Η Ιερά Μονή Ιβήρων ιδρύθηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα από τον άγιο Ιωάννη τον Ίβηρα λίγο μετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας και της Βατοπαιδίου. Ο άγιος Ιωάννης μόνασε κοντά στον άγιο Αθανάσιο και σύντομα ήλθαν και άλλοι Ίβηρες. Ανάμεσά τους ήταν και ο γυναικάδελφός του Ιωάννης Τορνίκιος. Ο Ιωάννης Τορνίκιος ως μοναχός κλήθηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β΄ και μαζί κετέστειλαν την ανταρσία του στρατηγού Βάρδα του Σκληρού. Από τα λάφυρα και τις αυτοκρατορικές δωρεές διευρύνθηκε η παλαιότερη μονή του Κλήμεντος και δημιουργήθηκε η μονή των Ιβήρων. Ο άγιος Ιωάννης και ο κατά σάρκα γιος του άγιος Ευθύμιος ‐συνκτίτορας της μονής και μετέπειτα ηγούμενος‐, αναδείχθηκαν σε φωτιστές των Ιβηριτών.
Κυριακή 7 Αυγούστου 2016
7. Ιερά Μονή Ιβήρων
Η Ιερά Μονή Ιβήρων ιδρύθηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα από τον άγιο Ιωάννη τον Ίβηρα λίγο μετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας και της Βατοπαιδίου. Ο άγιος Ιωάννης μόνασε κοντά στον άγιο Αθανάσιο και σύντομα ήλθαν και άλλοι Ίβηρες. Ανάμεσά τους ήταν και ο γυναικάδελφός του Ιωάννης Τορνίκιος. Ο Ιωάννης Τορνίκιος ως μοναχός κλήθηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β΄ και μαζί κετέστειλαν την ανταρσία του στρατηγού Βάρδα του Σκληρού. Από τα λάφυρα και τις αυτοκρατορικές δωρεές διευρύνθηκε η παλαιότερη μονή του Κλήμεντος και δημιουργήθηκε η μονή των Ιβήρων. Ο άγιος Ιωάννης και ο κατά σάρκα γιος του άγιος Ευθύμιος ‐συνκτίτορας της μονής και μετέπειτα ηγούμενος‐, αναδείχθηκαν σε φωτιστές των Ιβηριτών.
Στην Ιβήρων από νωρίς προστέθηκαν άλλα
μικρότερα μονύδρια, όπως του Λεοντίου στη Θεσσαλονίκη, του Ιωάννη Κολοβού στην
Ιερισσό, του αγίου Σάββα του Χάλδου και του Κάσπακος. Τον 14ο αιώνα υπέστη
καταστροφές από πειρατές Καταλανούς και ενωτικούς της Δύσης. Η μονή ωστόσο θα
ορθοποδήσει με την αμέριστη συμπαράσταση των Παλαιολόγων και των ηγεμόνων της
Σερβίας και της Γεωργίας. Στις δύσκολες στιγμές του16ου αιώνα διάφοροι Γεωργιανοί ηγεμόνες
ευεργέτησαν τη μονή και την έβγαλαν από τα οικονομικά της αδιέξοδα.
Στη μονή των Ιβήρων είναι εγκατεστημένη η
εφέστια εικόνα του Αγίου Όρους, η Παναγία
η Πορταΐτισσα. Το 1651 αντίγραφο της εικόνας
στάλθηκε στην Μόσχα κατόπιν
πρόσκλησης της τσαρικής οικογένειας. Οι
εκεί θαυματουργίες της Παναγίας βοήθησαν στη συγκέντρωση χρημάτων, ενώ τους
παραχωρήθηκε και το μοναστήρι του αγίου Νικολάου στη Μόσχα. Η Ιβήρων δοκίμασε
τη λαίλαπα της φωτιάς το 1740 και το 1845. Αλλά η πυρκαγιά που κυριολεκτικά
αποτέφρωσε τη μονή ήταν αυτή του 1865. Στα χρόνια της Επανάστασης η μονή δωρίζει
τους θησαυρούς για τον Αγώνα, ενώ στο χώρο της έμεινε και ο εθνομάρτυρας Γρηγόριος
Ε΄. Ο τελευταίος Ίβηρας μοναχός κοιμήθηκε το 1955. Το μοναστήρι κατέχει την τρίτη
θέση στην ιεραρχία των μονών και από το 1990 αποτελεί κοινόβιο.
Το Καθολικό είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση
της Θεοτόκου. Ο αρχικός του πυρήνας χτίστηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα,
ακολούθησε μια μετασκευή στις αρχές του 11ου αιώνα και ανοικοδομήθηκε το 1513.
Γνωστά κειμήλια του Καθολικού είναι η περίφημη λεμονιά ‐αργυρή
επτάφωτη λυχνία‐ και η πόρτα από τον εξωνάρθηκα στη λιτή
φτιαγμένη από άργυρο και έβενο. Άλλοι γνωστοί θυσαυροί της μονής είναι ο λεγόμενος
σάκκος του Ιωάννη Τσιμισκή, η αρχιερατική στολή του πατριάρχη Διονυσίου Δ΄, το
μέγα ευαγγέλιο (δώρο του Πέτρου του μεγάλου), σκεύη, άμφια και κεντητά, καθώς
και τιμία λείψανα τουλάχιστον από 150 αγίους.
Στη βιβλιοθήκη της Ιβήρων περιέχονται πάνω
από 2,000 χειρόγραφα και 15 λειτουργικά ειλητάρια, και πάνω από 20,000 βιβλία,
με σπουδαία αρχέτυπα και παλαίτυπα. Στη μονή που ανέδειξε αγίους και λογίους ανήκουν
η σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, 11 Καθίσματα, και 26 Κελλιά. Το μοναστήρι διαθέτει
16 παρεκκλήσια και 10 εξωκκλήσια. Σήμερα αριθμεί περί τους 30 μοναχούς.
Η Ιερά Μονή Χελανδαρίου είναι κτισμένη στη
βορειανατολική πλευρά του Άθω. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ονομασία της μονής
πιθανότατα προέρχεται από τον ιδρυτή παλαιότερου μονυδρίου στον εκεί χώρο, ενώ άλλοι
δέχονται την ετυμολογία της λέξης από το βυζαντινό πλοίο «χελάνδιο».
Το μοναστήρι όπως σήμερα μας είναι γνωστό
ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα από τον ηγεμόνα της Σερβίας Στέφανο Νεμάνια και τον γιο
του Ράστκο, τους μετέπειτα μοναχούς Συμεών και Σάββα, που είναι ίσως και οι
λαοφιλέστεροι άγιοι της Σερβίας. Το Χελανδάρι αρχικά ανήκε στη μονή Βατοπαιδίου
αλλά παραχωρήθηκε στους αγίους Σάββα και Συμεών, και το 1198
με χρυσόβουλλο ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄
επικύρωσε τη σερβική κατοχή της μονής. Σταδιακά προσαρτήθηκαν στα όρια του
Χελανδαρίου πολλές άλλες μικρότερες ιστορικές μονές, όπως του Ζυγού, του Αγίου
Βασιλείου, της Κομίτισσας, του Κάλυκα, των Παπαρνικίων, του Ομολογητού, της
Στροβηλαίας και άλλες.
Η συνεχής επάνδρωσή του με νέο έμψυχο υλικό
από τη Σερβία και η αμέριστη υποστήριξη του σερβικού λαού και των ηγεμόνων του
εξασφάλησε την άνθηση και τη μακροημέρευση του μοναστηριού σε χρόνια δίσεκτα
κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ανάμεσα στους Σέρβους ηγεμόνες που βοήθησαν
κατά πολύ οικονομικά το Χελανδάρι ήταν ο Στέφανος Μιλούτιν (1282‐1321)
‐στο όνομα του οποίου ανεγέρθηκε ο ομώνυμος
πύργος που βρίσκεται στο δρόμο προς τον αρσανά της μονής‐
και ο Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512‐21). Τον 17ο
αιώνα η προσέλευση των Σέρβων μοναχών
ελαττώνεται ενώ η παρακμή σημειώνεται έντονα τον 18ο αιώνα, μετά την
καταστροφική πυρκαγιά του 1722. Την εποχή αυτή η μονή ουσιαστικά κατοικούνταν
από Βουλγάρους μοναχούς Η μονή δοκιμάστηκε και πάλι το 1891 από μια εξίσου ολέθρια
πυρκαγιά.
Το Χελανδάρι συμπαραστάθηκε ενεργά στους
εθνικούς αγώνες των Ελλήνων και στους
δυο παγκόσμιους πολέμους. Το Καθολικό του
μοναστηριού είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και κτίστηκε τον 14ο αιώνα.
Οι έξοχες αγιογραφίες που φέρει επιζωγραφήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Επίσης,
πίσω από το νεώτερο ξυλόγλυπτο τέμπλο υπάρχει το παλαιότερο μαρμάρινο τέμπλο
του Καθολικού. Η φιάλη της μονής είναι έργο του 18ου αιώνα, ενώ η τράπεζά της είναι
τόσο παλαιά όσο και το Καθολικό.
Η μονή κατέχει την τετάρτη θέση στην
ιεραρχία των μονών. Διαθέτει 11 παρεκκλήσια και 2 εξωκκλήσια, καθώς και 17
Κελλιά, 15 εκ των οποίων βρίσκονται στις Καρυές. Από τα μετόχια της μονής σήμερα
σώζωνται τρία: της Κομίτσας, της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Ιερισσό, και του Αγίου
Νικολάου στη Σωζόπολη της Χαλκιδικής. Ανάμεσα στα πολλά κειμήλια της μονής
ξεχωρίζουν η ασημένια λάρνακα του αγίου Συμεών με το κλήμα, οι καρποί του οποίου
έχουν λύσει τη στειρότητα πολλών γυναικών, οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας
της Τριχερούσας της Οδηγήτριας και της Αβραμιώτισσας. Επίσης, διακρίνονται κάποια
κεντητά άμφια και υφάσματα, δυο σταυροί με Τίμιο Ξύλο, το δίπτυχο με τις 24
μικρογραφίες, το καλάμι και το σάβανο του Χριστού και πολυθρόνες κοσμημένες με
φίλντισι. Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού περιέχονται 181 ελληνικοί και 809
σλαβικοί κώδικες, τουλάχιστον 20,000 έντυπα βιβλία εκ των οποίων 3,000 είναι
ελληνικά, καθώς επίσης και 400 έγγραφα διαφόρων γλωσσών. Στη μονή σήμερα
κατοικούν 22 μοναχοί.
Η Ιερά Μονή Διονυσίου ως «Νέα Πέτρα» είναι
κτισμένη πάνω σε στενό και απόκρημνο βράχο σε ύψος 80 μέτρων από τη θάλασσα
μεταξύ των μονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου. Κτίτορας της μονής είναι ο όσιος
Διονύσιος από την Κορυσό της Καστοριάς ο οποίος με πολλές δυσκολίες και κόπους
κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για την ανέγερση του μοναστηριού στο δεύτερο
μισό του 14ου αιώνα. Σʹ αυτή του την προσπάθεια ευγενικός χορηγός στάθηκε ο Αλέξιος
Γ΄ Κομνηνός, αυτοκράτορας της Τραπεζούντας παρακινούμενος και από τον μητροπολίτη
της πόλης Θεοδόσιο που ήταν αυτάδελφος του οσίου. Την πολιτική αυτή της δαψιλής
χορηγίας προς τη μονή συνέχισαν οι Παλαιολόγοι και αργότερα πολλοί ηγεμόνες της
Μολδοβλαχίας.
Ο πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ το 1389 με
σιγιλλιώδες γράμμα ανακηρύσει τη μονή πατριαρχική και κατʹ αυτό τον τρόπο λαμβάνει
αυτόνομη οντότητα. Με τη Διονυσίου συνδέεται και η σπουδαία προσωπικότητα του
αγίου Νήφωνα, πατριάρχη ΚΠόλεως, ο οποίος στα μέσα του 15ου αιώνα εκάρη μοναχός
της και μετά από πολλούς αγώνες επέστρεψε και πάλι στη μονή της μετανοίας του.
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Μολδαβοί Ράδουλος και ο διάδοχός του Νεάγκος
Βασσαράβας κτίζουν το υδραγωγείο και τον πύργο του μοναστηριού. Το 1539 μια
πυρκαγιά, ίσως η μοναδική τόσο ισχυρή στην ιστορία της μονής, αποτέφρωσε ικανό
μέρος των κτισμάτων της, που όμως σύντομα ανακαινίσθηκαν και αναπληρώθηκαν. Τον
16ο και 18ο αιώνα η μονή λόγω οικονομικών δυσχερειών μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμο,
αλλά στις αρχές του 19ου αιώνα θα επιστρέψει οριστικά στο κοινοβιακό σύστημα.
Το Καθολικό της μονής αφιερωμένο στο Γενέσιο
του Τιμίου Προδρόμου οικοδομήθηκε μαζί με τη μονή αλλά μια πυρκαγιά το 1534 το
κατέστρεψε. Ο νέος ναός είναι αυτός που ανοικοδομήθηκε αμέσως μετά τη χρονιά
του 1540. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού
φαίνεται πως έγιναν από τον εκπρόσωπο της Κρητικής
σχολής Τζώρτζη περί το 1546. Αξιόλογο είναι το επιχρυσωμένο τέμπλο του ναού και
οι τοιχογραφίες της Αποκάλυψης, η αρχαιότερη πλήρη εικαστική έκφραση της Αποκάλυψης
στον Ορθόδοξο χώρο.
Στη Διονυσίου βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα
της Παναγίας των Χαιρετισμών ή του
Ακαθίστου. Στο μoναστήρι υπάγονται 7 Κελλιά
και αρκετά Καθίσματα. Επίσης διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 6 εξωκκλήσια. Στη
Διονυσίου ανήκει και το μετόχι Μονοξυλίτης, όταν στα μέσα του 17ου αιώνα το πήρε
από τη Λαύρα. Η Διονυσίου κατέχει την πέμπτη θέση στην ιεραρχία των μονών. Στα
κειμήλια της μονής αριθμούνται πολλά λείψανα αγίων με πιο σημαντικά τη δεξιά
του τιμίου Προδρόμου και τα τίμια λείψανα του αγίου Νήφωνα. Άλλα σημαντικά κειμήλια
είναι μια ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης σε ελεφαντοστό, έργο του 10ου αιώνα,
κεντητά, σκεύη και άμφια. Στη βιβλιοθήκη της μονής βρίσκονται θυσαυρησμένα
1,100 χειρόγραφα, κάποια από αυτά εικονογραφημένα, και πανω από 15,000 βιβλία
με πολύτιμα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Η μονή ανέδειξε στον αιώνα μας ασκητικές μορφές
και λόγιους και σήμερα αριθμεί περί τους 50 μοναχούς.
Η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου βρίσκεται κτισμένη
κοντά στις Καρυές και είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Η ετυμολογία
του ονόματος σχετίζεται πιθανότατα με
δυο φάσεις της ζωής του μοναστηριού. Μονή
με το όνομα Κουτλουμούσι αναφέρεται ήδη σε έγγραφο του 1169 και θα πρέπει να
την ταυτίσουμε με την σημερινή. Ωστόσο δεύτερος ιδρυτής της μονής θεωρείται κάποιος
Κουτλουμούσης από την εκχριστιανισμένη δυναστεία των Σελτζουκιδών.
Τον 14ο αιώνα το Κουτλουμούσι έζησε δύσκολες
στιγμές με τις ληστρικές επιδρομές των Καταλανών που σφράγισαν μια πορεία
αποδυνάμωσης και κάμψης που είχε αρχίσει ήδη από τον12ο αιώνα. Η περίοδο ακμής
του μοναστηριού ήρθε με τη φωτισμένη καθοδήγηση του ηγουμένου Χαρίτωνα από την Ίμβρο
το δεύτερο μισό του14ου αιώνα. Ο Χαρίτων εξασφάλισε σημαντική βοήθεια από τον
Ιωάννη Βλαδισλάβο διατηρώντας τα προνόμια των Ελλήνων έναντι των εκεί εγκαταβιούντων
Ρουμάνων. Το 1393 το μοναστήρι κατεστάθηκε σταυροπηγιακό. Στις αρχές του 15ου
αιώνα Κουτλουμουσιανοί μοναχοί κατοίκησαν και προσάρτησαν την έρημη μονή του αγίου
Αλυπίου. Με πατριαρχικό σιγίλλιο το 1428 η μονή Αλυπίου απορροφήθηκε από το
Κουτλουμούσι αποκτώντας περισσότερη δύναμη.
Την ακμή διαθέχθηκε η παρακμή στην οποία
συνέβαλε και η μεγάλη πυρκαγιά του 1497. Το 1767 ακόμη μια πυρκαγιά κατέστρεψε
την ανατολική πλευρά της μονής. Η συνδρομή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Ματθαίου
Γ΄ υπήρξε καθοριστική στην ανακαίνιση της μονής. Τον 19ο αιώνα (1857 και 1870)
η φωτιά με σφοδρότητα έρχεται και πάλι να ζημιώσει τα κτίρια της μονής. Οι
επισκευές τελεσφόρησαν με τη φιλότιμη προσπάθεια του ηγουμένου Μελετίου. Η
τελευταία πυρκαγιά που συνέβη είναι αυτή του 1980, οι ζημίες της οποίας πρόσφατα
αποκαταστάθηκαν.
Το Καθολικό της Κουτλουμουσίου ανάγεται
στον 16ο αιώνα και αποτελεί κλασικό δείγμα αγιορειτικής αρχιτεκτονικής, ενώ οι
αρχικές αγιογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί. Η φιάλη και το κωδωνοστάσιο είναι έργα
του 19ου αιώνα. Στην κατοχή της μονής βρίσκονται
18 Κελλιά και η ωραία σκήτη του Αγίου
Παντελεήμονος (1790) με 22 Καλύβες. Ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας είναι το ξυλόγλυπτο
τέμπο. Η μονή διαθέτει 7 παρεκκλήσια και ισάριθμα εξωκκλήσια. Στο παρεκκλήσι
της Φοβεράς Προστασίας υπάρχει και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Στη μονή φυλάσσονται πολλά λείψανα αγίων, ιερά άμφια και ενδιαφέρουσες φορητές
εικόνες. Στη βιβλιοθήκη στεγάζονται 662 χειρόγραφα και περί τα 3,500 έντυπα
βιβλία. Το Κουτλουμούσι κατέχει την έκτη θέση στην ιεραρχία των μονών και όπως όλα
τα σημερινά αθωνικά καθιδρύματα είναι κοινόβιο. Οι μοναχοί του είναι περίπου
20.
Η Ιερά Μονή Παντοκράτορος βρίσκεται στη
βορειοανατολική πλευρά του Άθω και είναι παραθαλάσσια. Πλησίον της μονής υπήρχε
η αρχαία πόλη Θύσσος. Αν και μακραίωνη προφορική παράδοση θέλει ως κτίτορα της
μονής τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, από τις σωζώμενες μαρτυρίες εξάγεται το
συμπέρασμα ότι κτίτορες της μονής ήταν οι αδελφοί Αλέξιος (με το στρατιωτικό αξίωμα
του μέγα στρατοπεδάρχη) και Ιωάννης (αξιωματούχος της αυλής με τη θέση του μεγάλου
πριμμικηρίου).
Δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησαν οι
οικοδομικές εργασίες αλλά το 1358 το μοναστήρι υπήρχε ήδη, και εγκαινιάστηκε
ενδεχομένως το 1362 από τον πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Αρχαία μονύδρια που ενσωματώθηκαν
στην Παντοκράτορος είναι του Αγίου Αυξεντίου, Δωροθέου, Κυνόποδος, Ραβδούχου,
Φακηνού και Φαλακρού. Ο Αλέξιος απεβίωσε περί το
1368, ενώ ο Ιωάννης φαίνεται πως το 1384 είχε
αποσυρθεί στη μονή όπου και εκάρη μοναχός. Από τις πολλές δωρεές που προσέφεραν
τα αδέρφια αγοράστηκαν και τα περισσότερα μετόχια που η μονή είχε έως και τα μέσα
του αιώνα μας. Δώρο των αδελφών αποτελεί και η εικόνα του Παντοκράτορος Χριστού,
που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Ερμιτάζ στην Πετρούπολη της Ρωσίας.
Η Παντοκράτορος ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε
το 16ο αιώνα μετά από τα χρήματα που πρόσφεραν ηγεμόνες των παραδουνάβιων
περιοχών. Η μονή παρά τα ογκώδη χρέη της κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας δε χάνει
τη ζωτικότητά της. Στη μονή εγκαταβίωσαν σπουδαίες και αγιασμένες προσωπικότητες
όπως ο πατριάρχης Κάλλιστος Β΄ ο Ξανθόπουλος, ο Συμεών και ο Θεωνάς αρχιεπίσκοποι
Θεσσαλονίκης. Η μονή χτυπήθηκε από τη λαίλαπα της φωτιάς το 1393, το 1773 και τέλος
το 1948, ευτυχώς χωρίς ποτέ να καταστραφεί ολοσχερώς.
Το Καθολικό ‐αφιερωμένο στη
Μεταμόρφωση του Σωτήρος‐ χτίστηκε την ίδια εποχή με τη μονή, ωστόσο
είναι ευδιάκριτη η δική του αυτόνομη αρχιτεκτονική πορεία τόσο από πλευράς
αρχιτεκτονικής όσο και αγιογράφισης. Η αγιογράφιση του ναού ανάγεται στο τρίτο
τέταρτο του 14ου αιώνα και επιζωγραφίθηκε το 1854. Το κωδωνοστάσιο είναι κτίσμα
του 19ου αιώνα. Στη μονή φυλάσσονται αρκετά λείψανα αγίων όπως του αγίου
Ιωαννικίου του εν Ολύμπω της Βιθυνίας, Θεοδώρου του Στρατηλάτου, των αγίων Κοσμά
και
Δαμιανού, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, καθώς επίσης
και κειμήλια όπως μέρος της ασπίδας του αγίου Μερκουρίου και εικόνες του 14ου
αιώνα και μεταγενέστερες. Το τέμπλο του Καθολικού ίσως είναι και το παλαιότερο
του Αγίου Όρους. Ως εφέστια εικόνα της μονής τιμάται η Παναγία η Γερόντισσα,
που είναι μία από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού περιλαμβάνονται
περίπου 350 χειρόγραφοι κώδικες και περί τα 3,500 έντυπα. Τα έγγραφα της μονής
είναι ελληνικά, τουρκικά και ένα βλαχικό του
17ου αιώνα. Στη μονή βρίσκονται 7 παρεκκλήσια
και άλλα 7 εξωκκλήσια. Η Παντοκράτορος έχει την επικυριαρχία 5 Κελλιών στην
περιοχή των Καρυών, και κατά τους νεώτερους χρόνους απέκτησε πολλά μετόχια σε
Ελλάδα, Μ. Ασία και Βλαχία από τα οποία σήμερα δεν κατέχει κανένα. Στα εξαρτήματα
της μονής ανήκουν η σκήτη του Προφήτη Ηλία, 5 Κελλιά και 38 Καλύβες στην περιοχή
της Καψάλας. Η μονή κατέχει την έβδομη θέση μεταξύ των αθωνικών μονών και επανήλθε
στο κοινοβιακό σύστημα το 1992. Σήμερα έχει περί τους δεκαπέντε μοναχούς, που
αγωνίζονται για την ανακαίνισή τους.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου