ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5  ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ


66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ ὀρθόδοξη χριστολογία;

Τό δόγμα περί Χριστοῦ εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικό, ὅσο καί τό δόγμα περί῾Αγίας Τριάδος. Εἶναι δόγμα πίστεως κορυφαῖο, στό ποῖο ἀνακλᾶται ἡ οἰκονομική Τριάδα.   Λέγοντας   αὐτό   ἐννοοῦμε   τόν   Τριαδικό   Θεό   στίς   ἐξωτερικές   του ἐνέργειες, στή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τήν ἀπολύτρωση. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ πού στή μεταφυσική Τριάδα (στό Θεό καθ’ ἑαυτόν) σχετίζεται μέ τήν οὐσία καί τίς ἄλλες δύο Τριαδικές ὑποστάσεις τῆς θεότητας, ἀφήνει τούς οὐρανούς χωρίς νά χάσει τό θεοπρεπές του ἀξίωμα καί κατεβαίνει στή γῆ, γίνεται ἄνθρωπος ἱστορικός γιά νά σώσει τόν πεσμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. ῾Η εἴσοδος αὐτή στό πεδίο τῆς ζωῆς καί ἡ ἀνάληψη τῆς κακοπάθειας τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς εἶναι γνωστή  ὡς  «κένωσις»  τοῦ  Λόγου  .  ῾Ο  Λόγος  γίνεται  ἄνθρωπος  γιά  νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο  ἀπό  τό  ζυγό  τῆς ἁμαρτίας   καί   τήν   ὀδύνη   τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.

Στό Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, καί ἕνα πρόσωπο, τοῦ ἀιδίου Λόγου. ῾Η ἀνθρώπινη φύση του δέν εἶχε δικό της πρόσωπο, ἦταν ἀνυπόστατη. ῾Η θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ τέλεια φύση τῆς θεότητας. ᾿Επίσης τέλεια ἦταν καί ἡ ἀνθρώπινη φύση του, στήν ὁποία ὑπῆρχε ψυχή νοερά καί λογική, ἑνωμένη μέ  σῶμα  ὑλικό  καί  ἀληθινό.  ῾Η  ἕνωση  τῶν  φύσεων  ἔγινε  στή  μήτρα  τῆς Παρθένου «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή ἡ Μαρία δέχτηκε τόν ἀσπασμό τοῦ ἀγγέλου, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐμόρφωσε στήν παρθενική μήτρα της τό ἔμβρυο Χριστό, μέ τό ὁποῖο ἑνώθηκε ἀμέσως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρίς τό ἑνωθέν (ἡ ἀνθρώπινη φύση) νά προφθάσει νά ζήσει ἔστω καί μία χρονική στιγμή ἔξω ἀπό  τήν  ἕνωση,  ὡς  πρόσωπο  ξεχωριστό  καί  ἴδιο.  Συνεπῶς  ὡς  ἄνθρωπος  ὁ Χριστός δέν εἶχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, ἀλλά φερόταν στό ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου.


῾Η σύλληψη καί ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὑπερφυσικές. Σ’ αὐτές δέν λειτούργησαν οἱ συνήθεις νόμοι τῆς φύσεως. ῾Η Μαρία δέν συνέλαβε μέ τή γνωστή σύμπραξη ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά μέ τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. ῾Ο Χριστός ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», δέν εἶχε δηλαδή πατέρα σύζυγο τῆς μητέρας του. ᾿Αφοῦ δέ δέν συνέπραξε ἄνδρας, ἡ Μαρία συνέλαβε  τό  Χριστό  χωρίς  νά  χάσει  τήν  παρθενία  της.  Στό  αὐτό  μέτρο παρθενική καί ὑπερφυσική ἦταν καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου, γέννηση ἀνώδυνη καί   ἀλόχευτη   (χωρίς   τά   φυσικά   λόχια).   ῾Η   γέννηση   τοῦ   Σωτῆρος   δέν ἀκολούθησε τούς ρυθμούς τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αὐτό καί γεννήθηκε χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα, μέ τό ὁποῖο ἔρχονται στόν κόσμο ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Στό Χριστό ἔσπασε ἡ συνέχεια τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεως τοῦ ᾿Αδάμ, ἡ ὁποία κληροδοτεῖ τό προπατορικό ἁμάρτημα σέ ὅσους ἐκφύονται ἀπ’ αὐτήν. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ καινός ᾿Αδάμ τῆς χάριτος, ἡ νέα πνευματική ρίζα

τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία κληροδοτεῖ τήν πνευματική ἀναγέννηση καί τή σωτηρία στούς πιστεύοντες.῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ὑποστατική, ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη. Λέγοντας ὑποστατική ἕνωση ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ἔγινε στήν ὑπόσταση (ἐξ οὗ καί τό ὄνομα) ἤ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. ᾿Επαναλαμβάνουμε καί πάλι ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνυπόστατη, δηλαδή δέν ἔζησε ποτέ ἀπό μόνη της ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Στήν ἕνωση οἱ φύσεις δέν ἐπηρέασαν ἡ μία τήν ἄλλη, δέν μετατράπηκε ἡ μία στή φυσική  ποιότητα  τῆς  ἄλλης,  ἀλλά  παρέμειναν  κάθε  μιά  στή  φυσική  της ποιότητα καί πληρότητα, χωρίς στό ἑξῆς ν’ ἀποχωρίζονται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.

῾Ενώθηκαν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» .῾Ο Χριστός εἶχε δύο φυσικά θελήματα καί δύο ἐνέργειες. ῎Ηθελε καί ἐνεργοῦσε ἑνιαῖα  καί  ὡς  ἄνθρωπος  καί  ὡς  Θεός.  Τό  ἀνθρώπινό  του  θέλημα,  ἄν  καί ἐλεύθερο, ὑποτασσόταν στό θεῖο του θέλημα, χωρίς νά ἀντιπαλαίει καί ν’ ἀντιπίπτει πρός αὐτό  . Δέν εἶχε θέλημα γνωμικό. Δέν ἤθελε ξεχωριστά ὡς ἄνθρωπος, πράγμα, πού προϋποθέτει τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινου προσώπου, καί ἄφηνε ἀνοικτή τή δυνατότητα νά ὑποπέσει ὁ Κύριος στήν ἁμαρτία. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ἐνεργοῦσε ἑνιαία καί τά θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, χωρίς ἡ μία του ἐνέργεια νά ἀντιφέρεται πρός τήν ἄλλη.

᾿Από τή σύνθεση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τίς ἑξῆς ἀκολουθίες: 1) Τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῾Η μία φύση ἀντιδίδει τά ἰδιώματά της στήν ἄλλη. Τά ἰδιώματα δέν ἀντιδίδονται ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, δηλαδή καθ’ ἑαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θά τίς συνέχεε καί θά ὁδηγοῦσε στό Μονοφυσιτισμό, ἀλλά αὐστηρῶς στό ἕνα του θεανδρικό πρόσωπο. ῎Ετσι δέν λέμε, ὅτι ἡ θεότητα ἔπαθε ἤ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν στούς οὐρανούς πρίν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅτι ὁ Χριστός, ὡς πρόσωπο ἑνιαῖο καί ἀδιαχώριστο, ἔπαθε ὡς Θεός (στή σάρκα του φυσικά· «σαρκί») καί βρισκόταν ὡς ἄνθρωπος στούς οὐρανούς. Στήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἡ θεία φύση ἀντιδίδει κυρίως τά δικά της στήν ἀνθρώπινη καί ὄχι τό ἀντίθετο. ῾Η πτυχή αὐτή τοῦ δόγματος εἶναι πολύ σημαντική, γιατί ἀποτελεῖ      τή λυδία λίθο ἀναγνωρίσεως καί σταθμίσεως τῶν χριστολογικῶν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων.

2) Τόν ὅρο «Θεοτόκος» πού ἀποδίδεται στή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η Μαρία γέννησε τό Χριστό. ῎Οχι βέβαια τή θεία φύση του καθ’ ἑαυτήν, γιατί ὁ Θεός, ὡς τό ἀπειροτέλειο ὄν, δέν μπορεῖ νά ὑπαχθεῖ στούς φυσικούς νόμους, νά γεννηθεῖ δηλαδή μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γεννιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. ῾Η Μαρία γέννησε τό Θεό «σαρκί». Αὐτό πού γεννήθηκε, ἦταν ὁ Χριστός, στόν ὁποῖο ὁ τέλειος Θεός ἦταν ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» μέ τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου στή θεοχώρητη μήτρα τῆς πάναγνης Κόρης. ῾Ο ὅρος «Θεοτόκος» ἀποτελεῖ συνοπτικήἐκφορά τοῦ χριστολογικοῦ     δόγματος,πάνω στόν     ὁποῖο σάν σέ κυματοθραύστη, προσέκρουσε καί διαλύθηκε ἡ νεστοριανή λαίλαπα. 3) Τή μία υἱότητα καί λατρεία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶχε διπλή γέννηση, μία ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μία ὡς Υἱός τῆς Παρθένου. ῾Η πρώτη ἦταν ἡ ἀΐδια γέννηση ἐκ τοῦ Πατρός (τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Λόγου), ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἔγχρονη ἐκ τῆς Παρθένου διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Οἱ δύο αὐτές γεννήσεις ἦταν σαφεῖς καί ξεχωριστές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Δέν εἶχε ὅμως καί δύο υἱότητες. Δέν ἦτ Υἱός Θεοῦ καί Υἱός τῆς Παρθένου ξεχωριστά. Αὐτό θά σήμαινε ὅτι εἶχε δύο πρόσωπα, ἕνα ὡς Θεός καί ἕνα ὡς ἄνθρωπος. Αὐτό δέν συνέβαινε. Ο  Χριστός,  ὅπως  εἴπαμε,  εἶχε  ἕνα  πρόσωπο,  ἦταν  ἕνας  καί  ὄχι πολλοί. ῾Ως ἕνας εἶχε μία υἱότητα, ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός. Δέν ὑπῆρχαν σ’ αὐτόν δύο υἱοί ξεχωριστοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος. Στή μία υἱότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναλογεῖ καί μία λατρεία καί προσκύνηση. 4) Τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ὄχι ἁπλά δέν ἁμάρτησε κατά  τή  διάρκεια  τῆς  ἐπίγειας  ζωῆς  του  ,  ἀλλά  δέν  μποροῦσε  κάν  νά ἁμαρτήσει. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἡ σύνθεση τοῦ προσώπου του. Δέν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει,  γιατί  δέν  ἦταν  ἁπλός  ἄνθρωπος, ἀλλά  Θεάνθρωπος. ῾Η  ἰδέα  ὅτι μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει ὁ Κύριος, διχάζει τό ἕνα του πρόσωπο σέ δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι πού καταλύει τό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η ἰδέα εἶναι ἀλλόκοτη.

῎Αν ὑποτεθεῖ, ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει σάν ἄνθρωπος, μποροῦσε ν’ἁμαρτήσει μαζί του κι ὁ Θεός, ἰδέα ἀσεβής καί βλάσφημη.

67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;

Εἶναι προϊόν τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, συγκεκριμένα τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέχεται ὅλα τά αὐχήματα τῆς θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιεῖται. Στή βάση τῆς θεώσεως αὐτῆς θεοποιοῦνται ἐν δυνάμει καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στό Χριστό  καί εἶναι μυστικά ἐνσωματωμένοι στήν ἀνθρώπινη φύση του διά τοῦ βαπτίσματος. Σάν παράδειγμα τῆς θεώσεως αὐτῆς φέρεται ὁ πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά καί σίδηρος δέν χάνουν μέν τή φυσική τους ποιότητα, ὅμως εἶναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ὥστε νά μή ξεχωρίζονται τό ἕνα ἀπό τόἄλλο. ῎Ετσι καί ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου διαπερᾶται ἀπό τή φωτιά τῆς θείας ἐνέργειας, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀποχωρισθεῖ ἀπ’ αὐτήν. ῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου βέβαια δέν χάνεται, οὔτε ἀπορροφᾶται οὔτε καί ἀναλύεται πανθεϊστικά στή θεότητα, ὅπως θά διδάξουν ὁρισμένοι αἱρετικοί (Μονοφυσίτες).

68. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων ;

῾Ως γνωστόν, ἡ ἀρχαία ᾿Αλεξανδρινή Σχολή εἶχε ἰδιαίτερες θεωρητικές τάσεις καί προκαταλήψεις. Οἱ θεολόγοι της τόνιζαν πιό πολύ τό θεῖο στοιχεῖο στό Χριστό, ἀφήνοντας στή σκιά τό ἀνθρώπινο. ῾Ομοίως ἐξηγοῦσαν ἀλληγορικά τίς Γραφές (ἔβλεπαν συμβολική ἔννοια σέ πολλές ἀπό τίς διηγήσεις της) καί ἔμεναν ἀδιάφοροι στήν ἱστορική γραμματική ἑρμηνεία τοῦ κειμένου της. ᾿Από τούς κόλπους της προῆλθαν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀρνοῦνταν τήν πραγματικότητα, εἴτε τήν ὁλοκληρία τῆς ἀνθρώπινηςφύσεως τοῦ Χριστοῦ.(Δοκῆτες,᾿Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, ᾿Αφθαρτοδοκῆτες).Στό  ἀντίθετο  ἄκρο  βρισκόταν  ἡ᾿Αντιοχειανή  Σχολή,  τῆς  ὁποίας  οἱ  θεολόγοι εἶχαν  πρακτικότερες  τάσεις.  Τόνιζαν  πιό  πολύ  τόἀνθρώπινο  στοιχεῖο  στό Χριστό, καί ἄφηναν στό περιθώριο τό θεῖο. Οἱ ᾿Αντιοχεῖς θεολόγοι ἑρμήνευαν τίς Γραφές χρησιμοποιώντας τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο καί ἀποστρεφόμενοι τήν ἀλληγορία. ᾿Από τίς τάσεις τῆς Σχολῆς προῆλθε ὁ Νεστοριανισμός.

69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;

Κατέληγαν στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν διά τοῦ λόγου τά ἀκατανόητα καί ἀνερμήνευτα. Δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τά δόγματα τῆς πίστεως, γιατί αὐτά εἶναι ἀλήθειες μυστηριακές, πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη κατάληψη. ῾Ο ἄνθρωπος μέ μόνο τό μυαλό του ἀδυνατεῖ νά τίς προσεγγίσει.  Μόνο  μέ  τήν  πίστη  φωτιζόμενη  ἀπό  τό Πνεῦμα  τοῦ  Θεοῦ  , μπορεῖ νά ἔχει κάποια πρόσβαση στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτήν ἐπιχειρεῖ τό   ἀκατόρθωτο.   Προσπαθεῖ   νά   χωρέσει   στό   μυαλό   του   τό   ἄπειρο   καί ἀπερίληπτο.

Αὐτό πάθαιναν οἱ αἱρετικοί. ᾿Εμπιστευόμενοι τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθοῦσαν   νά   κατανοήσουν   τήν   ὑπερβατική   ἀλήθεια   τοῦ   Θεοῦ.   Τό ἐγχείρημά τους ἦταν ἄνισο, ὅπως ἄνιση εἶναι ἡ σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, πεπερασμένου καί ἀπείρου. Μέ τήν ἔλλειψη αἰσθήσεως τῶν δυσαναλογιῶν καί μέ πνεῦμα φίλαυτο καί ἐγωιστικό, ἀντί νά ἑρμηνεύσουν τά δόγματα τά παραμόρφωναν καί τά διέλυαν. Μέ τό ὄχημα τοῦ φυσικοῦ λόγου τους δέν ἔφθαναν  ποτέ  στό  τέρμα  τοῦ  δρόμου  τους,  λοξοδρομοῦσαν  καί  χάνονταν.

᾿Εγωπαθεῖς δέ καί ἐριστικοί, δημιουργοῦσαν κόμματα στήν ᾿Εκκλησία, τή ζωή τῆς ὁποίας ἔβλαπταν ἀφάνταστα. Κατέλυαν τήν ἀγάπη, τήν ἑνότητα καί τήν εἰρηνική συμβίωση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ  . Οἱ αἱρέσεις εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρός τῆς ᾿Εκκλησίας, τά ζιζάνια, πού σπείρει ὁἐχθρός στή φυτεία τῆς θείας βασιλείας.

70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;

Στήν  κατανόηση  τῆς  σύνθεσης  τοῦ  θεανδρικοῦ  προσώπου  τοῦ  Χριστοῦ,  στό ὁποῖο ἑνώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη.Τό μυστήριο εἶναι μέγα. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε πῶς στό Χριστό, ἄν καί ὑπῆρχαν δύο πλήρεις καί ἀκέραιες φύσεις, ὑπῆρχε μόνο ἕνα πρόσωπο, πού ἦταν ὁ κοινός φορέας τῶν θεανδρικῶν του ἐνεργειῶν. Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε πῶς μία φύση, πλήρης καί ἀκέραιη, εἶναι συγχρόνως καί ἀπρόσωπη καί πῶς λαμβάνει ὑπόσταση στό πρόσωπο μιᾶς ἄλλης φύσεως («ἐνυπόστατον» . Αὐτές  εἶναι  ἀντινομίες  τίς  ὁποῖες  δέν  μπορεῖ  νά  συμβιβάσει  ἡ  πενιχρή  μας λογική. Καμία σοφία ἀνθρώπινη δέν μπορεῖ, νά διαφωτίσει καί νά διαλευκάνει τό  σκοτεινό  χριστολογικό  μυστήριο.  Πολλοί  προσπαθοῦν,  νά  διασχίσουν  τό μυστηριώδη  πέπλο  του·  λίγοι  ὅμως  βγαίνουν  φέροντας  τή  φωταύγεια  τῆς χάριτος.Οἱ περισσότεροι  παραμένουν στή σκοτεινιά τῆς διάνοιας, ἀσθμαίνοντας στήν ἀπειρία τοῦ ὑπέρλογου θαύματος. ῞Οπως εἶπε ὁ θεοδόχος Συμεών,  ὁ Χριστός «κεῖται  εἰς  πτῶσιν  καί  ἀνάστασιν  πολλῶν» . Εἶναι  τό μεγάλο σκάνδαλο, πού ἄλλους μέν ἐξυψώνει καί λαμπρύνει στή φωτεινότητα τῆς θείας βασιλείας καί ἄλλους ἐξακοντίζει στή ζοφερότητα τῆς πνευματικῆς ἀπώλειας!

71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;

῏Ηταν ἀρχαία χριστολογική καί τριαδολογική αἵρεση, οἱ ὀπαδοί τῆς ὁποίας ἀρνοῦνταν τίς τριαδικές ὑποστάσεις στή θεότητα (δυνάμεις) καί στό Χριστό δέχονταν ἐνοίκηση τοῦ Λόγου, πού δέν ἦταν ἀληθινός Θεός ἀλλά δύναμη τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκπρόσωποι τῆς αἱρέσεως ἦταν: Θεόδωρος ὁ Σκυτεύς, Θεόδωρος ὁ Τραπεζίτης, ὁ᾿Αρτέμων ἤ᾿Αρτεμᾶς, μέ σημαντικότερο ὅλων Παῦλο τόν Σαμοσατέα  , ὁ ὁποῖος συστηματοποίησε τή διδασκαλία τῆς αἱρέσεως καί ὑπῆρξε πρόδρομος τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ καί τοῦ Νεστοριανισμοῦ. ῾Ο  Παῦλος  ὁ  Σαμοσατέας  ἦταν  ἀνήρ  ὑψηλόφρων  καί  κοσμικός.  Γιά  λίγο διάστημα διετέλεσε ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260) καί «δουκηνάριος (ἀνώτερος οἰκονομικός ὑπάλληλος) τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας. ῏Ηταν θεολόγος μοναρχιανός, ἀρνούμενος τή διάκριση τῶν προσωπικῶν ὑποστάσεων στό Θεό. Κατ’ αὐτόν ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί μόνος (ὁ Πατήρ). ῾Ο Υἱός καί  τό  Πνεῦμα  δέν  ἔχουν  δική  τους  ὑπόσταση  καί  θεότητα.  ῾Ο  Πατήρ  εἶναι ἄγονος Υἱοῦ, ὁ δέ Λόγος ἄκαρπος Θεοῦ. ῾Επομένως ὁ Πατήρ καί ὁ Λόγος εἶναι ἕνα  πρόσωπο,  ὅπως  ἕνα  πρόσωπο  συνιστοῦν  ὁ  ἄνθρωπος  καί  ὁ  ὑπάρχον  σ’ αὐτόν φυσικός λόγος. ῾Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τόν Λόγο του, τόν γεννᾶ, ὥστε νά ὀνομάζεται Υἱός. ᾿Εντούτοις ὁ Λόγος δέν παύει νά εἶναι ἀπρόσωπος, ὅπως ἀπρόσωπος εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου. Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό θεολογικό σύστημα Παύλου τοῦ Σαμοσατέα. ῾Ο Λόγος ἐνοίκησε ἁπλῶς στό Χριστό «ὡς ἐν ναῷ». ῾Ο Λόγος ὅμως δέν ἦταν προσωπικός καί ἐνυπόστατος, ἀλλά ἀπρόσωπη δύναμη τῆς Σοφίας τοῦ Πατρός. ῾Ο Χριστός ἦταν ἴδιο ὑποκείμενο, στό ὁποῖο ἐνοικοῦσε ἁπλῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς καί τῆς δραστηριότητάς του.

῾Η ὑπόσταση τοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἦταν καθαρά ἀνθρώπινη. ῾Η φύση του ἦταν ἡ κοινή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῏Ηταν ἄνθρωπος ψιλός (ἁπλός), γεννηθείς ἀπό τήν Παρθένο μέ τή συνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῏Ηταν ἐκ τῶν κάτω (ἐπίγειος) «καί ἐν αὐτῷ ἐνέπνευσεν ἄνωθεν ὁ Λόγος». Μέ τήν ἔμπνευση αὐτή ὁ Λόγος ἑνώθηκε μέ τό Χριστό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή δέν ἦταν φυσική, ἀλλ’ ἠθική. ῏Ηταν ἁπλή «συνέλευσις», στήν ὁποία ἄλλος ἦταν ὁ Χριστός καί ἄλλος ὁ συνελθών Λόγος. ῏Ηταν ἕνωση «κατά μάθησιν καί μετουσίαν», ἕνωση θελήσεως καί ἀγάπης. Διά τῆς χρίσεώς του ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστός κατέστη ὄν μοναδικό  καί  ἐξαίρετο.  ῎Εγινε  ἅγιος  καί  δίκαιος,  ὑπερβάς  τήν  ἁμαρτία  τοῦ ᾿Αδάμ. ῾Ως ἀνταμοιβή τῆς ἁγιότητάς του ἔλαβε τή δύναμη νά κάνει θαύματα καί νά πετύχει τήν ἠθική του ἀποθέωση. Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέα ὁδήγησαν στά διδάγματα τόσο τοῦ Σαβελλίου ὅσο καί τοῦ Νεστορίου.

72. Τί  δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;

᾿Επηρεαζόμενοι ἀπό τά πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί ἀντιθέσεως πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ, τό ὁποῖο (ὑλικό) θεωροῦσαν ἑστία καί ἕδρα τοῦ κακοῦ, καθώς καί ἀπό τό θεωρητικό κλίμα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία –ὅπως εἴδαμε– τόνιζε τό θεῖο στοιχεῖο στό Χριστό εἰς βάρος τοῦ ἀνθρώπινου, δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε σῶμα ὑλικό. ᾿Εξωτερικά φαινόταν σάν ἄνθρωπος, στήν πραγματικότητα  ὅμως δέν ἦταν.῏Ηταν ἄνθρωπος «κατάδόκησιν καί φαντασίαν», καί ὄχι στήν πραγματικότητα ἀληθινός ἄνθρωπος. Τό σῶμα του εἶχε τό ἐξωτερικό περίγραμμα τῆς φύσεως, δέν ἦταν ὅμως σῶμα ἀληθινό ὅπως τό ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. ῏Ηταν ἕνα φάντασμα, μιά ὀπτασία, μιά ἀνυπόστατη ἐξωτερική περιγραφή.

 Εἶναι  εὔκολο  νά  καταλάβει  κανείς  γιατί  δίδασκαν  αὐτά  τά  πράγματα  οἱ Δοκῆτες. ᾿Αρνοῦνταν τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὡς ὑλικό τό θεωροῦσαν ἀπό τή φύση του κακό. Πῶς μποροῦσε νά ἔχει ἕνα τέτοιο σῶμα ὁ Χριστός; ῾Ο Δοκητισμός μείωνε τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο ἀφαιροῦσε τήν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του.

73. Τί δίδασκε ὁ᾿Απολλινάριος ;

῾Ο ᾿Απολλινάριος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας, ἦταν διαπρεπής θεολόγος καίὁ πρῶτος πού προσπάθησε νά δώσει ἱκανοποιητική λύση στό χριστολογικό πρόβλημα.

Τό κύριο μέλημα τῆς χριστολογίας του ἦταν ἡ διακρίβωση τῆς ποιότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ αὐτόν ὁ Χριστός ἦταν μέν τέλειος Θεός, ὄχι ὅμως καί τέλειος ἄνθρωπος. ῎Αν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἦταν πλήρης καί τέλεια, θά εἶχε δική της ἐλεύθερη πνευματική ζωή, ὁ Χριστός δέν θά ἦταν «ἄτρεπτος  νοῦς», ἀλλά  ὄν  τρεπόμενο  καί μεταβαλλόμενο, πού  θά  μποροῦσε ἐλεύθερα νά ἁμαρτήσει, θέτοντας σέ κίνδυνο τό λυτρωτικό ἔργο του. ῾Η περί δύο φύσεων καί προσώπων διδασκαλία τῶν ἀντιοχέων θεολόγων τοῦ ἦταν ἀποκρουστική καί ἀντιφατική· «ἀδύνατον γάρ δύο νοερά καί θελητικά ἐν τῷ ἅμα  κατοικεῖν,  ἵνα  μή  τό  ἕτερον  κατά  τοῦ  ἑτέρου  ἀντιστρατεύηται  διά  τῆς οἰκείας θελήσεως καί ἐνεργείας» (ἰδέα ἀριστοτελική).

Κατά τόν ᾿Απολλινάριον ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου, μή ἔχοντας δική της αὐτοτελή ἐνέργεια καί ζωή, ἦταν παθητικό ὄργανο τῆς θεότητας. Κατ’ οὐσίαν ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεανθρώπου ἦταν μία, ἡ θεία, ἡ ὁποία ἔθετε σέ κίνηση τό ὄργανό της, τή σάρκα.

῾Ο ᾿Απολλινάριος γιά νά λύσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προέβαινε σέ ποιοτική μείωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αφαιροῦσε ἀπ’ αὐτή τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς. ῾Η σάρκα τοῦ Κυρίου ἦταν «ἄνους». Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ νοῦ σ’ αὐτήν ἀναπλήρωνε ἡ παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στή διατύπωση τῶν διδαγμάτων αὐτῶν βοήθησε τόν ᾿Απολλινάριο ἡ τριχοτομική περί συνθέσεως τοῦἀνθρώπου  θεωρία  τῆς  πλατωνικῆς  φιλοσοφίας·  Στό  Χριστό  ὑπάρχει  μέν ψυχή, ἀπουσιάζουν ὅμως ἀπ’ αὐτήν ὁ νοῦς καί ὁ λόγος.

῾Η ἕνωση τῶν φύσεων, κατά τόν ᾿Απολλινάριο, ἦταν ἕνωση φυσική, μίξη τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου. ῾Η φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία «σύγκρατος». ῞Οπως ἔλεγε· «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Δέν ὑπῆρχε βέβαια σύγχυση καί τροπή τῶν φύσεων. Στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου ἐγένετο ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων.

Μέ δύο φύσεις στό Χριστό (ἡ ἀνθρώπινη μειωμένη καί ἐλλιπής) καί μέ ἕνα νοῦ (τό πρόσωπο τοῦ Λόγου) ὁ᾿Απολλινάριος προσπάθησε νά λύσει τό χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μιά πραγματικά ἔξυπνη θεωρία, ἡ ὁποία θά ἦταν ὀρθόδοξη ἄν δέν ἐμείωνε ἐπικίνδυνα τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Σωτῆρος, πράγμα πού τήν ὁδήγησε στήν αἵρεση.

74. Ποιάἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου ;

῾Ο Νεστόριος,μοναχός κατ’ ἀρχάς, ἔγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς γιά τήν πλούσια συγγραφική του δράση καί τή ρητορική του δεινότητα.Κληρονόμος τοῦ θεολογικοῦ κλίματος τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς, τόνιζε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αναιρώντας τίς κακοδοξίες τοῦ᾿Απολλιναρίου καί τῶν Δοκητῶν, δεχόταν τήν πραγματικότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου. ῾Ο Χριστός ἦταν ἀληθής κατά φύσιν Θεός καί ἀληθής κατά φύσιν ἄνθρωπος. Οἱ φύσεις του στήν ἕνωση ἦταν ἀσύγχυτες καί ἀπαράτρεπτες. ᾿Απ’ αὐτό τό πνεῦμα ἐμφορούμενος, δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τήν πραγματική ἔννοια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, πῶςδηλαδή ὁ    Θεός μπορεῖ νά γίνει            ἄνθρωπος.῾Η ἐνανθρώπηση γι’ αὐτόν σήμαινε μεταβολή τῶν φύσεων σέ μιά σύνθετη φύση, ὅπου  ἡ  θεότητα  μπαίνει  σέ  ἕνα  νέο  τρόπο  ὑπάρξεως,  γίνεται  φθαρτή  καί παθητή, ὁ δέ Λόγος χάνει τό ὁμοούσιό του πρός τόν Πατέρα. Κατά τό Νεστόριο ἡ Μαρία δέν μποροῦσε νά γεννήσει τό Θεό. Θά τό ἔκανε μόνο ἄν κι αὐτή ἦταν θεά,  γιατί  μόνο  τό  ὅμοιο  γεννᾶται  ἀπό  τό  ὅμοιο.  Κακῶς  λοιπόν  ὀνομάζεται «Θεοτόκος». ῾Ο πραγματικός τίτλος της εἶναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τόν ἄνθρωπο Χριστό μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα ἑνώθηκε ὁ Λόγος.᾿Επηρεαζόμενος ἀπό τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει  φύση  ἀπρόσωπη,  ὁ  Νεστόριος  δέν  μποροῦσε  νά  ἐννοήσει  τήν  περί ἑνότητος  τοῦ  προσώπου  τοῦ  Χριστοῦ  διδασκαλία  τῆς  ᾿Εκκλησίας.  ᾿Εφόσον ὑπάρχουν στό Χριστό δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, πρέπει κατ’ ἀνάγκην νά ὑπάρχουν καί δύο πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, ἀνεξάρτητα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Τήν ἰδέα αὐτή τή δίδαξε. Διασποῦσε τό ἕνα θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σέ δύο ξεχωριστά καί ἰδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αὐτό τοῦ κόστισε τή μομφή τῆς  αἱρέσεως,  πού  γιά  νά  τήν  ἀποσείσει  ἀναγκάστηκε  νά  δεχθεῖ  καί  ἕνα πρόσωπο στό Χριστό, τό ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἠθικό πρόσωπο τῆς ἑνώσεως. Αὐτό φυσικά  δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν ἀσυμβίβαστων. ῎Ετσι ὁ Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στό Χριστό· ἕνα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἕνα τοῦἀνθρώπου Χριστοῦ καί ἕνα τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων. Σύμφωνα  πρός  τίς  ἀντιλήψεις  αὐτές  ἦταν  καί  τά  ὑπόλοιπα  χριστολογικά διδάγματα τοῦ Νεστορίου. ῾Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέρριπτε τήν περί φυσικῆς ἑνώσεως διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας. ῾Η ἕνωση κατ’ αὐτόν  δέν  ἦταν  ἕνωση  πραγματική,  ἀλλά  ἁπλή  συνάφεια,  ἕνας  ἐξωτερικός πλησιασμός, μιά ἐνοίκηση τοῦ Λόγου στόν ἄνθρωπο ὡς «ἐν ναῷ». Τήν ἕνωση αὐτή χαρακτήριζε καί μέ πολλές ἄλλες ὀνομασίες. ᾿Επίσης ἀπέρριπτε τόν ὅρο

«Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας). Κατ’ αὐτόν ὁ Χριστός ἦταν «θεοφόρος ἄνθρωπος».Τέλος, ὁ Νεστόριος προέβαινε καί στό διχασμό τῆς μίας υἱότητας τοῦ Χριστοῦ σέ δυό φυσικές υἱότητες ξεχωριστές, τήν υἱότητα τοῦ Λόγου καί τήν υἱότητα τοῦ ἀνθρώπου. Στίς υἱότητες αὐτές ἀπένειμε ἀντίστοιχα καί δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις καί λατρεῖες. Περί πραγματικῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό χριστολογικό σύστημα τοῦ Νεστορίου.

Μέ τά διδάγματά του αὐτά ὁ Νεστόριος διατύπωσε μιά δεινή αἵρεση στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, τή ζωή τῆς ὁποίας συνετάραξε ἐπί μακρόν. Τήν αἵρεση αὐτή καταπολέμησε ἐπιτυχῶς ὁ διαπρεπής θεολόγος τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας.

75.  Ποιό  ἦταν  τό  χαρακτηριστικό  γνώρισμα  τῆς  χριστολογίας  τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας;

῾Ο Θεόδωρος ἦταν ὁ   διαπρεπέστερος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς καί διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου. ᾿Από τήν πλούσια διδασκαλία  του  (ὅμοια  τῆς  διδασκαλίας  τοῦ  Νεστορίου)  θά  ἀνασύρουμε  μιά μόνο πτυχή πού χαρακτηρίζει εἰδικότερα τά χριστολογικά του διδάγματα.

῾Ως ἀντιοχειανός θεολόγος ὁ Θεόδωρος δίδασκε τήν πραγματικότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στίς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, ἄν καί δεχόταν τήν ὕπαρξη καί τρίτου προσώπου, τοῦ ἠθικοῦ προσώπου τῆς ἑνώσεως.

Ποιά  ὅμως ἦταν  ἡ σχέση  τοῦ  ἀνθρώπου  Χριστοῦ  πρός τόν  ἄπειρο Λόγο  τοῦ Πατρός; Τόἐρώτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε ἔντονα τή θεολογική σκέψη τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα μέ τό ὅλο χριστολογικό πνεῦμα του ὁ Θεόδωρος  δέν  μποροῦσε  νά  συλλάβει  αὐτήν  παρά  ὡς  σχέση  σαφῶς  ἠθική.

᾿Εμπειρικός στή σκέψη του, ἔβλεπε καθαρά τά πράγματα. Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πλῆρες καί τέλειο, καμιά δέν ὑπέστη μείωση στήν ἕνωση τῶν φύσεων. ῏Ηταν πρόσωπο προικισμένο μέ ἐλευθέρα βούληση, ἡ ὁποία σέ καμιά περίπτωση δέν ἐξαφανίστηκε ἤ ὑπέστη μείωση κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του ἐκδηλωνόταν πρωτίστως στούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν ψυχικῶν παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα ὡς ἄνθρωπος πραγματικός «ὠχλεῖτο», καί τά ὁποῖα ἐδάμαζε «κρείττονι λογισμῷ». Στούς πειρασμούς του ἰδιαίτερα στήν ἔρημο «ἔδειξεν ἑαυτόν ἡδονῆς κρατοῦντα».

᾿Ενῶ ὁ Χριστός μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, ὅμως δέν ἁμάρτησε, μαχόμενος κατά τῶν παθῶν μέ τίς  δικές του φυσικές δυνάμεις, ἐπικουρούμενες ὅμως ἀπό τό Λόγο τοῦ Θεοῦ.

῾Η ἐλευθέρα βούληση τοῦ Κυρίου ἦταν –κατά τόν Θεόδωρο– ἡ βάση τῆς ἐν αὐτῷ ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος προγνωρίζοντας τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ χορηγοῦσε «μείζονα χάριν». ῾Ο Χριστός ἀποδείχτηκε ἀπό τή δική του γνώμη ἄξιος τῆς ἑνώσεως μέ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔπαιρνε βοήθεια νά πράττει τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή. Πρῶτος αὐτός ἀξιώθηκε τῆς ἐνοικήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος σέ βαθμό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅσο σε ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. ῾Η ἀρετή του ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Εἶναι τό πλῆρες καί τέλειο πρόσωπο ἀρετῆς καί χάριτος, ἀπ’ αὐτόν δέ, ὡς ἀπό πηγή, μετοχετεύεται ἡ χάρις πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Τά  διδάγματα  αὐτά  τοῦ  Θεοδώρου  ἄσκησαν  τεράστια  ροπή  στή  θεολογική σκέψη ὅλων τῶν αἰώνων. ῞Ομως ἡἀντίθεσή τους πρός τή διδασκαλία τῆς ἐπίσημης  ᾿Εκκλησίας  ἀμαύρωσε  τόὄνομά  του,  τό  ὁποῖο  καταχωρήθηκε  μέ μελανά χρώματα στή χορεία τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων.

76. Τί δίδασκε ὁ Μονοφυσιτισμός ;

῾Ο Μονοφυσιτισμός πού βρισκόταν στόν ἀντίποδα τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ἐπηρεαζόταν αἰσθητά ἀπό  τίς διαρχικές  ἀντιλήψεις (πνεῦμα–ὕλη) τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ  καί  ἀπό  τίς  ἰδιαίτερες  χριστολογικές  τάσεις  τῆς  ἀρχαίας

᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς. Οἱ ἰδέες του εἶχαν συγγένεια πρός τά διδάγματα τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ. Βασικό πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας ἦταν ὁ καθορισμός τῆς σχέσεως μεταξύ πνεύματος καί ὕλης, μεταξύ τοῦ ἀπολύτου   καί   τοῦ   κόσμου.   Δύο   δέ   τρόποι   καθορισμοῦ   ἦσαν   δυνατοί:   ὁ μονιστικός, κατά τόν ὁποῖο τό πεπερασμένο ἐκλαμβάνεται πανθεϊστικά ὡς ἐκδήλωση τοῦ ἄπειρου καί αἰώνιου,  καί ὁ δυιστικός, ὁ ὁποῖος ἐκλαμβάνει  τό αἰσθητό ὡς προϊόν πτώσεως, τό ὁποῖο πρέπει ν’ ἀπορροφηθεῖ καί ν’ ἀναλυθεῖ στό θεῖο. Οἱ τελευταῖες αὐτές ἰδέες, ὀρφικῆς κυρίως προελεύσεως, υἱοθετήθηκαν ἀπό τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό καί ἐπηρέασαν αἰσθητά τή θεολογική σκέψη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.

᾿Αρχηγέτης τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ Εὐτυχής, ἀρχιμανδρίτης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Εὐτυχής ἀπέρριπτε τήν ἀσύγχυτη καί ἄτρεπτη ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό, ὅπως περί αὐτοῦ εἶχε ἀποφανθεῖ ἡ Γ´ἐν ᾿Εφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδος. Κατ’ αὐτόν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν μέν ἀνθρώπινο, ὄχι ὅμως καί ὁμοούσιο μέ τό δικό μας, κάτι πού θεωροῦσε ἀνάρμοστο στή θεότητα τοῦ Λόγου. ᾿Αποδεχόταν ὅμως τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἀπέφευγε νά προσδιορίσει· «φυσιολογεῖν ἐμαυτῷ οὐκ ἐπέτρεπον». Τόν ἰσχυρισμό, ὅτι δεχόταν οὐράνιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐχαρακτήριζε ὡς συκοφαντία.

῾Ο Εὐτυχής, ὅπως καί ὅλοι οἱ ὁμόφρονές του, δέχονταν μία φύση στό Χριστό μετά τήν ἕνωση· «ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς ἑνώσεως,  μετά  δέ  τήν  ἕνωσιν  μίαν  φύσιν  ὁμολογῶ».  Κατά  τόν  Θεοδώρητο Κύρου, ὁ αἱρεσιάρχης μιλοῦσε ρητῶς περί καταπόσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή θεία φύση. Δέν πρόκειται βέβαια περί ἀφανισμοῦ, ἀλλά περί μεταποιήσεώς της στήν οὐσία τῆς θεότητας. ῾Ως παράδειγμα ἔφερε τή σταγόνα τοῦ ὄξους, ἡ ὁποία ρίπτεται στή θάλασσα. ῞Οπως δηλαδή τό ὄξος (τό ξύδι) πού ρίπτεται  στά  θαλάσσια  νερά  ἀναλύεται  στή  φύση  τους,  χωρίς  ὡστόσο  νά χάνεται, ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀναλύθηκε στήν ἀπειρία τῆς θεότητας.

῾Η συγγένεια τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ τόν ᾿Απολλιναρισμό εἶναι ἐμφανής. ῾Ο μέν ᾿Απολλινάριος προσέβαλλε τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἐνῶ ὁ Εὐτυχής δεχόταν τήν κατάποσή της, ἀπό τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Σεβηριανοί ἀντίθετα ἦταν μετριοπαθεῖς. Μιλοῦσαν μέν γιά μία φύση μετά τήν ἕνωση, ὅμως δέχονταν τό ἄτρεπτο καί ἀσύγχυτο τῶν φύσεων στό Χριστό.

77. Ποῦ ὀφείλουν τήν ὀνομασία τους οἱ᾿Αφθαρτοδοκῆτες;

᾿Από τή λέξη ἀφθαρσία, τήν ὁποία νόμιζαν, ὅτι εἶχε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτός ζοῦσε στή γῆ. Καί αὐτή ἡ αἵρεση ἀνῆκε στό ἰδιαίτερο θεολογικό κλίμα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς. ᾿Ενῶ οἱ Δοκῆτες ἀρνοῦνταν, ὅπως εἴδαμε, τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ᾿Απολλινάριος ἀφαιροῦσε ἀπ’ αὐτήν τό λογικό στοιχεῖο της καί οἱ Μονοφυσίτες τήν ἤθελαν νά ἀπορροφᾶται καί νά ἀναλύεται στή θεία φύση, οἱ ᾿Αφθαρτοδοκῆτες, θέλοντας νά τήν ἐξωραΐσουν, ἀρνοῦνταν  ἀπ’  αὐτήν  τίς  φυσικές  ἀνάγκες  καί  τά  ἀδιάβλητα  πάθη  της.

᾿Αρχηγός τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ᾿Ιούλιος ῾Αλικαρνασσεύς. Αὐτός δίδασκε ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπό τή σύλληψη καί τή γέννησή του ἦταν ὑπεράνω τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τά γνωστά ὡς ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως. ᾿Αδιάβλητα δέ, γιατί ἡ ἱκανοποίησή τους δέν εἶναι ἁμαρτία. ῎Αν δέ στή Γραφή ὁ Χριστός φέρεται νά τρώγει, νά πίνει, νά συγκινεῖται κ.τ.ὅ., αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶχε πραγματικές ἀνάγκες τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά ἱκανοποιήσει, ἀλλ’ ἦταν σκόπιμες  καί φαινομενικές κινήσεις  τῆς φύσεως, τίς  ὁποῖες ἐπέτρεπε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς σκοπούς τῆς θείας λυτρωτικῆς οἰκονομίας του. Δηλαδή πεινοῦσε, ὅταν ἤθελε ὁ Θεός νά πεινάσει κ.ο.κ.

Μιά μερίδα αὐτῶν μέ ἀρχηγό τόν ᾿Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἁπλῶς ἄκτιστο, ἀλλά μαζί καί ἄυλο. Γιαυτό κι ὀνομάζονταν «᾿Ακτιστίται». ῏Ηταν ἀκρότατοι    μονοφυσίτες. ῞Οπως ἀντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος ὅλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν ἡ ἀπάμβλυνση καί ἡ πλήρης ἀπομάκρυνση τῆς αἰσθητῆς φύσεως ἀπό τό Θεό, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τίς διαρχικές ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, θεωροῦνταν ἀνάξια τῆς θείας φύσεως.

78. Ποιές ἦταν οἱ ἐπιδράσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως (τῆς φιλοσοφίας) πάνω στή θεολογική σκέψη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας;

῏Ηταν καί θετικές καί ἀρνητικές, ἀνάλογα μέ τό πνεῦμα, τούς σκοπούς καί τίς ἐπιδιώξεις ἐκείνων πού ἔκαναν χρήση αὐτῆς. Θετικές ἦταν, ὅταν οἱ θεολόγοι τῆς ᾿Εκκλησίας ἔκαναν χρήση τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως γιά νά ἑρμηνεύσουν τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες ἀπό τή φύση τους εἶναι σκοτεινές καί δυσερμήνευτες καί νά τίς κάνουν εὐκολότερα ἀποδεκτές  στό ἐκκλησιαστικό  πλήρωμα καί τό πνευματικό περιβάλλον  τῆς ἐποχῆς.Κυρίως ἔπαιρναν φιλοσοφικούς ὅρους γιά ν’ ἀναπτύξουν μορφολογικά τά δόγματα, ὅπως ἦταν οἱ ὅροι: οὐσία, ὑπόσταση, πρόσωπο, ὁμοούσιο, ἐνυπόστατο κ.ἄ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Α´ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τόν ὅρο «ὁμοούσιος», γιά νά διασαφήσει τή σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τό Θεό Πατέρα. Τό ἔργο αὐτό εἶναι κατά πάντα νόμιμο καί χρήσιμο στήν ἱστορική ἀνέλιξη τοῦ δόγματος, τό ὁποῖο κατά τήν οὐσία καί τόν ἐσώτερο πυρήνα του εἶναι αἰώνιο καί ἀμετάβλητο, δύναται ὅμως νά ἐξελίσσεται μορφολογικά μέ τά ἑκάστοτε ἐπιστημονικά μέσα τῆς ἐποχῆς, γιά νά γίνεται εὐκολότερα καταληπτό ἀπό τούς πιστούς. ᾿Αρνητικές ἦταν, ὅσες φορές ἡ ἑλληνική φιλοσοφία δέν χρησιμοποιοῦνταν μόνο γιά τή μορφολογική ἑρμηνεία τῶν δογμάτων, ἀλλά προχωροῦσε βαθύτερα, μεταφέροντας  φιλοσοφικές  ἰδέες  καί  ἔννοιες  στίς  δογματικές  ἀλήθειες  τῆς ᾿Εκκλησίας.  Μέ τόν  τρόπο αὐτόἡ φιλοσοφία  γινόταν  ὄργανο διαστροφῆς  καί καταλύσεως τῶν χριστιανικῶν δογμάτων.



 Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |