. Με αυτά σε ωδήγησεν εις μετάνοιαν Και εις έπίγνωσιν της αληθινής θεογνωσίας. Έπειτα δε ό αγαπών και ελεών ημάς Κύριος επήγαγε δια τάς αμαρτίας ημών πειρασμούς και θλίψεις και εξορίας καθ' ημών, θέλων να μας σοφίση με τούτους τους πειρασμούς. Και δια τούτο πάλιν χαίρω, ότι μας ηγάπησεν ό Κύριος, μη θέλων να μας βασανίση εις εκείνον τον μέλλοντα αιώνα, άλλ' εδώ παραχωρεί να θλιβώμεθα προς εξιλασμό των αμαρτιών ημών.
Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016
9. Οσίου Νείλου Σόρσκυ Άπαντα τά σωζόμενα Ασκητικά
5:00:00 μ.μ.
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ , ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΣΟΡΣΚΥ
Ετικέτες ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ , ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΣΟΡΣΚΥ
Β') ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΑΣ
ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΑΣ ΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΝ,
ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΤΑΙΣ
ΝΗΣΟΙΣ.
Ως τελευταίος αδελφός
υμών κατά το Σχήμα ποιώ ευχή προς τον εν Χριστώ αδελφόν, επειδή με ηνάγκασας
λόγω της υποχρεώσεως μου να σου γράψω και να σου στείλω επιστολήν, γνωστοποιων
εις το γράμμα μου κατά την υπόσχεσιν ημών την προς σε πίστιν και άγάπην μου.
Και δεν υπομένω, αγαπητέ μου, να φυλάξω το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι
άφρων και μωρός δια την ωφέλειαν των αδελφών. Επειδή αύτη είναι ή αληθινή
αγάπη, ήτις δεν δύναται να κρυβή εν τινι μυστηρίω από τους αγαπητούς της.
Οτε ήρχισα να σου γράφω,
μου έμεινεν πολλάκις ο χάρτης λευκός και δεν υπέφερα να εκτείνω την
πολυαμάρτητον δεξιάν μου χωρίς εγκάρδιους σταγόνας δακρύων, ενθυμούμενος την
προς σε εύσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού ότι σε εξήγαγε εκ γης Αιγύπτου και
σε ωδήγησεν εις γήν Ισραήλ, και σε έκαμε να γνωρίσης Αυτόν ως τον μόνον Θεόν
ημών, τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκι ελθόντα. Και το βάπτισμα Του εβαπτίσθης. Και
μετά τούτο ηξιώθης του αγγελικού Σχήματος ώστε να βάλις αρχήν του μοναχικού
επαγγέλματος εις το πενιχρόν ημών κελλύδριον.
Μετά ταύτα δε, αδελφέ, - συγχέομαι την
ψυχήν, ταράττομαι την συνείδησιν, σπαράττομαι τα σπλάγχνα μου, ενθυμούμενος τάς
εκ νεότητας σου θλίψεις και τάς ταλαιπωρίας και την αιχμαλωσία και την απαγωγή
σου από την χωράν και το γένος και την πατρίδα σου εις χωράν ξένη και άγνωστων,
όπου ή γλώσσα σου είναι ακατάληπτος και κατοικεί ένα γένος άγνωστων. Έτι δε
ενθυμούμαι ότι είσαι τέκνον προκρίτων κατά την λαμπρότητα του αξιώματος γονέων
και ότι Ο Κύριος σε λύτρωσε μετά ταύτα από πολλούς και διαφόρους θανάτους, και
από πυρ και από μάχαιραν και από ύδωρ - και μάλιστα συ ό ιδίως ταύτα δεν
αγνοείς
. Με αυτά σε ωδήγησεν εις μετάνοιαν Και εις έπίγνωσιν της αληθινής θεογνωσίας. Έπειτα δε ό αγαπών και ελεών ημάς Κύριος επήγαγε δια τάς αμαρτίας ημών πειρασμούς και θλίψεις και εξορίας καθ' ημών, θέλων να μας σοφίση με τούτους τους πειρασμούς. Και δια τούτο πάλιν χαίρω, ότι μας ηγάπησεν ό Κύριος, μη θέλων να μας βασανίση εις εκείνον τον μέλλοντα αιώνα, άλλ' εδώ παραχωρεί να θλιβώμεθα προς εξιλασμό των αμαρτιών ημών.
. Με αυτά σε ωδήγησεν εις μετάνοιαν Και εις έπίγνωσιν της αληθινής θεογνωσίας. Έπειτα δε ό αγαπών και ελεών ημάς Κύριος επήγαγε δια τάς αμαρτίας ημών πειρασμούς και θλίψεις και εξορίας καθ' ημών, θέλων να μας σοφίση με τούτους τους πειρασμούς. Και δια τούτο πάλιν χαίρω, ότι μας ηγάπησεν ό Κύριος, μη θέλων να μας βασανίση εις εκείνον τον μέλλοντα αιώνα, άλλ' εδώ παραχωρεί να θλιβώμεθα προς εξιλασμό των αμαρτιών ημών.
Κα! δια τούτο προάγομαι
να γράφω προς την αγάπη σου από τάς Θείας Γραφάς, ότι ό Κύριος επάγει τάς
θλίψεις ταύτας κατά των άγαπώντων Αυτόν και δυναμένων δι' Αυτόν να υποφέρουν
πάντα τα δεινά, και ότι κατά τον
Απόστολο ό Κύριος ουδαμώς αφήνει να πειρασθώμεν υπέρ την δύναμιν εν τοις
τοιούτοις πειρασμοίς, οίτινες επάγονται καθ' ημών. Και εάν παραχώρηση αυτούς,
είναι προς ώφέλειαν, προς εμπειρίαν ημών. Και δια τάς α-μαρτίας ημών όφείλομεν
να ύπομένωμεν πάντα τα δεινά ταύτα, Και αλλά ακόμη, και άλλα επί πλέον. Και ότι
οί προ ημών ζήσαντες και πάντες οί Άγιοι από των παλαιών χρόνων, οί προφήται
και απόστολοι και μάρτυρες έσφαζοντο και σώζονται με θλίψεις και ταλαιπωρίας και
στενοχώριας. Και ας ένθυμηθώμεν πρώτον τον δίκαιον Ιώβ. Μήπως δεν κατηράσθη την
ήμέραν, κατά την οποίαν έγεννήθη; Ούτω και ό Ιερεμίας ό προφήτης είπεν «Ινάτι
εδειξάς μοι κόπους και πόνους;». Ούτως έπασχον πάντες οί δίκαιοι. ταύτα δε εκφράζουν οί Άγιοι, δια να συνηθίσης
και συ κατά το παρ«Ουαί μοι, μήτερ μου, δια τι με ετεκες; Επικατάρατος ή εν ή
ετέχθη». Και ό Μωυσής, ό μέγας νομοδότης του Θεού, είπε· «Κύριε, ει εύρηκα
χάριν παρά σοι, απόκτεινόν με
αναιρέσει», «ότι ου δυνήσομαι εγώ μόνος
φέρειν το βάρος του λαού
τούτου». «Έτι μικρόν Και καταλιθοβολήσουσί με».
Ό δε προφήτης Αββακούμ είπε
«Ινατί έδειξας μοι κόπους και πόνους;». Ούτος έπασχον πάντες οι δίκαιοι.
Ταύτα δε εκφράζουν οι Άγιοι δια να
συνηθίσης και συ κατά το παράδειγμα των, διότι οί Άγιοι διήλθον τον βίον όχι
τρυφώντες, αλλά μυριάκις δεινοπαθούντες. Άραγε ό δίκαιος Δαυίδ δεν υπέφερε
πάσας τάς ημέρας της ζωής του διωκόμενος και στερούμενος της τροφής Και δεν
ανέμεινε πασαν ώραν επί γης αλλότριας τον θάνατον παρά του Σαούλ; Μήπως ό δίκαιος
Αβραάμ δεν υπέφερε εν ξένη και αλλοεθνή και βαρβαρική χώρα και δια την γυναικά
του, ή οποία εκεί αφηρέθη άπ' αυτόν; Ούτω καί ό υιός του Ισαάκ και ό εγγονός
του Ιακώβ. Ό δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μήπως δεν προσηλώθη εις τον σταυρόν,
δεν διετρήθη από λόγχην, δεν ερραπίσθη εις τάς σιαγόνας; Και μετά των ανόμων
ελογίσθη υπό των άθεων Ιουδαίων. ταύτα δε πάντα επαθεν ό Κύριος δια την
σωτηρίαν ημών, «δια να μας ελευθέρωση από την κατάραν». Ό δε επίγειος άγγελος,
ό Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, μήπως δεν κάθισε εν τη φυλακή, μήπως δεν
απέτεμον την κεφαλήν του με ξίφος καί δεν προσεφέρθη αυτή από αισχράς χείρας
επί πινακίου εν μέσω των αισχρών συμποσιαστών; Ω Ιερά καί θεόπτις και φωτόπτις
κεφαλή, ερημικόν θρέμμα εκ σπάργανων! Ωσαύτως και ό προφήτης Ηλίας πολλά παθών
ανελήφθη επί πύρινου άρματος εις τον ούρανόν. Περί δε των Αποστόλων και των
αγίων Μαρτύρων και οσίων ημών Πατέρων καί τι να γράψω; Ούτοι πάντες υπέμειναν
πολλούς και διαφόρους θανάτους και βασάνους και σφαγάς και στενοχώριας δια την
βασιλείαν των ουρανών.
Και ούτοι πάντες εκήρυξαν το όνομα του
Χριστού εις ξένας χώρας και μεταξύ αλλοεθνών και θηριομόρφω βαρβάρων. Οί μεν
εσταυρώθησαν ύπ' αυτών, οι δε διετρήθησαν με λόγχας, άλλοι παρεδόθησαν εις το
πυρ και εις το ξίφος, άλλοι εβυθίσθησαν με λίθους βαρυνόμενοι εις την θάλασσαν,
και έτεροι ερρίφθησαν προς βρώσιν εις τα θηρία. Και τι να απαριθμήσω τα πολλά;
Και συ ό ίδιος μήπως αγνοείς τάς κακοπαθείας και τάς θλίψεις τούτων; Και ό
Ιωσήφ ό Πάγκαλος, ό υιός του δικαίου Ισραήλ και Ιακώβ και το ηγαπημένον τέκνον
της άγιας Ραχήλ, μήπως δεν επωλήθη υπό των αδελφών εις την Αίγυπτον και υπέφερε
και εδούλευε εν ξένη γη εις τον κύριων του Πετεφρήν; Προς τούτοις σου προσθέτω
μίαν διήγησιν πλήρη φόβου και τρόμου, λέγω του μεγαλορρήμονος προφήτου Ήσαΐου:
το άθεον γένος των Εβραίων διέκοψεν αυτόν με πρίονα ξύλου εις την κοιλίαν και
τα μέλη κατά το ήμισυ. Και ως άψυχον ξύλον εμπαίζοντας, παρέδωσαν αυτόν εις τον
θάνατον.
Ούτοι πάντες έπαθον υπό
απίστων βαρβάρων εις ξένας χώρας δια το όνομα του Χριστού. Σε δε, αδελφέ μου,
προεγνώρισεν ό παντογνώστης οφθαλμός, ό Κύριος και Θεός, προ της συλλήψεως σο
και σε ηγάπησε περισσότερον πάντων, αιχμαλωτίσας σε από τα μητρικά σπλάγχνα και
εξαρπάσας σε από το στόμα του αδου, από την χωράν και την πίστιν σου, και σε
ώδήγησεν εις χωράν, την οποίαν δεν έπεθύμησας και δεν ήλπισας, και σε σημείωσε
δια του βαπτίσματος με την σφραγίδα Του την βασιλική εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος. Και σε εστόλισεν ωσάν με στέφανον με το αγγελικόν Σχήμα, άφ'
ου σε ωδήγησεν προς ημάς εις την ακατοίκητων έρημο, επειδή έπεθύμησας να
υπομένεις πάσας τάς θλίψεις, και ανάγκας και στενοχώριας δια το όνομα του
Χριστού. Και παρεχώρησεν εναντίον ημών τοιαύτας θλίψεις ό αγαπών ημάς Κτίστης
ημών. «Όν γαρ αγαπά ό Κύριος, παιδεύει».
Και όταν μας συμβαίνουν θλίψει υπέρ την
φύσιν, ευφραινόμενοι από την ελπίδα των μελλόντων αγαθών θα ενισχύσωμεν
αλλήλους, βλέποντες προς πάντα τα αγία παραδείγματα ταύτα και τους βίους και
τους άθλους των προγενεστέρων ημών, πώς υπέμειναν πάσχοντες δια τον Κύριόν και
εξέχεαν το αίμα των. Και εάν οι Άγιοι και δίκαιοι, επί των οποίων ανεπαύετο και
ενήργει το Αγιον Πνεύμα, έπαθον ούτω -διότι είναι αδύνατον να απαριθμήσωμεν και
να καταγράψωμεν τα θαύματα και τα σημεία των - πόσο μάλλον πρέπει ημείς να
πάσχωμεν δια τάς αναρίθμητους αμαρτίας ημών, και να μη ολιγωρώμεν, άλλα να
ενισχύσωμεν αλλήλους, παροξύνοντες αλλήλους προς αγώνας. Οί Άγιοι έπαθον όμως
δια την αγάπη του Χριστού, ημείς δε πάσχομεν δια τάς αμαρτίας ημών. Όθεν,
αγαπητέ, ας ένθυμηθώμεν ενώπιον του Κτιστού ημών τάς εκ νεότητος ανομίας ημών,
πώς παρωργίσαμεν Αυτόν, πώς παρεπικράναμεν Αυτόν, πώς παρέβημεν τάς ζωοποιούς
έντολάς Του, πώς μακροθυμεί έφ' ημάς, αναμένων την μετάνοιαν ημών και την
επιστροφή από τον κακόν δρόμο. Και μνημονεύοντες του τοσούτου ελέους και της
αναρίθμητου ευσπλαχνίας του Θεού ημών, ας θερμάνωμεν την συνείδησιν ημών και ας
εκχέωμεν δάκρυα και στεναγμούς και τα λοιπά. Από τώρα με ολην την δύναμιν ας
αμελώμεν το σώμα και ας παραδώσωμεν τάς ψυχάς και τα σώματα ημών εις τον Θεόν.
Και με το όνομα του Κυρίου ας εισέλθωμεν εις τον αγώνα των δοκιμασιών. Και με
πάντα τα μέλη ημών ας κολυμβήσωμεν δια μέσου αυτών, και τους οφθαλμούς ημών ας
πληρώσωμεν με δάκρυα πνευματικά, και οι στεναγμοί της καρδίας ας συγκατακλίνουν
και ας συνεγείρονται μεθ' ημών.
Και ας μη αποχωρήση άφ' ημών ό φυλάττων
ημάς άγγελος. Δι' αυτού αποδιώκει ό Θεός το θράσος των θλιβόντων από τους
ανθρώπους, ώστε εκείνοι να μη έχουν την άνεσιν να προσεγγίσουν αυτούς, επειδή ό
εχθρός παραλύει όταν βλέπη τον φυλάσσοντα και συντηρούντα αυτούς. τούτο δε
κάμνει ό Θεός εις τους αγαπώντας Αυτόν, οί όποιοι παρέδωσαν τον εαυτόν των με
μέγαν ζήλον εις τον θάνατον και δεν έδωσαν τα νώτα των εις τους εχθρούς. Ιδού
λοιπόν, ως φιλότεκνος πατήρ ενισχύων την ολιγοψυχίαν και την αστάθειαν ημών εις
τον αγώνα προς τούτους τους δεινότατους άθλους και πειρασμούς, είπεν ό Ισαάκ ό
Σύρος τα εξής· «Να εχωμεν λοιπόν εν ταίς ψυχαίς ημών ζήλο κατά του διαβόλου και
των υπηρετών του, όποιον είχον οί Μακκαβαίοι καί οί άγιοι προφήται καί οί
απόστολοι καί οί μάρτυρες καί οί όσιοι καί οί δίκαιοι πάντες, οίτινες υπέμειναν
πάθη φοβερά καί πειρασμούς χαλεπωτάτους. Επέμειναν εις την δικαιοσύνην των καί
δεν εξεφοβίσθησαν από τα φόβητρα τα περικυκλούντα ομού με τάς ψυχάς των καί τα
σώματα, άλλ' νικήσαν αυτά ανδρείως καί απέρριψαν τάς κολακείας των καί τάς
διαστροφάς όπισθεν του εαυτού των. Καί πρέπει να εχωμεν προ οφθαλμών τα
διηγήματα καί τους γραπτούς βίους των ως έμψυχους καί ζώσας εικόνας»,πώς
υπέφεραν καί παρέμειναν ακλόνητοι εις τάς κολακείας των κακοφρόνων ανθρώπων,
αλλά με χαράν καί προθυμίαν εισήλθον εις τον αγώνα των πειρασμών καί θλίψεων.
«Διότι άνευ πειρασμών ή πρόνοια του Θεού δεν φανερώνεται εις τον άνθρωπον, καί
ούτος δεν δύναται να απόκτηση την παρρησίαν προς τον Θεόν, καί δεν δύναται να
έκμάθη την σοφίαν του Πνεύματος, καί ή αγάπη του Θεού να στερεωθή εν τη ψυχή
του είναι απαράδεκτον. Διότι προ της θλίψεως ό άνθρωπος προσεύχεται ως κάποιος
ξένος προς τον Θεόν. όταν όμως είσέλθη εις την δοκιμασίαν δια την αγάπη Αυτού,
καί έφ' όσον δεν υποστεί αλλοίωσιν, τότε είναι ως κάποιος, όστις έχει τον Θεόν
υπόχρεων καί λογίζεται υπό του Θεού ως γνήσιος φίλος επειδή πολέμησε δι' Αυτόν
τον έχθρόν καί νίκησε αυτόν»
Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ,
πώς ή φιλότεκνος εκείνη ψυχή ούτος ό θαυμάσιος πατήρ, όστις ό ίδιος έπαθε καί
επειράσθη εν τη αριστεία του, βοηθεί καί ημάς τους επηρεαζόμενους καί ενισχύει
ημάς κατά την ολιγοψυχίαν ημών και την εκλυσιν ημών εις τον αγώνα συμφώνως προς
τον λόγον του Αποστόλου ότι «ό παρών αιών είναι των παθημάτων, ό δε μέλλων των
ανταποδόσεων». Καί πρόσεχε, αγαπητέ, πόσον ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν είναι ή
προσευχή του εν τοις πειρασμοίς θλιβομένου κατά την μαρτυρίαν τούτου του
θαυμάσιου πατρός. Καί που υπάρχει ανώτερον τούτου· «να έχη κανείς τον Θεόν
υπόχρεων καί να λογίζηται φίλος γνήσιος του Θεού;». Καί προς ταύτα προσθέσας
είπεν ακόμη· «διότι δεν ηυδόκησεν ό Θεός να αναπαύονται οί αγαπητοί Του, καθ'
όσον χρόνον είναι εντός του σώματος, αλλά μάλλον ηυδόκησε μέχρις ότου
ευρίσκονται εν τω κοσμώ να είναι εις θλίψιν καί υπό βάρος, εις μόχθους,
στερήσεις καί μόνωσιν καί έλλειψιν των αναγκαίων καί εις αρρώστιας καί πτωχείαν
καί εις εξουθενώσεις καί ατιμίας, εις όνειδος καί αδικίας παρά των ανθρώπων καί
παρά των δαιμόνων, καί εις συντριβήν καρδίας καί εις ταπείνωσιν του σώματος καί
εις αποταγήν των συγγενών καί της πατρίδος καί της χώρας καί εις φρόνημα
πένθιμον καί εις κατοικίαν μοναστικήν καί ησυχαστική καί αφανή εις τα βλέμματα
των ανθρώπων. Αυτοί κλαίουν, καί ό κόσμος γελά· αυτοί θρηνούν, και ό κόσμος
ιλαρύνεταν αυτοί νηστεύουν, καί ό κόσμος τρυφά. Την ήμέραν μοχθούν, καί την
νύκτα καθίζουν τον εαυτόν των εις αγώνας εν στενοχώρια καί κοπώ. Τινές δε
ευρίσκονται εις εκούσιας θλίψεις, καί άλλοι εις κόπους κατά των παθων παθών των. Έτεροι υπέμειναν
διωκόμενοι υπό των ανθρώπων, άλλοι εις ταλαιπωρίας καί θλίψεις υπό των δαιμόνων
καί των λοιπών κακών ανθρώπων. Καί οί μεν εδιώχθησαν ύπ' αυτών, οί δε
έφονεύθησαν» έτεροι ελαβον κατά τον λόγον του Αποστόλου «εμπαιγμών Και μαστιγών πειραν, έτι δε δεσμών και
φυλακής ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον.
Περιήλθαν εν μηλωταίς και εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι και
κακουχούμενοι —ων ουκ ην άξιος όλος ό κόσμος—, εν ερημίαις πλανώμενοι»,
τρέχοντες εν όρεσι και σπηλαίοις. Και εν ταίς οπαίς της γης εκλείσθησαν υπό των
βασιλέων και βασανιστών. Και ό Κύριος γνωρίζει ότι δεν είναι δυνατόν εις τους
εν αναπαύσει των σωμάτων ευρισκομένους να εμμένουν εις την αγάπη Του. Και δια
τούτο κωλύει αυτούς από την άνάπαυσιν και την απόλαυσιν εκείνης δηλ. της
σωματικής αναπαύσεως. τούτο δεικνύει ό Θεός επί των άγαπώντων Αυτόν και
επιλεξάντων να υπομένουν πάντα τα δεινά δια το όνομα Του. Και έπληρώθη εις
αυτούς ό λόγος του Θεού ό λέγων, ότι «Εν τω κοσμώ θλίψεις έξετε». «Και μη
θαυμάζετε αυτό, ότι ό κόσμος υμάς μισεί. Γινώσκετε γαρ ότι έμέ πρώτον υμών
μεμίσηκεν».
Είδες λοιπόν, αδελφέ, ότι
από των παλαιών χρόνων πάντες οί ευαρεστήσαντες εις τον Θεόν εσώθησαν και
εισήλθαν εις την αίώνιον χαράν δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών και
στενοχώριων; Περί τούτων είναι γεγραμμένο ότι ή πρώτη γενεά ήτο ρωμαλέα και
πολυχρό-νιος, ή δε εσχάτη είναι ασθενής και αδύνατος. Περί τούτου προεφήτευσαν
οί παλαιοί πατέρες της Σκήτεως, ότι «ή τελευταία γενεά θα υπερβεί τάς προγενεστέρας
και θα ευαρεστήση εις τον Θεόν περισσότερον με τάς θλίψεις και ταλαιπωρίας».
Βλέπε, ότι ό Θεός δεν ευδοκεί να αναπαύονται οί αγαπητοί Του εις την εδώ ζωήν,
ούτε ή πρώτη γενεά, ούτε ή εσχάτη. Σύ δε, ω φιλόχριστε, έγγραψον ταύτα πάντα
εις την καρδίαν σου και υπόφερε ανενδότως πάντα τα θλιβερά. Και μνημόνευε εν
παντι καιρώ και πάση ώρα του πρώτου ζήλου της αρχής της οδού, και ενθέρμων και
φλογερών λογισμών σου, με τους οποίους ήλθες προς την ευτέλειάν μου εις την
ακατοίκητων έρημο προς έμέ τον κατά
μονάς πάσχοντα και εκ
νεότητος μου εις τον Θεόν μου δουλεύοντα. Και τούτου
μνημόνευε, πώς είχες τότε μέριμναν δια τάς μικράς ακόμη αμαρτίας, να μη
αμαρτάνεις. Διότι ό διάβολος έχει την συνήθειαν, όταν βλέπη, ότι κάποιος ήρχισε
με θερμή πίστη την καλήν πολιτείαν, να
τον υπαντά με διαφόρους και φοβερούς πειρασμούς παρά των δαιμόνων και παρά των
ανθρώπων, δια να τον εμβάλει εντεύθεν εις τον φόβον και να τον αποξηράνει από
την καλήν προαίρεσιν και να μη εχη καθ' όλου εντός του την θέρμην να προσέγγιση
την σκληράν και θλιβεράν πολιτείαν. Και δια τούτο ος μη εκλυθώμεν από τους
λογισμούς, ενθυμούμενοι τάς εκ νεότητος αμαρτίας ημών και τάς κολάσεις και τα
βασανιστήρια των αμαρτωλών και τάς ανταποδόσεις των δικαίων, αλλά προθύμως ας
ύπομένωμεν ανενδότως τους επερχόμενους πειρασμούς τούτους. Διότι ό παραχωρών να
εμπέσωμεν απροσδόκητος εις τούτους θα κάμη και την εκβασιν κατά τον προφητικόν
λόγον, ότι «πολλαί αί θλίψεις των δικαίων και εκ πασών ρύσεται αυτούς ό
Κύριος», ότι «ήλπισαν έπ' Αυτόν» εξ όλης της πνοής αυτών και «εκέκραξαν προς
Αυτόν και επήκουσεν αυτών και εσκέπασεν αυτούς» και «μετ' αυτών έσται εν θλίψει
και εξελείται αυτούς και δοξάσει αυτούς. Μακρότητα ήμερων εμπλήσει αυτούς και
δείξει αύτοίς το σωτήριον Αυτού»» κατά την επαγγελία Αυτού, καθώς είπεν «Ου Μή
σε άνω ούδ' ου μη σε εγκαταλείπω». Και ό σώσας τον 'Ιωσήφ εν Αιγύπτω και ό
διαφυλάξας τον Δανιήλ αβλαβή εν τω λάκκω των λεόντων και ό μη καταφλέξας τους
Τρεις Παίδας εν τη καμίνω του πυρός, ό λυτρώσας τον Ιερεμίαν εκ του λάκκου του
βορβόρου καί εξαγαγών τον Πέτρον κεκλεισμένων των θυρών εκ του δεσμωτηρίου και
φυλάξας τον Παύλον από του συνεδρίου των Ιουδαίων, αυτός ό πανθαύμαστος Και
εύσπλαγχνος Θεός, ό πανταχού παρών καί παντοδύναμος, θα εξαγάγη και ελευθέρωση
και ημάς, αν είναι έπ' ωφελεία των ψυχών ημών, άλλα μόνον ας αναθέσωμεν πάσαν
την ελπίδα και προσδοκίαν και πνοήν ημών μετά πάσης προθυμίας εις Αυτόν Και ας
ύπομένωμεν από ημέρας εις ήμέραν ευγνωμόνως τάς είτε δικαίως, είτε αδίκως
επερχομένας θλίψεις. Καί καθαρισθέντες δι' αυτών θα παραστώμεν αναίτιοι ενώπιον
του βήματος του Χριστού. Αύτω δε ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
Δ') ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΑΔΕΛΦΟΝ.
Αγαπητέ και πνευματικέ
μου αδελφέ, επειδή πολλάκις μου ομιλείς περί τούτου και προ πολλού καιρού ζητείς
να ακούσης παρ' εμού του ευτελούς λόγον, συνεργούντά σοι εις ψυχικήν ώφέλειαν
και εις μνήμην της αθλιότητός μου, δια να μνημονεύης την αναξιότητά μου και
μετά θάνατον. Διότι γνωρίζεις την άσθένειάν μου, και σου είναι αρεστή ή
ευτέλεια μου, ώστε να μη ζήτησης παρ' εμού λόγον αναπαύοντα την σάρκα, άλλα
προς σωτηρίαν της ψυχικής καταστάσεως, δια τούτο ελησμόνησα την ευτέλεια και
την αφροσύνη μου, ενθυμούμενος την πίστιν και την προθυμία και την περί του
αγαθού σπουδήν σου, και εξετέλεσα τα υπό σου διατεταγμένα, και είχον την
παρρησίαν να γράψω και να στείλω την παρούσαν προς την Θεοφιλίαν σου. Σύ δε
αναγίγνωσκε ταύτα με εύνοιαν και προσεύχου δια την ευτέλεια μου προς τον
Δεσπότην Χριστόν, ότι ήδη τα έτη μου ήγγισαν προς το γήρας και συγκεκραμένον
από βοτάνην ετοιμάζεται το ποτήριον του θανάτου. Το να πίνη κανείς αυτό με
πληροφορίαν είναι γλυκύ, χωρίς πληροφορίαν όμως είναι πικρότερον αψίνθου. Διό
και ό άγιος προφήτης Δαυίδ προσεύχεται, λέγων «Άνες μοι, ίνα αναψύξω προ του με
απελθείν» μετά πληροφορίας. Πληροφορία δε χωρίς κάθαρσιν της ψυχής δεν γίνεται,
κάθαρσις δε χωρίς δάκρυα δεν υπάρχει. Τα δε δάκρυα δεν έρχονται εν μέσω του
θορύβου, επειδή ό θόρυβος σκοτίζει τον νουν, και δεν αφήνει να βλέπη κανείς τα
αμαρτήματα του. Εκ τούτου έρχεται ό άνθρωπος εις την συνήθειαν της αμελείας και
απροσεξίας. Εις την αμέλειαν και απροσεξίαν ακολουθούν όλα τα πάθη. Αυτή είναι
ή οδός των εν ραθυμία ζώντων.
Ούτος είναι ό εντός μου κεκρυμμένος
θησαυρός. Όθεν φρίττω και τρέμω να πιω το ποτήριον του θανάτου, διότι έρχεται
προς έμέ, έρχεται, και δεν καθυστερεί ούτε μίαν ώραν, και εγώ δεν δύναμαι ούτε
έπ' ολίγον να εκφύγω. Και όταν ο του αέρος και του κόσμου σκοτεινός και άμαυρος
αρχών εύρη και ελέγξη αληθώς τάς ανομίας μου, θα είναι ανωφελές να κλαύσω,
διότι ό δούλος, ό γνωρίσας το θέλημα του κυρίου και μη ετοιμάσας, μήτε πράξας
κατά το θέλημα του, θα παιδευθή πολύ. 'Αλλά όσοι πίνουν δια τον Χριστ0ν πάσας
τάς ημέρας το ποτήριον του θανάτου με δάκρυα και κακοπαθείας, εις τούτους
γίνεται το ποτήριον του θανάτου ούράνιον ιατήριον, και πίνουν αυτό γλυκύτερον
μέλιτος και κηρίου, επειδή ή βοτάνη του θανάτου προπαρασκευάζει την ψυχική
υγειά εις τον άφθαρτο αιώνα, όπως εκείνος ο μοναχός, όστις ήθελε να ιατρεύση
τάς αμαρτίας του εις τούτον τον φθαρτόν αιώνα, ήλθε προς μέγαν τινά Γέροντα και
πνευματικόν ιατρόν και είπε προς αυτόν «Έχεις αράγι βοτάνας, αί οποιαι δύνανται
να ιατρεύσουν τάς αμαρτίας;». Και του είπεν ο ιατρός· «Ναι, τίμιε πάτερ!». Και
απεκρίθη ό μοναχός· «Και ποιαι είναι αι βοτάναι εκείναι;». Και του είπεν ο
ιατρός· «Αναχώρησαν εις το όρος, τουτέστιν εις την έρημον, και λάβε την
πνευματικήν ρίζαν, ή οποία είναι ή δια Χριστον πτώχεια και ευτέλεια, και
σύλλεξον τα φύλλα, τα όποια είναι πείνα και δίψα και λάβε τον μυροβάλανον, ο
όποιος είναι ή ταπείνωσις και ο φόβος του Θεού, και τον άλλον μυροβάλανον,
δηλαδή το βάλσαμον του στομάχου, το όποιον είναι ή σω-φροσύνη και άγνεία, και
την μυροχαλβάνην, ή οποία είναι ή διακονία εις τους νοσούντας και αί ύπ' αυτών
γινόμενοι θερμαί προσευχαί. Κοπάνισον πάντα ομού εν τη θυία της υπακοής, κοσκίνισον
αυτά με το ψιλον κόσκινον, δηλαδή με την αγρυπνία και τάς αδιάλειπτους
προσευχάς, με την καλήν και δικαίαν άγνήν ζωήν, και βάλε αυτά εις την καθαράν
χύτρα εντός σου, δηλαδή εις την ψυχήν σου και χέε εις αυτήν το ύδωρ της
πνευματικής αγάπης, και αναψον την φλόγα του θείου έρωτος υποκάτω της χύτρας
σου και άφ' ου βράσης ταύτα καλώς, εξάντλησαν αυτά με το κοχλιάριόν σου της
γαλήνης και της ησυχίας, και γεύου αυτών δια μέσου των πνευματικών συνηθειών,
και μη στρέφου εις τα οπίσω πάσας τάς ημέρας της ζωής σου. Τοιαύται είναι αί
βοτάναι, αί οποιαι ιατρεύουν τάς αμαρτίας». Ας προσευχώμεθα λοιπόν και ημείς,
αδελφέ, ώστε να γραφή και δια τάς ψυχάς ημών μία συνταγή τοιαύτης ιατρείας,
πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Ε') ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
α') Προσευχή και
ευχαριστία προς τον Θεόν ημών, έχουσα μετάνοια
και έξομολόγησιν των αμαρτημάτων και παθών.
Κύριε ό Θεός, ό μέγας, ό
φοβερός, ό ισχυρός, ό παντοδύναμος, ό άναρχος, ό ατελεύτητος, ό ανέκφραστος, ό
ενερμήνευτος, ό ακατάληπτος, ό Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των
κυριευόντων, ό ποιητής και συνοχεύς και προνοητής πάντων των ορατών και
αοράτων, ό μόνος υπερθαύμαστος και πάνσοφος εν τοις έργοις σου, ό εν τοις
ουρανοίς ων και ήμιν ώδε αοράτος συνών, ό ου μόνον τη ενεργεία και θελήσει και
δυνάμει, αλλά και τη ουσία και φύσει πανταχού παρών, συ αεί άκούεις και οράς
και γινώσκεις πάντα τα έργα, τους λόγους και τους διαλογισμούς των ανθρώπων. Ή
γαρ ελαχίστη κίνησις της καρδίας ακατακάλυπτός εστίν ενώπιον σου. Σύ οίδας, και
τα πάντα γινώσκεις, ότι ουκ εστίν άλλος αμαρτωλός επί της γης ως εγώ, ούτε
γέγονέ ποτέ άλλος τις από του Αδάμ εως της σήμερον ημέρας. Ούτω γαρ παρώργισά
σε, τοσαύτα ποιών βαρέα και υπέρμετρα, πολλά καί αναρίθμητα αμαρτήματα, άτινα
διέπραξα εν έργω και λόγω και διάνοια, εν καρδία και εν πάσαις μου ταίς
αισθήσεσιν, εν κινήσει και διαθέσει ψυχής τε και σώματος. Πάσαν γαρ ήμέραν και
ώραν και στιγμήν άνευ αμαρτήματος ου διεπέρασα εκ νεότητος έως της σήμερον. Και
πάντα τα μέλη της ψυχής και του σώματος μου έρρύπωσα εκ γεννήσεως μου πάντοτε
εν αμαρτίαις. Όθεν τρέμων φοβούμαι την επέλευσιν του πικρού θανάτου και την
φοβεράν και δικαίαν κρίσιν σου και τάς δεινάς και φρικτάς αιωνίους κολάσεις,
τάς αναμενούσας τους αμαρτωλούς, ων πάντων χείρον ήμαρτον εγώ ό τάλας, ό
κακοδαίμων κύων, ό ακάθαρτος και παμμίαρος.
Φοβούμαι δε μη και προ του θανάτου
μου ούχ υπομείνεις την παναθλιότητά μου και παραδώς με τη ανυποφόρω συμφορά των
κολάσεων και γένωμαι εις τελείαν απώλειαν προς έπίχαρμα του εχθρού και θεάτρων
των ανθρώπων, επειδή και νυν πλείστα αμαρτήματα προστίθημι αεί. Και όταν ταύτα
πάντα λάβω κατά νουν, έρχομαι εκ του πολλού τρόμου παρ' ολίγον εις απόγνωσιν
και απορώ τι ποιείν και λέγειν, πώς και τίνι τρόπω δει με παρακαλείν σε και
εξαιτείσθε σου την συγχώρησιν των πολλών κακών και των βαρύτατων μου
αμαρτημάτων. Άλλ' επειδή συ, Κύριε Όθεν Θεός, Όθεν πανάγαθος, Όθεν οικτίρμων
και εύσπλαχνος και μακρόθυμος και πολυέλεος, είπας δια του προφήτου, ότι «ου
θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν» και δια
την πολλήν και άφατων αγαθότητα σου ώρισας τοις αμαρτωλοίς την μετάνοιαν εις
άφεσιν αμαρτιών και σωτηρίαν και δικαίωσιν. Δια του προφήτου σου γαρ είπας·
«Λέγε συ τάς ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθής». Και ό Δαυίδ νουθετών και
παρήγορων ημάς, τους αμαρτωλούς, λέγει· «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός, ότι
εις τον αιώνα το έλεος Αυτού». Και αλλά πολλά εφθέγξαντο οί άγιοι Πατέρες,
κινούμενοι υπό του Πνεύματος σου του αγαθό, ότι «ουκ εστίν αμαρτία νικώσα την
φιλανθρωπίαν σου», εκτός άνευ μετανοίας. εις ταύτα πάντα έλπίζων, μετανοών
εξομολογούμαι σοι τω Ποιητή και Θεώ μου τα αμαρτήματα μου, παριστάμενος ενώπιον
σου κατησχυμένος υπό του συνειδότος μου, μη έχων παρησίαν δια το μέγιστων βάρος
των δεινότατων μου έργων, και τρέμω ειπείν, ότι τον αέρα ρυπώ τοις λόγοις μου
και απορώ, πώς με δει εξαγορεύσαι ταύτα, επειδή πάμπολλα εστίν σφόδρα, και
ποίον δει με πρώτον εξειπείν; Πάντα γαρ άτοπα τυγχάνει. Και άλλο άλλου
χαλεπώτερον, υπέρ μέτρον γαρ ήμαρτον. Και ουκ εστίν κακία εν τω βίω, ήνπερ ου
διέπραξα. Άλλα συ, Κύριε της δόξης, Όθεν ποιήσας με κατ' εικόνα σου και καθ'
όμοίωσιν, και τιμήσας με τη χάριτι της αθανασίας και δωρησάμενός μοι και το ζην
και το κινείσθε και το λέγειν, αυτός δός μοι παρησίαν και δίδαξόν με πώς με δει
λέγειν και ποιείν, ίνα ικετεύσω την ευσπλαχνία σου και εξαιτήσωμαι την
συγχώρησιν των κακών μου πράξεων, ότι όλος αχρείος και βδελυρός ειμί.
Ποίον ούν κακόν ουκ έπραξα εγώ ή
ποίαν άμαρτίαν ου διετύπωσα εν τη ψυχή ή εν τω σώματι; Συμμεμέρισμαι γαρ την
πορνείαν, την μοιχείαν, την κτηνοβασίαν, την άρσενοκοιτίαν, την μαλακίαν, την
παιδοφθορίαν, την αίμομιξίαν και διαφόρους ρεύσεις και κακούς ένυπνιασμούς. Και
πάσαν πορνείαν εθέμην εν τη ψυχή μου. Και πάσας τάς κακουργίας και τάς
επινοήσεις των τεχνασμάτων του σατανά εποίησα, ύπερηφάνειαν, έπαρσιν, ύπεροψίαν,
φιλαρχίαν, κενοδοξίαν, φιλενδειξίαν, φιλοκοσμίαν, ψεύδη, κατάρας, όρκους,
επιορκίας, βλασφημίας, ενέδρας, κλοπάς, ληστείας, ιεροσυλίας, βασάνους, φόνους,
ασπλαχνίας, ασυμπαθείας, γοητείας, μαγείας, φαρμακείας, αιρέσεις, πολυφαγίας,
πολυποσίας, λαθροφαγίας, αδηφαγίας, λιχνότητας, γαστριμαργίας, λαιμαργίας,
μεθάς, εμετούς, απείθειας και ατιμίας τοις γονεύσιν, αργολογίας, γελωτοποιίας,
φλυαρίας, ματαιολογίαν, συμβουλάς προς άμαρτίαν, συκοφαντίας, κατακρίσεις,
γογγυσμούς, αντιλογίας πολυλογίας, κακολογίας, αισχρολογίας, φιλονεικίας,
γέλωτας μέχρι δακρύων, μίση, ζήλους, φιλοχρυσίαν, φιλαργυρίαν, φιλουλίαν,
πολυκτημοσύνην, μικρολογίαν, πλεονεξίας, φιλαυτίας, ύβρις, βιασμούς,
εκδικήσεις, ανυποταξίας, θυμούς, προπέτειας, οργάς, μνησικακίας, πονηρίας,
κολακείας, υποκρισίας, σκληροκαρδίας, κακοκαρδίας, πολυυπνίαν, συνεχή οκνηρία
και αμέλεια. Εν τούτοις και πλείστοις άλλοις άναριθμήτοις έργοις και λόγοις και
αισχρής, βλασφήμοις τε και άρρήτοις λογισμοίς ήμαρτον εν γνώσει και αγνοία. Και
τούτων ένεκεν αίτιος ειμί πάσης κατακρίσεως και κατάρας, και συνέχομαι ταύταις.
Πολλάκις γαρ εισηρχόμην αναξίως εις την άγίαν έκκλησίαν και εις το ιερόν βήμα
και εις τα Αγια των Αγίων και αναξίως εκοινώνουν των αγίων Μυστηρίων και
μετελάμβανον και εφηπτόμην των λοιπών αγιασμάτων. Και νυν παρρησιάζομαι
αναξίως, και έως του θανάτου μου πάντοτε έσομαι ανάξιος και ένοχος, και εις
κατάκρισίν μου κοινωνήσω. Και ουκ ειμί άξιος επάραι τους οφθαλμούς μου ένεκα
της αισχύνης μου, ουδέ ιδείν το ύψος του ουρανού. Και την γήν ταύτην μιαίνω
τοις βήμασί μου. Και αυτού του βίου τυγχάνω ανάξιος. Και οί-δα, Κύριε, ότι ουκ
ειμί άξιος λαβείν παρά σου την αφεσιν των αμαρτιών μου.
Μείζων γαρ εστίν ή ενοχή μου του
αφεθήναί μοι ταύτας. Που γαρ οίδα αμαρτίας ανθρώπων, άιτινες συγκρίνονται ταίς
ανομίαις μου; Υπέρ τους προπάτορας ημών εποίησα κακίαν, και χείρον εκείνων
απήλαυσα εν εμαυτώ την βρώσιν. Υπέρ τον Κάιν γέγονα αδελφοκτόνος· την γαρ ψυχήν
μου και το σώμα εφόνευσα ταίς αμαρτίαις. Υπέρ τον φόνον του Λάμεχ απέκτεινα τον
νουν τοις αισχροίς λογισμοίς εις τραύμα έμοί, και την γλώσσαν ταίς κακίσταις
λαλιαίς εις μώλωπα έμοι πικρόν. Υπέρ την του Αβιμέλεχ αδελφοκτονία ως ένι λίθο
εφόνευσα πάσας τάς αισθήσεις και τα μέλη συνάμα της ψυχής και του σώματος ταίς
ακαθάρτοις ηδυπαθείαις. Χείρον των προ του κατακλυσμού ηνόμησα.
Κάκιον των σοδομιτών
ησέλγησα σκληροκαρδιώτερος του Φαραώ
πέφηνα εναντίον των λόγων και των έργων σου τι εστίν Όθεν γογγυσμός των εν τη
ερήμω γογγυσάντων προς τον διηνεκή γογγυσμόν μου; Ουδέν εστίν ή κραυγή της κακίας
των νινευιτών προς τάς κακίας μου. τι εστίν ή τη κελεύσει του άσεβους
Σενναχηρείμ ανόητος βλασφημία του Ραψάκου προς τάς βλασφημίας μου; Ή αϊ
άμαρτίαι του Μανασσή προς τάς αμαρτίας μου; Και ένι λόγω απλώς ειπείν πάντων
των ανθρώπων πλέον ήμαρτον και πάντων των κτισμάτων αισχρότερος ειμί. ταύτα μεν
κατά φύσιν, οία πέφυκε, τοιαύτα εστίν, εγώ δε εποίησα υπέρμετρους ανομίας παρά
φύσιν.
Εν αλήθεια, και των αλόγων θηρίων και
κτηνών ακαθαρτότερος γέγονα και αλογώτερα εκείνων διέπραξα. Και αυτών των
δαιμόνων χειρών τυγχάνω, επειδή κυριευθείς ύπ' αυτών, ποιώ το θέλημα αυτών ως
άλλος ουδείς. Και θαυμάζω, ανεξίκακε Κύριε, την πολλήν και πανάγαθόν σου
μακροθυμίαν, πώς ουκ ερράγη ή γη και ου κατέφαγέ με, ως και τον Δαθάν και τον
Αβειρών Εγώ γαρ χείρον εκείνων ηνόμησα. Και πώς ου καταφλέγει με το πυρ, ως
τους πάλαι αμαρτωλούς; Εγώ γαρ Κάκιον εκείνων ήμαρτον. Και πώς ουκέτι παρεδόθην
τω σατανά εις τελικήν απώλεια, ου το θέλημα εγώ ο άνους αναιδώς πεποίηκα; Άλλ'
ιδού, Σώτερ παντελεήμον, συ μακροθυμείς τη αθλιότητί μου έως της σήμερον, πάντη
αναμένων την επιστροφήν και μετάνοιάν μου. Εγώ δε μετάνοιαν αληθινήν ακμήν ουκ
έχω. Οίμοι, ουαί μοι, πώς δυνήσομαι βοηθήσαι τη απωλεία μου; Τίς δώσει τη
κεφαλή μου ύδωρ και τοις οφθαλμοίς μου πηγάς δακρύων, ίνα μετανοήσας κλαύσω και
ίσως πλύνω τον ρύπων των αμαρτημάτων μου; ότι ουδαμόθεν αλλαχόθεν εύρήσομαι τον
ιλασμό τούτων, επειδή ουδέν αγαθόν εποίησα ουδαμώς.
Ελεημοσύνη γαρ και πίστει καθαίρονται
αί άμαρτίαι, κάγώ ελεημοσύνην ουδόλως εποίησα. Ή δε πίστις μου νεκρά και
ανενέργητός εστίν, επειδή άνευ έργων αγαθών τυγχάνει. Καρδίαν συντετριμμένην
και τεταπεινωμένην ουκ έχω, δι' ης είχον αν την ελπίδα του μη εξουθενωθήναι
ενώπιον σου Ει ου κατέκρινον τον αδελφόν μου, ήλπιζαν αν μη κατακριθήσεσθαι.
Άλλ' αεί κατακρίνω εν γλώσση και διάνοια τους αμαρτάνοντας, και αυτός
χαλεπώτερο κατεργάζομαι. Και τάς μικροτέρας ξένας αμαρτίας ερευνώ, τάς δε
μεγάλας μου ανομίας σκεπάζω. Παρά του πλησίον εξετάζω και τάς μικράς έντολάς,
άλλ' αυτός πάσας ομού παρορώ. Έξωθεν υποκρίνομαι ευλάβεια, και έσωθεν γέμω πάσης
αταξίας και αφροσύνης. Καν ποτέ πράξω τι δοκούν αγαθόν είναι, και τούτο
βδέλυγμά εστίν ενώπιον σου, Κύριε, επειδή δι' ύπερηφάνειαν και ανθρωπαρέσκεια
ποιώ αυτό. Όλον τον χρόνον του βίου μου δαπάνησα εν άνοία. Το σώμα μου
εξησθένησα τη κοσμική ματαιότητι δουλεύων. Την ψυχήν ωδήγησα δι' άπρεπων
πράξεων εις αναισθησίαν. Και γέγονα ως άθεος, μη γιγνώσκων σε, τον Ποιητήν και
Θεόν μου. Σύ δε, πανάγαθε Κύριε, ου μόνον ταύτα υπέμεινας παρ' εμού, άλλ'
εδειξάς μοι και τα ελέη σου και μεγάλας Χάριτας. Και οσα κακά εποίησα, συ τόσο
μάλλον πληθύνων επλήθυνας έπ' έμέ τα μεγαλεία σου, επιστρέφων και παρακαλών και
καταξιών με πολλών αγαθών. Έτι δε εξείλου με εκ του κόσμου και ηξίωσας του
αγίου Σχήματος τούτου, και ελεεί και οικονομία και Χάριτί σου κατέστησάς με εν
τη τάξει της λατρείας σου.
Εγώ δε έφάνην προς πάντα ταύτα
ασύνετος και αχάριστος και ετέλεσα ταύτα εξ αρχής εν ακαταστασία και αμελεία.
Και τάς προς σε επαγγελίας μου μυριάκις παρέβαιναν, και το Σχήμα τούτο εμίανα
και έρρύπωσα ταίς πολλαίς αμαρτίαις. Και ταύτα πάντα, Δέσποτα, ποιεί με
αναπολόγητων και άφωνων. Και ταύτα πάντα διαλογισάμενος, ποσάκις υπεσχόμην
παύσασθαι των κακών μου, και πάλιν τοις αυτοίς και δεινοτέροις εμπίπτω. Οσάκις
λέγω ότι βάλλω αρχήν εν το έργω σου, και ζήσομαι κατά το θέλημά σου, τοσάκις
ψεύστης ευρίσκομαι. Και νυν ό λογισμός μου πρόσκειται αεί μετά προθυμίας τοις
πονηροίς και αισχροίς. Και πάσι τοις πάθεσι νικώμαι. Και ου δύναμαι βοηθήσαι
εμαυτώ.
Εάν μη συ, Κύριε, βοηθήσεις μοι,
απωλέσθη ή ελπίς μου. Ήδη γαρ και το σώμα μου εξησθένησε, και ο χρόνος του βίου
μου τετέλεσται. και το τέλος του θανάτου ήγγικεν. Ή αξίνη κείται προς τη ρίζη
του δένδρου, και ή κοπή
της άκαρπου μου ψυχής ητοίμασται Ό θερισμός παρέστηκε και ή δρεπάνη
ώξυνται και οί θερισταί σπεύδουσιν αρπάσαι την πλήρη ζιζανίων των αμαρτιών
ψυχήν μου και παραδούνε αυτήν τω αιωνίω πυρί. Κάγώ ου δύναμαι έλθειν εις
αίσθησιν πάντων τούτων. Και τι ούν ποιήσω; Μόνον καταφεύγω προς την
ανεξερεύνητων άβυσσο της φιλανθρωπίας σου και ρίπτω έμαυτόν εις το αμέτρητων πέλαγος
του ελέους σου, έλπίζων εις την άφατον εύσπλαγχνίαν σου. Θαυμάστωσον, Δέσποτα,
έπ' έμέ το έλεος σου, καθώς ή Χάρις σου υπέμεινε την αναίδειαν και τον
παροργισμόν της νεότητός μου, ούτος υπόμεινον και κατά το γήρας τάς κακουργίας
μου. «Μη τω θυμω σου έλέγξης με, Κύριε, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» Και μη
απολέσεις με δια τάς ανομίας μου. «Αμαρτίας νεότητας μου και αγνοίας μου μη
μνησθής», Δέσποτα! «Εάν γαρ ανομίας παρατήρησης, Κύριε, τίς ύποστήσεται;».
Μάλιστα δε εγώ ό πολυαμάρτητος. δούλος αχρείος σου ειμί, του πανάγαθου
Δεσπότου. Ένεκα της χρηστότητας σου, Ελέησον με τον ανάξιον όντα του ελέους.
Ίλάσθητι τη αμαρτία μου, πολλή γαρ εστίν. Απεγνωσμένος δέομαι· φείσαι, φείσαι
μου, Κύριε! Συγχώρησόν μοι τα αμαρτήματα, τα εν γνώσει και αγνοία, άπερ οίδα και
ουκ οίδα. Και ρυσαι με των μελλόντων κακών. Δός μοι χείρα βοηθείας και
ανάστησόν με τον μόλις ζώντα, άλλ' εως τέλους νεκρωθέντα και έχοντα καθ' ολην
την φύσιν ανίατους πληγάς. Ουδείς γαρ δύναται ιάσασθαι ταύτας, ει μη συ ό
πανοικτίρμων ιατρός και των ψυχών και των σωμάτων. Σύ ίασαί με, αποδίωξαν τάς
επιδρομάς του εχθρού, τάς σφοδρώς ταραττούσας την ψυχήν μου. Και δός μοι
σύνεσιν και νήψιν και δύναμιν δια το
έργον σου το αγιον.
Άνευ γαρ της βοηθείας σου ου δυνάμεθα αγαθόν τι ποιείν
ουδαμώς . Και αξίωσαν με νεκρωθήναι από των επιθυμιών των ματαίων του κόσμου
τούτου, και οίς οίδας κρίμασιν άχρι τέλους μη απολεσθήναι. Είτε θέλω, είτε ου
θέλω, σώσόν με! Μη εάσης κατ' εμού, Δέσποτα, πειρασμούς υπέρ την δύναμίν μου, ή
θλίψεις ή πόνους, άλλα δός μοι την έκβασιν και ισχύν του υπομείναι πάντα τα
επερχόμενα μοι μετ' ευχαριστίας. Μη έκκόψης με τη αξίνη του θανάτου ως το
άκαρπον δένδρον, ως μη έχοντα καρπούς αγαθών έργων, αλλά άξίωσόν με τον
υπόλοιπο χρόνον της ζωής μου εν αληθεί μετάνοια τελέσαι, εν τηρήσει των εντολών
σου, και ποιείν το θέλημα σου το αγαθόν και εύάρεστον και τέλειον. Δώρησαί μοι
Κύριε, προσευχήν αδιάλειπτον εν καρδία ταπεινή. Στερέωσον τον νουν μου
ασάλευτον εν τη στάσει των αγαθών. Δός μοι, Δέσποτα, κατάνυξιν και δάκρυα όπως
κλαύσω τάς αμαρτίας μου. Ναι, Κύριε και εύεργέτα μου, δός μοι τω μη εχοντι
ταύτα, ίνα θερμανθη ή καρδία μου τοις δάκρυσι τη προς σε αγάπης. Και γλυκάνας
την πικρανθείσάν μου ψυχήν, δώρησαί μοι
προ του θανάτου παρησίαν και το αρραβώνα της Χάριτος. Και άξίωσόν με αγαθόν δέξασθαι
το φοβερόν τέλος του θανάτου.
Οίκτιρον και ελέησον τότε την
εναγεστάτην και πολυαμάρτητόν μου ψυχήν. Και του τότε πικρού και ανέκφραστου
ολέθρου και της θλίψεως καί του πόνου ρυσαι αυτήν, και μη παραδώς αυτήν τοις
σκοτεινοίς και πονηροίς δαίμοσιν, αλλά μακράν αποδίωξαν και άφαντους ποίησόν
μοι τούτους. Φωτεινόν άγγελον ειρήνης πέμψας μοι αφελέσθαι αυτήν, πράως
αποχώρισον αυτήν του ρυπαρού μου σώματος, και καθαράν αυτήν δια μετανοίας και
εξομολογήσεως παράλαβε Εν δε τη φοβερά ήμερα της δικαίας κρίσεως σου μην
ελέκξεις μου τα κακά έργα ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, άλλα πάντα τα
χειρόγραφα των αμαρτιών μου διάρρηξον και άκυρα ποίησον. Και λύτρωσαί με της
αιωνίου κολάσεως και της των σωζόμενων μερίδος με άξίωσόν, πρεσβείαις της
πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου, προστασία των αγίων ουρανίων Δυνάμεων των
Ασωμάτων και ευχαίς πάντων των Αγίων, ότι σοι τω μόνω εν Τριάδι δοξαζομένω Θεώ
ευχαριστώ και προσκυνώ, και σε τιμώ, δοξάζω και μεγαλύνω γλώσση και καρδία και
διάνοια και πάσι τοις διαλογισμοίς και ταίς αίσθήσεσι και τοις μέλεσι της ψυχής
και του σώματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Γ') ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ ΚΟΜΕΛΣΚΥ
ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ.
Ιδού εγώ ό πτωχός μοναχός
Ιννοκέντιος έγραψα την διαθήκην ταύτην. Εάν ό Θεός προστάξη εις τίνα να ζήση εν
τω ερημητηρίω ημών τούτω, τότε παρακαλώ υμάς προ πάντων δια τούτο: Δια τον
Κύριον μνημονεύετε εμού του αμαρτωλού εν ταίς αγίαις προσευχαίς υμών με προσκύνησιν ικετεύω υμάς τους πατέρας και
αδελφούς. Και τούτο παραγγέλλω εις υμάς, να μη έχητε μεταξύ υμών μάχας και
έριδας, αλλά τα κατά Χριστόν και ειρήνη πνευματικήν. Και νεαρούς και αγένειους
μοναχούς μη δέχησθε, μήτε να κείρητε εδώ τοιούτους, καί μη κρατήτε κοσμικούς
αγένειους νεαρούς προς υπηρεσία, καί το γυναικείων φύλον παντελώς να μη
εισέρχηται εις το ερημητήριον ημών, καί τα οποιαδήποτε ζώα θηλυκού φύλου να μη
υπάρχουν εις ημάς. Μεθυστικά ποτά δεν πρέπει καθ' όλου να κρατώμεν.
Καί περί του τρόπου
διαμονής εν τω ερημητήριων ημών περί προσευχής καί ψαλμωδίας, πώς να τρεφώμεθα
και πότε πρέπει να εξερχόμεθα δια τάς ανάγκας εν καιρώ ευλογημένω και περί του
εργόχειρου και περί των λοιπών: Ταύτα πάντα είναι καθορισμένα εις το σύγγραμμα
του κυρίου ημών καί διδασκάλου μου Γέροντος Νείλου και είναι γεγραμμένα εις το
βιβλίον τούτο από την αρχήν. Δια τούτο
παρέδραμον Ταύτα ταχέως και έγραψα περί τούτων εν συντομία, επειδή εκεί
ευρίσκεις πάντα οσα είναι ευάρεστα εις τον Θεόν.
Περί εκκλησίας. Οί εν τω
ερημητήριων ημών ζώντες αδελφοί ημών μοναχοί, εάν αρχίσουν να ζουν θεαρέστως
καί να φυλάττουν τάς έντολάς του Θεού καί θελήσουν να ανεγείρουν θείαν
έκκλησίαν, τουτέστιν κατά την ευδοκία του Θεού καί κατά την προαίρεσιν αυτών αν
ευδοκήσει καί ό Θεός— να γίνη ή εκκλησία έπ' ονόματι του αγίου μεγάλου Ιωάννου
του Προδρόμου και Βαπτιστού του Κυρίου, προς τιμήν της τρίτης Ευρέσεως της
τίμιας αυτού κεφαλής κατά την ΚΕ' του μηνός Μαΐου, διότι ούτος ό μέγας Ιωάννης
είναι καθηγητής πάντων των μοναχών καί ερημιτών. Καί περί της οικοδομής καί
διακοσμήσεως της εκκλησίας εγράφη ανωτέρω εις τους λόγους των συγγραμμάτων του
Γέροντος Νείλου, τα όποια ευρίσκονται εν τω βιβλίο τούτω.
Περί των κελλίων. Όταν
κάποιος αδελφός ημών μοναχός κτίση δια τον εαυτόν του κελλίον εν τω ερημητήριων
ημών καί έπειτα αναχώρηση εκ του ερημητηρίου τούτου, τότε δεν πρέπει να πώληση
ή να παραδώση τα κελλία Ταύτα εις τίνα άλλον, καί δεν πρέπει άλλος τις να τα
αγοράση παρ' αυτού, άλλ' ό προεστώς καί οί εδώ ζώντες αδελφοί έχουν την
κυριαρχίαν έπ' αυτών.
Όταν δε ό ανωτέρω μνημονευθείς αδελφός
επιστρέψη εις το ερημητήριο, δεν έχει λοιπόν έξουσίαν επί τούτων των κελλίων.
Καί όταν ό προεστώς κατόπιν συμβουλίου με τους αδελφούς θέληση να πώληση εις
τίνα άδελφόν τα περισσεύοντα κελλία, ας πώληση αυτά. Καί αν εν συνεχεία
αναχώρηση εκ του ερημητηρίου τούτου ό αδελφός εκείνος, ο όποιος ηγόρασε τα
κελλία, δεν έχει την έξουσίαν να πώληση
η να δώσει εις τίνα άλλον τα κελλία εκείνα, καθώς εγράφη ανωτέρω. Άλλα την κυριαρχίαν επί των κελλίων εκείνων έχουν ό προεστώς καί οί εδώ ζώντες
αδελφοί. Ούτως, αν επιστρέψη ό αδελφός εκείνος εις το ερημητήριο τούτο, παρά Ταύτα δεν έχει έξουσίαν επί των
κελίων εκείνων. Εάν κάποιος εκ των αδελφών εγείρη πολλά κελλία ή αγοράση
πολλάκις κελλία, δεν έχει ούτε μετά την άναχώρησιν ούτε μετά την επάνοδον
έξουσίαν επί των κελλίων εκείνων. Εάν θελήσουν ό προεστώς καί οί αδελφοί,
δύνανται να δώσουν εις τον επιστρέψαντα άδελφόν το προηγουμένως ανήκον εις
αυτόν κελλίον. Άλλα τούτο είναι εις την προαίρεσιν των. Οί παρόντες και εδώ ζώντες αδελφοί μοναχοί δεν πρέπει ούτε να
πωλήσουν ούτε να δώσουν εις άλλον τινά τα κελλία των μεταστάντων εκ του βίου
τούτου αδελφών εν τω ερημητήριων ημών, και δεν πρέπει εν τω τόπω τούτω να
εμπορεύονται τα κελλία ούτε να τα ανταλλάσσουν μεταξύ των. Άλλ' έκαστος να ζή
εν τοις ιδίοις κελλίοις.
Περί των ιδιορρύθμων. Εάν
κάποιος αδελφός ημών μοναχός εν τω ερημητήριων ημών δεν θέληση να διακυβέρνηση
την πολιτείαν του κατά τάς θείας έντολάς καί κατά το σύγγραμμα του κυρίου ημών
καί διδασκάλου Γέροντος Νείλου καί κατά τούτο το γράμμα ημών, άλλα θέληση να
άγηται από ιδιορρυθμία καί αυθαιρεσία, τον τοιούτον να νουθετήσουν ό προεστώς
καί οί αδελφοί. Εάν καί μετά την νουθεσία δεν διορθωθεί, τότε λοιπόν
πρέπει ό προεστώς καί οί αδελφοί να αποβάλουν αυτόν εκ του ερημητηρίου
ως αχυρον από τον σίτων χωρίς παντός φόβου, κατά την παραγγελίαν ημών ταύτην.
Αν ό αδελφός εκείνος έλθη εις αίσθησιν καί θέληση να διακυβέρνηση την πολιτείαν
του κατά Θεόν καί κατά τάς παραδόσεις των αγίων Πατέρων καί κατά το σύγγραμμα
κυρίου καί διδασκάλου μου Γέροντος Νείλου καί κατά την διαθήκην ημών ταύτην,
τότε λοιπόν δέχονται αυτόν ό προεστώς και οί αδελφοί εν τω ερημητήριων τούτω.
Ταύτα λοιπόν έγραψα εγώ ό
μοναχός Ιννοκέντιος δια να γίνουν ούτω μετά τον θάνατον μου.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου