"Ηταν τό μεγάλο πανηγύρι τής Παναγίας
τού Δεκαπενταυγούστου, πού τά παλιά χρόνια κρατούσε δεκαπέντε ημέρες στις
Καρυές, καί οί πατέρες άπό όλα τά μέρη κι άπό τήν έρημο φέρνανε νά πουλήσουν τό
εργόχειρό τους.
Τό 1913 πού ήσύχαζε στό Άγιον Όρος σάν
εξόριστος ό Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ό Γ'. όταν βρέθηκε στις Καρυές,
απέναντι άπό τό Ναό τού «Πρωτάτου», μπροστά στό έκκλησάκι τού «Αγίου Νικολάου»,
πού είναι καί τό Κοιμητήρι τών κοσμικών πού πεθαίνουν στό Άγιον Όρος, εκεί ό
Πατριάρχης διέκρινε νά κάθεται ένα Γεροντάκι. μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι, νά
λέει τήν εύχή καί νά πουλάει τό έργόχειρό του, πού ήταν κομποσχοίνια.
'Ο Πατριάρχης Ιωακείμ πρόσεξε τό Γεροντάκι
αύτό καί τού έκανε έντύπωση τό σεβάσμιο τού παρουσιαστικού καί τό ταπεινό τού
ΰφους του. Ρώτησε καί τού είπαν πώς είναι Πνευματικός καί πωλεί τό έργόχειρό
του. Πλησίασε, αγόρασε ένα κομποσχοίνι καί τον ρώτησε: «Σεβαστέ Γέροντα, μοϋ
είπαν πώς είσαι Πνευματικός καί θέλω νά έρθω στήν Καλύβη σου νά έξομολογηθώ.
Πού μένεις;».
Ό Πατριάρχης δέν φορούσε έγκόλπιο ή κανένα
άλλο διακριτικό γιά νά γνωρίζεται, αλλά περιφερόταν σάν απλός μοναχός.
Ό Πνευματικός δέν γνώριζε πώς είναι
Πατριάρχης καί μέ όλη τήν άπλότητα πού τον διέκρινε, τού απάντησε:
«Παναγιώτατε, δέν μπορείς νά μπεις στήν Καλύβη μου, γιατί είναι πολύ χαμηλή,
καί σύ, όπως βλέπω, είσαι πολύ ψηλός». Πράγματι ήταν πρώτο ανάστημα, αλλά ό
Πνευματικός δέν έννοούσε αύτό, παρά μέ τή χάρη τού Αγίου Πνεύματος γνώρισε τό
αταπείνωτο καί αγέρωχο τού χαρακτήρα του
Ό Πατριάρχης είπε στόν Πνευματικό:
«Αγαπητέ, θά σκύψω κι έτσι θά μπορέσω νά μπω και νά χωρέσω στην Καλύβη σου.
Στην ανάγκη θά μπω καί σέρνοντας. Είναι τόσο χαμηλό;».
Ό Πνευματικός τότε είπε στόν Πατριάρχη:
«Παναγιώτατε, αν έσκυβες τόν αυχένα σου, θά ήσουνα στο θρόνο σου τώρα!».
Ό Πατριάρχης Ιωακείμ, όταν ακούσε αυτά,
έμεινε έμβρόντητος, κι όταν έμαθε πώς ό Πνευματικός δεν ήξερε τήν ιδιότητά του,
όπως ομολογούσε ό ίδιος, πολύ ώφελήθηκε παίρνοντας ένα μάθημα ταπεινώσεως. Ό δέ
Πνευματικός, λέγουν, πώς ήταν ό περιβόητος γιά τήν αρετή καί τό προορατικό καί
διορατικό του χάρισμα παπαΓρηγόρης, που έμενε στις ησυχαστικές Καλύβες τής
Μικράς Αγίας ’Άννης.
Ό γέρων Δανιήλ
Στην Καλύβη «Άγιος Χρυσόστομος» τής Κουτλουμουσιανής
Σκήτης τού Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται άκόμη στή ζωή καί ασκητικά αγωνίζεται
ό μοναχός Δανιήλ ό όποίος, όπως μάς βεβαίωσε ό ίδιος καί από άλλους πατέρες
πληροφορηθήκαμε, είκοσι καί πλέον χρόνια είναι άρρωστος, πονεί τό κεφάλι, ή
μέση, τά νεφρά, ή καρδιά, τά πόδια καί πολλές φορές καί όλο τό σώμα.
Σέ πολλούς γιατρούς πήγε, πολλές
εξετάσεις, άκτινοσκοπήσεις καί άκτινογραφίες έκανε, τό άποτέλεσμα ήταν τό ίδιο.
Οί γιατροί δέν βρίσκουν καμμιά σωματική
οργανική βλάβη ή πάθηση, ό αδελφός όμως άκόμη υποφέρει άπό άνεξήγητη άσθένεια,
στήν οποία δέν μπορούν νά τόν βοηθήσουν οί γιατροί καί ή έπιστήμη.
Πριν άπό λίγα χρόνια, τήν 27η Ιουλίου,
στήν αγρυπνία τού άγιου Παντελεήμονος, ό άδελφός Δανιήλ με πίστη πολλή καί
δάκρυα στά μάτια παρακάλεσε τόν άγιο Παντελεήμονα: «Άγιε τού Θεού καί προστάτη
τής Σκήτης μας, σύ πού είσαι γιατρός καί γιά τήν αγάπη τού Χριστού μαρτύρησες
καί έχυσες τό αίμα σου, κάμε άγάπη καί παρακάλεσε τόν Δεσπότη Χριστό νά μού
δώσει τήν ύγειά μου. νά μπορώ κι έγώ υγιής νά δοξάζω τό όνομά Τοο καί νά ψάλλω
στις αγρυπνίες».
Λέγοντας αύτά ό μοναχός Δανιήλ από τον
πόνο και την κούραση τον πήρε λίγο ό ύπνος καί βλέπει σε όραμα τόν άγιο
Παντελεήμονα γονατιστό μπροστά στό θρόνο τού Θεοϋ καί νά παρακαλεί για την
υγεία τού αδελφού.
Ό μοναχός Δανιήλ ακούσε τόν Δεσπότη Χριστό
νά λέει στον άγιο Παντελεήμονα: «Αδελφέ μου μεγαλομάρτυς Παντελεήμων, μήπως έσυ
είσαι πιο σπλαχνικός άπό μένα; Ή άγαπάς πιό πολύ από μένα τους ανθρώπους;
Γνωρίζω πώς γιά την αγάπη μου έχυσες τό αίμα σου. άλλά μήπως έγώ δεν έχυσα καί
δέν χύνω κάθε ημέρα τό αίμα μου γιά την ψυχική σωτηρία τών άνθρώπων; Μάθε ότι
θέλημά μου είναι καί συμφέρει πολλές φορές τό σώμα νά είναι άρρωστο γιά νά
σωθεί ή ψυχή. ’Έτσι θέλω πολλοί άνθρωποι νά σωθούν».
Όταν άκουσε αύτά ό άδελφός Δανιήλ ξύπνησε
καί δόξασε τό όνομα τού Θεού, εύχαρίστησε καί τόν άγιο Παντελεήμονα γιά την
προσπάθεια καί μεσιτεία του. κι άμέσως, όπως μας είπε ό ίδιος, έφυγε ένα βάρος
άπό πάνω του καί πληροφορήθηκε πώς πρέπει νά φέρει μέ ύπομονή, μέ χαρά καί μέ
ευχαρίστηση τό σταυρό καί την κατάσταση τής άσθένειάς του.
Ό γέρων Ιωσήφ
Στην ίδια Σκήτη τού Αγίου Παντελεήμονος ό
μοναχός Ιωσήφ θέλησε νά έπισκευάσει στό πάτωμα τής Καλύβης του ένα σανίδι που
είχε σαπίσει.
Καθάρισε τό σάπιο, πήρε μέ άκρίβεια τά
μέτρα, έκοψε τό σανίδι καί πήγε νά τό τοποθετήσει. Όταν τό έβανε στή θέση του,
τό σανίδι ήταν μεγαλύτερο. Τό πήρε, έκοψε τό περίσσιο καί πήγε πάλι νά τό
τοποθετήσει. Τότε είδε πώς ήταν μικρότερο άπ’ ό,τι έπρεπε.
Ό γερο-Ίωσήφ ήταν μαραγκός στό επάγγελμα.
Παίρνει γιά δεύτερη φορά τά μέτρα, κόβει άλλο σανίδι στά μέτρα που χρειαζόταν,
μέ πολλή άκρίβεια, πήγε νά τό βάλει στή θέση του, άλλά καί πάλι περίσσευε. Τό
έκοψε καί όταν πήγε νά τό καρφώσει έγινε μικρότερο. Τότε έχασε τήν ύπομονή του
καί μέ θυμό είπε: «’Άει στό διάβολο, διάβολε! Τί έχεις; Τί νά σου κάνω γιά νά
ταιριάζεις; Τέσσερες φορές σέ μέτρησα καί τέσσερες σέ έκοψα. Τώρα τί διάβολο
έχεις καί δέν ταιριάζεις;».
Ό ταλαίπωρος αυτός μοναχός, αντί νά είπεί
την εύχή καί νά έπικαλεσθεί τή θεία βοήθεια στην εργασία του. προτίμησε νά
μνημονεύσει τον διάβολο, ό όποίος δέν άργησε άλλα κάτι τέτοιες εύκαιρίες
ζητάει, Γι’ αύτό παρουσιάσθηκε μπροστά του μ’ όλη την άγριωπή μορφή του καί τού
είπε: «Μέ φώναξες, γέροντα. Τί είναι; Θέλεις τίποτα; Έδώ είμαι εγώ νά σε
βοηθήσω».
Ό γερο-Ίωσήφ τρομαγμένος έκαμε τό σταυρό
του, παράτησε τό σανίδι κι έτρεξε στόν Πνευματικό του νά έξομολογηθεί, άλλά άπό
τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα άπό τριάντα χρόνια καί δέν μπορεί
άκόμη νά συνέλθει. Τού έμεινε ό φόβος καί μιά άφηρημάδα στο μυαλό, σάν
αντιμισθία άπό τον διάβολο.
Τούτο άς γίνει μάθημα σέ όλους , μικρούς
καί μεγάλους, νά μη λένε τό διάβολο ούτε γιά άστεία. Επειδή ό διάβολος βάνει
τον άνθρωπο νά θυμώνει καί στο θυμό του επάνω τόν βάνει νά βρίζει ή νά
βλασφημήσει τά θεία. Κι άν δέν κατορθώσει τούτο. τόν πείθει νά πει στο
συνάνθρωπό του. στόν αδελφό του. στό παιδί του ή καί στόν εαυτό του άκόμη «’Άει
στόν διάβολο». Τούτο γίνεται κάκιστη συνήθεια καί πολλοί γονείς στέλνουν τά
παιδιά τους στόν διάβολο».
Ένώ μπορεί ό άνθρωπος νά άποκτήσει καλές
συνήθειες κι άντί νά λέει «άει στόν διάβολο», νά λέει «άει στην εύχή» ή «άει
στό καλό σου» ή. όπως συνηθίζουν οί πατέρες νά λένε, «νά σέ πάρει ή εύχή» ή «ό
Θεός νά σ' έλεήσει», πού είναι τό καλύτερο άπ’ όλα. "Ετσι συνηθίζει ό
άνθρωπος νά εύχεται καί νά λέει πάντα τό καλό, σύμφωνα μέ τήν Αγία Γραφή:
«εύλογείτε καί μή καταράσθε» (Ρωμ. ιβ' 14).
Οί «κυκλεφτές»
Μερικοί μοναχοί έχουν τό χάρισμα τής
υπομονής καί μέ τή βοήθεια τού Θεού άποφασίζουν καί μένουν σταθεροί καί μόνιμα όλη
τους τή ζωή σέ Μοναστήρι ή Σκήτη ή Κελλί ή όπου έτάχθησαν, σύμφωνα μέ τό ρητό: «Έκαστος έν ω
έκλήθη, αδελφοί, έν τούτω μενέτω παρά τώ Θεώ» (Α' Κορ. ζ' 24).
Άλλοι πάλι, μέ τή συγκατάθεση τού
Πνευματικού τους, μένουν έγκλειστοι μέσα σέ σπηλιές καί ασκητήρια, που είναι
τέλεια άπομονωμένοι από τούς άλλους πατέρες και αδελφούς· αλλά «ού πάντες
χωροϋσι τον λόγον τούτον, άλλ’ οίς δέδοται» (Ματθ. ιθ' 11).
Υπάρχει όμως και άλλη τάξη μοναχών, τούς
όποιους οί παλαιοί πατέρες ονόμαζαν «κυκλεφτάς». Οί μοναχοί αύτοί, είτε άπό
ζήλο άρετής νά μάθουν πολλά, είτε άπό κακή συνήθεια, είτε άπό συνέργεια καί
πόλεμο τού σατανά, δεν μπορούν νά μείνουν σέ ένα μέρος ή σέ μια κατάσταση ζωής.
Τούτο δέν συμβαίνει μόνο στους μοναχούς, άλλά καί σέ πολλούς κοσμικούς στον έγγαμο
βίο, οί όποίοι παρουσιάζουν άστάθεια
ζωής, άστάθεια εργασίας καί άστάθεια χαρακτήρος άκόμη.
Ένας άπό τούς μοναχούς αυτούς είχε τή
συνήθεια νά μή μπορεί νά μείνει σέ ένα μέρος, άλλ’ έφευγε άπό τό ένα μοναστήρι
καί πήγαινε στο άλλο κι άπό έκεί άλλου κι έτσι κύλαγε ό χρόνος τής ζωής του
γύρωγύρω σ’ όλα τά Καθίσματα τού ’Άθωνα.
Μιά μέρα πού για πολλοστή φορά ξεκίνησε νά
φύγει άπό ένα κοινόβιο μοναστήρι γιά νά πάει σ’ άλλο ιδιόρρυθμο, όταν βγήκε έξω
άπό τό μοναστήρι έκείνο, βλέπει μπροστά του τόν διάβολο ό όποίος τού είπε:
«Άββά. πάλι φεύγεις. Αμάν βρέ γέροντα, σαράντα χρόνια τώρα έχω σπάσει τά πόδια
μου καί κουράστηκα νά σέ μεταφέρω άπό τό ένα μέρος στό άλλο. Δέν βαρέθηκες νά
φεύγεις; Κάτσε έπιτέλους σέ ένα μέρος». Ό μοναχός είπε στό σατανά: «Οί άγιοι
πατέρες μάς άφηκαν παράδοση σύμφωνα μέ τήν όποια, αν δέν μπορούμε νά μείνουμε
σέ ένα μέρος, νά δενόμαστε μέ ένα σχοινί άπό τόν ’Άθωνα καί νά γυρίζουμε σ’ όλο
τό Άγιον Όρος, καί μέ τόν τρόπο αύτό νά μαζεύουμε άπό όλους τούς πατέρες τό
μέλι τής άρετής καί τής πνευματικής ζωής. Κι έγώ, γιά τήν άγάπη τού Χριστού
κάνω τό ίδιο. Έσύ όμως τί δουλειά έχεις κι άνακατεύεσαι στά πόδια μας; Δέν
ξέρεις πώς τελικά ό Χριστός θά νικήσει; Ό Κύριος έπιτιμήσει σε, άκάθαρτο
πνεύμα. "Υπαγε όπίσω μου, σατανά». Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή, γιατί
τό επιχείρημα τούτο είναι πολύ έπικίνδυνο, διότι γίνεται κακή συνήθεια κι ό άνθρωπος
είναι ωραίο πράγμα νά είναι σταθερός, μόνιμος καί θετικός στά λόγια, στά έργα,
στις άποφάσεις του καί σ’ όλο τόν τρόπο τής ζωής του, άν θέλει νά προκόψει,
παρά νά γυρίζει άπό τόν ένα τόπο στόν άλλο!
Φανερό θαύμα τής Παναγίας
Στίς 3 "Οκτωβρίου τού 1948 στίς Καρυές,
την πρωτεύουσα τού Αγίου Όρους, οκτακόσιοι περίπου κομμουνιστές αντάρτες
έπιτέθηκαν έναντίον της Χωροφυλακής καί τού πολιτικού Διοικητού τού Αγίου Όρους
κ. Παναγιωτάκου.
Τό πρωί τής ήμέρας εκείνης που άρχισε ή
επίθεση τών ανταρτών, στό Κελλί «Προφήτης Ήλίας» ό Γέροντας διακοΔιονύσιος
γιόρταζε τήν μνήμη τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου καί είχε Θεία Λειτουργία
για την ονομαστική του έορτή. Στή θ. Λειτουργία είχαν πάει περισσότεροι άπό
πενήντα μοναχοί. Οί θείες Λειτουργίες, ως γνωστόν, στό 'Άγιον Όρος άρχίζουν
πολύ πρωί καί τελειώνουν στίς 8-9 πρωινή ώρα. Προτού όμως τελειώσει ή Θεία
Λειτουργία, οί άντάρτες άρχισαν τήν έπίθεσή τους μέ διάφορα όπλα, πολυβόλα καί
βαρείς όλμους. "Ενα άπό τα βλήματα του όλμου έ'πεσε επάνω στήν σκεπή τού
Κελλιού, πού ήταν μαζεμένοι οί μοναχοί, οί όποίοι φοβήθηκαν, γιατί δεν ήξεραν τί είχε συμβεί.
Άπό θεία Πρόνοια, μέ τήν πρεσβεία καί
προστασία τής Κυρίας Θεοτόκου, όλως παραδόξως δέν έξερράγη τό βλήμα τού όλμου
καί έτσι δέν έπαθε κανείς τίποτε άπό τους πατέρες, διότι, αν έσκαγε ό όλμος,
άσφαλώς δέν θά γλύτωνε κανείς.
Τέτοια θαύματα έκανε πάρα πολλά ή Παναγία
μας στό Περιβόλι της κατά τά μαύρα έκείνα χρόνια τής Γερμανικής Κατοχής καί τού
άνταρτοπόλεμου.
Ό αμελής άγιογράφος
"Ενας άπό τους καλύτερους καλλιτέχνες
καί άγιογράφους τού Αγίου Όρους, τόσο που όμοιός του στήν καλλιτεχνική έμφάνιση
τής άγιογραφίας δέν φάνηκε μετά άπό τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αί.), ήταν ό
Ίωαννίκιος Μαυρόπουλος, άπό τήν Καισάρεια τής Καππαδοκίας.
Στήν τέχνη τής άγιογραφίας μυήθηκε άπό τόν
γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στήν Τερά Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων. Άλλα άπό τήν πολλή
επιμέλεια πού έδειξε έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος άπό τό δάσκαλό του.
Όσο όμως επιμελής ήταν στήν τέχνη τής
αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στήν χριστιανική πίστη, πολύ δέ
περισσότερο ήταν άμελής καί περιφρονητής τής καλογερικής ζωής καί ιδέας. Είχε
τόση απιστία πού δέν παραδεχόταν τίποτε, ούτε ακόμη πώς ύπάρχει Θεός, καί
γενικά απιστούσε σ’ όλα τά Ιερά και άγια Μυστήρια τής Εκκλησίας.
Επομένως δέν νήστευε, δέν πήγαινε στήν
έκκλησία, δέν προσευχόταν, δέν κοινωνοϋσε καί συχνά ειρωνευόταν τούς μοναχούς
άποκαλώντας τους «φασουλοφάγους», ένώ καί πολλές άλλες κατηγορίες έκστομούσε
έναντίον τους.
Μέ τόν Γέροντα μου Ιωακείμ μοναχό είχε
γνωριμία καί κάποια φιλία άπό τότε πού ήταν μαζί στή Σκήτη των Καυσοκαλυβίων
(191516) καί, έπειδή τού είχε έμπιστοσύνη, τού έλεγε πολλές φορές τά μυστικά
του.
Κατά τό έτος 1923-24. αφού έμαθε τήν
άγιογραφία. έφυγε άπό τά Καυσοκαλύβια καί εγκαταστάθηκε στις Καρυές. στο
Λαυριώτικο Κελλί «Άγιος Γεώργιος», πού είναι επάνω άπό τίς Καρυές. τό λεγόμενο
των «Σκουρταίων», έκεί πού σήμερα είναι κτισμένη έκκλησία έπ’ όνόματι καί μέ
τήν κάρα τού άγιου Νικοδήμου. Έκεί λοιπόν συνέχισε τό εργόχειρο τής
αγιογραφίας.
Όταν ό Γέροντάς μου πήγαινε στις Καρυές, ό
π. Ίωαννίκιος τόν ύποδεχόταν καί τόν φιλοξενούσε μέ πολλή χαρά, λέγοντάς του μέ
τήν εύκαιρία αύτή τά παράπονά του καί συχνά ζητώντας νά τού λύσει τίς άπορίες
πού είχε γύρω άπό τή χριστιανική πίστη καί τήν Καλογερική.
Ό Γέροντάς μου. άνθρωπος πιστός καί
πνευματικά καλλιεργημένος. παρ’ όλο πού κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, δέν
μπορούσε νά τόν πείσει γιά τίς αλήθειες τής χριστιανικής πίστεως καί τόν
σπουδαίο ρόλο τού Μοναχισμού γιά τό Χριστιανισμό καί τήν Έκκλησία.
Τό άνεξήγητο όνειρο τής γιαγιάς
Μιά μέρα ό γερο-Ίωαννίκιος. μεγάλος πιά
στήν ήλικία. είπε στόν Γέροντά μου: «Βρέ πάτερ Ιωακείμ, μοϋ λές πώς υπάρχει
Θεός καί άλλη ζωή, πώς υπάρχει κρίσις καί άνταπόδοσις, δηλαδή τιμωρία αιώνια
τού κακού πού κάνει ό άνθρωπος έδώ στη γη και πληρωμή αθάνατη για κάθε καλό
έργο, ότι υπάρχει Κόλαση για τούς κακούς καί Παράδεισος γιά τούς καλούς, ότι
υπάρχουν δαίμονες πού θά τυραννοϋν αιώνια τούς αμαρτωλούς καί άλλα παρόμοια πού
λένε ο'ι Καλόγερο-ι καί οί Παπάδες. Όλα αύτά έγώ τα θεωρώ παραμύθια, αλλά καί
άν ύπάρχουν Κόλαση καί Παράδεισος, θά είναι έδώ, στη ζωή αυτή. Μετά τό θάνατο,
καημένε, δέν ύπάρχει τίποτε. Σάν πεθάνω ’γώ δέν με νοιάζει γιά τίποτε. Τί
έ'λεγαν οί άρχαϊοι "Ελληνες; «Γαϊα πυρί μιχθήτω». “Ετσι λέω κι έγώ
τσιμέντο νά γίνει τό σώμα καί ή ψυχή πού λες πώς έχουμε.
Καί δέν μού λές, σέ παρακαλώ, συνέχισε ό
π. Ίωαννίκιος, ποιος ήρθε άπ’ έκεΐ, άπό τήν άλλη ζωή, άπό τον άλλο κόσμο, γιά
νά μάς βεβαιώσει Γι’ αύτά τά πράγματα, ότι υπάρχει άλλη ζωή;».
Ό Γέροντάς μου προσπαθούσε μέ μαρτυρίες
τής Αγίας Γραφής καί τού ιερού Εύαγγελίου νά τού άποδείξει τήν άλήθεια γιά όλα
αύτά τά πράγματα, άλλ’ έκείνος δέν ήθελε ν’ άκούσει τίποτε άπ’ αύτά. Τούτο
έγινε πολλές φορές.
Σέ μιά τέτοια συζήτηση ό γερο-Ίωαννίκιος
είπε έμπιστευτικά στόν Γέροντά μου: «Πάτερ Ιωακείμ, ένα πράγμα μού έχει κάνει
έντύπωση, πού έχει καρφωθεί μέσα στό μυαλό μου καί δέν μπορώ νά τό εξηγήσω.
“Ημουν μικρό παιδί, 1213 έτών, στήν πατρίδα μαζί μέ τον μεγαλύτερο άδελφό μου,
Θανάση, τόν πατέρα μου καί τή γιαγιά μου τή μητέρα τού πατέρα μου όταν οί
Τούρκοι μάς κυνήγησαν άπό τό σπίτι μας στήν Καππαδοκία, καί άφού στό δρόμο ή
μητέρα μου πέθανε, μείναμε οί τέσσερις καί έγκατασταθήκαμε σέ ένα έρημο σπίτι
έξω άπό τήν Τραπεζούντα.
Έκεί, κάποιο βράδυ παρουσιάστηκε στή
γιαγιά μου. στόν ύπνο της, ένας σοβαρός καί πολύ χαριτωμένος άνθρωπος καί μέ
παρακλητικό ύφος τής είπε: «Σέ παρακαλώ, γιαγιά, πές στα παιδιά σου καί στά
έγγόνια σου νά μή μέ κατουρούν».
Ή γιαγιά μας. επειδή ήμασταν κυνηγημένοι
καί κατατρομαγμένοι άπό τούς Τούρκους, νόμισε ότι πρόκειται γιά ένα κοινό
όνειρο καί δέν έδωσε καμμιά ιδιαίτερη σημασία. Τό όνειρο όμως αύτό, πού ήταν
πολύ ζωντανό, έπαναλήφθηκε τρεις νύχτες συνέχεια, άλλά ή γιαγιά μας καί πάλιν
δέν είπε τίποτε στόν πατέρα μου. Τήν τέταρτη όμως νύχτα ξαναπαρουσιάστηκε πάλι
ό άνθρωπος εκείνος στόν ύπνο της γιαγιάς μου, άλλα αυτή τή φορά πολύ φοβερός
στην όψη, και τής είπε άπειλητικά: «Είμαι ό Γεώργιος Έλευθεριάδης. Σε
ειδοποίησα τρεις φορές να πεις στα παιδιά σου να μη μέ κατουρούν κι έσΰ δέν
είπες τίποτε. Μάθε λοιπόν πώς, αν κι αύτή τή φορά δέν τους πεις νά σταματήσουν,
θά πάθετε μεγάλο κακό». Ή γιαγιά μου ξύπνησε τρομαγμένη, πήγε, ξύπνησε τον
πατέρα μου καί μέ φόβο τού τα διηγήθηκε όλα.
Τί είχε συμβεί; Έγώ μέ τον άδελφό μου καί
τόν πατέρα μου, είπε ό μοναχός Ίωαννίκιος στον Γέροντά μου, βγαίναμε τή νύχτα άπό
μια πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού σπιτιού, περνούσαμε άπό ένα ξέσκεπο
διάδρομο καί άκριβώς έκεί κάτω, πού ήτανε χωράφι, ουρούσαμε.
Όταν ή γιαγιά είπε τό όνειρο στόν πατέρα
μου, τό πρωί σαν ξημέρωσε. πνίγανε μέ τή γιαγιά μου στό σημείο πού ουρούσαμε,
σκάψανε καί σέ βάθος δύο καί πλέον μέτρων, βρήκανε έναν άνθρώπινο σκελετό σέ
κανονικό τάφο. Πήραν τα οστά, που ήταν πεντακάθαρα, μέ πολλή εύλάβεια τά
πλύνανε μέ κρασί, κατά τή συνήθεια πού είχαν, τά θύμιασαν μέ λιβάνι καί τά
τοποθέτησαν μέσα σέ κάσσα πού έβαλαν μέσα σέ ράφι τού σπιτιού.
Τό ανεξήγητο όραμα τού πατέρα
Τό βράδυ τής ήμέρας έκείνης παρουσιάζεται
πάλι ό σοβαρός εκείνος άγνωστος, μέ χαρούμενο αύτή τή φορά ύφος, καί λέει στήν
γιαγιά μου καί στόν πατέρα μου, διότι αύτή τή φορά παρουσιάστηκε καί στους δυο:
«Σάς εύχαριστώ πολύ για τό καλό πού μού κάνατε. Θά παρακαλώ τόν Θεό καί ούράνιο
Πατέρα μας νά σάς φυλάξει άπό κίνδυνο στή ζωή αύτή, νά σάς άνταμείψει στήν άλλη
ζωή καί νά σάς χαρίσει τή Βασιλεία των Ούρανών».
Αύτό τό πράγμα, πάτερ Ιωακείμ, δέν μπορώ
νά τό εξηγήσω. Πώς είναι δυνατόν νά ύπάρχει Θεός, άλλη ζωή, κρίσις καί
άνταπόδοσις; Αυτά τά πράγματα δέν χωράνε στο φτωχό μου μυαλό καί δέν μπορώ ούτε
νά τά καταλάβω, ούτε νά τά έξηγήσω, άλλά ούτε καί νά τά ξεχάσω. Διότι εξέτασε ό
πατέρας μου στήν Τραπεζούντα για τό όνομα αύτό καί βρήκε ότι υπήρχε πλούσια
οικογένεια μέ τό όνομα αύτό τού Γεωργίου Έλευθεριάδη. πριν άπό τριακόσια
χρόνια.
Με κελλιά χρονοδαρμένα. πού δέν δηλώνουν
την εγκατάλειψη απ' τη ζωή. άλλ' ότι ή
ζωή δέν στηρίζεται σ' αυτά!
’Άν δεν υπάρχει Θεός, αν δεν υπάρχει άλλη
ζωή, &ν δέν υπάρχει Βασιλεία των Ουρανών και ανταπόδοση καί ανταμοιβή
αιώνια, τότε ό άνθρωπος έκείνος πώς μάς φανέρωσε ότι υπάρχει καί ζεί κι ότι ό
σκελετός του. τα όστά του μολύνονται καί λερώνονται από τις ακαθαρσίες καί τά
ούρα τα δικά μας; Καί όταν τα άνακαλύψαμε, ήλθε καί μάς ευχαρίστησε καί μάς
είπε καθαρά ότι θά παρακαλέσει τον Θεό, τόν ουράνιο Πατέρα μας κ.λπ., πού
άνέφερε στή γιαγιά μας; Όλα αυτά, πάτερ Ιωακείμ, δέν μπορώ να τά έξηγήσω. Τί
σημαίνουν;
Κρίσις καί άνταπόδοσις
Επίσης, σ’ όλη μου τη ζωή παρατήρησα πώς,
ό,τι καί να κάνει ό άνθρωπος, είτε αδικία είτε καλοσύνη, οπωσδήποτε θά
πληρωθεί. Αύτό δέν μπορεί κανείς να μου τό αμφισβητήσει ή νά το διαψεύσει καί
νά με πείσει γιά τό αντίθετο. Δηλαδή, αν κάμεις άδικία θά τιμωρηθείς μέ τέτοιον
τρόπο, πού δέν θά καταλάβεις άπό ποϋ σού ήλθε. Όπως λέτε σείς οί Καλόγεροι «έν
άλλοις πταίομεν καί εν άλλοις τιμωρούμεθα».
’Άν πάλι κάνεις καμμιά καλοσύνη ή
ελεημοσύνη, θά πληρωθείς μέ κρυφό ή καί φανερό τρόπο. Όταν πάλι κάποιος
έκδικηθεί, θά τιμωρηθεί, καί μάλιστα πολύ σκληρά.
’Έτσι πολλές φορές έρχομαι σέ δύσκολη θέση
καί λέω στόν έαυτό μου: «Έφ’ όσον δέν υπάρχει τίποτε, τότε ποιος διευθύνει καί
κατευθύνει όλα αυτά τα πράγματα;».
Ό Γέροντάς μου τότε βρήκε την εύκαιρία καί
τού άνέφερε τήν παραβολή που λέγει ό Κύριος ήμων Ιησούς Χριστός στο ιερό Εύαγγέλιο
γιά τόν άσπλαγχνο πλοιίσιο καί τον πτωχό Λάζαρο (Λουκ. ιστ' 1931). (Ματθ. ε' 14-20.
στ' 10-13, ζ' 21) καί άλλα πολλά γιά τόν Θεό. γιά τόν Παράδεισο καί γιά τήν
Κόλαση, όπως περιγράφονται στις ευαγγελικές περικοπές (Ματθ. ε' 22-29, η' 12.
γ' 28, ιγ' 42, ιγ' 50. κβ' 13, κγ' 24-33. κδ' 30) καί γιά τά διάφορα
κολαστήρια, όπως τά ονομάζουν οί άγιοι Ευαγγελιστές: «τό πΰρ τό άσβεστον. όπου
ό σκώληξ αύτών ού τελευτά καί τό πΰρ ου σβέννυται» (Μάρκ. θ' 43, 44, 48 καί
Λουκ. ιγ' 28 κ.λπ.).
Άπό τότε ό π. Ίωαννίκιος έπεσε σέ
αμφιβολία καί λίγολίγο άρχισε νά σκέπτεται σοβαρότερα καί νά φιλοσοφεί πάνω σ’
αυτά τά θέματα τόσο, που τόν αξίωσε ό Θεός, πρός τό τέλος της ζωής του. νά
εξομολογηθεί μέ ειλικρινή μετάνοια καί μέ πραγματική συντριβή τής καρδιάς του
νά πιστέψει καί νά ζητήσει νά κοινωνήσει τό Σώμα καί Αίμα τού Κυρίου,
όμολογήσας καί παραδεχθείς όλα τά Μυστήρια τής άγίας Εκκλησίας μας ιερά καί
άγια. Έτσι έφυγε άπό τή ζωή αύτή μετανιωμένος καί διορθωμένος μέ ζωντανή τήν
πίστη τής αιώνιας ζωής καί μέ τήν έλπίδα τής ψυχικής σωτηρίας πλησίασε καί πήγε
κοντά στόν Δεσπότη Χριστό νά ζεί αιώνια
.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου