ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
95. Τί εἶναι
ἡ᾿Εκκλησία;
῾Ο ὅρος
σημαίνει κοινωνία, συγκέντρωση, συνάθροιση ἀνθρώπων γιά
ὁρισμένους σκοπούς. Μέ χριστιανική ἔννοια κυριολεκτεῖται σ’ αὐτούς πού
πιστεύουν στό Χριστό. Καθόσον δέ οἱ πιστοί δέν εἶναι ὅλοι σέ ἕναν ὁρισμένο τόπο
ἀλλά διασκορπισμένοι παντοῦ, ὁ ὅρος ᾿Εκκλησία σημαίνει ὅλες τίς κατά
τόπους ἐγκαταστημένες χριστιανικές παροικίες ἤ
τήν καθόλου ᾿Εκκλησία.
᾿Εκκλησία
εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ , πού εἴτε ζεῖ ἐδῶ κάτω στή γῆ
στρατευόμενο κατά τῆς ἁμαρτίας εἴτε ζεῖ θριαμβευτικά στόν οὐρανό,
ἀπολαμβάνοντας τή νίκη καί τό θρίαμβο τῆς πίστεως. Στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας
περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ πιστοί τῆς Κ. Διαθήκης, ἀλλά καί οἱ δίκαιοι τῆς
Παλαιᾶς καί οἱ ἄγγελοι, τό δοξασμένο πλήρωμα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
῾Ορισμούς
τῆς ᾿Εκκλησίας θά μποροῦσε, νά δώσει κανείς πολλούς ἀνάλογα πῶς τή βλέπει,
τονίζοντας τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό στοιχεῖο της, αὐτήν ἤ ἐκείνη τήν ὄψη της. Θά
λέγαμε ὅτι ᾿Εκκλησία εἶναι τό ἱερό
καθίδρυμα πού ἵδρυσε στή γῆ ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ
Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τό ὁποῖο φέρει τό κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ
Θεοῦ καί περιλαμβάνει στούς κόλπους του ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη,
κοινωνοῦν τῶν αὐτῶν μυστηρίων καί διοικοῦνται μέ
τό ἴδιο σύστημα διοικήσεως καί τό
ὁποῖο διακρίνεται σέ δύο τάξεις, τόν ποιμαινόμενο λαό καί τόν
ποιμαίνοντα κλῆρο, πού ἔχει τήν ἀναγωγή του διά τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς στούς
᾿Αποστόλους καί διά μέσου αὐτῶν στόν Κύριο.
96.
῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;
῾Υπάρχουν
πολλές. Σ’ αὐτήν εἶναι μυριόλεκτη ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε ἐπί τῆς γῆς πνευματική
βασιλεία ὡς διδάσκαλο τῆς ἀλήθειας καί ταμιοῦχο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στήν Π.
Διαθήκη ἤδη προαναγγέλλεται ὅτι ὁ Μεσσίας θά ἱδρύσει ἐπάνω στή γῆ βασιλεία
καθολική, πού θά ὑπερέβαλλε σέ δύναμη τήν ἰουδαϊκή θεοκρατία . Στήν Καινή
δέ, ὁ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής κηρύσσει ὅτι «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» , ἐνῶ ὁ
Κύριος ὑπόσχεται τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας του «ἧς
πύλαι ῞ᾼδου οὐ κατισχύσουσι»
καί τήν ὁποία «περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου του αἵματος». Τήν
᾿Εκκλησία του καθαγίασε ἐπίσημα ὁ Σωτήρ κατά τήν
ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, γενέθλιο ἡμέρα τῆς
᾿Εκκλησίας, κατά τήν ὁποία στάλθηκε στούς μαθητές τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό
πρῶτο κήρυγμα ἀποδέχτηκαν τήν πίστη «ψυχαί ὡσεί τρισχίλιαι» . ᾿Αλλά καί
οἱ ᾿Απόστολοι, ἱδρύοντες κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, εἶχαν τήν αἴσθηση, ὅτι ἦταν
συνεργοί τοῦ Κυρίου , πού ἦταν ὁ ἱδρυτής καί ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς
᾿Εκκλησίας Φυσικάἡ γένεση καί ἡ
πρώτη διαμόρφωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἦταν συνδεδεμένες
μέ τήν ᾿Ιουδαϊκή θεοκρατία, ἀπό τήν
ὁποία βαθμηδόν ἀπαγκιστρωνόταν μορφούμενη σέ
αὐτοτελή κοινότητα, ἀντίθετη πρός τήν ᾿Ιουδαϊκή
συναγωγή.
97. Ποιός
εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;
Εἶναι
ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γιαυτό ἦλθε ὁ Χριστός
στόν κόσμο, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο
πνευματικό θάνατο. ῞Οπως δέ ὁ Κύριος ἔσωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀσκώντας τό τρισσό
λυτρωτικό του ἀξίωμα, τό προφητικό (ὡς διδάσκαλος τῆς θείας ἀλήθειας), τό
ἀρχιερατικό (ὡς ὕψιστος ἀρχιερέας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων) καί τό βασιλικό (ὡς
βασιλέας πνευματικός τοῦ κόσμου καί τῆς ᾿Εκκλησίας), διδάσκοντας τή θεία
ἀλήθεια, ἁγιάζοντας τόν ἄνθρωπο καί ἀνοίγοντας τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Κυρίου της, φωτίζει,
ἁγιάζει καί ὁδηγεῖ τά μέλη της στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πρός τόν
σκοπό αὐτόὁ Κύριος ἐφοδίασε τούς μαθητές του μέ τό κύρος καί τήν αὐθεντία τή
δική του, εἰπών ὅτι «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμέ
ἀθετεῖ» καί «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ
οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» .
῞Οπως δέ ὁ Χριστός εἶναι ὁ μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τό μόνο ὄνομα «ἐν
ᾧ δεῖ σωθῆναι ὑμᾶς» , ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ συνεχίζουσα τό λυτρωτικόἔργο τοῦ
Κυρίου, εἶναι ὁ ἀνεπισφαλής διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας, ὁ φορέας τῆς χάριτος καί ἡ
μόνη βεβαία κιβωτός τῆς σωτηρίας. Αὐτό ἐπιτελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία ἀντλώντας ἀπό τό
κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ ἀρχηγοῦ της, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τό Πνεῦμα του νά τήν
ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», διαφυλάσσοντάς την ἀπό τήν πλάνη τή συμφυτη
στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτή τήν αἴσθηση εἶχε πάντοτε ἡ᾿Εκκλησία κατά
τή διάρκεια τῆς ἱστορικῆς της διαδρομῆς.
Οἱ ἱεροί
Πατέρες ἐκφράζουν ὁμόφωνα ὅ,τι συνοπτικά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος
Λουγδούνου: «ὅπου ἡ᾿Εκκλησία, ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί ὅπου τό Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἡ᾿Εκκλησία καί ἡ χάρις τοῦ Κυρίου». Καί: «Δέν μπορεῖ νά ἔχει τό
Θεό Πατέρα, ὅποιος δέν ἔχει τήν ᾿Εκκλησία μητέρα».
98. Τόἀξίωμα
«ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;
Ναί εἶναι,
ἀπό ὁρισμένη ὅμως ἄποψη. Τό ἐρώτημα δέν πρέπει νά τό θέτουμε ἀρνητικά, ἀλλά
μᾶλλον θετικά· «Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἀπόλυτη βεβαιότητα περί σωτηρίας;»
Περί αὐτοῦ δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. ῞Οταν κανείς εἶναι συνειδητό μέλος τῆς
᾿Εκκλησίας, δηλαδή πληροῖ ὅλες τίς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας (πίστη ἐνεργουμένη
δι’ ἀγάπης) εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι θά σωθεῖ. ᾿Εδῶ ἡ ἀπολυτότητα ἀναφέρεται
στή θετική ὄψη τῆς σωτηρίας. Τό ἄν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δυνατότητα
σωτηρίας, αὐτό δέν θίγει τήν ἀπολυτότητα τοῦ λυτρωτικοῦ ἀξιώματος τῆς
᾿Εκκλησίας, ὡς νόμιμου καί κανονικοῦ φορέα τῆς σωτηρίας. Δέν εἶναι ἔργο δικό
μας ἀλλά τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος θέλει «πάντως ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας ἐλθεῖν ». ῾Η δυνατότητα αὐτή εἶναι ἔκτακτη κινούμενη πέρα ἀπό τά
πλάσια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος καί τῆς χρηστότητας τοῦ
Θεοῦ.
῎Εξω
δέ ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εἶναι ὅσοι δέν
πιστεύουν στό Χριστό (οἱ μή Χριστιανοί) καί οἱ
ἑτερόδοξοι, ὅσοι δηλαδή λόγω αἱρέσεως ἔθεσαν ἑαυτούς ἐκτός τῆς ἀληθινῆς
᾿Εκκλησίας (τῆς ᾿Ορθόδοξης). ῞Ολοι αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι θάκαταδικαστοῦν ἀπό τό Θεό συλλήβδην;
Στούς μή χριστιανούς δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀξιοπρεπεῖς μέ
ὑγιεῖς θρησκευτικές καί ἠθικές ἀρχές, τίς ὁποῖες παίρνουν ἀπό τά θρησκεύματα
στά ὁποῖα ἀνήκουν καί μέ βάση τίς ὁποῖες ρυθμίζουν τήν ἰδιωτική καί τήν
κοινωνική τους ζωή; Καί πῶς θά καταδικάσει στήν κόλαση ὁ Θεός τά παιδιά του,
πού ἴσως νά μήν ἄκουσαν ποτέ περί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου καί τῆς
᾿Εκκλησίας του; ᾿Αλήθεια πῶς; ᾿Αλλά καί τούς ἑτερόδοξους πού βρίσκονται ἀναίτια
στήν κακοδοξία, χωρίς νά ἔχουν ἐπίγνωση τῆς πλάνης τους, καί οἱ ὁποῖοι δέν
βλέπουν τήν ἀνάγκη νά ὑπερπηδήσουν τούς ὁμολογιακούς φραγμούς καί νά προσέλθουν
στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας, θά τούς καταδικάσει συλλήβδην στό πῦρ τό αἰώνιο;
῾Η ἄγνοια καί ἡ ἀναίτια πλάνη δέν εἶναι ἰσχυρή ἀπολογία στό βῆμα τοῦ
δικαιοκρίτη Θεοῦ; Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, ἡ δυνατότητα αὐτή σωτηρίας πέρα ἀπό τά
ὅρια τῆς ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας δέν μειώνει τήν ἀπολυτότητα τοῦ κοσμοσωτήριου
ἔργου τοῦ Χριστοῦ; Γιατί, λοιπόν, ὁ Σωτήρ ἦλθε στόν κόσμο, ἀφοῦ μποροῦσαν νά
σωθοῦν καί χωρίς αὐτόν οἱ ἄνθρωποι;
᾿Επαναλαμβάνουμε·
δέν καταλύεται στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ
μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, γιατί αὐτές δέν εἶναι ὁ
γενικός κανόνας ἀλλ’ οἱ ἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἡ θεία χάρις λειτουργεῖ
θαυματουργικά. ῾Η σωτηρία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν εἶναι ἀσφαλής καί
βεβαία. Αὐτήν γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διαθέτει τή λυτρωτική Οἰκονομία
του, πάντοτε ἀνάλογα μέ τήν ἠθική καί πνευματική
κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, ὑπέρ ὧν πάντων Χριστός ἀπέθανε . Λέγοντας
αὐτά φυσικά δέν παραθεωροῦμε τόν θεολογικό ἀντίλογο (προπατορικό ἁμάρτημα στίς
ψυχές τῶν ἀβαπτίστων, ἀπουσία τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου τῆς μυστηριακῆς χάριτος
κ.λπ.) πού καθιστοῦν ἐξόχως προβληματικούς τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς.
᾿Εν πάσει
ὅμως περιπτώσει ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὁ ἔχων ἀπόλυτη βεβαιότητα περί τῆς σωτηρίας
του, δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νά ἐξιχνιάσει τή μυστηριώδη βουλή τοῦ Θεοῦ,
συζητώντας πράγματα ἀπρόσιτα στή διάνοιά του, ὁ ὁποῖος (Θεός) σάν
στοργικός πατέρας θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν τέκνων του. Στό κάτω κάτω
μακάρι νά εἶναι ἔτσι τά πράγματα,
ὥστε νά πληθύνει ὁ ἀριθμός τῶν μελῶν τῆς
ἐπουράνιας θείας βασιλείας!
99. Πόσες
εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;
Εἶναι δύο, ἡ
ὁρατή καί ἡ ἀόρατη, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν πρός τίς δύο φύσεις τῆς
᾿Εκκλησίας,
τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. ῞Οπως στόν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὑπῆρχαν δύο
φύσεις ἑνωμένες στό ἕνα του πρόσωπο, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, ἐκείνη
μέν ἀόρατη, αὐτή δέ ὁρατή, ἔτσι καί
στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ ἀόρατη θεία καί ἡ ὁρατή
ἀνθρώπινη. Τήν οὐσία τῆς ᾿Εκκλησίας συναποτελοῦν οἱ δύο αὐτῆς φύσεις, οἱ
ἀρρήκτως ἑνωμένες μεταξύ τους καί συντρέχουσες σέ μία ἄρρητη καί ἀδιάπτωτη
ἑνότητα.
Τόν ὁρατό τῆς
᾿Εκκλησίας χαρακτήρα ἐκφράζουν πολλά. ῾Ο ἱδρυτής της, ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ
Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τόν εἶδαν καί
τόν ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι καί ἀπ’ αὐτόν
δέχτηκαν τά ρήματα τῆς αἰώνιας ζωῆς .
῾Η ᾿Εκκλησία διαμορφώθηκε ἐπί τῆς γῆς
ὡς καθίδρυμα ἐξωτερικό καί ἱστορικό. Τά μέλη της εἶναι ὁμοίως ἄνθρωποι
ἱστορικοί ζῶντες σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο, γνωριζόμενοι καί συνδεόμενοι
μεταξύ τους ὡς ὁμάδες συγκεκριμένων ἀνθρώπων, ἐπιδιωκόντων τούς ἴδιους σκοπούς.
᾿Επίσης τά ἱερά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας τά ἁγιάζοντα τόν ἄνθρωπο εἶναι, κατά τό
αἰσθητό τους μέρος, τελετές ἐξωτερικές ὑποπίπτουσες στή φυσική αἴσθηση καί τήν
ἐξωτερική πείρα τῶν ἀνθρώπων. Τέλος καί ἡ ἱεραρχία ἡ διοικούσα καί ποιμαίνουσα
τήν ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους ἱστορικούς,
ἀναγόμενη διά τῆς ἀποστολικῆς
διαδοχῆς, ἱστορικά βεβαιουμένης, στούς
᾿Αποστόλους καί τόν Κύριο. ᾿Από τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκόπτονται μόνο οἱ
αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, οἱ ἀποστάτες καί ὅσοι δι’ ἀναθεματισμοῦ ἐξέπεσαν
ἀπό αὐτήν. ῞Ολους αὐτούς τούς ἀποδοκιμάζει ἡ᾿Εκκλησία μέ
σκοπό νά τούς ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στούς κόλπους της.
Τήν ἀόρατη
δέ ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελοῦν σειρά θείων στοιχείων ἀντιστοιχούντων πρός τόν
ἀόρατο χαρακτήρα της. ῎Ετσι ὄχι μόνο ὁ ἱδρυτής τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ αἰώνιος Θεός ὁ
ἐνδυσάμενος τή σάρκα εἶναι ὁ ἀόρατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ
θεότητα κρυβόταν κάτω ἀπό τό ἐξωτερικό κάλυμμα
τῆς σάρκας, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, ὁ θεῖος Παράκλητος ὁ ἁγιάζων καί
ζωογονῶν αὐτήν, εἶναι ὁμοίως θεία καί ἀόρατη ἀρχή, ὅπως ἀόρατη εἶναι καί ἡ χάρη
ἡ ἁγιάζουσα καί σώζουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ζωογόνος πνοή ἡ ἀναγεννώσα τούς
πιστούς καί συνάπτουσα αὐτούς μέ τόν Σωτήρα Κύριο.
Στό σύνδεσμο
τῶν δύο ὄψεων τῆς ᾿Εκκλησίας βλέπουμε τήν ἀληθινή φύση της ὡς θεανθρώπινου
καθιδρύματος ἀποβλέποντος στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
100. Τί
σημαίνει ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;
῞Οτι ὁ
Χριστός μία ᾿Εκκλησία ἵδρυσε καί ὄχι πολλές παράλληλα φερόμενες. ῾Η ἑνότητα
εἶναι σύμφυτη στήν ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας σάν κοινωνίας καί σώματος συνεκτικοῦ.
῾Η συνύπαρξη ἑνότητας καί πολλότητας σέ ἕνα καί τό αὐτό σῶμα εἶναι ἔννοια
συγκρουόμενη καί ἀντιφατική. Τήν μία ᾿Εκκλησία προεικόνισε ἡ Π. Διαθήκη σάν μιά
βασιλεία, πού πρέπει νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς καί σάν
ὅρος Κυρίου στό ὁποῖο θά συναχθοῦν ὅλοι οἱ λαοί. Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται
λόγος γιά μία ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία παρουσιάζεται σάν μία ποίμνη , σάν οἶκος Θεοῦἤ
Χριστοῦ , σάν μία νύμφη καί ἕνα σῶμα Χριστοῦ.
Τά οὐσιώδη
στοιχεῖα τά ἀπεργαζόμενα τήν ᾿Εκκλησία σάν ἕνα σῶμα συνεκτικό καί συμπαγές
εἶναι τρία: ἡἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί στή διοίκηση.
α. ῾Η
ἑνότητα στήν πίστη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό σύνδεσμο τόν συνάπτοντα τούς πιστούς
μεταξύ τους καί μέ τόν Κύριο, ἐπικεντρώνεται στήν ὁμολογία τῆς ἴδιας δογματικῆς
διδασκαλίας, καί στην ὁποία τοποθετεῖ μεγάλο βάρος ὁ ἀπόστολος Παῦλος
παραινώντας τούς πιστούς, νά φυλάσσουν τήν παρακαταθήκη τῆς πίστεως,
καταπολεμώντας συγχρόνως τούς ψευδοπροφῆτες καί τούς
ψευδοδιδασκάλους.
β. ῾Η
λατρεία (φυσικά ἡ δογματική), ὡς δοξολογική ἀνύμνηση τοῦ ὀνόματος τοῦ τριαδικοῦ
Θεοῦ, ἐκφράζουσα ὁμοίως τήν πίστη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἑνιαίως τηρουμένη
σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἶναι ἐπίσης ἀξιόλογο συστατικό στοιχεῖο τῆς
ἑνότητας τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά ποικίλλοντα λειτουργικά ἔθιμα καί οἱ
παραδόσεις, πού παρατηροῦνται στή λατρεία
τῶν κατά τόπους ὀρθόδοξων
᾿Εκκλησιῶν,
φυσικά δέν καταργοῦν τή βασική ἑνότητα λατρείας τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.
γ. Τέλος, ἡ
ἐν τῇ διοικήσει ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ὑποταγῆς τῶν
χριστιανῶν σέ μίαν ἀρχή καί αὐθεντία, τήν ἱεραρχία. Τήν ἀνάγκη αὐτή ἀπαιτεῖ ἡ
παράσταση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς βασιλείας καί ἑνιαίου σώματος καί κοινωνίας,
ἡ ὁποία προφανῶς δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς κύρος καί αὐθεντία, ὅπως ἄλλωστε
αὐτό συμβαίνει καί σέὅλα τά ἄλλα κοινωνικά σώματα καί ὀργανισμούς τοῦ κόσμου
τούτου.
101. Τί
εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;
Πρῶτα πρέπει
νά σημειωθεῖ, ὅτι τήν ἑνότητα στήν πίστη δέν τήν παραβλάπτει τό γεγονός ὅτι τά
μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν πιστεύουν ὅλα στόν ἴδιο βαθμό καί στήν ἴδια
ἔκταση τό δογματικό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Καί νά
θέλαμε νά συνέβαινε αὐτό, ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀδύνατο. Οἱ δογματικές
ἀλήθειες εἶναι πολλές καί δύσκολες καί ὁ πολύς λαός δέν μπορεῖ νά τίς νοήσει
ὅλες καί ἐπακριβῶς. Καί οἱ εἰδικοί ἀκόμη πολλές φορές μπερδεύονται. ᾿Εκεῖνο πού
ἀπαιτεῖται ἀπό τούς Χριστιανούς εἶναι, νά γνωρίζουν σέ γενικές γραμμές τά
βασικά δόγματα τῆς πίστεως καί νά πειθαρχοῦν στή διδακτική αὐθεντία τῆς
᾿Εκκλησίας. Μέ
τίς λεπτομέρειες ἀσχολοῦνται οἱ θεολόγοι. ᾿Εκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς
᾿Εκκλησίας εἶναι κυρίως οἱ αἱρέσεις, τά σχίσματα καί οἱ κάθε λογῆς ἀνταρσίες
οἱἀναφυόμενες στούς κόλπους της καί ἐκταράσσουσες τήν εἰρηνική ζωή τοῦ
χριστεπώνυμου πληρώματός της. ῾Η αἵρεση εἶναι ἡ ὁλική ἤ
μερική ἄρνηση τῆς πίστεως, πού στό πρακτικό πεδίο
ἐκφράζεται συνήθως σάν ὁμαδική ἀναταραχή καί ἀναστάτωση, καταλύοντας τήν
ἀγάπη πού πρέπει νά συνδέει τά μέλη
τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας μεταξύ τους. Τό δέ σχίσμα, μέ τίς
ἴδιες ἐπιπτώσεις, εἶναι ἡ ἀθέτηση τοῦ διοικητικοῦ συστήματος τῆς ᾿Εκκλησίας.
Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἐγωπάθεια, ἡ φιλοδοξία
καί τό πάθος, χωρίς ν’ ἀποκλείεται καί μιά ἀνεπίγνωστη καί ὄχι πάντοτε ἀπό κακή
προαίρεση ἀπόκλιση ἀπό τή θεία ἀλήθεια.
Τήν αἵρεση
καί τό σχίσμα ἡ ᾿Εκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς παράλληλα ἐργαστήρια
σωτηρίας·, ἔχοντας δέ τή συνείδηση ὅτι εἶναι ὁ φύλακας τῆς παραδοθείσας θείας
ἀλήθειας καί μετά ἀπό προσπάθεια, νά συνετίσει τούς αἱρετικούς καί τούς
σχισματικούς, προέβαινε, στό μέτρο πού αὐτοί παρέμεναν πεισματικά
ἀμετάπειστοι, σέ ἀποκοπή τους ἀπό τό
ὑγιές σῶμα της καί παράδοσή τους στό Σατανᾶ, γιά δύο βασικούς
λόγους: πρῶτα γιά νά προφυλάξει τάὑγιή μέλη της ἀπό τή λύμη τῆς αἱρέσεως καί
ἔπειτα γιά νά ὁδηγήσει τούς ἀποκοπέντες σέ μετάνοια. ῾Η ᾿Εκκλησία βέβαια δέν
ἀπέκοπτε ἀπό τό σῶμα της πάντοτε ὅλα τά αἱρετικά
καί σχισματικά κινήματα (λ.χ. τό σχίσμα
ἐπί τοῦ ᾿Ακακίου). Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει,
ὅτι τά κινήματα αὐτά εἶχαν αὐτοδίκαιη θέση στούς
κόλπους της. ῾Απλά ἡ ᾿Εκκλησία ἀνέβαλλε τήν ἀποκοπή τους ἀποβλέποντας στή
μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους. Οὔτε πάλι εἶναι σωστή ἡ διάκριση
τῶν δογμάτων σέ κύρια καί δευτερεύοντα
καί ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας διασπᾶται μόνο ἀπό τά
κύρια δόγματα καί ὄχι ἀπό τά δευτερεύοντα. Οἱ δογματικές ἀλήθειες ἀποτελοῦν
ἑνιαῖο σύνολο, τό ὁποῖο στέκει ἤ πέφτει ὁλόκληρο. ῾Η ἄρνηση τῶν ἐπουσιωδῶν
δογμάτων χωρεῖ ἀκολούθως καί στήν ἄρνηση τῶν κύριων, ἀπό τά ὁποῖα ἐκεῖνα
ἐξαρτῶνται. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή αἱρετικοί εἶναι καί οἱ ἑτερόδοξοι, αὐτοί πού
ἀρνοῦνται ἐπί μέρους δογματικές ἀλήθειες καί τῶν ὁποίων ἡ προσέλευση στήν
᾿Ορθοδοξία (λόγω ἐγγύτητος) εἶναι εὐχερέστερη.
102. Τί
σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;
῾Η ᾿Εκκλησία
εἶναι καθίδρυμα ἅγιο, ὡς ἀποτελούμενη ἀπό ἁγίους, ὅπως ὀνομάζονταν
οἱ πρῶτοι Χριστιανοί , οἱ ὁποῖοι,
ἀποχωριζόμενοι διά τοῦ βαπτίσματος ἀπό τόν βέβηλο κόσμο,
ἀφιερώνονταν στό Θεό. Εἰδικότερα ἡ ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας
ἐκτιμᾶται στίς δύο ὄψεις της, θεία
καί ἀνθρώπινη. Κατά τήν πρώτη εἶναι ἁγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) καί
ἀπόλυτη. Εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἱδρυτής καί ἡ ἀόρατη
κεφαλή της , ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού φόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί μπῆκε στήν
ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Τήν ᾿Εκκλησία του ἀγάπησε ὁ Χριστός «καί ἑαυτόν παρέδωκεν
ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα
παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷ ἔνδοξον τήν ἐκκλησίαν, μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ῥυτίδα ἤ τι
τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» . ᾿Ακόμη ἅγιο εἶναι καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού ἐνοικεῖ στήν ᾿Εκκλησία, τήν ἁγιάζει καί τήν ὁδηγεῖ εἰς
«πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». ᾿Επιπλέον ἁγία εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τρέφει
πνευματικά καί αὐξάνει τήν ᾿Εκκλησία, ἅγια τά μέσα τῆς σωτηρίας (τά ἱερά
μυστήρια) καί ἁγιαστικός ὁ σκοπός της, ὅπως μαρτυροῦν τό πλῆθος τῶν ἁγίων καί
τῶν ἡρώων τῆς πίστεως καί οἱ πολλές ἀρετές, πού βλαστάνουν στό πνευματικό της
ἔδαφος.
Τό πράγμα
ὅμως διαφέρει, ἄν ἀποβλέψουμε στήν πρακτική ἐμπειρική της ἁγιότητα, ἡ ὁποία
ἀντιστοιχεῖ στήν ἀνθρώπινη πλευρά τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶ ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι
ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Τά ἱστορικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ὅλα
ἅγια. ῾Ως ἄνθρωποι ἀδύνατοι ἔχουν ἁμαρτίες
καί πάθη, τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά διορθώσει ἡ᾿Εκκλησία. ῾Η
ἁμαρτωλή αὐτή κατάσταση τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ἀναιρεῖ τήν ἀπόλυτη
ἁγιότητά της, ὡς ἱδρύματος πού ἔχει κεφαλή του τό Χριστό καί ψυχή τό Πνεῦμα τό
῞Αγιο. ῾Η παντελής ἔλλειψη ἁμαρτωλῶν μελῶν θά ἀναιροῦσε τόν ἁγιαστικό σκοπό τῆς
᾿Εκκλησίας. ῎Αν ἦταν ὅλοι ἅγιοι, ποιόν θά ἁγίαζε ἡ ᾿Εκκλησία; Στό ἱστορικό
ἐμπειρικό ἔδαφος τῆς ᾿Εκκλησίας, παράλληλα μέ τούς
ἁγίους (σέ σχετικό βέβαια βαθμό, γιατί ἀπόλυτα
ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός), πού εἶναι μυστικά ἑνωμένοι μέ τό Σωτήρα (τό μυστικό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ), θά ὑπάρχουν καί θά συμφύρονται μέ αὐτούς πολλοί ἁμαρτωλοί
χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μοχθοῦν καί ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους.
῾Ο χωρισμός
δέν πρόκειται νά γίνει ἐνόσω ἡ ᾿Εκκλησία θά ζεῖ τήν ἱστορική της ἀποστολή στή
γῆ. ῾Ο τελικός διαχωρισμός τῶν δικαίων ἀπό τούς ἀδίκους θά γίνει κατά τή
Δευτέρα Παρουσία καί μετά τήν καθολική κρίση καί ἀνταπόδοση. Τήν
κατάσταση αὐτή περιέγραψε ὁ Σωτήρας σέ
πολλές παραβολές του. Στό χωράφι στό ὁποῖο
βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του καί ζιζάνια (ἄχρηστα χόρτα). Οἱ
ὑπηρέτες ζήτησαν ἀπό τόν κύριο τοῦἀγροῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά ξεριζώσουν τά
ζιζάνια. ᾿Εκεῖνος ὅμως τούς ἀπέτρεψε ἀπό φόβο μήπως μαζί μέ τά ζιζάνια
ξεριζωθεῖ καί τό καλό σπέρμα. ῎Αστε τα –τούς εἶπε– νά αὐξάνονται μαζί καί κατά
τήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ θά γίνει ὁ χωρισμός ἀπό τούς θεριστές, οἱ ὁποῖοι τόν μέν
σίτο θά φυλάξουν στίς ἀποθῆκες, τά δέ ζιζάνια θά τά ρίξουν
στή φωτιά νά καοῦν. ᾿Επίσης στή
σαγήνη (τό δίχτυ) μαζεύτηκαν ψάρια κάθε εἴδους. ῞Οταν
λοιπόν γέμισε, τό ἀνέσυραν στή στεριά καί διάλεξαν τά καλά καί χρήσιμα ψάρια
ἀπό τά κακά καί ἄχρηστα. ῞Ομοια καί τό ἁλώνι του θά καθαρίσει ὁ Χριστός,
καί τό μέν στάρι (τούς καλούς) θά τό βάλει στίς ἀποθῆκες, τά δέ ἄχυρα (τούς
κακούς) θά κάψει μέ φωτιά. Τή βασιλεία του (τήν ᾿Εκκλησία) ὁ
Χριστός παρέβαλε καί μέ γεῦμα, στό
ὁποῖο οἱ προσκαλεσμένοι δέν εἶχαν ὅλοι ἔνδυμα γάμου.
῾Η ᾿Εκκλησία
ἀπό παλαιά καταδίκαζε τίς ἀσκητικές ὑπερβολές ὅλων ἐκείνων (Νοβατιανῶν κ.ἄ.),
οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πρέπει, νά περιλαμβάνει στούς κόλπους της μόνο
τέλειους καί ἁγίους. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀδιαφορεῖ γιά τήν
πνευματική κατάσταση τῶν ἁμαρτωλῶν μελῶν της, τά ὁποῖα πρέπει νά παιδαγωγεῖ ἐν
Χριστῷ, οὔτε καί νά μένει ἀπαθής πρός τά τυχόν σκάνδαλα, τά ὁποῖα ἐκταράσσουν
τή συνείδηση τοῦ ποιμνίου.
103. Τί
σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;
῾Ο ὅρος
«καθολική» ὁ ἀποδιδόμενος στήν ᾿Εκκλησία ἀπό τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως,
μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ μέἔννοια εἴτε τοπική εἴτε τροπική. Μέ τήν τοπική του ἔννοια
ὁὅρος (καθολικός = ὁ τοῦ ὅλου, ὁ ἀναφερόμενος στό ὅλον) σημαίνει τήν ᾿Εκκλησία
τῆς ὁποίας ὁ ἐπεκτατικός δυναμισμός τείνει νά περιλάβει στούς κόλπους της
ὁλόκληρο τόν κόσμο καί ἡ ὁποία ἀριθμεῖ μέλη σέ ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς.
Οἱ ᾿Απόστολοι, λαβόντες τήν ἐντολή τοῦ
Διδασκάλου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» , διέδωσαν τό
Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση, «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον
βεβαιοῦντος» . Εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ καθολικός αὐτός δυναμισμός τῆς ᾿Εκκλησίας
νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, τήν ἀντιθέτει πρός τό
στενό πνεῦμα τῆς ᾿Ιουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς περιοριζόμενης σέ ἕνα μόνον ἔθνος.
Μέ τήν
τροπική της δέ ἔννοια (καί αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο) ἡ λέξη σημαίνει
τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία, διαδεδομένη σ’
ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀποτελεῖ ἕνα ἑνιαῖο ὅλο, σέ
ἀντίθεση μέ τίς αἱρετικές ἤ σχισματικές ᾿Εκκλησίες, οἱ ὁποῖες καταστρέφουν τήν
ἑνότητα αὐτή. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ συνεκτικός δεσμός ὁ συνάπτων τίς κατά τόπους
᾿Εκκλησίες μεταξύ τους; ῾Ο δεσμός αὐτός εἶναι ἡ ἑνότητα στήν πίστη, τή λατρεία
καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας, στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποτελοῦν
–ὅπως εἴδαμε– καί τήν ἑνότητα τῆς
᾿Εκκλησίας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ καθολικότητα ἀποτελεῖ τήν
ἱστορική πιστοποίηση τοῦ ἑνιαίου τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι καθολική,
καθόσον εἶναι μία. Εἶναι φανερόν ὅτι μέ τήν ἔννοια τῆς καθολικῆς ἑνότητας
καθολική μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ καί μία τοπική᾿Εκκλησία (῾Ελλάδος, Κύπρου, Ρωσίας
κ.λπ.). Εἶναι δέ καθολική, γιατί σ’ αὐτήν ὁμολογεῖται ἡ ἴδια πίστη καί τηρεῖται
ἡἴδια λατρεία καί τό ἴδιο διοικητικό σύστημα. Μέ ἄλλα λόγια εἶναι καθολική
ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξη, τμῆμα τῆς μίας ἁγίας ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου. Καί κάτι
ἄλλο. Καθολική κακῶς προσαγορεύεται ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, διότι δέν
ἔμεινε πιστή στό ἀρχαιοπαράδοτο δόγμα τῆς
πίστεως καί στό πολίτευμα
τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας (Παπικό
πρωτεῖο). Καθολική κατά κυριολεξία εἶναι μόνο
ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία διακρατεῖ καί διδάσκει
ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς πίστεως.
104. Τί
εἶναι ἡ ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;
῾Η
ἀποστολικότητα ἐκφράζει τήν προέλευση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς ἱδρύματος πού κτίσθηκε
ἀπό τό Χριστό πάνω στό θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων, μέ ἀκρογωνιαῖο λίθο τόν ἴδιο τόν
Κύριο . Δύο εἶναι τά στοιχεῖα πού ἐκφράζουν τήν ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πρῶτα τό γεγονός, ὅτι σ’ αὐτή φυλάσσεται ἀνόθευτη ἡ
διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων ὅπως καί τό σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
διοικήσεως καί δεύτερον, ἡ ἑνότητα τῶν
ἐπισκόπων μέ τούς ᾿Αποστόλους διά τῆς λεγόμενης ἀποστολικῆς
διαδοχῆς, δηλαδή τῆς συνέχειας τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τό ὁποῖο μεταδίδεται
διά κανονικῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, μαρτυρουμένης ἱστορικῶς. Οἱ
᾿Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί τούς
δικούς τους, οἱ ἄλλοι τούς ἄλλους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα.
῾Η ἀποστολική διαδοχή σέ σύνδεσμο μέ
τήν ἑνότητα πίστεως καί διοικήσεως (στοιχεῖα πού ὅπως εἴδαμε –ἀναφέρονται
στήν καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς
᾿Εκκλησίας), εἶναι ἡ λυδία λίθος πού διακρίνει
τήν ἀληθινή ᾿Εκκλησία ἀπό κάθε ἄλλο αἱρετικό καί σχισματικό κατασκεύασμα.
῾Η ᾿Εκκλησία, πού διατηρεῖ τήν ἀποστολική
διαδοχή, εἶναι γνήσια καί αὐθεντική, ἐνῶ ἐκείνη, πού τήν ἔχει χάσει,
εἶναι ψεύτικη καί ἀναληθής. Βεβαίως ὑπάρχουν ᾿Εκκλησίες οἱ ὁποῖες διατηροῦν τή διαδοχή
στόν ἐπισκοπικό τους βαθμό, πού ὅμως δέν εἶναι γνήσιες καί αὐθεντικές, διότι
στό δρόμο χάλασαν,ἀφοῦ ἀλλοίωσαν
ὁρισμένα δόγματα τῆς πίστεως (Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία). Δηλαδή μία ᾿Εκκλησία
τότε μόνο εἶναι ἀποστολική, ὅταν μαζί μέ τήν φύλαξη τῆς
ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν αἵρεση καί
τήν πλάνη.
105. Τί
εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;
Εἶναι τό
διοικητικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας (ὁ κλῆρος γενικά), τό ὁποῖο ἀσκεῖ τό τρισσό
λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ (προφητικό),
τελώντας τά ἱερά μυστήρια (ἀρχιερατικό) καίδιοικώντας πνευματικά
τούς πιστούς (βασιλικό). ῾Η ἱεραρχία ἀνάγει
τήν ἀρχή της στόν Κύριο, ὁ ὁποῖος
ἐξέλεξε τούς δώδεκα ᾿Αποστόλους (καί τούς
῾Εβδομήκοντα) στούς ὁποίους ἔδωσε τό δικό του κύρος καί τήν αὐθεντία, ἐφοδιάσας
αὐτούς μέ τή δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος . Αὐτοί μέ τή σειρά τους
διώριζαν ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι τούς διαδόχους των ἐπισκόπους στίς κατά τόπους
᾿Εκκλησίες, χειροτονώντας συγχρόνως πρεσβυτέρους καί διακόνους γιά τήν
πνευματική διαποίμανση τῶν πιστῶν. ῎Ετσι τό
σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας διαιρέθηκε σέ δύο τάξεις, τόν
ἱερό κλῆρο (τήν ἱεραρχία μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια) καί τόν λαό.
( Περί
ἱεραρχίας θά μιλήσουμε καί στή συνέχεια, ἐξετάζοντας τό μυστήριο τῆς
ἱερωσύνης).
106. ῾Η
ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἱερατείου;
῎Οχι, δέν
τήν ἀναιρεῖ, γιατί ἄλλο πράγμα εἶναι τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Τό βασίλειο
ἱεράτευμα εἶναι ἡ καθολική ἱερωσύνη, πού ἀποδίδεται γενικά σ έὅλους τούς
πιστούς, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ἀπό τή Γραφή «γένος ἐκλεκτόν,
βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς
περιποίησιν...» . ῾Η γενική ἱερωσύνη ἡ ἐκφραζόμενη διά τοῦ
βασιλείου ἱερατεύματος εἶναι δίδαγμα σωστό. Τό σῶμα τῶν πιστῶν βάσει τῶν
μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος διά τῶν ὁποίων
ἐνσωματώνονται στό μυστικό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, μετέχουν, ὅπως καί οἱ κληρικοί,
κατά εἰδικό βέβαια τρόπο, στό λυτρωτικό
ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, ὄντας διδάσκαλοι, ἱερεῖς καί βασιλεῖς στήν προσωπική
τους ζωή καί στόν εἰδικό χῶρο τῆς λειτουργικότητάς τους. Αὐτή ὅμως ἡ γενικότερη
καί εὐρύτερη ἱερωσύνη δέν καθιστᾶ περιττή οὔτε ἀντικαθιστᾶ τήν εἰδική ἱερωσύνη,
ἡ ὁποία ἀνήκει αὐστηρά σέ ὁρισμένη τάξη χριστιανῶν, τούς κληρικούς. Οἱ δύο
ἱερωσύνες, ἡ εἰδική καί ἡ γενική, συνυπάρχουν παράλληλα στήν ᾿Εκκλησία, χωρίς ἡ
μία νά καταργεῖ τήν ἄλλη.
Εἶναι
ἐνδεικτικό, ὅτι καί στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ
χαρακτηριζόταν ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» , παράλληλα μέ τήν
γενική αὐτή ἱερωσύνη ὑπῆρχε καί τό εἰδικό ἱερατεῖο τοῦ ᾿Ααρών. Τόσο δέ αὐστηρό
καί προσωπικό ἦταν τό ἱερατεῖο αὐτό, ὥστε ὅταν ὁ
βασιλιάς ᾿Οζίας τόλμησε νά προσφέρει θυμίαμα στό ναό
κτυπήθηκε ἀπό τό Θεό μέ λέπρα , τούς δέ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβήμ καί τοῦ
Λευΐ, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τήν ἱερωσύνη τοῦ οἴκου τοῦ ᾿Ααρών, ἄνοιξε καί τούς
κατάπιε ἡ γῆ . ῾Επομένως δέν ἔχουν δίκιο οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι μέ βάση
τή γενική ἱερωσύνη τοῦ λαοῦ ἀρνοῦνται τό εἰδικό ἱερατεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας.
107. Πόσοι
εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;
Εἶναι τρεῖς,
ὁ τοῦ διακόνου, τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου, ὅλοι μαρτυρούμενοι στήν
῾Αγία Γραφή. Καί ὁ μέν ἐπίσκοπος εἶναι τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας καί ἡ
ὁρατή κεφαλή τῆς κατά τόπους ᾿Εκκλησίας. Χωρίς αὐτόν δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ
᾿Εκκλησία . Στό ἀξίωμά του καθίσταται διά χειροτονίας ἀπό
ἄλλους ἐπισκόπους, αὐτός δέ πάλι διά
χειροτονίας καθιστᾶ στόν οἰκεῖο βαθμό τούς
διακόνους καί τούς πρεσβυτέρους. Οἱ
διάκονοι εἶναι ἁπλοί βοηθοί τῶν ἐπισκόπων καί τῶν πρεσβυτέρων, χωρίς
εὐρύτερη μυστηριακή δικαιοδοσία. Οἱ δέ πρεσβύτεροι τελοῦν ὅ,τι καί ὁ ἐπίσκοπος
ἐκτός ἀπό τή μετάδοση τῆς ἱερωσύνης καί τόν καθαγιασμό τοῦ ἁγίου μύρου, ἡ
τέλεση τῶν ὁποίων ἀνήκει μόνο στόν ἐπίσκοπο. Καλοῦνται δέ καί ἱερεῖς, ἐπειδή
προσφέρουν τή θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας.
᾿Αληθεύει
βέβαια, ὅτι στήν Κ. Διαθήκη οἱ ὅροι ἐπίσκοπος καί πρεσβύτερος ἦταν
κατ’ ἀρχάς
ἰσοδύναμοι καί ἐναλλάσσονταν. ῎Ετσι οἱ πρεσβύτεροι στήν ῎Εφεσο καί τούς
Φιλίππους ὀνομάζονταν καί ἐπίσκοποι . Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ταύτιση τῶν δύο
ἱερατικῶν βαθμῶν. Παρά τήν ἐναλλαγή τῶν ὀνομάτων, ἄλλοι ἦταν οἱ πρεσβύτεροι καί
ἄλλοι οἱ ἐπίσκοποι. Πρῶτοι ἐπίσκοποι τῆς ᾿Εκκλησίας ἦταν οἱ ᾿Απόστολοι, οἱ
μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦσαν τούς ἰδίως ἐπισκόπους
ὡς διαδόχους των στό ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
διακονίας. ῾Ως τέτοιοι ἐπίσκοποι μνημονεύονται ὁ
Τιμόθεος στήν ῎Εφεσο καί ὁ Τίτος στήν
Κρήτη, ὅπως ἐπίσκοποι ἦταν
καί οἱ ἑπτά ἄγγελοι τῶν
᾿Εκκλησιῶν τῆς ᾿Αποκαλύψεως.
Τό τρισσόν
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας μαρτυρεῖται περιφανῶς ἀπό τή χορεία τῶν
ἱερῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενδεικτική
εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου
᾿Αντιοχείας· «῾Ομοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τούς
διακόνους ὡς ἐντολήν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
καί τόν ἐπίσκοπον ὡς ᾿Ιησοῦν
Χριστόν τούς δέ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ καί ὡς
σύνδεσμον τῶν ᾿Αποστόλων» . Διατυπώθηκε βέβαια καί
ἡ ἰδέα (῾Ιερώνυμος) ὅτι στήν ἀρχή τήν
᾿Εκκλησία κυβερνοῦσαν οἱ πρεσβύτεροι καί ὅτι πρός
ἀποφυγή ἐρίδων ἐξέλεξαν ἕνα ἐξ αὐτῶν γιά νά τούς
κυβερνᾶ, τόν ὁποῖον ὀνόμασαν ἐπίσκοπο. Στήν ἄποψη αὐτή στηρίζουν ὁρισμένοι ἐκ
τῶν Διαμαρτυρομένων τή γένεση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι
σωστό, γιατί, κι ἄν ἀλήθευε ἡ γνώμη αὐτή, δέν ἐξηγεῖται πῶς σέ ὅλα τά μέρη καί
κατά τόν ἴδιο τρόπο κανονίσθηκε τό πράγμα. Οὔτε πάλι εἶναι σωστή ἡ ἄλλη
προτεσταντική θεωρία κατά τήν ὁποία πρώϊμα ὁρισμένοι φίλαρχοι πρεσβύτεροι
σφετερίσθηκαν τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, δηλαδή ἀνακηρύχθηκαν οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι.
῞Ενα τέτοιο «πραξικόπημα» θά δημιουργοῦσε ὁπωσδήποτε ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες
ὅμως δέν μαρτυροῦνται πουθενά, οὔτε τό φαινόμενο τῆς υφαρπαγῆς
μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Τουναντίον οἱ ἐπισκοπικοί
κατάλογοι τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν ἀνέρχονται ἀδιάκοπα μέχρι τῶν ᾿Αποστόλων.
108. Ποιός
εἶναι ὁ ἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;
Φυσικά ὁ
ἐπίσκοπος, δυνάμει τοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης του. Στή βάση αὐτοί ὅλοι
οἱἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους. Τήν ἰσότητα αὐτή δέν παραβλάπτουν
ἐκκλησιαστικές διακρίσεις πού ἀπονέμονται σέ ἐπισκόπους διοικητικῶν
περιφερειῶν, τούς μητροπολίτες, ἤ ἐπίσημων πρωτευουσῶν πόλεων, τούς Πατριάρχες,
τέσσερις μετά τό σχίσμα: Κωνσταντινουπόλεως, ᾿Αλεξανδρείας,
᾿Αντιοχείας καί῾Ιεροσολύμων. Οἱ Πατριάρχες
διαφέρουν ἀπό τούς μητροπολίτες καί αὐτοί ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο κατά
τήν καθέδρα καί ἄλλα διοικητικά προνόμια (μέ αὐτά ἀσχολεῖται τό κανονικό
δίκαιο). ῾Ως γνωστό, σέ κάθε αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία διοικητική ἀρχή εἶναι τό
συνοδικό σύστημα.
῾Η
ἀνώτατη ἀρχή τῶν τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν εἶναι ἡ σύνοδος τῶν
ἐπισκόπων, ὅλων δέ τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων,
συνερχομένων σέ σύνοδο Οἰκουμενική. Σ’ αὐτή ἐκφράζεται τό
ἀλάθητο τῆς ᾿Εκκλησίας, πού αὐτή ἔχει ἀπό τό῞Αγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο
μένει σ’ αὐτή, τή φωτίζει καί τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (᾿Ιωάν.
16,13). Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὡς
ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰλημμένες εἶναι ἀλάθητες,
αἰώνιες καί ἀκατάλυτες, δεσμεύουσες τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οτι δέ εἶναι
ἀποφάσεις λαμβανόμενες μέ τό φωτισμό καί τήν ἐπιστασία τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος, φανερώνει ὁ τρόπος
μέ τόν ὁποῖο οἱ
συνοδικοί ἐπίσκοποι ὑπογράφουν τά θεσπίσματα τῶν οἰκουμενικῶν
συνόδων· «῎Εδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι» καί «ταῦτα ὁρίσας ὑπέγραψα». Παρόλο ὅμως ὅτι
οἱ ἐπίσκοποι στήν οἰκουμενική σύνοδο ἀποφαίνονται «θείῳ δικαίῳ» καί ὄχι ὡς
ἁπλοί ἐντολοδόχοι τῶν πιστῶν, ἐντούτοις ἡ ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών τους ἀπό τό
πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελεῖ τό ἐξωτερικό κριτήριο, ὅτι δογματίζοντες
χειραγωγοῦνταν ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ἑρμήνευαν ὀρθῶς τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πρέπει νά
σημειωθεῖ, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς οἰκουμενικές συνόδους δέν
εἶναι φανέρωση νέων δογμάτων, γιατί ἡ θεία ἀποκάλυψη ἔκλεισε ὁριστικά στό
πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἁπλή ἐπιστασία, δηλαδή
προφύλαξη τῶν συνοδικῶν ἀπό κάθε πλάνη, καί χειραγωγία στήν ἀλάθητη διατύπωση
τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Αὐτό διαπιστώνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι οἱ
ἐπίσκοποι στή σύνοδο δέν ἀναμένουν μηχανικά τήν ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος,
ἀλλά συζητοῦν ἐλεύθερα τά ζητήματα καί ἐργάζονται μέ ὅσες δυνάμεις
ὁ καθένας διαθέτει, τό δέ ἐπιστατοῦν Πνεῦμα, χωρίς νά
καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη προσπάθειά τους, τήν ἐνισχύει καί τήν καθοδηγεῖ στή
διατύπωση τῆς θείας ἀλήθειας.
109. Τί
εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;
Εἶναι αἵρεση
τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφερόμενη στό διοικητικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενῶ
κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅλοι οἱ᾿Επίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους, τήν δέ
ἀνώτατη ἀρχή καί ἐξουσία συγκεντρώνει τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων της, οἱ ὁποῖοι
εἶναι ὁ νόμιμος καί ἀλάθητος φορέας τῆς ἐξουσίας αὐτῆς, στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία
φορέας ὅλων τῶν ἐξουσιῶν εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. ῾Ο Πάπας κατέχει τήν
πλήρη καί ὕψιστη δύναμη δικαιοδοσίας σ’ ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, ὄχι ἁπλῶς σέ
ζητήματα πίστεως καί ἤθους, ἀλλά καί στήν πειθαρχία καί
τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας .Τήν πίστη
τους αὐτή στηρίζουν στό ὅτι ὁ Πάπας
εἶναι διάδοχος τοῦ᾿Απ. Πέτρου στόν ἐπισκοπικό
θρόνο τῆς Ρώμης, σ’ αὐτόν δέ μεταβιβάζει ἐκεῖνος ὅλες τίς προνομίες πού εἶχε
ἀπό τό Διδάσκαλο. Τῷ ὄντι πιστεύουν, ὅτι ὁ Χριστός κατέστησε τόν Πέτρο πρῶτο
μεταξύ τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων καί ὁρατή κεφαλή τῆς ὅλης ᾿Εκκλησίας, παραχωρήσας
σ’ αὐτόν ἄμεσα καί προσωπικά (στό πρόσωπό του) τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας πάνω σέ
ὅλη τήν ᾿Εκκλησία . Τό πρωτεῖο αὐτό τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, στή διατύπωση τοῦ
ὁποίου ὠθεῖτο ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἀπό τό ἐξουσιαστικό καί ἀπολυταρχικό πνεῦμα
της, στήν ἀρχή ἐκδιπλωνόταν ἐπί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, βραδύτερα ὅμως καί ἰδίως
ἀπό τόν θ´ αἰώνα ἄρχισε νά στοχεύει ἐμφανέστερα καί τήν πνευματική ἐπί τῆς
᾿Εκκλησίας κυριαρχία. Τά δόγματα ὅμως αὐτά τῶν Παπικῶν κάθε ἄλλο παρά σωστά
εἶναι. Τό χωρίο Ματθ. 16,18· «Σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω
μου τήν ἐκκλησίαν» στό ὁποῖο στηρίζονται κυρίως οἱ παπικές ἀξιώσεις, δέν
σημαίνει ὅ,τι συνήθως ἀντιλαμβάνονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. ῾Η λέξη πέτρα μέ
ὁποιαδήποτε ἔννοια κι ἄν νοηθεῖ, εἴτε σημαίνουσα τόν Πέτρο σάν βράχο τῆς
πίστεως εἴτε –τό κυριότερο– τήν ὁμολογία πίστεως τοῦ μαθητῆ, σέ καμιά περίπτωση
δέν μπορεῖ νά σημαίνει, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά κτιζόταν ἐπί μόνου τοῦ᾿Αποστόλου
Πέτρου. Καί ἡ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας», πού χορηγεῖται στή
συνέχεια τοῦ χωρίου στόν Πέτρο (Ματθ. 16,19· «Καί
δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς
ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς...») χορηγεῖται ἐπίσης ἀπό τόν
Κύριο καί στούς ἄλλους μαθητές· «ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς,
ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται», ὅπως καί ἡ ἐποικοδόμηση τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω
στόν Πέτρο σάν σέ λίθο μερικότερο (ἀκρογωνιαῖος εἶναι ὁ Χριστός· Α´ Κορ. 3,11),
δέν ἀποκλείει τοῦ προνομίου αὐτοῦ καί τούς ἄλλους μαθητές, «Οὐκέτι ἐστέ ξένοι
καί πάροικοι, ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες
ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. 2,19-20).
῞Οπως ὅμως
μαρτυροῦν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων καί οἱ ἄλλες ἐπιστολές, ὁ Πέτρος
δέν εἶχε λάβει ἀπό τόν Κύριο καμιά
ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων. ᾿Αλλά καί ἄν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, οὐδέποτε τό προνόμιο αὐτό θά μεταβιβαζόταν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς
διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἁπλούστατα γιατί ὁ Πέτρος μαρτύρησε μέν στή Ρώμη, ποτέ ὅμως
δέν ἐχρημάτισε πρῶτος ἐπίσκοπος αὐτῆς . Καί
βέβαια εἶχε πρεσβεῖα ὁ Ρώμης στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία. Αὐτά ὅμως δέν ἦταν πρεσβεῖα ἐξουσίας καί ἐκκλησιαστικῆς
δικαιοδοσίας, ἀλλ’ ἁπλά πρεσβεῖα τιμῆς, ἐπειδή ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, τῆς
λαμπρᾶς καί δοξασμένης πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς μητέρας τῶν
ἁγίων καί τῶν μαρτύρων .
᾿Εάν πάλι ὁ
ἐπίσκοπος Ρώμης εἶχε ex officio τήν ἐξουσία του ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς διάδοχος
δῆθεν τοῦ Πέτρου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, τότε καί ἄλλοι ἐπίσκοποι
κατασταθέντες ἀπό τόν Πέτρο (μάλιστα ὁ᾿Αντιοχείας) ἔπρεπε μέ τό αὐτό σκεπτικό,
νά ἦταν μέτοχοι σέ ἴση μοίρα στήν ὑποτιθέμενη ἐξουσία καί τά πρωτεῖα τοῦ πάπα
Ρώμης. Τέλος, ἄν οἱ Πάπες, ἐκχριστιανίζοντες τά βάρβαρα φύλα τῆς Δυτικῆς
Εὐρώπης εἶχαν ὄντως ἐξουσία ἐπ’ αὐτῶν καί παράλληλα ηὔξαναν τήν
κοσμική ἐπιρροή τους διά τῶν σχέσεων,
πού εἶχαν μέ τούς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης, ἡ ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία
ἔμενε πάντοτε ἐλεύθερη καί ἀνεξάρτητη ἀπό τή Ρώμη, ἀποκρούουσα πάντοτε τίς
φίλαρχες ἀξιώσεις τῶν Παπῶν.
110. Τί
εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;
Εἶναι
καί αὐτό παπική αἵρεση συνημμένη μέ
τό πρωτεῖο, τό ὁποῖο θέλει νά κατοχυρώσει δογματικά. ῾Ο
Πάπας δέν εἶναι ἁπλά πρῶτος στήν ᾿Εκκλησία ἀλλά καί ἀλάθητος, μή δεχόμενος
κοντά του ἄλλες ἐκκλησιαστικές αὐθεντίες καί ἐξουσίες.῾Η σύνοδος
τοῦ Βατικανοῦ ὁρίζει·«῞Οταν
ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἀποφαίνεται ἀπό καθέδρας, δηλαδή ὅταν
ἀσκώντας τό ἔργο του σάν ποιμένας καί διδάσκαλος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁρίζει μέ
τήν ὕψιστη ἀποστολική του αὐθεντία κάποια διδασκαλία περί πίστεως ἤ πράξεως πού
πρέπει νά γίνη ἀποδεκτή ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, βάσει τῆς θείας βοήθειας πού τοῦ
δόθηκε σάν ὑπόσχεση στό πρόσωπο τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἔχει τό ἀλάθητο ἐκεῖνο, μέ
τό ὁποῖο ὁ θεῖος λυτρωτής θέλησε νά εἶναι ἐφοδιασμένη ἡ᾿Εκκλησία του στόν
καθορισμό κάποιας διδασκαλίας περί πίστεως ἤ
πράξεως. Διά τοῦτο ὅλες οἱ ὁριστικές ἀποφάσεις τῶν
Ρωμαίων ἐπισκόπων εἶναι ἀπό μόνες τους ἀλάθητες καί ὄχι ἀπό τή συναίνεση τῆς
᾿Εκκλησίας» .
Βεβαίως τό
ἀλάθητο τοῦ Πάπα δέν εἶναι δύναμη ἀπεριόριστη καί ἀνεξέλεγκτη. ῾Η σύνοδος θέτει
περιορισμούς.῾Ο Πάπας δέν εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται ὡς ἰδιώτης, ἀλλ’
ὅταν ἀποφαίνεται ἐπίσημα ἀπό καθέδρας, δηλαδή σάν ἐκπρόσωπος ὅλης τῆς
᾿Εκκλησίας. ῾Ο περιορισμός αὐτός ἐφευρέθηκε γιά νά καλύψει τό φαινόμενο πλάνης
Παπῶν στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία (Λιβέριος,᾿Ονώριος). Οἱ διακρίσεις ὅμως αὐτές,
ἄλλοτε νά εἶναι ἀλάθητος ὁ Πάπας καί ἄλλοτε ὄχι, δέν ἔχουν μεγάλη σημασία.
Σημασία ἔχει ὅτι ὁ Πάπας σφετερίσθηκε στό πρόσωπό του τήν ἀλάθητη φωνή μέ τήν
ὁποία ὁ Σωτήρας ἐφοδιάσε τήν
᾿Εκκλησία
του. ῾Η συμπύκνωση τοῦ ἀλαθήτου σέ μία μόνο ἀνθρώπινη κεφαλή φορτισμένη μέ
πολλή ἐγωπάθεια καί ἀλαζονεία, καθιστᾶ –κυρίως στίς ἡμέρες μας– τό δόγμα αὐτό
τοῦ Παπισμοῦ πολύ ἀποκρουστικό καί ἀπαράδεκτο.
Τέλος πολύ
προβληματική εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα μέ τό ἀλάθητο τῶν οἰκουμενικῶν
συνόδων, τό ὁποῖο ἀποδέχεται ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. ῎Η θά ἔχουμε δύο παράλληλα
ἀλάθητα, ἤ γιά τό ἀλάθητο τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων (πού εἶναι
πολλές στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία) ἀπαιτεῖται καί
ἡ συναίνεση τοῦ Πάπα, ὁπότε δέν ἐννοοῦμε τή φύση τοῦ
ἀλαθήτου τῶν συνόδων πού τελικά μεταβάλλονται σέ ἁπλό διάκοσμο τῆς
Ρωμαϊκῆς ἕδρας.
111. Τί
φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῾Η
περί᾿Εκκλησίας προτεσταντικήἐκδοχή εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί τή
ρωμαιοκαθολική. Θά λέγαμε, ὅτι εἶναι μόνο κατά τό ἥμισυ ἀληθής. Τό κυριότερό
της γνώρισμα εἶναι ὁ τονισμός τοῦ ἀόρατου στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας, σέ βάρος
τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Κατά τήν Αὐγουσταία ῾Ομολογία ἡ᾿Εκκλησία εἶναι
«κοινωνία πίστεως καί ἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές» ἤ κατά ἕναν ἄλλο ὁρισμό
«κοινωνία τῶν ἁγίων στήν ὁποία διδάσκεται ὀρθῶς τό εὐαγγέλιο καί
τελοῦνται τά μυστήρια» . Εἶναι φανερό
ὅτι μιά τέτοια κοινωνία ἁγίων διακεχυμένη σέ ὅλο
τόν κόσμο καί ἀποτελούμενη ἀπό μέλη ἅγια γνωστά μόνο
στό Θεό,δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὁρατή καί ἐξωτερική᾿Εκκλησία, ἡ ἱεραρχικῶς
διοργανωμένη καί ἔχουσα σταθερό σύστημα δογματικῶν, ἠθικῶν καί τελετουργικῶν
διατάξεων, ἀλλά κάτι ἄλλο ἐσωτερικό, πνευματικό καί ἀόρατο. Φυσικά μιά τέτοια
᾿Εκκλησία, στό βαθμό πού τά μέλη της, ἔστω ἑνωμένα
μυστικῶς μέ τόν Κύριο, δέν παύουν
ὡστόσο νά εἶναι ἄνθρωποι ἱστορικοί καί ὁρατοί, δέν μπορεῖ παρά νά
λαμβάνει καί ὁρατή μορφή. ῞Ομως σ’ αὐτή δέν μπορεῖ ν’ ἀνακλᾶ ἡ ἀληθινή
᾿Εκκλησία, καθόσον στούς κόλπους της δέν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί καί ἅγιοι,
ἀλλά καί ἀσεβεῖς καί ὑποκριτές. Στήν ὁρατή αὐτή ᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά
κατηγορηθοῦν οἱ ἰδιότητες τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «μία, ἁγία, καθολική
καί ἀποστολική». Στήν ἰδέα τῆς ἀόρατης ᾿Εκκλησίας κατέληξαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι
ἀπό μιά μεγάλη ἐκκλησιολογική ἀνάγκη. ῾Ως γνωστό, διά τῆς Διαμαρτυρήσεως αὐτοί
βρέθηκαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό τούς ἔκανε μεγάλη ζημιά.
῎Επρεπε νά βροῦν κάποιο τρόπο νά στεγασθοῦν καί πάλι κάτω ἀπό τήν ἱστορική
᾿Εκκλησία. Τί νά ἔκαναν; Νά γύριζαν πίσω στήν ὁρατή᾿Εκκλησία ἀπό τήν ὁποία
ἀποσπάσθηκαν, θά ἦταν ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Νά ἵδρυαν ἐξαρχῆς
νέα ᾿Εκκλησία μετά πάροδο τόσων
αἰώνων, θά ἦταν καθαρή ἀπόνοια. ῎Επρεπε λοιπόν, νά βροῦν μιά τέτοια ὄψη
τῆς ᾿Εκκλησίας στήν ὁποία ἐντασσόμενοι ἀφενός μέν θά πετύχαιναν
τούς σκοπούς τῆς Διαμαρτυρήσεως, τή ρήξη
δηλαδή μέ τήν ὁρατή ᾿Εκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ,
ἀφετέρου δέ θά διατηροῦσαν τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἐνταγμένοι μέσα στήν ἀληθινή
᾿Εκκλησία τοῦ Κυρίου. Τέτοια ᾿Εκκλησία ἦταν μόνο ἡ ἀόρατη καί πνευματική. Σ’
ἕνα τέτοιο ἀκαθόριστο καί ὁμιχλῶδες κατασκεύασμα, χωρίς ἐξωτερικά σύνορα καί
διαχωριστικές γραμμές, θά μποροῦσαν θαυμάσια νά ἐνταχθοῦν μέ τό στοιχεῖο τῆς
πίστεως καί τόν ἐσωτερικό φωτισμό τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Καί τό ἔκαναν. Τά
γνωματεύματα ὅμως αὐτά τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι αὐθαίρετα καί ἀναληθή. ῞Οπου ἡ
Γραφή ὁμιλεῖ περί᾿Εκκλησίας ἐννοεῖ κοινωνία ἀνθρώπων εὑρισκομένων σέ ἑνότητα
μετά τοῦ Χριστοῦ, γνώρισμα τῆς θείας ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου. ῞Οτι εἶναι κοινωνία
συγκεκριμένη ἐκφράζουν οἱ περί ᾿Εκκλησίας εἰκόνες τῆς Γραφῆς ὡς οἴκου Θεοῦ, ὡς
σώματος καί ὡς νύμφης Χριστοῦ. ῞Ενα τέτοιο καθίδρυμα οἰκοδόμησε ὁ Χριστός, τό
ὁποῖο θάἄντεχε στό χρόνο καί θά νικοῦσε καί αὐτόν ἀκόμη τόν
῞Αδη, ἵδρυμα ὁρατό καί περιγραπτό, ἱεραρχικό
συγκροτημένο, τό ὁποῖο θά ἀντιμαχόταν τήν
κακότητα τοῦ κόσμου καί στό ὁποῖο ὁ πιστός εἶχε τήν
ὑποχρέωση νά καταγγέλλει τόν ἁμαρτάνοντα ἀδελφό του .῞Ολα αὐτά καί ἄλλα ακόμη
δένσυμβιβάζονται μέ τήν προτεσταντική ἐκδοχή.
Βέβαια κι ἐμεῖς δεχόμαστε
τήν ἀόρατη ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν ὁποία
ὅμως πάντοτε ἐναρμονίζουμε μέ τήν ὁρατή. ᾿Επιλήψιμος εἶναι μόνο ὁ ὑπερτονισμός
τῆς ὄψεως αὐτῆς σέ βάρος τοῦ ὁρατοῦ στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας, πού υἱοθετοῦν γιά
λόγους εὐνόητους, ὅπως εἴδαμε,οἱ Διαμαρτυρόμενοι.
112. Τί
εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων;
Εἶναι καί
αὐτή προτεσταντική περί᾿Εκκλησίας θεωρία. ῎Εχει τήν προέλευσή της ἀπό τήν
ἀγγλικανική θεολογία. Σήμερα ἀποτελεῖ τή σπονδυλική στήλη τῆς ἐκκλησιολογίας
τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἔχοντας σκοπό νά δικαιολογήσει τήν
ἐκκλησιολογική ὑπόσταση τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Κατά τή
θεωρία αὐτή στόν κορμό τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί
ἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας νόμιμο, ἰσότιμο καί ἰσόκυρο μέ τά ἄλλα,
χωρίς ὅμως νά ἐνσαρκώνει μονάχο του ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, τήν ὁποία γιά νά
βροῦμε πρέπει νά τή δοῦμε στό σύνολό της, ἀθροίζοντας τά ἐπί μέρους κομμάτια
της. ῾Η ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ὁλικό ἄθροισμα τῶν ἐπί μέρους τμημάτων
της, ἔστω κι ἄν αὐτά διαφέρουν μεταξύ τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν
ἀλήθεια τήν ὁποία φανέρωσε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Καμιά ἐπί μέρους ᾿Εκκλησία,
κανένα ἀπό τά ἱστορικά τμήματά της, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι κατέχει
ὁλόκληρη τή θεία ἀλήθεια, ὅπως τή δίδαξε ὁ Χριστός, γιατί στήν ἱστορία καμιά
ἰδέα, κανένα θεώρημα δέν μπορεῖ νά παραμένει ἀμετάβλητο καί ἀναλλοίωτο στή ροή
τοῦ χρόνου καί στή συνεχή ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου. ῾Επομένως
καμία ἀπό τίς λεγόμενες καθολικές
᾿Εκκλησίες
(᾿Ορθόδοξη καί Ρωμαϊκή) –λιγότερο φυσικά οἱ Προτεσταντικές– δέν μπορεῖ, νά
ἰσχυρισθεῖ γιά τόν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἤ ὅτι κατέχει
καθαρό καί ἀκέραιο τό θησαυρό τῆς ἀποκαλυφθείσας θείας ἀλήθειας. Τί ἄλλο βέβαια
θά ἔλεγε μιά χριστιανική ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία ἔχει χάσει
τήν ἔννοια τῆς καθολικότητας, τοῦ κύρους
καί τῆς αὐθεντίας τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; ῾Η
περί Κλάδων θεωρία εἶναι πολύ τῆς μόδας σήμερα καί συζητιέται πλατιά στά
σαλόνια τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Γιά μᾶς τούς ᾿Ορθοδόξους
ὅμως κρύβει παγίδες πολλές καί εἶναι
ἀφάνταστα ἐπικίνδυνη. Πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί ἀπό
τό θανάσιμο ἐναγκαλισμό της, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἄμβλυνση τῆς
ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς μας συνειδήσεως, τῆς ὁποίας εἶναι ἀπρόβλεπτες οἱ
ὀλέθριες συνέπειες.
113. Τί
εἶναι ἡ περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;
Εἶναι ἄλλη
ἔκδοση τῆς περί κλάδων θεωρίας, ἀποβλέπουσα στούς αὐτούς καί ἐκείνη σκοπούς.
Κατά τή θεωρία αὐτή, πού ἐμπνέεται ἀπό τίς περί ἰδανικοῦ καί τῶν ἐπί μέρους
μορφῶν του ἀντιλήψεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ ᾿Εγέλου, ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία εἶναι κάτι
ἰδανικό καί ἀνέφικτο, καμία δέ μερική ᾿Εκκλησία δέν ἀντιστοιχεῖ πρός τήν ἰδέα
τῆς πραγματικῆς ᾿Εκκλησίας, πρός ὅ,τι δηλαδή ἔπρεπε νά εἶναι
ἡ᾿Εκκλησία. ᾿Απόδειξη τούτου εἶναι
ἡ ἱστορική κατάσταση τῶν ᾿Εκκλησιῶν, στίς ὁποῖες
ὑπάρχει τόση ἁμαρτία, κακότητα καί ἀταξία. ᾿Επειδή ἡ ἰδέα ἐκφράζεται στούς ἐπί
μέρους τύπους καί τίς μορφές της, ἔτσι καί ἡ ἰδέα τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας
πληροῦται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, κάθε μία ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει τμῆμα
μεγαλύτερο ἤ μικρότερο αὐτῆς. ῞Ολες δέ μαζί, παρά τίς ἀντιθέσεις μεταξύ τους
καί τίς ἀδυναμίες τους, προώρισται νά πορεύονται ἡ μία κοντά στήν ἄλλη
τελειοποιούμενες μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε κάποτε νά ἀπομάξουν τόν τύπο
τῆς τέλειας ᾿Εκκλησίας.
Μέ τή θεωρία
αὐτή, ὅπως καί μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ἱκανοποιοῦνται οἱ ἐκκλησιολογικές
ἀνάγκες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Αφοῦ οἱ ἐπί μέρους ᾿Εκκλησίες ὡς ἀτελεῖς μορφές
τῆς ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι οὐχ ἧττον νόμιμες καί ἰσότιμες μορφές αὐτῆς, μέρη
ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας πάροχα, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ᾿Εκκλησίες τῶν
Διαμαρτυρομένων, ἄσχετα ἄν ἡ Διαμαρτύρηση μέ τό κίνημά της τῆς ΙΣΤ´
ἑκατονταετηρίδος ἔκοψε τούς δεσμούς της μέ τήν ὁρατή᾿Εκκλησία τῆς Δύσεως.
Περιττό νά
τονίσουμε ὅτι ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη τέτοια ἐκκλησιολογικά κατασκευάσματα εἶναι
ἐντελῶς κατακριτέα καί ἀπαράδεκτα, φοβερά δέ ἐπικίνδυνα γιά τήν καθαρότητα τῆς
᾿Ορθοδοξίας μας.
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου