20 ΟΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΚΡΟ
Ετοιμασία, πρόθεση καί
εκφορά τού νεκρού..
Η αγία μας Εκκλησία δεν
μεριμνά μόνο ώστε τίποτε νά μή μάς λείψει στον φθαρτό κόσμο γιά την κατά
Χριστόν προκοπή μας· ή αγάπη της λάμπει καί κατά την έκδημία μας, καί
συνεχίζεται καί μετά την έξοδό μας από τόν κόσμο. Όλα αυτά φαίνονται στην
κατανυκτικότατη Νεκρώσιμη Ακολουθία, στά Ιερά Μνημόσυνα καί γενικά στίς εύχές
υπέρ των κεκοιμημένων. Προτού όμως κάνουμε λόγο περί αυτών, θά πούμε λίγα γιά
τίς τελευταίες φροντίδες πού προσφέρονται στούς νεκρούς αδελφούς μας πρίν άπό
τόν ένταφιασμό τους. Διότι καί οί φροντίδες αύτές είναι στενότατα συνδεδεμένες
μέ τίς ψυχικές ανάγκες τού ανθρώπου καί αντανακλούν μακρά έκκλησιαστική
παράδοση . Δείχνουν όμως καί τόν σεβασμό καί την τιμή πρός τήν ιερότητα τού
θεόπλαστου σώματος, έστω καί αν αυτό είναι νεκρό. Αύτό άποδεικνύεται καί άπό
μία επιστολή πού έστειλε ό Μ. Βασίλειος πρός τόν ηγεμόνα της Σεβαστείας.
Κάποιός στρατιώτης πέθανε στή Σεβάστεια καί ειδοποιήθηκαν οι συγγενείς του, πού
ήσαν στήν Αλεξάνδρεια, νά έλθουν γιά νά τόν μεταφέρουν εκεί πρός ταφήν Ό Μ.
Βασίλειος έγκρίνει τό μακρινό καί έπικίνδυνο αύτό ταξίδι τών πιστών, διότι
θεωρεί τήν ένέργειά τους ορθή καί επιβεβλημένη γι’ αύτό μεσολαβεί στόν ήγεμόνα
νά διατάξει τή μεταφορά της σορού τού στρατιώτου μέ δαπάνες τού δημοσίου στήν
Αλεξάνδρεια γιά τήν ταφή.
Ό Θεολόγος Γρηγόριος, ό
όποίος αγαπούσε την έρημία καί ζητούσε ώς γηροτρόφος (τρέφων γέροντες) τό θείο
έλεος, άναφερόμενος στίς τελευταίες
φροντίδες πού θά ήθελε νά λάβουν οί άλλοι γιά τόν νεκρό του διερωτάται: Ποιός
θά βάλει τά δάκτυλά του στά μάτια μου, όταν θά σβήσουν; Τό έρώτημα τούτο υπενθυμίζει τή συνήθη ευχή
του λαού μας: «Ό Θεός νά μ’ αξιώσει νά μού κλείσεις τά μάτια» . Ή έπιθυμία τού
Θεολόγου Πατρός δεν ήταν έξω από τό πνεύμα τής ’Εκκλησίας τού Χριστού. Ό ίδιος
ό Θεός, όταν ένίσχυσε τόν γέροντα Ιακώβ στό φρέαρ τού όρκου προκειμένου νά
μεταβεί στήν Αίγυπτο πρός συνάντηση τού ’Ιωσήφ, τού είπε μεταξύ άλλων: Καί ό
’Ιωσήφ, τό αγαπημένο παιδί σου, θά σου κλείσει τά μάτια (Γεν. μζ [46] 4). Ήταν
δηλαδή μία ευλογία καί αυτή τού Θεού πρός τόν Πατριάρχη. Στους χρόνους τού
αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου τό έθιμο αυτό έτηρείτο μέ πιστότητα καί εύλάβεια.
Είναι άξιο προσοχής ότι καί ή όσια Μακρίνα, αδελφή τού Μ. Βασιλείου, πού
τελείωσε τόν βίο της σέ παρθενώνα, έξέφρασε τήν έπιθυμία νά τής κλείσει τά
μάτια ό αδελφός της Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης. Ό άγιος άνταποκρίθηκε στό
αίτημα τής όσιας, άν καί ή Μακρίνα είχε ήδη κλείσει τά μάτια όταν άπέθανε, σάν
νά είχε κοιμηθεί. Καί παρά τό ότι λίγο πρίν έκπνεύσει είχε προσευχηθεί θερμά
καί παρά τή μεγάλη εξάντλησή της, έκαμε τό σημείο τού σταυρού έπάνω στά μάτια,
στό στόμα καί την καρδιά της· έπετίθει τήν σφραγίδα τοϊς όφθαλμοίς καί τω
στόματι καί τη καρδία. ’Επίσης ό θείος
Χρυσόστομος, εγκωμιάζοντας τίς θυσίες τού επισκόπου ’Αντιόχειας Φλαβιανού, ό
όποίος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μεσιτεύσει υπέρ τού λαού τής
Αντιόχειας, λέγει καί αύτό: Ό επίσκοπος μετέβη στή Βασιλεύουσα, άν καί ή αδελφή
του,ή μόνη πού άπέμεινε από τήν οίκογένειά τους,ήταν έτοιμοθάνατη. Καί όμως
άφησε τήν αδελφή του, παρ’ όλον ότι καί αυτή ευχόταν κάθε μέρα νά τής κλείσει ό
Φλαβιανός τά μάτια καί τό στόμα καί νά μεριμνήσει ώστε νά τής προσφερθούν με κάθε
επιμέλεια οί τελευταίες φροντίδες των νεκρών.
Τό έργο των τελευταίων
φροντίδων στους νεκρούς έθεωρείτο από τούς Χριστιανούς ανέκαθεν τόσο ιερό, ώστε
έτρεχαν νά φροντίσουν καί γι’ αυτούς ακόμη πού άπέθνησκαν από μολυσματική
ασθένεια. Ό ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει: Οί Χριστιανοί σήκωναν τά σώματα τών
νεκρών πιστών στά χέρια τους, τά αγκάλιαζαν, τούς έκλειναν τά μάτια καί τό
στόμα,τά φορτώνονταν στούς ώμους καί τά μετέφεραν γιά νά τά πλύνουν καί τά
ντύσουν μέ τή νεκρική στολή. Απ’ εναντίας οί είδωλολάτρες, μόλις έβλεπαν
κάποιον νά προσβάλλεται από μολυσματική αρρώστια, τόν άπέφευγαν, έγκατέλειπαν
δέ ακόμη καί αυτούς τούς προσφιλείς τους.
Άπό τόν βίο τού όσιου Μαρκιανού πληροφορούμαστε ότι ό άγιος εκείνος
άνθρωπος, έκτος τών άλλων, τριγύριζε κατά τή διάρκεια της νύκτας τάς πλατείας
καί τάς της πόλεως στενωπούς (τούς δρομίσκους) καί φρόντιζε γιά τό πού καί πότε
θά εύρισκε νεκρό έγκαταλελειμμένο λόγω της πτωχείας του. Καί όταν συναντούσε
τέτοιον, έχαιρε, σάν νά εύρισκε πολυτιμότατο θησαυρό. Παρελάμβανε τότε τόν
νεκρό, καί αφού τόν έπεριποιείτο μέ κάθε επιμέλεια, άπευθυνόταν πρός αυτόν σάν
νά ήταν ζωντανός, καί του έλεγε: «Δεύρο (εμπρός, άντε) καί τής έν Χριστώ αγάπης
κοινώνησον ήμίν, αδελφέ.» Στήν πρόσκληση αυτή τού οσίου ό Θεός, γιά νά αμείψει
τήν αγάπη τού δούλου του, παραχωρούσε ώστε ό νεκρός νά άνίσταται καί νά
άσπάζεται τόν χρηστόν της προνοίας Ευθύς κατόπιν ό νεκρός πάλιν νεκρός ήν.
Ή τακτοποίηση ή ή
περιστολή τού νεκρού άπέβλεπε στό νά παρουσιάζει ή σορός γενικά όψη ευπρεπή.
'Άγιες μορφές, οί όποίες είχαν ήσυχα, ήρεμα καί ειρηνικά τέλη, φρόντιζαν νά
τακτοποιούνται μόνες τους. Ή όσια Μακρίνα, προτού άποθάνει, έκλεισε μόνη της τά
μάτια μέ πολλή εύκοσμία, σφράγισε τά χείλη της μέ κάθε φυσικότητα καί σταύρωσε
«εύπρεπώς» τά χέρια έπάνω στό στήθος της τόσο σεμνά, ώστε όλο τό σώμα
προσαρμόσθηκε αυτόματα στή σεμνή θέση, όπως έπρεπε. Όλα έγιναν έτσι, ώστε δέν
χρειαζόταν καθόλου τό χέρι πού θά διευθετούσε τό σώμα Επίσης καί ό 75ετής όσιος καί όμολογητής
Νικόλαος ηγούμενος της Μονής τού Στουδίου, άφοό προσευχήθηκε καί άφού μέ τη
σκέψη είχε ήδη μετατεθεί από τόν παρόντα κόσμο στήν άνω βασιλεία, άπλωσε τά
πόδια, σταύρωσε τά χέρια καί παρέδωσε τήν ψυχή του μέ πολύ θάρρος καί άφοβία
στους αγίους αγγέλους πού τόν οδηγούσαν στόν ουρανό. Παρόμοια άναφέρονται κατά τήν έκδημία τής
άγιας Μελανίας (5ος αί.) καί τής άγιας Θεοδώρας τής βασιλίσσης (+| 867), πού
άναστήλωσε τίς άγιες εικόνες (εορτάζεται την 11η Φεβρουάριου) καί τής όποίας τά
χέρια συνέχιζαν νά μένουν σταυρωμένα, όταν μετά άπό χρόνια βρέθηκε τό σεπτό
λείψανό της.
Όλα αυτά είναι δείγμα τής
στοργής μέ τήν όποία τά μέλη τής
στρατευομένης Εκκλησίας ετοιμάζουν τη σορό τού άδελφού τους πού μετετέθη πλέον
στή θριαμβεύουσα Εκκλησία. Αποτελούν όμως καί μία φροντίδα, ή όποία δίνει παρηγοριά στούς συγγενείς, αυτούς πού
προπέμπουν τόν προσφιλή τους. Γι’ αυτό ό θείος Χρυσόστομος, προκειμένου νά
παρηγορήσει έναν πατέρα γιά τόν θάνατο τού παιδιού του, έλεγε: Ό μακάριος Ίώβ
δέν είχε άξιωθεί ούτε τά μάτια ούτε τό στόμα των παιδιών του νά κλείσει, ούτε
τά άλλα μέλη τους νά τακτοποιήσει. Ένώ οί γονείς «σχηματίζουσι» τό νεκρό σώμα
των παιδιών τους, τακτοποιούν τά χέρια καί τά πόδια τους, τά λούζουν, τά
ντύνουν μέ άξια εντάφια καί έτσι τήν ιδίαν συμφοράν παραμυθούνται. Έξ άλλου σύ
άκουσες τά τελευταία λόγια τού παιδιού σου καί έκλεισες τά μάτια καί τό στόμα
του .
Ή έπάλειψη τού νεκρού μέ
άρώματα καί ή ένδυσή του μέ εντάφια υπήρξε ένα άκόμη δείγμα στοργής πρός τόν
άπερχόμενο αδελφό. Είναι δέ
χαρακτηριστικό ότι περί αυτών μιλούν συχνά οί Πατέρες, πράγμα που σημαίνει ότι
δέν τά άποδοκιμάζουν,άλλά τά εγκρίνουν. Σέ πολλά μάλιστα Συναξάρια ή πράξη αυτή
τονίζεται ιδιαίτερα.
Άπό τόν βίο τού άγιου
Αρτεμίου π.χ. πληροφορούμεθα ότι ή διακόνισσα Άρίστη παρέλαβε τό σεπτό λείψανό
του,τό άλειψε μέ σμύρνα καί άλλα πολύτιμα αρώματα καί μόρα, καί τό έθαψε . Επίσης ή ευλαβής Χριστιανή Κλεοπάτρα
παρέλαβε μία νύκτα μαζί μέ άλλα λείψανα καί τό λείψανο τού μάρτυρος Ούάρου
(εορτάζεται την 19η ’Οκτωβρίου), τό άλειψε μέ πολύτιμα αρώματα καί τού φόρεσε
λαμπρή έσθήτα. Επειδή όμως ό διωγμός συνεχιζόταν καί οί Χριστιανοί κινδύνευαν,
έθαψε μέ πολύ σεβασμό τό λείψανο τού Μάρτυρος στό σπίτι της, κάτω άπό τό
κρεββάτι της, καί διατηρούσε έκεί φως άσβεστον καί τό έτιμούσε μέ θυμιάματα
κλπ. ’Άλλος ευλαβής Χριστιανός, ό
Κλαύδιος, όταν βρήκε τό λείψανο τής αγίας Χαριτίνης (εορτάζεται τήν 5η
’Οκτωβρίου), τό όποίο είχε ρίψει ή θάλασσα έξω στην παραλία,τό περιποιήθηκε μέ
θαυμαστή εύλάβεια,τό έμύρισε (τό άλειψε μέ μύρα) λαμπρώς,τό τακτοποίησε
«λαμπρότερον» καί τό έθαψε σέ τάφο πρόχειρο μέν, διότι ό διωγμός συνεχιζόταν,
πάντως όμως όπως έπρεπε στη Μάρτυρα . Ό
άγιος Ι'ρηγόριος Νύσσης ιστορεί ότι τόν νεκρό τού Μελετίου, έπισκόπου
’Αντιόχειας (ί 381),είχαν περιτυλίξει μέ καθαρά σινδόνια καί υφάσματα μεταξωτά,
τόν άλειψαν μέ πολλά αρώματα καί τόν έκήδευσαν μέ κάθε σεμνότητα καί
κοσμιότητα. Παρόμοια αναφέρει καί γιά
τήν άδελφή του Μακρίνα.
Ή εύγενής Ούετιανή καταστόλισε τήν καθαρή καί ακηλίδωτη
σάρκα της όσιας μέ λαμπρά σάβανα. Καί όταν έφόρεσαν στή νεκρά τό σκούρο ίμάτιο
τής μητέρας της, ή μεγάλη ασκητική μορφή τής Μακρινής έλαμπε καί μέσα στά
σκούρα, διότι ή θεία δύναμη προσέθετε καί αύτή τή χάρη στό νεκρό σώμα .
Άναφέρεται ακόμη ότι ή Δόμνα, ή όποία
αργότερα μαρτύρησε, προσέφερε πολλές περιποιήσεις στά λείψανα τού
μάρτυρος ’Ίνδου καί των συναθλητών του. Έπλυνε τούς νεκρούς μέ καθαρό νερό,
αφού προηγουμένως τούς είχε πλύνει μέ τά δάκρυά της, καί μαζί μέ τόν βοηθό της
ναυτικό τύλιξε τά ιερά λείψανα σέ καινούργια σινδόνια καί τούς φόρεσε λευκή
στολή, άφού τά άλειψε μέ μύρα καί τά θύμιασε μέ ευώδη θυμιάματα. Κατόπιν τά
έθαψε μέ κάθε σεμνότητα.
Είναι αλήθεια ότι στη
φροντίδα γιά τούς νεκρούς εισχωρούσε συχνά ή ανθρώπινη ματαιοδοξία καί επίδειξη
των συγγενών τού άποθανόντος, ιδιαίτερα όταν ό νεκρός ήταν πλούσιος. Άλλ’ ή
’Εκκλησία κατεδίκασε πάντοτε την τάση αύτή, οί δε θεοφόροι Πατέρες την
καυτηρίασαν μέ αυστηρότατη γλώσσα. Έτσι ό θειος Χρυσόστομος ονομάζει τά πολλά
μόρα, την πολυτελή στολή πού φορούσαν ορισμένοι στόν νεκρό κ.τ.ό., κενοδοξία καί
θαυμάσια αφορμή γιά τυμβωρυχία. Λέγει στόν πιστό: Σύ, όταν ακούσεις ότι ό
δεσπότης Χριστός άναστήθηκε γυμνός, σταμάτησε τή μανία γιά τήν κηδεία. Τί
χρειάζεται ή περιττή καί ανώφελη δαπάνη, ή όποία , ένώ προξενεί πολλή ζημιά σ’
αυτόν πού κάνει τήν κηδεία, δέν ώφελεί καθόλου τόν άπελθόντα; Έξ άλλου ή
πολυτέλεια της ταφής γίνεται συχνά αιτία τυμβωρυχίας. Καί αναφωνεί: Πόσο μεγάλη
ματαιοδοξία «Πόσην καί έν τώ πένθει τήν
τυραννίδα έπιδείκνυται, πόσην τήν άνοιαν».
Ό Χριστός, έλεγε άλλοτε ό ιερός Χρυσόστομος, ζητεί νά μήν έχουμε τίποτε
πέραν τού μέτρου, καί σύ καλλωπίζεις τό νεκρό σώμα μέ τόση πολυτέλεια καί
άφήνεις τούς πτωχούς νά πεινούν; Ή πράξη αύτή είναι έμπαιγμός καί χλευασμός,
διότι άφήνεται ό νεκρός νά φέρει τά «σύμβολα τού πλούτου» καί της έγωιστικής
έπιδείξεως επάνω στό νεκρικό κρεββάτι.
Μέ όλα αύτά, παραθέτουμε πλουσιότερο τραπέζι στά σκουλήκια . Καί γιά νά προλάβει ό άγιος τυχόν
παρεξήγηση, προσθέτει: Καί αύτά τά λέγω όχι γιά νά καταργήσω τήν ταφή, μή
γένοιτο Αλλά γιά νά σταματήσω τή σπατάλη καί τήν άκαιρη φιλοδοξία.
’Εξ άφορμής τής
ματαιοδοξίας αύτής πολλοί όσιοι άνδρες άφηναν ρητή εντολή πρίν από τόν θάνατό
τους νά μή ντύσει κανείς τό νεκρό σώμα τους πολυτελώς. Ό όσιος Έφραίμ ό Σύρος,
πρίν κοιμηθεί, παρήγγειλε σέ οσοος ήσαν παρόντες νά μην περιβάλουν τό σώμα του
με πολυτελή έσθήτα, ενώ τά χρήματα πού θά προσφέρονταν τυχόν γιά την περιττή
αυτή δαπάνη, νά διατεθούν υπέρ τών πτωχών
. Ό θείος Χρυσόστομος έγκωμιάζοντας την αγία μάρτυρα Πελαγία, παρατηρεί:
Τό σώμα της ήταν ξαπλωμένο όχι στό στρώμα αλλά στό έδαφος. Τούτο όμως δέν έκανε
τό σώμα άτιμον. Απ’ έναντίας αυτό τό έδαφος ήταν πολύτιμο καί άξιο ύπολήψεως,
έπειδή είχε δεχθεί σώμα τό όποίο δοξάσθηκε μέ τόση τιμή. Τό σώμα εκείνο είχε ώς
εντάφιο τό υπέρ Χριστού μαρτύριο, καί ή Μάρτυς ήταν στολισμένη χάρη στη σταθερή
ομολογία της μέ στολή ασύγκριτα πολυτιμότερη τής βασιλικής άλουργίδος καί
πορφύρας. Φορούσε μάλιστα όχι απλή, αλλά διπλή λαμπρή στολή, την τής παρθενίας
καί την τού μαρτυρίου. Μέ αυτά τά εντάφια θά παρουσιαζόταν στόν βασιλέα
Χριστόν. Παρόμοια στολή ψυχικής αρετής ας φροντίσουμε καί μείς νά φορούμε όταν
θά πεθάνουμε. καί όχι ρούχα πολυτελή καί χρυσά, τά οποία θά γίνουν αφορμή νά
κατηγορηθούμε ότι καί αυτός ό θάνατός μας ήταν δείγμα κενοδοξίας.
Ό Μ. ’Αντώνιος κατεδίκαζε
τή συνήθεια πού είχαν οί Αιγύπτιοι τής εποχής του νά θάπτουν τά νεκρά σώματα
τών σπουδαίων ανθρώπων, καί μάλιστα τών άγιων Μαρτύρων, αφού τά περιτυλίξουν σέ
σινδόνια, χωρίς όμως νά τά κρύπτουν ύπό γήν, αλλά τοποθετώντας τα επάνω σέ
σκαμνιά καί φυλάσσοντάς τα στό σπίτι τους Ζητούσε μάλιστα ό άγιος καί από τούς
Επισκόπους νά καθοδηγούν σχετικά τό ποίμνιό τους. ’Ήλεγχε επίσης καί τούς
λαϊκούς καί έπέπληττε τίς γυναίκες διότι, όπως έλεγε, αυτό δέν είναι νόμιμο
ούτε ιερό πράγμα. Θεωρούσε τή συνήθεια εκείνη αντίθετη πρός τόν θείο νόμο,
αφού, όπως έλεγε, τά σώματα τών Πατριαρχών καί τών Προφητών μέχρι σήμερα
σώζονται σέ μνήματα. Αλλά καί αύτό τό πανάγιο σώμα τού Κυρίου κατατέθηκε σέ
μνήμα, καί ένας λίθος πού τοποθετήθηκε στην είσοδο τού μνήματος τό έκρυψε
μέχρις δτου άναστήθηκε ύστερα άπό τρεις ημέρες.
Οί θεοφόροι Πατέρες
καταδικάζουν καί τίς πολυτελείς κηδείες καί τούς πολυτελείς τάφους. Γράφει ό Μ.
Βασίλειος: Είναι παράλογο νά στολίζεις τόν νεκρά καί νά κάνεις την εκφορά τού
αναίσθητου μέ πολυτέλεια (...). Ποιό τό όφελος άπό επίσημο μνήμα καί πολυτελή
ταφή; Εκείνο πού πρέπει νά γίνεται είναι νά χρησιμοποιηθούν τά έξοδα αυτά άπό
τούς ζωντανούς γιά τίς ανάγκες τού βίου (...). Επομένως καλύτερο είναι νά
έτοιμάσεις πρίν άπό τόν θάνατό σου μόνος σου τήν ταφή σου. Καί καλόν «έντάφιον
ή ευσέβεια,» ώραίο σάβανο είναι ό βίος
τής αρετής καί άγιότητος. Ό ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: Ή ματαιοδοξία
ορισμένων τούς οδηγεί συχνά νά κατασκευάζουν τούς τάφους περισσότερο πολυτελείς
άπό τά σπίτια τους Τούτο δέν γίνεται μόνον άπό άπιστους άλλά καί άπό πολλούς
Χριστιανούς. Καί οί μέν άπιστοι έχουν τή δικαιολογία ότι πιστεύουν μόνο στην
εδώ ζωή. Σύ όμως, πού γνωρίζεις τή μέλλουσα ζωή καί τά άπόρρητα εκείνα άγαθά,
ποιά δικαιολογία έχεις; Ποιά τιμωρία δέν θά ύποστείς δικαίως, άφού εδώ
καταδαπανάς όλα στη σκόνη, στή στάκτη, στούς τάφους; Έάν θέλεις νά άφήσεις
άγαθή μνήμη στούς μεταγενέστερους, δείξε έπιμέλεια γιά τήν άρετή. Διότι τίποτε
άλλο δέν καθιστά άθάνατο τό όνομα κάποιου τόσο, όσο ή φύση τής άρετής. Τό νά
στολίζεις λοιπόν μέ πολυτέλεια τόν τάφο σου σέ καθιστά καταγέλαστο καί όχι
λαμπρό επί πλέον αυτό συγκεντρώνει καί τή γενική κατακραυγή εναντίον σου.
Οί σεμνές φροντίδες γιά
τόν νεκρό, καί όχι αυτές πού συνοδεύονται άπό έπίδειξη καί ματαιοδοξία, δέν
είναι ξένες πρός τό φιλάνθρωπο πνεύμα τής άγιας Εκκλησίας τού Χριστού. ’Άλλωστε
ή Π. Διαθήκη συμβουλεύει: Παιδί μου, χύσε δάκρυα γιά τόν νεκρό, συμμάζευσε καί
περιποιήσου τό σώμα του όπως άρμόζει καί όπως επιβάλλει ή συνήθεια, καί μήν
άδιαφορήσεις γιά τήν ταφή του. Κάμε τα όλα αυτά καί γιά νά μην κατηγορηθείς ότι
περιφρόνησες τάχα καί έδειξες ασέβεια στον νεκρό (Σ. Σειρ. λη' [38] 16-17).
Οί φροντίδες γιά τόν
νεκρό έχουν τη ρίζα τους καί στην ευαγγελική διήγηση καί μάλιστα στόν
ενταφιασμό του πανακήρατου σώματος τού Σωτηρος Χριστού (βλ. Ματθ. κζ' [27] 5960'
Μάρκ. ιε' [15] 46· Λουκ. κγ' [23] 53 Ίω. ιθ' [19] 40). Ό άγιος
Έπιφάνιος,επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου, απευθυνόμενος σε ένα λόγο του πρός
τόν ’Ιωσήφ από Άριμαθαίας, ό όποίος είχε αξιωθεί νά έπιτελέσει μέ τόν Νικόδημο
τήν θεόσωμον καί φρικωδεστάτην κηδείαν τού Θεανθρώπου Κυρίου μας, λέγει: Άραγε
δέν φρίττεις, καθώς κρατάς στά χέρια σου Αυτόν πού φρίττουν τά Χερουβίμ; ’Ή μέ
ποιό φόβο θά άφαιρούσες από τό θειο εκείνο σώμα τό λινό ύφασμα πού τό σκέπαζε ;
Πώς άραγε θά έκλεινες τά μάτια μέ εύλάβεια; Άραγε δέν θά τρόμαζες ατενίζοντας
καί αποκαλύπτοντας τή σωματική φύση τού ύπέρ φύση Θεού; Πές μου, ’Ιωσήφ, άραγε
έθαψες στραμμένο πρός τήν ανατολή τόν νεκρό, πού είναι ή Ανατολή των ανατολών;
Άραγε έκλεισες μέ τά δάκτυλά σου, όπως αρμόζει στους νεκρούς,τά μάτια τού
’Ιησού, ό όποίος μέ τό άμόλυντο δάκτυλό του άνοιξε τά μάτια τού τυφλού; Άραγε
έκλεισες τό στόμα ’Εκείνου ό όποίος άνοιξε τό στόμα τού κωφάλαλου; Άραγε έδεσες
τά χέρια ’Εκείνου πού άπλωσε τά παράλυτα χέρια τού παραλύτου; ’Ή έδεσες τά
πόδια Εκείνου, όπως γίνεται στους νεκρούς, ό όποίος θεράπευσε τά πόδια τού
παραλύτου, γιά νά βαδίζει; Άραγε σήκωσες επάνω σέ κρεββάτι Αυτόν πού διέταξε
τόν παράλυτο λέγοντάς του «σήκωσε τό κρεββάτι σου καί περπάτα;» Άραγε αδέιασες
μύρα επάνω στό σώμα ’Εκείνου πού είναι τό ουράνιο μύρο καί «έκένωσε» τόν εαυτό
του αγιάζοντας τόν κόσμο; Άραγε τόλμησες νά σφογγίσεις τή θεόσωμη εκείνη πλευρά
τού ’Ιησού πού ακόμη αίμορραγούσε, τού Θεού πού θεράπευσε τήν αίμορροούσα;
Άραγε έπλυνες μέ νερό τό σώμα τού Θεού, πού έπλυνε τίς αμαρτίες όλων καί έδωσε
τήν κάθαρση της ψυχής;Άραγε τί είδους λαμπάδες άναψες μπροστά στό αληθινό φως,
πού φωτίζει κάθε άνθρωπο; Καί ποιούς επιτάφιους ύμνους έψαλες σ’ Αύτόν πού
ανυμνείται χωρίς διακοπή άπό ύλες τίς ούράνιες αγγελικές στρατιές ;
Άπό τούς λόγους αυτούς
είναι φανερό ότι ή ’Εκκλησία υιοθέτησε τη φροντίδα τών νεκρών, όχι μόνο διότι
αγαπά τόν άνθρωπο καί τιμά τό ανθρώπινο θεόπλαστο σώμα, αλλά καί διότι τό
πανάγιο σώμα τού Κυρίου δέχθηκε όμοιες φροντίδες άπό τούς δύο σεμνούς καί
επίσημους ένταφιαστές του, τόν ’Ιωσήφ καί τόν Νικόδημο.
Διδακτικοί συμβολισμοί.
Στην περιστολή τού
νεκρού, ώστε ή σορός νά παρουσιάζει κόσμιο σχήμα, δίδονται βαθείς συμβολισμοί.
Έτσι, τά χέρια τακτοποιούνται σταυροειδώς επάνω στό στήθος, εις τύπον του
σημείου τού Σταυρού. Ό Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι στούς χρόνους του
άπένιπταν τό νεκρό σώμα τών αρχιερέων
καί ιερέων διά σπόγγου σταυροειδώς, εις τύπον του ιερού βαπτίσματος. Κατόπιν
φορούσαν στόν νεκρό τά αρχιερατικά ή ιερατικά άμφια καί καινούργια παπούτσια.
Στόν μοναχό φορούν τή μοναχική στολή καί τόν μανδύαν άνωθεν έπιρράπτουσι. Διότι
ό μανδύας αυτός είναι γιά τόν μοναχό ώς τάφος. ’Επάνω στή σορό τού μοναχού
ποιούσι σταυρούς, ύπογραμμίζοντες μέ αύτό τόν τρόπο ότι ό άπελθών έσταύρωται
διά Χριστόν. Τό λευκό σάβανο καί τά
καινούργια ρούχα, μέ τά όποία ενδύουν
τόν νεκρό, συμβολίζουν τό καινόν ένδυμα τής αφθαρσίας, μέ τό όποίο περιβάλλεται ό άνθρωπος
εισερχόμενος πλέον στήν αιωνιότητα.
Μετά τίς τελευταίες
φροντίδες πού προσφέρουμε στη σορό τού μεταστάντος αδελφού μας, ακολουθεί ή
πρόθεση (έκθεση) τού νεκρού. Διότι ή θέα τής σορού ώφελεί πάρα πολύ όλους
εκείνους πού παρίστανται καί φιλοσοφούν χριστιανικά. Ή σορός είναι στραμμένη
πρός άνατολάς. Συχνά πρός άνατολάς έστρέφετο καί εκείνος πού ψυχορραγούσε, όπως
αναφέρουν θείοι Πατέρες καί Συναξάρια αγίων. Ή στροφή αυτή γίνεται κατά μίμηση
τής στροφής μας πρός άνατολάς όταν προσευχόμαστε. Μέ τή στάση αύτή φανερώνουμε
ότι επιζητούμε την αρχαία πατρίδα μας,τόν Παράδεισο,τόν όποίον έφύτευσε ό Θεός
στην Έδέμ κατά άνατολάς (Γεν. β' 8) Τάϊδια
διδάσκει καί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στρεφόμαστε, λέγει, πρός άνατολάς, διότι
έν άνατολαίς είναι ή πρώτη πατρίδα μας. Ή στροφή αύτή φέρνει στη μνήμη μας την
έκπτωσή μας από τή φωτεινή μακαριότητα τού Παραδείσου, τόν όποίο νοσταλγούμε νά απολαύσουμε καί
πάλι. Ό ιερός Χρυσόστομος προσθέτει καί άλλο λόγο. Τοποθετούμε, γράφει, τη σορό
στραμμένη πρός άνατολάς, διότι διά τού σχήματος αυτού προεικονίζουμε τήν
ανάσταση. Διότι έπιστεύετο ότι οί
Χριστιανοί Μάρτυρες άνήρχοντο στόν ουρανό απ’ ανατολών.
Στόν βίο τής όσιας Μαρίας
τής Αιγύπτιας (έζησε τόν 4ο αί.) άναφέρεται ότι ό ασκητής Ζωσιμάς, ό όποίος τή
βρήκε νεκρή στην έρημο τού Ίορδάνου, βρήκε τή σορό της στραμμένη πρός άνατολάς.
Ή όσια είχε σχηματίσει έαυτήν νεκρικώς καί παρέδωκε τό πνεύμα τήν ώρα πού έβλεπε
πρός άνατολάς. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης
ιστορεί ότι ή νεκρική κλίνη τής όσιας Μακρίνας, τής αδελφής του (έκοιμήθη
Δεκέμβριο τού 379 ή Ιανουάριο τού 380), είχε τακτοποιηθεί έτσι,ώστε νά βλέπει
πρός άνατολάς . Οί άγιοι μάρτυρες Πιόνιος καί πρεσβύτερος Μητρόδωρος,οί όποίοι
μαρτύρησαν στή Μ. Άσία κοντά στή Σμύρνη επί αύτοκράτορος Δεκίου, έβλεπον
άμφότεροι πρός άνατολάς κατά τήν ώρα τής έκπνοής τους . Ό Ιωάννης Μόσχος
αναφέρει διήγηση τού Παλλαδίου, σύμφωνα μέ την όποία ένας Χριστιανός στην ’Αλεξάνδρεια, περίπου
εκατόχρονος, πού κατηγορήθηκε ψευδώς ώς συνεργός σέ φόνο καί καταδικάσθηκε σε
θάνατο, παρακαλούσε τούς δημίους: Στό όνομα τού Κυρίου, δείξτε αγάπη καί
κρεμάστε με μέ τό πρόσωπο πρός άνατολάς, γιά νά προσέχω μόνο εκεί καθώς θά
άπαγχονίζομαι. Στην απορία των στρατιωτών απάντησε: Είλικρινά, κύριοί μου, δέν
έχω ό ταπεινός παρά μόνο επτά μήνες από τότε πού πήρα τό άγιο Βάπτισμα καί
έγινα Χριστιανός. Τελικά όμως αναγνωρίσθηκε ή άθωότητά του καί
έλευθερώθηκε.
Ό άγιος Συμεών
Θεσσαλονίκης παρατηρεί ότι στά σταυρωμένα χέρια τού νεκρού τοποθετούμε εικόνα
διά την εις Χριστόν πίστιν καί διότι αυτός πού έφυγε παρέδωσε τήν ψυχή του στόν
ζωοδότη Χριστόν. Έάν αύτός πού κοιμήθηκε είναι μοναχός, τοποθετούμε στά χέρια
του τήν εικόνα εκείνου τόν όποίον αγάπησε, δηλαδή τού Κυρίου μας. Έάν είναι
ίερεύς ή άρχιερεύς, τοποθετούμε τό ιερό Εύαγγέλιο, τό όποίο καί άναγινώσκεται
τήν ώρα πού αποθνήσκει ό κληρικός ή καί μετά τή μετάστασή του, έάν τό έπιτρέπει
ό χρόνος. Μέ αυτό τόν τρόπο θέλουμε νά δείξουμε ότι ό άπελθών έζησε «εύαγγελικώς» Τό ιερό Ευαγγέλιο άναγινώσκεται καί εις
ίλασμόν καί αγιασμόν αυτού έκ των θειοτάτων λογίων. Στούς μοναχούς αντί τού
Ευαγγελίου άναγινώσκεται τό βιβλίο τών Ψαλμών.
Γύρω άπό τό φέρετρο
άνάβουμε λαμπάδες, διότι μέ αύτό φανερώνουμε ότι προπέμπουμε τούς νεκρούς μας
στήν άνω 'Ιερουσαλήμ ώς άθλητάς. Οί
άναμμένες λαμπάδες συμβολίζουν άκόμη καί τήν πορεία τού μεταστάντος άπό τόν
σκοτεινό αύτό βίο πρός τό άληθινό φως τής αίωνιότητος. Στούς βίους όσιοιν
άνδρών άναφέρεται ότι κατά τήν τελευτή τους άναβαν λαμπάδες πολλές, ορισμένοι
μάλιστα τό ζητούσαν, όπως ό όσιος καί ομολογητής Θεόδωρος ό Στουδίτης. Όταν ό
τελευταίος αίσθάνθηκε ότι πλησίαζε τό τέλος του, προσέταξεν ήσυχη κηραψίαν
γενέσθαι. Οί μοναχοί άναψαν λαμπάδες καί άρχισαν νά ψάλλουν τούς στίχους του
Άμώμου (δηλαδή του 118ου Ψαλμού, ό όποίος αρχίζει μέ τό «Μακάριοι οί άμωμοι έν
όδω οί πορευόμενοι έν νόμω Κυρίου)» , Ό όσιος παρέδωσε τό πνεύμα, ένώ οί
αδελφοί έψαλλαν τόν 93ο στίχο: Εις τον αιώνα ου μή έπιλάθωμαι των δικαιωμάτων
σου, ότι έν αυτοίς έζησάς με δεν θά
λησμονήσω ποτέ τόν άγιο νόμο σου, διότι μέ τήν παρηγοριά καί ενίσχυση πού μού
έδιδες μέ αυτόν, μέ ζωοποίησες.
Άπό τούς θεοφόρους
Πατέρες καί τά Συναξάρια των αγίων πληροφορούμεθα ότι καί κατά τήν έκφορά, (τό
ξόδι) τού νεκρού στόν τάφο, ό λαός κρατούσε λαμπάδες αναμμένες, όπως κατά τήν
έκφορά τής όσιας Μακρίνας. Ό Συμεών
Μεταφραστής στόν βίο της όσιας Εύσεβίας (έκοιμήθη στά Μύλασα τής Μ. Ασίας τόν
5ο αί.) λέγει ότι οί πιστοί τήν κλίνην διαβαστάσαντες υπό πολλω τώ φωτί των
λαμπάδων καί τοϊς άρώμασι διά μέσης ήγον της πόλεως. Κατά τήν έκφορά τού έπισκόπου Αλεξάνδρειάς
Πέτρου (μαρτύρησε τό 311· ή μνήμη του έορτάζεται 24 Νοεμβρίου) οί πιστοί τόν
προέπεμψαν στόν τάφο κρατώντας κλάδους φοινίκων καί αναμμένες λαμπάδες
«ύμνωδούντες, θυμιώντες, θρίαμβον ουρανίας νίκης έπιτελούντες». Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης διδάσκει ότι οί
αναμμένες λαμπάδες συμβολίζουν τό θειον έκείνο καί άκατάπαυστον φως. Τό δέ
θυμίαμα προσφέρεται γιά νά δηλώσει ότι ό κεκοιμημένος παρέδωσε τήν ψυχή του
στόν Θεόν, καί τό σώμα τό παρέδωσε άγια στή γη. Ακόμη προσφέρεται πρός έξιλέωση
τού Θεού υπέρ τού κεκοιμημένου καί ως απόδειξη της ευσεβούς καί ορθοδόξου ζωής,
ή όποία είναι εύωδεστάτη στόν Θεόν.
Ό ιερός Χρυσόστομος
συνοψίζει όσα άναφέραμε ως εξής: Ψαλμοίς καί υμνοις τούς κεκοιμημένους
«προπέμπομεν, τήν πρός τόν Δεσπότην ευχαριστίαν σημαίνοντες» τούς ένδύουμε μέ καινούργια φορέματα, τό
καινόν ένδυμα της αφθαρσίας ήμών προμηνύοντες. Μύρον καί έλαιον έπιχέομεν καί
χρίσμα τού βαπτίσματος συμπορευόμενον αύτοίς εις έφόδιον πιστεύοντες· θυμιάμασι
καί κηρίοις αυτούς συνοδεύομεν, δεικνύντες ότι (...) πρός τό φως τό αληθινόν
έπορεύθησαν πρός άνατολάς την σορόν κειμένην σχηματίζομεν. την άνάστασιν αύτώ
διά τού σχήματος προσημαίνοντες.
Αρχαία ευλαβής συνήθεια
είναι καί τό άναμμα κεριών ή κανδήλας καί ή προσφορά θυμιάματος στόν τάφο.
Άναφέρεται π.χ. ότι ένας εύσεβής Χριστιανός, άφού ένεταφίασε τό λείψανο της
μάρτυρος Ζηνάί'δος (εορτάζει 11 ’Οκτωβρίου), δεν παρέλειπε «ούτε τήν φωταγωγίαν
ποιων ούτε θυμιών τό όσιον αυτής λείψανον»
μέχρι του θανάτου του.
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου