»Προχωρούσαμε δέκα έως δώδεκα χιλιόμετρα την ημέρα. Τον υπόλοιπο χρόνο καθόμαστε κάπου και διαβάζαμε. Του διάβασα απ' την Φιλοκαλία όλα όσα είναι γραμμένα για την Προσευχή της καρδιάς, με την σειρά την οποία μου έδειξε κάποτε ο μακαρίτης ο πνευματικός μου οδηγός, αρχίζοντας από τον Νικηφόρο τον μονάζοντα και τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη.
Κυριακή 7 Αυγούστου 2016
5.Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή
»Προχωρούσαμε δέκα έως δώδεκα χιλιόμετρα την ημέρα. Τον υπόλοιπο χρόνο καθόμαστε κάπου και διαβάζαμε. Του διάβασα απ' την Φιλοκαλία όλα όσα είναι γραμμένα για την Προσευχή της καρδιάς, με την σειρά την οποία μου έδειξε κάποτε ο μακαρίτης ο πνευματικός μου οδηγός, αρχίζοντας από τον Νικηφόρο τον μονάζοντα και τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη.
»Με πόση προσοχή και προθυμία άκουγε, ενώ
η χαρά είχε ξεχυθεί στο πρόσωπό του! Έπειτα άρχισε να μου υποβάλλει τέτοιες
ερωτήσεις που δύσκολα μπορούσα να βρίσκω να του δίνω τις κατάλληλες απαντήσεις.
Όταν διαβάσαμε τα απαραίτητα απ' την Φιλοκαλία, με παρεκάλεσε με επιμονή να του
δείξω τον τρόπο με τον οποίο ο νους συναντάται με την καρδιά και σταλάζει μέσα
της το θείο όνομα του Ιησού Χριστού, που φέρνει την ανείπωτη χαρά της επιτυχίας
της εσωτερικής Προσευχής. Του τα εξήγησα,
λοιπόν, ως εξής:
"Τώρα εσύ επειδή
είσαι τυφλός δεν
ημπορείς να δεις
τίποτα. Όμως ασφαλώς μπορείς με
τη μνήμη και με τη φαντασία σου να σχηματίσεις στο μυαλό σου μιαν εικόνα, μια
παράσταση ενός ανθρώπου, ενός ζώου, ενός δένδρου, ενός σπιτιού, όπως τα είχες
δει στο παρελθόν όταν είχες την όρασή σου. Δεν ημπορείς, λοιπόν, να σχηματίσεις
πλήρη εικόνα των χεριών σου, των ποδιών σου, όπως όταν θα είχες υγιή την όρασή
σου";
"Βεβαιότατα, μπορώ", απήντησε.
"Φαντάσου, λοιπόν, την εικόνα της
καρδιάς σου, κατά τον ίδιον τρόπο, γύρισε τα άφωτα, έστω, μάτια σου προς αυτήν
και κράτησε την εικόνα της αυτή, όσο δυνατότερα και καθαρότερα μπορείς. Τα
αυτιά σου θα ακροώνται όσο περισσότερο μπορούν ένα - ένα τους κτύπους της. Όταν
το επιτύχεις αυτό, άρχισε πάλι την προσπάθεια να συνηθίσεις να προσκομίζεις τα
λόγια της Προσευχής με τον κάθε ένα κτύπο. Έτσι στον πρώτο κτύπο πες με το
μυαλό σου: "Κύριε", στον δεύτερο, Ιησού", στον τρίτο,
"Χριστέ", στον τέταρτο,
"ελέησον", στον πέμπτο, "με".
"Αυτό δεν θα σταματάς να το
επαναλαμβάνεις συνεχώς και θα το οικειοποιηθείς εύκολα, επειδή έχεις ήδη
κατορθώσει να βάλεις τα θεμέλια και να κτίσης τον πρώτον όροφο του παλατιού της
εγκάρδιας προσευχής.
"Το δεύτερο στάδιό της είναι, όπως
σου είπα ήδη, η προσαρμογή της στην αναπνοή σου, όπως οι άγιοι Πατέρες μάς
δίδαξαν.
"Σύμφωνα με την δεύτερη και υψηλή
αυτή περίοδο, θα εισπνέεις λέγοντας στο μυαλό σου: "Κύριε Ιησού
Χριστέ" και με την εκπνοή θα συμπληρώνεις λέγοντας νοερά "ελέησόν
με". Ενέργησε αυτό όσο πιο συχνά μπορείς και θα αισθανθείς ύστερα από
κάμποσο χρόνο ένα ευχάριστο πόνο στην κάρδια σου και μια θερμότητα να σε
καταλαμβάνει. Τότε με τη χάρη του Θεού θα μπεις μέσα στη χαρά της
"αυτενεργούσης προσευχής της καρδιάς"! Τότε όμως πρέπει να προσέχεις
και να ασφαλίζεις τον εαυτό σου από τον κίνδυνο των διαφόρων οραμάτων που θα
σου παρουσιασθούν. Μη παρασύρεσαι και μη παραδέχεσαι κανένα απ' αυτά, επειδή οι
άγιοι Πατέρες επιμένουν αφάνταστα στο γεγονός, ότι πρέπει η εσωτερική προσευχή
να κρατηθεί μακριά κι ελεύθερη απ' τα οράματα, επειδή αυτά είναι πολύ επισφαλή
και ρίχνουν την ψυχή σε τρομερούς πειρασμούς και κινδύνους".
»Ο τυφλός φάνηκε σαν να ρούφηξε
κυριολεκτικά όλα αυτά που του είπα και άρχισε να τα εφαρμόζει όπως τα άκουσε
αμέσως περισσότερο όμως τις νύχτες, όταν διακόπταμε για πολλές ώρες την πορεία.
Πέντε ημέρες αργότερα άρχισε να αισθάνεται γλυκιά θερμότητα στην καρδιά του και
άρρητη ευτυχία, πήρε δε πλέον η υπόλοιπη ταλαιπωρημένη ζωή του, περιεχόμενο και
ανείπωτη παρηγοριά στην Προσευχή την ασίγαστη, που τον έκανε να καίγεται
κυριολεκτικά απ' την αγάπη προς τον γλυκύτατο Ιησού. Από
καιρό σε καιρό
έβλεπε φως, αν
και δεν ημπορούσε
να το προσδιορίσει
επακριβώς. Μερικές φορές όταν ο τυφλός έκανε την είσοδο στην καρδιά του,
του φαινόταν πως έβλεπε κάτι σαν φλόγα που την πυρπολούσε, βγαίνοντας δε απ'
έξω απ' αυτήν, τον πλημμύριζε με φως. Με το φως αυτής της φλόγας ημπορούσε να
βλέπει απομακρυσμένα πράγματα κι αφανή γεγονότα. Άλλη μια φορά του συνέβη το
εξής: Περπατούσαμε μέσα από ένα δάσος. Είμεθα και οι δυο σιωπηλοί, δοσμένοι
ολότελα στην Προσευχή, όταν ξαφνικά μου είπε:
"Τι κρίμα! Η εκκλησία καίγεται εκεί.
Το καμπαναριό της έπεσε κάτω συντρίμμι φοβερό"!
"Σταμάτησε το απατηλό δράμα, του
είπα. Είναι του πειρασμού. Πρέπει αυτές τις φαντασίες να τις αποδιώχνεις
αμέσως. Πώς μπορείς να βλέπεις πράγματα που συμβαίνουν στην πόλη, από την οποία
απέχουμε δεκατρία ολόκληρα χιλιόμετρα";
»Με υπάκουσε και προχώρησε στην Προσευχή.
Το βραδάκι φθάσαμε στην πόλη και είδαμε στην πραγματικότητα αρκετά σπίτια
καμένα και ένα ξύλινο κωδωνοστάσιο πεσμένο. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος και
θαύμαζαν όλοι το συμβάν του καμπαναριού, που έπεσε χωρίς να προξενήσει πουθενά
την παραμικρότερη ζημιά. Ερώτησα πότε συνέβη η πυρκαγιά και είδα ότι έγινε
ακριβώς την ώρα που την είδε ο τυφλός, όταν είμεθα ακόμη στο δάσος. Αρχίσαμε οι
δυο μας να συζητούμε γι' αυτό:
"Είχες την γνώμη ότι το όραμα ήταν
απατηλό, μου είπε, αλλ' όμως, ό,τι είδα, συνέβη στην πραγματικότητα. Πώς μπορώ
να μη δοξάζω με δάκρυα τ' όνομα του Κυρίου Ιησού, που εκχύνει την Χάρη του σ'
ανθρώπους μωρούς και τυφλούς και αμαρτωλούς, σαν κι εμένα; Σε ευχαριστώ και
σένα θερμά, που με δίδαξες την προσευχή της ενεργείας της καρδιάς".
"Λάτρευε τον Κύριο Ιησού, του είπα
και Αυτόν ευχαρίστησε με όλο σου το είναι. Αλλά προσπάθησε να μη θεωρείς το
όραμά σου σαν απ' ευθείας ενέργεια της Χάριτος του Θεού, επειδή γεγονότα σαν
αυτό που είδες είναι
δυνατόν να συμβαίνουν
σύμφωνα και με
τους φυσικούς νόμους.
Η ψυχή του ανθρώπου δεν δεσμεύεται απ' την ύλη ή τον
χώρο. Μπορεί πολλές φορές να δει και μέσα στο σκοτάδι και να διακρίνει γεγονότα
που συμβαίνουν μακριά, αλλά δεν πρέπει να τα περιβάλλουμε όλα αυτά με πίστη ότι
είναι αποτελέσματα χριστιανικής αρετής και θείας Χάριτος. Οι δυνάμεις που
έχουμε μέσα μας, ατονούν και εξαφανίζονται κάτω από το παχυλό βάρος των υλικών
μας σωμάτων, των υλικών σκέψεών μας και φροντίδων. Αλλ' όταν
αυτοσυγκεντρωνόμαστε, και απομακρυνόμαστε από κάθε τι που μας περιβάλλει και
γινόμαστε πιο τέλειοι, σαν εξαϋλωμένοι, η ψυχή τότε επανέρχεται στον πραγματικό
της εαυτό και εργάζεται με αδέσμευτες όλες μας τις δυνάμεις. Έτσι, ό,τι συνέβη
σε σένα προηγουμένως, δεν είναι κάτι το υπερφυσικό. Άκουσα κάποτε από τον
μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό που έλεγε, ότι ακόμη και άνθρωποι, χωρίς να
έχουν μπει στα βασίλεια της προσευχής της καρδιάς, συμβαίνει πολλές φορές να
κατέχουν την ικανότητα αυτή, ή συμβαίνει να την αποκτούν κατά το διάστημα μιας
αρρώστιας που οι δυνάμεις του σώματος υποχωρούν αφήνοντας ελευθερία κινήσεως
στις διάφορες ικανότητες της ψυχής. Τότε μέσα στο σκοτάδι, διακρίνουν πνεύματα
ανθρώπων που ευρίσκονται μακριά, επικοινωνούν με ψυχές που ευρίσκονται στον
άλλο κόσμο και άλλοτε διαβάζουν εις των συνανθρώπων των τις σκέψεις. Αλλ' αυτό
που προέρχεται κατ ευθείαν απ' του Θεού τη Χάρη στην περίπτωσιν της εσωτερικής
προσευχής, είναι το γέμισμα της καρδιάς από γλυκύτητα και ευφροσύνη, τις οποίες
"οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι"3, [3 Προς Κορινθίους B΄ 12:4] επειδή δεν υπάρχει στην γη κάτι ανάλογο δια να
συγκριθούν, αντίθετα δε όλες οι χάρες της γης υστερούν, όσο κι αν παραβληθούν
με την πνευματική αυτή γλυκύτητα και ευφροσύνη".
»Ο τυφλός φίλος μου με άκουγε με πολλή
προσοχή και έγινε ακόμη πιο ταπεινός. Η προσευχή ανδρώθηκε μέσα στην καρδιά του
και τον γέμιζε με αγαλλίαση. Χαιρόμουνα μέσα απ' την ψυχή μου και ευχαρίστησα
με την καρδιά μου τον Θεό που ευδόκησε να γνωρίσω ένα τόσον ευλογημένο δούλο
Του.
»Φθάσαμε τέλος στο Τομπόλσκ. Οδήγησα τον
τυφλό στο άσυλο και φεύγοντας τον χαιρέτησα με τον ασπασμό της χριστιανικής
αγάπης.
»Περιπλανήθηκα ένα περίπου μήνα χωρίς να
βιάζομαι για τίποτα, έχοντας βαθειά συναίσθηση του τρόπου με τον οποίο το
αγαθόν υπάρχει, ζει, διδάσκει, και παρακινεί τους ανθρώπους να το υιοθετήσουν.
Διάβασα πολλά από την Φιλοκαλία και βεβαιώθηκα απ' αυτή, ότι όλα ήσαν σωστά όσα
είχα πει στον τυφλό. Η προθυμία υπέκαψε και τον ιδικό μου ζήλο, για ευγνωμοσύνη
και αγάπη προς τον Θεό. Η προσευχή της καρδιάς μου, μου έδινε τόσην ανακούφιση
ώστε αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε ευτυχέστερο πλάσμα από εμένα στην γη και
διαλογιζόμουν πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ευτυχία, στην Βασιλεία των Ουρανών. Η
αγαλλίαση αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην ψυχή μου μέσα, αλλά και όλο τον άλλο
κόσμο γύρω μου τον έβλεπα ότι ήταν βουτηγμένος στην ομορφιά και την ευφροσύνη.
Το κάθε τι μου προξενούσε αυθόρμητες ευχαριστίες προς τον Θεό. Τους ανθρώπους,
τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, όλα τα θεωρούσα σαν συγγενικά μου πλάσματα, και
διέβλεπα μέσα σ' αυτά την μαγεία της μυστηριώδους δύναμης του Θεού. Μερικές
φορές η χαρά μ' έκανε να νομίζω ότι δεν περπατούσα, αλλά πετούσα. Άλλοτε
συγκέντρωνα τις σκέψεις μου στον εαυτόν μου και θαύμαζα την λεπτομέρεια, την
σκοπιμότητα, την τελειότητα και την σοφία με την οποίαν πλάστηκαν για να
εργάζονται, όλα τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Τέλος η πολλή μου
χαρά μ' έκανε να θεωρώ τον εαυτό μου σαν κυρίαρχο όλου του κόσμου. Σ' αυτές τις
καταστάσεις της πνευματικής ευτυχίας, ευχόμουν να έλθει ο θάνατος, για να
μετατεθώ απ' την ευτυχία της γης, αμέσως στην ευφροσύνη των ουρανών και να
προσκυνήσω το "υποπόδιον των ποδών του Κυρίου", μαζί με τα πνεύματα
εκείνων που ελεήθηκαν απ' Αυτόν.
»Παρ' ότι φαινόμουνα ότι έπλεα σε πελάγη
πνευματικής ευτυχίας χαρισμένης απ' του Θεού την συγκατάβαση, όμως, κάπου -
κάπου αισθανόμουν ένα είδος σαν φόβο και σεισμό στην καρδιά μου. Σκεπτόμουν ότι
κάποια καινούργια φασαρία ή ατυχία θα έπεφτε επάνω μου, όπως τότε μ' αυτή την
χωριατοπούλα που της δίδαξα την Προσευχή του Ιησού Χριστού. Τέτοια σύννεφα
σκέψεων τριγυρνούσαν στο μυαλό μου και θυμήθηκα τα λόγια του Ιωάννου του
Καρπαθίου που λένε: "Ο διδάσκαλος πρέπει συχνά να ταπεινώνεται και να
υποφέρει ατυχήματα και πειρασμούς, για να διδάσκονται τα
πνευματικά του παιδιά". Πολέμησα
αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις
και προσευχήθηκα αυτή την φορά με θέρμη πρωτοφανή. Η Προσευχή απόδιωξε
όλες αυτές τις ανησυχίες και καταλαμβάνοντας πάλι την καρδιά μου με έκανε να πω
στον εαυτό μου, "γενηθήτω το θέλημα του Θεού —είμαι έτοιμος για τις
αδυναμίες μου και την υπερηφάνεια που υποβόσκει μέσα μου να υποφέρω ο,τιδήποτε
στείλει ο Χριστός σ' εμένα", γιατί και αυτοί στους οποίους είχα την ευκαιρία
να διδάξω το μυστικό
της εισόδου στην
καρδιά καθώς και
την εσωτερική προσευχή, πολύ
πριν με συναντήσουν, είχαν
προπαρασκευαστεί απ' την απ' ευθείας μυστική του Θεού διδασκαλία.
»Ειρηνευμένος με τις τελευταίες σκέψεις
και αποφάσεις, άρχισα τον δρόμο με την Προσευχή. Είχε βρέξει δυο
ολόκληρες ημέρες και
ο δρόμος ήτο
τόσο λασπωμένος ώστε
με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να περπατώ. Βάδισα, λοιπόν,
παραπλεύρως στην στέπα, μιαν ολόκληρη απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων. Δεν
συνάντησα πουθενά ψυχή ζώσα. Επί τέλους βράδυ - βράδυ, συνάντησα ένα μοναχικό
σπίτι, κτισμένο από
το δεξιό μέρος του δρόμου. Χάρηκα επειδή
θα μπορούσα να παρακαλέσω να μείνω το βράδυ εκεί κι ως
την άλλην ημέρα θα είχε ο Θεός, ίσως δε υποχωρούσε και η κακοκαιρία. Όπως
ζύγωσα, είδα να κάθεται σ' ένα πεζούλι ένας γέρος μισομεθυσμένος, φορώντας ένα
χονδρό στρατιωτικό μανδύα. Τον χαιρέτησα και του είπα:
"Ποιόν θα μπορούσα να παρακαλέσω να
μου επιτρέψει να μείνω το βράδυ εδώ";
"Ποιος άλλος από εμένα θα μπορούσε να
δώσει την άδεια; φώναξε δυνατά. Εγώ είμαι ο αφέντης εδώ. Αυτό εδώ είναι το
ταχυδρομείο και εγώ είμαι ο υπεύθυνος".
"Θα μ' αφήσετε, λοιπόν, να περάσω την
νύκτα στο σπίτι σας"; "Έχεις ταξιδιωτική άδεια; δώσε μου ό,τι άλλο
επίσημο χαρτί έχεις".
»Του έδωσα το διαβατήριό μου και ενώ το
κρατούσε με ρώτησε: "Πού είναι το διαβατήριό σου";
"Αυτό είναι που κρατείτε στα χέρια
σας", του απήντησα. "Τότε, λοιπόν, έλα μέσα", μου είπε.
»Φόρεσε τα γυαλιά του, διάβασε το
διαβατήριο απ' την αρχή μέχρι το τέλος και είπε:
"Εν τάξει είναι. Μείνε εδώ τη νύκτα.
Εγώ είμαι καλός άνθρωπος, πιες μια βότκα".
"Δεν πίνω, δεν ήπια ποτέ μου",
απήντησα. Καλά, τότε πιες ό,τι θέλεις. Πιες νερό σκέτο, δεν με νοιάζει. Πάντως
κάθισε να δειπνήσουμε μαζί".
»Κάθισαν στο τραπέζι, αυτός και η
μαγείρισσά του, μια νέα γυναίκα, που είχε και αυτή πιει κάμποσο, με παρεκάλεσαν
δε να καθίσω κι εγώ. Λογόφερναν σ' όλο το διάστημα του φαγητού, βριστήκανε
αρκετά και στο
τέλος πιαστήκανε στα
χέρια. Ο άνδρας
επήγε να κοιμηθεί
στο ανώγι, ενώ η
μαγείρισσα άρχισε να πλένει τα πιάτα εξακολουθώντας το υβρεολόγιο. Κάθισα σε
μια καρέκλα και σκεπτόμουν ότι θα περάσει κάμποση ώρα μέχρις ότου τελειώσει. Σε
λίγο την ερώτησα πού θα κοιμηθώ, επειδή ήμουν πάρα πολύ κουρασμένος απ' την
πεζοπορία. "Θα σου φτιάξω το κρεβάτι σου" μου απάντησε κι έστρωσε
πάνω σε δυο πάγκους κοντά στο παράθυρο, μια κουβέρτα, δείχνοντάς μου επί πλέον
κι ένα μαξιλάρι. Εξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ. Η μαγείρισσα
απασχολήθηκε ακόμη για κάμποσο, έπειτα έσβησε τη φωτιά και έφυγε για να
κοιμηθεί.
»Δεν είχε περάσει, όμως, λίγη ώρα, όταν
ξαφνικά, το παράθυρο δίπλα μου, η κορνίζα, τα τζάμια, τα εξώφυλλα έγιναν
κομμάτια, ενώ συγχρόνως ένας τρομερός κρότος τρύπησε τ' αυτιά μου. Όλο το σπίτι
φάνηκε πως έφυγε απ' τη θέση του κι ένα ξεφωνητό ακούστηκε. Όλα αυτά τρόμαξαν
την μαγείρισσα και καθώς γύρισε πάλι στο δωμάτιο για να δει τι συμβαίνει,
παραπάτησε και έπεσε κάτω στο πάτωμα. Πετάχτηκα κι εγώ τρομαγμένος, νομίζοντας
ότι η γη είχε ανοίξει εμπρός στα πόδια μου. Μέσ' στον τρόμο μου, είδα δυο
αμαξάδες να φέρνουν μέσα στο δωμάτιο έναν άνδρα, του οποίου το κεφάλι δεν
ξεχώριζε από τα αίματα. Αυτό με τρόμαξε περισσότερο. Ο τραυματίας ήταν
ταχυδρόμος του Τσάρου και είχε φθάσει στον σταθμό αυτόν για ν' αλλάξει άλογα. Ο
οδηγός δεν υπολόγισε καλά την στροφή και το ένα από τα τιμόνια κτύπησε στο
παράθυρο, που ήταν γωνιακό, ενώ ο τροχός του αμαξιού υπεχώρησε σ' ένα χαντάκι
που ήταν μπροστά και όλο το αμάξι έκανε ένα άσχημο αναποδογύρισμα. Ο
αγγελιαφόρος του βασιλέως έπεσε έξω από το αμάξι και κτύπησε πολύ το κεφάλι του
σ' ένα στύλο. Ο τραυματίας παρακάλεσε να του δέσουν το τραύμα, ήπιε ένα ποτήρι
βότκα και φώναξε:
"Άλογα"!
»Προχώρησα προς το μέρος του και του είπα:
"Δεν πρέπει, κύριε, με το τραύμα που
έχετε να ταξιδέψετε, νύχτα καιρό".
"Ένας πιστός του Τσάρου δεν έχει
καιρό να αρρωστήσει", απήντησε, για να φύγει σε λίγο, μόλις τον ετοίμασαν.
»Οι αμαξάδες σήκωσαν την μαγείρισσα απ' το
πάτωμα, που είχε μείνει αναίσθητη, και την έφεραν κοντά στην σόμπα, λέγοντας:
"Δεν έχει τίποτα, σε λίγο θα συνέλθει". Ο οικοδεσπότης ήπιε ένα
ποτήρι βότκα και ξαναπήγε στο κρεβάτι του. Έτσι έμεινα μόνος. Σε λίγο η γυναίκα
συνήλθε, σηκώθηκε, περπάτησε κάμποσο μέσα στο δωμάτιο και παραληρώντας βγήκε
έξω από το σπίτι. Ο φόβος που επήρα
μου φάνηκε ότι
μου νέκρωσε τις
δυνάμεις μου και
αφού άφησα τον
εαυτό μου να προσευχηθεί για λίγο, κοιμήθηκα, ενώ η ώρα
ήταν λίγο πριν από τα χαράματα.
»Το πρωί ξεκίνησα και μόλις προχώρησα
λιγάκι, άρχισα την Προσευχή με πίστη, με βεβαιότητα και με ευχαριστίες προς τον
Πατέρα των πάντων, η ευλογία και η συγκατάνευση Του οποίου με είχαν σώσει από
τόσους παλαιούς και προσφάτους κινδύνους.
»Έξι χρόνια αργότερα περνούσα έξω από ένα
γυναικείο μοναστήρι και μπήκα μέσα στην εκκλησία του για να προσευχηθώ. Η
ηγουμένη, μια ευγενέστατη γυναίκα, με καλωσόρισε και με προσκάλεσε να πάρω τσάι
μετά τη Λειτουργία. Όλως απρόοπτα μερικοί ξένοι εζήτησαν να την δουν, βγήκε,
λοιπόν, έξω, αφήνοντάς με με μερικές καλογριές, που περίμεναν να τελειώσει το
τσάι, για να της μιλήσουν για τις διάφορες δουλειές του μοναστηριού.
»Ερώτησα μιαν απ' αυτές, αυτήν ακριβώς που
μας σερβίριζε το τσάι και που φαινόταν ψυχή με πολλή ταπείνωση, πόσα χρόνια
είχε στο μοναστήρι.
"Πέντε χρόνια", μου απήντησε.
"Είχε πάθει το μυαλό μου και με τη
δύναμη του Θεού, βρήκα εδώ τη γιατρειά μου. Μετά το θαύμα που συνέβη σε μένα
και βρήκα την υγεία μου, έλαβα το σχήμα και αφιερώθηκα στον Θεό με την φροντίδα
της αγίας ηγουμένης".
"Πώς σου συνέβη να αρρωστήσεις";
την ξαναρώτησα.
"Από φόβο, μου απήντησε. Εργαζόμουν
σε ένα απομεμακρυσμένο ταχυδρομείο, και μια βραδιά ένα αμάξι έπεσε
επάνω στο παράθυρό
του και συνέτριψε
τα πάντα. Τόσο
πολύ τρόμαξα ώστε
δεν συνήλθα από τότε παρά ύστερα από ένα ολόκληρο χρόνο, όταν ο Θεός
φώτισε τους δικούς μου να με φέρουν σε τούτο εδώ το άγιο μοναστήρι".
»Όταν τα άκουσα αυτά, χάρηκε στα βάθη της
η ψυχή μου, που είδα, με τα μάτια μου τα ίδια πόσους τρόπους έχει ο
Θεός για να
ομιλεί και να
ξυπνά απ' τον λήθαργο
της αμαρτίας, τις
ψυχές των ανθρώπων.
»Είδα κι ένα σωρό άλλα πράγματα κατά τις
προσκυνηματικές μου πορείες, είπα στον εξομολογητή μου, αλλά δεν μας φθάνουν
τρεις ολόκληρες ημέρες και νύχτες να σου τα εξιστορήσω όλα. Όμως απ' αυτά ένα
γεγονός δεν ημπορώ να μη σου το διηγηθώ.
»Μιαν ολοκάθαρη καλοκαιρινή ημέρα,
παρατήρησα ένα κοιμητήριο, κοντά στο δρόμο, που είχε κι ένα σπιτάκι για
τον ιερέα δίπλα
στην εκκλησία. Αυτή
την στιγμή κτυπούσαν
οι καμπάνες για
την Λειτουργία και προχώρησα προς τα εκεί για να πάω κι εγώ. Ορισμένοι
επίσης που κατοικούσαν εκεί γύρω, ήσαν στον δρόμο για το ίδιο εκκλησάκι, πολλοί
δε απ' αυτούς αντί να μπούνε μέσα παρέμεναν έξω και κάθονταν επάνω στο χορτάρι.
Όπως με είδαν να βιάζομαι για να μπω μέσα, μου είπαν: "Μη σπεύδεις γιατί
θα μείνεις ορθός πολλή ώρα μέχρις ότου αρχίσει η Ακολουθία. Όλες οι Ακολουθίες
εδώ αργούνε πάρα πολύ, επειδή η υγεία του παπά δεν είναι τόσο καλή και δεν
ημπορεί να βιάζεται".
»Πραγματικά ο Όρθρος και η Λειτουργία
κράτησαν πάρα πολύ. Ο παπάς ήταν νέος άνθρωπος, μα πολύ ωχρός
και αδύνατος. Λειτούργησε
εξαιρετικά αργά, αλλά
με πολύ μεγάλη
προσοχή και αφοσίωση και προτού
τελειώσει, κήρυξε ένα απλό αλλά όμορφο λόγο εποικοδομητικό, πώς να αυξανόμαστε στου
Θεού την αγάπη.
Μου είπε να
φάμε μαζί και να μείνω
κοντά του. Κατά
το διάστημα του γεύματος του είπα: "Πόσο αργά αλλά και με πόση
κατάνυξη λειτουργήσατε, πάτερ μου"!
"Μάλιστα, απήντησε, αλλά των ενοριτών
μου δεν αρέσει αυτό και όλο μουρμουρίζουν. Τι να κάνω όμως, θέλω να εμβαθύνω
και να χαίρομαι την ομορφιά κάθε ευχής προτού την απαγγείλω. Χωρίς αυτή την
εμβάθυνση και τα ανάλογα συναισθήματα, κάθε λέξις που απαγγέλλεται είναι
ανωφελής και γι' αυτόν που την λέγει και γι αυτούς που την ακούν. Το κάθε τι
πρέπει να συγκεντρώνεται στην εσωτερική ζωή και την εσωτερική προσευχή. Αλλά είναι
λίγοι αυτοί που καταλαβαίνουν αυτά τα μεγάλα ζητήματα κι αυτό συμβαίνει γιατί
νεκρώνεται μέσα τους η τάση και η επιθυμία για πνευματικά".
"Όμως για να αποκτήσει κανείς και να
διατηρήσει αυτήν την επιθυμία και την τάσι για τα πνευματικά και την κατανόησή
τους, θα συναντήσει ίσως, μεγάλες δυσκολίες", του είπα, για να κατορθώσω
να μάθω περισσότερα.
"Δεν είναι δύσκολο καθόλου, μου
απήντησε. Για να αποκτήσει κανείς πνευματική φώτιση και να γίνει άνθρωπος της
συγκεντρωμένης εσωτερικής ζωής, πρέπει να συνηθίσει να παίρνει ένα κομμάτι,
μισή ή μια σελίδα της Αγίας Γραφής και να συγκεντρώνεται σ’ αυτό μερικές ώρες
για κάμποσες ημέρες με όλη του την δύναμη, έτσι δε ύστερα από μια τέτοιαν
επανάληψι, θα πάρει φως και θα αποκτήσει κατανόηση. Συγχρόνως πρέπει με τον
ίδιο τρόπο να προσεύχεται, για να γίνει δε η προσευχή του καθαρή, αληθινή και
ευχάριστη, πρέπει να αποτελείται από λίγες δυνατές και περιεκτικές λέξεις που
θα τις εκλέξει ο άνθρωπος και θα τις επαναλαμβάνει συχνά για ένα μεγάλο
διάστημα. Μετά απ' αυτά θα βρει ευφροσύνη πραγματική στην Προσευχή".
»Η διδασκαλία αυτή του εφημερίου με
ευχαρίστησε πάρα πολύ. Πόσο απλή και πρακτική ήταν, αλλά συγχρόνως και πόσο
βαθειά και σοφή. Ευχαρίστησα τον Θεό με την σκέψη μου, που ευδόκησε να γνωρίσω
ένα τέτοιον εκκλησιαστικό ποιμένα.
»Όταν το φαγητό τελείωσε, μου είπε: Εσύ να
κοιμηθείς λιγάκι τώρα, κι εγώ θα διαβάσω την αυριανή περικοπή του Ευαγγελίου,
για να ετοιμασθώ για το κήρυγμα".
»Μπήκα, λοιπόν, στην κουζίνα, όπου δεν
υπήρχε κανείς, εκτός από μια πολύ γριά γυναίκα, που καθόταν σε μια γωνιά κι
έβηχε δυνατά. Εκάθησα μπροστά σε ένα μικρό παράθυρο, έβγαλα τη Φιλοκαλία από το
σακίδιό μου κι άρχισα να διαβάζω. Σε λίγο άκουσα πως η γριά ψιθύριζε αδιάκοπα
την Προσευχή του Χριστού. Αυτό με ευχαρίστησε και με εξέπληξε συγχρόνως κι έτσι
της είπα: "Τι όμορφο πράγμα είναι να προφέρει κανείς συνεχώς το άγιο όνομα
του Κυρίου σε διαρκή προσευχή! Δεν είναι αυτό μια απ' τις πια θρησκευτικές και
τις πιο γλυκές χριστιανικές πράξεις";
"Μάλιστα! απήντησε. Το "Κύριε
ελέησον" είναι το μόνο πράγμα στο οποίο μπορώ να ακουμπήσω και να αναπαύσω
τα γεράματά μου".
"Την έχεις από πολύ καιρό συνηθίσει
αυτού του είδους την προσευχή";
"Αφ' ότου ακόμη ήμουν νέα, γιατί η
προσευχή αυτή με έσωσε από την καταστροφή και τον θάνατο". "Πώς; Σε
παρακαλώ, πες μου, για του Θεού την δόξα και για της ίδιας της Προσευχής τη
χάρη".
»Έβαλα την Φιλοκαλία μέσα στο σακίδιό μου
πάλι και πλησίασα κοντά της ν' ακούσω, ενώ αυτή άρχιζε την ιστορία της:
"Ήμουν ένα νέο κι όμορφο κορίτσι. Οι
γονείς μου με είχαν αρραβωνιάσει με ένα νέο. Την παραμονή του γάμου, εντελώς
ξαφνικά, ο αρραβωνιαστικός μου, σε επίσκεψή του στο σπίτι μας, έπαθε μια ζάλη,
έπεσε κάτω και ξεψύχησε αυτοστιγμεί, χωρίς να βγάλει μιλιά.
"Το ξαφνικό αυτό και τρομερό ατύχημα
με φόβισε και με συνέτριψε τόσο πολύ, ώστε απεφάσισα να μην παντρευτώ πια. Εις
την απόφασή μου αυτή έμεινα σταθερή. Όταν δε πέρασε η επιρροή του γεγονότος,
και ηρέμησαν τα συναισθήματά μου, σκέφθηκα τελικά να αφιερωθώ σε
προσκυνηματικές πορείες, αλλά με ταλαιπωρούσε ο φόβος ότι δεν θα το κατόρθωνα
ποτέ, επειδή ήμουν γυναίκα και θα ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδεύω μόνη μου. Μια
ηλικιωμένη γυναίκα όμως με δίδαξε την Προσευχή του Κυρίου και μου είπε, ότι
αυτή θα γίνει η βακτηρία μου και η ασπίς μου στους τυχόν κινδύνους που θα
μου παρουσιαστούν ώστε
όλους να τους
υπερνικήσω και κανείς
να μη με
βλάψει. Προσκύνησα και στα πιο απόμερα μέρη της Ρωσίας και Σιβηρίας,
τίποτα δε ποτέ δεν μου συνέβη. Οι γονείς μου όσο ζούσαν μου έδιναν πάντοτε
χρήματα για τα ταξίδια. Τώρα που γέρασα κλονίστηκε και η υγεία μου, αλλ' ο
παπάς εδώ μου παρέχει τροφή και στέγη".
»Έμεινα συντετριμμένος από εκείνα που
άκουσα, επειδή σ' αυτά είδα ένα τόσο ζωντανό παράδειγμα για την εκδήλωση του
Ελέους, της Προνοίας, και της Χάριτος του Θεού. Εζήτησα την ευλογία του σεμνού
ιερέως και ξανάρχισα τον δρόμο μου.
»Έπειτα πάλι, ενώ βάδιζα στην περιοχή
αυτήν εδώ, της διοικήσεως του Καζάν, είχα την ευκαιρία να μάθω επί πλέον, πώς η
δύναμις της προσευχής του Ονόματος του Χριστού φανερώνεται καθαρά και ισχυρά
και σ' αυτούς ακόμη που την χρησιμοποιούν, μόνον επαναλαμβάνοντάς την συχνά και
πώς φέρνει τους ευλογημένους καρπούς της γρήγορα και με τρόπον ασφαλή.
»Συνέβη, λοιπόν, να μείνω μια νύχτα σ' ένα
Ταταρικό χωριό. Τη στιγμή κατά την οποία, έφθασα κι έμπαινα μέσα, είδα ένα
ρωσικό αμάξι και τον αμαξά, έξω από το παράθυρο μιας από τις καλύβες. Τα άλογα
έβοσκαν εκεί γύρω.
»Ευχαριστήθηκα, επειδή παρ' ότι το χωριό
ήταν μουσουλμανικό, θα εμένα τη νύκτα με τους περαστικούς αυτούς χριστιανούς.
»Πλησίασα και ερώτησα που πήγαιναν. Έμαθα δε
ότι ταξίδευαν από το Καζάν προς την Κριμαία.
»Όταν μιλούσα με τον αμαξά, ο κάτοχος του
αμαξιού έσυρε τις κουρτίνες, με κοίταξε μέσα απ' το αμάξι και είπε: "Θα
μείνω κι εγώ την νύκτα εδώ, μα δεν τόλμησα να μπω σε καμιά από αυτές τις
ταταρικές καλύβες γιατί είναι απαίσιες. Θα κοιμηθώ, λοιπόν, μέσα στο
αμάξι". Έπειτα βγήκε έξω και κάναμε μια βόλτα, κουβεντιάζοντας κάτω απ'
την εξαιρετική αστροφεγγιά. Μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά μου είπε και για
τον εαυτό του τα ακόλουθα: "Μέχρι τα εξήντα πέντε μου χρόνια ήμουν
πλοίαρχος στο ναυτικό αλλ' όπως προχωρούσε η ηλικία μου, με κατέλαβε μια δυνατή
ισχιαλγία αθεράπευτη. Για τον λόγο αυτό, απεχώρησα από την υπηρεσία και ζούσα
σε μιαν αγρέπαυλη της συζύγου μου στην Κριμαία.
"Η γυναίκα μου, όμως, δυστυχώς,
ήταν πολύ ιδιότροπη και φοβερή χαρτοπαίκτης. Με παράτησε, λοιπόν,
μόνο μου και άρρωστο, επήρε όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού και το υπηρετικό
προσωπικό και πήγε να μείνει στο Καζάν με την κόρη της, που ήταν πανδρεμένη μ'
ένα δημόσιον υπάλληλο. Το μόνο που μου άφησε ήταν ένας υπηρέτης, βαπτιστικός
μου, οκτώ ετών παιδάκι. Έμεινα τρία ολόκληρα χρόνια στην κατάσταση αυτήν. Το
παιδάκι που ήταν κοντά μου ήταν έξυπνο και εργατικό, με περιποιείτο, μου
μαγείρευε, άναβε τη σόμπα και μου έφτιαχνε το σαμοβάρι. Αλλά συγχρόνως ήταν
πολύ ζωηρό και έκανε ένα σωρό ζημιές, κτυπούσε απρόσεκτα τις πόρτες, φώναζε και
με ενοχλούσε υπερβολικά. Όπως ήμουν άρρωστος, ταλαιπωρημένος και
απογοητευμένος, άρχισα να διαβάζω
συνεχώς, έπεσε δε
στα χέρια μου,
ευτυχώς, ένα θαυμάσιο
βιβλίο για την Προσευχή του Ιησού, γραμμένο από τον άγιο
Γρηγόριο τον Παλαμά. Το διάβαζα συνεχώς και επανειλημμένως και συνήθισα αρκετά
την Προσευχή, αλλ' ο βαπτιστικός μου με τη φασαρία του, μου διασπούσε την
προσοχή συνεχώς και ούτε συμβουλές ούτε τιμωρίες μπορούσαν να έχουν καμιά
επίδραση επάνω του. Τέλος εφήρμοσα την ακόλουθη μέθοδο: Τον έβαλα να κάθεται σ'
ένα κάθισμα δίπλα μου και τον υποχρέωνα να απαγγέλλει την επίκληση του Ιησού
Χριστού, χωρίς καθόλου να σταματά.
"Εις την αρχή αντέδρασε πάρα πολύ,
όπως ήταν φυσικό, και έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να την αποφύγει.
Εγώ όμως επήρα μια βέργα και τον φοβέριζα να υπακούσει και να υποταχθεί. Έτσι
έλεγε την επίκληση χωρίς την θέλησή του, ενώ εγώ ή έλεγα το ίδιο μαζί του, ή
διάβαζα από το βιβλίο του αγίου Γρηγορίου. Μόλις το παιδί σταματούσε, του
έδειχνα το ξύλο που κρατούσα κι έτσι φοβόταν κι εξακολουθούσε.
"Με αυτόν τον τρόπο, γλύτωσα από τις
φασαρίες του και βασίλευσε η ησυχία στο σπίτι μου.
"Έπειτα από κάμποσο χρονικό διάστημα
αντιλήφθηκα ότι η απειλή της βέργας ήταν περιττή, επειδή το παιδί υπάκουε
πρόθυμα πια σε ό,τι του έλεγα, παρατήρησα δε ακόμη ότι ο χαρακτήρας του είχε
μεταβληθεί, είχε παύσει να είναι ενοχλητικό, ήτο ήρεμο και γλυκύ και έκανε τις
δουλείες στο σπίτι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Άρχισα, λοιπόν, με ευχαρίστηση
να του αφήνω περισσότερη ελευθερία.
"Ποιο δε νομίζεις ότι ήταν το
αποτέλεσμα; Άκουσε, λοιπόν! Συνήθισε τόσο πολύ την Προσευχή του Ιησού, ώστε την
έλεγε συνεχώς όλη μέρα, χωρίς πια κανείς να του την επιβάλει. Όταν τον ερώτησα
σχετικώς με αυτό, μου είπε ότι, καταλαβαίνει μέσα του μιαν ακατανίκητη ώθηση
και επιθυμία να την λέγει ακατάπαυστα".
"Και τι αισθάνεσαι όταν λέγεις την
προσευχή"; τον ξαναρώτησα.
"Τίποτε, μου απήντησε, καταλαβαίνω
μόνον ότι είναι καλό να την λέγω". "Τι εννοείς όταν λες ότι είναι
καλό να την λέγεις";
"Δεν ξέρω, δεν ημπορώ να το εξηγήσω
ακριβώς".
"Εννοείς ότι σε κάνει να αισθάνεσαι
χαρά"; "Ναι, χαρά, πολλή χαρά! απήντησε.
"Ήταν δώδεκα ετών όταν κηρύχθηκε ο
Κριμαϊκός πόλεμος και εγώ μεταφέρθηκα από την Κριμαία στο Καζάν. Τον επήρα μαζί
μου. Έμεινε με τους άλλους υπηρέτες στην κουζίνα, αλλά πολύ τον στενοχωρούσαν
οι φασαρίες τους.
"Ήλθε και μου παραπονέθηκε, ότι οι
άλλοι με τα παιγνίδια τους και τις κοροϊδίες, τον εμπόδιζαν από την Προσευχή.
Τέλος ύστερα από τρεις μήνες ήλθε και μου είπε:
"Θα φύγω για τον τόπο μου, γιατί
υποφέρω πάρα πολύ από την φασαρία".
"Και πώς θα ταξιδέψεις μόνος σου μια
τόση μεγάλη απόσταση; του είπα. Περίμενε και θα σε πάρω μαζί μου όταν θα πάγω
κι εγώ".
"Την άλλην ημέρα ο βαπτιστικός μου
αυτός εξαφανίσθηκε.
"Φάγαμε τον τόπο να ψάχνουμε, αλλά ο
μικρός πουθενά δεν ευρέθη.
"Τέλος έλαβα ένα γράμμα από την
Κριμαία, από τους ανθρώπους μας που εργάζονταν στα κτήματά μας εκεί, που μου
ανήγγειλαν ότι το παιδί ευρέθη πεθαμένο μέσα στο ακατοίκητο σπίτι, την Δευτέρα
της Λαμπρής, 4 Απριλίου.
"Ήτο ξαπλωμένο στο δάπεδο του
δωματίου μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Φορούσε το ίδιο ελαφρό
σακάκι του, όπως και στο σπίτι όταν έκανε τις διάφορες δουλειές. Έτσι όπως το
βρήκαν, το έθαψαν με συγκίνηση στον κήπο.
Όταν έλαβα αυτά τα νέα, επήγα πραγματικά
να χάσω το μυαλό μου. Πώς έφτασε ο μικρός τόσο σύντομα από τα Ουράλια στην
Κριμαία; Τον χάσαμε στις 26 Φεβρουαρίου και ευρέθηκε νεκρός στις 4 Απριλίου.
Μόνον ένας ταξιδιώτης, με του Θεού τη βοήθεια και με καλά άλογα, θα μπορούσε να
καλύψει σε ένα μήνα την απόσταση αυτή, που είναι τρεις χιλιάδες διακόσια
χιλιόμετρα, βαδίζοντας εκατό χιλιόμετρα περίπου την ημέρα! Χωρίς ρούχα, χωρίς
χρήματα, χωρίς ταξιδιωτική άδεια! Εάν υποθέσουμε ότι κάποιος ταξιδιώτης
τον πήρε στο
αμάξι του, και
πάλι μια τέτοια
ευκαιρία δεν ημπορεί παρά
να οφείλεται στου
Θεού την επέμβαση
και τη χάρη.
Ο βαπτιστικός μου
αυτός απήλαυσε τους καρπούς της Προσευχής, συμπλήρωσε ο κύριος αυτός και
προσέθεσε, εγώ όμως πεπειραμένος και γέρος άνθρωπος δεν έφθασα ακόμη στο ύψος
που έφτασε εκείνος".
»Έπειτα από λίγο του είπα: "Το βιβλίο
του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που μου αναφέρατε προηγουμένως ότι το διαβάσατε,
είναι σπουδαίο. Το γνωρίζω κι εγώ, αλλά πραγματεύεται μόνο για την προφορική
Προσευχή του Χριστού, Πρέπει όμως να διαβάσετε την Φιλοκαλία. Εκεί δε θα βρείτε
τα πάντα, για να μελετήσετε πώς να αποκτήσετε την πνευματική Προσευχή του Ιησού
Χριστού στο μυαλό και την καρδιά και θα διδαχτείτε ακόμη πώς να γευθείτε του
γλυκού καρπού της". Του έδειξα συγχρόνως και το ίδιο το βιβλίο της
Φιλοκαλίας. Ευχαριστήθηκε από την συμβουλή μου και υπεσχέθη ότι θα αγοράσει και
αυτός ένα αντίτυπό της, ενώ εγώ αναλογιζόμουν μέσα στο μυαλό μου τους τρόπους
με τους οποίους η δύναμις του Θεού εκδηλώνεται δια μέσου της Προσευχής αυτής:
Πόση σοφία και διδαχή υπήρχε στην ιστορία που μόλις είχα ακούσει! Η ράβδος
έκανε ώστε να διδαχθεί η Προσευχή στο παιδί, ενώ έπειτα απετέλεσε παρηγοριά και
βοήθεια σ’ αυτό. Δεν είναι, λοιπόν, οι θλίψεις μας και οι δοκιμασίες που
συναντούμε στο δρόμο της Προσευχής όπως η ράβδος, στου Θεού τα χέρια; Προς τι,
λοιπόν, να τρομάζουμε και να ενοχλούμαστε όταν ο ουράνιος Πατέρας μας, από
απέραντη αγάπη επιτρέπει διάφορες θλίψεις, αφού εκείνες μας παροτρύνουν στο
καλό και στην προθυμία να μάθουμε τον τρόπο πώς να προσευχόμαστε, γεγονός που
έχει ως αποτέλεσμα ανέκφραστη παρηγοριά για τον καθένα μας";
Όταν τελείωσα, λέγοντας όλα αυτά στον
εξομολόγο μου, πρόσθεσα: «Συγχώρησέ με, πάτερ μου, φλυάρησα πάρα πολύ,
και οι άγιοι
Πατέρες ονομάζουν φλυαρία
και την πνευματική
συνομιλία ακόμη, όταν εκείνη διαρκή πάρα πολύ. Είναι πια καιρός να πάγω
για να συναντήσω το συνταξιδιώτη μου, να φύγουμε για την Ιερουσαλήμ. Εύχου για
μένα τον άθλιο αμαρτωλό, ο Θεός με το έλεός του, να ευλογήσει το ταξίδι μου»!
«Με όλη μου την καρδιά το εύχομαι αυτό,
αδελφέ μου, απήντησε. Είθε η χάρις του Θεού, που αγαπά τα πάντα, να φωτίσει τον
δρόμο σου, και να σε συνοδεύσει σ' όλο το διάστημα του μακρινού σου ταξιδιού,
όπως ο άγγελος Ραφαήλ συνόδευσε τον Τωβία».
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου