22 ΤΕΛΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ
Άφωνη αρχή τής μελλούσης
ζωής.
Μέ την κατάθεση τού
νεκρού στόν τάφο φαίνεται ότι όλα τελείωσαν οριστικά γιά τόν προσφιλή μας. Καί
όμως ό θάνατος καί ό τάφος είναι ή θ ύ ρ α ή οποία ανοίγει γιά νά τόν οδηγήσει
σέ νέα ζωή Βέβαια οί άπιστοι δέν δέχονται τη μετά θάνατον ζωή. Γι’ αυτούς ό
θάνατος σημαίνει τό τέλος των πάντων. Καί όταν τούς μιλήσεις γιά την αιώνια
ζωή, ρωτούν: Καί πώς γνωρίζουμε ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Μήπως έπέστρεψε
κανείς από εκεί καί μάς διηγήθηκε τίποτε σχετικό;
Στην ερώτηση αυτή, όσοι πιστεύουμε σέ Θεόν
ζώντα, δημιουργό τού ανθρώπου καί τού κόσμου όσοι πιστεύουμε στη θεόπνευστη
αλήθεια τού Εύαγγελίου, ή όποία μάς έχει
άποκαλυφθεί, απαντούμε μέ τόν ιερό Χρυσόστομο: Άπό τούς ανθρώπους κανείς βέβαια
δέν έπέστρεψε άπό έκεί, ό Θεός δέ ό πάντων άξιοπιστότερος μάς άπεκάλυψε όλα
αύτά.
Πράγματι ό φιλάνθρωπος
Θεός, ήδη άπό τούς χρόνους της Π. Διαθήκης μάς άπεκάλυψε ότι μετά τόν φυσικό θάνατο
επιστρέφει τό σώμα εις τόν «χούν» (Ψαλ.
ργ' [103] 29), άπό όπου πλάσθηκε (Ίώβ λδ' [34] 15),ένώ ή ψυχή πρός τόν Θεόν, ό
όποίος ένεφύσησεν εις τό πρόσωπον τού ανθρώπου πνοήν ζωής, γιά νά γίνει ό
άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. β' 7)
.Τή μεγάλη αυτή αλήθεια
συνοψίζει πολύ ώραία ό σοφός Εκκλησιαστής: Έπιστρέψη ό χούς έπί την γην, ώς ήν,
καί τό πνεύμα έπιστρέφη πρός τον Θεόν, ός εδωκεν αυτό (Έκκλ. ιβ' [12] 7)’ θά
επιστρέφει τό χώμα, δηλαδή τό θνητό σώμα, στη γη, όπως ήταν προτού νά
δημιουργηθεί, καί ή ψυχή θά επιστρέφει πάλι στόν Θεόν, ό όποίος τήν έδωσε καί ό
όποίος τήν ανακαλεί τώρα κοντά του.
Συνεπώς ό σωματικός
θάνατος δέν εξαφανίζει τήν ψυχή· αύτή αναχωρεί πρός τήν αιώνια πατρίδα της. Ό
θάνατος είναι, ας πούμε, ή άφωνη άρχη τής μελλούσης ατελεύτητης ζωής. Γι’ αυτό
γράφει ό ιερός Χρυσόστομος: Καλή ή παρούσα ζωή, καλή καί ήδεία, δηλαδή γλυκεία,
ευχάριστη διότι είναι δώρο τού Θεού. Όταν όμως φανεί ή άλλη ζωή, ή μέλλουσα,
τότε καταφρονείται δικαίως αυτή,ή επίγεια.
Άλλ’ εδώ ξυπνά αμέσως ή
ανθρώπινη περιέργεια, ή όποία διατυπώνει
σειρά έρωτημάτων: Πιστεύω στή μέλλουσα ζωή, αλλά πού πηγαίνει ή ψυχή μετά
θανατον; Πώς ζεί εκεί, καθώς περιμένει τήν κοινή άνάσταση τών σωμάτων καί τήν
ένδοξη Δευτέρα Παρουσία τού Σωτήρος Χριστού;
Τά ερωτήματα αύτά είναι
φυσικά στόν άνθρωπο, διότι τίποτε δέν είναι τόσο περίεργον καί λίχνον (άπληστο)
γιά τή μάθηση τών αφανών καί τών κεκαλυμμένων όσο ή φύση ή ανθρώπινη. Πολύ περισότερο διότι ή γνώση μας περί τών
εσχάτων συνδέεται αναπόσπαστα μέ τή φροντίδα μας γιά τήν αρετή καί αγιότητα. Ή
έξοδός μας από τόν παρόντα κόσμο είναι στενότατα συνδεδεμένη μέ τήν πορεία μας
πρός τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου καί τή δική μας παρουσία ενώπιον τού
άδεκάστου Βήματος τού Κριτού. ’Άλλωστε δέν είναι παράδοξο τό ότι ζητούμε νά
μάθουμε γιά τά γεγονότα αύτά. Παρόμοιες απορίες είχαν καί αύτοί ακόμη οί άγιοι
’Απόστολοι. Δέν έρώτησαν μήπως τόν Κύριον πρίν άπό τό Πάθος: «Πότε ταύτα
εσται,» καί τί τό «σημείον τής σής
παρουσίας καί τής συντέλειας τού αίώνος; « (Ματθ. κδ' [24] 3). Καί έπειτα άπό
τό σεπτό Πάθος καί τήν έκ νεκρών Ανάστασή του τόν έρώτησαν πάλι: Κύριε, πές μας
εάν κατά τό χρονικό διάστημα τών ημερών αύτών πρόκειται νά άποκαταστήσεις στήν
παλαιά της δύναμη καί δόξα τή βασιλεία γιά τόν ’Ισραήλ (Πράξ. α 6).
Άλλ’ άπό τού σημείου
αύτού, δηλαδή τού νά ρωτάμε φυσικά, μέχρι τού νά πολυπραγμονούμε γιά αλήθειες
τίς όποίες δέν μάς άπεκάλυψε ό πάνσοφος Δημιουργός, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Όσοι μάλιστα προχώρησαν πέραν τού δέοντος, γιά νά εισχωρήσουν μέ τό μικρό τους
λογικό στό άγιο απόρρητο της πέραν τού τάφου ζωής, έπλανήθησαν πλάνην οίκτράν
καί βυθίσθηκαν εις βυθόν άπιστίας καί χάθηκαν.
Πόσοι καί πόσοι σήμερα δεν τρέχουν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις γιά
νά μάθουν περί των προσφιλών τους Καί γίνονται, οί δυστυχείς, θύματα τού
μισάνθρωπου διαβόλου καί τών επιτήδειων οργάνων του...
Αύτά συμβαίνουν, διότι
είναι πράγματι πυκνό, αδιέξοδο καί αδιαπέραστο τό σκοτάδι, μέ τό όποίο ό Θεός,
φερόμενος μέ φιλανθρωπία πρός τό πλάσμα του, συνεκάλυψε πολλά από τήν άγνωστη
σέ μάς μέλλουσα βασιλεία. Παρά ταύτα δέν μάς άφησε έντελώς απληροφόρητους μάς
φανέρωσε όσα συμφέρουν στίς ψυχές μας. Ώς έκ τούτου, γιά νά άποφύγουμε κάθε
πλάνη, θά μείνουμε μόνο σ’ εκείνα τά όποία
ή μία καί μόνη καί τελεία άποκάλυψη μάς πληροφορεί δηλαδή μόνο σέ όσα τό
σωτήριο φώς της ευαγγελικής αλήθειας μάς διδάσκει. Καί αύτά θά τά δούμε πάλι
όχι μέ τά δικά μας μάτια, τά άδύνατα καί μυωπικά ούτε θά τά ερμηνεύσουμε μέ τόν
δικό μας νού, τόν σκοτισμένο άπό τήν αμαρτία, άλλά μέ τή βοήθεια της
θεοφώτιστης πατερικής σοφίας καί εμπειρίας. Διότι οί άγιοι Πατέρες είναι
άλήθεια καί φώς. Αύτοί μπορούν νά μάς οδηγήσουν εκεί όπου θέλουμε νά φθάσουμε,
διότι ή θεολογία τους είναι όρος αληθινής θεοσεβείας. Ένώ οί ίδιοι είναι οί
έκθαμβωτικοί ήλιοι τής Εκκλησίας μας, οί όποίοι ακτινοβολούν τήν έν Αγίω
Πνεύματι σωστική διδασκαλία της.
Αυτός πού αποθνήσκει
βλέπει «εξουσίας αγγελικάς».
Ασφαλως εκείνος πού
φεύγει άπό τόν κόσμο αυτό αισθάνεται πολλή παρηγοριά, όταν βλέπει νά τόν
περιστοιχίζουν πρόσωπα προσφιλή. Βεβαίως άλλη είναι ή περίπτωση τού Μάρτυρος, ό
όποίος θυσιάζεται υπέρ τού Χριστού κάτω άπό τά βλοσυρά καί χαιρέκακα βλέμματα
τών βασανιστών του. ’Εδώ άναφερόμαστε στόν άνθρωπο πού πεθαίνει κάτω άπό ομαλές
συνθήκες. Ό Χριστιανός λοιπόν αύτός διακρίνει στά δάκρυα τού πόνου τών
προσφιλών του τήν άγάπη καί τήν ειλικρινή άφοσίωσή τους. μεγαλύτερη εγκόσμια
χαρά είναι χωρίς αμφιβολία ή συναίσθηση ότι πεθαίνουμε τιμώμενοι καί ποθούμενοι
άπό όλους όσους μάς έγνώρισαν. Όταν δε τό συναίσθημα αυτό συνδυάζεται με αγία
ζωή, τότε έκείνος πού φεύγει γιά τό αιώνιο ταξίδι είναι πράγματι μακάριος,
διότι αποθνήσκει εν Κυρίω καί πορεύεται γιά νά άναπαυθει εκ των κόπων αυτού· τά
δε έργα αυτού τά αγαθά ακολουθεί μετ' αυτού (Άποκ. ιδ' [14] 13). Ιδού λοιπόν
συνοδεία λαμπρή τά άγαθά έργα· ή συνοδεία
θλιβερή τά πονηρά έργα ή μ ό ν η συνοδεία
πού μάς άκολουθει καί στήν πέραν τού τάφου ζωή. Άπό τής άπόψεως αυτής «εις
έκαστος εν ή αν ημέρα έξέλθη εκ τού κόσμου τούτου ήδη κέκριται» · τήν ημέρα εκείνη πού θά έξέλθει άπό τήν
παρούσα ζωή, έχει ήδη κριθεί μόνος του.
Άλλ’ όπως κατά τήν ώρα
τού θανάτου τό νεκρό σώμα περιβάλλεται άπό προσφιλείς, έτσι καί ή ψυχή, ή
όποία εγκαταλείπει τό σώμα καί
κατευθύνεται πρός τήν αιώνια κατοικία της, κυκλώνεται άπό τόν συγγενή πρός
αυτήν πνευματικό κόσμο. Δηλαδή ή μέν αγαθή ψυχή κυκλώνεται άπό αγαθούς καί φωτεινούς
αγγέλους, ή δέ αμαρτωλή άπό πονηρούς καί σκοτεινούς, δηλαδή τούς δαίμονες. Αυτό
μάς τό έβεβαίωσε τό αψευδές στόμα τού Κυρίου. Μετά τόν θάνατό του ό πτωχός
Λάζαρος μεταφέρεται υπό των άγγέλων εις τόν κόλπον τού Αβραάμ (Λουκ. ι Ϛʹ [16] 22). ’Άγγελοι όμως συνοδεύουν όχι μόνο
τίς ψυχές των δικαίων αλλά καί τών πονηρών ανθρώπων, όπως παρατηρεί ό θείος
Χρυσόστομος, στηριζόμενος σέ όσα είπε ό Θεός πρός τόν άφρονα πλούσιο: Άφρον
ταυτη τή νυκτίτήν ψυχήν σου άπαιτούσιν άπό σού (Λουκ. ιβ' [12] 20). Ωστε, ενώ τήν
ψυχή τού Λαζάρου συνοδέυσαν άγγελοι αγαθοί, τού άφρονος πλουσίου τήν ψυχή
απαιτούσαν φοβεραί τινες δυνάμεις, πού ίσως είχαν σταλεί γι’ αυτό τό σκοπό,
παρατηρεί ό ιερός Χρυσόστομος καί προσθέτει: Καί τόν μέν πλούσιο τόν μετέφεραν
σάν κατάδικο, τόν δέ Λάζαρο τόν συνοδέυσαν ως νικητή.
Διότι ή ψυχή δέν αναχωρεί
μόνη της πρός εκείνη τή ζωή, επειδή δέν είναι καί δυνατόν. Διότι, έάν γιά νά
μεταβούμε άπό μία πόλη σέ άλλη έχουμε ανάγκη οδηγού, πολύ περισσότερο ή ψυχή,
όταν άποχωρισθεί άπό τό σώμα, γιά νά μεταβεί στήν άλλη ζωή έχει άνάγκη οδηγών.
Γι’ αυτό πολλές φορές άνεβαίνει στήν έπιφάνεια καί έπειτα επανέρχεται πάλι στό
βάθος, καί φοβάται καί τρέμει, όταν πρόκειται νά πετάξει (νά βγει) από τό
σώμα. Ό άγιος Ιουστίνος,ό φιλόσοφος καί
μάρτυς, στην ερμηνεία τού λόγου τού Ψαλμωδού ρύσαι άπό ρομφαίας τήν ψυχήν μου,
καί έκ χεψός κυνός την μονογενή μου οώσόν με έκ στόματος λέοντας (Ψάλ. κα [21]
21-22), δηλαδή γλύτωσε άπό τό κινούμενο εναντίον μου σπαθί τη ζωή μου καί άπό
τή βίαιη έπίθεση τού λυσσασμένου ώς σκύλου λαού τή μονάκριβη καί πολύτιμη ψυχή
μου σώσε με άπό τούς εχθρούς μου, οί όποίοι σάν πεινασμένο λιοντάρι άνοίγουν τό
στόμα τους γιά νά καταβροχθίσουν, παρατηρεί: Από αυτό διδασκόμαστε νά ζητάμε
καί έμείς τά ίδια άπό τόν Θεόν, όταν πλησιάζουμε πρός τήν έξοδο τού βίου. Διότι
ό Θεός είναι αυτός πού μπορεί νά άποτρέψει κάθε πονηρόν άγγελον, ώστε νά μήν
άρπάξει τήν ψυχή μας.
Ό Μ. Βασίλειος άναφέρει
ότι ό μάρτυς Γόρδιος (εορτάζεται τήν 3η Ίανουαρίου) έβάδιζε πρός τό μαρτύριο
όχι σάν νά έπρόκειτο νά συναντήσει τόν δήμιο, άλλά σάν νά έπρόκειτο νά
παραδώσει τόν εαυτό του στά χέρια άγγέλων, οί όποίοι, ευθύς άφού τόν παραλάβουν
νεοσφαγή, θά τόν μεταφέρουν εις τήν μακαρίαν ζωήν, όπως τόν πτωχό Λάζαρο.
’Άλλοτε ό ίδιος Πατήρ, προκειμένου νά προτρέψη στό άγιο Βάπτισμα όσους καθυστερούσαν
άδικαιολόγητα (τότε οί άνθρωποι βαπτίζονταν σέ μεγάλη ηλικία), έλεγε: Κανείς άς
μή σέ εξαπατά μέ λόγια κούφια καί ψευδή (Έφ. ε 6)· διότι θά έλθει ξαφνική ή
καταστροφή επάνω σου (Α' Θεσ. ε 3)· θά φθάσει όπως ή καταιγίδα. Θά έλθει
άγγελος κατηφής (σκυθρωπός), ό όποίος θά λάβει βίαια καί θά σύρει τήν ψυχή σου,
πού έχει δεθεί μέ τίς άμαρτίες· καί ή ψυχή σου θά στρέφεται πρός τά εδώ καί θά
οδύρεται σιωπηλά, άφού πλέον θά έχει άποκλεισθεί τό όργανο τών θρήνων (τό
σώμα). ’Ώ πόσο θά σπαράξεις τήν ώρα έκείνη τού θανάτου γιά τόν εαυτό σου Πόσο
θά στενάξεις.
Τήν άνωτέρω ευαγγελική
άλήθεια πιστοποιούν πολλά γεγονότα πού άναφέρονται στους βίους άγιων
άνδρών. Στό άνεκτίμητο πνευματικό βιβλίο,
τό Γεροντικόν, ιστορείται περί τού άββά Σισώη ότι, όταν έπρόκειτο νά άποθάνει,
τό πρόσωπό του έλαμψε καί φαινόταν σάν νά συνομιλούσε με κάποιους. Οί αδελφοί,
πού ήσαν δίπλα του. τόν παρεκάλεσαν νά τούς πει με ποιούς συνομιλούσε. Καί ό
όσιος τούς άπάντησε: Νά· ήλθαν άγγελοι γιά νά μέ παραλάβουν, καί παρακαλώ νά μέ
άφήσουν νά μετανοήσω λίγο . Ό άγιος Ιρηγόριος ό Θεολόγος περιγράφοντας τόν
θάνατο τού Μ. Βασιλείου σημειώνει: Ό Βασίλειος εύρίσκετο στίς τελευταίες
στιγμές του, καί ό χορός τών αγίων αγγέλων, πρός τόν όποίο άτένιζε μέ όλη τη
δύναμη της ψυχής του, έσπευδε νά τόν παραλάβει πλησίον του. Τέλος, αφού
έπρόφερε τόν λόγο τού Δαβίδ εις χείράς σου παραθήσομαι τό πνεύμά μου (Ψαλ. λ'
[30] 6), παρέδωσε την ψυχή του μέ χαρά καί γαλήνη στά χέρια τών αγίων άγγέλων,
οί όποίοι τόν οδήγησαν στόν ουρανό.
Αλλά καί ό θείος Χρυσόστομος λέγει ότι αυτός πού αποθνήσκει γίνεται όλος
έκθαμβος, διότι βλέπει έξουσίας αγγελικός νά τόν περιβάλλουν βλέπει στρατιάς
άγγέλων φοβερός καί αθάνατη στρατιά.
Τήν άγιοπνευματική αύτή
διδασκαλία έκφράζουν καί τροπάρια τής Νεκρώσιμης ’Ακολουθίας. Τό Ιδιόμελο τού
β' ήχου περιγράφει τόν αγώνα τής ψυχής, όταν χωρίζεται άπό τό σώμα, καί
προσθέτει ότι αύτή στρέφεται πρός τούς αγγέλους καί τούς παρακαλεί, χωρίς όμως
νά βρίσκει ανταπόκριση, διότι όλα έτελείωσαν πλέον. Στόν Κανόνα τής Ακολουθίας
εις ψυχορραγούντα (’Ωδή δ') διαβάζουμε: Τά βλέμματα στρέφω πρός τούς φωτεινούς
αγγέλους καί φωνάζω δυνατά άφήστέ με λίγο ακόμη, αλλά δέ μέ εισακούει κανείς,
διότι ό θάνατος δέν παίρνει αναβολή.
Η θέα αύτή, όπως είναι
φυσικό. δημιουργεί στήν ψυχή φόβο, διότι συναισθάνεται τήν άμαρτωλότητά της καί
συγκλονίζεται, επειδή θά παρασταθεί ένώπιον τού βήματος τού Κριτού. Τόν φόβο
αύτό δοκιμάζουν καί άγιες ψυχές. Ό άγιος Ίλαρίων μέλλων του βίου έξέρχεσθαι
έδειλίασε καί έλεγε πρός την ψυχή του: Όγδοήκοντα έτη, ώ ταπεινή ψυχή, έχεις
δουλεύουσα τώ Χριστώ καί φοβή έξελθείν; έξελθε,φιλάνθρωπος έστιν ό Κύριος. Λόγω τού φόβου αύτού, λέγει τό χρυσούν
στόμα, ή ψυχή μαζεύεται τρόπον τινά καί ζητεί νά εισχωρήσει βαθύτερα στό σώμα
καί διστάζει νά χωρισθεί από αυτό καί δέν υποφέρει τή θέα τών έρχομένων
αγγέλων. Διότι, έάν μάς κυριεύει φόβος όταν άντικρύζουμε ανθρώπους φοβερούς, τί
δέν θά πάθουμε, όταν βλέπουμε αγγέλους άπειληφόρους (αγγέλους πού μάς απειλούν)
καί δυνάμεις αποτόμους (αγγελικές δυνάμεις αυστηρές), ένώ ή ψυχή μας χωρίζεται
από τό σώμα μας καί σύρεται καί οδύρεται συνεχώς άσκοπα καί μάταια; Επειδή καί
ό πλούσιος εκείνος (της γνωστής ευαγγελικής παραβολής τού πλουσίου καί τού
πτωχού Λαζάρου) έπένθησε πολύ μετά τόν θάνατό του, αλλά δέν άπεκόμισε καμμία
ωφέλεια
Τελωνίζονται οί ψυχές καί
τών δικαίων καί τών αμαρτωλών
Εάν όμως καί αυτή ή αγία
ψυχή δοκιμάζει συγκλονιστικά συναισθήματα τήν ώρα τής εξόδου της. πολύ
περισσότερο ή αμαρτωλή. Έάν καί αυτή ή ψυχή τών αγίων ύφίσταται τίς επιθέσεις
τών πονηρών πνευμάτων, τά όποία τήν
κατηγορούν γιά τίς αμαρτίες της, άφού πολλά πταίομεν απαντες (Ίακ. γ 2) καί έάν
είπωμεν ότι άμαρτέαν ούκ εχομεν. έαυτούς πλανώμεν (Λ' Ίω. α 8), πόσο μάλλον ή ψυχή τού
άμετανοήτου; Διότι κατά τήν ώρα εκείνη ή ψυχή ύφίσταται λεπτομερή καί
εξονυχιστικό έλεγχο άπό τούς δαίμονες. Γιά τήν κατοχή τής ψυχής διεξάγεται
αόρατος, σκληρός αγώνας μεταξύ τών άγαθών καί τών πονηρών άγγέλων. Καί γιά μέν
τήν ψυχή εκείνου που φεύγει άμετανόητος καί ανεξομολόγητος, οί δαίμονες έχουν
κάθε λόγο νά τήν απαιτήσουν καί νά τήν κρατήσουν ως δική τους· τήν ψυχή όμως
έκείνου πού μετενόησε δέν έχουν κανένα δικαίωμα νά τήν αρπάξουν. Παρά ταύτα
είναι τόσος ό φθόνος καί ή κακία τους, ώστε διεκδικούν ακόμη καί αυτήν, χωρίς
αποτέλεσμα βεβαίως.
Αρχαίος εκκλησιαστικός
συγγραφεύς, άναφερόμενος στους τελώνες πού εισπράττουν τούς φόρους, προσθέτει:
Γνωρίζω καί άλλους τελώνες, οί όποίοι μετά την απαλλαγή μας από τήν παρούσα ζωή
τελωνούσιν ημάς, καί κατέχουσι, εάν έχουμε κάτι πού νά τούς ανήκει. Τή γνώμη
του αυτή περί τελωνίων τών ψυχών στηρίζει στούς λόγους τού Κυρίου, ό όποίος
πρίν από τό τέλος της επίγειας ζωής του είπε: έρχεται ό τού κόσμου αρχών, καί
έν έμοί ούκ έχει ούδέν (Ίω. ιδ' [14] 30)· έρχεται ό σατανάς, πού εξουσιάζει
τούς ανθρώπους πού ζούν μακριά από τόν Θεόν έρχεται νά ένεργήσει τήν τελευταία
καί βιαιότερη επίθεσή του έναντίον μου. Αλλά σέ μένα δέν θά βρει τίποτε δικό
του, πού θά τού δίδει εξουσία καί κάποιο δικαίωμα επάνω μου. Καί προσθέτει ό έν
λόγω συγγραφεύς: Πόσα άραγε πρόκειται νά υποστούμε από εκείνους τούς τελώνες,
δηλαδή τούς πονηρούς αγγέλους, οί όποίοι ερευνούν τά πάντα, όταν κανείς λόγω
τής αμετανοησίας του δέν θά πληρώνει απλώς φόρο, αλλά θά συλλαμβάνεται καί θά
κατακρατείται ολόκληρος;
Αυτό δέχεται καί ό Μέγας
Βασίλειος. Μιλώντας γιά τούς γενναίους αθλητές της πίστεως, διδάσκει ότι θά
έρευνηθούν καί αύτοί από τά τελώνια, δηλαδή τά πονηρά πνεύματα. Τή διδασκαλία
του στηρίζει καί αύτός στόν λόγο πού είπε ό Κύριος περί τόν καιρόν τού πάθους·
Νυν ό αρχών τού κόσμου τούτου ερχεται καί έν έμοί έξει ούδέν (βλ. Ίω. ιδ' [14]
30). Καί προσθέτει ό φωστήρ τής Καισαρείας : Ό μέν αναμάρτητος Κύριος έλεγε ότι
ό διάβολος δέν έχει νά βρει σ’ Αυτόν τίποτε τό όποίο θά τού δίνει εξουσία έπάνω
Του γιά τόν άνθρωπο όμως θά είναι αρκετό εάν τολμήσει νά πει κατά τήν ώρα τού
θανάτου του ότι έρχεται ό άρχων τού κόσμου τούτου καί σέ μένα θά βρει μόνο λίγα
αμαρτήματα καί μικρά. Ό ίδιος λέγει
αλλού ότι τά πονηρά πνεύματα παρατηρούν τήν έξοδο της ψυχής μέ τόση άγρυπνη
προσοχή, μέ όση δέν παρετήρησαν ποτέ εχθροί πόλη πολιορκούμενη ή ληστές
θησαυροφυλάκιο. Ό ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι ή αγία Γραφή ονομάζει τούς
δαίμονες διώκτας καί τελώνας καί
φορολόγους (είσπράκτορες φόρων)
’Εκτός τής Πατερικής
αύτής διδασκαλίας,ή οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή, έχουμε καί μαρτυρίες
μεγάλων καί σπουδαίων ασκητικών μορφών, γενναίων αθλητών τής έρημου, καί άρα
κατά πάντα αξιόπιστων. Στόν βίο τού Μεγάλου Αντωνίου,τόν όποίο συνέγραψε ό
στόλος τής ’Ορθοδοξίας, ό Μέγας ’Αθανάσιος, άναφέρεται καί αυτό: Ό
πνευματέμφορος καί θεοφόρος Μ. ’Αντώνιος, προικισμένος από τόν Θεόν μέ τό χάρισμα
τής προοράσεως καί διοράσεως (δηλαδή νά βλέπει όσα πρόκειται νά συμβούν καί
άλλα πνευματικά καί μυστικά θεάματα),είδε την ψυχή του άσκητού Άμμούν (τού
περίφημου άσκητού τής Νιτρίας) νά τή συνοδεύουν οί άγιοι άγγελοι του Τριαδικού
Θεού, καί νά χαίρουν πολύ εκείνοι πού την συναντούσαν. ’Επίσης ό καθαρός στην
ψυχή καί τήν καρδία Αντώνιος συνομιλούσε κάποτε μέ κάποιους γιά τήν πορεία τής
ψυχής καί τού τόπου πού θά τήν δεχθεί μετά τή ζωή αυτή. Τήν επόμενη νύκτα μιά
φωνή έκάλεσε από ψηλά τόν Μ. ’Αντώνιο καί τού είπε: Αντώνιε,άναστάς έξελθε,καί
βλέπε. Όταν ό ένσαρκος έκείνος άγγελος βγήκε έξω, καί μόλις σήκωσε τά βλέμματά
του, είδε κάποιον πολύ υψηλό, δύσμορφο καί φοβερό νά στέκεται όρθιος καί νά
φθάνει μέχρι τά σύννεφα, καί γύρω του νά ανεβαίνουν κάποιοι σάν νά είχαν φτερά,
εκείνος δέ νά απλώνει τά χέρια του.
Καί άλλους μέν νά εμποδίζει νά ανεβαίνουν,
άλλους όμως νά τόν προσπερνούν πετώντας ψηλότερα καί νά προχωρούν πρός τά άνω
άνενόχλητοι. Γιά τούς τελευταίους αυτούς ό μακρός έκείνος έτριζε τά δόντια, ένώ
γιά όσους έπεφταν καί δέν ανέβαιναν έχαιρε Τότε φωτίσθηκε ή διάνοια τού Μ.
Αντωνίου καί άντελήφθη ότι αύτό ήταν ή διάβαση τών ψυχών από τόν παρόντα κόσμο
στή μετά θάνατον ζωή· ό δέ υψηλός καί δύσμορφος ήταν ό έχθρός πού φθονεί τούς
πιστούς, ό διάβολος. Όσοι έκρατούντο από αύτόν καί έμποδίζονταν νά ανέβουν ήσαν
έκείνοι οί όποίοι έζησαν κατά τό θέλημά του ένώ όσοι τόν προσπερνούσαν ήσαν οί
ευσεβείς καί ένάρετοι.
Ό άλλος μέγας τής έρήμου
πολίτης καί έν σώματι άγγελος, Μακάριος ό Αιγύπτιος, γράφει: Όταν άκούς ότι υπάρχουν
ποταμοί δρακόντων καί στόματα λεόντων (πρβλ. Έβρ. ια [11] 33 Ψαλ. κα[21] 22) καί
δυνάμεις αί υπό τόν ουρανόν σκοτειναί καί πύρ φλέγον (πρβλ. 'Ιερ. κ [20] 9) καί
κοχλάζον έν τοίς μέλεσιν, πρέπει νά γνωρίζεις αύτό: Έάν δεν δεχθείς τόν
αρραβώνα του αγίου Πνεύματος (πρβλ. Β' Κορ. α 22· ε 5),την ώρα πού ή ψυχή σου
θά αναχωρεί άπό τό σώμα οί πονηροί δαίμονες θά κυριαρχήσουν επάνω της καί δεν
θά τήν αφήνουν νά άνεβεί στους ουρανούς. Άλλου πάλι διδάσκει: Όταν ή ψυχή
έγκαταλείψει τό σώμα, έπιτελείται κάποιο μεγάλο μυστήριο. Έάν αύτός πού άπέθανε
έφυγε αμετανόητος, έρχονται χοροί άπό δαίμονες καί άγγελοι πονηροί καί δυνάμεις
σκοτεινές παραλαμβάνουν τήν ψυχή εκείνη καί τήν κρατούν αιχμάλωτη στό δικό τους
τόπο. Τό εντελώς αντίθετο συμβαίνει μέ εκείνους πού μετενόησαν διότι πλησίον
τών αγίων δούλων τού Θεού ύπάρχουν άπό τώρα άγγελοι καί πνεύματα άγια γύρω άπό
αύτούς καί τούς προστατεύουν, όταν δέ οί ψυχές βγουν άπό τά σώματα, οί χοροί
τών άγγέλων παραλαμβάνουν τίς ψυχές αύτές καί τίς οδηγούν στό δικό τους τόπο, εις
τόν καθαρόν αιώνα.
Ό άλλος Μακάριος, ό
Άλεξανδρεύς, ό κληρονόμος τών αρετών τού Μ. Αντωνίου κατά τόν Παλλάδιον, λέγει
ότι όταν άποσταλούν άγγελοι γιά νά παραλάβουν τήν ψυχή δικαίου ή αμαρτωλού,
αύτή κατατρομάζει καί τρέμει τήν παρουσίαν τών φοβερών καί άποτόμων
αγγέλων.
Επίσης ό μυστικός Πατήρ
της Εκκλησίας μας. ό άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής, μάς διδάσκει ότι
ταρτάριοι άρχοντες καί σκοτειναί παρατάξεις, δηλαδή οί πονηροί δαίμονες,
τελωνίζουν τήν ψυχή κατά τήν έξοδό της καί προσπαθούν νά τήν κρατήσουν, γεγονός
τό όποίο κατατρομάζει τήν ψυχή. Καί οί μέν πονηροί δαίμονες κατακρατούν τήν
αμαρτωλή ψυχή, ένώ ή ψυχή πού φεύγει γιά τήν άλλη ζωή μέ εξομολόγηση καί μέ τήν
αγάπη τού Θεού καί έχει παρρησία ενώπιον τού Θεού, μεταφέρεται άπό τούς
άγγέλους της ειρήνης πρός τόν Κύριον καί προσπερνά τίς δαιμονικές
φάλαγγες.
Ό όσιος 'Ησύχιος,
πρεσβύτερος τής Εκκλησίας των 'Ιεροσολύμων (5ος αί.), γράφει: Έρχεται ή ώρα τού
θανάτου καί θά μάς βρει οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν νά την άποφύγουμε. Είθε
τότε ό τού κόσμου καί τού άέρος αρχών (πρβλ. Ίω. ιδ' [14] 30 Έφ. β' 2), δηλαδή
ό διάβολος, όταν έλθει, νά βρει τά άνομήματά μας λίγα καί ανάξια λόγου, ίνα μή
έλέγξη άληθεύων καί τότε κλαύσωμεν ανωφελή.
Ό άγιος Ιωάννης ό
Σινάίτης αναφέρει μία ψυχωφελή καί αξιοθρήνητη διήγηση: Σ’ ένα κελλί κάτω από
τήν αγία κορυφή τού όρους Σινά έμενε κάποιός μοναχός Στέφανος, ό όποίος είχε
άγωνισθεί έπί πολλά χρόνια στη μοναχική παλαίστρα. Ήταν στολισμένος μέ νηστείες
καί μέ πολλές άλλες αρετές. Πριν πεθάνει άρρώστησε, καί μέ τήν αρρώστια εκείνη
τελείωσε τή ζωή του. Τήν παραμονή όμως τού θανάτου του είχε περιπέσει σέ
έκσταση καί μέ τά μάτια ανοικτά έκοίταζε καί παρατηρούσε δεξιά καί αριστερά τής
κλίνης του. Καί σάν νά τόν άνέκριναν κάποιοι, απαντούσε (ένώ όλοι όσοι ήσαν
γύρω από τό κρεββάτι του τόν άκουαν) καί έλεγε άλλοτε ναί, πράγματι, αληθινά
όμως ένήστευσα γι’ αυτό τόσα χρόνια, ένώ άλλοτε απαντούσε: ’Όχι, ψεύδεσθε αύτό
δέν τό έκαμα. Κατόπιν απαντούσε πάλι: Ναί, αύτό είναι αληθινό ναί,τό έκαμα·
αλλά έχυσα δάκρυα μετάνοιας έκαμα διακονήματα αγάπης. Καί πάλι: Μέ κατηγορείτε
απροκάλυπτα. Κάποτε γιά ορισμένα έλεγε: Ναί καί γιά τίς κατηγορίες αύτές δέν
έχω τίποτε νά άπολογηθώ· τό έλεος είναι στά χέρια τού Θεού. Καί συμπληρώνει ό
άγιος ’Ιωάννης: Όλη αυτή ή σκηνή ήταν θέαμα φρικτό καί φοβερό, (ήταν) καί ένα
δικαστήριο αόρατο καί χωρίς έλεος. Τό δέ φοβερότερο ήταν ότι κατηγορούσαν τόν
μοναχό Στέφανο καί γιά αμαρτήματα πού δέν είχε κάμει. ’Αλλοίμονο Ό ήσυχαστής καί ό άναχωρητής έλεγε γιά μερικά
άμαρτήματά του: Γι’ αυτά δέν έχω τί νά είπώ. Καί είχε ως μοναχός σαράντα
περίπου χρόνια, καί είχε καί τό δάκρυον τής μετάνοιας Ό μοναχός αυτός,
βεβαιώνει ό όσιος ’Ιωάννης, είχε τόση χάρη, ώστε στην έρημο νά τρέφει μέ τά
χέρια του καί λεοπάρδαλη Ένώ δέ συνεχιζόταν ή δικαστική αυτή ανάκριση,ή ψυχή
του χωρίσθηκε άπό τό σώμα, χωρίς νά αφήσει καμμία φανερή ένδειξη γιά τήν κρίση
ή γιά τό πόρισμα ή γιά την απόφαση ή γιά τό τέλος της δίκης.
Στις άγιοπατερικές
μαρτυρίες περί τελωνισμού της ψυχής από τούς άγγέλους προσθέτουμε καί έκείνη
τού αγίου Κυρίλλου, πατριάρχου Αλεξάνδρειάς. Ό πρόμαχος αυτός της ’Ορθοδοξίας
όμιλεί περί της εξόδου της ψυχής καί λέγει: Ή ψυχή, όταν χωρίζεται από τό σώμα,
βλέπει τούς φοβερούς, καί αγρίους, καί απηνείς (σκληρούς) καί άνηλεείς καί
ατίθασους δαίμονας, ως Αιθίοπας ζοφώδεις παρισταμένους. Ή ψυχή των δικαίων
κατέχεται υπό των αγίων αγγέλων, διά τού άέρος παρερχομένη καί ύψουμένη. Καθώς
δέ προχωρεί, ευρίσκει τελώνια φυλάττοντα τήν άνοδον, καί κρατούντα, καί
διακωλύοντα τάς άναβαινούσας ψυχάς. Κάθε ένα από τά τελώνια αυτά προσφέρει τάς οικείας
αμαρτίας των ψυχών. Ό ιερός Κύριλλος αναφέρει έν πρώτοις πέντε τελώνια, όσες
καί οί πέντε αισθήσεις: Τό τελώνιο της καταλαλιάς κατηγορεί τήν ψυχή γιά τά
αμαρτήματα της γλώσσης, τών χειλέων καί έκείνα της γεύσεως. Τό τελώνιο της
όράσεως όμμάτων τήν κατηγορεί γιά τά αμαρτήματα πού διαπράττει ό άνθρωπος άπό
άπρεπους θέας, καί περιέργου, καί αχαλίνωτου όράσεως, καί νευμάτων δολίων. Τό
τελώνιο της ακοής γιά τά αμαρτήματα τών αισθητηρίων έκείνων τά όποία διά τής τοιαύτης αίσθήσεως τά ακάθαρτα
πνεύματα δέχονται. Τό τελώνιο τής όσφρήσεως κατηγορεί τήν ψυχή γιά όσα
αμαρτάνουμε μέ τήν αίσθηση αυτή. Καί τό τελώνιο τής αφής γιά όσα δι’ αφής
χειρών πονηρά καί χαλεπά έπράχθησαν. Κατόπιν ό θείος Κύριλλος όμιλεί καί γιά τά
υπόλοιπα τελώνια,τά όποία έξετάζουν τήν
ψυχή γιά τίς μισητές στόν Θεόν καί μιαρές αμαρτίες, όπως π.χ. τού φθόνου καί
ζήλου, κενοδοξίας τε καί υπερηφανίας, πικρίας καί οργής, όξυχολίας τε καί θυμού
κλπ. Ώστε, κατά τόν φιλόθεο ιεράρχη, κάθε πάθος ψυχής καί κάθε αμάρτημά της
έχει τούς δικούς του τελώνας καί φορολόγους. Όμως καί οί άγιοι άγγελοι δέν
έγκαταλείπουν τήν ψυχή στά πονηρά τελώνια. Κατά τήν ώρα τού τελωνισμού της
προσφέρουσι καί αυτοί ανάλογα τά αγαθά έργα της. Μάλιστα οί άγιες αγγελικές
δυνάμεις απαριθμούν κατά πρόσωπον τών ακαθάρτων πνευμάτων τίς αγαθοεργίες τής
ψυχής,τίς όποίες έπραξε διά λόγων, καί έργων, καί λογισμών, καί εννοιών. ’Εάν ή
ψυχή βρεθεί ότι εζησε εύσεβώς καί θεαρέστως, παραλαμβάνεται από τούς αγαθούς
αγγέλους καί πορεύεται στην ανεκλάλητη χαρά τής μακάριας καί αιώνιας ζωής. Έάν
όμως βρεθεί ότι εζησε εν άμελεία καί άσωτία, ακούει τήν δεινοτάτην εκείνην
φωνήν «αρθήτω ο ασεβής ίνα μή ίδη
την δόξαν Κυρίου» ( Ήσ. κ Ϛʹ [26] 10)· ας έξαφανισθεί ό
άσεβής,γιά νά μή δει τή δόξα τού Κυρίου. Τότε οί άγιοι άγγελοι τού Θεού
εγκαταλείπουν με βαθειά λύπη τήν ψυχή καί παραλαμβάνουσιν αυτήν οί Αίθίοπες
(μαύροι) έκείνοι δαίμονες,γιά νά τήν ρίψουν με απύθμενη χαιρεκακία εις τάς
φυλακάς τού άδου.
Τόν τελωνισμό τών ψυχών
υπενθυμίζει καί ή αγία μας ’Εκκλησία σέ διάφορες προσευχές. Ή κατανυκτική ευχή
τού ’Αποδείπνου πρός τήν Κυρία τών Αγγέλων λέγει: Άσπιλε (...) Θεοτόκε, πάρεσό
μοι ως έλεήμων όχι μόνο στήν παρούσα
ζωή, αλλά καί εν τώ καιρώ τής εξόδου μου (του θανάτου μου) τήν άθλίαν μου ψυχήν
περιέπουσα (φροντίζουσα), καί τάς σκοτεινός δψεις τών πονηρών δαιμόνων πόρρω
αυτής άπελαύνουσα (άποδιώκουσα μακριά από τήν ψυχή μου). Σέ μία εύχή τού
Μεσονυκτικού τού Σαββάτου πρός τόν Σωτήρα (τήν εύχή του άγιου Ευστρατίου)
δεόμεθα: 'Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα, καί ας μή δει ή ψυχή μου τήν ζοφεράν καί
σκοτεινήν δψιν τών πονηρών δαιμόνων· άλλά ας παραλάβουν αύτήν άγγελοι φαιδροί
καί φωτεινοί. Σέ άλλον πάλι ύμνο
ικετεύουμε τήν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο: έν ώρα με τή φοβερά τού θανάτου,
έλευθέρωσον, κατηγορούντων δαιμόνων, φρικτής άποφάσεως. Στόν ίκετήριο Κανόνα πρός τόν άγιο Άγγελο
καί φύλακα τής ζωής μας λέγομε: Άγιέ μου Άγγελε, γενού μοι ύπερασπιστής, καί
πρόμαχος άμαχος (μαχόμενος μπροστά άπό εμένα γιά νά μέ υπερασπίσεις), όταν
διέρχωμαι τους τελώνας τού δεινού κοσμοκράτορος, δηλαδή τού διαβόλου (Θ' Ώδή).
Παρόμοιες θερμές αιτήσεις άναπέμπονται πρός τόν Κύριο καί τούς άγιους Αγγέλους
καί σέ διάφορα τροπάρια τής Ακολουθίας σέ ψυχορραγούντα.
Είναι όμως πολύ
συγκινητικά όσα γράφει ό ιερός Χρυσόστομος γιά τόν τελωνισμό των ψυχών τών
άκάκων νηπίων, διότι ό παμπόνηρος ζητεί νά αρπάξει καί αύτών τίς ψυχές Όμως τά
νήπια ομολογούν, κατά τόν ιερό Πατέρα: Εμείς περάσαμε από τούς πονηρούς
δαίμονες χωρίς νά πάθουμε τίποτε. Διότι τά σκοτεινά τελώνια είδαν τό σώμα μας
άσπιλο καί ντράπηκαν είδαν την ψυχή άκακη καί καθαρή, καί δοκίμασαν ντροπή
είδαν τή γλώσσα άσπιλη καί καθαρή καί άμωμη, καί φιμώθηκαν περάσαμε καί τούς
εξευτελίσαμε. Γι’ αύτό οί άγιοι τού Θεού άγγελοι, οί όποίοι μάς προύπάντησαν,
έχαιρον, (οί) δίκαιοι (μάς) ήσπάζοντο, (οί) όσιοι έτέρποντο λέγοντες Καλώς
ήλθον τά άρνία τού Χριστού.
Είθε, αγαπητέ μου
άναγνώστα, διά πρεσβειών της παναχράντου Μητρός τού Κυρίου μας, τών αγίων
’Αγγέλων του, καί ιδιαίτερα τού φύλακα Αγγέλου μας, καί όλων τών Όσίων άνδρών
καί Μαρτύρων, παρόμοια υποδοχή μέ εκείνη τών άκάκων νηπίων νά έχουμε καί εμείς
κατά τήν ώρα τού θανάτου μας, όταν ό φόβος πολύς, καί ό λύων ούδείς Μήν
αποβλέπουμε, αδελφέ μου, μόνο σ’ αύτή τή ζωή, άλλά άς φροντίζουμε καί γιά τή
μέλλουσα, τήν αληθινή καί αιώνια. Άς καταβάλουμε φροντίδα ώστε νά προφθάσουμε
νά έτοιμασθούμε έγκαίρως μέ μετάνοια καί εξομολόγηση, πρό τού προφθασθώμεν άπό
τόν θάνατο, ό όποίος έρχεται σέ άγνωστη ώρα. ’Εάν έτσι ζούμε, δέν έχουμε νά
φοβηθούμε τίποτε άπό τούς σκοτεινούς τελώνες, τούς δολερούς καί ψυχοφθόρους
εχθρούς μας. ’Άγγελοι φαιδροί καί φωτεινοί θά μάς οδηγήσουν στή χώρα τών
ζώντων, έν «σκηναίς άγίων».
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου