ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ
56. Ποιά
εἶναι στόν πυρήνα της ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης πίστης;
῾Ο Θεός τῆς
ὀρθόδοξης πίστεως εἶναι ἕνας στήν οὐσία καί τριαδικός στίς ὑποστάσεις. Δέν ἔχει
τήν «πενία» θεότητας τοῦ Θεοῦ τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος καμιά διάκριση δέν
δέχεται στή θεότητα, οὔτε πάλι τήν πολλότητα θεῶν τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας,
στήν ὁποία εἶναι ἄγνωστη ἡ ἑνότητα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο χριστιανικός Θεός
βρίσκεται στό μέσο τῶν δύο αὐτῶν ἀκροτήτων. Εἶναι καί ἕνας (οὐσία) καί τρεῖς
(ὑποστάσεις). Εἶναι Θεός τριαδικός.
῾Η μία οὐσία
τοῦ Θεοῦ, ἀόρατη καί ἀκατάληπτη, πληροῦται ἰσομερῶς καί στά τρία
πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο. Τά θεῖα
πρόσωπα εἶναι ἴδια τό ἕνα μέ τά ἄλλα ὡς πρός τήν οὐσία, ἄρα δέν ἔχουμε τρεῖς
διαφορετικούς θεούς, ἀλλά ἕνα καί μόνο. ῾Η κατηγορία ἐπί τριθεϊσμῷ εἶναι
ἐντελῶς ξένη καί ἀνάρμοστη πρός τήν ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ.
Πηγαία
θεότητα στήν ῾Αγία Τριάδα εἶναι μόνος ὁ Πατήρ (ἀρχή τῆς θεότητος = μοναρχία).
᾿Απ’ αὐτόν γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο. Τά ὑποστατικά
ἰδιώματα, ἐκφράζοντα τόν τρόπο προέλευσης τῶν προσώπων, εἶναι τό
ἄναρχο καί ἀγέννητο γιά τόν Πατέρα,
τό γεννητό γιά τόν Υἱό καί τό ἐκπορευτό γιά
τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Τά ἰδιώματα αὐτά εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀκίνητα καί
ἀσύγχυτα. ᾿Αποτελοῦν δέ σχέσεις στήν Τριάδα ἀΐδιες, δέν ὑπάρχει δηλαδή σ’ αὐτές
ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου, τό πρότερο καί τό ὕστερο. ῾Ο Υἱός, ἐπειδή γεννᾶται,
δέν σημαίνει, ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καί
κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα, οὔτε καί τό῞Αγιο Πνεῦμα:
«῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ῞Αγιον». Στή
βάση, ὅτι ὑπάρχει μία οὐσία στά θεῖα πρόσωπα, αὐτά εἶναι ἰσότιμα καί δέν
ὑποτάσσονται τό ἕνα στά ἄλλα. ῎Εχουν τό αὐτό ἀξίωμα καί τήν αὐτή περιωπή στή
θεότητα.
Οἱ
ὑποστάσεις δέν εἶναι κέντρα τοπικά στά ὁποῖα μερίζεται ὁ ἕνας Θεός, ἀλλά
διακρίσεις θεοπρεπεῖς στή μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέν συνθέτουν,
καταλείποντας ἀνέπαφη τήν ἀπόλυτη ἁπλότητά της.
Τά θεῖα
πρόσωπα εἶναι ξεχωριστά καί ἴδια. ᾿Εντούτοις δέν εἶναι ξένα μεταξύ τους.
᾿Εμπεριχωροῦν τό ἕνα τά ἄλλα. ῾Ο δεσμός τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως αὐτῆς εἶναι ἡ
ἀγάπη. Στήν ῾Αγία Τριάδα ὑπάρχει, τέλος, ἑνότητα βουλῆς καί ἐνέργειας κατά τόν
καθιερωμένο τύπο· «ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι». ῾Ο Πατήρ συλλαμβάνει
«ἀπ’ αἰῶνος» (= πρό τοῦ χρόνου) τό σχέδιο τῆς δημιουργίας καί τῶν ἄλλων
ἐξωτερικῶν ἐνεργειῶν τῆς θεότητος, τό ὁποῖο φέρει εἰς τό εἶναι ὁ Υἱός καί
τελειοποιεῖ τό Πνεῦμα τό῞Αγιο.
᾿Εκτός τῆς
οὐσίας καί τῶν προσώπων (ὑποστάσεων) ὑπάρχουν στή θεότητα καί οἱ θεῖες
ἐνέργειες. ῾Ο Θεός δέν εἶναι κρυμμένος καί ἀδρανής, ἀνενέργητος στήν ἀπόλυτη
ὑπερβατικότητα τῆς θείας οὐσίας του. ῎Αν αὐτό συνέβαινε, θά ἦταν Θεός
ἄχρηστος, ἀνέκφραστος, ἕνα φάσμα θεότητας.
Ποιός καί γιατί θά τόνἐγνώριζε; ᾿Αντίθετα, εἶναι
δραστήριος καί ἐνεργός. Αὐτό γίνεται στίς θεῖες του ἐνέργειες. Εἶναι δέ οἱ
θεῖες ἐνέργειες θεοπρεπεῖς διακρίσεις στή θεότητα, στόν ἴδιο βαθμό πού εἶναι
καί οἱ θεῖες ὑποστάσεις. ῞Οπως δέ αὐτές διακρίνουν τή θεότητα χωρίς νά τή
συνθέτουν, ἔτσι καί οἱ θεῖες ἐνέργειες ἐκφράζουν τό Θεό, χωρίς νά ἐπιφέρουν
σύνθεση στήν ἁπλή φύση του. ῞Οπως οἱ ὑποστάσεις, ἔτσι καί οἱ θεῖες ἐνέργειες
εἶναι διακρίσεις ἀΐδιες στόν Τριαδικό Θεό. Δέν προσδιορίζονται ἀπό τό χρόνο, ὁ
ὁποῖος εἶναι τό μέτρο διαδοχῆς καί ἐξελίξεως τῶν φυσικῶν ὄντων. Δέν ὑπάρχει σ’
αὐτές τό πρότερο καί τό ὕστερο, πού θά ἀλλοίωνε τή φύση τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτές
δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ θεότητα. Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι ὁ ἔμφυτος πλοῦτος τῆς
θεότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τή θεία οὐσία, πού εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατική,
ἀνέκφραστη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι κοινωνητές καί
μεταδοτές. Μέ αὐτές ὁ Θεός ἐξωτερικεύεται, δημιουργεῖ τά ὄντα, ἀποκαλύπτεται
στόν κόσμο γιά τόν ὁποῖο προνοεῖ καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο σώζοντάς τον ἀπό τήν
ἁμαρτία. Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι πολλές, ἀνάλογα μέ τό ἐξωτερικό ἔργο τῆς
Τριαδικῆς θεότητος (ἐνέργεια δημιουργική, προνοητική, σοφοποιός, ἁγιαστική,
θεοποιητική κ.τ.ὅ.). Οἱ θεῖες ἐνέργειες –συνωνυμικά· χάρις, φῶς Χριστοῦ, δόξα
τῆς Τριάδος– εἶναι μέγεθος ἄκτιστο καί ἀδημιούργητο.
Στή θεότητα,
τέλος, ἔχουμε τίς διακρίσεις καί τίς ἑνώσεις. Τίς πρῶτες συνιστοῦν οἱ
ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες, ἐνῶ τίς δεύτερες ἡ θεία οὐσία, ἡἑνότητα τῆς
θείας βουλῆς καί ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριαδικῶν προσώπων. Στά δύο αὐτά
πνευματικά μεγέθη ἐξισορροπεῖται ἡ ἀληθινή ἰδέα τοῦ χριστιανικοῦ Τριαδικοῦ
Θεοῦ.
57. Πῶς
μπορεῖ νά προσεγγίσει κανείς τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ;
῾Η περί
τριαδικοῦ Θεοῦ διδασκαλία ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο δόγμα τῆς ὀρθόδοξης πίστεως.
Εἶναι ἀλήθεια μυστηριακή, ὑπερβαίνουσα ἀπόλυτα τήν ἀνθρώπινη κατάληψη .
῾Ο ἀνθρώπινος λόγος μέ τήν ὅποια
ἰδιοσυστασία καί τήν ποιότητά του, ἀδυνατεῖ νά τήν προσεγγίσει.
Οὔτε ὑπάρχει κτιστή ἀναλογία πού νά τήν ἐκφράσει. Τόσο ὁ σοφός πιστός ὅσο καί ὁ
ἀμαθής βρίσκονται σέ ἴση ἀπόσταση ἀπό τό μέγεθος τῆς θείας ἀπειρίας. Μόνο
μέ τή φωτισμένη πίστη μποροῦμε κάπως νά προσεγγίσουμε τό ἀπερινόητο μυστήριο.
᾿Αλλά καί προσεγγίζοντάς το νιώθουμε νά χανόμαστε στόν
ὠκεανό τῆς θείας ἀκαταληψίας. Τό μόνο πού αἰσθανόμαστε εἶναι ὅτι
μιλᾶμε μέ τό Θεό, ὅτι τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο μιλάει στίς φτωχικές μας καρδιές
. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος θησαυρός ὁ κρυμμένος στίς καθαρές καί ἄδολες ψυχές!
῾Ο
ἄνθρωπος, ὁ φύσει ζητητικός καί ἐρευνητικός, δέν μπορεῖ
παρά νά προσπαθεῖ νά ἐρευνήσει τό Θεό. Αὐτό φυσικά δέν εἶναι κακό, ἀρκεῖ νά
γίνεται μέσα στά πλαίσια πού ὁριοθετοῦν ἡ θεία ἀποκάλυψη, ἡ αἴσθηση τῆς
ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνείδηση τῆς πενιχρότητας τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ. Στήν
ἔρευνα δυστυχῶς αὐτή ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν παραμένει πάντοτε στά φυσικά του
ὅρια τά φωτιζόμενα ἀπό τήν πίστη, ἀλλά βγαίνει ἔξω, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν
ἀληθινή διάστασή του καί ἀντί νά ἑρμηνεύσει τό μυστήριο, τό διαστρεβλώνει καί
τό καταστρέφει δημιουργώντας τίς διάφορες αἱρέσεις. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὁ λόγος
δουλεύει αὐτόνομα, χωρίς σχέση καί ἀναφορά πρός τή χάρη καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Σ’ αὐτό τό ἔργο ὁ λόγος εἶναι πολύ λιγοστός, θρυμματίζεται εὔκολα, φθείρεται
καί παραμορφώνεται.
58. Σέ τί
συνίσταται τό τριαδολογικό πρόβλημα;
Στή διαφύλαξη
τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ, δηλαδή στή σωστή σχέση τῶν προσώπων πρός τή
θεία οὐσία, ὥστε νά ὑπάρχει ἕνας μόνο Θεός καί ὄχι τρεῖς, καί στή σωστή σχέση
τῶν θείων προσώπων πρός ἄλληλα.
Τό ζήτημα
αὐτό εἶναι ἀρκετά δύσκολο. Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ἔγιναν πολλές προσπάθειες
ἑρμηνείας τοῦ δόγματος, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες κατέληξαν σέ αἵρεση.
59. Ποιά
εἶναι ἡ περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου θεωρία;
῾Η θεωρία
αὐτή διατυπώθηκε πολύ νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία κυρίως ἀπό τούς ᾿Απολογητές
(᾿Ιουστίνο καί Τατιανό) καί ἄλλους. ῎Ηθελαν νά ἐξηγήσουν τή σχέση τοῦ Λόγου
πρός τόν Πατέρα, πού εἶναι ἡ πηγή καί ἡ αἰτία τῆς θεότητας. Κατά τή θεωρία
(Τατιανός) ὁ ποιητής τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Πατήρ. Πρίν ἀπό τή δημιουργία
τῶν κτισμάτων ὁ Λόγος βρισκόταν σέ ἰδιωματική
κατάσταση, δηλαδή ἦταν ἁπλό ἰδίωμα, χωρίς προσωπική ὑπόσταση. ῏Ηταν λόγος
ἐνδιάθετος. ῞Ομως λίγο πρίν ἀπό τή δημιουργία, προπηδᾶ ἀπό τούς κόλπους τοῦ
Πατρός καί εἰσέρχεται στό στάδιο τῆς προσωπικῆς του καταστάσεως. Γίνεται ἔργο
«πρωτότοκον» τῆς βουλῆς τοῦ Πατρός. Διά τοῦ προσωπικοῦ πλέον Λόγου ὁ Πατήρ
δημιουργεῖ τόν κόσμο. Κατά τόν Τατιανό ὁ Λόγος δέν προέρχεται «κατ’
ἀποκοπήν», δέν εἶναι δηλαδή κομμάτι τῆς
οὐσίας τοῦ Πατρός, ἀλλά «κατά μερισμόν», κατά
μετάδοσιν, ἀφήνοντας ἀνέπαφη τήν οὐσία τοῦ Πατρός. ῎Εφερε καί παράδειγμα· ὅπως
ἀπό μιά δάδα ἀνάβονται πολλά φῶτα, χωρίς αὐτά νά μειώνουν τό ἀρχικό φῶς, ἔτσι
καί ὁ Λόγος προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, χωρίς ἡ φύση τοῦ τελευταίου νά ὑφίσταται
μείωση ἀπό τήν προβολή.
Περιττό νά
ποῦμε ὅτι τά διδάγματα αὐτά εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα, δυνάμενα νά ὁδηγήσουν στήν
ἀρειανική κακοδοξία. Οἱ ᾿Απολογητές φυσικά δέν προχώρησαν στό στάδιο αὐτό.
῎Εθεσαν βέβαια σέ ἀμφιβολία τήν αἰωνιότητα καί τήν προσωπική
ὑποστατική αὐτοτέλεια τοῦ Λόγου, δέν
προχώρησαν ὅμως σέ ἄρνηση τῆς θεότητάς του .
60. Ποιά
ἦταν ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Λόγου στόν Πατέρα ;
Εἶναι θεωρία
παρεμφερής πρός τήν προηγούμενη. Τήν διετύπωσαν ὁ ᾿Ιουστίνος, ὁ φιλόσοφος καί
μάρτυς, καί ἄλλοι ᾿Απολογητές. Τό κύριο μέλημα τοῦ᾿Ιουστίνου ἦταν ἡ διαφύλαξη
τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐκ πρώτης ὄψεως ἀπειλεῖ ἡ παραδοχή εἰς αὐτόν
(τόν Θεό) δύο προσώπων διαφερόντων «τῷ ἀριθμῷ», δηλαδή ξεχωριστῶν καί
πραγματικῶν. Πῶς εἶναι δυνατό νά εἶναι ἕνας ὁ Θεός ὅταν σ’ αὐτόν ὑπάρχουν δύο
πρόσωπα (καί τρία μέ τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο); ῎Ετσι ἀνακύπτει ἡ περί διπλῆς
καταστάσεως τοῦ Λόγου θεωρία ], ὅπως
τήν εἴδαμε στό προηγούμενο
ἐρώτημα. Στήν πρώτη κατάσταση ὁ Λόγος βρισκόταν ὡς
δύναμη ἰδιωματική στό Θεό καί ὄχι ὡς πρόσωπο ξεχωριστό καί πραγματικό. Αὐτό
ἔγινε ὅταν ὁ Θεός θέλησε νά δημιουργήσει τά ἐξωτερικά ὄντα. ᾿Επειδή δέ αὐτός,
ὡς ἀπόλυτα ὑπερβατικός, δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει ἄμεσα τόν κόσμο (ἰδέα
πλατωνική, φιλώνεια),σύρει τόν Λόγο ἀπό τήν ἐνδιάθετη ἰδιωματική του κατάσταση
καί τόν γεννᾶ, ἀπό τή βουλή του, προφορικόν, δηλαδή ὡς πρόσωπο ξεχωριστό, τό
ὁποῖο χρησιμεύει στό Θεό σάν ὄργανο, γιά νά
δημιουργήσει δι’ αὐτοῦ τά ὄντα. ῾Ο Λόγος εἶναι ὑπηρετικό
ὄργανο τοῦ Πατρός καί ὡς τέτοιος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά
κατώτερος αὐτοῦ. ῾Ο Λόγος εἶναι ὑποταγμένος στόν Πατέρα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί
στό πεδίο τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπου ὁ Λόγος, ὡς ὄργανο τοῦ
Πατρός, φανερώνει στόν κόσμο τό θέλημα
καί τίς βουλές τοῦ Πατρός.
Δέν εἶναι
δύσκολο νά κατανοηθεῖ, ὅτι τόσο τά περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου διδάγματα,
ὅσο καίἡ περί ὑποταγῆς θεωρία εἶναι ἐπικίνδυνα, ὡς θέτοντα σέ ἀμφιβολία τό
θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Λόγου, δηλαδή τήν αἰωνιότητα, τήν αὐτοτέλεια καί τή
θεότητά του. ῞Ενα μόνο βῆμα χωρίζει τά διδάγματα αὐτά ἀπό τόν ᾿Αρειανισμό, στόν
ὁποῖο ὅμως δέν ὑπέπεσε ὁ ἱερός ᾿Απολογητής.
61. Ποιός
ἦταν ὁ Σαβέλλιος καί τί δίδασκε;
῏Ηταν ὁ
κυριότερος ἐκπρόσωπος τοῦ τροπικοῦ
μοναρχινιασμοῦ ἤ πατροπασχητισμοῦ, τριαδολογικῆς
αἱρέσεως τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Σ’ αὐτήν καταλέγονταν ὁ Πραξέας καί ὁ Νοητός.
῾Η αἵρεση ὀνομάζεται τροπικός μοναρχιανισμός, γιατί δίδασκε αὐστηρά τή μοναρχία
(= μία ἀρχή) στό Θεό (τόν Πατέρα), ἀρνοῦνταν δέ τήν ὕπαρξη τῶν προσώπων ὡς
αὐτοτελῶν ὑποστάσεων, χαρακτηρίζοντάς τες ὄχι σάν πραγματικές ὑποστάσεις στή θεότητα,
ἀλλά σάν τρόπους μέ τούς ὁποίους ὁ ἕνας Θεός ἐνεργεῖ κάθε φορά στόν κόσμο.
Πατροπασχιτισμός δέ, γιατί μή διακρίνοντας τόν Πατέρα, ἀπό τόν Υἱό, σάν πρόσωπο
ξεχωριστό, στό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν ἔπαθε ὁ Υἱός ἀλλά ὁ Πατήρ.
Οἱ αἱρέσεις
αὐτές ὡς κύριο μέλημα εἶχαν τήν πάση θυσία διαφύλαξη τῆς μοναρχίας στή θεότητα,
ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὄχι πολλοί. Κατ’ αὐτές τήν πολλότητα στό Θεό
εἰσηγεῖται ἡ παραδοχή τῶν ὑποστάσεων ὡς πραγματικῶν προσώπων, πού
μερίζουν τή θεότητα. ῾Ο Πραξέας δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός δέν ὑπάρχει κατ’
ἑαυτόν, εἶναι ἕνα ἄλλο ὄνομα τοῦ Πατρός, ἕνα φύσημα φωνῆς, φωνή καί ἦχος
στόματος, ἀέρας πού κρούεται. Πατήρ καί Υἱός εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο.
Μόνο ὁ Πατήρ γεννήθηκε καί ἔπαθε πάνω στή γῆ (= Πατροπασχητισμός). Τίς ἴδιες
ἀντιλήψεις δίδασκε καίὁ Νοητός.
῾Ο Σαβέλλιος
ἀνέπτυξε συστηματικότερα καί πληρέστερα τόν τροπικό μοναρχιανισμό. ῾Ο
Θεός δέν εἶναι Πατήρ καί Υἱός, ἀλλ’ «Υἱοπάτωρ» . Τά ὀνόματα Υἱός καί
Πνεῦμα δέν σημαίνουν ἐσωτερικές διακρίσεις στή θεότητα, ἀλλ’ ἐξωτερικές σχέσεις
τοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Εἶναι διαδοχικές ἱστορικές ἐμφανίσεις
τῆς θεότητας, πού κάνουν ἐμφανεῖς τίς ἐξωτερικές ἐνέργειες τοῦ ἑνός κατ’ οὐσίαν
Θεοῦ. Τή θεότητα τήν ἀπαρτίζει μόνο ὁ Πατήρ. ῾Ο Υἱός καί τό Πνεῦμα εἶναι
περιστασιακές αὐτοφανερώσεις τοῦ Πατρός. Στό πεδίο τῆς οἰκονομίας ὁ ἕνας Θεός
πλατύνεται καί συστέλλεται ἀνάλογα μέ τίς ἐνέργειές του στόν ἐξωτερικό κόσμο.
Κατά τό Ζωναρᾶ καί τό Βαλσαμώνα ὁ Σαβέλλιος ἐδογμάτιζε «συναλοιφήν καί
σύγχυσιν, τάς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς μιᾶς οὐσίας καί θεότητας εἰς ἕν πρόσωπον
συναιρῶν καί συγχέων, καί ἕν πρεσβεύων ἐπί τῆς Τριάδος Τριώνυμον πρόσωπον,
λέγων τόν αὐτόν ποτέ μέν ὡς Πατέρα φανῆναι, ποτέ δέ ὡς Υἱόν, ποτέ δέ ὡς Πνεῦμα
ἅγιον μεταμορφούμενον καί ἄλλοτε ἄλλως μετασχηματιζόμενον» .
62. Τί
δίδασκε ὁ῎Αρειος ;
῾Ο
῎Αρειος ἦταν ὁ εἰσηγητής τῆς
αἱρέσεως πού φέρει τό
ὄνομά του (᾿Αρειανισμός), ἡ ὁποία ἦταν ἡ σημαντικότερη αἵρεση πού
συνεκλόνισε πέρα ἀπό κάθε ἄλλη
τήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία. ῏Ηταν μαθητής
τοῦ Λουκιανοῦ ᾿Αντιοχείας καί ἀμιγεῖς ὀπαδοί του ἦταν ὁ Εὐνόμιος
καί ὁ᾿Αέτιος. ῾Ο ῎Αρειος καί οἱ ὀπαδοί του εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό
τους. ᾿Επειδή ἦταν μορφωμένοι (γνώριζαν διαλεκτική καί φιλοσοφία), θεωροῦσαν
ἀνώτερους τούς ἑαυτούς των καί περιφρονοῦσαν τούς «ἐκκλησιαστικούς», αὐτούς
δηλαδή πού πίστευαν, χωρίς ἔρευνα καί ἐμβάθυνση, τή διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο ἐγωισμός καί ἡ ἔπαρση εἶναι τά κύρια χαρακτηριστικά κάθε αἱρέσεως. ῾Ο
ἄνθρωπος πού ἀντιμάχεται τό δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας του πρέπει νά εἶναι
αὐτάρεσκος, ἐγωιστής καί ὑπερφίαλος.
Καί τόν
῎Αρειο ἀπασχολοῦσε ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ. ᾿Ενῶ δέ οἱ πρό αὐτοῦ
᾿Απολογητές καί οἱ τροπικοί Μοναρχιανοί προσπαθοῦσαν νά λύσουν τό πρόβλημα μέ
τήν ὑποβάθμιση τοῦ Λόγου, ἀμφισβητώντας εἴτε τήν αἰωνιότητα εἴτε τό προσωπικό
του ἀξίωμα, αὐτός ἀρνήθηκε μιά καί καλή τή θεότητά του κι ἡσύχασε. ῾Ο ῎Αρειος
συμμεριζόταν τήν περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου διδασκαλία τῶν ᾿Απολογητῶν καί
τῶν ἄλλων θεολόγων τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Αὐτό δέν ἐνοχλοῦσε τότε
τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία οὐδέποτε κατεδίκασε
τά διδάγματα αὐτά. ῾Ο ῎Αρειος κατέστη ἐπικίνδυνος μόλις πολέμησε τή
θεότητα τοῦ Λόγου.
῎Εγραφε·
«Πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων... καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων
γέγονε». «῏Ην ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ’ ἀρχήν τοῦ
κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός». ῾Ο Λόγος ἑπομένως δέν εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός,
ἀλλ’ ἁπλῶς «θεῖος». Τίς ἐπικίνδυνες αὐτές διδασκαλίες τοῦ᾿Αρείου
κατεδίκασε ἡ᾿Εκκλησία στήν πρώτη
μεγάλη Σύνοδό της στή Νίκαια τῆς
Βιθυνίας (325).
῾Ο Λόγος,
κατά τόν ῎Αρειο, δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός, τό
τελειότερο βέβαια, «ὄν πεποιημένον», ἀνεξάρτητο καί ξένο τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός.
«῎Ιδιον οὐδέν ἔχει τοῦ Θεοῦ καθ’ ὑπόστασιν ἰδιότητος, οὐδέ γάρ ἐστιν ἴσος, ἀλλ’
οὐδέ ὁμοούσιος αὐτῷ». «Ξένος τοῦ υἱοῦ κατ’ οὐσίαν ὁ Πατήρ ὑπάρχει, ὅτι ἄναρχος
ὑπάρχει». ῾Ο Λόγος, ὡς μία τῶν δυνάμεων τοῦ Θεοῦ (μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ἀκρίδα
καί ἡ κάμπη) εἶναι αὐτεξούσιος, τρεπτός καί ἀλλοιωτός. ῞Ομως διά τῆς σταθερῆς
προσκολλήσεώς του στό ἀγαθό, ἔγινε ἄτρεπτος καί ἀναλλοίωτος. ῾Ο Λόγος ἐντούτοις
εἶναι τό τελειότερο τῶν κτισμάτων, δέν εἶναι ὅπως τάὑπόλοιπα κτίσματα καί
γεννήματα. ῾Ο Θεός, προβλέποντας τήν ἀρετή του, τοῦ ἔδωσε τιμή καί δόξα. Μέ τή
χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς δικές του δυνάμεις κατέστη «πλήρης Θεός μονογενής,
ἀναλλοίωτος» (ἠθική θεοποίηση).
63. ῎Εχουν
καμιά σχέση μέ τόν ῎Αρειο οἱ σημερινοί Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ;
῎Εχουν σχέση
γενετική. Οἱ Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ κατάγονται πνευματικά ἀπό τόν ᾿Αρειανισμό.
᾿Αναμασσοῦν τά διδάγματα τοῦ ἀρχαίου αἱρεσιάρχη. Κόκκινο πανί στά μάτια τους
εἶναι ἡ περί Θεοῦ Λόγου διδασκαλία τῆς πίστεως. Τούς πιάνει μανία ὅταν ἀκοῦνε
γιά τή θεότητα τοῦ Λόγου. ῞Οπως ὁ ῎Αρειος, ἔτσι καί αὐτοί πολεμοῦν μέ λύσσα τό
κορυφαῖο αὐτό δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Κατ’ αὐτούς
ὁ Λόγος εἶναι μέν Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί Θεός. Τονίζουν τή θεία υἱότητα
τοῦ Λόγου γιά νά πάρουν μέ τό μέρος τους τούς ἀδαεῖς καί ἀφελεῖς, ὅτι τάχα
τιμοῦν τό ἀξίωμα τοῦ Λόγου, ἐνῶ συγχρόνως ἀθετοῦν τή θεότητά του, προσβάλλοντας
κατά τόν πιό βάναυσο τρόπο τό θεοπρεπές ἀξίωμά του. Βέβαια εἶναι σωστή ἡ θέση
ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἐλλιπής. ῾Η ὀρθή καί ὁλοκληρωμένη
πίστη εἶναι· ῾Ο Λόγος εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός.῾Ο τονισμός μόνο τοῦ πρώτου
σκέλους τῆς ὁμολογίας σέ συνδυασμό μέ τήν παρασιώπηση τοῦ
δεύτερου σκέλους, δέν λέει καί πολλά πράγματα.
῾Απλούστατα,
γιατί υἱοί Θεοῦ λέγονται στή Γραφή
καί οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι. Κατά τί διαφέρει ἡ υἱότητα τοῦ Λόγου
(τοῦ Χριστοῦ) ἀπό τήν υἱότητα π.χ. τοῦ᾿Αβραάμ ἤ τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ;
῾Ο Λόγος δέν
εἶναι Θεός. ᾿Από τή βάση αὐτή δέν θέλουν νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Μάρτυρες
τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἐμμένοντας σ’ αὐτή πεισματικά. ῞Οπως ὁ῎Αρειος, ἔτσι κι αὐτοί
κατατάσσουν τό Λόγο στή σειρά τῶν κτισμάτων. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τό πρῶτο
καί καλύτερο. Κακῶς δέ λατρεύεται ἀπό τούς χριστιανούς. Τώρα πῶς μπορεῖ ἕνα
κτίσμα, ὅσο λαμπρό κι ἄν εἶναι, νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία,
εἶναι ἀμήχανο καί ἄπορο. ῎Οχι
φυσικά γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τήν ἰδέα τῆς
κολάσεως.Από τί νά σωθεῖ –ἀλήθεια– ὁἄνθρωπος; Μιά καί μιλᾶμε γιά τούς Μάρτυρες
τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἄς ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τήν ἰδιαίτερη ταυτότητά τους. Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοί δέν εἶναι ἁπλά βλάσφημοι τοῦ ὀνόματος καί τοῦ ἀξιώματος τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλ’ εἶναι κυριολεκτικά ἀντίχριστοι. Μάχονται τό πρόσωπο καί τό ἔργο
τοῦ Κυρίου, τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς ἁγίας
᾿Εκκλησίας του. Γιά νά βρεῖτε τί
πιστεύουν, δέν ἔχετε παρά νά ἀντιστρέψετε ὅ,τι διδάσκει
ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας μας, σέ ὅλο τό φάσμα τῶν θείων δογμάτων της. ῞Ολα τά
ἀνατρέπουν καί τά μάχονται. Εἶναι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ καί
τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν καταστροφή τῶν ὁποίων
ἔχουν τάξει ὡς ἰδιαίτερο στόχο τοῦ σκοτεινοῦἔργου τους. Προσοχή ἀπ’
αὐτούς!
64. Τό
filioque εἶναι τριαδολογική κακοδοξία;
᾿Αναντιρρήτως
ναί καί μάλιστα μεγάλη, γιατί φθείρει τήν περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία. Κατά
τήν ὀρθόδοξη πίστη τό῞Αγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, πού εἶναι ἡ
πηγή τῆς θεότητας τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καί
πέμπεται στόν κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ
πρός τελείωση τοῦ ἔργου τῆς ἀπολυτρώσεως. ῾Η
διδασκαλία αὐτή στηρίζεται στό κλασικό χωρίο τῆς Γραφῆς ᾿Ιωάν.
15,26· «῞Οταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν
ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς
᾿Αληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται...», ὅπου ὁ μέν ἐνεστώς «ἐκπορεύεται»
σημαίνει τήν ἀΐδια πρόοδο τοῦ Πνεύματος παρά τοῦ Πατρός, ὁ δέ μέλλων «πέμψω»
τήν ἔγχρονη ἀποστολή τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Υἱό. Αὐτός εἶναι γενικά ὁ ὀρθόδοξος
τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
῾Η Ρωμαϊκή
ὅμως ᾿Εκκλησία ἔχει ἄλλη ἀντίληψη. Διδάσκει ὅτι τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο δέν
ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (filioque). Τή διδασκαλία
της αὐτή στηρίζει σέ χωρία τῆς Γραφῆς (᾿Ιωάν. 16,13.5 κ.ἄ.) τά ὁποῖα ἑρμηνεύει
μέ τό δικό της τρόπο. Τό filioque, ἡ ἰδέα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τή
θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ Λατινική
᾿Εκκλησία τό προσέθεσε στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως
στήν ᾿Ισπανία σέ σύνοδο τοῦ Τολέδου τό 589, προφανῶς γιά νά
στηρίξει τήν πίστη στή θεότητα τοῦ
Λόγου, πού πολεμοῦσε τότε λυσσωδῶς ὁ Δυτικογοτθικός
᾿Αρειανισμός. ᾿Από τήν ῾Ισπανία μεταφέρθηκε τό filioque καί σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές
χῶρες, ὄχι βέβαια χωρίς ἀντίδραση.
Τό filioque,
πού δέν ἔχει πραγματικό ἔρεισμα στή Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό εἶδε σάν δεινή τριαδολογική αἵρεση καί τό πολέμησε
ἰσχυρά. 1) Γιατί καταργεῖ τό ἀξίωμα τοῦ Πατρός ὡς πηγαίας θεότητας. 2) Καταλύει
«τό τῆς μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εἰσάγοντας δύο ἀρχές στή θεότητα, τόν
Πατέρα καί τόν Υἱό. 3) ᾿Επιφέρει σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν
προσώπων, τά ὁποῖα (ἰδιώματα) εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετακίνητα καί
ἀμετάδοτα, ὥστε νά διερωτᾶται κανείς· γιατί ὁ Πατήρ νά μή
γεννᾶται ἀπό τόν Υἱό καί ὁ Υἱός νά ἐκπορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα; κ.ο.κ. 4)
῾Υποβαθμίζει τό Πνεῦμα ἔναντι
τοῦ Υἱοῦ, ὑποβαθμίζοντας τό θεοπρεπές του
ἀξίωμα καί θέτοντας σέ κίνδυνο τό ἁγιαστικό ἔργο του.
Τό filioque
πούἔγινε αἰτία διασχίσεως τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (867) καί
Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δέν εἶναι
«θεολογούμενον» , μία δηλαδή ἀμφιλεγόμενη
δογματική δοξασία, τῆς ὁποίας ἡ ἀθέτηση δέν ἔχει καί τόσο μεγάλη σημασία.
Τουναντίον, γιά τή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία εἶναι κορυφαῖο δόγμα πίστεως, τοῦ ὁποίου ἡ
ἄρνηση στερεῖ τόν ἄνθρωπο τῆς σωτηρίας· γιά δέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι
ἀθέτηση κορυφαίας στιγμῆς τῆς περί῾Αγίας Τριάδος διδασκαλίας, τῆς ὁποίας ἡ
ἀποδοχή καταδικάζει αἰώνια τόν ἄνθρωπο. Στό θεολογικό διάλογο πού διεξάγουμε μέ
τή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία τό filioque ἀποτελεῖ πρόβλημα ἀκανθῶδες. Πρέπει δέ
νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς».
65. ῾Η
ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς ῾Αγίας
Τριάδος;
Ναί, τό
παραβλάπτει. Φθείρει τήν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. ῞Οπως σημειώσαμε
στό προηγούμενο, στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχουν· ἡ οὐσία, οἱ ὑποστάσεις καί οἱ
θεῖες ἐνέργειες. ῎Αν λείψει ἕνα ἀπό τά τρία αὐτά, φθείρεται ἡ ἔννοια τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αἵρεση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄρνηση ἤ ἡ παρεκδοχή τῆς θείας οὐσίας ἤ
τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἀλλά καί ἡ ἄρνηση ἤ παρεκδοχή τῶν ἄκτιστων θείων
ἐνεργειῶν.
Τίς θεῖες
ἐνέργειες ἀρνεῖται ἀπό τό Θεό ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. Τίς ἀπορρίπτει γιατί κατ’
αὐτήν ἡ ὕπαρξη τῶν θείων ἐνεργειῶν συνθέτει τή φύση τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας
καταλύει τήν ἄπειρη ἁπλότητα. Βεβαίως ὑπάρχουν δυνάμεις στό Θεό,· ὅμως αὐτές
δέν εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιση δέν εἶναι καί ἡ θεία χάρη καί τό φῶς τοῦ
Χριστοῦ. ῞Ολα αὐτά κατά τή λατινική
θεολογία εἶναι μεγέθη κτιστά, τά ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ
ὑπερβατικός Θεός γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γύρω ἀπό τό ζήτημα τῶν ἄκτιστων
θείων ἐνεργειῶν διεξήχθησαν σκληροί ἀγῶνες μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς καί
τῆς λατινικῆς Δύσεως. ῾Ο μοναχός Βαρλαάμ, ἐκπρόσωπος τοῦ λατινικοῦ πνεύματος,
καταπολέμησε σφοδρῶς τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία· αὐτόν
δέ ἀντιμετώπισε σθεναρά ὁ
μεγάλος πρόμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι τῆς
᾿Εκκλησίας δικαίωσαν τούς ἀγῶνες καί
τή διδασκαλία τοῦ῾Αγίου,καί καταδίκασαν τόν λατινόφρονα
Βαρλαάμ .
Τό
ζήτημα τῶν θείων ἐνεργειῶν
εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά
τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία, ὄχι μονάχα γιά τήν ὁλοκληρία τῆς περί῾Αγίας
Τριάδος διδασκαλίας της, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ὑπόστασή της καί τό λυτρωτικό
ἔργο της. ῾Η ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) ἀποτελεῖ τόν ζωτικό καί ἁγιαστικό
τῆς ᾿Ορθοδοξίας δεσμό. Μέ τή βαθιά ἕνωση μαζί της θεοποιεῖται ὁἄνθρωπος. Θά
μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θέωση, ἄν ἡ θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) δέν ἦταν μέγεθος
ἄκτιστο ἀλλά κτιστό; ᾿Αλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά συνοικήσουν ᾿Ορθοδοξία καί
Ρωμαιοπαπισμός μέ τόσο ἔντονες σωτηριολογικές καί ἐσχατολογικές ἀποκλίσεις καί
διαφορές; Οἱ μέν ᾿Ορθόδοξοι νά ὁραματίζονται καί νά σπεύδουν πρός τή θέωση, οἱ
δέ Ρωμαιοκαθολικοί νά εἶναι ἀνίδεοι τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ πράγματος;
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου