ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 2. Ομιλίες

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

2. Ομιλίες


agalia



Άγιον Όρος και Ευρωπαϊκή Κοινότης

Οι πολυπληθείς αρχαίες Μοναστικές Κοινότητες της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Συρίας, Μικράς Ασίας, Κωνσταντινουπόλεως δεν υπάρχουν πια σήμερα επί της γης. Οι βαρβαρικές επιδρομές τις εξαφάνισαν. Μόνο στο Άγιον ʹΟρος του Άθω σώζεται η αρχαία μοναχική παράδοσις και κοινότης σε αδιάκοπη συνέχεια χιλίων και πλέον ετών.
Είναι λοιπόν απολύτως δικαιολογημένο το ενδιαφέρον για την Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους όχι μόνο των Ελλήνων και Ορθόδοξων Χριστιανών αλλά και κάθε ανθρώπου που έχει κάποια πνευματικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες.

Καρπός του ενδιαφέροντος αυτού είναι και το συνέδριο αυτό.

Πολλά ημπορούν να λεχθούν για την ιστορία του Αγίου Όρους, την τέχνη, την πνευματική ζωή. Πολλά επίσης έχουν γραφή γύρω από τα θέματα αυτά στην διεθνή βιβλιογραφία. Κατά βάθος όμως η ζωή του Αγίου Όρους είναι ένα Μυστήριο που είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Πρέπει να διανοιχθούν οι οφθαλμοί μας για να ιδούμε το Μυστήριο. Πρέπει να μυηθούμε στο Μυστήριο. Η μύησις δεν είναι καρπός λογικής μόνο κατανοήσεως. Είναι υπόθεσις πνευματικής αναβάσεως. Εκεί που ο άνθρωπος αναβαίνει και ο Θεός καταβαίνει, εκεί που γίνεται η συνάντησις, εκεί τελεσιουργείται το Μυστήριο. Αυτό το Μυστήριο είναι που κάνει τον Άθω όχι απλώς Όρος, αλλά Άγιον Όρος.

Το Μυστήριο αυτό είναι ανοικτό, προσφέρεται σε όποιον Αγιορείτη και μη Αγιορείτη θέλει να το προσεγγίσει. Η προσέγγισις όμως σημαίνει άνοδο και η άνοδος αφαίρεση και η αφαίρεσις τόλμη.

Η οργάνωσις της ζωής στο Άγιον Όρος, τα αρχιτεκτονήματα, η ζωγραφική, η φύσις, τα καλντερίμια, οι καμπάνες, τα τάλαντα που σημαίνουν την νύκτα και την ημέρα, η φιλοξενία, οι προσευχές, όλα αυτά εκφράζουν κάτι από το Μυστήριο αυτό. Το Μυστήριο είναι μέσα σ΄ όλα αυτά και συγχρόνως πέρα απʹ όλα αυτά. Ότι εκφράζει το Μυστήριο αυτό ημπορεί να περιγράφεται μέχρις ενός ωρισμένου σημείου και συγχρόνως ο πυρήνας του να μένη απερίγραπτος. Μένων απερίγραπτος προσφέρεται σε κοινωνία ζωής.

Εδιάλεξα να «περιγράψω» στο συνέδριο μας κάτι που είναι κοινό μεταξύ του Αγίου Όρους ως Κοινότητος και κάθε κοινότητος λαών και εθνών όπως και η Ευρωπαϊκή Κοινότης, δηλαδή τον κοινοτικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους. Από της ιδρύσεώς του το Άγιον Όρος λειτουργεί κοινοτικά. Το 963 μ.Χ. ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης με την βοήθεια του βυζαντινού αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά ίδρυσε την Λαύρα του. Πολλά χρόνια πριν υπήρχαν εγκατεσπαρμένοι στην χερσόνησο του Άθω ασκηταί σε μικρά ησυχαστήρια. Όλοι αυτοί παρά την αυστηρά ερημική ζωή τους είχαν κάποια κοινοτική λειτουργία. Συνήγοντο από καιρού εις καιρόν και αποφάσιζαν για τα κοινά ζητήματα. Έτσι εφανέρωναν αυτό που παρά την εξωτερική απομόνωσί τους υπήρχε κατά βάθος, το κοινό πνεύμα, την κοινή πίστι. Ο άτυπος και αδιοργάνωτος κοινοτικός χαρακτήρ που περιπτωσιακά εξεδηλώνετο απεδείκνυε το ουσιαστικό και βαθύ κοινό που υπήρχε ματαξύ των.

Η Λαύρα του αγίου Αθανασίου λειτουργεί ως κοινόβιο. Οι μοναχοί έχουν όλα κοινά. Κοινή τράπεζα, τα ίδια ενδύματα. Τίποτε το ιδιαίτερο. Κανείς δεν έχει χρήματα ή ατομική περιουσία. Στο κοινόβιο του αγίου Αθανασίου συνεχίζεται το κοινόβιο του Σωτήρος  Χριστού με τους δώδεκα μαθητάς Του και το κοινόβιο των Αγίων Αποστόλων με τους πρώτους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, όπως τόσο ωραία μας περιγράφει το βίβλιο των Πράξεων των Αποστόλων. Νομοθέτης των Μοναστικών Χριστιανικών Κοινοβίων είναι ο Μέγας Βασίλειος. Επιτρέψατέ μου να σας μεταφέρω την περιγραφή των σχέσεων των αδελφών ενός κοινοβίου από τον Μ. Βασίλειο γιατί είναι χαρακτηριστική του πνεύματος της αληθινής αγάπης, στο οποίο αποσκοπεί το κοινόβιο: «Τί ημπορεί να παραβληθή με αυτού του είδους την ζωήν; Τί είναι μακαριώτερον ; Τί είναι αληθέστερον από την σύνδεσιν και την ένωσιν; Τί είναι χαριέστερον από την ανάμειξιν των χαρακτήρων και των ψυχών; Εκινήθησαν άνθρωποι από διαφόρους φυλάς και χώρας και συνηρμόσθησαν με τοιαύτην ακρίβειαν εις ένα, ώστε να θεωρούνται μία ψυχή εις πολλά σώματα, και τα πολλά σώματα να φαίνονται όργανα μιας γνώμης. Ο ασθενής εις το σώμα έχει πολλούς που υποφέρουν μαζί του κατά την διάθεσιν ο άρρωστος και αδύναμος εις την ψυχήν έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και τον ανορθώνουν. Είναι εξ ίσου δούλοι ο ένας προς τον άλλο, είναι κύριοι ο ένας του άλλου, και με την ακαταμάχητον ελευθερίαν αμιλλώνται δια να επιδείξουν μεταξύ των την ακριβεστέραν δουλείαν, την οποίαν δεν επροξένησε βιαίως κάποια αναγκαία συμφορά, που προκαλεί πολλήν ανησυχίαν εις εκείνους που κυριεύει αλλά εδημιουργήθη μετά χαράς από την ελευθερίαν με την ατομική εκλογή εκάστου. Έτσι μας ηθέλησεν εξ αρχής ο Θεός και δια τούτο μας εδημιούργησεν. Αυτοί επαναφέρουν το αρχαίον καλόν, διότι επικαλύπτουν την αμαρτία του προπάτορος Αδάμ. Διότι δεν θα υπήρχε μεταξύ των ανθρώπων διαίρεσις και διάστασις και πόλεμος, εάν η αμαρτία δεν εδίχαζε την φύσιν. Αυτοί λοιπόν μιμούνται με ακρίβειαν τον Σωτήρα και την ένσαρκον ζωήν Του. Όπως δηλαδή Εκείνος, όταν συνεκρότησε την ομάδα των μαθητών Του, κατέστησε τα πάντα κοινά δια τους Αποστόλους, ακόμη και τον Εαυτόν του, έτσι και αυτοί όσοι βεβαίως τηρούν την ακρίβειαν του βίου υπακούοντες εις τον Καθηγούμενον, μιμούνται με ακρίβειαν την ζωή των Αποστόλων και του Κυρίου» (Ασκητικαί Διατάξεις18,2 μετάφρ. Κ. Καρακόλη, εκδ. Ε.Π.Ε., τ. 9, σελ. 479, 481). Η εσωτερική λειτουργία και οργάνωσις ενός Κοινοβίου έχει ως σκοπό την υπέρβαση τόσο του ατομικισμού όσο και της μαζοποιήσεως των ανθρώπων. Πώς ημπορούμε να επιτύχουμε μια μορφή κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι θα ζουν κοινή ζωή χωρίς να ισοπεδώνονται, να γίνονται μάζα; Και ακόμη όπου οι άνθρωποι θα διακρίνονται σε ιδιαίτερες προσωπικότητες χωρίς να πέφτουν στον εγωιστικό και αντικοινωνικό ατομικισμό;

Νομίζω ότι σʹ ένα ορθόδοξο κοινόβιο, όπου όλοι ζουν για τον ένα και ο ένας για όλους,
κατά τον Μ. Βασίλειο, επιτυγχάνεται αυτή η μορφή κοινωνίας. Ένα ορθόδοξο κοινόβιο έχει τις ρίζες του στον ίδιο τον Τριαδικό Θεό, στον Οποίο τα τρία πρόσωπα, Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, είναι μία ουσία ενώ συγχρόνως και πρόσωπα διακεκριμένα και χώρις σύγχυσι. Όλη η Εκκλησία κατά την ορθόδοξο αντίληψι είναι φανέρωσις του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος στον κόσμο. Γιʹ αυτό άλλωστε στην Ορθόδοξο Εκκλησία έχει μεγάλη σημασία η συνοδική οργάνωσις του πολιτεύματός της.

Μετά την ίδρυση της Λαύρας ακολούθησε η ίδρυσις και άλλων Μονών. Όλες ήσαν κοινοβιακές. Στα χρόνια των πειρατών και των βαρβαρικών επιδρομών και αλώσεων ορισμένες Μονές από λόγους ανάγκης έγιναν ιδιόρρυθμοι. Σήμερα μόνο τέσσερες Ι. Μονές είναι ιδιόρρυθμοι ενώ οι λοιπές δέκα εξ είναι κοινοβιακές, υπάρχει δε προοπτική και αυτές συν τω χρόνω να μεταλλάξουν τον ιδιόρρυθμο σε κοινοβιακό βίο (Σήμερα όλες οι μονές είναι κοινόβιες).

Όλη η χερσόνησος του Άθω είναι κατανεμημένη στις είκοσι Μονές. Και οι εκτός των Μονών εγκαταβιούντες Μοναχοί σε σκήτες, κελλιά, ησυχαστήρια υπάγονται και εξαρτώνται από κάποια Μονή. Οι είκοσι Ιερές Μονές απαρτίζουν την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Οι αντιπρόσωποι των Ιερών Μονών που εδρεύουν στις Καρυές συνεδριάζουν τακτικά δύο φορές την εβδομάδα και αποφασίζουν για τα ζητήματα του Αγίου Όρους.
Υπάρχουν και άλλα σώματα όπως η Δισενιαύσιος Ιερά Σύναξις που αποτελεί το ανώτατο νομοθετικό και δικαστικό σώμα του Αγίου Όρους, η οποία συνέρχεται δις του έτους και η Έκτακτος Διπλή Ιερά Σύναξις που αποτελείται από τους είκοσι τακτικούς και εκτάκτους αντιπροσώπους και η οποία συνέρχεται οσάκις υπάρχουν σοβαρά θέματα για επίλυσι. Το εκτελεστικό σώμα της Ιεράς Κοινότητος είναι η Ιερά Επιστασία αποτελούμενη από τους τέσσερες επιστάτας. Ανά πέντε έτη οι Μονές αναλαμβάνουν την θέση του επιστάτου.

Κάθε Ιερά Μονή είναι αυτοδιοίκητος. Για γενικώτερα θέματα αποφασίζει η Ιερά Κοινότης και οι αποφάσεις της είναι υποχρεωτικές για τις Μονές. Πρόκειται λοιπόν για ομοσπονδία ισοτίμων Μονών. Σας είναι γνωστό ασφαλώς ότι στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους μονάζουν όχι μόνο Έλληνες αλλά και άλλοι ορθόδοξοι Χριστιανοί, Ρώσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και παλαιότερα Ίβηρες (Γεωργιανοί). Μονάζουν επίσης Μοναχοί από διάφορα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, από την Βόρειο και Νότιο Αμερική, την Ασία και την Αυστραλία.

Όλους αυτούς συνδέει η κοινή ορθόδοξος πίστις που νικά τις εθνικές διαφορές και κάποτε αντιθέσεις. Όλοι οι ορθόδοξοι λαοί αισθάνονται το Άγιον Όρος σαν δικό τους, όπως αισθάνονται και τους Αγίους Τόπους όπου περπάτησε ο Θεάνθρωπος Χριστός. Στο Άγιον Όρος πραγματοποιείται υψηλής μορφής κοινωνία προσώπων μέσα στην ποικιλία των διακεκριμένων χαρισμάτων, χαρακτήρων, ηλικιών, επιπέδου μορφώσεως, κοινωνικής προελέυσεως, εθνικών διαφορών.

Τόσο στον χώρο ενός κοινοβίου όσο και σε ολόκληρη την Αγιορειτική Πολιτεία είναι θαυμαστός ο συνδυασμός ποικιλίας και ενότητος. Όλοι ενωμένοι μ΄ένα βαθύ πνευματικό δεσμό και συγχρόνως όλοι ελεύθεροι να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν τον ευατό τους μέσα στην Χάρι του Θεού.

Οι Μοναχοί ζουν την μοναχική τους ζωή και την πίστι προσωπικά, όχι ατομικιστικά.
Κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλο. Δεν υπάρχει τυποποιημένο ήθος. Συγχρόνως κανείς δεν θέλει να ζη κλεισμένος στον εαυτό του, αυτόνομα, εγωκεντρικά, χωρισμένος πνευματικά από τους αδελφούς του. Όλοι συνεισφέρουν με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους και το διακόνημά τους (δηλαδή το ιδιαίτερο λειτούργημα, υπηρεσία) για την οικοδομή της αδελφότητος και όλης της Εκκλησίας. Το Άγιον Όρος ονομάζεται και Περιβόλι της Παναγίας. Στο περιβόλι αυτό κάθε φυτό που ζωογονείται από την Χάρι του Θεού και την ευλογία της Παναγίας έχει κάτι το ιδιαίτερο. Όλα είναι στο ίδιο περιβόλι και όλα αναπτύσσονται από την ίδια άκτιστο Χάρι του Θεού. Η ποικιλία των φυτών κάνει το περιβόλι ενδιαφέρον και ωραίο.

Η ενότης στην ποικιλία είναι το πνεύμα και το ήθος του Αγίου Όρους. Είναι το ζητούμενο στον αγώνα του κάθε Μοναχού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι Μοναχοί είναι άνθρωποι που φέρουν μέσα τους την αρρώστια της ανθρώπινης φύσεως, δηλαδή την φιλαυτία, που είναι η παράλογη αγάπη του εαυτού μας. Αλλά ο αγών κάθε Μοναχού αποβλέπει στην αντικατάστασι της φιλαυτίας από την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Αγάπη που τόσο πιο βαθειά έρχεται μέσα μας όσο περισσότερο υποχωρεί η φιλαυτία και ο εγωισμός.

Αξίωμα του αγιορειτικού μοναχισμού είναι: Όποιος αναπαύει τον αδελφό του, αναπαύει τον Θεό του. Ο Μοναχός ζη για να αναπαύη με την αγάπη τον Θεό του και τον αδελφό του. Όταν αναπαύη τον Θεό του αναπαύη και τον αδελφό του και όταν αναπαύη τον αδελφό του αναπαύη και τον Θεό του. Ο Μοναχός θέλει να αναπαύη τον πλησίον του, τον συνασκητή του, τον φιλοξενούμενό του, κάθε άνθρωπο που θα συναντήση. Κάθε άνθρωπος είναι εικών του Θεού και γιʹ αυτό αξιοσέβαστος και αξιαγάπητος. Η αγκαλιά του Θεού χωράει όλον τον κόσμο. Η ορθόθοξος απεικόνισης της Εκκλησίας είναι η εικών της Πεντηκοστής. Οι Απόστολοι αποτελούν ημικύκλιο ανοικτό προς τα έξω και όχι κλειστόκύκλο. Η Εκκλησία είναι ανοικτή στον κόσμο. Το Άγιον Όρος δέχεται και φιλοξενεί όλον τον κόσμο. Χριστιανούς και μη Χριστιανούς, Ορθόδοξους και μη Ορθοδόξους. Έλληνας και μη Έλληνας.

Έτσι εξηγείται η φιλοξενία που προσφέρει το Άγιον Όρος προς όλους ανιδιοτελώς. Καθ΄ όσον γνωρίζω μόνο στο Άγιον Όρος προσφέρεται τόσο εκτεταμένη φιλοξενία παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συνεπάγεται λόγω της αυξήσεως του αριθμού των προσκυνητών και επισκεπτών. Οι πατέρες με μόχθο και θυσία ακόμη και του μοναχικού των προγράμματος και ησυχίας ασκούν την φιλοξενία. Έτσι εκφράζουν την αγάπη τους προς τον άνθρωπο. Την ίδια αγάπη και άνοιγμα προς τον κόσμο εκφράζουν με την διαρκή προσευχή για κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη από την Χάρι του Θεού.

Το Άγιον Όρος λοιπόν αποτελεί κοινότητα ενότητα αλλά ενότητα ανοικτή, που δεν υπάρχει για τον εαυτό της αλλά για τον Θεό και τον κόσμο. Αυτός είναι νομίζω ο λόγος που κάθε άνθρωπος στο Άγιον Όρος αισθάνεται μία άνεσι, μία ευλογία, μία χαρά. Ενότηταπου ενώ είναι όντως οικουμενική δεν βασίζεται στην αδιαφορία για κάθε πίστι αλλά στην κοινή ορθόδοξο πίστι και θεολογία, που βλέπει τον κάθε άνθρωπο ως εικόνα του Θεού. Ενότητα που επειδή έχει ως κέντρο και άξονα της τον Θεάνθρωπο Χριστό δεν είναι απλώς ανθρώπινη αλλά Θεανθρώπινη. Καρπός της δωρεάς του Θεού και της ανθρώπινης συνεργίας.

Είναι αλήθεια ότι όπως η ορθόδοξος θεολογία και ζωή προχωρεί παράδοξα και αντινομικά, έτσι προχωρεί και το Άγιον Όρος. Για την ορθόδοξο θεολογία ο Θεός είναι Τριάς και συγχρόνως Μονάς. Υπάρχει και συγχρόνως δεν υπάρχει (επειδή είναι πέρα από κάθε έννοια, ακόμη και πέρα από την έννοια της υπάρξεως). Είναι προσιτός (με τις ενέργειές Του) και συγχρόνως απρόσιτος (κατά την ουσία Του). Ο Χριστός ζωοποιεί τον κόσμο ενώ σταυρώνεται και εξουδενώνεται. Ο Χριστιανός και ο Μοναχός πεθαίνει για να ζήση. Ιδιαίτερα ο Μοναχός φεύγει από την κοινωνία για να βρη την κοινωνία. Διαλεγει το
«τίποτε» για να φθάση το παν. Εμπαίζει τον κόσμο για να πάρη στα σοβαρά τον κόσμο. Δεν δέχεται γυναίκες στο Άγιον Όρος γιατί αληθινά αγαπά τις γυναίκες. Όλες οι γυναίκες είναι απούσες από το Άγιον Όρος και συγχρόνως αληθινά παρούσες δια της Θεοτόκου.

Είναι αλήθεια ότι η λογική του κόσμου σκοντάφτει στην λογική της Εκκλησίας και του Αγίου Όρους. Γιʹ αυτό κανείς δεν μπορεί να καταλάβη την Εκκλησία και το Άγιον Όρος χωρίς «μετάνοια» δηλαδή αλλαγή νου.

Η χριστιανική βυζαντινή πολιτεία σεβάστηκε την «λογική» αυτή του απράγμονος και ησυχαστικού πνεύματος των Μοναχών. Είχε την πνευματικότητα να αναγνωρίσει την αξία του θανάτου του Μοναχού ως προϋπόθεσι ζωής. Έτσι καθιέρωσε θεσμικά την δυνατότητα του Αγίου Όρους να ζήση όπως αυτό θέλει την μοναχική του ζωή, ώστε χωρίς κώλυμα να τελείται το Μυστήριο της Μοναχικής Πολιτείας.

Είναι ευλογία Θεού ότι και οι μετέπειτα κατακτηταί και κυρίαρχοι του Αγίου Όρους φιλοδοξώντας να συνεχίσουν την πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων δεν έπληξαν καίρια το Άγιον Όρος. Σήμερα το Άγιον Όρος συνεχίζει τον ησυχαστικό του βίο από την πνευματική δικαιοδοσία και ευλογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την διακριτική προστασία της Ελληνικής Πολιτείας.

Είναι άξιο εξάρσεως ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότης σέβεται την ιδιαιτερότητα του Αγίου Όρους και την αναγνωρίζει με την «Κοινή Δήλωση περί του Αγίου Όρους» στην «Συνθήκη (...) περί προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (...) Τελική Πράξη (1979)».

Ως Αγιορείτης δεν αισθάνομαι ξένος προς την Ευρώπη. Αισθάνομαι ότι ο εν ενεργεία
αρχέγονος Χριστιανισμός του Αγίου Όρους συναντάται με τον κρυμμένο κοινό και αρχέγονο Χριστιανισμό της Ευρώπης. Τον Χριστιανισμό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, τον Χριστιανισμό των Κατακομβών της Ρώμης, τον Χριστιανισμό
του αγίου Ειρηναίου της Λυών, όπου και το μαρτύριό του, τον Χριστιανισμό των ψηφιδωτών της Ραβέννας, τον Χριστιανισμό των Ορθοδόξων Μοναχών της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας.

Ταπεινώς φρονώ ότι η πνευματική ανεστιότης του σύγχρονου Ευρωπαίου ανθρώπου ημπορεί να βρη την Εστία του στο Άγιον Όρος και η Ευρωπαϊκή Κοινότης ημπορεί να βρη πέρα από την σύμπτωση των συμφερόντων κάτι το βαθύτερο και ουσιαστικώτερο στην πνευματική κληρονομία της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους. Σε σας που με κατανόηση προσεγγίζετε το Άγιον Όρος θέτω υπʹ όψιν τις σκέψεις αυτές και τελειώνω την εισήγησί μου αυτή αφού σας ευχαριστήσω διότι δεχθήκατε την εισφορά και του ιδικού μου πτωχού οβολού.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
+ Αρχιμανδρίτης Γεώργιος



Η Σπουδαιότητα του Αγιορειτικού Μοναχισμού για την ζωή της Εκκλησίας

Από τις αρχές της δεκαετίας του ʹ70 η Αθωνική Πολιτεία παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση όχι μόνο του πληθυσμού της, αλλά και όλων εκείνων των μεγεθών που στοιχειοθετούν την ανάκαμψη μιας κοινωνίας. Βέβαια η ιδιαιτερότητα της κοινωνίας αυτής δεν επιτρέπει την αξιολόγησή της με τα συμβατικά στατιστικά στοιχεία, που χρησιμοποιούνται στις κοσμικές κοινωνίες. Άλλωστε και στις κοινωνίες αυτές η στατιστική προσέγγιση πνευματικών παραμέτρων, όπως είναι η θρησκευτικότητα, είναι τελείως συμβατική. Το βάθος της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου, και ιδιαίτερα του μοναχού, παραμένει απρόσιτο στην κοινωνιολογική έρευνα. Επειδή όμως και τα στατιστικά στοιχεία έχουν κάποια ενδεικτική σημασία, δεν πρέπει να θεωρείται τελείως περιττή η χρησιμοποίηση τους.

Μετά από μια ακατάσχετη συρρίκνωση του αγιορείτικου μοναχισμού, που άρχισε κυρίως από την περίοδο του μεσοπολέμου και κορυφώθηκε στις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το 1972 για πρώτη φορά ο αριθμός των μοναχών δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε κατά μία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ετσι, ενώ το 1971 οι μοναχοί του Αγίου Όρους ήταν 1.145, το 1972 έγιναν 1.146.

Η φαινομενικά ανεπαίσθητη αλλά ουσιαστικά σημαδιακή αυτή αύξηση του αριθμού των αγιορειτών μοναχών συνεχίζεται αδιάκοπη ως σήμερα. Περιοδικές παλινδρομήσεις, που σημειώθηκαν κατά την ανοδική αυτή πορεία, οφείλονται στον υψηλό δείκτη θνησιμότητας, που παρουσίαζε ο γηρασμένος τότε πληθυσμός της Αθωνικής πολιτείας. Ετσι από το 1972 ως το 1992, που πραγματοποιήσαμε και την τελευταία καταμέτρηση, 935 νέοι μοναχοί προσήλθαν στο Αγιον Όρος. Με άλλα λόγια, κατά την περίοδο αυτή (1972 1992) προσέρχονται στο Αγιον Όρος κατά μέσο όρο 47 νέοι μοναχοί τον χρόνο, δηλαδή ποσοστό
3,5 % του συνόλου των μοναχών. Αν ληφθεί υπόψη ότι οι γεννήσεις νέων ατόμων στην Ελλάδα, που αντιστοιχούν στις προσελεύσεις των νέων μοναχών στο Αγιον Όρος, είναι της τάξεως του 1 % περίπου γίνεται φανερό ότι το ποσοστό που παρουσιάζεται στο Αγιον Όρος είναι υψηλό. Αν πάλι η αύξηση που σημειώθηκε στον αριθμό των μοναχών του Αγίου Όρους από το 1972 ως το 1992 δεν είναι εντυπωσιακή, (ανέρχεται σε 191 πρόσωπα), αυτό οφείλεται στο υψηλό ποσοστό θνησιμότητος, που ήταν φυσικό να παρουσιάζει ο γηραιότερος πληθυσμός του. Ήδη όμως η συντριπτική πλειοψηφία των αγιορειτών  μοναχών απαρτίζεται από νέους, που προσήλθαν κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Το φαινόμενο αυτό μείωσε τον μέσο όρο ηλικίας των αγιορειτών μοναχών στα 50 περίπου χρόνια και αποκατέστησε την πυραμίδα ηλικιών των αγιορειτών μοναχών σε απόλυτα ικανοποιητική θέση. Εξάλλου το μορφωτικό επίπεδο των μοναχών βρίσκεται σε σαφώς υψηλότερη βαθμίδα από τον μέσο όρο μορφώσεως του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα προσέρχονται για να μονάσουν στο Αγιον Όρος πολλοί πτυχιούχοι ανωτέρων και ανωτάτων σχολών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι, ενώ κατά την πενταετία 196064 είχαν προσέλθει 3 μόνο πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών στο Άγιον Όρος (ποσοστό 2,8 %), σήμερα το ποσοστό των πτυχιούχων στο σύνολο του Αγίου Όρους φτάνει το 20 %. Από αυτούς οι μισοί περίπου έχουν πτυχίο Θεολογίας, ενώ οι υπόλοιποι διαθέτουν πτυχία άλλων πανεπιστημιακών σχολών. Το ποσοστό εκείνων που δεν τελείωσαν το δημοτικό περιορίζεται στο 2%.

Από άποψη οργανώσεως της μοναχικής ζωής το Άγιον Όρος παρουσίασε κατά την τελευταία περίοδο ραγδαίες εξελίξεις. Ως αυθεντικό σύστημα για την οργάνωση της ομαδικής ζωής των μοναχών αναγνωρίζεται γενικά το κοινοβιακό. Το σύστημα αυτό απορρίπτει την ατομική ιδιοκτησία, και με την κοινή διατροφή και διαβίωση καλλιεργεί την ενότητα των μοναχών. Παραφθορά του κοινοβιακού συστήματος είναι το ιδιόρρυθμο. Το σύστημα αυτό, που επικράτησε σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας του μοναχισμού, επιτρέπει την ατομική ιδιοκτησία και συντελεί στη διαφοροποίηση των μελών της μοναχικής κοινότητας. Καμία από τις είκοσι ιερές μονές που υπάρχουν σήμερα στο Άγιον Όρος δεν έμεινε χωρίς να περάσει για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα από τη φάση της ιδιορρυθμίας. Η φάση όμως αυτή δεν αναγνωρίζεται ως κανονική. Γιʹ αυτό και ο καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους απαγορεύει τη μετατροπή κοινοβιακής μονής σε ιδιόρρυθμη, ενώ επιτρέπει τη μετατροπή ιδιόρρυθμης μονής σε κοινοβιακή (Άρθρο 85).
Πριν μια εικοσιπενταετία στο Άγιον Όρος 9 από 20 ιερές μονές ήταν ιδιόρρυθμες. Σήμερα όλες είναι κοινοβιακές. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι στο Άγιον Όρος σήμερα δεν εκπροσωπούνται μόνο οι παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες (Ελλάδα, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Γεωργία), αλλά και πολλοί άλλοι λαοί από ολόκληρο τον κόσμο με ορθόδοξα μέλη τους. Έτσι ο μοναχισμός του Αγίου Όρους έχει πραγματικά οικουμενικό χαρακτήρα. Η διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση του οικουμενικού αυτού χαρακτήρα της Αθωνικής πολιτείας έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για το μοναχισμό, αλλά και για ολόκληρη την Εκκλησία. Εντοπίζοντας ήδη τις πραγματικές και τις συμβολικές επιδράσεις του αγιορείτικου μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας σημειώνουμε τα εξής:

1. Η ύπαρξη μιας ζωντανής μοναστικής κοινωνίας έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την Εκκλησία. Συνιστά πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο για την πνευματική και θεσμική παρουσία της μέσα στην ιστορία. Ο μοναχισμός είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο και ο ευαίσθητος δέκτης της Εκκλησίας, που μπορεί να επισημαίνει και να αποκρούει κινδύνους που την απειλούν. Η ιστορία της Εκκλησίας βεβαιώνει την οργανική σχέση του μοναχισμού με την κοινωνία των πιστών που ζει στον κόσμο. Το πνεύμα του μοναχισμού αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για τη διατήρηση της χαρισματικής ζωής της Εκκλησίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όταν οι ανάγκες της ιστορικής επιβιώσεως ή οι σκοπιμότητες της κοινωνικής παρουσίας της φορτίζουν υπερβολικά τη θεσμική διάστασή της και φαλκιδεύουν το έργο της. Ο αγιορείτικος μοναχισμός στήριξε την Εκκλησία, τροφοδότησε την πνευματική ζωή της, συνέβαλε στη διαχρονική ενότητά της και πρόσφερε πλήθοςοσίων, μαρτύρων, ποιμένων και διδασκάλων. Μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες, όπως οι άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κοσμάς ο Αιτωλός, Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Γέροντας Πορφύριος, ο Γέροντας Παΐσιος, αλλά και ευρύτερα πνευματικά ρεύματα που  καλλιεργήθηκαν εκεί, στήριξαν, πλούτισαν και ανανέωσαν τη ζωή της Εκκλησίας σεκρίσιμες καμπές της ιστορίας της.

2. Ο μοναχισμός παρουσιάστηκε στη ζωή της Εκκλησίας ως οργανική έκφραση της ζωής της. Ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου ο μοναχισμός δεν είναι οργανωτικός (instrumental), αλλά εκφραστικός (expressive), η παρουσία του έχει βασική πνευματική και θεολογική σπουδαιότητα. Στα πλαίσια του μοναχισμού καλλιεργείται πρωτίστως η εσωτερική ζωή της Εκκλησίας: Ότι είναι δύσκολο ή και αδύνατο να επιδιώξει και να κατορθώσει η Εκκλησία στον κόσμο, το επιδιώκει και συχνά το κατορθώνει ο μοναχισμός.
Η προσευχή, η άσκηση, η καταπολέμηση των παθών, η καλλιέργεια των αρετών, η μυστική εμπειρία, που αποτελούν βασικά συστατικά της ορθόδοξης ζωής, ευδοκιμούν πρωτίστως στα μοναστήρια. Η φυγή από τον κόσμο δεν έχει ως στόχο την άρνηση των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και την υπαγωγή τους στην κοινωνία με τον Θεό. Με την έννοια αυτή ο μοναχισμός, και ειδικότερα η Αθωνική πολιτεία, αποτελεί ένα είδος «αντικοινωνίας», η οποία, χωρίς να έχει την έννοια της αντιθέσεως προς την κοσμική και πολύ περισσότερο προς την εκκλησιαστική κοινωνία, προσφέρει μια κατά το δυνατό ελεύθερη και αδέσμευτη από τις κοσμικές συμβατότητες ανάπτυξη του ανθρώπου ως προσώπου και ως κοινωνικού όντος. Ταυτόχρονα το αυτοδιοίκητο, το οποίο αναγνώριζαν πάντοτε οι εκκλησιαστικές αρχές και η Ελληνική πολιτεία στο Άγιον Όρος, περιφρουρεί και βεβαιώνει την ελευθερία στο σώμα της Εκκλησίας.

3. Η σιωπή, η εσωστρέφεια και η ασκητική διαβίωση των μοναχών αποτελούν ουσιώδες αντίβαρο στην εξωστρέφεια, τον ευδαιμονισμό και την καταναλωτική μανία της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά και από την άλλη πλευρά η προσωπική επικοινωνία μοναχών με τις χιλιάδες των επισκεπτών, που κατακλύζουν κάθε χρόνο το Άγιον Όρος, οι ομιλίες τους σε τακτές ή έκτακτες επισκέψεις στον κόσμο, τα περιοδικά ή έκτακτα δημοσιεύματα, και περισσότερο ακόμα η εξατομικευμένη πνευματική καθοδήγηση και η εξομολόγηση επηρεάζουν έντονα την πνευματική ζωή των πιστών. Σʹ αυτό συντελεί και η ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, που τρέφει ο κόσμος στους πνευματικούς των μονών και κυρίως στους αγιορείτες. Άνθρωποι, που για ποικίλους λόγους δεν καταφεύγουν σε κοσμικούς κληρικούς, προσεγγίζουν και συζητούν τα προβλήματά τους με πατέρες του Αγίου Όρους.
Έτσι ενισχύεται και διευρύνεται το έργο της Εκκλησίας. Η προσέλευση των νέων στο Άγιον Όρος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των σχολικών διακοπών, είναι εντυπωσιακή. Πολλοί προσεγγίζουν εκεί την Εκκλησία, και εξακολουθούν να διατηρούν τη σχέση τους με αυτήν, όταν επιστρέφουν στον κόσμο. Ακόμα δεν πρέπει να παραληφθεί και η επιτυχής αντιμετώπιση πολλών παθολογικών ατόμων (ιδιαίτερα ναρκομανών) σε ιερές μονές του Αγίου Όρους, που προσδίδει μια νέα διάσταση στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Αλλά και οι ίδιοι οι ποιμένες της Εκκλησίας βρίσκουν συχνά στο Άγιον Όρος τις δυνατότητες περισυλλογής και πνευματικού ανεφοδιασμού για το έργο τους.

4. Τέλος η παρουσία του αγιορείτικου μοναχισμού καθεαυτήν έχει βαρύνουσα σπουδαιότητα για την προσήλωση στην εκκλησιαστική παράδοση. Είναι γνωστό από την ιστορία της Εκκλησίας ότι ο μοναχισμός άσκησε σε πολλές περιπτώσεις κριτικό έλεγχο ή παρενέβη διορθωτικά σε περιπτώσεις προσβολής ή παραφθοράς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ειδικότερα από την ιστορία του αγιορείτικου μοναχισμού μπορεί να σημειωθεί η ησυχαστική κίνηση του δέκατου τέταρτου αιώνα και η κίνηση των Κολλυβάδων του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, που ανανέωσαν αντίστοιχα την εμπειρική θεολογία και τη λειτουργική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από την άλλη βέβαια πλευρά και ο ίδιος ο μοναχισμός διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο της διολισθήσεως σε στείρο συντηρητισμό, που παρεμποδίζει την ομαλή πορεία της ζωής της Εκκλησίας. Αν δεν υπάρχει ζωντανή πνευματική ζωή, ακολουθεί αναπόφευκτα η τυπολατρία ή η  πνευματική αποχαλίνωση. Γιʹ αυτό ένας αυθεντικός μοναχισμός αποτελεί πάντοτε πολύτιμο παράγοντα της εκκλησιαστικής ζωής. Μπορεί να προφυλάσσει από εκτροπές και να διατηρεί λεπτές ισορροπίες. Χαρακτηριστική είναι η στάση του Αγίου Όρους απέναντι στο ημερολογιακό ζήτημα, που προκάλεσε το παλαιοημερολογητικό σχίσμα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Εκτός από τις περιπτώσεις των λεγομένων ζηλωτών, που εξαιτίας της αλλαγής του ημερολογίου αποσχίστηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, η Αθωνική πολιτεία στο σύνολό της ακολούθησε το παλαιό ημερολόγιο, αλλά διατήρησε την κοινωνία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, που επίσης υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, γιατί θεώρησε το θέμα αυτό δευτερεύον και μη δογματικό. Μαζί όμως με την πραγματική υπάρχει και η συμβολική επίδραση του Αγίου Όρους, που δεν πρέπει να θεωρείται δευτερεύουσα ούτε λιγότερο σημαντική. Σχετικά με αυτήν μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής:

1. Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους είναι η αρχαιότερη υπαρκτή δημοκρατία του κόσμου. Σʹ αυτήν εκπροσωπείται ολόκληρος ο ορθόδοξος κόσμος και συνοψίζονται οι διάφορες μορφές, που προσέλαβε στην ιστορία του ο ορθόδοξος μοναχισμός. Με το διαχρονικό χαρακτήρα και την οικουμενική σύνθεσή του το Άγιον Όρος αποτελεί το σύμβολο της ενότητας και της πολυμορφίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ταυτόχρονα αποτελεί μια ζωντανή παρουσία του πολιτισμού που διαμορφώθηκε με την επίδραση της Ορθοδοξίας μέσα στην πορεία της ιστορίας. Το Άγιον Όρος διατηρεί ζωντανό το Βυζάντιο στις μέρες μας. Και αυτό επιτρέπει τη θεώρηση του σύγχρονου πολιτισμού από μιάν άλλη οπτική γωνία. Ειδικότερα το κοινόβιο των μοναχών αποτελούσε, και δεν παύει νʹ αποτελεί για την Ορθοδοξία, το ιδεώδες της εκκλησιαστικής αλλά και της κοινωνικής ζωής. Γιʹ αυτό άλλωστε και το κοινοβιακό πνεύμα δεν χαρακτήριζε μόνο τη μοναχική, αλλά και την κοινωνική ζωή των Ορθοδόξων.

2. Η παρουσία χαρισματικών προσώπων, με αναμφισβήτητη ασκητική και οσιακή ζωή, αισθητοποιεί την ενεργό παρουσία του Θεού στον κόσμο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, που αμφισβητούνται και γκρεμίζονται τα πάντα, τα πρόσωπα αυτά προβάλλουν ως σύμβολα και δείκτες της πνευματικής ζωής. Λόγια ή πράξεις τους κυκλοφορούν ευρύτατα μεταξύ των πιστών, που τους αναγνωρίζουν ως πνευματικές αυθεντίες. Βέβαια κι εδώ δεν παύουν να υπάρχουν οι υπερβολές και οι ακρότητες εκ μέρους των πιστών. Αναμφισβήτητο όμως είναι ότι η επίδραση των ανθρώπων αυτών μέσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνην που ασκούν οι θεολόγοι ή και ολόκληρη η εκκλησιαστική ιεραρχία. Εξάλλου η παρουσία τους βεβαιώνει την παρουσία της ίδιας της Εκκλησίας, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία τοποθετεί την ταυτότητά της στην παρουσία των αγίων. Εφόσον υπάρχουν άγιοι, υπάρχει και η Εκκλησία.

3. Το Άγιον Όρος είναι σύμβολο αυταπαρνήσεως, μετάνοιας, αυτογνωσίας, προσευχής και εμπιστοσύνης στον Θεό. Η κυριότερη διάθεση των μοναχών του Αγίου Όρους είναι η εμπιστοσύνη στον Θεό. Και η σπουδαιότερη και διαρκέστερη απασχόλησή τους είναι η προσευχή, η οποία επεκτείνεται και πέρα από τις τακτές ώρες, για να προσλάβει τη μορφή της αδιάλειπτης προσευχής. Στον τόπο αυτό διατηρούνται ακέραιοι οι στόχοι της ζωής της Εκκλησίας, ενώ οι στόχοι της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι η οικονομική ανάπτυξη και η κατανάλωση, δεν έχουν καμιά σημαντική θέση.

΄Ετσι η Αθωνική πολιτεία προβάλλει ως πρότυπη χριστιανική κοινωνία. Οι εντολές του Χριστού δεν απωθούνται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες της καθημερινής ζωής. Αυτό πλουτίζει τη συνείδηση της Εκκλησίας με μια επίλεκτη κοινωνία, που ενστερνίζεται με συνέπεια την υπόθεση της πίστεως. Η σημασία του φαινομένου αυτού γίνεται πιο σημαντική,όταν διαπιστώνεται ότι τα πρόσωπα που εντάσσονται στην κοινωνία αυτή δεν προέρχονται από τα περιθώρια της κοινωνικής ζωής,αλλά έχουν διαρκώς υψηλότερη κοινωνική προέλευση.

Το Άγιον Όρος είναι το σύμβολο της απαρνήσεως του κόσμου. Και η απάρνηση του κόσμου είναι μια εμπειρία θανάτου. Η εμπειρία αυτή γίνεται αποδεκτή, για να καταστεί δυνατή η πείρα της αναστάσεως από την παρούσα ζωή. Ετσι στο Άγιον Όρος, όπως και ευρύτερα στο μοναχισμό, εκφράζεται η κατάφαση στην κοινή ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο, που αποτελεί και τη μοναδική προϋπόθεση για τη βίωση της αληθινής ελευθερίας. Μία κατάφαση, που γίνεται δυνατή με την προσήλωση σε μία ζωή ισχυρότερη από τον θάνατο στη ζωή της πίστεως τον Χριστό.

Συνοπτικά μπορεί να λεχθεί ότι το Άγιον Όρος, όπως και ευρύτερα ο μοναχισμός, λειτουργεί ως προφυλακή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καλλιεργεί την εσωτερική ζωή και το ασκητικό φρόνημά της. Αναχαιτίζει την υπερβολική εξωστρέφεια και τον ευδαιμονισμό
που εμφανίζονται στα μέλη της, ιδιαίτερα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, και περιφρουρεί τη διαχρονική παράδοσή της. Ταυτόχρονα σε συμβολικό επίπεδο προβάλλει το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας, αισθητοποιεί τη ζωντανή παρουσία του Θεού στον κόσμο, επισημαίνει τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα της χριστιανικής ζωής και υπογραμμίζει την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου. Η παρουσία του αγιορείτικου μοναχισμού αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα και ευρύτερες προοπτικές μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ο αγιορείτικος μοναχισμός με την πολυεθνική του προέλευση και την υπερχιλιετή ιστορία του ενσαρκώνει την «παγχρονική και οικουμενική καθολικότητα της Εκκλησίας». Το Άγιον Όρος είναι η κιβωτός, όπου βρίσκει ο σύγχρονος Ευρωπαίος την πνευματική παρακαταθήκη, που αποτελεί τη βάση της θρησκευτικής και πολιτιστικής του παραδόσεως. Είναι η «στάμνος» με το μάννα που μπορεί να χορτάσει την πνευματική του πείνα. Πρωτίστως όμως το Άγιον Όρος είναι ο τόπος, όπου προσεγγίζεται η πραγματική έννοια του προσώπου και της προσωπικής κοινωνίας, που κάνει δυνατή την υπέρβαση της διπολικότητας μεταξύ του ατομοκεντρικού καπιταλισμού και του κομμονιστικού ολοκληρωτισμού.

Γεώργιος Μαντζαρίδης



Μοναχική Αναχώρησις και Μαρτυρία στο Άγιον Όρος των Δυσμών του Εικοστού Αιώνος

Η μοναχική αναχώρησις

Οι Χριστιανοί που επέλεγαν τον δρόμο της χριστιανικής τελειότητος (παρθενίας, σωφροσύνης και ακτημοσύνης) μέσα στα πλαίσια της κοινοτικής ζωής της αρχαίας Εκκλησίας ωνομάστηκαν ασκητές, ενώ οι γυναίκες ασκήτριες ή παρθένες. Οι πρώτοι ασκητές που βγήκαν από τις πόλεις και τα χωριά της Αιγύπτου για να ζήσουν αρχικά στις παρυφές τους και αργότερα στην ακατοίκητη και απαράκλητη έρημο, ωνομάστηκαν αναχωρητές. Αν και ποτέ δεν έπαυσαν να υπάρχουν και οι εν τω κοσμω μεμονωμένοι ασκητές και ασκήτριες, (ιδιαίτερα κληρικοί και παρθένες), η ονομασία μοναχός καθιερώθηκε κυρίως για τους ασκητές της ερήμου, των αναχωρητικών λαυρών και των μαγάλων κοινοβίων. Η αναχώρησις, δηλ. η απομάκρυνσις από την ωργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία με τις ανέσεις, τους πειρασμούς και τις δεσμεύσεις της απετέλεσε ουσιώδες γνώρισμα του Ορθόδοξου μοναχισμού καθʹ όλη την μακραίωνα ιστορία του. Ακόμη και στην περίπτωσι που η γεωγραφική απομάκρυνσις από τον κόσμο δεν ήταν μεγάλη, η διασφάλισις της πνευματικής αποστάσεως (ξενιτεία) και η αποφυγή των θορύβων και του περισπασμού (ησυχία) αποτέλεσαν βασικές προϋποθέσεις για την
επίτευξι του σκοπού της μοναχικής ζωής, που είναι η εσωτερική κάθαρσις από τα πάθη και η δια της προσευχής και της τηρήσεως των εντολών ένωσις με τον θεό.

Η αναχώρησις στο Άγιον Όρος σήμερα

Ένα τέτοιο τόπο αναχωρήσεως και ησυχίας απετέλεσε για τον Ορθόδοξο Μοναχισμό το Άγιον Όρος από τα τέλη του ενάτου αιώνος μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε δε κάλλιστα να υποστηριχθή ότι αυτό σήμερα αποτελεί και την μοναδική έρημο της Ορθοδοξίας, με την έννοια του γεωγραφικού χώρου του αφιερωμένου εξ ολοκλήρου στην μοναχική άσκησι, όπου αποκλείεται η εγκαταβίωσις λαϊκών και η είσοδος γυναικών και όπου ισχύει ειδικό καθεστώς μοναχικής αυτοδιοικήσεως βάσει πανάρχαιων κανόνων και τυπικών.

Πόσο εφικτή είναι όμως η αναχώρησις και η ησυχία στο Άγιον Όρος των δυσμών του 20ου αιώνος; Η ανάπτυξις των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, το ογκούμενο ρεύμα των επισκεπτών, οι τεράστιες αναστηλωτικές ανάγκες, η υπογράμμισις της «πολιτιστικής» αξίας των αγιορειτικών μνημείων και κειμηλίων και η συνακόλουθη εξάρτησις από κοσμικούς φορείς εξουσίας, όχι πάντοτε αντιστοίχους εκείνων των Ορθοδόξων αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, έχουν φέρει τον «κόσμο» απειλητικά κοντά στο Άγιον Όρος, κάνοντας την αναχώρησι μια αρκετά πιο δύσκολη υπόθεσι από ό,τι ήταν μέχρι και το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.

Αν ήδη από την εποχή των Αγίων Αθανασίου του Αθωνίτη, Ιωάννη του Κουκουζέλη και Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν τελικά δυνατό να «κρυφτή» κανείς και να τηρήση την ανωνυμία του στο Άγιον Όρος, πόσο μάλλον δεν είναι δυνατό αυτό σήμερα, όταν με τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες η αλληλογραφία, τα τηλεφωνήματα και οι επισκέψεις των συγγενών και φίλων τελευταία δε και οι κάμερες των τηλειπτικών καναλιών εισβάλλουν και σʹ αυτό ακόμη το κελλί του σημερινού επίδοξου αναχωρητή;

Όσον αφορά το ρεύμα των επισκεπτών γίνεται συνήθως η διάκρισις μεταξύ προσκυνητών και περιηγητών, ενώ σαφώς δεν κρύβεται μια κάποια προτίμησις για τους πρώτους. Όμως τόσο οι πρώτοι όσο και δεύτεροι βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για το Άγιον Όρος σήμερα, σε σημείο που, αν δεν ισχύσουν κάποια περιοριστικά μέτρα, να κινδυνεύη το Άγιον Όρος
να πάθη σε πνευματικό επίπεδο κάτι αντίστοιχο με αυτό που παθαίνουν τα δάση, οι εξοχές και οι παραλίες, όταν τα κάνουμε αγνώριστα από το να συνωστιζώμαστε σʹ αυτά κάθε
λίγο, χωρίς να αφήνουμε το απαραίτητο περιθώριο για την ανανέωσί τους. Συνηθίζω να αναφέρω το παράδειγμα του κήπου με τα ευωδιαστά λουλούδια που ευφραίνει μεν τους επισκέπτες του όταν αυτοί δεν υπερβαίνουν κάποιον ανώτατο αριθμό αρχίζει όμως να καταστρέφεται, όταν αυτοί είναι τόσοι ώστε να συνωστίζονται και να καταπατούν τα φυτά και τα άνθη. Ισχύει λοιπόν και εδώ το λεγόμενο ότι «καταστρέφουμε εκείνον που
αγαπούμε υπερβολικά».

Οι μοναχικές αδελφότητες και συνοδείες που ζουν μέσα σʹ ένα συνεχές ρεύμα επισκεπτών, με ένα γενικό και συνεχή προσανατολισμό προς την φολιξενία και την συζήτησι όσο πνευματική κι αν αυτή θέλη να είναι αντιμετωπίζουν πολλά εσωτερικά πνευματικά προβλήματα, τα οποία μόλις τώρα αρχίζουμε να εκτιμούμε. Ο πρώτος εκείνος ενθουσιασμός για την πρόσφατη επάνδρωσι και κοινοβιοποίησι των αγιορείτικων μονών και η συναφής χαρά για τους πολλούς προσκυνητές που έρχονται να οικοδομηθούν από τους νέους Αγιορείτες υποχωρεί σήμερα μπροστά στην γενικώτερη περίσκεψι για το πως θα σταθεροποιηθή πνευματικά αυτή η νέα γενιά των μοναχών, με φανερή την έλλειψι της παρουσίας των «παλαιών» ανάμεσά της και μέσα σε συνθήκες σαφώς πιο αντίξοες, όσον αφορά τουλάχιστον την αναχώρησι και ησυχία.

Αν κατά τους Πατέρες ακόμη και η θέα των κοσμικών βλάπτει τον αρχάριο μοναχό, γιατί
του θυμίζει όλα εκείνα που θέλει να ξεχάση και να αποτινάξη από την καρδιά του, τότε η καθημερινή παρουσία ανεξέλεγκτου αριθμού κοσμικών φιλοξενουμένων μέσα στα πλαίσια μιας μοναχικής αδελφότητος συνιστά πράγματι πρόβλημα ανανεώσεώς της. Από την άλλη μεριά κρίνεται ότι η ανάθεσις της φιλοξενίας των κοσμικών σε κοσμικούς εκτός του περιβόλου των Ιερών Σκηνωμάτων θα οδηγήσει σιγάσιγά στην τουριστικοποίησι και εκκοσμίκευσι του Αγίου Όρους.

Αλλά και οι εργασίες αναστηλώσεως των μνημείων και συντηρήσεως των κειμηλίων απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητος των αδελφοτήτων και ιδιαίτερα των προεστώτων τους, με άμεσες συνέπειες την τακτική έξοδο των Αγιορειτών στον κόσμο για εξασφάλισι πόρων και τεχνογνωσίας και την συναφή όλο και μεγαλύτερη εξάρτησι της ζωής της αδελφότητος από κοσμικούς φορείς.

Εξʹ άλλου οι αναστηλώσεις χρειάζονται υλικά, τα υλικά οχήματα και τα οχήματα δρόμους. Η τήρησις του μέτρου και της ισορροπίας στον τομέα αυτόν είναι πράγμα τόσο δύσκολο όσο και πολυσυζητημένο. Όμως οι δρόμοι φτάνουν όλο και πιο κοντά ακόμη και στα πιο απόμακρα ερημητήρια, ενώ μερικοί λαϊκοί που εισέρχονται με οχήματα μεταφέροντας κάποια υλικά δεν χάνουν την ευκαιρία και για έναν αυτοκινητιστικό γύρο του Αγίου Όρους, όσο κι αν αυτό συνεπάγεται πολλή σκόνη και ταρακούνημα.

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε προσπάθεια των Αγιορειτών για την διατήρησι των στοιχειωδών συνθηκών αναχωρήσεως και ησυχίας στον Ιερό τους Τόπο έρχεται αντιμέτωπη με μια ποικιλία συμφερόντων, διεκδικήσεων και νοοτροπιών. Πόσο θα αντέξη η τελευταία αυτή μοναστική «έρημος» της Ορθοδοξίας σε μια μάχη που μάλλον χάθηκε
για τα άλλα μοναστικά κέντρα της Παλαιστίνης, του Σινά, της Πάτμου και των Μετεώρων:

Αυτό ανθρωπίνως θα εξαρτηθή από την επιτυχία μιας πολυμέτωπης προσπάθειας στην οποία πρέπει να αποδυθούν οι σημερινοί Αγιορείτες, με κύριους άξονες:

α) την απώθησι των πάσης φύσεως κοσμικών αντιλήψεων και επιδιώξεων από τις τάξεις των ίδιων των μοναχών, έτσι ώστε να μην επιδεινώνονται εκ των έσω τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, με την φιλόδοξη, φιλομέριμνη και άρα φιλόκοσμη στάσι των ίδιων των Αγιορειτών.

β) την διατήρησι και ομαλή λειτουργία του αρχαίου προνομιακού καθεστώτος αυτοδιοικήσεως του Αγίου Όρους, το οποίο, με την χιλιόχρονη ιστορία του και παρά τις ανθρώπινες ελλείψεις και ατέλειές του, αποτελεί μετά Θεόν την μοναδική εγγύηση για την αποτροπή κάθε έξωθεν επεμβάσεως, κάθε προσπάθειας χειραγωγήσεως μοναχών από τους μοναχούς, κάθε φιλόδοξου σχεδίου «αξιοποιήσεως», «εντάξεως» ή και «υποτάξεως» του Αγίου Όρους σε εφήμερες κοσμικές σκοπιμότητες και νοοτροπίες. και γ) την διατήρησι και ενίσχυσι της οικονομικής αυτοτέλειας των αγιορείτικων μονών, διότι η υλική εξάρτησις αργά ή γρήγορα φέρνει και την πνευματική.

Ας προχωρήσουμε όμως και στο πρόβλημα της μαρτυρίας του Αγίου Όρους σήμερα.

Η μοναχική μαρτυρία

Ως γνωστόν, ο μοναχισμός δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο φαινόμενο μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Η τελειότης της χριστιανικής ζωής, την οποία επιδιώκει και κατά το μέτρο του αγώνος του βιώνει ο μοναχός, γίνεται πρότυπο για τους αδελφούς τους που ζουν στον κόσμο και έτσι το παράδειγμά του και μόνο μαρτυρεί για την αλήθεια του Ευαγγελίου και το δυνατόν της τήρησεως ολοκλήρου του ευαγγελικού νόμου από τον άνθρωπο, αν αυτός δοθή ψυχή και σώματι στην αγάπη του Θεού. Αυτή είναι και η κύρια και πρωταρχική
μαρτυρία του μοναχισμού στην Εκκλησία και στον κόσμο. Το ότι η αγιότης είναι κατορθωτή πιστοποιεί το ότι και η σωτηρία είναι αληθινή. Γιʹ αυτό και η Εκκλησία χωρίς μοναχισμό είναι κήρυγμα χωρίς τεκμήρια και διδασκαλία χωρίς πειστήρια.

Επειδή όμως ο μοναχισμός βιώνει την χριστιανική ζωή με μεγαλύτερη τελειότητα, έχει την δυνατότητα και να την υποδεικνύει με περισσότερη ακρίβεια. Έτσι η τεράστια και ανεκτίμητη συμβολή στην ορθή διατύπωση του δόγματος, στην διαμόρφωσι της λατρείας, στην διαποίμανσι και την ιεραποστολή, στην διάδοσι της ευαγγελικής ηθικής και της γνήσιας πνευματικότητος, εκπορεύονται μέσα από το ίδιο το βίωμά του και αποτελούν ουσιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο της αποστολής του.

Ήδη ο πρώτος αναχωρητής και Καθηγητής της Ερήμου, ο Μέγας Αντώνιος σηματοδότησε με το παράδειγμά του την κατοπινή πορεία του μοναχισμού, όταν έτρεχε στην πιο ψηλή θέση του αμφιθεάτρου, για να ενισχύση τους διωκόμενους μάρτυρες και να μαρτυρήση αν το επέτρεπε ο Θεός και ο ίδιος. Τον μιμήθηκε μια ολόκληρη χορεία πνευματοφόρων
Οσίων και Ομολογητών από τους Αγίους Θεοδόσιο και Σάββα μέχρι τον Αγιορείτη Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τους Κολλυβάδες, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στους αγώνες της Εκκλησίας κατά του μονοφυσιτισμού, του μονοθελητισμού, της εικονομαχίας, της δυτικής νοησιαρχίας, της Ουνίας και τόσων άλλων επιβουλών κατά του ορθού δόγματος και της λογικής λατρείας της.

Αλλά και η σχεδόν αποκλειστική προτίμησις των μοναχών στο έργο της πνευματικής καθοδηγήσεως των ψυχών, από τα πρώτα κιόλας χρόνια που η Εκκλησία χρησομοποίησε αυτό το είδος της ποιμαντικής διακονίας, μαρτυρεί από μόνη της για την καθολική αναγνώρισι του μοναχισμού ως κατʹ εξοχήν θεματοφύλακος του προφητικού χαρίσματος μέσα στην Εκκλησία.

Πόσο όμως είναι εφικτή η βίωσις αυτού του είδους της μοναχικής μαρτυρίας στο σημερινό
Άγιον Όρος και ποιοί είναι οι παράγοντες που την επηρεάζουν;

Η μαρτυρία του Αγίου Όρους σήμερα

Η μαρτυρία της ζωής δίδεται επί τόπου στα κοινόβια, στα κελλιά και στις ερήμους και
«μεταδίδεται» από τους ευλαβείς προσκυνητές και τους θαυμαστές της συγγραφείς και δημοσιογράφους. Είναι ίσως κατώτερη από εκείνη που έδιδαν πολλοί μοναχοί περασμένων γενεών, αλλά πάντως εμπνέει τον κατά πολύ ασθενικώτερο Χριστιανό της εποχής μας. Ο μόνος εξωτερικός παράγων που θα μπορούσε να επηρεάση αρνητικά την λειτουργία της
θα ήταν η στέρησις της ίδιας της δυνατότητος αναχωρήσεως από τον κόσμο και εν ησυχία βιώσεως της μοναχικής ζωής.

Η μαρτυρία του λόγου δίδεται με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο, είτε συλλογικά, σε έκτακτες περιπτώσεις, από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, είτε προσωπικά, από τον μεμονωμένο Αγιορείτη που αισθάνεται να νομιμοποιήται για κάτι τέτοιο από τα πατροπαράδοτα μοναχικά θέσμια. Το αν όντως «έχει την ευλογία» να το κάνη, πιστεύω ότι καταδεικνύεται πάντοτε από το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα της ενεργείας του, αν και αυτό παραμένη πάντοτε ένα εσωτερικό και πνευματικό ζήτημα για κάθε μοναχό και για κάθε αδελφότητα. Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτού του είδους η αγιορειτική μαρτυρία αναμένεται να είναι αυθεντική μετάδοσις του ανόθευτου χριστιανικού κηρύγματος και γιʹ αυτό χαίρει μεγάλου κύρους στο πλήρωμα της Εκκλησίας.

Σαν εξωτερικοί παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται αυτή η μαρτυρία του λόγου θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής:

α) Η λανθασμένη εντύπωσις ανταγωνισμού προς την εκκλησιαστική αυθεντία που
δημιουργείται, όταν η γνώμη των Αγιορειτών προηγείται ή και διαφέρει από εκείνην των εν τω κόσμω ποιμένων και διδασκάλων, δημιουργεί σίγουρα κάποιες αναστολές στους Αγιορείτες, όταν πρόκειται για μια δημόσια ή και ιδιωτική τοποθέτησι σε επίκαιρα ζητήματα που αφορούν την Εκκλησία.

β) Ο σκεπτικισμός και η απροθυμία πολλών συγχρόνων ανθρώπων στο να δεχθούν το απόλυτο και ακραιφνές ευαγγελικό μήνυμα, το οποίο εκφράζει συνήθως ο μοναχισμός, και η ολέθρια εισβολή του σχετικισμού και ενός πρωτοφανούς συγκρητισμού στον χώρο του θρησκευτικού «πιστεύω» κάνει τους Αγιορείτες αρκετά επιλεκτικούς, οσον αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνονται.

γ) Η λόγω αναστηλωτικών αναγκών αυξανόμενη εξάρτησις των αγιορειτικών μονών από την κοσμική εξουσία, με την οποία όμως υπάρχει σαφής αντιπαράθεσις όπως η αποχριστιάνισις του κράτους, η περί αιρέσεων νομοθεσία, το οικογενειακό δίκαιο, οι αμβλώσεις, οι νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες κ.λ.π., δημιουργεί αναμφισβήτητα εσωτερικές συγκρούσεις και προβλήματα.

Τέλος θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι σημερινοί Αγιορείτες ηγούμενοι και πνευματικοί πατέρες καλούνται και προκαλούνται πολύ πιο συχνά να τοποθετηθούν ιδιωτικά και δημόσια σε επίκαιρα θέματα, κάτι που κάνει τον ρόλο τους πολύ δυσκολώτερο από ότι σε προηγούμενες εποχές. Το πλησίασμα όμως του «κόσμου» και η ελάττωσις της ησυχίας μπορεί να επηρεάση αρνητικά την ποιότητα και αυθεντικότητα της σημερινής αγιορειτικής μοναχικής μαρτυρίας, είτε αυτή δίδεται με την ζωή είτε με τον λόγο. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθή ότι η γνησιότης και η δύναμις της μοναχικής μαρτυρίας είναι ευθέως ανάλογη με την δυνατότητα βιώσεως της μοναχικής αναχωρήσεως κάτι που δόξα τω Θεώ εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα στο Άγιον Όρος και είθε ο Θεός να μην επιτρέψη ποτέ να χαθή.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους
Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ

* Ανακοίνωσις του Αρχιμ. Ιωσήφ, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Ξηροποτάμου, στο διεθνές συμπόσιο «Το Άγιον Όρος Χθες σήμερα αύριο» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 29 Οκτωβρίου 1 Νοεμβρίου 1993.



Μοναχικός βίος, Οίκος Θεού και Πύλη του Ουρανού

Α. Η ΡΙΖΑ (αντί προλόγου)

Ο τόμος «Σιμωνόπετρα» ξεναγεί εις ένα ολόκληρον κόσμο παλλούσης ανθρωπίνης ζωής,
άμα και ζεούσης μοναχικής βιοτής μέσα εις ένα μοναστήρι.

Εις το μοναστήρι τα πάντα είναι πολύ απλά και ανθρώπινα, ταυτοχρόνως θεϊκά κα εκφαντορικά. Πρόσωπα και πράγματα απαρτίζουν μιαν πολιτείαν ανεξήγητον με τα κριτήρια του κόσμου, μίαν συνοδίαν φωτοφόρων προσώπων. Αυτή όμως αποβαίνει ζων μυστήριον του μέλλοντος αιώνος, μια μυσταγωγική αναστροφή και πορεία, μέσαέξω εις την γην και τον ουρανόν.

Οι μοναχοί εις το μοναστήρι τους, εις το οποίον «παροικούν», έχουν φυσικό βίον και καθημερινή συνδιατριβήν, αλλά και ως εξʹ ορμητηρίου εφοδεύουν δια να επιτύχουν μίαν
«ανάβασιν», να βιώσουν την παρεμβολήν των αγίων και την Εκκλησίαν, την ηγαπημένην βασιλείαν του Θεού. «Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν...Και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον κατεβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως
νύμφην κεκοσμημένην...Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων». Το πρότυπο έχει σημασίαν διʹ ημάς∙ ερμηνεύεται το μοναστήρι. Αυτό είναι ζωή και «πολιτεία», είναι θεσμός διευθετών τα πάντα. Όλα έτοιμα από το Θεόν δια τη μοναδικήν επίτευξιν, την
«συνουσίαν», τον γάμον του Θεού και του ανθρώπου. Είναι κοινωνία, λόγος και τρόπος βαθύς εφηρμοσμένης ζωής κατά Θεόν. Είναι ιδού, «τόπος Θεού και πύλη ουρανού». Είναι τόπος παρουσίας του ανθρώπου και, τώρα εδώ, τόπος Θεού, όπου καταξιούται ο χώρος και διασφαλίζεται ο εσχατολογικός προσανατολισμός. Η συμβίωσις εις την «πόλιν» δεν αποβλέπει εις επενδύσεις κοσμικών και ιδεολογικών στόχων αλλά εις την πνευματική ζωήν, που στοιχειούται με την άσκησιν και την μυστικήν ενατένισιν του Θεού. Αύτη η πόλιςμονή είναι ως εν εργαστήριον, εις το οποίον αι συνθήκαι είναι διειλεγμέναι και μετρημέναι και επιδιώξεις δεν αφορούν εις κάποιο ποθούμενον αλλά εις τον Ποθούμενον, αυτόν τον Θεόν, τον καταβαίνοντα εκ των ουρανών και ζώντα μέσα ακριβώς εις τα ανθρώπινα σκεύη καθʹ ενός μας.

Αύτη η πεποίθησις των μοναχών είναι μια βαθεία παράδοσις και έρεισμα βίου, μια πραγματικότης υπερβαίνουσα την συνήθη διαγωγήν των ανθρώπων, η οποία καθίσταται αγγελική. Οι μοναχοί, ως άνθρωποι, έχουν τας αδυναμίας των, την πάλην, τον αγώνα, τας πτώσεις, τας εγέρσεις, αλλά δεν ορρωδούν, αντιθέτως από τούδε αισθάνονται, δια των καμάτων αυτών, συγκοινωνοί σήμερον των μαρτύρων και αύριον συγκάθεδροι μεθʹ όλων των αγίων. Τα τείχη επομένως της πόλεωςμοναστηριού δεν κλείουν τους ορίζοντας, αντιθέτως ανοίγουν θεώρια μυσταγωγικά και πύλας ουρανού.

Ας παρακολουθήσομεν, λοιπόν, πρώτον, το ευσκιόφυλλον και εύχυμον τούτο δένδρον της ζωής, το της μοναχικής πολιτείας.

Β. ΔΕΝΔΡΟΝ (Μοναχική πολιτεία)


Η μοναχική ζωή είναι, κατά κάποιον τρόπον, «αγενεαλόγητος». Το πρότυπον της μοναχικής τελειότητος είναι η περί τον θρόνον και τον ουράνιον κόσμον του Θεού ζωή των αγγέλων, προ της δημιουργίας ακόμη του αισθητού κόσμου. Γενεαλογείται, δηλαδή αρχίζει από την Εδέμ την κατʹ ανατολάς, από αυτήν την παραδείσιαν κοινωνίαν του τέκνου μετά του Γεννήτορος, όπερ όμως φευ! δια της αμαρτίας κατέστη σύντριμμα ελεεινόν, αναμένον το πρωτευαγγέλιων της λυτρώσεως. Ο μοναχισμός, λοιπόν, έχει ως αφετηρίαν την ζωήν αυτήν, ήτις είναι και η τελειοτέρα επανάκτησις της τερπωλής του παραδείσου.

Εις την Παλαιάν Διαθήκην προητοίμασε τον πεπτωκότα άνθρωπον ο Θεός δια του Υιού αυτού. Ούτως απεκάλυψεν εις τον άνθρωπον το πρόσωπον του, ότι είναι ο εις Θεός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και, άμα, την αχώριστον υποστατικήν κοινωνίαν του ως Θεού μετά των ανθρώπων.

Ο Χριστός ούτως απελευθέρωσε τον σκλάβον άνθρωπον, του έδωκε την Εκκλησίαν, το βάπτισμα, όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας. Και, δια μεγαλυτέραν και ευχερεστέραν δυνατότητα χαράς, ειρήνης και πλουτισμού αγίων δωρημάτων και θείας ζωής, «έκτισεν» εν τω κόσμω ένα κόσμον έξω του κόσμου, τον μοναχισμόν. Διʹ αυτού ο χοϊκός άνθρωπος της εποχής αμιλλάται με τους αγγέλους και συγκάθηται, συνομιλών όσον «χωρεί» με τον Θεόν.

Εις τον Ιουδαϊσμόν και τον εθνικόν κόσμον, ιδίως είς την Αίγυπτον, προϋπήρχαν σκιώδεις μοναστικαί μορφαί. Εις την Παλαιάν Διαθήκην προετύπωσαν άνδρες άγιοι την μοναχικήν ζωήν, όπως οι προφήται Μωυσής, Ηλίας, ο Πρόδρομος Ιωάννης, οίτινες «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» έζησαν. Ο προφήτης Ησαΐας έγραψε μίαν παρατήρησιν προφητείαν δια τους θαυμαστούς μοναχούς, «τα πετεινά που ατενίζουν τα ύψη», τους σοφωτέρους των πολλών. Διʹ αυτούς, τους αριστείς του κόσμου, επροφητεύθη∙ «Επί των
τειχών σου, Ιερουσαλήμ, κατέστησα φύλακας όλην την ημέραν και όλη την νύκτα, οι δια τέλους ου σιωπήσονται μιμνησκόμενοι Κυρίου». Δηλαδή, εις τα κάστρα της Εκκλησίας ο Θεός κατέστησε, ως φύλακας ημερονυκτίους εμπιστευτικώς και τιμητικώς, τους πτερωτούς αυτούς οπλίτας και γενναίους πολυομμάτους ασκητάς, που αειρύτως άδουν και απαύστως ενατενίζουν εις τον Κύριον της δόξης. Άλλωστε το μοναστήρι, είπομεν, είναι αντίτυπον της Ιερουσαλήμ, της βασιλείας του Θεού. Και εις την πρώτην Εκκλησίαν αι αγάπαι, αι κοιναί τράπεζαι, η αποστολική κοινωνία εις την Ιερουσαλήμ και αι αποστολικαί κοινότητες ήσαν, πάλιν, προτυπώσεις της μοναχικής βιοτής.

Ο μοναχισμός εύρεν εις το χώρον της Εκκλησίας πρότυπα ιδεώδους και θαυμαστού βίου και φρονήματος, παλαιοτέρους ασκητεύοντας αναχωρητάς και ερημίτας, οι οποίοι έμενον
«άφθοροι», «παρθένοι» και ετέλουν μεγαλειώδη κατορθώματα.

Εκ τούτων, ως πέπειρος καρπός, προήλθεν ο μοναχικός βίος, όστις εγεννήθη εις την Ανατολήν επί της εποχής του Αγίου Κωνσταντίνου και μετεδόθη ως υπόδειγμα καθολικόν. Οι μοναχοί, με την παρθενίαν, την άσκησιν, την νηστείαν, την κοινοβιακήν ζωήν, την υπακοήν, την πτώχειαν και τον εν γένει πνευματικόν οπλισμόν των υψιπετών αυτών αετών, προσεφονούντο με τα ωραιότερα επίθετα και τας μεγαλυτέρας επευφημίας. Ο λαός, οι πτωχοί, οι πλούσιοι, οι αμαρτωλοί, οι άγιοι, οι πατριάρχαι, οι βασιλείς, ούτοι πάντες, τους ηγάπων, ετίμων και μετά δόξης και πόθου επλησίαζον αυτούς, ως κυρίως «στρατιώτας του Χριστού». Ο μοναχισμός έκτοτε έμεινε και ζη ως «στρατός ιερός, θείον και πάγκαλον τάγμα, πολιτεία μοναχική και αγγελικήʺΗ εμφάνισις του ιστορικού θεσμού του μοναχισμού ήτο μια σπουδαιοτάτη και βασική στιγμή της ιστορίας του κόσμου. Αι αλλεπάλληλοι κατόπιν μοναχικαί περίοδοι, κατʹ εποχάς και κατά τόπους, διέσωσαν το εσχατολογικόν βίωμα εις τας συνθήκας των χριστιανικών κοινωνιών, παρʹ ότι επηρέαζεν
εν αρχή η αντίδρασις και περίσφιγξις της ειδωλολατρίας, είτα της εκκοσμικεύσεως της κοινωνικής ζωής, της αιρέσεως, των σχισμάτων κ.λ.π. έως της ασθματικής εποχής μας. Αυτό σημαίνει παράμονον την δυνατότητα της αναβάσεως του ανθρώπου προς τον Θεόν και την αποκάλυψιν του Θεού εν ωρισμένη κοινωνία εντός της Εκκλησίας. Ούτως, εις πάσας τας εποχάς και χρόνους, το μοναστήρι μένει το ίδιο πράγμα, μία ζώσα εικών της βασιλείας του Θεού, εξʹ ου η αδελφότης προσδοκά αεί το απόφθεγμα και τα ρήματα του ως
«υετόν και όμβρον επʹ άγρωστιν και ωσεί νιφετόν επί χόρτον». Παρά πάσαν αλλοίωσιν ή αχρείωσιν, ένας προσκυνητής των ιερών μονών θα το διαπιστώση αμέσως. Μεγάλη η δύναμις του πνευματικού σπέρματος.

Όπως εν τη Παλαιά Διαθήκη ο Θεός ετοποθέτει τους προφήτας ως φύλακας του εμπνευσμένου κηρύγματος εν Αγίω Πνεύματι, δια της ζωής και του μαρτυρικού εν τέλει αυτών θανάτου, ούτω και εν τη Εκκλησία το αυτό Πνεύμα καλεί ως προφήτας και μάρτυρας εις τας πυργοβάρεις τους μοναχούς, δια να αναγγέλλουν και υποδεικνύουν την μέλλουσαν ζωήν. Ούτοι, ως αείποτε επιθανάτιοι, εν σαρκί αίρουν τας θεϊκάς επαγγελίας και προτυπούν την ερχομένην βασιλείαν.

Ο άγιος Αντώνιος και οι περί την εποχήν του οσίοι Πατέρες, ο Παχώμιος, θεμελιωτής και οργανωτής του κοινοβίου, ο Μ. Βασίλειος, τελειωτής του κοινοβιακού συστήματος, κατόπιν οι κτίτορες των μονών, ως ο άγιος Σάββας, ο άγιος Θεοδόσιος, αργότερα ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, τόσοι και τόσοι άλλοι, όλοι εις την γενεάν
αυτών εκατοντάδας και χιλιάδας χιλιάδων εδημιούργησαν μοναχούς και πνευματικάς ακροπόλεις, που καθοδηγούν και εξασφαλίζουν, ως επί το πλείστον, νέους, αλλά και παιδία και γέροντας. Όλοι αυτοί ακούουν κάποιαν ημέραν την φωνή του Θεού, όπως έγινε με τον Μωυσή∙ «Ανάβηθι προς με εις το όρος και ίσθι εκεί». Το αποτέλεσμα; «Ανέβη Μωυσής εις το όρος και εκάλυψεν η νεφέλη το όρος και κατέβη η δόξα του Θεού».

Η προσωπική κλήσις του Θεού εις τον μοναχόν δεν είναι αφηρημένη, αλλά πραγματοποιείται εν τόπω και χρόνω, ως «πάσχαʺμετάβασις από τον χώρον του «ψυχικού σώματος» εις τον τόπον του «πνευματικού σώματος». «Εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου». Μετάβασίς μας είναι η αποταγή του κόσμου, η ξενιτεία εις την «έρημον», δηλαδή εις το μοναστήρι, ανάβασις εις το όρος του Θεού. Ουδείς μένει αδρανής εμπρός εις το λόγον του Χριστού προς πάντας∙ «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθʹ ημέραν και ακολουθείτω μοι». Ο ίδιος δε ο Χριστός, ο εξεγείρων τους όχλους δια λόγου, περιοδειών και θαυματουργιών, αυτός πάλιν «ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος».

Τα περισσότερα μοναστήρια ιδρύθησαν από ησυχαστάς εκ των οποίων οι πλείστοι έζων πριν εις σπήλαια και έπειτα ηναγκάσθησαν να οικοδομήσουν μεγάλα αρχιτεκτονικά, θαυμαστά και λαμπρά οικοδομήματα δια την υπηρεσίαν της ψυχής και την σπουδήν του Πνεύματος. Αι απαρχαί δε αύται των κτιτόρων ησυχαστών παραμένουν ορόσημα απαράβατα, και το ησυχαστικόν φρόνημα επιβιώνει ως το αυθεντικόν κριτήριον του μοναχού. Διότι τα πράγματα τρέχουν, και ημείς τρέχομεν, διʹ ο πρέπει να «καθυστερούμεν» δια να βλέπωμεν την ζωήν των Πατέρων, την «άλλην βιοτήν, της αιωνίου απαρχής». Όπως οι απόστολοι και οι διάδοχοι αυτών ίδρυον τοπικάς Εκκλησίας, ούτω και οι όσιοι κτίτορες οικοδομούν εστίας αποστολικής βιοτής, πηγνύουν θυσιαστήρια πανταχού και μετόχια,
ώστε να επιτυγχάνεται η θεοφιλία και η εφικτή συνάντησις του ανθρώπου και του Θεού.

Τα μοναστήρια ενισχύθησαν δια των ιερών κανόνων της Εκκλησίας μας και διέπονται αείποτε από τα Τυπικά, τας Υποτυπώσεις, τας Διαθήκας και τους Κανονισμούς των κτιτόρων και μεγάλων ιδρυτών, οι οποίοι διʹ αυτών διεχάραξαν την ζωήν και το μέλλον των μονών και των μοναχών. Η Εκκλησία κατεκύρωσε και επροστάτευσε τους μοναχικούς θεσμούς, προκειμένου να ασφαλίση δια παντός το κύρος των ιερών καθιδρυμάτων, ως εδράνων αυτής ταύτης, δια να μη απολεσθή ο εαυτής προσανατολισμός. Χωρίς την θεσμικήν αυτήν αναγνώρισιν των μοναστηρίων, θα είχομεν αλλεπάληλα και άληκτα προβλήματα και θα μας έλειπεν ο κρίκος ανά μέσον του μοναστικού αισθήματος και της αντιλήψεως της εν τω κόσμω Εκκλησίας.

Μία παροιμία λέγει∙ «Τα μοναστήρια ναʹ ναι καλά, οι μοναχοί έρχονται». Και είναι αληθές! Ουδέποτε θα σταματήση η «συρροή», η μοναχική πολιτεία, εκτός αν έλθη το τέλος, η προϋπάντησις του ερχομένου Κυρίου μετά των αγγέλων αυτού και η υποδοχή μας, το καλωσόρισμα των αναμενόντων ημάς αγίων εκεί. Η οικουμένη εγέμισε μοναστήρια∙ κέντρα ζωής, καλλωπίσματα περιοχών, καταγώγια ιερά, φωταγωγοί τυφλών, τηλεσκόπια ορώντων, τηλεβόαι ακουόντων, βωμοί μυστικής φωταυγίας και ευφροσύνης. Και αι γενεαί των μοναχών ωκοδόμησαν τας αιωνίους ερήμους και τα πανύψηλα όρη, κατώκησαν τας παραλίους, εκληρονόμησαν την γην. Όλοι αυτοί θα ευφραίνωνται εστεφανωμένοι αιωνίως τας κεφαλάς αυτών.

Γ. ΚΟΡΜΟΣ (Αγιορείτικη πολιτεία)


Ο αρχικός αναχωρητικός η ερημιτικός βίος μέχρι και σήμερα δεν παύει να έχη τους μαθητάς του. Απʹ αρχής της Εκκλησίας, κατά τους διωγμούς και μετέπειτα, οι ερημίται έγραψαν χρυσάς σελίδας, ωρίμασαν πνευματικώς και εμεγαλούργησαν, γενόμενοι μιμηταί και συνόμιλοι της αγγελικής πολιτείας. Η μορφή αυτή, συνορεύουσα με την ακρότητα, τον κίνδυνον, την ένδειαν και την τελείαν απάρνησιν, κατά τον Δ΄ αιώνα αναπτύσσεται πλέον ως μοναχισμός καλώς ωργανωμένος. Οι όσιοι Ιλαρίων, Σάββας, Ευθύμιος και άλλοι μεγάλοι Πατέρες την μόνωσιν την συνεδύασαν με την αναστροφήν των μοναχών, η οποία ούτως εξελίχθη κατʹ ολίγον φυσιολογικώς εις μικρούς συνοικισμούς και, οριστικώς, εις κοινόβια μοναστήρια, ως «πόλεις εξʹ ουρανού», ως μία πολιτεία. Εις αυτήν τα σώματα,  ψυχαί, θελήματα, χρήματα, προτιμήσεις, πόθοι, παλαίσματα, ιδρώτες, στέφανοι, όλα κοινά!

Το κοινόβιον χωρίς να απαλείψη προηγουμένας μορφάς σωζομένας ακόμη εν ενεργεία και δη εις το Άγιον Όρος, ως κάλυβας, κελλία, σκήτας, μετόχια κ.λ.π. σχεδόν επεκράτησε πανταχού εν τη Εκκλησία και δέχεται, προσλαμβάνει, τρέφει, στομώνει, μορφώνει, αγιάζει και τελειοί τους μοναχούς ως πολεμιστάς του καλού αγώνος και, κατά συνέπειαν, ως πολίτας του ουρανού, φίλους και πρεσβευτάς ημών, ζώντας εν παρρησία, μετά των οποίων η κοινωνία μας συνεχίζει ως μία οικογένεια, της οποίας ο λύχνος δεν σβήνει, αλλά φεγγοβολεί.

Η αγιορείτικη πολιτεία, ημπορούμεν να είπομεν, είναι η πιο μεγάλη «εν ερήμω» ζώσα μοναστική κοινωνία, η οποία προσφέρει και υπηρετεί την οικουμένην με ένα δυναμικό ζωής, χάριτος, πλούτου θεϊκού, ενεργού προσευχής, με μίαν ολοκληρωτικήν ανάτασιν
«υπέρ της του κόσμου σωτηρίας». Τι συγκινητικώτερον δε από αυτήν την ζωήν του Όρους; Πεπληρωμένον είναι από πνευματικάς δυνάμεις που σώζουν τους μοναχούς και τους ερχομένους. Οι μοναχοί ως «νεφέλαι πέτανται» εις τον ατέρμονα ορίζοντα∙ αυτών οι λιβανωτοί των καρδιών, η οσμή των θυσιών, η ενατένισις δια μυστικών επιποθήσεων του αοράτου, ζώντος και ορώντος Θεού, αι εκχύσεις των δακρύων και οι γραφικοί αλαλαγμοί των δοξολογικών αινέσεων θησαυρίζονται εις την αιωνιότητα.

Το Άγιον Όρος κατώρθωσε να συνδέση και να συνθέση με τον ησυχασμόν και την κοινοβιακήν παράδοσιν. Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ως ησυχαστής, γευθείς της γλυκύτητος της ερήμου, επέτυχε αυτήν την σύζευξιν μέσα εις ένα μεγάλο αυτοκρατορικόν κοινόβιον δια την «των πολλών σωτηρίαν». Προσέλαβε την στουδιτικήν ακμαιοτάτην παράδοσιν και διετήρησε α) την ανάγκη και την δύναμιν του πνευματικού Πατρός και Γερόντος, β)την προσωπικήν ζωήν εις τον καθʹ έκαστον μοναχόν και γ) την δυνατότητα
των ησυχαστικών ασκητικών παλαισμάτων∙ διότι πάντοτε ισχύει ότι «μέγα το της ησυχίας έργον».

Ο αγιορείτικος μοναχισμός, ως αποτέλεσμα αυτής της θαυμάσιας συνθέσεως, είναι μία αδιάλειπτος σύναξις, μία ζωή επί το αυτό, όπου τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι σεβαστά και αναπτύσσονται ως «μέλη εκ μέρους» του ενός σώματος του Χριστού, μία κοινωνία εν αγάπη και διακονία, μελέτη και προσευχή, χαροποιώ εξαγορεύσει των λογισμών και εν τη μεθέξει της λατρείας. Όλα αυτά ξεκουράζουν τον άνθρωπον, ο οποίος μετάρσιος καθίσταται δια της πραγματικής και εσωτερικής υπακοής προς τον Γέροντα και δια του «κανόνος» διατηρεί την δύναμιν και την επιπόθησιν του Θεού.

Δια να μη χάση δε τον προσανατολισμόν του το Άγιον Όρος θέλει να ζη κατά ένα τρόπον συνεπείας, ώστε να τηρήται το αναλλοίωτον του ήθους και της αποστολής του. Η παράδοσίς του δεν είναι προσκόλλησις εις τον τύπον αλλά βαθεία εκκλησιαστική συνείδησις, το καταστάλαγμα μιας υπερχιλιετούς εμπειρίας της ανθρωπίνης φύσεως εν τη κοινωνία με τον Θεόν. Δια τούτο ο αγιορείτης είναι και θέλει να μένη «παραδοσιακός», εμβαθύνη συνεχώς η ύπαρξις του εις το των Πατέρων φρόνημα. Έτσι, ξεπερνά τα όρια του
«εγώ» και το τρεπτόν της πεπτωκυίας φύσεως. Αυτή η παράδοσις εισέρχεται εις τα ενδότερα της «μελλούσης» ζωής και αποσπά δια τον άνθρωπον δικαιώματα με πρόγευσιν της αιωνιότητος.

Ας ίδωμεν τώρα ένα βλαστόν του ευκάρπου δένδρου.


Δ. ΒΛΑΣΤΟΣ (Σιμωνόπετρα)


Συμφώνως προς όσα είπομεν προηγουμένως, έπρεπε να μη υστερήση και η Σιμωνόπετρα εις την αφετηρίαν της∙ και αυτή, λοιπόν, έχει την ευλογίαν του σπηλαίου, από του οποίου εξώρμησεν ο Κτίτωρ, πλησθείς ζήλου, δια να οικοδομήση την ουρανοβάμονα μονήν, χωρίς να αλλοιώση τον σπηλαιώδη χαρακτήρα, επιτυχών επικινδύνως και επιμόχθως το έργον τη αρχιτεκτονία του Πνεύματος.

Ο αγίος Σίμων έζησεν ολίγον προ της εποχής της ησυχαστικής έριδος, καθʹ ην το Αγίον Όρος είχε πλέον των τριακοσίων μοναστηρίων και πλήθος ησυχαστών. Ο ίδιος, αφωσιωμένος εις την νοεράν θεωρίαν, δεχθείς θείαν οπτασίαν και λαβών διαταγήν, ανέλαβε την πρώτη αδελφότητα, ώστε η κοινοβιακή ζωή επί την Πέτραν να καταστή επίβασις θεωρίας. Η καλυτέρα κληρονομία που άφησεν εις τα τέκνα του ο άγιος Σίμων ήτο αυτή η εμπειρία του Θεού∙ και εκείνα ώφειλον να πραγματοποιήσουν την αγιορειτικήν σύνθεσιν της εν ησυχία συμβιώσεως των αδελφών και της προσδοκίας του Θεού. Είναι μία πορεία εν τόπω προς ένα όριον υπερόριον των «ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσονται θανάτου έως αν ιδώσι την βασιλείαν του Θεού.ʺΗ ζωή εις την Σιμωνόπετρα δεν ήτο πάντοτε εύκολος. Περιπέτεια, επιδρομαί, δάνεια πιεστικά, αλλεπάλληλοι πυρκαϊαί, τουρκοκρατία, πόλεμοι, επεμβάσεις εις το Όρος... Πότε ανέπνεε, άλλοτε εξέπνεε, τελικώς ανέπνεε! Αγιώτατοι Γέροντες ήρχοντο δια να εύρουν μιαν καλιάν, άλλοι δια να αναλάβουν την ευθύνη της μονής, αλλά λόγω των δυσχερεστάτων περιστάσεων υπεχώρουν. Άλλοτε μείναντες έδωσαν την ζωήν αυτών. Την ιστορίαν όμως την γράφει ο Θεός.

Ημείς τώρα αναφέρομεν μόνο την, δια της αδελφότητας του Μεγάλου Μετεώρου εις τους Σταγούς, επάνδρωσιν της μονής τω 1973 εις στιγμάς αυτής δυσχείμονας και δυσέλπιδας. Οι νεαροί βλαστοί του Μετεώρου ως αετιδείς εζήτησαν φωλεάν εις την Πέτραν του αγίου Σίμωνος. Η μονή, με χαράν, ελπίδα και ευγνωμοσύνην προς τον Θεόν και με τας ευλογίας των παλαιών πατέρων, κατώκισε υπέρ τους πεντήκοτα αδελφούς εις τους εγκαταλελειμμένους χώρους, οίτινες επλήρωσαν με ζωήν και νεότητα τα κελλιά και τον ναόν.

Το μοναστήρι μας είναι το δέκατον τρίτον κατά σειράν εκ των είκοσι ευαγών μονών. Ο πνευματικός αυτός μελισσών εις την καθημερινότητα σφύζει ζωής. Τούτο, βεβαίως, είναι χαρακτηριστικόν των αγιορειτικών μονών. Όλα ομοιόμορφα δια την κοινήν παράδοσιν, αλλά ιδιόμορφα εκ του χαρακτήρος των αδελφοτήτων και της προσωπικότητος του εκάστοτε Γέροντος.

Οι διακονηταί λαμβάνουν, κατά την αρχή του εκάστου έτους, εκ της χειρός του Χριστού και του οσίου Κτίτορος δια του ηγουμένου τας κλείδας και τα εργαλεία ως λειτουργικά σκεύη. Έκαστος μοναχός, υπηρετών τας χρείας των αδελφών, ενεργεί την λειτουργίαν του ενός σώματος και αποδίδει την αναφοράν του ως πιστός οικονόμος. Ο διακονών ασκεί την υπακοήν του εν μέσω της αδελφότητος, τρέχων μετά ζήλου να προφθάση την ταχύτητα της ταπεινοφροσύνης. Ένας αυτόβουλος όμως, αυτοδιοίκητος και ανεξάρτητος, μένει μόνος. Αλλά, ο διακονητής «ταπεινωτικής» φαινομενικώς εργασίας είναι ο πλέον μακάριος!

Η εργασία, και δη η παγκοινιά, και αι διάφοροι εκδηλώσεις της κοινής ζωής είναι μια ανάπαυσις, παιγνίδι και χαρά ενώπιον του Κυρίου του ετάζοντος καρδίας και νεφρούς∙ και Εκείνος συγχαίρει, όταν βλέπη την καρδίαν των μαθητών «καθαράν». Αι γεωργικαί ιδίως εργασίαι αναπαύουν τον μοναχόν, εξασκούν το σώμα δια να γρηγορή μετά του πνεύματος και αφήνουν ελεύθερον τον νουν δια την ιδικήν του απασχόλησιν. Επί πλέον, προσφέρουν με περίσσειαν τας καθαράς τροφάς, που ανέκαθεν εχρησιμοποίουν οι ασκηταί και οι κοινοβιάται.


Τα «επιτροπικά» και τα γραφεία διευθετούν φιλοπόνως την ευταξίαν της αδελφότητας, και
προλαμβάνονται ανεπιθύμητοι καταστάσεις.

Οι διακονηταί και ψάλται του ναού έχουν ίδιον μισθόν λόγω της προθυμίας των, αλλά και του κατʹ ανάγκην μερισμού της προσοχής αυτών.

Η τράπεζα καθʹ ημέραν γέμει∙ οι διακονηταί των σχετικών εργασιών θέλουν και επιθυμούν να διατηρούνται ακούραστοι. Η κοινή τράπεζα, με τον λατρευτικόν χαρακτήρα της, εκφράζει και την μεταμόρφωσιν όλων των σαρκικών αναγκών εις θεοφόρα μέσα.

Και το αρχονταρίκι είναι συνεχώς εις επιφυλακήν. Οι αρχοντάρηδες ευδιάθετοι∙ οι πυλωροί, υποδεχόμενοι τους επισκέπτας με προσήνειαν, διʹ ολίγον χρόνο «συμβιούν» μετʹ αυτών και συμμερίζονται τους πόθους και τα βιώματά τους, θερμοί και σεμνοί. Οι πνευματικοί της μονής σιωπηλοί και υπομονητικοί.

Τα καθιστικά διακονήματα έχουν τα αγαθά των, ως και τας συναφείς δυσχερείας∙ εκεί μετά προσοχής δουλεύουν, Και οι διακονηταί των βαρέων εργασιών είναι αεί έτοιμοι και δυνατοί.

Ας μη ξεχάσωμεν όμως και το διακόνημα των πυροσβεστών. Ανασκουμπωμένοι, φθάνουν αμέσως εις τας εστίας της πυρκαϊάς. Έκαστος εξ αυτών αναλογίζεται την ευθύνην. Ολίγη σιγηρά αυτοκριτική... και ευθύς σπουδή αυθόρμητος και ταχυεργία εμπρός εις την άβυσσον του ελέους του Πατρός ημών και του θελήματος της Παναγίας.

Η ενδεχομένως διακριτική χρήσις συγχρόνου τεχνολογίας δεν αποσκοπεί εις την ανάπτυξιν της παραγωγής ή εις το κέρδος, αλλά εις την προσφοράν προς τον αδελφόν και την απόδοσιν εις την προσωπικήν ζωήν διʹ επιτεύξεως περισσοτέρων ευκαιριών. Έτσι τα πράγματα και τα εργαλεία γίνονται θεοφόρα εις το μοναστήρι, όπως και εις την Άνω Ιερουσαλήμ, καθώς λέγει ο προφήτης Ζαχαρίας∙ «Εν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορι, και έσονται οι λέβητες οι εν τω οίκω Κυρίου ως φιάλαι προ προσώπου του θυσιαστηρίου».

Τέλος, δια τα διακονήματα ισχύει ο λόγος του Θεού ότι, αν εργάζεσαι και αρκήσαι εις τα του διακονήματός σου και δεν επεκτείνεσαι πέραν αυτού, θα είναι γλυκεία η ζωή σου:
«Ζωή αυτάρκους εργάτου γλυκανθήσεται». Αι εργασίαι εν γένει διακονούν την
αδελφότητα εις τας ανάγκας της∙ ο εξοπλισμός αυτών προσδιορίζεται από τας κατά παράδοσιν προϋποθέσεις και τα όρια της δουλειάς από τα μοναχικά ωράρια, διότι άλλως θα εκινδύνευον οι μοναχοί να τρέχουν πέραν από το «κατάσκιον όρος» της ζωής μας.

Προσωπικά στοιχεία, αδυναμίαι, πάθη, ανθρώπινοι ορέξεις και πρόσκαιροι επιδιώξεις ίσως να υπάρχουν και θα δημιουργούνται. Και όμως το μοναστήρι είναι μία «θύρα ηνεωγμένη
εν τω ουρανώ, και η φωνή...ανάβα ώδε και δείξω σοι α δει γενέσθαι μετά ταύτα». Η έλξις του ουρανού πάντοτε σε αναβιβάζει εις ύψος.

Κατά περιπτώσεις οι μοναχοί αναγκαίως πρέπει δια ειδικούς λόγους να εξέρχονται του Όρους. Τότε αυτοί υπείκουν και πάραυτα επιστρέφουν, όταν εκλείψη η ανάγκη. Οι αδελφοί αυτοί αμερίμνως επανέρχονται εις τον οίκον αυτών και οίκον Θεού.

H Σιμωνόπετρα έχει την ιδιομορφία της. Έχει και την ακτινοβολίαν της, καταυγάζει το λαμπρόν φως του Κτίτορος. Διότι «έργα δικαίων ζωήν ποιεί». Ζωήν και χαράν, φως, πάλιν φως και ευφροσύνην καρδίας. Εις αυτήν διεισδύουν τα έσχατα, δηλαδή η προσμονή του Θεού, συναπαντώμενη εν τω οικείω θεανθρωπίνω σκηνώματι.


Η κοινοβιακή ζωή της μονής μιμείται την αέναον λατρευτικήν σύναξιν, κατά το πρότυπο
της αϊδίου δοξολογίας των αγγέλων. Κάθε εκδήλωσης του κοινοβίου δεν έχει χαρακτήρα κοινόν αλλά και λατρευτικόν, υποτυπούσα το μυστήριον της Εκκλησίας.

Ολίγον μετά το μεσονύκτιον αρχίζουν αι εωθιναί ακολουθίαι. Η θεία λειτουργία είναι καθημερινή. Την μεσημβρίαν γίνονται αι Ώραι∙ και τρεις ώρας προ της δύσεως επιτελούνται αι εσπεριναί προσευχαί.

Η πανηγυρικότερα λειτουργική εκδήλωσις είναι αγρυπνία της νυκτός. Η παννυχίς κρατεί ακοίμητον τον νούν, αι καρδίαι σκιρτούν ευτόνως και εντόνως, συμμετέχουσαι εις την συγκλονιστικήν ρωμαλεότητα των άνω Δυνάμεων και της ευτερπούς συμμετοχής του εορτάζοντος αγίου ή της εορτής. Η ολιγωρία ευτίνακτος απωθείται, οι οφθαλμοί εγρήγοροι συμμετέχουν εις τας φωταυγίας και τας συμβολικάς ευδινήτους κινήσεις πολυελαίων και του χορού, αποσπώντες χαράν εξ ουρανού, απορροφούντες δρόσον κατανύξεως και συγχορεύοντες μετʹ ανθρώπων και αγγέλων. Ούτως αναβιβάζεται ο νους ως μονόκερως εις το άνω θυσιαστήριον και το πνεύμα υψούται οσίως και εντρόμως, ίνα εύρη μυστικώς το ιλαστήριον της ιεράς κιβωτού και μετάσχη εις «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».

Όταν δεν υπάρχη «αγρυπνία» εις το ναόν, τότε επιτελείται ο «κανών». Η «λειτουργία» του μοναχού, «ησύχου σιγής περιέχουσης τα πάντα και νυκτός μεσαζούσης», και ο παντοδύναμος Λόγος προσκαλούμενος έρχεται, ίνα το φως το αληθινόν διαυγάση. Διότι ερχόμενος εν τω μέσω της νυκτός «ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι ο Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύουσιν εις τους αιώνας των αιώνων». «Και όψονται το πρόσωπο αυτού».

Η συνάντησις του μοναχού με τον Θεόν εις το κελλί εν τω μέσω της νυκτός είναι το κέντρον της ζωής του. Αυτή ρυθμίζει και την καθʹ ημέραν πορείαν του: εργασίαν, ανάπαυσιν, δίαιταν κ.λ.π. Ο πιστός μοναχός εξέρχεται ως εκ φλεγομένης και μη καιομένης καμίνου. Η τοιαύτη δε ανάπτυξις του προσώπου γίνεται οικοδομή και κατάρτισις του «σώματος», όλης της αδελφότητος.

Εκτός δε αυτού, πέραν της συνήθους μελέτης, οι μοναχοί έχουν, κατά την αρχαία συνήθειαν, την ιδική των σύναξιν, μίαν «επισυναγωγήν εαυτών», όπου η αδελφότης συνάγεται μετά του πατρός «εν απλότητι και ειλικρίνεια» εις έν «κέρασμα». Εκεί η ευπρεπής συζήτησις, η αναγκαία ενημέρωσις, η μοναχική μύησις, η μυσταγωγία του φρονήματος, η «διακονία του λόγου».

Η ωραιοτέρα δε και σεμνοτέρα ευκαιρία της αδελφότητος είναι η εκάστοτε κουρά. Δεύτερον βάπτισμα, «παλιντοκία», αναγέννησις εις νέαν ζωήν. Γάμος. Αλλοίωσις της δεξιάς του Θεού. Ο κειρόμενος εν μέσω χαιρόντων αδελφών, των ευχών και των συμβουλών της ακολουθίας και των αναφωνημάτων «Κύριε, ελέησον», γίνεται ισάγγελος δια να πορεύεται και να σκέπτεται ως άγγελος. Τα πάντα «καινά». Ανήκει πλέον εις τον Θεόν και την στρατευομένην Εκκλησίαν. Περιπατών ή ομιλών εμφανίζει την εικόνα του Χριστού κρυπτομένου εις τα σπλάγχνα του. Δικαίωμα, έκτασις και επέκτασις του Αυτός, ο «Προσδόκιμος».

«Ω πόσην τιμής υπεροχήν έχει το άγιο και ιερόν ημών σχήμα! Ω πόσης ευωδίας πνευματικής πνέει... ω επάγγελμα ουρανού απτόμενον! Ω επάγγελμα Θεώ συναπτόμενον... ω επάγγελμα διʹ ου σώζεται ο κόσμος!ʺΔια να καρή όμως κάποιος μοναχός, πρέπει να το κοιτάξη και να το ξανακοιτάξη. Να διψήση, να πεινάση, να χορτάση, να μεθύση. Και αυτό το ενεργεί μόνον ο Θεός. Από τώρα και πέραν η πνευματική του ζωή υπηρετείται από την αδιάπτωτον και ζείδωρον άσκησιν. Είναι το κλάδευμα των  φυτών, ίνα αναπτυχθούν εύχυμοι οι κλάδοι. Είναι το δάκρυ μας, το χαροποιόν πένθος, ο
πόνος μας, η αύξησις ημών η εν Χριστώ. Ο Ησαΐας λέγει∙ «Άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται∙ και αναπαύσεται επʹ αυτόν πνεύμα Θεού». Το «άνθος» είναι Αυτός, ο ην, ο ων, ο εσόμενος, ο ερχόμενος συν ημίν. Διότι τον εκαλέσαμεν!

Ε. ΦΥΤΕΥΜΑ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ (Γέροντας)


Ο άνθρωπος, και δη ο μοναχός, εν αγώνισμα έχει: να συνηθίση να «καρτερή τον αόρατον Θεόν ως ορών». Δύσκολον όμως δια την αδεξιότητά και την αμέλειάν μας. Ακατόρθωτον δια την φύσιν μας. Κατορθωτόν, παρά ταύτα, διότι το λέγει, το θέλει ο θεάνθρωπος Κύριος. Και είναι πάντοτε αληθής.

Ασφαλώς, το μοναστήρι προάγει τους καρπούς του Πνεύματος, το οποίον καθιστά τον άνθρωπον έτερον και τον μεθιστά εις κοινωνόν θεότητος. Διότι, τω όντι, το Πνέυμα εξασκεί και ανυψοί τον άνθρωπον. Η ζωή του μοναχού είναι δυναμική, δεχομένη πρόοδον
και αναβάσεις, κατανόησιν, αίσθησιν, «όρασιν» Θεού. Ο μοναχός χωρών και εμφορούμενος τους τύπους, εναποθηκεύει εις αυτόν τα μυστήρια του Θεού και ετοιμάζει το πλήρωμα της καρδίας, την θεϊκή κατά πόδας αναζήτησιν του Υιού του Θεού και το φως της Βασιλείας. Πρέπει να το μάθη αυτό ο άνθρωπος. Όλη η μοναχική αγωγή και ζωή οδηγεί εις αυτό.
Είναι το ιδικό μας άθλημα.

Ο ορατός άνθρωπος ζη δια να έχη τον αόρατον Θεάνθρωπον. Δεν είμεθα τυχαίοι! Πνεύμα θείον μας εποίησε και πνοή Παντοκράτορος μας διδάσκει. Διʹ αυτό αι καρδίαι ζητούν ένα πρόσωπον πατρικόν δια να αισθάνονται υιοί Θεού. Και έχουν παν δικαίωμα να γνωρίζουν και να ερωτούν∙ «Ακουσόν μου, Κύριε, ίνα καγώ λαλήσω∙ ερωτήσω δε σε, συ με δίδαξον».

Δια την αδυναμίαν μας, όμως, μας χρειάζεται ένας ορατός και σύμμορφος συνάνθρωπος, δια να κατέχη την θέσιν του Θεού. Ευδοκεί και δίδει εις το πλάσμα του ο Πλάστης ως πλάστην ένα ομόδουλον και σύμφυρτον Γέροντα, δια να είναι αυτός το «τέλος του πόλου», το άκρον, το τέρμα, το κέντρον, ο άξων της ζωής του. Αυτός γίνεται το κριτήριον, το βάθος και το ύψος δια τον μοναχόν, ώστε να φθάνη ο μοναχός εις «την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού».

Διʹ αυτό οι υποτακτικοί εις τας σχέσεις αυτών προς τον Γέροντα αναφέρονται συχνά δια την ζωήν των, τας πτώσεις, τας ανορθώσεις και δη τα οσιακά πάθη, εις τα οποία εξασκούνται και εθίζονται, ως και δια την πορεία της προσευχής με την οποίαν κατακτούν την ποθητήν «πόλιν».

Η πνευματική πατρότης είναι μία αρμονική συνεργία μοναχού και Γέροντος δια την παιδαγωγίαν της ελευθερίας και την καλλιέργειαν της προσωπικότητος. Η δε μαθητεία δεν καταντά εις προσωπολατρεία αλλά εις θεοφορίαν εν ταπεινώσει και ανδρεία.

Η πνευματική γεωργία καθιστά τον πνευματικόν εργάτην δυνατόν, πεπειραμένον,
ζωηρόν, παλαιστήν. Ετοιμάζει το αύριον, παλεύει με τον Θεόν και τον νικά! Έτσι αποκτά
«καταστολήν δόξης» και τιμάται ως «φύτευμα Κυρίου εις δόξαν». Ο γεωργών και φυτεύων και αγωνιζόμενος στεφανούται. Ο Κύριος θα τον ενθυμήται και τω ονομάτι αυτού θα τον καλή. Και θα λάβη «στέφανον κάλλους και διάδημα βασιλείας εκ χειρός Θεού».

 


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |