Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφραση γεμάτη θυμό και αγανάκτηση που με έκαναν να με κυριεύσει μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κατά διάφορες εποχές κλέψει. Η θέα τους με τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο. Συγχρόνως φάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνει τον πρώτο σωρό και να λέει:
Κυριακή 7 Αυγούστου 2016
9. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή
Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφραση γεμάτη θυμό και αγανάκτηση που με έκαναν να με κυριεύσει μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κατά διάφορες εποχές κλέψει. Η θέα τους με τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο. Συγχρόνως φάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνει τον πρώτο σωρό και να λέει:
"Τι είναι αυτό; Τώρα θα το
πληρώσεις"! Τότε ξαφνικά το έδαφος βούλιαξε κάμποσο γύρω μου κι άρχισε να
με πιέζει απ' όλες τις πλευρές, τόσο σκληρά, ώστε δεν ημπορούσα να υποφέρω τον
πόνο και την λιποψυχία που με κατέλαβαν. Εφώναξα: "Λυπήσου με". Αλλά
χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, για δεύτερη φορά, ο παππούς μου δείχνοντάς μου έναν
άλλο σωρό επανέλαβε λέγοντας: "Τι είναι αυτό; Δώστε του μια σκληρότερη
πληρωμή". Τότε αισθάνθηκα τόσο βίαιο και μαρτυρικό πόνο κι αγωνία που δεν
ημπορούν να συγκριθούν με τίποτε παρόμοιο στην γη.
»Τέλος ο παππούς μου έφερε κοντά μου το
άλογο, που είχα κλέψει την προηγούμενη βραδιά και μου φώναξε: "Κι αυτό εδώ
τι είναι; Βασανίσου, λοιπόν, τώρα όσο πιο σκληρότερα παίρνει"!
»Αποτέλεσμα των λόγων αυτών ήτο ένας τόσο
σκληρός, τραχύς κι εξαντλητικός πόνος, που είναι αδύνατον να περιγραφή. Ήταν
σαν κάποιος να μου έβγαζε τους τένοντας απ' τις σάρκες μου, πράγμα που με έκανε
να κόβεται η αναπνοή μου, απ' τον πόνο που ακολουθούσε. Αισθάνθηκα ότι δεν θα
άντεχα πλέον κι ότι θα εμένα πια αναίσθητος στο λάκκο αυτό αλλά το άλογο την
ίδια στιγμή μου έδωσε ένα λάκτισμα στο μάγουλο, οπότε ξύπνησα τρέμοντας και
σπαρταρώντας απ' τον φόβο σαν το ψάρι.
»Εν τω μεταξύ είχε όχι μόνον ξημερώσει αλλ'
είχε βγει και ο ήλιος δυο κοντάρια ψηλά στον ουρανό. Αυτόματα έκανα μια ακούσια
κίνηση, πιάνοντας το μάγουλό μου, και είδα ότι ήτο πληγωμένο κι έτρεχε αίμα από
την πληγή. Όλα τα μέρη επίσης του σώματός μου, που είχα δει στον ύπνο μου πως
είχαν υποφέρει, τα αισθανόμουν σκληρά και πονεμένα σαν να τα είχαν τρυπήσει
χιλιάδες βελόνες. Ευρισκόμουν σε κατάσταση τέτοιου τρόμου που δεν ημπορούσα να
σηκωθώ. Το κτυπημένο μάγουλό μου έκανε αρκετό καιρό να περάσει κι ακόμα μέχρι
τώρα μπορείς να δεις το σημάδι που άφησε. Να, κοίταξέ το, δεν υπήρχε πριν από
το περιστατικό αυτό.
»Έτσι μετά από το τρομακτικό αυτό όνειρο
με κατελάμβαναν συχνά τύψεις και τρόμος Μόνον που το θυμόμουν έτρεμα και η
αγωνία κατελάμβανε την ψυχή και την καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, ως να εύρισκα
κάποια γαλήνη να
ηρεμούσα. Το χειρότερο,
όμως, όσο περνούσε
ο καιρός τόσον μεγάλωνε κι ο φόβος μου κι η ταραχή.
Άρχισα να αισθάνομαι ένα φόβο για τους ανθρώπους, γιατί με κατελάμβανε μια
ντροπή για όσα είχα κάμει, νομίζοντας πως όλοι γνώριζαν το ελεεινό μου
παρελθόν. Δεν ημπορούσα πια ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ από αυτή την συνεχή
οδύνη της ψυχής μου. Είχα καταντήσει σαν ένα σκιάχτρο. Σκέφθηκα να παραδοθώ
στην αστυνομία και να ομολογήσω όλες τις κλοπές και τις απάτες μου. Νόμιζα ότι ο
Θεός θα με συγχωρούσε αν λάβαινα τις ανάλογες τιμωρίες. Δεν είχα το θάρρος,
όμως, να το κάμω γιατί φοβόμουν τις ταλαιπωρίες της φυλακής. Έχασα ύστερα απ'
όλα αυτά κάθε είδος υπομονής και παρηγοριάς και σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλ'
έπειτα είδα ότι θα ήταν περιττή η αυτοκτονία γιατί όσο περνούν οι ημέρες όλο
και χάνω δυνάμεις, πιστεύω δε πως η ζωή που μου μένει είναι λίγη, επειδή
οπωσδήποτε, έτσι όπως πάω, θα πεθάνω. Τώρα πηγαίνω στο χωριό μου να δω έναν
ανεψιό μου και εκεί να πεθάνω στο μέρος που γεννήθηκα. Έχω έξι μήνες που ταξιδεύω, κάθε μέρα δε που περνά, με
κάνει και περισσότερο αξιολύπητο. Τι λες εσύ, φίλε μου, για όλα αυτά; Τι πρέπει
να κάνω; Αλήθεια! Είναι αδύνατο πια να υποφέρω περισσότερο»!
Ακούοντας όλη αυτή τη φοβερή και αληθινή
ιστορία με κομμένη την αναπνοή μου, δοξολόγησα του Θεού τη σοφία και την
αγαθότητα που ενεργεί με τόσο ποικίλους και θαυμαστούς τρόπους για να φέρει
τους αμαρτωλούς σε συναίσθηση. Του είπα, λοιπόν: «Αδελφέ μου, έπρεπε τις ώρες
του φόβου, και του τρόμου και της αγωνίας σου, να προσευχόσουν θερμά προς τον
Θεό. Αυτό θα ήτο η μεγάλη και αποτελεσματική θεραπεία των δεινών σου».
«Αλήθεια! Εις την ζωή μου, είπε, σκέφθηκα
ότι θα ήταν καταστροφή για μένα να τολμήσω να προσευχηθώ απ' ευθείας προς τον
Θεό».
«Όχι, αδελφέ μου, όχι! Ο Σατανάς έβαλε στο
μυαλό σου τον φόβο και τις σκέψεις αυτές για την προσευχή. Αγαπητέ μου, δεν
υπάρχει στο έλεος του Θεού όριο και πραγματικά λυπάται ο Θεός όταν δεν
συναισθάνονται οι άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν να ζητήσουν το έλεός Του, για
να τους συγχωρήσει Εκείνος, όλες τις αμαρτίες τους.
»Ο Θεός συγχωρεί χωρίς όριο αυτούς που
μετανοούν. Δεν ξέρουν οι δυστυχείς άνθρωποι να προσευχηθούν, δεν ξέρουν να πουν
ούτε την προσευχή του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Εσύ
θα κάνεις άριστα ν' αρχίσεις να λες αυτή την προσευχή χωρίς διακοπή».
«Α! Μάλιστα, την ξέρω αυτή την Προσευχή.
Την έλεγα μερικές φορές που συνέβαινε να έχω ανάγκη από περισσότερο θάρρος,
όταν επρόκειτο να κάνω κάποια κλεψιά».
«Άκουσε,
λοιπόν. Ο Θεός
δεν σε κατέστρεψε
όταν πήγαινες να
κάνεις κάτι κακό
κι έλεγες την Προσευχή αυτή. Πώς θα μπορούσε να προβεί
στην καταστροφή σου αφού η Προσευχή αυτή περιέχει τη λέξη του ελέους; Ο Σατανάς
φρόντισε να σε κάνει να μη την λες καθόλου, πρέπει δε να γνωρίζεις ότι, άσχετα
με τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό σου, αν επιμείνεις να λες την νοερά
Προσευχή του Χριστού θα λυτρωθείς πολύ γρήγορα από τους τρόμους και τα άλλα
βάσανά σου κι η γαλήνη του Θεού θα βασιλεύσει μέσα στην ψυχή σου. Θα γίνεις
αφοσιωμένος του Θεού άνθρωπος και θ' απαλλαγής απ' όλες τις αμαρτωλές σου
συνήθειες και τα πάθη. Σε βεβαιώνω γι' αυτό, γιατί έχω δει πραγματικά θαύματα
στην ζωή μου από την Προσευχή εκείνη».
Μετά απ' αυτά, του διηγήθηκα διάφορα
περιστατικά, που έδειχναν την εξαίσια δύναμη που η Προσευχή του Ιησού είχε
φέρει σε διάφορους αμαρτωλούς. Τέλος τον έπεισα να έλθει μαζί μου στην Παναγία
του Ποτσαέβ, το καταφύγιο των αμαρτωλών, για να εξομολογηθεί εκεί και να
κοινωνήσει πριν φθάσει στο χωριό του.
Ο στρατιώτης μου, άκουσε όλα όσα του είπα
με πολλή προσοχή, όπως τουλάχιστο κατάλαβα, και με χαρά συμφώνησε απόλυτα.
Πήγαμε μαζί μέχρι το Ποτσαέβ χωρίς να μιλά ο ένας προς τον άλλο, επειδή λέγαμε
νοερά την προσευχή του Ιησού σ' όλο το διάστημα. Μιαν ολόκληρη μέρα βαδίσαμε
έτσι. Την επομένη αισθάνθηκε, όπως μου είπε, πολύ καλύτερα και για πρώτη φορά
άρχισε να κυριαρχεί η ηρεμία μέσα του, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αισθανθεί.
Την τρίτη ημέρα φθάσαμε στο Ποτσαέβ και τον συμβούλευσα να μη διακόψει την
Προσευχή ούτε κατά το διάστημα της ημέρας, ούτε την νύκτα, όταν ήταν ξύπνιος,
τον βεβαίωσα δε ακόμη ότι το Πανάγιο Όνομα του Ιησού, που ο αόρατος εχθρός δεν
ημπορεί να το υποφέρει, θα τον ενδυνάμωνε για να σωθεί. Εις αυτό το σημείο του
διάβασα ένα κομμάτι από την Φιλοκαλία που έλεγε ότι αν και οφείλουμε να λέμε
πάντοτε την Προσευχή του Ιησού, είναι πολύ πιο απαραίτητο να την λέμε όταν
προπαρασκευαζόμαστε για την Αγία Κοινωνία.
Έκαμε
όπως του είπα
και του διάβασα
και εξομολογήθηκε, κι
ο πνευματικός του
επέτρεψε να κοινωνήσει. Μετά
ταύτα από καιρού εις καιρόν οι παλαιές αμαρτωλές τάσεις και σκέψεις τον
ενοχλούσαν, αλλά τις νικούσε εύκολα λέγοντας την Προσευχή αυτή. Την Κυριακή για
να σηκωθεί πρωί και να προφθάσει στον Όρθρο, έπεσε να κοιμηθεί ενωρίτερα από
βραδύς με την νοερά Προσευχή στα χείλη. Εγώ έμεινα αργότερα και μ' ένα ισχνό
φως διάβαζα απ' την Φιλοκαλία.
Είχε περάσει καμιά ώρα όταν αντιλήφθηκα
πως τον είχε πάρει πια ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, είκοσι πέντε λεπτά περίπου
αργότερα, έδωσε ένα τίναγμα κι σηκώθηκε ορθός, πήδησε κάτω απ' το κρεβάτι και
έτρεξε κατ' επάνω μου με δάκρυα στα μάτια και λόγια ευτυχίας στα χείλη και μου
είπε: «Ω, αδελφέ μου. Τι είδαν τα μάτια μου. Πόσον ήρεμος και ευτυχής είμαι
τώρα. Πιστεύω πια τέλεια, ότι ο Θεός επιθυμεί ζωηρά την σωτηρία των αμαρτωλών
και προς αυτούς κατευθύνεται η θεία Του στοργή. Δόξα σοι, Θεέ μου, δόξα νάχει
το Όνομά Σου».
Τρόμαξα και χάρηκα συγχρόνως, τον ερώτησα
δε να μου πει τι ακριβώς του είχε συμβεί.
«Μόλις με πήρε ο ύπνος, μου είπε, είδα πως
ήμουν σ’ αυτό το χλοερό λιβάδι που υπέφερα τα μαρτύρια. Εις την αρχήν
τρομοκρατήθηκα αλλά είδα τώρα αντί για το σύννεφο, ένα λαμπρό ήλιο να ανατέλλει
και ένα λαμπρότατο φως να φωτίζει γλυκά το λιβάδι. Τώρα υπήρχαν ακόμη μέσα στο
λιβάδι κόκκινα τριαντάφυλλα κι άλλα όμορφα λουλούδια. Ξαφνικά πάλι παρουσιάστηκε
ο παππούς μου και με
κοίταξε με τόσο
γλυκό βλέμμα, που
ποτέ πριν δεν
με είχε κοιτάξει
άνθρωπος. Με χαιρέτησε και μου
είπε: "Πήγαινε στο Ζιτομίρ στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, θα σε
προστατεύσουν εκεί στην εκκλησία. Κάθισε, λοιπόν, εκεί μέχρι το τέλος της ζωής
σου και προσεύχου χωρίς ποτέ να σταματήσεις κι ο Θεός θα είναι μαζί σου".
Αυτά μου είπε, κι αμέσως με σταύρωσε με το σημείο του σταυρού κι εξαφανίστηκε.
Δεν ημπορώ να εκφράσω πόσον ευτυχής είμαι τώρα. Αισθάνομαι σαν να ελαφρώθηκα
από ένα φοβερό βάρος που είχα στην ψυχή μου. Τώρα μου φαίνεται πως μπορώ να
πετάξω μέχρι τον ουρανό. Την στιγμή που ξύπνησα, τώρα πριν λίγες στιγμές,
αισθάνθηκα τέτοια ειρήνη, στην καρδιά και το μυαλό μου, που ποτέ πριν δεν είχα
στην ζωή μου αισθανθεί. Τώρα τι πρέπει να κάνω; Δεν πρέπει να φύγω αμέσως για
το Ζιτομίρ, όπως μου είπε ο παππούς μου; Θα φύγω, λοιπόν, αμέσως αφού
εξασφάλισα την εσωτερική μου γαλήνη με την νοερά προσευχή».
«Μα, αδελφέ μου, στάσου, του είπα, ακόμη
είναι νύκτα. Πώς μπορείς αμέσως να ξεκινήσεις, νύκτα καιρό; Κάθισε μέχρι το
πρωί να πάμε στον Όρθρο να προσευχηθούμε κι έπειτα φεύγεις, με του Θεού την
δύναμη».
Έτσι, μετά απ' αυτήν την συνομιλία, δεν
κοιμηθήκαμε πια, αλλά πήγαμε στην εκκλησία όπου κατά τη διάρκεια του Όρθρου,
προσευχηθήκαμε με δάκρυα στα μάτια κι όπως με βεβαίωσε αισθανόταν άρρητη γαλήνη
και προόδευε ειρηνικά
στην Προσευχή του
Ιησού. Μετά την
θεία Λειτουργία κοινώνησε κι
έπειτα έφαγε λίγο και ξεκίνησε για το Ζιτομίρ. Τον συνόδεψα μέχρι το δρόμο, που
αρχίζει για την πόλη αυτή και τον κατευόδωσα με χριστιανική χαρά και αγάπη.
Μετά από τα γεγονότα αυτά με τον φίλο μου,
άρχισα να σκέπτομαι για τον εαυτό μου. Πού θα πήγαινα τώρα; Τέλος απεφάσισα να
πάω πάλιν στο Κίεβο. Η σοφή διδασκαλία του πνευματικού που με εξομολόγησε με
τραβούσε προς τα εκεί, αλλ' επί πλέον μένοντας λίγο στο μέρος αυτό θα είχα ίσως
κάποια ευκαιρία να βρω κανέναν ευσεβή και φιλάνθρωπο να με βοηθήσει να πάω στην
Ιερουσαλήμ, ή τουλάχιστον στο Άγιον Όρος του Άθω. Έμεινα, λοιπόν, άλλη μιαν εβδομάδα
στο Ποτσαέβ χρησιμοποιώντας τον χρόνο μου αυτόν σε αναμνήσεις και συλλογισμούς
όλων αυτών τα οποία είχα δει και είχα συναντήσει στο διάστημα του τελευταίου
ταξιδιού μου. Επί πλέον έγραψα και σημειώσεις πολλών και διαφόρων ωφελίμων
πραγμάτων. Έπειτα ετοιμάστηκα για το ταξίδι, επήρα το σακίδιό μου, κι επήγα
στην εκκλησία για ν' αφιερώσω το ταξίδι μου αυτό στην Μητέρα του Χριστού. Όταν
τελείωσε η Λειτουργία είπα τις ιδιαίτερές μου προσευχές κι ετοιμαζόμουν ν'
αναχωρήσω, όταν καθ' ον χρόνο ευρισκόμουν έξω απ' την εκκλησία, ένας άγνωστος
μπαίνοντας μέσα με ρώτησε που θα μπορούσε ν' αγοράσει μια λαμπάδα. Τον οδήγησα
σύμφωνα με την ερώτησή του. Δεν ήταν πλούσια ντυμένος, αλλά τα ρούχα του ήταν
πολύ καθαρά κι ευπρεπή.
Επήγα και προσκύνησα το άγιο αποτύπωμα του
ποδιού της Παναγίας, προσευχήθηκα κάμποσην ώρα και ξεκίνησα. Είχα αρκετά
προχωρήσει όταν στον δρόμο μου είδα σ' ένα σπίτι ένα ανοιχτό παράθυρο όπου
παρατήρησα πως στεκόταν και διάβαζε ο άνθρωπος που με είχε ερωτήσει στην
εκκλησία για την λαμπάδα. Όπως περνούσα δίπλα του, έβγαλα το καπέλο μου και τον
χαιρέτησα, εκείνος δε αντιχαιρετώντας με μιαν υπόκλιση και κάνοντάς μου νεύμα
να πάω μέσα, μου είπε.
«Αν δεν απατώμαι είσαι προσκυνητής· δεν
είναι έτσι»;
«Μάλιστα», απήντησα.
Όταν μπήκα μέσα, θέλησε να μ' ερωτήσει
ποιος ήμουν και που πήγαινα. Του τα είπα όλα χωρίς να του κρύψω τίποτα. Μου
προσέφερε ωραίο τσάι κι άρχισε να μου μιλά: «Άκουσε, περιστέρι μου, μου είπε,
σε συμβουλεύω να πας
να προσκυνήσεις στο μοναστήρι
του Σολοβέσκυ. Υπάρχει εκεί
μια πολύ απομονωμένη και ήσυχη Σκήτη, που ονομάζεται Ανζέρσκυ. Είναι σαν
ένας δεύτερος Άθως, δέχονται δε τον καθένα εκεί, με καλοσύνη και στοργή. Η
δοκιμασία για τους δοκίμους για το μοναχικό σχήμα, συνίσταται σε διάβασμα, κατά
σειράν, του Ψαλτηρίου, τέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο. Σκοπεύω να πάω και εγώ
για να προσκυνήσω, επειδή τόχω τάξει να πάω μια φορά με τα πόδια. Δεν τολμώ,
όμως, να ταξιδεύσω έτσι μονάχος, επειδή ο δρόμος είναι πολύ ερημικός. Τι
θάλεγες να πηγαίναμε παρέα οι δυο μας; Εγώ θα έχω χρήματα και θ' αγοράζω
τρόφιμα και για τους δυο μας στο διάστημα του ταξιδιού. Έχω κι ακόμη μια
πρόταση. Εις τον δρόμο θα βαδίζουμε σε απόσταση ολίγων μέτρων ο ένας από τον
άλλον, για να μπορούμε έτσι να προσευχόμαστε νοερά ή θάχουμε από ένα μικρό
βιβλίο να διαβάζουμε, ή τέλος θα απασχολούμε το μυαλό μας με ιερές και
πνευματικές σκέψεις. Σκέψου το αυτό, αδελφέ μου, και μη μου αρνηθείς την παρέα
αυτή, που θα είναι ωφέλιμη πνευματικά και για τους δυο μας».
Όταν άκουσα την αναπάντεχη εκείνη
πρόσκληση την πίστεψα ότι ήταν σημείο της Παναγίας στην οποίαν είχα αφιερώσει
το ταξίδι μου αυτό. Χωρίς περισσότερη σκέψη συμφώνησα αμέσως. Έτσι αποφασίσαμε
να ξεκινήσουμε την επομένη. Περπατήσαμε τρεις ολόκληρες ημέρες ο ένας πίσω από
τον άλλο, σύμφωνα με την επιθυμία του πνευματικού φίλου. Εκείνος διάβαζε ένα
βιβλίο σ' όλο το διάστημα χωρίς να το αποχωριστεί απ' τα χέρια του, ούτε νύκτα
ούτε ημέρα. Μερικές φορές έκλεινε το βιβλίο για να παραδίδεται σε θείες και
ιερές σκέψεις. Το πρώτο βράδυ σταματήσαμε σ' ένα μέρος για να φάμε. Την ώρα που
τρώγαμε, ο σύντροφός μου και πάλιν είχε ανοικτό το βιβλίο εμπρός του και έριχνε
ματιές μέσα του. Είδα και εγώ το βιβλίο και αντελήφθην ότι ήταν Ευαγγέλιο. Τότε
του είπα:
«Επιτρέπεται να σε ερωτήσω γιατί ούτε μια
στιγμή δεν αφήνεις το Ευαγγέλιο από το χέρι σου, μέρα και νύκτα; Γιατί συνεχώς
το βαστάς και τόχεις μαζί σου»;
«Διότι, απήντησε, απ' αυτό και μόνον απ'
αυτό, διδάσκομαι συνεχώς».
«Και τι διδάσκεσαι ακριβώς»; συνέχισα.
«Την χριστιανική ζωή, αυτή που συνοψίζεται
στην προσευχή, θεωρώ ότι η προσευχή είναι το πιο ενδιαφέρον και το πιο
απαραίτητο πράγμα για την σωτηρία και το πρώτο καθήκον για τον κάθε χριστιανό.
Η προσευχή είναι το πρώτο βήμα στην αφοσιωμένη στον Θεό ζωή. Είναι το στέμμα
της. Για τον λόγο δε αυτόν το Ευαγγέλιο ορίζει την αδιάλειπτη προσευχή. Οι
διάφορες πράξεις ευσέβειας έχουν η κάθε μια τον καιρό της, αλλά όσον αφορά στην
προσευχή, εκείνη έχει ιδικό της τον κάθε είδους χρόνο. Χωρίς προσευχή κανείς
δεν ημπορεί να πράξει κανένα καλό και χωρίς το Ευαγγέλιο κανείς δεν ημπορεί να
μάθει τέλεια αυτό που είναι σχετικό με την προσευχή. Όλοι όσοι γεύθηκαν της
σωτηρίας με τον τρόπο της εσωτερικής πνευματικής ζωής, οι άγιοι διάκονοι του
Λόγου του Θεού οι ερημίτες και οι
ασκητές κι όλοι οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί, διδάχθηκαν από την συνεχή και
αλάνθαστη απασχόληση με τα βάθη του θείου Λόγου και από την αγιαστική ανάγνωση
του αγίου Ευαγγελίου. Οι πλείστοι απ' αυτούς είχαν το Ευαγγέλιο συνεχώς στα
χέρια τους και η διδασκαλία του για την σωτηρία, τους πότισε με το δίδαγμα που
συνοψίζεται στο: κάθισε κάτω στην σιωπή του κελιού σου και διάβαζε και
ξαναδιάβαζε συνεχώς το άγιο Ευαγγέλιο. Αυτός είναι ο λόγος που και εγώ όπως
αυτοί δεν το αποχωρίζομαι ποτέ από τα χέρια μου».
Ευφράνθηκα πραγματικά με τα τόσο λογικά
πράγματα που άκουσα από τον άνθρωπο αυτό και με την πρόοδο που αντιλήφθηκα πως
είχε στην προσευχή. Τον ερώτησα σε ποιο απ' τα τέσσερα Ευαγγέλια βρήκε την
διδασκαλία περί της προσευχής. «Και στους τέσσερεις Ευαγγελιστές, απήντησε, σε
κάθε λέξι όλης της Καινής Διαθήκης, διαβάζοντάς την με την σειρά. Έχω που
διαβάζω πολύν καιρό και φροντίζω να εμβαθύνω στην έννοια, αλλ' έχω ακόμη
καταλάβει ότι υπάρχει κάποια προοδευτική γραμμή, κάποια αλυσίδα, στην
διδασκαλία περί προσευχής, που αρχίζει από τον πρώτον Ευαγγελιστή και προχωρεί
συστηματικά μέσα σε πλαίσια μιας ορισμένης σειράς. Επί παραδείγματι στην αρχή -
αρχή, τίθεται η προσέγγιση, η εισαγωγή, όπως θα λέγαμε, στην διδασκαλία περί
προσευχής και ακολουθεί ο τύπος, δηλαδή η εξωτερίκευσή της με λόγια. Έπειτα
έχουμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις
υπό τις οποίες προσφέρεται η προσευχή,
έχουμε τον τρόπο της
διδασκαλίας της, διάφορα
παραδείγματα γι' αυτήν, και τέλος την μυστικιστική διδασκαλία περί εσωτερικής,
πνευματικής και αδιαλείπτου προσευχής, στο ευλογημένο όνομα του Ιησού. Η
προσευχή αυτή αποτελεί το υψηλότερο είδος προσευχής που είναι πολύ καλύτερης
μορφής από τον συνηθισμένο τύπο. Ακολουθούν τα περί αναγκαιότητας του είδους
της νοεράς προσευχής, οι ευλογημένοι καρποί της κ.λπ. Μ' ένα λόγο ευρίσκεται
στο Ιερό Ευαγγέλιο πλήρης και λεπτομερής γνώσις για την εφαρμογή της προσευχής,
με σύστημα και συνέπεια απ' την αρχήν ως το τέλος».
Ακούοντας αυτά, απεφάσισα να τον ερωτήσω
να μου δείξει όσα μου είπε με περισσότερη ακρίβεια. Του είπα, λοιπόν: «Επειδή
ενδιαφέρομαι να ακούω και να μιλώ για την προσευχή, περισσότερο από ο,τιδήποτε
άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο, θα ήμουν πολύ ευτυχής εάν θα μπορούσα να μάθω από σένα
με λεπτομέρειες αν είναι δυνατόν, την μυστική αυτήν αλυσίδα της διδασκαλίας
περί προσευχής. Για την αγάπη του Θεού, σε ικετεύω δίδαξέ μου την απ' το άγιο
Ευαγγέλιο».
Συμφώνησε με την παράκλησή μου και είπε:
«Άνοιξε το Ευαγγέλιό σου, κοίταξέ το και σημείωσε ό,τι θα σου πω». Μου έδωσε
ένα μολύβι και εξακολούθησε: «Λάβε την καλοσύνη και άρχισε να κρατάς
σημειώσεις, προσέθεσε. Άνοιξε το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ματθαίου πρώτα και
διάβασε στο έκτο κεφάλαιο από τον έκτο στίχο μέχρι τον ένατο. Βλέπεις ότι εδώ
έχουμε την προπαρασκευή ή την εισαγωγή που μας διδάσκει να μη κάνουμε την
προσευχή προς χάριν της ματαιοδοξίας και κατά επιδεικτικό τρόπον, αλλά να την
αρχίζουμε σε μοναχικό μέρος και ήσυχο και να προσευχόμαστε μόνον για την
συγχώρηση των αμαρτιών μας και την καλή μας επικοινωνία με τον Θεό κι όχι να
την μετατρέπουμε σ' ένα σωρό ανωφελή αιτήματα για κοσμικές επιδιώξεις, όπως
κάνουν οι εθνικοί».
Έπειτα διάβασε λίγο πιο κάτω στο ίδιο
κεφάλαιο από τον ένατο μέχρι τον δέκατο στίχο. «Μας δίδεται εδώ ο τύπος της
προσευχής, δηλαδή ο τύπος του περιεχομένου και των λέξεων με τις οποίες πρέπει
να εκφραζόμαστε κατά την προσευχή. Με μεγάλη σοφία ευρίσκονται εδώ
συγκεντρωμένα όλα τα καλά όσα χρειάζονται και όσα είναι επιθυμητά στην ζωή μας.
Συνέχεια, προχώρησε και διάβασε τους στίχους δεκατέσσερα και δεκαπέντε, του
ίδιου κεφαλαίου και θα βρεις εκεί τους όρους υπό τους οποίους η προσευχή
καθίσταται αποτελεσματική, επειδή εάν δεν συγχωρήσουμε αυτούς που μας έβλαψαν,
ο Θεός δεν θα συγχωρήσει τα δικά μας αμαρτήματα. Τώρα πέρασε στο έβδομο
κεφάλαιο και θα δεις εκεί στον έβδομο και τον δωδέκατο στίχο, πώς να επιτύχεις
στην προσευχή, πώς να γίνεις επίμονος στην ελπίδα από τις εκφράσεις που οδηγούν
σ’ αυτό και λένε —αιτείτε, ζητείτε, κρούετε. Αυτές οι ισχυρές εκφράσεις δίνουν
το χρώμα της συχνότητας της προσευχής και της αναγκαιότητας της τακτικής
εφαρμογής της, εις τρόπον ώστε η δύναμις της προσευχής να μη συμβαίνει μόνο να
μας παρακολουθεί, αλλ' ακόμη περισσότερο να προπορεύεται πολλές φορές στην ζωή
μας. Αυτό αποτελεί την κυριότερη αξία της προσευχής, θα δεις δε ένα παράδειγμα
γι' αυτό στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Μάρκου στους στίχους
τριάντα δύο μέχρι σαράντα, όπου ο ίδιος ο Χρίστος επαναλαμβάνει τις ίδιες
λέξεις της προσευχής συχνά. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο ενδέκατο κεφάλαιο, στίχος
ένα έως πέντε, δίνει ένα παρόμοιο παράδειγμα προσευχής που επαναλαμβάνεται στην
Παραβολή του Φίλου του Μεσονυκτίου (Λουκ. 11, 5-14).
»Αλλά
και η σταθερά
παράκλησις της παραβολής
της Επιμόνου Χήρας,
όπως διατυπώνεται στο δέκατον όγδοο κεφάλαιο, στίχος ένα έως
οκτώ, διδάσκει καθαρά την προτροπή του Χριστού που λέει ότι πρέπει
να προσευχόμαστε πάντοτε,
σε κάθε περίπτωση
και σε κάθε
μέρος και να μη
παραλείπουμε και να παραμελούμε το καθήκον αυτό. Μετά από αυτήν την λεπτομερή
διδασκαλία, μάς δίδεται, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, η ουσιώδης και κεντρική
διδασκαλία για την μυστική εσωτερική
προσευχή της καρδιάς.
Εις την αρχή
μας φανερώνεται στην
εμβριθή διήγηση της συνομιλίας του Χριστού με την
Σαμαρείτιδα, όπου αποκαλύπτεται η εσωτερική προσκύνησις του Θεού, εν πνεύματι
και αληθεία, την οποίαν ο Θεός επιθυμεί και η οποία, είναι η ασίγαστη αληθινή
προσευχή που μοιάζει σαν το τρεχούμενο νερό το «ἁλλομένον εἰς ζωὴν αἰώνιον»
(Ιωάν. 4, 5-25). Πάρα κάτω, στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο, στίχος τέσσερα ως οκτώ,
μάς εικονίζεται ακόμα τελειότερα η
δύναμις, η ισχύς
και η αναγκαιότητα
της εσωτερικής προσευχής
που είναι η
παρουσία του πνεύματος του
Χριστού σαν μια ασίγαστη ενθύμηση του Θεού.
»Τελικά διάβασε τους στίχους είκοσι τρία
μέχρι είκοσι πέντε του δεκάτου έκτου κεφαλαίου του ιδίου Ευαγγελιστή, θα
διακρίνεις δε εκεί, ότι η προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, δηλαδή το Κύριε
Ιησού Χριστέ ελέησόν με, όταν επαναλαμβάνεται συχνά έχει μεγίστη δύναμη και
ανοίγει πολύ εύκολα την καρδιά για να την ευλογήσει. Αυτό γίνεται αντιληπτό
πολύ καθαρά στην περίπτωση των Αποστόλων, οι οποίοι είχαν ένα χρόνο κοντά στον
Χριστό και είχαν ήδη απ' Αυτόν διδαχθεί την Κυριακή προσευχή, δηλαδή το «Πάτερ
ημών», απ' τους οποίους φυσικά το μαθαίνουμε και εμείς. Εις το τέλος, όμως, της
επιγείου Του ζωής ο Χριστός απεκάλυψε σ’ αυτούς το μυστήριο που ακόμη οι
προσευχές τους στερούνταν. Έπρεπε, λοιπόν, η προσευχή τους να κάνει ακόμη ένα
βήμα προόδου, γι' αυτό είπε προς αυτούς «έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω
ονόματί μου. Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί
μου, δώσει υμ ί ν». Έτσι συνέβησαν τα πράγματα με τους αποστόλους. Από τότε δε
που έμαθαν πια οι μαθητές να χρησιμοποιούν την προσευχή που απευθυνόταν στο
όνομα του Ιησού Χριστού, πόσα θαυμαστά και εξαίσια έργα δεν έκαμαν και πόσο
θαυμαστό φως δεν έχυσαν για την κατανόησή τους. Είδες, λοιπόν, τώρα την
αλυσίδα, την πληρότητα της διδασκαλίας για την προσευχή που είναι τοποθετημένη
με τέτοια σοφία στο άγιο Ευαγγέλιο; Τώρα εάν από το Ευαγγέλιο προχωρήσεις ακόμη
διαβάζοντας τις Επιστολές των Αποστόλων θα δεις εκεί επίσης την ίδια
προοδευτική διδασκαλία για την προσευχή.
»Εάν συνεχίσω να σου αναφέρω τα διάφορα
χωρία που ομιλούν για την προσευχή, όπως έκανα με τα Ευαγγέλια, θα βεβαιωθείς
ότι και οι Πράξεις των Αποστόλων περιγράφουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή την επιμελή
και συνεχή εξάσκηση της προσευχής την οποίαν εφήρμοζαν οι πρώτοι χριστιανοί που
ήσαν, εξαιρετικά φωτισμένοι, εξ αιτίας της πολλής τους πίστεως στον Κύριο Ιησού
(Πράξ. 4,31). Οι καρποί της προσευχής αναφέρονται εδώ, οι καρποί της συνεχούς
προσευχής, που είναι η έκχυση του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτούς που προσεύχονται.
Μπορείς να δεις κάτι παρόμοιο μ' αυτό στους στίχους είκοσι πέντε και είκοσι έξι
του δεκάτου έκτου κεφαλαίου.
»Ακολούθησε έπειτα το ίδιο στην ίδια σειρά
στις Αποστολικές Επιστολές και θα δεις
1. Πόσον αναγκαία είναι η προσευχή σ’ όλες
τις περιστάσεις (Ιακ. 5, 13-16)
2. Πώς το Άγιο Πνεύμα μας βοηθά να
προσευχόμαστε (Ιουδ. 20-21 και Ρωμ. 8, 26).
3. Πώς όλοι οφείλουμε να προσευχόμαστε «εν
πνεύματι» (Εφεσ. 6, 18).
4. Πόσον αναγκαίες για την προσευχή είναι
η εσωτερική γαλήνη και ειρήνη (Φιλ. 4, 6, 7).
5. Πόσον αναγκαίο είναι το να
προσευχόμαστε «αδιαλείπτως» (Α' Θεσ. 5, 17).
6. Τελικά ο καθένας παρατηρεί ότι όλοι μας
οφείλουμε να προσευχόμαστε όχι μόνον για τον εαυτόν μας αλλά και για όλους τους
άλλους συνανθρώπους μας (Α' Τιμοθ. 2, 1-5).
Διαβάζοντας, λοιπόν, κανείς με προσοχή, τα
ιερά κείμενα ευρίσκει αυτά κι ακόμη άλλα σημεία που είναι αποκαλύψεις και
κρυμμένη γνώσις του Λόγου του Θεού, οι οποίες, όμως, διαφεύγουν την προσοχή του
αναγνώστη που διαβάζει την Αγία Γραφή ξερά ή βιαστικά και χωρίς την ανάλογη
προσοχή. Κατάλαβες, λοιπόν, απ' όσα σου έδειξα, με τι σοφία και πόσο
συστηματικά η Καινή Διαθήκη αποκαλύπτει την διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού στο ζήτημα αυτό της προσευχής που μας απασχολεί; Με τι θαυμαστή σειράν
έχουν όλα τοποθετηθεί στους τέσσαρες Ευαγγελιστές! Εις τον Ευαγγελιστή Ματθαίο
βλέπουμε την εισαγωγή στην προσευχή, τον ορθό τύπο της προσευχής, τις
προϋποθέσεις κ.ο.κ. Εις τον Ευαγγελιστή Μάρκο απαντούμε διάφορα σχετικά
παραδείγματα. Εις τον Ευαγγελιστή Λουκά ανάλογες παραβολές. Εις τον Ευαγγελιστή
Ιωάννη, την κρυφή εξάσκηση της εσωτερικής προσευχής, αν και το ίδιο αυτό το
βρίσκουμε και στους άλλους Ευαγγελιστές είτε σύντομο είτε πεπλατυσμένο. Εις τας
Πράξεις των Αποστόλων μας απεικονίζονται η εφαρμογή της προσευχής και τα
αποτελέσματά της. Στις Αποστολικές Επιστολές και την ίδια την Αποκάλυψη
βλέπουμε τα αποκτήματα, που είναι αναπόσπαστα με την προσευχή συνδεδεμένα.
Τώρα, λοιπόν, θα αντιλήφθηκες τον λόγο και το δίκαιο που έχω να κρατώ με τόσην
ευφροσύνη, πάντοτε στα χέρια μου το Άγιο Ευαγγέλιο, τον μοναδικό διδάσκαλο των
οδών της σωτήριας».
Εις
όλο το διάστημα
που μου μιλούσε και μου
έδειχνε τα σημεία
αυτά για την προσευχή,
εγώ σημείωνα στην ιδική μου Καινή Διαθήκη τα σχετικά αυτά χωρία που
ανέφερε, γιατί πίστεψα πραγματικά πως ήταν όσα μούλεγε και μου έδειχνε, μία
εξαιρετική καθοδηγητική διδασκαλία. Τον ευχαρίστησα θερμότατα για την
πνευματική αυτήν υπηρεσία του σ' εμένα.
Έπειτα προχωρήσαμε άλλες πέντε ημέρες σε
σιωπή, αλλά δυστυχώς πληγώθηκε το πόδι του συμπροσκυνητή μου αυτού που ήταν
ασυνήθιστος στην οδοιπορία και ήταν αδύνατο να εξακολουθήσει το τάμα του και το
ταξίδι του πεζός. Ενοικίασε, λοιπόν, ένα αμάξι με δυο άλογα, με το οποίον
φθάσαμε εδώ, όπου έχουμε σταματήσει τρεις ημέρες τώρα. Με την ευκαιρία αυτή
ήλθα να σας δω. Θα αναπαυθούμε ολίγες ημέρες και μετά θα ξεκινήσουμε κατ'
ευθείαν για το Ανζέρσκυ, το οποίο πολύ επιθυμώ να επισκεφθώ.
Πνευματικός: Ο φίλος σου είναι πραγματικά
ένας θεσπέσιος άνθρωπος. Κρίνοντας απ' όσα μου είπες, πρέπει να είναι πολύ
ευσεβής και μορφωμένος, γι' αυτό πολύ θα ήθελα να τον γνωρίσω.
Προσκυνητής: Μένουμε στο ίδιο μέρος. Θα
φροντίσω, λοιπόν, να τον φέρω αύριο. Τώρα επειδή είναι αργά, σας καληνυχτίζω.
Β'
Προσκυνητής: Όπως σας υποσχέθηκα όταν σας
είδα χθες, παρεκάλεσα τον σεβαστό μου συμπροσκυνητή, που παρηγόρησε τον
προσκυνηματικό μου δρόμο με τόσης αξίας πνευματική συνομιλία, και νάτος ήλθε
μαζί μου να σάς δει και να τον δείτε, αφού το επιθυμούσατε τόσο πολύ.
Πνευματικός: Θα είναι πράγματι πολύ καλή
για μένα, ελπίζω και για σας, σεβαστοί μου επισκέπτες, η συνάντησή μας αυτή,
επειδή θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε όλοι και εγώ να ακούσω να μάθω και
να ωφεληθώ από την ιδική σας πείρα. Κατά τύχη έχω φιλοξενουμένους μου, άλλους
δυο καλούς φίλους, ένα μοναχό μεγαλόσχημο και έναν ευσεβέστατον ιερέα. Έτσι θα
εκπληρωθεί με μας αυτό που είπε ο Κύριος, «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι
στο εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Είμεθα πέντε άτομα συνολικά,
μαζεμένοι στο όνομα του Ιησού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σύμφωνα με την
υπόσχεσή του ο Χριστός θα μας στείλει πλούσια την ευλογία Του. Η ιστορία που
χθες ο συμπροσκυνητής σου μου διηγήθηκε, αγαπητέ αδελφέ, σχετικά με την
θερμοτάτη σου προσκόλλησιν, στο Ιερόν Ευαγγέλιο, είναι πολύ εξαιρετική και
διδακτική. Είμαι όμως πολύ περίεργος να μάθω με ποιο τρόπο σου απεκαλύφθη αυτό
το μεγάλο και ευλογημένο μυστικό.
Καθηγητής: Ο πανάγαθος Θεός «ὃς πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»5, [5 Προς Τιμόθεο A΄ β, 4] απεκάλυψε και σ' εμένα τη μεγάλη του αγάπη μ'
ένα θαυμαστό τρόπο και χωρίς καμιάν ανθρώπινη επέμβαση. Υπηρέτησα στην ζωή μου
πέντε χρόνια ως καθηγητής και ζούσα μιαν ανόητη και άτακτη ζωή στην οποίαν
κυριαρχούσε η μάταιη φιλοσοφία του κόσμου τούτου και όχι η σοφία του Χριστού.
Ίσως θα είχα χαθεί οριστικά εάν δεν είχα συγκρατηθεί από το γεγονός ότι ζούσα
μαζί με την αφοσιωμένη στον Θεό μητέρα μου και την αδελφή μου, που ήταν μια
πολύ σοβαρή κοπέλα.
Μια μέρα, ενώ έκαμα περίπατο σ’ ένα μεγάλο
δημόσιο δρόμο, συναντήθηκα και γνωρίστηκα με έναν εξαίρετο νέο, ο οποίος μου
είπε ότι ήτο Γάλλος φοιτητής και ότι είχε έλθει πριν πολύ καιρό από το Παρίσι,
ζητούσε δε κάπου να βρει δουλειά διδασκάλου των γαλλικών. Οι εξαιρετικοί του
τρόποι και η μόρφωσή του με έθελξαν πραγματικά και επειδή ήταν ξένος και χωρίς
δουλειά, του είπα ότι μπορεί να έρχεται στο σπίτι μου οποτεδήποτε θέλει να
τρώμε μαζί και να πηγαίνουμε περίπατο. Γίναμε καλοί φίλοι. Σε διάστημα δύο
μηνών βγήκαμε έξω πάρα πολλές φορές μαζί. Κάναμε περιπάτους αλλά πηγαίναμε παρέα
και με συντροφιές, των οποίων οι εκδηλώσεις, καταλαβαίνετε, πολύ απείχαν από
του να είναι ηθικές. Κάποια μέρα με προσκάλεσε σε ένα μέρος όπου θα ευρίσκοντο
μερικά ανήθικα πρόσωπα, θέλοντας να υπερνικήσει τις αντιρρήσεις μου άρχισε να
μου εκθειάζει τις ευχάριστες ώρες που θα είχαμε με την συντροφιά αυτή. Μετά από
λίγο κι ενώ εξακολουθούσε τις προτροπές του, ξαφνικά κάπως, με παρεκάλεσε να
βγούμε από το γραφείο μου όπου καθόμασταν και να πάμε σ' ένα διπλανό δωμάτιο.
Αυτό με έκαμε να παραξενευτώ πολύ. Τον ερώτησα λέγοντας ότι ποτέ άλλοτε δεν
είχε δείξει απροθυμία να παραμένει στο γραφείο μου για να κουβεντιάζουμε, ποια
δε αιτία τον έκανε τώρα να εκδηλώσει τέτοιαν επιθυμία; Του είπα ακόμη, ότι το
δωμάτιο στο οποίον ήθελε να πάμε, ήταν συνεχόμενο με το δωμάτιο όπου καθόταν η
μητέρα μου και η αδελφή μου και δεν θα έπρεπε να κάνουμε εκεί μια τέτοιου
είδους συζήτηση σαν κι αυτή που είχαμε αρχίσει. Εκείνος, όμως, επέμενε. Εις την
ιδική μου, όμως, επιμονή να μη βγούμε απ' το γραφείο μου μου είπε τελικά: «Εις
τα βιβλία σου στα ράφια των βιβλιοθηκών μέσα, υπάρχει και μια Καινή Διαθήκη.
Επειδή έχω μεγάλο σεβασμό γι' αυτό το βιβλίο δεν μπορώ εφ' όσον αυτό είναι εδώ
μέσα, να συζητήσω για τα πράγματα τα οποία συζητούμε τόσην
ώρα. Σε παρακαλώ
βγάλε το έξω
και τότε θα
μπορέσουμε να συζητήσουμε ελεύθερα πια». Εγώ γέλασα με αυτά
που άκουσα, παίρνοντας δε το Ευαγγέλιο απ' τη βιβλιοθήκη του είπα: «Έπρεπε να
μου το είχες πει αυτό πολύ πριν, καημένε»! Λέγοντάς του δε αυτά του έδωσα το Ευαγγέλιο
στα χέρια του, προσθέτοντας: «Πάρε το συ ο ίδιος και βάλε το όπου θέλεις».
Όμως, μόλις του το έδωσα και το άγγιξε με τα δικά του χέρια άρχισε να τρέμει
σαν το ψάρι και την ίδια στιγμή χωρίς να το καταλάβω, έγινε άφαντος από κοντά
μου, προξενώντας μεγάλο θόρυβο με την συγκλονιστική αυτή εξαφάνισή του. Εγώ
έμεινα βουβός απ' το φόβο και την έκπληξη, στη συνέχεια δε έχασα τις αισθήσεις
μου κι έπεσα κάτω. Στο θόρυβο που άκουσαν, έσπευσαν η μητέρα και η αδελφή μου,
οι οποίες ύστερα από πολλή ώρα και πολλούς κόπους κατόρθωσαν να με συνεφέρουν.
Όταν συνήλθα, η ψυχή μου έτρεμε σαν καλάμι από τον φόβο, αλλά και τα χέρια μου
και τα πόδια μου έμεναν ακίνητα κι ήταν αδύνατο να κάνω έστω και την παραμικρή
κίνηση, όπως έκανα πρώτα. Ο γιατρός που ήλθε μετά ταύτα διέγνωσε παράλυση που
προήλθε από υπερβολικό φόβο. Οι περιποιήσεις των γιατρών και τα φάρμακα έναν
ολόκληρο χρόνο δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και καμιά καλυτέρευση, δεν
ημπορούσα δε να κάνω ούτε την παραμικρή κίνηση. Τέλος αναγκάσθηκα να παραιτηθώ
κι απ' τη θέση μου. Η μητέρα μου, που ήταν γριά, απέθανε κατά το διάστημα της
αρρώστιας μου αυτής κι η αδελφή μου ετοιμαζόταν να γίνει καλογριά. Εγώ
θλιβόμουνα πάρα πολύ για τα συμβάντα αυτά κι η κατάστασή μου χειροτέρευε. Την
μόνη παρηγοριά που είχα ήταν το Ευαγγέλιο που έβαζα να μου το διαβάζουν και που
τις άλλες ώρες δεν το μετακινούσα ούτε στιγμή απ' το
μαξιλάρι μου. Το
θεωρούσα ότι ήταν
ένα είδος υποθήκης
και ασφαλείας που
ήταν συνδεδεμένη με το θαυμαστό περιστατικό που μου συνέβη. Μιαν ημέρα
ένας άγνωστος μοναχός ήλθε να με επισκεφθεί. Μάζευε
χρήματα για το
μοναστήρι του. Με
παρηγόρησε και με
έπεισε λέγοντάς μου ότι δεν θα έπρεπε να επαναπαύομαι μόνον στα φάρμακα
και τους γιατρούς, τα οποία χωρίς και του Θεού την βοήθεια, ήσαν ανίκανα να μου
φέρουν ανακούφιση. Έπρεπε, μου έλεγε να προσευχηθώ στον
Θεό, να προσευχηθώ
με θέρμη για
το ζήτημα της
θεραπείας μου, επειδή
η προσευχή είναι ο πιο ολοδύναμος τρόπος θεραπείας των ασθενειών και των
ψυχικών και των σωματικών.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου