Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
2 Ο Απροσωπόληπτος Εκβιαστής του Ανθρώπινου Γένους
2 Ο ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ
ΕΚΒΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Πρόβλημα συγκλονιστικό
Δύο είναι τά βαθύτερα,
συγκλονιστικότερα καί περισσότερο μυστηριώδη γεγονότα τού άνθρώπινου βίου: ή
γέννηση καί ό θάνατος. Ό θάνατος όμως μάς δημιουργεί δυνατότερο συγκλονισμό καί
βαθύτερα προβλήματα. Γιατί τόν συναντούμε σέ κάθε βήμα τής ζωής μας. Είναι
παρών τόσο, όσο παρούσα είναι καί ή ζωή Είναι ή σκιά καθενός γήινου όντος, τό
άναγκαίο καί άναπόφευκτο τέλος του. Έφ’ όσον γεννηθήκαμε, δέν είναι δυνατόν
παρά νά πεθάνουμε.
Ό θάνατος άπασχολεί μόνο
τόν άνθρωπο. Τό ζώο περνά τίς ήμέρες του χωρίς καν νά ύποψιάζεται τόν θάνατό
του. Γι’ αύτό δέν άσχολείται μέ τίποτε άλλο παρά μέ τήν άνάγκη τής στιγμής.
Ούτε διερωτάται γιατί ύπάρχει ό κόσμος· ούτε άπορεί γιατί ό κόσμος ύπάρχει όπως
ύπάρχει ή τι γίνεται μέ τά δημιουργήματα πού έξαφανίζονται άπό τή ζωή. Μέ τόν
άνθρωπο όμως τά πράγματα είναι διαφορετικά. Αύτός, χάρη στό λογικό μέ τό όποίο
τόν προίκισε ό Θεός, είναι ό μόνος πού έχει ζωηρή συνείδηση τού φαινομένου τής
φθοράς του. Ό μόνος πού γνωρίζει τόν θάνατό του. Ό Πασκάλ παρομοιάζει τόν
άνθρωπο μέ καλάμι εύθραυστο, άλλά σκεπτόμενο, καί συμπληρώνει: «Όταν όμως τό
σόμπαν θά έσπαζε τόν άνθρωπο, ό άνθρωπος θά ήταν περισσότερο εύγενής άπό τό
σόμπαν πού τόν θανατώνει, διότι γνωρίζει ότι άποθνήσκει (...). Τό σύμπαν δέν
γνωρίζει τίποτε γι’ αύτό» . 'Ώστε ό
άνθρωπος είναι τό μόνο δημιούργημα πάνω στή γή τό όποίο έχει τη δυνατότητα νά
γνωρίζει καί τήν 'ικανότητα νά φιλοσοφεί γύρω άπό τό συγκλονιστικό αύτό φαινόμενο
τής ζωής. Γιά τόν άνθρωπο ό θάνατος γίνεται τό πλέον άτομικό καί τό κατ’ έξοχήν
προσωπικό καί ύπαρξιακό γεγονός. Καθώς μάλιστα διαισθάνεται ότι άργά ή γρήγορα
θά συναντηθεί μέ τόν θάνατο, τό γεγονός τούτο καταντά τό βαρύτερο καί
οδυνηρότερο φαινόμενο τής ζωής του.
Αλλά τό δράμα καί ή οδύνη
μας άπέναντι τού θανάτου αύξάνουν άκόμη περισσότερο, έάν λάβουμε ύπ’ όψη ότι τό
γεγονός αύτό δέν θέλουμε νά τό παραδεχθούμε Δέν θέλουμε νά συμβιβασθούμε μέ τόν
θάνατο Γι’ αύτό κάνουμε τό πάν νά τόν άπομακρύνουμε όσο τό δυνατόν περισσότερο,
ένώ άλλοι προσπαθούν νά... μήν τόν σκέπτονται Ωστόσο κατανοούμε ότι όσα καί άν
έπιτύχουμε, δέν μπορούμε νά άναβάλλουμε έπ’ άπειρον τό έξιτήριό μας άπό τό
κρατητήριο τής έπιγείου ζωής μας. Όταν ό σουρρεαλιστής Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο
Πικάσσο πάτησε τήν τελευταία δεκαετία τής ζωής του, τά έβαλε μέ τήν έπιστήμη,
έπειδή αύτή δέν κατόρθωσε νά παρατείνει τόν βίο τού άνθρώπου... μέχρι τά 150
έτη Αλλά καί άν ή έπιστήμη τό είχε κατορθώσει, καί πάλι ό παράξενος Ισπανός θά
παρεπονείτο, διότι δέν παρετείνετο ή ζωή μέχρι τά 200 Καί άν άκόμη έπιτύχουμε
μέ τήν έπιστήμη νά «παρατείνουμε τή ζωή μας δύο ή τρεις αιώνες, ό θάνατος δέν
θά νικηθεί, γιατί ή διάρθρωση τού σώματος τόν κάνει άναγκαίο» . Επομένως κανείς δέν μπορεί νά άντιστρέψει
τήν πορεία τής ζωής μας πρός τόν τάφο, παρ’ όλες τίς φιλότιμες προσπάθειες τής
Γεροντολογίας, τού κλάδου αύτού τής ’Ιατρικής, μέ τούς γεροντολόγους ’ιατρούς
νά συνιστούν ορμόνες καί βιταμίνες, νά καθορίζουν δίαιτες κ.τ.ό. Γι’ αύτό καί ό
πολιτισμός μας, ένας πολιτισμός «πού άρνιέται τόν θάνατο», κάνει πλέον σκοπό τά
σύγχρονα αύτά έλιξήρια. Ό Δάντης στή «Θεία Κωμωδία» του, στήν άρχή τού τμήματος
τής καθόδου στόν 'Άδη μέ οδηγό τόν Βιργίλιο, θεωρούσε τά τριάντα πέντε χρόνια
ώς τόν μισό δρόμο τής ζωής. Οί σύγχρονοί μας όμως προσβλέπουν άπό τά
τριανταπέντε ή τά σαράντα χρόνια τής ήλικίας τους στή φιλοσοφική λίθο τής...
Γεροντολογίας,γιά νά γίνουν αιωνόβιοι
Αλλά πού καί πώς νά φύγει
ή νά κρυφθεί κανείς άπό τόν θάνατο, τόν «έσχατον εχθρόν» (Ά Κορ. ιε [15] 26), ό
όποίος μάς άπειλεί μέ ποικίλες μορφές, μάς καταδιώκει μέ τόν φυσικό μαρασμό καί
έχει τήν 'ικανότητα νά άναπηδά άπρόσκλητος ένώπιόν μας, νά κόβει τό νήμα τής
ζωής μας μέ τό φοβερό του δρεπάνι, νά κατεβάζει τήν αύλαία τής ζωής μας καί νά
μάς οδηγεί μακριά άπό τό θέατρο τής γής; Γιά όλους αύτούς τούς λόγους,χωρίς νά
παύσουμε νά άσχολούμαστε μέ τήν καταπολέμηση τής φθοράς, είναι φρονιμότερο νά
προσπαθήσουμε νά μελετήσουμε, νά έρμηνεύσουμε καί νά κατανοήσουμε τόν θάνατο.
’Άλλωστε τί ώφελεί νά τόν περιμένουμε μέ άγωνία καί τρόμο; Όταν έρχεται
αιφνίδιος ή υστέρα άπό έπανειλημμένες προειδοποιήσεις, γιατί νά τόν
άντικρύζουμε μέ άπελπισία καί φόβο; Έφ’ όσον άδυνατούμε νά άνακαλύψουμε τό
άλεξιθάνατο φάρμακο, δέν είναι φρονιμότερο καί χρησιμότερο νά συμφιλιωθούμε μέ
τόν θάνατο;
Ασφαλώς Πολύ περισσότερο
διότι τό μέγα τούτο γεγονός θέτει ένώπιόν μας τά πλέον σοβαρά προβλήματα. Όταν
εξετάσουμε τή ζωή μας κάτω άπό τό πρίσμα τού θανάτου, διαπιστώνουμε ότι ή
άποστολή μας άποκτά τεράστιες διαστάσεις- διαστάσεις, οί όποιες έγγίζουν τήν
αιωνιότητα. Κάτω άπό τό πρίσμα τού θανάτου πολλά καί βασανιστικά προβλήματα τής
ζωής άποκτούν ιδιαίτερο βάθος. Ό θάνατος μάς φέρνει π.χ. άντιμέτωπους πρός τήν
τραγικότητα καί τή διάρκεια τών έτών τής ζωής μας. Μάς ύποχρεώνει, είτε τό
θέλουμε είτε όχι, νά συναισθανθούμε τή μηδαμινότητα τής παρούσης ζωής. Νά
συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε μικρή καί άσήμαντη διάρκεια μέσα στόν άπέραντο
ώκεανό τής αίωνιότητος. Ό θάνατος, «ό άκολάκευτος αύτός δήμιος», όπως τόν
ονομάζει ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος, μάς προκαλεί συνεχώς νά ένθυμούμεθα
ότι ή παρούσα ζωή, όσο μακρά καί άν είναι, είναι έφήμερη, προσωρινή, παροδική,
φευγαλέα. Καί,παρά τίς άντιδράσεις μας άπέναντί του, μάς καλεϊ νά συζητήσουμε
μαζί του ’Ή νά διαλεχθούμε μέ τόν έαυτό μας καί νά τόν ρωτήσουμε: Γιατί ό
άνθρωπος άλαζονεύεται σάν τή θύελλα, καί κατόπιν πέφτει κατά γής σάν σκόνη;
γιατί άναφλογίζεται, ζωηρεύει, καί ύστερα διαλύεται σάν καπνός;γιατί στολίζεται
ό άνθρωπος, καλλωπίζεται καί καμαρώνει σάν άνθος, καί στό τέλος ξηραίνεται όπως
τό χορτάρι;
Ακόμη ό θάνατος, «ό
άπροσωπόληπτος αύτός έκβιαστής τού γένους» μας, όπως τόν ονομάζει καί πάλι ό
θείος Χρυσόστομος, θέτει έπί τάπητος, καί μάλιστα μέ άπαιτήσεις άμέσου
άπαντήσεως, τό πρόβλημα τής ύπάρξεως τού Θεού καί τού προορισμού μας. Ζητεί νά
λύσουμε τά αινίγματα: Πού πηγαίνουμε μετά θάνατον; Ποιος κόσμος ή ποιου είδους
ζωή μάς περιμένει, μόλις μάς καλύψει ή πλάκα τού τάφου; Μέ μία φράση: Ό θάνατος
θέτει ένώπιόν μας προβλήματα υψιστης καί ζωτικότατης σημασίας. Μάς
προβληματίζει άσυγκρίτως περισσότερο άπό τή ζωή. Γιατί τή ζωή μπορούμε περίπου
νά τήν έρευνήσουμε, ένώ ό θάνατος καλύπτεται άπό τό άδιαπέ-ραστο σκοτάδι τού
μυστηρίου. Θά μπορούσε νά λεχθεί ότι «ύπάρχει μία παράξενη συνωμοσία σιωπής
γύρω άπό τό βίαιο γεγονός τού θανάτου. Τό λείψανο τό «φτιασιδώνουνε» γιά νά σκεπάσουν τή νέκρα του» .
Άπό τής έπόψεως αύτής ή
ζωή χωρίς τόν θάνατο είναι φτωχή· φτωχότατη. Χωρίς τόν προβληματισμό τού
θανάτου ή ζωή μας καταντά όπως ή ζωή τών άλογων ζώων ή τών φυτών, τά όποία άγνοούν ότι θά πεθάνουν. Ένώ ό θάνατος, ό
άχώριστος συνοδοιπόρος μας, έμπλουτίζει τή ζωή τού λογικού άνθρώπου μέ τήν
προσδοκία τής αίωνιότητος καί μέ τό αίσθημα τού χρέους καί τής εύθύνης. Γιατί
χωρίς τήν αίσθηση τής αίωνιότητος δέν θά γεννιόταν στά βάθη τής ψυχής μας τό
αίσθημα τού χρέους άπέναντι τού Θεού καί τό αίσθημα τής εύθύνης άπέναντι τού
συνανθρώπου μας.
Γιά όλους αύτούς τούς
λόγους ό άνθρωπος κάθε έποχής καί κάθε φυλής άσχολήθηκε έντονα μέ τόν θάνατο
καί άναζήτησε μέ άγωνία τό νόημά του, γιά νά είρηνεύσει τήν ταραγμένη ζωή του.
Είναι δέ τόση ή σπουδαιότητα τού προβλήματος τού θανάτου γιά τόν άνθρωπο, ώστε
δέν ύπάρχει θρησκεία, άπό τήν πλέον πρωτόγονη μέχρι τόν Χριστιανισμό, τήν έξ
άποκαλύψεως άλήθεια,ή όποία νά μήν
άπέδωσε σπουδαιότητα καί σημασία στόν θάνατο. Θά μπορούσε μάλιστα κανείς νά
κάμει έναν κατάλογο τών θρησκειών τής άνθρωπότητος καί νά καθορίσει τή θέση
κάθε μιάς άνάλογα μέ τή σπουδαιότητα πού αύτή άποδίδει στό πρόβλημα τού
θανάτου.
Ό έμφυτος τρόμος του
θανάτου
O άνθρωπος, άνάλογα μέ τή
μόρφωση, τήν κοινωνική τάξη καί τά ένδιαφέροντά του, έχει άναρωτηθεί άνέκαθεν
γιά διάφορα προβλήματα. Πάνω στό
πρόβλημα όμως τού θανάτου έχουν
άναρωτηθεί όλοι οί άνθρωποι, άνεξαρτήτως μορφώσεως, τάξεως καί ένδιαφερόντων.
Όλοι οί άνθρωποι, καί αύτοί οί πλέον ψυχροί καί φλεγματικοί καί αύτοί πού είναι κυριευμένοι άπό
έγωκεντρισμό καί έγκλωβισμένοι άσφυκτικά στήν άτο-μικότητα τής ύπάρξεώς τους
καί αύτοί οί όποίοι κάνουν τό πάν νά αύτοκατοχυρωθούν καί αύτοί πού είναι
σπουδαίοι καί πολυσυζητημένοι στήν έποχή τους. Ό άγγλόφωνος ’Ιρλανδός συγγραφέας
Μπέρναρντ Σώ, ό όποίος είχε τήν ικανότητα νά γελά μέ όλα καί όλα νά τά
ειρωνεύεται μέ τό λεπτό χιούμορ του, έπαυσε νά εύφυολογεϊ καί μελαγχόλησε κατά
τά δύο ή τρία τελευταία χρόνια τής ζωής του Καί αύτοί άκόμη οί Στωικοί, οί
όποίοι ύποκρίνονται άδιαφορία, στέκονται όλοι μέ άγωνία καί φρίκη μπροστά στό
άποκρουστικό τούτο φαινόμενο.
Καθώς βλέπουν τό σώμα,
νεανικό ή γηρασμένο, ύγιές ή καχεκτικό, νά χάνει τό χρώμα του, νά
έγκαταλείπεται άπό τίς δυνάμεις του καί νά σωριάζεται κατά γής σέ μιά έσχατη
έγκατάλειψη στά κρύα χέρια τού θανάτου· καθώς βλέπουν έκείνον πού σήμερα είναι
«έν πλούτω» αύριο νά είναι «έν τάφω»· αύτόν πού σήμερα είναι στολισμένος μέ
διαδήματα αύριο νά είναι στά μνήματα- αύτόν πού σήμερα είναι «έν θησαυροίς»
αύριο νά είναι «έν σοροϊς» (νεκρός στό φέρετρο)· αύτόν πού σήμερα
περιστοιχίζεται άπό κόλακες νά κατα-τρώγεται αύριο άπό σκώληκες, πλήθος έρωτήματα άναπηδούν ένώ-πιόν τους: Τί
είναι άραγε ό θάνατος; Είναι τέρμα ή άρχή; Αδιέξοδος ή διέξοδος πρός άλλη ζωή;
Έκμηδένιση καί έξαφάνιση ή άπαρχή νέας δημιουργίας; Καί αύτός άκόμη ό θεωρός
τών μυστηρίων τού Θεού, ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός, διερωτάται: «Τί τό περί
ήμάς τούτο γέγονε μυστήριον; πώς παρεδόθημεν τή φθορά καί συνεζεύχθημεν τώ
θανάτω ;» . Τί είναι αύτό τό μυστήριο,τό πικρό καί άκατανόητο, πού συνέβη σέ
μάς; Πώς παραδοθήκαμε στή φθορά καί συζευχθήκαμε μέ τόν θάνατο; Τά έρωτήματα
αύτά, καί πλήθος άλλων, μάς συγκλονίζουν κυριολεκτικά. Γράφει ό Πασκάλ: Ή
άθανασία τής ψυχής, πρόβλημα τό όποίο σχετίζεται άμέσως μέ τόν θάνατο, είναι ζήτημα
πού τόσο πολύ μάς ένδιαφέρει καί τόσο βαθιά μάς έγγίζει, ώστε θά έπρεπε νά
χάσει κανείς κάθε αίσθηση γιά νά μήν τόν ένδιαφέρει αύτό... Πράγματι· πρέπει νά
είναι κανείς άναίσθητος γιά νά μήν τόν συνταράσσουν τά έρωτήματα πού άναφέραμε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
ή 'ιστορία τού άνθρωπίνου γένους, όπως τήν διηγείται τό θεόπνευστο βιβλίο τής
Γενέσεως, άρχίζει σχεδόν μέ τόν θάνατο τού δικαίου ’Άβελ. Μέχρι τότε ό θάνατος
δέν είχε αιχμαλωτίσει άκόμη κανέναν άνθρωπο. Τώρα μόλις συλλαμβάνει ώς πρώτο
αιχμάλωτο ένα δίκαιο καί ένα μάρτυρα, τόν ’Άβελ (Γεν. δ' 8). Καί ή άπαρχή καί
τό ξεκίνημα τής τραγικής περιπέτειας τού άνθρώπου, εύθύς σχεδόν μετά τήν πτώση
τών πρωτοπλάστων, συνυφαίνεται μέ τίς φοβερές τύψεις τής συνειδήσεως καί τή
φυγή τού άδελφοκτόνου Κάϊν. Γράφει ό θεόπτης Μωύσής: Δέν μπορούσε πλέον ό
δολοφόνος νά είναι ένώπιον τού Θεού- γι’ αύτό στερήθηκε τής θείας προστασίας,
χωρίσθηκε άπό τήν οικογενειακή λατρεία τού Θεού, έφυγε καί κατοίκησε στή χώρα
Ναίδ, άπέναντι άπό τήν Έδέμ (Γεν. δ' 16).
Ό λόρδος Βύρων στό
δραματικό έργο του «Κάϊν» φαντάζεται τόν άδελφοκτόνο, μόλις άντίκρυσε τόν νεκρό
’Άβελ καί είδε τό ώχρό καί άνέκφραστο πρόσωπό του καί δοκίμασε νά σηκώσει τά
παγερά χέρια τού άδελφού του, πού έπεσαν κάτω σάν μολύβι, νά άναφωνεί έντρομος:
«Ό θάνατος ήλθε στόν κόσμο»... Ή διαπίστωση αύτή άποτελεί ίσως τήν πλέον
συγκλονιστική άνακάλυψη ή, καλύτερα, διαπίστωση, πού πραγματοποίησε ποτέ ό
άνθρωπος. Έτσι ό Άδάμ καί ή Ευα είδαν έντρομοι τήν πραγματοποίηση τών λόγων τού
Θεού. Ό δέ πρωτότοκος υιός τους Κάϊν, αύτός τόν όποίο ή Εύα ύποδέχθηκε μέ τόν
ταπεινό λόγο «έφερα στόν κόσμο άνθρωπο μέ τή βοήθεια καί τήν εύλογία τού Θεού»
(Γεν. δ' 1), άρχίζει τήν οδοιπορία του στήν έρημο τής ζωής «στενών και τρέμων έπί τής γής» (Γεν. δ' 12). Στέναζε ό
δυστυχής Κάϊν, έτρεμε έπάνω στή γή, χωρίς νά βρίσκει κανένα άσυλο. Κυρίως όμως
έπλανάτο, μέ μόνιμο σύντροφο τής ζωής του τόν θάνατο...
Άπό τότε τό πλέον σταθερό
δεδομένο τού βίου μας δέν είναι ή ζωή, άλλ’ ό θάνατος Κάθε άνθρωπος γνωρίζει
ότι πρίν άκόμη ό θάνατος έλθει νά τόν συναντήσει, ό θάνατος είναι ήδη δοσμένος
σ’ αύτόν ή ό άνθρωπος είναι δοσμένος στόν θάνατο
Έταν λοιπόν φυσικό τό
γεγονός αύτό νά συνυφανθεί στενότατα μέ τήν όλη ύπαρξή μας καί νά άποτελεί έναν
έμφυτο τρόμο. Καί έπειδή ή τέχνη έκφράζει πάντοτε μέ τίς ποικίλες έκδηλώσεις
της όλα όσα συγκινούν τόν άνθρωπο, δέν ήταν δυνατό νά παραμείνει άδιά-φορη
άπέναντι τού θανάτου. Γι’ αύτό όλες οί μορφές της — ποίηση, μουσική, ζωγραφική,
γλυπτική, άρχιτεκτονική - έξέφρασαν άνέκαθεν τό έμφυτο τούτο δέος τής
άνθρώπινης ύπάρξεως. Ή ποίηση τεχνούργησε έλεγεία γεμάτα λυρισμό, θρήνο,
έκσταση καί φόβο. Ή μουσική απέδωσε κατά τόν δραματικότερο τρόπο καί μέ τούς
πλέον πένθιμους τόνους τίς βαθειές καί έσώτατες συγκινήσεις πού δοκιμάζουμε
μπροστά στόν θάνατο. Ή ζωγραφική άφησε τή φαντασία της νά πετάξει έλεύθερα,
ώστε νά άντλήσει εικόνες άπό τήν Αγία Γραφή καί άπό άλλου, γιά νά παραστήσει
τόν θάνατο άλλοτε μέν ώς πελώριο άγγελο, άλλοτε ώς άσαρκο σκελετό, ό όποίος
κρατεί μεγάλο δρεπάνι, άλλοτε ώς μυστηριώδες φάντασμα μέσα σέ βαθύ σκοτάδι, φάντασμα
τό όποίο προκαλεί στήν ψυχή ρίγος, φρίκη, τρόμο ’Άλλοτε ώς άχόρταστο θηρίο μέ
μονίμως άνοικτό τόν άπαίσιο φάρυγγά του, γιά νά καταπιεί τόν άνθρωπο. Καί
άλλοτε ώς κυνηγό, ό όποίος άπλώνει δίχτυα καί στήνει παγίδες, γιά νά συλλάβει
σέ άνύποπτο χρόνο τά θύματά του.
Ή Άποκάλυψις τού
εύαγγελιστού Ίωάννου, τό ποιητικότερο βιβλίο τής Αγίας Γραφής μέ τό βαθύ καί
μυστηριώδες περιεχόμενο· τό βιβλίο πού γνωστοποιεί μέ τόν πλέον μεγαλόπρεπο
τρόπο τό παρηγορητικό καί εύφρόσυνο μήνυμα τής νίκης τού άρνίου Χριστού κατά
τού άντίΧριστού, παρουσιάζει τόν θάνατο σάν 'ιππέα, ό όποίος 'ιππεύει ίππον
«χλωρόν», δηλαδή κίτρινον, πού ύποδηλοί τό χρώμα τού θανάτου. Καί ό καβαλλάρης
αύτός, δηλαδή ό θάνατος, μέ ρομφαία, πείνα καί μολυσματικές άσθένειες άφαιρεί
άπό τούς άνθρώπους τή ζωή καί τούς παραδίδει στό παμφάγο στόμα τού 'Άδη, ό
όποίος άκολουθεί τόν καβαλλάρη, ώστε νά παραλαμβάνει άμέσως τούς νεκρούς
(Άποκ.κζ' 7-8). Αλλά καί ή γλυπτική καί ή άρχιτεκτονική, μέ τά θαυμάσια γλυπτά,
τά ώραιότατα μαυσωλεία, τίς ογκώδεις Πυραμίδες, τούς τάφους τών Φαραώ τής
άρχαίας Αίγύπτου, καί τούς κάθε είδους τάφους, δέν κάνουν τίποτε άλλο παρά νά
αισθητόποιούν τό έμφυτο τούτο δέος τής άνθρώπινης ύπάρξεως πού άντιμετωπίζει
τόν θάνατο.
Μέγιστο μυστήριο της
σοφίας
Αν πράγματι ή ζωή είναι
ποτάμι πού κυλά άδιάκοπα, έχει φυσικά δύο όχθες. Όμως κάθε άνθρωπος πού
άκολουθεί, θέλοντας καί μή, τό ρεύμα τού ποταμού πού λέγεται ζωή, γνωρίζει αισθητά τή μιά του όχθη. Τήν άλλη
όχθη θέλει νά τήν άγνοή ή νά μή τήν σκέπτεται». Κατά συνέπειαν τό μυστήριο τού θανάτου γίνεται
περισσότερο μυστηριώδες καί σκοτεινό, γιατί όλοι στεκόμαστε στή μιά όχθη τού
τάφου. Καί ό κόσμος πού βρίσκεται άπό τήν έδώ τού τάφου πλευρά, δηλαδή ό παρών
κόσμος, είναι κόσμος «θνητός καί χωρίον άποθνησκόντων». Χώρα πραγματικά
ζωντανών άνθρώπων είναι ό πέραν τού τάφου κόσμος έκεί ούτε νύκτα ύπάρχει ούτε
ύπνος, «τό τού θανάτου μίμημα (ομοίωμα)».
Ό Θεός είναι ό δημιουργός
τής ζωής. Γι’ αύτό ή παρουσία καί ή ύπαρξη τού θανάτου στό χώρο τής δημιουργίας
κατά θεία παραχώρηση «άποτελεϊ μυστήριον τής θείας πανσοφίας. Ό άνθρώπινος νούς
άδυνατεϊ παντελώς νά είσδύση εις τό μυστήριον τοδτο», νά τό συλλάβει καί νά τό
έρμηνεύσει. Διότι ό θάνατος, ώς γεγονός
«φρικτόν καί φόβου γέμον πολλοό», είναι «τής τού Θεού σοφίας μέγιστον
μυστήριον». Ό Θεός, μέ τήν ανεξιχνίαστη
καί ακατάληπτη σέ μάς σοφία του, προσδιορίζει τά όρια τής παρούσης ζωής καί μάς
μεταφέρει στήν άλλη ζωή, όπως ψάλλει ό ύμνογράφος τής Εκκλησίας μας Θεοφάνης ό
Γραπτός: Ώ Κύριε- «βάθει σοφίας άρρήτου σου, οροθετείς τήν ζωήν, καί προβλέπεις
τόν θάνατον, καί πρός βίον έτερον, μετοικίζεις τούς δούλους σου». Δηλαδή- ώ Κύριε, μέ τήν άπειρη σοφία σου,
τής όποίας τό βάθος είναι άνέκφραστο καί άνεξιχνίαστο,προσδιορίζεις όρια στή
ζωή καί προβλέπεις τόν θάνατο, καί μεταφέρεις καί έγκαθιστάς τούς δούλους σου
σέ άλλη ζωή.
Έπί πλέον τό μυστήριο τού
θανάτου είναι βαθύτατο, γιατί κανείς άνθρωπος δέν μπορεί νά διηγηθεί καί νά
περιγράψει τήν πείρα τού δικού του θανάτου. Τήν πείρα αύτή, άπαραίτητο στοιχείο
γιά τή μελέτη όποίουδήποτε φαινομένου, τήν άποκτούμε όταν... πεθάνουμε Αλλά
τότε ή πείρα αύτή δέν μάς χρησιμεύει σέ τίποτε Κανείς δέν μπορεί νά ζήσει τόν
δικό του θάνατο ώς γεγονός τής έγκοσμίου ύπάρξεώς του. Όταν ζήσει τό γεγονός
αύτό, καί τό ζεί μία μόνο φορά, τήν πρώτη καί τελευταία, παύει νά ύπάρχει στόν
παρόντα κόσμο.
Επίσης κανείς δέν μπορεί
νά άποσπάσει άπό τόν άλλο τόν θάνατό του- δηλαδή κανείς δέν μπορεί νά έμποδίσει
τόν άλλο νά πεθάνει μέ τόν δικό του θάνατο, όπως τόν όρισε ό Θεός. Μπορεί έγώ
νά άπο-θάνω στή θέση ενός άλλου- μπορεί νά άποθάνω χάριν ενός άλλου, γιά νά τόν
σώσω άπό τόν θάνατο. Άλλ’ αύτό δέν σημαίνει ότι άποθνήσκω μέ τόν θάνατο τού
άλλου . Άπλούστατα, άποθνήσκω μέ τόν δικό μου θάνατο. 'Ώστε ό άνθρωπος άδυνατεί
νά συλλάβει καί έπομένως άδυνατεί νά έρευνήσει άντικειμενικά τό γεγονός τού
θανάτου ώς μία φάση τής παρουσίας του στόν κόσμο.
Ακόμη τό μυστήριο του
θανάτου είναι άπροσπέλαστο, γιατί ένας βαρύς καί άδιαπέραστος πέπλος
άβεβαιότητος καί άγνοιας καλύπτει τήν ώρα τού θανάτου μας, άλλά καί τόν τόπο
όπου μεταβαίνουν οί ψυχές καί τόν τρόπο μέ τόν όποίο ζούν. Άραγε πού πηγαίνουν
τώρα οί ψυχές; διερωτάται σέ έναν ύμνο του ό Αναστάσιος ό Σιναίτης. Άραγε πώς
συζούν τώρα έκεί; «Έπεθύμουν μαθείν τό μυστήριον, άλλ’ ούδείς 'ικανός
διηγήσασθαι». Καί σέ άλλον ύμνο του διαπιστώνει: Όσοι φεύγουν δέν μπορούν νά
έπιστρέψουν γιά νά μάς πούν πώς «διάγουσιν (περνούν τόν καιρό τους) οί ποτέ
άδελφοί καί τά έγγονα» πού έφυγαν πρίν άπό μάς. Γι’ αύτό πολλές φορές
διερωτώμεθα: Άραγε είναι δυνατόν νά δούμε έκεί ό ένας τόν άλλο; Άραγε είναι
δυνατόν νά δούμε τούς άδελφούς; Άραγε είναι δυνατόν νά πούμε έκεί στόν 'Άδη τό
Αλληλούια;
Τά φυσικά αύτά έρωτήματα,
έλάχιστα άπό τά πολλά, φανερώνουν τό σκοτεινό μυστήριο πού καλύπτει τό πρόβλημα
τού θανάτου,όταν βέβαια ζητήσει κανείς νά τό έρευνήσει έξω άπό τή χριστιανική
άλήθεια. Καί είναι φυσικά τά έρωτήματα αύτά, γιατί τή στιγμή του θανάτου οί
συνήθεις σχέσεις μεταξύ τών άνθρώπων διαλύονται. Αύτός πού φεύγει στέκεται
μόνος μπροστά στό συγκλονιστικό γεγονός τού θανάτου. Όλες τίς άλλες στιγμές τού
βίου μας ύπάρχει ή δυνατότης κάποιος νά μάς συντροφεύσει, νά μάς άπαλύνει τόν
πόνο, νά μάς παρηγορήσει, νά μάς στηρίξει. Όταν όμως βρεθούμε μπροστά στό
θάνατο καί κάνουμε τό μεγάλο άλμα, όλες οί γέφυρες άνατινάσσονται Καί έδώ
μένουν όλοι γεμάτοι άπορίες, άλαλοι, έμβρόντητοι, κάποτε «πιό πεθαμένοι κι άπό
τούς πεθαμένους», όπως έλεγε κάποιος στή νεκρολογία τού φίλου του. Καί στήν
άντίπερα όχθη, στό άπέναντι μέρος, μένει έκείνος πού έφυγε, άλλά μέ άλλον πλέον
κόσμο...
Λέγει ένας ύμνος τής
Εκκλησίας μας, τού άγιου Αναστασίου τού Σιναίτου: Τί πικρά πού είναι τά λόγια
έκείνων πού άποθνήσκουν Αδελφοί, φωνάζουν, έξορίζομαι άπό τούς άδελφούς. Αφήνω
όλους καί φεύγω. Πού πηγαίνω ή πώς μέλλω νά ζήσω έκεί; «Όταν ψυχή καί σώμα
χωρίζηται, φρικτόν τό μυστήριον (...) ή μέν ψυχή θρηνωδώς πορεύεται, τό δέ σώμα
καλύπτεται τή γή παραδοθέν». Γι’ αύτό
καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός μελωδεί θρηνητικά: «Θρηνώ καί οδύρομαι, όταν
έννοήσω τόν θάνατον, καί ϊδω έν τοίς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εικόνα Θεού,
πλασθείσαν ήμίν ώραιότητα, άμορφον, άδοξον, μή έχουσαν είδος»: Κλαίω, θρηνολογώ
καί πενθώ, όταν σκεφθώ καί μελετήσω τόν θάνατο καί όταν δώ νά είναι ξαπλωμένη
μέσα στούς τάφους ή άνθρώπινη ώραιότης, πού έχει πλασθεί κατ’ εικόνα Θεού όταν
τή δώ χωρίς μορφή, χωρίς δόξα καί λαμπρότητα, χωρίς ώραιότητα καί κάλλος. Καί γεμάτος
έκπληξη άναφωνεί: Τί είναι αύτό τό μυστήριο, τό πικρό καί άκατανόητο, πού
συνέβη σέ μάς τούς άνθρώπους; Πώς παραδοθήκαμε στή φθορά καί συζευχθήκαμε μέ
τόν θάνατο;
Καί οί μέν άπιστοι ή
ολιγόπιστοι τρέχουν σέ μάγους, μάντεις, μέντιουμ κ.τ.ό.,γιά νά λάβουν
άπαντήσεις καί νά βρούν, όπως νομίζουν, κάποια παρηγοριά ή νά μάθουν κάτι γιά
τούς προσφιλείς τους. Εμείς όμως θά προσπαθήσουμε νά διεισδύσουμε κατά τό
δυνατόν στήν πέραν τού τάφου ζωή μέ οδηγό τή θεία Αποκάλυψη. Γιατί, έάν όλες οί
άλλες θρησκείες έχουν νά πούν κάτι γιά τό μέγα τούτο θέμα, πολύ περισσότερο
έχει νά μάς πεϊ ό ζωντανός Τριαδικός Θεός, ό όποίος έκτρέφει καί θάλπει τήν όλη
χριστιανική μας ζωή διά τής πίστεως, έλπίδος καί άγάπης- τής έλπίδος, ή
όποία άναφέρεται κυρίως στίς έπαγγελίες
τού Θεοό «περί τού μέλλοντος καί τών έσχάτων».
Θά προχωρήσουμε λοιπόν μέ οδηγό τήν Αγία Γραφή καί χειραγωγούς τούς
θεοφόρους Πατέρες, οί όποίοι τήν έρμήνευσαν φωτιζόμενοι άπό τό Παράκλητο
Πνεύμα.
Στήν προσπάθειά μας αύτή
δέν λησμονούμε ότι «μέ πολλή δεξιότητα ή παιδαγωγική σοφία τής Εκκλησίας
άπέφυγε πάντοτε νά έμπνεύση μία δογματική σύνθεση πού νά έξαντλεί τά
έσχατολογικά δεδομένα». Εκτός άπό τά άρθρα τού ίερού Συμβόλου τής πίστεώς μας
(τού «Πιστεύω»),τά όποία μιλούν γιά τή
Δευτέρα Παρουσία, τή μέλλουσα κρίση καί τήν άνάσταση τών νεκρών, «ή ’Ορθοδοξία
δέν διαθέτει ανάλογες δογματικές τυποποιήσεις». Γνωρίζουμε ότι καί τό μυστήριο
τού θανάτου, όπως καί άλλα ζητήματα, «οί θεολόγοι τά τριγυρίζουν μέ δέος» . Ωστόσο, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος
Νύσσης, έάν χαρακτηριστικό γνώρισμα τής σοφίας είναι τό νά συλλαμβάνει μέ τή
διάνοια τήν άλήθεια γιά τά πράγματα του παρόντος· καί άν ή προφητεία περικλείει
τήν άποκάλυψη τών μελλόντων, τότε κανείς δέν είναι δυνατόν νά κατέχει τό τέλειο
χάρισμα τής σοφίας, έάν δέν συμπεριλάβει, μέ τή βοήθεια τής προφητείας, στή
γνώση τού παρόντος καί έκείνα τά όποία
πρόκειται νά συμβούν στό μέλλον.
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου