ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
79. Τί
σημαίνει γιά τήν ᾿Ορθοδοξία ἡ Παναγία της;
῾Η
Παναγία εἶναι ἡ λαμπρότερη μορφή στό
ἁγιολόγιο καί ἑορτολόγιο τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς
᾿Εκκλησίας.Οἱ θεομητορικές γιορτές «πνίγουν» κυριολεκτικά τήν
ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Τήν τιμᾶ ὡς τό γλυκύτερο καί ὑψηλότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ,
τῆς ὁποίας τή δόξα τοποθετεῖ πιό πάνω ἀπό τή δόξα τῶν ἀγγέλων. Τήν ψάλλει ὡς
«τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Καί εἶναι
μέν ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» , ὅμως ἡ τιμή
καί ἡ χάρη του δέν μποροῦν νά παραβληθοῦν πρός τό «μητροπάρθενον κλέος» τῆς
ἁγνῆς Κόρης, ἡ ὁποία φιλοξένησε στή μήτρα της καί γέννησε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
῾Η μεγάλη
τιμή τῆς Θεοτόκου ὀφείλεται στό μεγάλο ἀξίωμα πού τῆς χάρισε ὁ ρόλος της στό
χριστολογικό
μυστήριο. ῾Η Μαρία ἦταν ἡ χρυσή πύλη, διά τῆς ὁποίας εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ
σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ. ᾿Από ἀνθρώπινη πλευρά ἦταν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη γιά
νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός. ῾Η ἀνθρωπότητα πρόσφερε σάν δῶρο στό Θεό τήν Κόρη
της, ἀπό τήν ὁποία μποροῦσε ὁ Λόγος Του νά περάσει στό προσκήνιο
τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά περάσει ἀπό ἀνθρώπινη
Μάνα γιά νά γίνει ἀληθινός ἄνθρωπος. ῎Οχι ὅμως ἀπό ὅποια Μάνα, ἀλλά ἀπό Μάνα πού
ἦταν ἄξια τοῦ φοβεροῦ μυστηρίου. ῎Αν ἔλειπε αὐτή,
δέν θά συντελοῦνταν τό θεανθρώπινο μυστήριο. Καί σάν
Μάνα του ἐπέλεξε ὁ Θεός τήν Μαρία, τήν κόρη τοῦ᾿Ιωακείμ καί τῆς ῎Αννας· τό
πλάσμα τό ὡραῖο καί πάγκαλο, τήν «κεχαριτωμένην», ἡ πνευματική ὀμορφιά τῆς
ὁποίας «μέθυσε» τόν ἄγγελο, ὅταν αὐτός τή χαιρέτισε στό ταπεινό σπίτι τῆς
Ναζαρέτ. ῾Η ᾿Ορθοδοξία τιμᾶ τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τό σέμνωμα καί ἐγκαλλώπισμά
της, τήν ὁποία βλέπει καί σάν δική της Μητέρα, ἐλπίδα καί προστασία της.
80. Μποροῦσε
ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα νά γεννήσει τό Θεό;
Μέ τό δικό
μας μυαλό καί στή βάση τῆς φυσικῆς τάξεως τοῦ κόσμου κάτι τέτοιο εἶναι
ἀδύνατο νά συμβεῖ. ῾Ο Θεός δέν εἶναι
ὄν φυσικό γιά νά μπορεῖ νά γεννηθεῖ, ὅπως
γεννῶνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Μιά τέτοια γέννηση δέν θά εἶχε νόημα. Τότε
μόνο θά ἦταν δυνατή, ἄν, εἴτε ἡ Μητέρα του ἦταν καί αὐτή Θεά, τῆς ἴδιας δηλαδή
φύσεως μέ αὐτόν, ὥστε τό ὅμοιο νά γεννήσει τό ὅμοιο, εἴτε ὁ Θεός κατέβαινε στήν
τάξη τῶν κτισμάτων, ὥστε κτίσμα νά γεννήσει ἄλλο κτίσμα .
Ποία εἶναι
τότε ἡ σημασία τῆς γεννήσεως τοῦ Θεοῦ; Γεννήθηκε ἤ ὄχι ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ; Καί γεννήθηκε καί
δέν γεννήθηκε. Δέν γεννήθηκε
φυσιολογικά, γεννήθηκε ὅμως μυστηριακά. Τό πρῶτο, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ δέν
μπορεῖ νά ὑπαχθεῖ σέ φυσικές καταστάσεις ἁρμόζουσες σέ κτίσματα, τό δέ δεύτερο,
γιατί κατά τή γέννηση ὁ Θεός ἦταν
βαθιά ἑνωμένος μέ τόν ἄνθρωπο «ἐξ ἄκρας
συλλήψεως». ᾿Εδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κέντρο τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο ἐμεῖς οἱ
ἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Αὐτό πού βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μαρίας
δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος («ψιλός» ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ’ ἄνθρωπος
ἑνωμένος στενά μέ τή θεότητα ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως. ῏Ηταν Θεάνθρωπος.
῎Ετσι τοῦ Χριστοῦ ἡ μέν γέννηση ὡς ἀνθρώπου ἦταν φυσική, ὡς Θεοῦ δέ ὑπερφυσική.
᾿Από τήν πλευρά τῆς Μαρίας ὁ Χριστός πῆρε φύση ἀνθρώπινη πραγματική. ῾Η Μαρία
ἦταν ἄνθρωπος καί γέννησε ἄνθρωπο. ᾿Από δέ τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ἡ σύλληψη καί ἡ
γέννησή του ἦταν γεγονότα ὑπερφυσικά.
῾Η σύλληψη
τοῦ Χριστοῦ ἦταν παρθενική, ὅπως παρθενική ἦταν καί ἡ γέννησή του. Σ’ αὐτές δέν
λειτούργησαν οἱ φυσικοί νόμοι, ὅπως σέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. ῾Ο Χριστός
δέν συνελήφθη μέ τή φυσική σύμπραξη τοῦ ἀνδρός, ἀλλά μέ τήν συνέργεια τοῦ
παναγίου Πνεύματος. Μέ τή σύλληψη ἑπομένως ἡ Μαρία δέν ἔχασε τήν παρθενία της,
ὅπως δέν τήν ἔχασε καί μέ τή γέννηση τοῦ τόκου της. ῾Η Μαρία ἦταν καί παρθένος
καί μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αὐτό συνιστοῦσε τό θαῦμα της·
«Τίς γάρ ἔγνω μητέρα ἄνευ ἀνδρός
τετοκυῖαν;» ψάλλει μέ σεμνοπρέπεια ἡ᾿Εκκλησία
μας. ῾Ως ὑπερφυσική ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν
ἀνώδυνη (χωρίς νά προκαλέσει πόνο) καί ἀλόχευτη. ῾Η Μαρία δέν ἔνιωσε τίς ὀδύνες
τοῦ τοκετοῦ, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως
Οὔτε
εἶχε καί τά φυσικά λόχια, πού ἀκολουθοῦν σέ κάθε φυσική γέννηση.
῾Η
Μαρία ἦταν Μητέρα ἀειπάρθενη. Σ’ αὐτό
ἐπικεντρώνεται ἡ πίστη τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας, πού ψάλλει μέ
περίσεμνη χαρά τά μεγαλεῖα τοῦ ἀπείρανδρου τόκου της.
81. Τί
πρεσβεύει περί τῆς Θεοτόκου ὁ Προτεσταντισμός;
Οἱ
Προτεστάντες, ὡς ἄνθρωποι λογικοκρατούμενοι, ἀπορρίπτουν ὁρισμένες πτυχές τοῦ
θεομητορικοῦ δόγματος. Καί ἐνῶ δέχονται τήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, περί
τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ σαφῶς ἡ Γραφή [86], ἀρνοῦνται τήν παρθενική γέννησή του,
γιατί μιά γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά τήν παρθενία τῆς ὅποιας μητέρας. Αὐτό
βέβαια εἶναι ἀληθινό στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων. Κάθε μάνα πού γεννᾶ δέν
μπορεῖ νά παραμένει παρθένος. Πέρα ἀπό τά στεγανά ὅρια
τῆς φύσεως καί τῆς λογικῆς οἱ
ἄνθρωποι δέν ἔχουν αἴσθηση τῆς μυστηριακῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία
νικᾶ «φύσεως τάξιν». Κατ’ αὐτούς ὁ τρόπος γεννήσεως
τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει μεγάλη σημασία. Δέν
προσδίδει μεγάλο ἀξίωμα στή Μητέρα. Δέν μποροῦν νά τήν ἐντοπίσουν στήν
ὑπερφυσική διάσταση τοῦ μυστηρίου της. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν καινότητα τοῦ
τόκου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται ἡ ἄφθαρτη ἀπαρχή μιᾶς νέας πνευματικῆς
ἀνακαίνισης καί ἀναγέννησης τῶν ἀνθρώπων. Μιᾶς ἀναγέννησης πού
σπάει τά δεσμά τῆς φθορᾶς πού
ἀπορρέουν ἀπό τήν παλαιότητα τῆς φύσεως τοῦ᾿Αδάμ.
Μένουν ἀσάλευτα δεμένοι μέ τή φύση. ῾Η ὑπερφύση δέν τούς ἀκουμπᾶ. Πολύ λιγότερο
δέν μποροῦν νά δεχτοῦν τό «ἀειπάρθενον» τῆς Θεοτόκου. Κατά τούς Προτεστάντες
μετά τή γέννηση τοῦ᾿Ιησοῦ, ἡ Μαρία ἦλθε σέ γαμική σχέση μέ τόν ᾿Ιωσήφ, ἀπό τήν
ὁποία ἀπέκτησε τέκνα, τούς φερομένους ὡς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ . Τίς
ἀντιλήψεις τους αὐτές, προσπαθοῦν νά τίς στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή. ῎Ετσι
προσάγουν τά χωρία, εἰς τά ὁποῖα μνημονεύονται οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου καί τό Ματθ.
1,25· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν
πρωτότοκον». Κακῶς ὅμως, γιατί ἀδελφοί τοῦ
᾿Ιησοῦ μποροῦν νά εἶναι στενοί συγγενεῖς του εἴτε ἀπό τήν
πλευρά τοῦ᾿Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του ἀπό πρότερο γάμο) εἴτε ἀπό
τήν πλευρά τῆς Θεοτόκου. Τήν ἔννοια τοῦ
ἀδελφοῦ σημαίνοντος τόν ἐξάδελφον ἤ ἀνεψιό, ἀπαντοῦμε σέ πολλά χωρία τῆς
Γραφῆς· Γεν.12,5. 13,8. 29,15.῾Η φράση «ἕως οὗ»στήν
ὁποία στηρίζουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι τή γνώμη τους, ὅτι δηλαδή
ὁ ᾿Ιωσήφ δέν εἶχε σαρκική σχέση μέ τή Μαρία μέχρις ὅτου
γέννησε τόν Υἱό της καί μετά ταῦτα ἦλθε σέ γαμική
συνένωση μέ τή Μαρία, δέν μπορεῖ ἀναγκαίως νά στηρίξει τίς ἀπόψεις τους. ῾Ο
χρονικός προσδιορισμός ἀναφέρεται σέ ἕνα
ὁρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ ὁμιλῶν,
ἀφήνοντας τή χρονική συνέχεια ἀκαθόριστη. Στό Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί τοῦ
κόρακος πού βγῆκε ἀπό τήν κιβωτό τοῦ Νῶε, ὁ ὁποῖος δέν
ἐπέστρεψε σ’ αὐτήν «ἕως τοῦ ξηρανθῆναι
τό ὕδωρ». Αὐτό δέν σημαίνει βέβαια, ὅτι ὁ κόραξ γύρισε πίσω
μετά τήν ἀποξήρανση τῶν ὑδάτων (βλ. Ψαλμ. 122,2). ῾Ομοίως καί ἡ λέξη
«πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην τόν πρῶτο μεταξύ πολλῶν ἀδελφῶν, ἀλλά
τόν πρῶτο γεννηθέντα (βλ. ᾿Εξόδ.34,19 ἑξ.), ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι ἄλλοι
ἀδελφοί. ῎Αλλωστε δέν θά ἦταν σοβαρό νά πιστέψουμε, ὅτι ἡ Θεοτόκος μετά τήν
πείρα της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τήν αἴγλη τοῦ θαύματος, στό ὁποῖο τόσο ἐπάξια
λειτούργησε, θά εἶχε σκέψη καί ἐπιθυμία, νά ἔλθει σέ γαμική σχέση μέ ἄντρα ..
῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἁπλῶς «μνήστωρ» (ἀρραβωνιστικός τῆς Θεοτόκου) καί ὄχι σύζυγός
της.
82. ῏Ηταν
ἀναμάρτητη ἡ Παναγία;
Φυσικά ὄχι.
᾿Αναμάρτητος στήν κυριολεξία εἶναι μόνον ὁ Θεός, πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, ὁ
πανάγιος Κύριος τῆς δόξης. ᾿Ιδέα ἤ ἴχνος ἁμαρτίας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν
πανάσπιλη φύση του. ῎Αν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει, δέν θά ἦταν Θεός
ἀληθινός, πανάγαθος, πάνσοφος
καί παντοδύναμος. ῾Αμαρτία καί θεότητα
ἀποτελοῦν ἔννοιες ἀντικρουόμενες. Στή γῆ δέ, ἀναμάρτητος ὑπῆρξε μόνον ὁ Κύριος,
ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν ἁμάρτησε, ἀλλ’ οὔτε
εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει. Αὐτό, ὡς εἴδαμε, ἦταν ἀκολουθία τῆς μορφώσεως
τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. ῎Αν καί ἐλεύθερος ὁ Χριστός, δέν μποροῦσε ὡστόσο
νά πέσει στήν ἁμαρτία, γιατί τό θέλημα τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς
του, θεωμένο στήν ὑποστατική ἕνωση, ἀκολουθοῦσε σταθερά τό θεῖο του θέλημα.
῎Αλλωστε ὁ Χριστός δέν εἶχε θέλημα γνωμικό, δηλαδή θέλημα ἔξω ἀπό τό θεανδρικό
του (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), πού μποροῦσε ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα
νά ἁμαρτήσει.
῾Η Παναγία
ὅμως δέν ἦταν ἀναμάρτητη. ῾Ως γνήσια ἀπόγονος τοῦ᾿Αδάμ, εἶχε στή φύση της τόν
ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως καί τή φθορά τῆς πεσμένης φύσεως. ᾿Απ’ αὐτά
καθαρίστηκε κατά τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ της ἀπό τόν ἄγγελο, ὅταν τό Πνεῦμα
τό ἅγιο ἐπισκίασε τή φωτεινή μήτρα της. Κατόπιν, κατά τή
Γραφή, κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀναμάρτητος, ἔστω καί ἄν μία ἡμέρα εἶναι ἡ
ζωή του ἐπί τῆς γῆς . ᾿Ελαφρά καί συγγνωστά ἁμαρτήματα εἶχε ἡ Θεοτόκος ὥς τό
σημεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της. Μετά ὅμως τή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τό
Πνεῦμα τό῞Αγιο, ἡ χάρη τοῦ θείου Παρακλήτου τήν ἐκαθάρισε τόσο βαθιά καί τῆς
ἔδωσε τέτοια δύναμη, ὥστε νά μήν πράττει καμιά ἁμαρτία.
Στή δυναμική
αὐτή εἶναι τοποθετημένοι καί οἱ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι μέ τή σταθερή τους προσήλωση
στό ἀγαθό καί μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φθάνουν στά μέτρα τῆς
πνευματικῆς τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι πρός τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Σέ
πλῆρες μέτρο αὐτό ἔγινε στούς ἀγαθούς ἀγγέλους.
῾Η
ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν ἦταν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική· τό πλῆρες σημεῖο
ἠθικῆς τελειώσεως στό ὁποῖο μποροῦσε νά φθάσει πλάσμα ἀνθρώπινο.
῏Ηταν τό
ἀπαστράπτον δοχεῖο τῆς χάριτος, τό ὄρος τό «τετυρωμένον ἐν Πνεύματι»
[90], τό ὁποῖο ἕλκυσε τήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη , ὥστε νά λάβει ἀπό τά πάναγνα
αἵματά της τήν ἀνθρώπινη φύση του μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τό θάνατο
τῆς ἁμαρτίας. Στή διάσταση τῆς σχετικῆς αὐτῆς ἀναμαρτησίας πρέπει νά νοηθοῦν
ὅλες οἱ ἐπωνυμίες μέ τίς ὁποῖες διακοσμεῖ ἡ ᾿Εκκλησία τό ἄχραντο πρόσωπο τῆς
Θεοτόκου: ῎Ασπιλη, ἀμόλυντη, ἄχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.
83. Πέθανε
ἀληθινά ἡ Θεοτόκος;
Ναί, πέθανε.
᾿Αθάνατη εἶναι μόνο ἡ ἄυλη φύση τοῦ Θεοῦ, ὅπως γενικά καί ἡ φύση
τῶν πνευμάτων (ἀγγέλων καί
δαιμόνων). ᾿Αθάνατη εἶναι καί ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή. Σέ ἀντίθεση μέ τήν ἄυλη φύση τῶν
πνευμάτων, τά ὑλικά σώματα εἶναι ἀπό
τή φύση τους θνητά.
Διαγράφουν ἕναν κύκλο ζωῆς, φθείρονται καί
χάνονται. Σ’ αὐτά ἀνῆκε καί τό σῶμα τῆς Θεοτόκου. ῏Ηταν ὑλικό καί φθαρτό,
καταγόμενο ἀπό τή φυσική ρίζα τοῦ γενάρχη. ῾Ως τέτοιο ἦταν ὑπήκοο θανάτου.
Κανένας λόγος δέν ὑπῆρχε νά ἐξαιρεθεῖ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό καθολικό
ἀπόκριμα τῆς ἁμαρτίας, τό θάνατο. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἀφύσικο. Θά τήν ἀπέκοπτε
ἀπότομα ἀπό τή συνέχεια τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί θά ζημίωνε τό
θεομητορικό της ἀξίωμα: ἄνθρωπος πραγματικός ὁ Λυτρωτής ἀπό μητέρα ἄνθρωπο.
῎Ετσι εὐδόκησε νά σώσει ὁ Θεός τόν κόσμο σ’ ἕνα πλέγμα γνήσια
ἀνθρώπινο. ᾿Από τό θάνατο εἶχε τή
δυνατότητα νά ἐξαιρεθεῖ μόνο ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δέν
ἦταν ἐνταγμένη στή φυσική ροή τῆς ἀδαμιαίας φύσεως καί δέν εἶχε τό προπατορικό
ἁμάρτημα. Πέθανε ὅμως ἐθελούσια γιά νά πληρώσει τή θεία περί ἀπολυτρώσεως τοῦ
ἀνθρώπου βουλή. Τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας γιορτάζει ἡ᾿Εκκλησία μας στίς 15
Αὐγούστου .
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου