Μικρός Ευεργετινός
Μοναχού Παύλου Ευεργετινού
ΚΑ. ΌΣΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΔΟΞΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
Τού άγίου Γρηγορίου τού Διαλόγου
ΑΓΙΟΣ Αικύτιος, πού αξιώθηκε νά λάβει από το Θεό μεγάλα χαρίσματα και οδήγησε στον Κύριο, με το κήρυγμα και τη διδασκαλία του, πολλές ψυχές, όπως εκείνος του είχε παραγγείλει, φορούσε τόσο φτωχικά ρούχα, ώστε, όταν χαιρετούσε κάποιους πού δεν τον γνώριζαν, απαξιούσαν νά του ανταποδώσουν το χαιρετισμό. Και όταν κινούσε για νά πάει σε άλλο μέρος, συνήθιζε νά παίρνει το χειρότερο απ' όλα τα άλογα του μοναστηριού, και νά χρησιμοποιεί καπίστρι αντί για χαλινάρι και ένα δέρμα προβάτου αντί για σέλα. Μαζί του όμως βαστούσε (πάντα) ένα πέτσινο δισάκι με τα ιερά βιβλία, και, οπουδήποτε κι αν πήγαινε, άνοιγε την πηγή της Άγίας Γραφής και πότιζε τη γη του νου του. Ή φήμη του λοιπόν έφτασε μέχρι κι αυτή τη Ρώμη. Μερικοί τότε, από φθόνο, είπαν πολλά εναντίον του στον πατριάρχη και δεν σταμάτησαν νά τον κατηγορούν, ώσπου τον έπιασαν να στείλει τον δεφένσορα 'Ιουλιανό για νά φέρει (στη Ρώμη) τον άγιο. Ό δεφένσωρ πήγε χωρίς χρονοτριβή στο μοναστήρι του Αικύτιου, όπου βρήκε τούς πιο ελλόγιμους αδελφούς νά καλλιγραφούν. Τούς ρώτησε που βρίσκεται ο ηγούμενος. Κι εκείνοι αποκρίθηκαν: Θερίζει χορτάρι στην κοιλάδα, εδώ πιο κάτω. Τότε ο δεφένσωρ στέλνει τον υπηρέτη του, πού ήταν πολύ φαντασμένος και υπερήφανος για νά φωνάξει τον άγιο. Ό υπηρέτης πήγε στους θεριστές και τούς ρωτούσε νά του πουν ποιος εΙναι ο Αικύτιος.
Μόλις όμως, με τη βοήθειά τους, τον βρήκε, άρχισε να τρέμει γεμάτος αγωνία. Με δυσκολία μπορούσε νά σταθεί όρθιος. Πλησίασε τον άγιο, έπεσε στα πόδια του και του γνωστοποίησε τον ερχομό του κυρίου του. "Έβαλε τότε ο άνθρωπος του Θεού τα παπούτσια του, τα έδεσε και, με το δρεπάνι στον άμμο, κίνησε (για το μοναστήρι). Όταν ο 'Ιουλιανός έμαθε από τον υπηρέτη του ότι αυτός εΙναι ο Αικύτιος, τον αποστράφηκε για τη (φτωχική) εξωτερική του εμφάνιση, και αναρωτιόταν πως θα μιλήσει μαζί του σοβαρά. Μόλις όμως ο άγιος πλησίασε, ένας ακατανίκητος φόβος κυρίεψε τον 'Ιουλιανό, πού, τρέμοντας, με δυσκολία μπόρεσε νά εξηγήσει γιατί ήρθε. Ταπεινωμένος έτσι, γονάτισε μπροστά στον άγιο και τον παρακαλούσε νά προσευχηθεί γι' αυτόν. Κι εκείνος, αφού τον σήκωσε, τον ευλόγησε και τον παρακάλεσε νά ξεκινήσουν αμέσως γιατρευτώ τον πατριάρχη. Γιατί αν δεν πάμε σήμερα, πρόσθεσε, αύριο θα εΙναι αδύνατον νά φύγουμε. 'Ο 'Ιουλιανός όμως του είπε: Κουράστηκα από την οδοιπορία, πάτερ, και δεν μπορώ νά ταξιδέψω πάλι σήμερα Αναγκασμένος λοιπόν από τον δεφένσορα, έμεινε μαζί του τη νύχτα εκείνη στο μοναστήρι. Την άλλη μέρα, μόλις άρχισε νά χαράζει, ήρθε στον 'Ιουλιανό ένας υπηρέτης από τον πατριάρχη, παραγγέλλοντάς του νά μην τολμήσει νά μετακινήσει το δούλο του Θεού από το μοναστήρι του. Κι όταν ο Ιουλιανός ρώτησε τον υπηρέτη για την αιτία, εκείνος του είπε ότι την προηγούμενη νύχτα ο πατριάρχης κατατρόμαξε από μία θεϊκή οπτασία, (με την όποία ο Κύριος τον επιτίμησε) επειδή τόλμησε νά στείλει (άνθρωπο) στο δούλο του Θεού, για νά (τον συλλάβει και νά) τον φέρει μπροστά του. Την ίδια στιγμή ο 'Ιουλιανός σηκώθηκε και είπε στον Αικύτιο: Ο πατέρας μας, ο πατριάρχης, παρακαλεί νά μην μπείτε στον κόπο (του ταξιδιού). Ο άγιος, πολύ λυπημένος, αποκρίθηκε: Δεν σου είπα χθες, ότι, αν δεν ξεκινήσουμε αμέσως, δεν θα μπορέσουμε πια νά πάμε; Φιλοξένησε πάντως λίγο ακόμα, για χάρη της αγάπης, τον 'Ιουλιανό, του πρόσφερε και κάποιο φιλοδώρημα για τον κόπο τουμολονότι εκείνος δεν ήθελε νά το δεχθεί και τον κατευόδωσε. Μάθε λοιπόν, Πέτρο, πόσο δοξάζονται όσοι προτιμούν στην παρούσα ζωή νά τούς περιφρονούν οι άλλοι γιατί συναριθμουνται με τούς πολίτες της επουράνιας πατρίδας. Απεναντίας, όσοι από την υψηλοφροσύνη τους εμφανίζονται ως δίκαιοι στους ανθρώπους και από την κενοδοξία τους καμαρώνουν, αυτοί βρίσκονται μακριά από το βλέμμα του Θεού. Γι' αυτό και ο Χριστός, ελέγχοντάς τους, λέει: «Υμείς εστε οι δικαιούντες εαυτούς» και τα υπόλοιπα (Λουκ. 16:15). Από το βίο του άγίου Γρηγορίου του θαυματουργού Κάποτε ήρθαν (στη Νεοκαισάρεια) όλοι οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Κόμανα, και ζητούσαν από τον θαυμαστό Γρηγόριο να πάει εκεί και νά χειροτονήσει Ιερέα για την εκκλησία τους. Ο μέγας υπάκουσε και πήγε. ('Αμέσως διαπίστωσε ότι) οι προτιμήσεις των αρχόντων στρέφονταν σ' εκείνους πού θεωρούνταν ανώτεροι στη ρητορεία και την καταγωγή και τη λοιπή κοσμική αξία γι' αυτό και οι προτάσεις μοιράζονταν σε πολλούς, καθώς άλλοι προτιμούσαν τον ένα και άλλοι τον άλλον. Ό μέγας (Γρηγόριος) όμως περίμενε νά τού κάνει ο Θεός κάποιον υπόδειξη για το ζήτημα. και παραβλέποντας την υποστήριξη των ισχυρών, πού είχε ο καθένας από τούς υποψήφιους, ένα μόνο πράγμα φρόντιζε νά διαπιστώσει αν κάποιος (απ' αυτούς), και πριν ακόμη από την ανάδειξή του (στο αξίωμα της ιεροσύνης), είχε ιερατικό ήθος, με την προσεκτική ζωή και την αρετή του. Όταν λοιπόν οι άρχοντες παρουσίαζαν με εγκώμια όσους είχαν επιλέξει, ο άγιος τούς συνιστούσε νά μην παραβλέψουν κι αυτούς πού ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσεως, γιατί ήταν δυνατόν νά βρεθεί ανάμεσά τους κάποιος, πού νά διαθέτει μεγαλύτερο ψυχικό πλούτο από εκείνους τούς επώνυμους. Ένας από τούς παρόντες θεώρησε σαν περιφρόνηση και σαν χλευασμό της αποφάσεως τους την αποψή τού μεγάλου (Γρηγορίου), νά μη γίνει δηλαδή δεκτός στην ιεροσύνη κανένας απ' όσους είχαν προκριθεί για την ευφράδεια και την κοινωνική θέση και τη, φαινομενικά τουλάχιστον, καλή μαρτυρία τού βίου τους, και νά θεωρηθούν πιο άξιοι για ένα τέτοιο χάρισμα κάποιοι άλλοι άξεστοι. Λέει λοιπόν στον άγιο με πολλή ειρωνεία: Αν είναι αυτή ή επιθυμία σου, ν' αποκλείσουμε δηλαδή αυτούς εδώ, πού, έχοντας τόσα προσόντα, ψηφίστηκαν απ' όλη την πόλη, και ν' ανεβάσουμε στο ύψος της ιεροσύνης κάποιον απ' το συρφετό, τότε λοιπόν δεν έχεις παρά νά καλέσεις στην ιεροσύνη τον Αλέξανδρο, τον καρβουνιάρη. Και αν σου φαίνεται σωστό, ας αλλάξουμε απόφαση όλοι οι κάτοικοι της πόλης και ας κάνουμε μεταξύ μας (νέα) συμφωνία. Αυτά έλεγε, χλευάζοντας τη γνώμη τού άγίου με την ειρωνική πρότασή του και κακίζοντάς τον για όσα άκριτα (δήθεν) είχε εισηγηθεί . Στον άγιο όμως γεννήθηκε, απ' όσα άκουσε, ή σκέψη, μήπως ο 'Αλέξανδρος αναφέρθηκε σαν υποψήφιος με φώτιση Θεού. Και ποιος ειναι, ρώτησε, αυτός Ο 'Αλέξανδρος, πού τώρα τον θυμηθήκατε; Σε λίγο, ένας από τούς παρόντες έφερε γελώντας στη μέση εκείνου (τον ' Αλέξανδρο), ντυμένο με βρωμερά κουρέλια, πού κι αυτά δεν σκέπαζαν καν ολόκληρο το σώμα του. Συνάμα ή εμφάνισή του φανέρωνε τη δουλειά (πού έκανε): ταπεινός χέρια, το πρόσωπο και το υπόλοιπο κορμί του ήταν κατάμαυρα από την καρβουνιά. Καθώς στεκόταν στη μέση ο' Αλέξανδρος σε τέτοια κατάσταση, για τούς άλλους μεν αποτελούσε θέαμα πού προκαλούσε γέλια. Για τα διορατικά όμως εκείνα μάτια (του άγίου Γρηγορίου), συνέβαινε κάτι καταπληκτικό: Ένας άνθρωπος τόσο φτωχός και με τόσο απεριποίητο το σώμα του, ήταν συγκεντρωμένος στον εαυτό του και έδειχνε πώς χαιρόταν γι' αυτά πού τα απαίδευτα (πνευματικά) μάτια(των άλλων) έβλεπαν σαν καταγέλαστα. Και αυτή ήταν ή αλήθεια. Γιατί δεν είχε φτάσει σ' αυτή την κατάσταση αναγκαστικά, από φτώχεια. 'Ήταν άνθρωπος φιλοσοφημένος, όπως αποδείχθηκε και από την κατοπινή του ζωή, αφού κι ως το μαρτύριο έφτασε, τελειώνοντας την (επίγεια) πορεία του στη φωτιά. Φρόντιζε νά ζει χωρίς επίδειξη, επειδή ήταν ανώτερος από την επιτηδευμένη ευμάρεια των άλλων. Και επειδή δεν άλλαζε με τίποτα τον τρόπο της ζωής του, καθώς ποθούσε την ανώτερη και αληθινή ζωή, με κάθε τρόπο προσπαθούσε νά ξεφεύγει την προσοχή (των ανθρώπων), για νά κατορθώσει το σκοπό της αρετής. 'Έχοντας (λοιπόν) τέτοιο φρόνημα, κρυβόταν, χρησιμοποιώντας σαν αποκρουστικό προσωπείο την πιο ταπεινή εργασία. " άλλωστε, βρισκόταν στον ανθό της νιότης, και θεωρούσε επικίνδυνο, για το σκοπό της αγνείας, νά δείχνει την ωραιότητα του σώματός του. Γιατί γνώριζε, έτι κάτι τέτοιο γίνεται στους περισσότερους αφορμή για σοβαρές αμαρτίες, για νά μην πάθει λοιπόν τίποτε ανεπιθύμητο, αλλά και για νά μην κάνει άλλα μάτια νά τον ποθήσουν, ασκούσε το επάγγελμα του καρβουνιάρη, χρησιμοποιώντας το, (όπως είπα), σαν απωθητική μάσκα. Έτσι, και το σώμα του ασκούσε στην αρετή με τούς κόπους (αυτής της πολύμοχθης εργασίας), άλλά και την ομορφιά του σκέπαζε με τη μαυρίλα από τα κάρβουνα. 'Από την άλλη μεριά, όσα κέρδιζε από τον κόπο του, τα χρησιμοποιούσε για νά εκπληρώνει τις εντολές (τού Θεού). Αφού λοιπόν (ο άγιος) τον πήρε λίγο πιο πέρα από τη σύναξη, ζήτησε νά μάθει (από τον ίδιο) κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Ύστερα τον παρέδωσε στους συνοδούς του, με την εντολή νά κάνουν ότι έπρεπε. Ό ίδιος ήρθε πάλι στη συνάθροιση (των αρχόντων) και άρχισε αμέσως νά τούς διδάσκει, μιλώντας τους για την ιεροσύνη και περιγράφοντας τον ενάρετο βίο. Και συνέχισε νά μιλάει γι' αυτά, συγκρατώντας έτσι τούς συγκεντρωμένους για νά μη φύγουν, ώσπου οι υπηρέτες έκαναν ότι τούς είπε, και ήρθαν, φέρνοντας μαζί τους τον Αλέξανδρο, πού είχε τώρα πλυθεί, είχε απαλλαγεί από την ασχήμια της καπνιάς και είχε φορέσει τα ενδύματα του άγίου γιατί αυτό τούς είχε προστάξει νά κάνουν. Ενώ λοιπόν όλοι έστρεψαν τα μάτια τους στον 'Αλέξανδρο και τον θαύμαζαν, έτσι όπως τον έβλεπαν, τούς είπε ο διδάσκαλος: Δεν πάθατε τίποτα το ασυνήθιστο, με το νά ξεγελασθείτε από τα μάτια και νά στη ρίξετε την κρίση σας για το καλό μόνο στην αίσθηση. Ή αίσθηση, πάντως, είναι κριτήριο σφαλερό για τη διαπίστωση της πραγματικότητας, γιατί δεν μπορούμε με αυτό (μόνο) νά εισχωρήσουμε στο βάθος της αλήθειας. Συνάμα όμως ήταν οπωσδήποτε αρεστό τούτο στον εχθρό της ευσεβείας δαίμονα, το νά παραμείνει δηλαδή αχρησιμοποίητο το «σκεύος τής εκλογής» (Πράξ. 9:15), θαμμένο μέσα στην άγνοια, και νά μη βγει στο προσκήνιο ένας άνθρωπος, πού θα γινόταν καταλύτης της εξουσίας του. Μετά απ' αυτά τα λόγια, προσφέρει τον άνδρα στο Θεό μέσω της ιεροσύνης, μεταδίδοντάς του τη θεία χάρη με τον τρόπο πού προβλέπει ή εκκλησιαστική τάξη. Καθώς τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στον νέο ιερέα, του ζήτησαν νά μιλήσει στο εκκλησίασμα. Και παρευθύς, από την πρώτη κιόλας στιγμή (της ιερατικής του διακονίας), ο Αλέξανδρος έδειξε πόσο αντικειμενική ήταν ή κρίση του άγίου Γρηγορίου γι' αυτόν. Γιατί το κήρυγμά του ξεχείλιζε από υψηλά νοήματα, αν και δεν ήταν στολισμένο με ρητορικά άνθη. Γι' αυτό κάποιος φαντασμένος νέος από την 'Αθήνα, πού έτυχε νά βρίσκεται εκεί, περιγέλασε το απερίτεχνο τού λόγου επειδή, λέει, δεν είχε την ομορφιά της άψογης διατυπώσεως της Αττικής διαλέκτου. Λένε όμως, ότι (ο νέος) αυτός συνετίσθηκε από θεϊκό όραμα, Είδε, δηλαδή, πλήθος περιστέρια, πού έλαμπαν από μίαν εξαίσια ωραιότητα, και άκουσε μία φωνή νά τού λέει: "τα περιστέρια τούτα είναι τού 'Αλέξανδρου, πού εσύ περιγέλασες". Από το Γεροντικό Λένε για τον αββά Παμβώ, ότι τρία χρόνια επίμονα παρακαλούσε το Θεό, λέγοντας: "Μη με δοξάσεις πάνω στη γη". και τόσο πολύ τον δόξασε ο Θεός, ώστε νά μην μπορεί κανείς νά τον κοιτάξει στο πρόσωπο, από τη (θεία) δόξα πού είχε (περιβληθεί), και πού το έκανε νά καταλάμπει. Το ίδιο χάρισμα είχαν και ο αββάς Σισώης και ο αββάς Σιλουανός. Ό αββάς Πέτρος έλεγε, ότι μερικοί, πού έβλεπαν τον αββά Μακάριο νά είναι άκακος απέναντι σε όλους τούς αδελφούς και νά ταπεινώνεται μπροστά στον καθένα, τον ρωτούσαν: "Γιατί κάνεις έτσι στον εαυτό σου, αββά;". Κι εκείνος απαντούσε: "Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα σαν δούλος το Χριστό μου για νά μου δώσει αυτό το χάρισμα' και τώρα με συμβ0υλεύετε νά το εγκαταλείψω;". Του άββα 'Ισαάκ Ταπείνωσε τον εαυτό σου σε όλα μπροστά σε όλους τούς ανθρώπους, και θα δοξαστείς (στην άλλη ζωή) περισσότερο από τους άρχοντες της ζωής αυτής. Εξουθένωσε τον εαυτό σου, και θα δεις τη δόξα τού Θεού (νά υπάρχει) μέσα σου. Γιατί όπου βλαστάνει ή ταπείνωση, εκεί ξεχύνεται και ή δόξα τού Θεού, Αν φανερά αγωνίζεσαι νά ταπεινωθείς, ο Θεός σε κάνει νά δοξαστείς απ' όλους τούς ανθρώπους. "Αν πάλι έχεις την ταπείνωση στην καρδιά σου, ο Θεός φανερώνει στην καρδιά σου τη δόξα Του. Γίνε ευκαταφρόνητος μέσα στον αγώνα σου γιατρευτώ την αρετή. Φρόντισε νά καταφρονηθείς (από τούς ανθρώπους), και θ' απολαύσεις την τιμή του Θεού σ' όλη της την πληρότητα. Μίσησε την τιμή, γιατρευτώ νά τιμηθείς. "Αν κανείς τρέχει πίσω απολαύσεις την τιμή, ή τιμή φεύγει απολαύσεις μπροστά του' και αν την αποφεύγει, εκείνη τον καταδιώκει και γίνεται κήρυκας της ταπεινοφροσύνης του σ' όλους τούς ανθρώπους. Αν προκαλείς την καταφρόνησή σου (υποκριτικά και υστερόβουλα, δηλαδή) για νά τιμηθείς, ο Θεός θα σε ξεσκεπάσει αν όμως εξουθενώνεις τον εαυτό σου πραγματικά, ο Θεός επιτρέπει σ' όλα τα κτίσματά του νά σ' επαινέσουν.
ΚΒ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΨΑΛΜΩΔΙΑ. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΤΙΣ ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ.
Από το βίο του άγίου 'Ιωάννου του ελεήμονος
ΘΕΛΟΝΤΑΣ ο μακάριος 'Ιωάννης νά διορθώσει εκείνους τούς ράθυμους, πού δεν συμμετείχαν με επιμέλεια στις ιερές ακολουθίες, έκανε κάτι το αξιομνημόνευτο: Μιαν επίσημη μέρα επειδή είχε διαπιστώσει ότι πολλοί αμελείς έβγαιναν μετά την ανάγνωση του άγίου Ευαγγελίου από την εκκλησία και φλυαρούσαν άσκοπα μεταξύ τους αφήνει κι αυτός τη θεία ιερουργία, βγαίνει από το ναό και κάθεται μαζί με όλους τούς άλλους. 'Όλοι παραξενεύτηκαν μ' αυτό. Τότε εκείνος τούς εξήγησε: δεν πρέπει ν' απορείτε. 'Όπου βρίσκονται τα πρόβατα, εκεί εξάπαντος πρέπει νά είναι και ο βοσκός γιατί τις λειτουργικές συνάξεις τις κάνουμε, σύμφωνα με την παράδοση, για σας και για τη δική σας ωφέλεια. " Αν λοιπόν εσείς κάθεστε έξω, τότε είναι ανώφελος ο κόπος μας. Νά γιατί αποφάσισα, όταν εσείς βγαίνετε έξω, νά βγαίνω κι εγώ μαζί σας και όταν πάλι μπαίνετε, να μπαίνω κι εγώ. Έτσι διορθώθηκαν πολλοί και λυτρώθηκαν από την κακή συνήθεια. Άλλά κι εκείνους πού ασύνετα συζητούσαν μέσα στην εκκλησία, φρόντιζε όσο μπορούσε νά τούς διορθώνει. Αν όμως έβλεπε κανέναν, μετά από μία και δύο συμβουλές, νά μη διορθώνεται, τον έβγαζε αμέσως έξω, λέγοντάς του και τον Δεσποτικό λόγο: «Τον οίκον του Θεού, οίκον προσευχής δει εΙναι» (πρβλ. Λουκ. 19:46). Εκείνους πάλι πού συμμετείχαν με ευλάβεια και κατάνυξη στις ακολουθίες, τούς επαινούσε, επιδοκίμαζε τη φιλοθεΐα τους, ακόμα και με τιμητικά αξιώματα τούς επιβράβευε. Του αββά Ησαΐα Όταν προσεύχεσαι, πρόσεχε, μην τυχόν δείξεις καταφρόνηση (στην ιερότητα του έργου) με την αμέλειά σου, αντί νά τιμάς το Θεό, Τον παροργίζεις. Στάσου με φόβο Θεού. Μη γέρνεις στον τοίχο και μη χαλαρώνεις τα πόδια σου, με το νά στηρίζεσαι ατό ένα και νά ξεκουράζεις το άλλο, όπως (κάνουν) οι άσχετοι. και την καρδιά σου νά τη συγκρατείς, για νά μην ασχολείται με τα θελήματά σου(την ώρα της προσευχης). 'Έτσι ο Θεός θα δεχθεί τη θυσία σου. Του άγίου Έφραίμ Αδελφέ, νά σηκώνεσαι πρόθυμα για τη δοξολογία του Θεού, ώστε και ο πιο αμελής, βλέποντας τη δική σου προθυμία, νά διεγείρει την ψυχή του στη νίψη, σύμφωνα μ' εκείνον πού λέει: «Πρόφθασαν οι οφθαλμοί μου προς άρθρον του μελετάν τα λόγιά σου»(Ψαλμ. 118:148). και επίσης, «Μεσονύκτιων εξεγειρόμην του εξομολογείστε σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου» (Ψαλμ. 118:62). "Αν μάλιστα συμβεί νά σε πάρει βαριά ο ύπνος, ίσως από δαιμονική ενέργεια, και νά χάσεις έτσι το μεγαλύτερο μέρος της ακολουθίας, μόλις ξυπνήσεις, μην καθυστερήσεις νά πας στη σύναξη, λέγοντας μέσα σου, "Τώρα όπου νά 'ναι τελειώνει η ακολουθία, που νά πάω πια εγώ;". μην πεις έτσι. Γιατί αυτός είναι λόγος οκνηρών και ράθυμων (ανθρώπων). Άλλά καλύτερα σήκω γρήγορα και τρέξε στην ακολουθία, όπως εν ας πού δέχεται επίθεση και όπως το ζαρκάδι πού φεύγει από τις παγίδες (Παροιμ. 6:5). Γιατί πρέπει νά ξέρεις, ότι, όπως αυτοί πού ζουν αμαρτωλά, θ' απολογηθούν την ημέρα της κρίσεως για κάθε ρήμα και για κάθε λόγο ανώφελο (πρβλ. Ματθ. 12:36), έτσι και καθένας πού τρέχει ατό καλό, θα πάρει μισθό για κάθε ρήμα και κάθε λόγο καλό. Κι αν ακόμα προλάβεις μόνο την τελευταία ευχή, μπες ( στο ναό) χωρίς νά ντραπείς. Κι έτσι την άλλη φορά θα βρεθείς πιο πρόθυμος στο έργο του Κυρίου. Αν όμως το αφήσεις από αμέλεια, χωρίς ανάγκη ή αρρώστια, θα ζημιωθείς πολύ. Όταν σταθείς νά δοξολογήσεις τον Κύριο και Σωτήρα μας 'Ιησού Χριστό είτε ανάμεσα στους αδελφούς, κατά την ώρα της ακολουθίας, είτε μόνος σου, και καταλάβεις πώς αρχίζει νά σε ενοχλεί ή νύστα, αντιστάσου με υπομονή και καρτερία. Κι αν φανεί πώς σε αιχμαλώτισε και μία και δύο φορές, μη μετακινηθείς από τη θέση σου και θα βρεις μεγάλη ωφέλεια. το πάθος αυτό του ακατάσχετου ύπνου μοιάζει με τη γαστριμαργία: 'Όταν κανείς συνηθίσει νά τρώει πολύ, γίνεται πολύ απαιτητική και ή φύση του' όταν όμως συνηθίσει στην εγκράτεια τότε, ούτε και ή φύση του επιζητεί την πολυφαγία. το ίδιο συμβαίνει και με τον ύπνο. Πώς λοιπόν θα τολμήσεις' αφήσεις την κοινή ακολουθία (στο ναό) και νά βγεις πριν την απόλυση, χωρίς μεγάλη ανάγκη; Άραγε, αδελφέ (μου), εάν ήσουν καλεσμένος σε δείπνο κάποιου πλουσίου, θα τολμούσες νά σηκωθείς ανάμεσα από αυτούς πού θα κάθονταν μαζί σου ατό τραπέζι και νά φύγεις για το σπίτι σου; Δεν θα έμενες μέχρις ότου όλοι μαζί σηκωθούν νά φύγουν; Όταν μπαίνουμε σ' έναν οίκο του Κυρίου, ας φεύγει από το νου μας κάθε ρεμβασμός, άς προσηλώνεται ο εσωτερικός μας άνθρωπος στη θεωρία (του Θεού) και την προσευχή και ας μην ταράζουν το νου μας οποιοιδήποτε κακοί λογισμοί. "Ας συλλογιστούμε μπροστά σε ποιόν στεκόμαστε την ώρα της προσευχής, και ας είναι όλη ή ψυχή και ή καρδιά μας στραμμένη σ' Αυτόν, χωρίς νά φαντάζεται τίποτε άλλο. Θα καταλάβεις αυτό πού λέω και με το έξης παράδειγμα: "Αν πάρει κάποιος στο χέρι του ένα σακούλι νομίσματα και πάει ατό παζάρι για ν' αγοράσει βόδια, μήπως θα περιεργάζεται τούς χοίρους;" Αν πάλι θέλει ν' αγοράσει γαϊδούρια, μήπως θα παρατηρεί τούς σκύλους; Δεν θα είναι όλη του ή προσοχή δοσμένη σ' αυτά πού θέλει (ν' αγοράσει); Αυτά μονάχα Δεν θα εξετάζει προσεκτικά, για νά μην εξαπατηθεί και νά μη χάσει ασυλλόγιστα τα χρήματα πού έχει στα χέρια του; 'Έτσι κι εμείς, όταν μπούμε στον ιερό ναό και σταθούμε μπροστά στο Θεό, άς υψώσουμε όλη τη διάνοιά μας σ' Αυτόν και άς προσέχουμε και άς συλλογιζόμαστε μόνο όσα αναφέρονται σ' Αυτόν, για νά κερδίσουμε έτσι τη σωτηρία μας και ν' απολαύσουμε τα ουράνια αγαθά. Μα ούτε κι έναν λόγο νά μην αλλάξουμε με τον διπλανό μας, για νά μην παροργίσουμε, αντί νά ευαρεστήσουμε, τον Ποιητή του ουρανού και της γης. 'Όπως οι άγγελοι με πολύ τρόμο στέκουν κοντά στο Δημιουργό και τον υμνούν, έτσι πρέπει κι εμείς νά στεκόμαστε την ώρα της ψαλμωδίας. "Αν τυχόν ο αδελφός, πού βρίσκεται δίπλα σου, είναι άρρωστος σωματικά και βήχει η φτύνει συχνά, μη φύγεις ενοχλημένος από κοντά του, αλλά θυμήσου, ότι πολλοί αφιερώθηκαν στην υπηρεσία αρρώστων και λεπρών_ για νά κερδίσουν από αυτό πολλά(πνευματικά αγαθά), μαθαίνοντας στην πράξη την αγάπη και την ευσπλαχνία. Κι εσύ λοιπόν, αφού έχεις το ίδιο σώμα, Δεν βρίσκεσαι μακριά από τέτοιες αρρώστιες, μολονότι για την ώρα, χάρη στη φιλανθρωπία του Θεού, είσαι υγιής. Γι' αυτό νά μην καυχιέσαι σε βάρος του αρρώστου, αλλά νά φοβάσαι μην πάθεις τα ίδια και χειρότερα, και νά φυλάγεσαι δείχνοντας συμπάθεια στον αδελφό. Όταν γίνεται προσευχή, ο αμελής βιάζεται ν' ακούσει το «'Αμήν». Απεναντίας, αυτός πού προσεύχεται με προσοχή και αυτοσυγκέντρωση, Δεν βαριέται και δεν αδημονεί. ("Ας προσέξουμε,) μήπως λεχθεί και για μας το προφητικό: «'Εγγύς ει σύ του στόματος αυτών και πόρρω από των νεφρών αυτών» (Ίερ.12:2). 'Αδελφέ, όταν οι άλλοι στέκονται στην ακολουθία, δοξολογούν το Θεό' κι εσύ αφήνεις το νου σου νά περιπλανιέται έξω; Δεν ξέρεις ότι βλάπτεις έτσι τον εαυτό σου; Πες μέσα σου: Άραγε, αν ήταν για προσφορά χρημάτων ή άλλων υλικών αγαθών, Δεν θα έτρεχα νά προλάβω πριν απ' όλους; Κι αν έχω για τα υλικά τέτοιο ενδιαφέρον, δεν θα πρέπει να δείξω πολύ μεγαλύτερα για τα πνευματικά; Νά έχεις το πνεύμα των αγίων, για νά βρεθείς μαζί μ' αυτούς στη βασιλεία των ουρανών. Του άγίου Διαδόχου Όταν ψυχή βρίσκεται σε αφθονία των φυσικών της καρπών, τότε και την ψαλμωδία εκτελεί με δυνατότερη φωνή και με το στόμα πιο πολύ θέλει νά προσεύχεται. Όταν όμως δέχεται την ενέργεια τού Άγίου Πνεύματος, τότε ψάλλει με κάθε άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται με την καρδιά ολόκληρη. Στην πρώτη περίπτωση ακολουθεί μία φαντασμένη χαρά. ατή δεύτερη ακολουθούν πνευματικά δάκρυα και ατή συνέχεια μία ειρηνική και χαρούμενη ψυχική διάθεση. (το τελευταίο συμβαίνει,) επειδή, με τη μετρημένη φωνή, ή μνήμη (τού Θεού) μένει ζωηρή και κάνει νά έρχονται Στην καρδιά νοήματα ήρεμα και κατανυκτικά. Από αυτά μπορούμε πράγματι νά δούμε τούς σπόρους της προσευχής νά σπέρνονται στη γη της καρδιάς με δάκρυα και με την ελπίδα της χαράς τού θερισμού. Όταν ωστόσο βρισκόμαστε κάτω από το βάρος πολλής αθυμίας, πρέπει νά εκτελούμε την ψαλμωδία με κάπως δυνατότερη φωνή, ανακρούοντας τις χορδές της ψυχής με τη χαρά της ελπίδας, ώσπου νά διαλυθεί το βαρύ εκείνο σύννεφο (της αθυμίας) με τούς ανέμους της μελωδίας. Από το Γεροντικό Ο αββάς Μακάριος ο μέγας, όταν γινόταν ή απόλυση της εκκλησίας, έλεγε στους αδελφούς: Φεύγετε, αδελφοί! Κάποιος από τούς γέροντες τον ρωτούσε (καμιά φορά): Πάτερ, πού πιο μακριά απ' αυτή την έρημο μπορούμε νά φύγουμε; Εκείνος τότε, αφού έβαζε το δάχτυλο στο στόμα του, έλεγε: Απ' αυτό νά φύγετε! Ύστερα έμπαινε στο κελί του, έκλεινε την πόρτα και καθόταν εκεί. Ένας γέροντας είπε: Αυτοί πού προσεύχονται στο Θεό, πρέπει νά κάνουν την προσευχή με ειρήνη και ησυχία πολλή και τρόπο καλό. Νά μην ταράζουν ούτε τον εαυτό τους ούτε τούς άλλους με αταίριαστες και συγκεχυμένες κραυγές, αλλά ν' απευθύνονται στον Κύριο με μόχθο καρδιάς και νίψη λογισμών. Γιατί με τις προσευχές και την κατάνυξη συμβαίνει ότι και μ' αυτούς πού έχουν σωματικές παθήσεις: Ορισμένοι δηλαδή, όταν καυτηριάζονται ή χειρουργούνται, σηκώνουν τον πόνο με γενναιότητα και υπομονή, χωρίς νά φωνάζουν ή νά ταράζονται, αλλά υπομένοντας με αυτοκυριαρχία και σιωπή στους πόνους της θεραπείας. "Άλλοι, αντίθετα, πού πάσχουν από την ίδια αρρώστια και υποβάλλονται στην ίδια θεραπεία, αντιδρούν με ενοχλητικές κραυγές και προξενούν ταραχή. και όμως, το ίδιο πονούν και αυτοί πού φωνάζουν και αυτοί πού δεν φωνάζουν. 'Έτσι λοιπόν υπάρχουν και μερικοί, πού προσεύχονται με ησυχία και διατηρούν την καρδιά τους περισσότερο σε κατάσταση αταραξίας. "Άλλοι πάλι δεν ελέγχουν τον εαυτό τους και, όταν λένε προσευχές, δημιουργούν ταραχή και θόρυβο, ώστε νά σκανδαλίζονται κι αυτοί πού τούς ακούνε. τον δούλο του Θεού όμως δεν πρέπει νά τον χαρακτηρίζει ή ακαταστασία, αλλά ή ταπεινοφροσύνη και ή ειρηνικότητα σε όλα. Γιατί (ο Κύριος με) το στόμα του προφήτη λέει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλά ή Επί τον ταπεινόν και ήσύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;» (Ήσ. 66:2). Αυτοί πού έχουν τέτοια διαγωγή, οικοδομούν και όλους όσοι τούς βλέπουν. Ένας γέροντας είπε: Αν βρεθεί κανείς στην εκκλησία, είτε με πολλούς είτε με λίγους, και κλείσει το στόμα του για νά μην ψάλλει ατό Θεό, αυτός κάνει το έργο των δαιμόνων' γιατί οι δαίμονες, επειδή δεν μπορούν ν' ακούσουν τον έπαινο του Χριστού καταργούν κι αυτούς που ψάλλουν. Ο αββάς Ευάγριος είπε: Μεγάλο πράγμα είναι το νά προσεύχεται κανείς απερίσπαστα. Μεγαλύτερο όμως είναι το νά ψάλλει απερίσπαστα. Άντιόχου του Πανδέκτη Η ψαλμωδία είναι έργο των ασωμάτων Δυνάμεων, πού στέκονται κοντά στο θεό και τον υμνολογούν ακατάπαυστα, όπως είναι ειπωμένο: «Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών πάντες οι άγγελοι αυτού και πασαι αί δυνάμεις αυτού» (πρβλ. Ψαλμ. 148: 12). Αυτό όμως είναι και όλων των ανθρώπων έργο, γιατί λέει: «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον» (Ψαλμ. 150:6). "Η ψαλμωδία είναι θυσία συνεχής και θυσία αινέσεως, όπως έχει γραφτεί: «Θυσία αινέσεως δοξάσει με» (Ψαλμ. 49:23). Ας σταθούμε λοιπόν με ζωντάνια, αγαπητοί, στην ψαλμωδία και την προσευχή, αποδιώχνοντας τις επιθέσεις των λογισμών και των (βιοτικών) φροντίδων. Γιατί συνηθίζουν οι δαίμονες, όταν δουν κάποιον νά ψάλλει ή νά προσεύχεται με ζήλο, τότε ακριβώς νά τού υποβάλλουν σκέψεις για διάφορες υποθέσεις, αναγκαίες τάχα, στρέφοντας το νού του στην αναζήτηση λύσεων γι' αυτές, έτσι πού νά μπλεχθεί ο νούς με την ενθύμησή τους και νά χάσει τη γλυκύτητα της ψαλμωδίας. Γι' αυτό και ο Χριστός «εκ στόματος νηπίων», δηλαδή εκείνων πού για τη ακακία τους είναι σαν τα νήπια, «καταρτίζει αίνον» (Ψαλμ. 8:3), ώστε, με την ψαλμωδία τους, νά καταλύσει την εξουσία τού τυράννου μας διαβόλου, τού εχθρού των αρετών και προστάτη της κακίας. Κι εμείς λοιπόν, όταν υμνολογούμε τον Κύριο με απλότητα, εξουδετερώνουμε και αχρηστεύουμε τα τεχνάσματα τού διαβόλου. Γι' αυτό ας είναι Τι ψαλμωδία συνεχής γιατί και μόνο Τι αναφορά τού ονόματος τού θεού διώχνει μακριά τούς δαίμονες.
ΚΓ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ.
ΑΥΤΟΣ πού φοβάται την ασθένεια του σώματος, δεν φτάνει στο μέτρο των φυσικών του δυνατοτήτων ούτε μπορεί ν' αποκτήσει τις αρετές αν όμως προσπέφτει κανείς στο Θεό σε κάθε κόπο του, ο Θεός έχει τη δύναμη να τον αναπαύσει. Γιατί, αν ο Γεδεών δεν έσπαγε τις στάμνες, δεν θα μπορούσε να δει το φως των λαμπάδων (Κριτ. 7:20). Έτσι και ο άνθρωπος, αν δεν καταφρονήσει το σώμα, δεν θα μπορέσει να δει το φως της Θεότητας. Του αγίου Μαξίμου Πρόσεχε τον εαυτό σου από τη μητέρα των κακών, τη φιλαυτία, πού είναι ή παράλογη αγάπη του σώματος. Άπ' αυτή γεννιούνται, μοιάζοντας εύλογοι, οι πρώτοι και εμπαθείς και γενικότατοι λογισμοί, δηλαδή της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας και της κενοδοξίας, πού σχηματίζονται παίρνοντας αφορμή από την αναπόφευκτη τάχα ανάγκη του σώματος κι άπ' αυτούς πάλι γεννιέται όλος ο κατάλογος των κακών. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσέχουμε και να την πολεμούμε με μεγάλη νίψη. Και όταν αφανιστεί ή φιλαυτία, αφανίζονται μαζί της όλα όσα γεννιούνται άπ' αυτή. Το πάθος της φιλαυτίας στον μεν μοναχό υποβάλλει να λυπάται το σώμα του και να του χορηγεί τροφή πέρα άπ' όσο πρέπει συγκαταβατικά δήθεν, για να μπορεί να κυβερνηθεί , κι έτσι σιγάσιγά παρασύρεται και πέφτει στο βάραθρο της φιληδονίας· στον κοσμικό, από το άλλο μέρος, υποβάλλει να φροντίζει πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες του. Τη φιλαυτία αντιμάχονται ή αγάπη και ή εγκράτεια. Εκείνος πού έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη. Κανένας δεν μίσησε τη σάρκα του, λέει ο απόστολος (Εφ. 5:29), αλλά τη σκληραγωγεί και τη χρησιμοποιεί ως δούλη (Α' Κορ. 9:27), μην παρέχοντας της τίποτε άλλο παρά τροφές και ενδύματα (Α' Τιμ. 6:8), κι άπ' αυτά όσα της χρειάζονται για να ζει. Μ' αυτόν τον τρόπο την αγαπάει κανείς απαθώς και την τρέφει σαν υπηρέτρια των θείων και την περιποιείται δίνοντας της μόνο όσα θεραπεύουν τις ανάγκες της. Όποιον αγαπάει κανείς, αυτόν βέβαια και περιποιείται πρόθυμα. Αν λοιπόν κανείς αγαπάει το Θεό, οπωσδήποτε κάνει πρόθυμα και εκείνα που του αρέσουν. Αν αγαπάει τη σάρκα, κάνει εκείνα πού την ευχαριστούν. Στο Θεό αρέσουν ή αγάπη, ή σωφροσύνη, ή θεωρία και ή προσευχή. Στη σάρκα (αρέσουν) ή γαστριμαργία, ή ακολασία και 'όσα αυξάνουν αυτά τα (δύο) πάθη. Γι' αυτό «οι εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται» (Ρωμ. 8:8), «οι δε του Χρίστου την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. 5:24).Αν ο νους στραφεί προς το Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτα παραπάνω άπ' ότι χρειάζεται για να ζήσει. "Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη και φροντίζει πώς να ικανοποιεί πάντα τις (κακές) επιθυμίες του.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων απο το Βιβλίο:
ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Επιλογή και νεοελληνική απόδοση κειμένων «πάνυ ωφέλιμων μοναχοίς τε και κοσμικοίς» από τη
ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΘΟΓΓΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
του μοναχού Παύλου Ευεργετινού ( 1054)
ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2001
Επίτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο με αναφορά πηγής το
Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου