Αφιέρωμα για τόν Οικουμενισμό
Αποτίμηση τών διαλόγων
Είναι κοινή διαπίστωση, ότι οι Διάλογοι, διαχριστιανικοί καί διαθρησκειακοί, γίνονται σης ήμερες μας όλο καί πιο συχνοί. Καί το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει καί εντατικοποιεί την παλαιά σχετική τακτική του, το συναγωνίζεται όμως Εκκλησία της Ελλάδος, ρίχνοντας το βάρος κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: τίς επαφές με το Βατικανό καί τον Παπισμό άφ' ενός, αλλά καί τίς διαθρησκειακές συναντήσεις άφ' ετέρου. Καί το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολουθεί την χαραγμένη από τον Πατριάρχη Άθηναγόρα (1972) πορεία, χωρίς δυνατότητα πλέον αυτοκριτικής καί αυτοελέγχου, ή δε Εκκλησία της Ελλάδος, στις διοικητικές δομές της καί παρά τίς συνεχείς αντιδράσεις της πλειονοψηφίας του Κλήρου καί του ευσεβούς Λαού, τείνει να υπερβεί το Πατριαρχικό Κέντρο σε πρωτοβουλίες, με ρυθμούς συνεχώς επιταχυνομένους, πού δίκαια προβληματίζουν, διότι αθετούν σκανδαλωδώς την γνωστή από το παρελθόν τακτική της συνετής αυτοσυγκρατήσεως, πού εφάρμοζαν οι Αρχιεπίσκοποι μας, από τον Χρυσόστομο Β' (1968) μέχρι καί τον Σεραφείμ (1998). Καί το ερώτημα είναι αμείλικτο: Διατί;
στις οικουμενικές σχέσεις ό Πατριάρχης Άθηναγόρας ένεκαινίασε μια πορεία, συνεχώς έπιταχυνομένη, πού είναι πια αδύνατο να αναθεωρήσουν καί αναχαιτίσουν οι διάδοχοι του, σ' αυτή δε την «παγίδα» έχει εμπλακεί καί ή Εκκλησία της Ελλάδος, ή οποία με την σημερινή της Ηγεσία, παρά τον φαινομενικό ανταγωνισμό με την κορυφή του Φαναρίου, εφαρμόζει την ίδια με εκείνο οικουμενι(στι)κή καί διαθρησκειακή πολιτική. Ό πατριάρχης Άθηναγόρας συνέδραμε χωρίς αναστολές την προώθηση των στόχων της Β' Βατικανής Συνόδου (1962-1965), πού δεν ήταν άλλη από την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Παπισμό, υπό το πρόσχημα της ενώσεως. Ή ενεργοποιημένη από την Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-39) αρχή της Ούνίας έγινε ανομολόγη-τα δεκτή καί από την ελληνόφωνη ' Ορθοδοξία, με την ψευδαίσθηση, ότι διεξάγεται διάλογος «επί ίσοις όροις», με σκοπό την «εν άληθείς» ένωση, ενώ στην ουσία καταλήξαμε στην ουνιτική αναγνώριση του Παπισμού, της μεγαλύτερης καί ριζικότερης «αλλοτριώσεως του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αλήθειας» με την παραγωγή «ενός διαφορετικού «χριστιανισμού» στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής καί σωτηρίας του άνθρωπου» (Χρ. Γιανναράς). Από τον πατρ. Άθηνα-γόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 καί 1963) καί μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως ή περίφημη συνάντηση του με τον πάπα Παύλο ΣΤ' (Ιεροσόλυμα 1964) καί παρά τίς αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β', το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ήμερων μας. Από τον «Διάλογο της αγάπης» - εφεύρημα παραπλανητικό της Β' Βατικανής Συνόδου, καί του οποίου ό μεγαλύτερος προπαγανδιστής υπήρξε ό Άθηναγόρας, προχωρήσαμε βεβιασμένα στον Θεολογικό Διάλογο, χωρίς όμως να εκπληρωθεί ό βασικός ορός της Ορθοδοξίας, ή άρση δηλαδή του παπικού πρωτείου καί αλάθητου, δεδομένου ότι ό παπικός θεσμός συνιστά την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χρίστου καί το σημαντικότερο εμπόδιο στην «εν αληθεία» συνάντηση Ρωμαιοκαθολικισμού καί Ορθοδοξίας. Ή εφαρμοζόμενη όμως «πολιτική» της παραπλανήσεως καί παγιδεύσεως επιβεβαιώνεται καί από την απόφαση κατά τον Θεολογικό Διάλογο να μη συζητηθούν τα «διαιρούντα» (μόνιμη καί απαράβατη αρχή των Οικουμενικών Συνόδων), αλλά τα «ένούντα», για την δημιουργία ψευδαισθήσεως ενότητας καί ταυτίσεως, με την προώθηση της ουνιτικής τακτικής. Έτσι εξηγείται ή επιμονή του Βατικανού να σώσει με κάθε τρόπο τον θεσμό της Ούνίας, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» (κορύφωση ή συνάντηση του Μπαλαμάντ το 1993 καί το αχαρακτήριστο κείμενο περί Ούνίας, πού συνυπέγραψαν εννέα Ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο).
Το πνεύμα καί ή «γραμμή» του Άθηναγόρου έχει εγκλωβίσει τους πάντες, πού, καί να το θέλουν τώρα, δεν τολμούν να την παρακάμψουν ή να την τροποποιήσουν έστω, λόγω της εν τω μεταξύ προχωρημένης αμβλύνσεως των κριτηρίων μας καί της σύμφωνα με τα πολιτικά πρότυπα σχετικοποιήσεως καί ιδεολογικοποιήσεως της Πίστεως, πού έχει καταντήσει (από μας) σύνολο θεωρητικών αληθειών επιδεχομένων συμβιβασμούς καί όχι ως ή οριοθέτηση του γεγονότος της εν Χριστώ υπάρξεως. Από την μικρή έστω εμπειρία, πού έχουμε στους διαχριστιανικούς διάλογους, γνωρίζουμε την εφαρμοζόμενη από τους Ετερόδοξους μέθοδο ήδη επί δεκαετίες: Καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων καί κλίματος (κοσμικής) φιλίας μεταξύ των θεολόγων, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, αλλά καί ή παροχή οικονομικών ενισχύσεων (αρκετοί μητροπολίτες μας θεωρούν καύχηση να αναγράφουν στα Ιδρύματα τους την ευγνωμοσύνη τους προς το Π. Σ. Ε. ή το Βατικανό, για την προσφερθείσα οικονομική βοήθεια) για την άμβλυνση καί αποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας καί ομολογίας. Αυτό γίνεται δεκαετίες τώρα Πλήρης ή κατίσχυση των κοσμικών καί πολιτικών πρακτικών.
Στο πνεύμα αυτό κινείται καί ή ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, χρησιμοποιείται δε καί εδώ ή ίδια πρόφαση: Διάλογο κάνουμε, ισχυρίζονται, δεν αλλάζουμε την πίστη μας! Καί ναι μεν ό διάλογος ως «άγαπητική έξοδος» προς τον άλλο (όπως λέγουν στη γλώσσα τους οι οικουμενισταί) είναι ευλογημένος. Εδώ όμως από ετών ό διάλογος νοείται ως «αμοιβαία αναγνώριση» καί όχι συνάντηση στην Αλήθεια, τον ένα Χριστό δηλαδή, όπως παραδίδεται στον λόγο καί την πολιτεία των Αγίων μας. Αυτό όμως συνιστά «ουνιτισμό». Ή ούνιτίζουσα δε αυτή στάση είναι διευκολυντική στις συμπεριφορές μας, διότι ή παραδοχή του μη Χριστιανισμού ως Χριστιανισμού (καί του Παπισμού λχ. ως Εκκλησίας) γίνεται με το πρόσχημα καί την ψευδαίσθηση, εκ μέρους μας, της συνεχείας της παραδόσεως μας, αφού τυπικά καί εξωτερικά δεν αρνούμεθα την πίστη καί παράδοση μας. Το πρόβλημα όμως είναι, αν με την αναγνώριση της χριστιανικότητος καί ορθοδοξίας της οποιασδήποτε πλάνης σώζεται καί ή δική μας Αλήθεια «Τίς κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β' Κορ. ς' 14).
Προβάλλεται μάλιστα ως δικαιολογία γι' αυτή την συμπεριφορά (μας) ή αγωνία για την διάσωση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη, αφού ή αντιχριστιανική πολιτική των ισχυόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει επικίνδυνα καί απειλητικά, στο δε σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό Σύνταγμα ουδεμία αναφορά γίνεται στην χριστιανική κληρονομιά του ευρωπαϊκού χώρου. Καί ως εδώ το πράγμα έχει καλώς. Το ερώτημα όμως είναι: συμμαχούντες με τον Παπισμό καί στηρίζοντας τον ως Εκκλησία, ποιο Χριστιανισμό σώζουμε; Θυσιάζουμε την Ορθοδοξία, για να σώσουμε τον Παπισμό; Μη γένοιτο! Τι να τον κάμει αυτόν τον «Χριστιανισμό» ή Ευρώπη; Όλη ή ιστορική (ιδεολογική, κοινωνική καί πολιτική) κακοδαιμονία της Ευρώπης (καί όχι μόνο!) δεν ριζώνει στην διαστροφή, πού υπέστη ό Χριστιανισμός, με την ανάπτυξη καί εδραίωση του παπικού οικοδομήματος; "Αν δεν «πεθάνει» ό Παπισμός, με την εν Χριστώ μετάνοια του καί την επιστροφή του στην Εκκλησία του Χρι στού, αν δεν γίνει δηλαδή ό Παπισμός Εκκλησία, δεν θα υπάρχει Χριστιανισμός στην Ευρώπη καί στον κόσμο. Αντί να κηρύσσουμε στην πνευματικά ήμιθανή Ευρώπη την Ορθοδοξία των Πατέρων μας, καταντούμε θλιβερά δεκανίκια του Παπισμού καί του Κράτους του Βατικανού, επαναλαμβάνοντας το έγκλημα, πού διέπραξαν οι «βυζαντινοί» Πατέρες μας το 1438. Καί τότε μας είχαν καλέσει οί άντιπαπικοί ρωμαιοκαθολικοί στη σύνοδο της Βασιλείας (1431-1437/48), αγωνιζόμενοι να αποτινάξουν τον καταθλιπτικό παπικό ζυγό. Εμείς προτιμήσαμε όμως να αποδεχθούμε την πρόσκληση του Πάπα Ευγενίου Δ' (1431-1447), πού με την σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας προσπαθούσε να σώσει την εξουσία του.
Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολης
του Πανεπιστημίου Αθηνών
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου