήν αγιογραφία είχε μάθει αυτός καί ή συνοδεία του στό
Μοναστήρι τού Αγίου Παντελεήμονος καί άπό τήν Κερασιά, τό 1880 περίπου,
κατέβηκαν με τή συνοδεία του στα Καυσοκαλύβια, όπου καί έκτισαν τό ωραίο σπίτι
τών Ίωασαφαίων, μέ ωραιότατη εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου, πού είναι καί ό
παλαιότερος άγιογραφικός οίκος, στον όποίον μέ τή χάρη τού Θεού ύστερα άπό
μερικά χρόνια ό αδελφός Ίωάσαφ είχε όσιακό καί μακάριο τέλος, πρόν δόξαν Θεού
τού έν Τριάδι.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου