Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016
54. Αντώνιος Μέγας ( + 356)
Γενικά
”Εναρξη καί καθιέρωση τον
άναχωρητικοΰ μοναχισμού
'Η άσκηση υπήρξε πάντοτε
μόνιμο γνώρισμα των μελών τής Εκκλησίας, αλλά μόλις τόν Γ' αι. καί δη στην
Αίγυπτο έχουμε τίς πρώτες άναφορές άσκητών. Ό Μ. ’Αθανάσιος (Βίος ’Αντωνίου 3)
πληροφορεί ότι άσκητές ζοΰσαν περί τό 270 λίγο έξω από πόλεις καί χωριά του
Νείλου ή, άπλούστερα, έξω από τά σπίτια τους. Τό γεγονός όμως ότι ό ’Αντώνιος
ήδη τό 270 γνώρισε γέροντες άσκητές, πού είχαν νά δείξουν σπουδαίες άλλά καί
ποικίλες αρετές, πού μ’ επιτυχία καλλιεργούσαν διαμορφωμένη ό καθένας άσκηση,
προϋποθέτει μία πείρα, τουλάχιστον 20 καί 30 ετών. Τό φαινόμενο λοιπόν τού ά
σκητικομοναστικοϋ βίου άρχισε λίγο πρίν τόν διωγμό τού Δεκίου (251) (μέ τόν όποίο
εσφαλμένα οί έρευνητές συνέδεσαν τόν ασκητικό βίο των άναχωρητών μοναχών) καί
πηγάζει καί τρέφεται άμεσα άπό την φύση καί τό βίωμα τής Εκκλησίας.
’Αναμφίβολα, παράγοντες ιστορικοί καί συνθήκες τοπικές εύκόλυναν τήν διαμόρφωσή
του, χωρίς όμως αύτά νά συνιστούν τήν αιτία του. Είναι θαυμαστό ότι οί αίγύ
πτιοι ένσαρκωτές τού άναχωρητικοΰ καί τοϋ κοινοβιακοϋ μοναχι. σμοϋ δέν
έμπνεύστηκαν τό νέο αύτό είδος εκκλησιαστικού βίου άπό καμμία τάση τής
άλεξανδρινής θεολογίας· ήταν άγράμματοι κόπτες, πού θεμελίωσαν ένα τεράστιο
οικοδόμημα, τήν στιγμή άκριβώς πού δίπλα τους δημιουργούσαν ό ’Ωριγένης, ό
Διονύσιος ’Αλεξάνδρειάς, ό Θεόγνωστος, ό ’Άρειος καί ό ’Αθανάσιος.
Είναι όμως
άλήθεια ότι ό άναχωρητισμός ειδικά καί ό μοναχισμός γενικά πήραν τήν μεγάλη
τους θέση στήν συνείδηση τής Εκκλησίας καί άναπτύχτηκαν ραγδαία μέ τήν
θεολογική δικαίωση καί θεμελίωση πού τούς προσέφερε τό 357 ό Μ. ’Αθανάσιος στό έργο
«Βίος καί πολιτεία... τοϋ ’Αντωνίου». Στό έργο τούτο δίνεται τό θεολογικό βάθος
τής άσκήσεως, άναφέρονται ποικίλα εΐδη πνευματικού άγώνα, άξιολογούνται ή
κάθαρση τής καρδΐας καί οί δαιμονικοί πειρασμοί μέσω τής περιγραφής κι
έρμηνεΐας των πράξεων καί τών λόγων τού πρώτου μεγάλου άναχωρητή, τού Ά. Γι’
αύτό δίκαια ό «Βίος» έκτιμήθηκε στήν ’Εκκλησία ώς διάγραμμα τού άσκητικοϋ καί
μοναχικού βίου καί ως πρότυπο τής μετέπειτα άσκητικής φιλολογίας.
Τό πρόβλημα τοϋ «Βίου»
Ή φύση καί ή έκπληκτική
έπίδραση του «Βίου τοϋ ’Αντωνίου» προ κάλεσαν έντονες συζητήσεις γιά την
γνησιότητα καί την ίστορικό τητά του. Τήν γνησιότητά του βεβαιώνουν συγγραφείς
τοϋ Δ' αί., όπως ό Γρηγόριος Θεολόγος (Λόγος 21,5), ό 'Ιερώνυμος (De viris ill.
87 καί 88) καί ό Εύάγριος ’Αντιόχειας, πού μάλιστα περί τό 375 μετέφρασε τόν
«Βίο» στά λατινικά ώς έργο τοϋ ’Αθανασίου. Τήν ιστορικότητα του άμφισβήτησαν ό
Reitzenstein τό 1914 καί άλλοι μετά, στηριζόμενοι σε μορφολογικά στοιχεία
κυρίως, σε έπιδράσεις, πού έπισήμαναν άπό παλαιότερα χριστιανικά καί δή
έλληνιστικά κείμενα, καί στόν προγραμματικό χαρακτήρα τοϋ έργου.
Οί έλληνιστικοί
φιλολογικοί τύποι τοϋ «Βίου» έπισημαίνονται κυρίως στήν κατάταξη τοϋ ύλικοϋ καί
τήν φιλολογική ένδυση πράξεων κι ένεργειών τοϋ Ά. "Επειτα ή έκθεση τής
διδασκαλίας τοϋ αγράμματου θεμελιωτή τοϋ άναχωρητισμοΰ με τήν μορφή συνεχούς
λόγου (κεφ. 1643) αποτελεί ασφαλώς κατάλληλη σύνδεση των όσων κατά καιρούς
έλεγε ό Ά. Οί λόγοι του καί τά άποφθέγματά του, όπως καί ή πρακτική τής
άσκήσεώς του, κυκλοφορούσαν πολύ πρίν πεθάνει μεταξύ των άναχωρητών, πλησίον
των όποιων έζησε γιά μερικούς μήνες ό ’Αθανάσιος. Αύτά σύναξε καί αύτά σε
περιθωριακά μόνο σημεία διασκεύασε ό ’Αθανάσιος γιά νά οικοδομήσει τόν «Βίο». Ό
Μέγας Ά. καί άρα ό «Βίος» είναι όντως «μοναχοΐς ικανός χαρα κτήρ πρός άσκησιν»
(1), είναι δηλαδή είδος προγράμματος άναχω ρητικοϋ βίου ή μοναστικός κανόνας με
μορφή διηγήματος (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 21, 5), αλλά δεν είναι κάτι πού
δημιούργησε αυθαίρετα ή επινόησε ό ’Αθανάσιος. Αυτός, διαπιστώνοντας τήν με
γαλωσύνη τοϋ Ά. κι εντυπωσιασμένος άπό αύτήν, παρουσίασε μέ όσο καλύτερη μορφή
μπορούσε ό,τι ήδη υπήρχε, ό,τι γνώριζαν πολλοί καί άσφαλώς ό,τι συντελούσε στήν
ανάδειξη τοϋ Ά. ώς προτύπου, ώς ηρώα, τοϋ άναχωρητικοϋ μοναχισμού.
Υπάρχουν όμως καί δύο
ισχυρά έπιχειρήματα γιά τήν ιστορικότητα των ίστορουμένων στόν «Βίο». Τό πρώτο
είναι ό ίδιος ό ’Αθανάσιος, ό όποίος α) γνώριζε προσωπικά τόν Ά., β) πήρε
πληροφορίες άπό τόν άναχωρητήμάρτυρα τών τελευταίων ετών καί στιγμών τοϋ Ά., γ)
είχε ήδη συντάξει άδιαμφισβήτητης ιστορικής άξίας έργα μέ θέμα τά γεγονότα τής
εποχής του καί δ) έγραφε τόν «Βίο» σέ περιβάλλον, στό όποίο ήταν άδύνατο νά
παρουσιάσει έναν Ά. διαφορετικό άπό τόν πραγματικό, γιατί όλοι γύρω του
γνώριζαν καλά τόν βιογραφούμενο, οί λιγότεροι άπό προσωπική σχέση καί οί άλλοι
άπ’ όσα κυκλοφορούσαν ήδη γι’ αυτόν. Τό δεύτερο επιχείρημα προσφέρουν οί πηγές
τής έποχής, τά στοιχεία τών όποιων ή συμφωνοΰν ή δέν έρχονται σέ άντίθεση μέ
τήν εικόνα τοϋ «Βίου». Σχετικές πληροφορίες δίνουν π.χ. ό Παλλάδιος (σημειώνει ό,τι
άκουσε από τόν Δίδυμο Τυφλό καί τόν Ισίδωρο Πηλουσιώτη, πού γνώρισαν τόν Ά.), ό
Ιερώνυμος (Επιστολή 68), ό Ρουφινος (Historia ecclesiastica II 7 καί Apol. II
12) καί ό Άμμούν (Επιστολή πρός Θεόφιλον). Είναι λοιπόν φανερό πώς ό ’Αθανάσιος
δεν μπορούσε νά παραχαράξει την φυσιογνωμία του Ά.
Μέ τόν Ά. λοιπόν καί τόν
«Βίο» του, πού έγραψε ό Αθανάσιος, άρχισε νά διαμορφώνεται ό άναχωρητικός
μοναχισμός, αλλά καινά καθιερώνεται πρακτικά καί θεολογικά.
Τό πρότυπο τοϋ άναχωρητή
Στην περίπτωση τοϋ Μ.
’Αντωνίου πρέπει νά μιλάμε κυρίως γιά τό πρότυπο πού αυτός ένσαρκώνει ή
δημιουργεί καί όχι γιά την διδασκαλία του. Αύτό, διότι ό άναχωρητής Ά. δεν
έγραψε θεωρητικό ασκητικό έργο, διότι ό ’Αθανάσιος στόν «Βίο» έκθέτει εκείνους
κυρίως τούς λόγους τοΰ Ά. πού τόν προβάλλουν ως πρότυπο καί διότι ό Ά., 6ταν
δίδασκε, έδειχνε πρακτικά ποιος πρέπει νά είναι γενικά ό μοναχός καί ειδικά ό
ασκητής. Τό διδάσκεΐν στόν Ά. σήμαινε έκ θέτειν τήν εμπειρία των πνευματικών
του αγώνων χωρίς θεολογική επεξεργασία.
’Έτσι ό Άντώνιοςπρότυπο
είναι ό απλός χριστιανός, πού δέχεται κλήση εσωτερική καί άρχίζει τόν ασκητικό
του βίο κοντά στό χωριό του καί κοντά στούς Ανθρώπους. ’Έπειτα, κινημένος από
έφεση γιά αυστηρότερη άσκηση καί ησυχία γίνεται άναχωρητής καί πραγματικός
ερημίτης, χωρίς εντούτοις ν’ αποξενωθεί τελείως από άλλους μοναχούς καί από τήν
ζωή τής Εκκλησίας. Στήν έρημο γίνεται απόλυτα ολιγαρκής καί καλλιεργεί τήν γη
γιά τήν ελάχιστη τροφή του. Ό έρημιτικός βίος τοΰ Ά. γνωρίζει πορεία
εξελικτική, ανάλογη μέ τόν βαθμό άσκήσεως καί μέ τήν νίκη κατά των δαιμόνων.
’Αναχωρεί γιά ερημικότερη έρημο, όταν γίνεται ώριμότερος γιά αύ στηρότερη άσκηση καί
γενναιότερους αγώνες. Κριτήριο τών αναζητήσεων καί τών μετακινήσεών του είναι ό
«τόνος τής άσκήσεως» καί ή δυνατότητα γιά τό «άδιαλεΐπτως προσεύχεσθαι» (Βίος
3). Ό πνευματικός του άγώνας διεξάγεται μέ προσευχή καί άσκηση, ή οποία γιά
πρώτη φορά χαρακτηρίζεται «μαρτύριον συνειδήσεως» καί εξισώνεται μέ τό μαρτύριο
τοΰ αίματος. Ό Ά. έχει άριστη μνήμη τής Γραφής, άπό τήν εποχή πού τήν άκουε
νέος. Τήν μελέτη όμως γενικά, πού Αποβλέπει στήν γνώση τής άλήθειας, ό ίδιος
(πού ήταν Αγράμματος) Αντικαθιστά μέ τήν άσκηση πρός κάθαρση τοϋ νοΰ καί τής
καρδίας, εφόσον ό Θεός Αποκαλύπτει τήν άλήθειά του στούς καθαρούς:
«ή καθαρεύουσα ψυχή,
πανταχόθεν καί κατά φύσιν έστώσα, δύ ναται, διορατική γενομένη, πλείονα καί
μακρότερα βλέπειν των δαιμόνων, έχουσα τόν άποκαλύπτοντα Κύριον αυτή» (Βίος
34).
Τήν προχωρημένη
πνευματική καθαρότητα ή καταλληλότητα χαρακτηρίζει κατάσταση «φυσική». Σ’
αυτήν, στήν όποια φθάνει μέ τήν θεία χάρη καί ή όποια δέν είναι άπόλυτα μόνιμη,
ό άνθρωπος άπαλ λάσσεται άπό τόν πόλεμο των δαιμόνων, ηρεμεί, γαληνεύει, κοινω
νεΐ μέ τόν Κύριο.
Κάθε είδους ψυχική
άναταραχή, ό φόβος, ή λύπη κ.λπ., οφείλονται στήν δράση των δαιμόνων. ’Αντίθετα
ή άφοβία, ή χαρά καί ή διάκριση των πνευμάτων (πονηρών καί αγαθών) αποτελούν τά
σύμβολα τής άγιότητας καί μακαριότητας, τά σύμβολα τής νίκης κατά των δαιμόνων.
'Η κατάσταση μακαριότητας σφραγίζεται συχνά μέ άρρητες θεοπτικές εμπειρίες:
«ήσθετο έαυτόν άρπαγέντα
τή διανοίςι· καί, τό παράδοξον, έστώς έβλεπεν έαυτόν ώσπερ έξωθεν έαυτού
γινόμενον» (65).
Γενικά ό άναχωρητής Ά.
ένσαρκώνει τόν προορατικό άνδρα, τόν απόστολο, τόν μάρτυρα, τόν άγγελο, τόν
θεόπτη. Ό έρημίτης, πού ανέρχεται στό έπίπεδο τούτο, αποβαίνει, χωρίς νά τό
έχει σχεδιάσει, πνευματικός πατέρας, άββάς. Πλήθος πιστών έπιθυμοΰν νά
καθοδηγηθούν άπό τόν άββά, νά τόν μιμηθοΰν, νά τόν βλέπουν ώς πρότυπο καί ηρώα.
Αυτοί είναι ή γίνονται άναχωρητές, στήνουν ξεχωριστά καί σπάνια σέ μικρές
όμάδες τίς ύποτυπώδεις καλύβες τους σέ μικρή ή προσιτή απόσταση άπό
τόέρημητήριο τού άββά, ό όποίος καθοδηγεί μέ συμβουλές τήν προσωπική τους
άσκηση. Τό σύνολο των μοναχώνάναχωρητών κάθε τόπου ονομάζεται «μονα στήριον» ή
«μονή».
"Ετσι εμφανίστηκε
γιά πρώτη φορά μέ συγκεκριμένη μορφή ό ά ναχωρητισμός, μέ κέντρο πνευματικής
άναφοράς τόν άββά καί στήν άκτΐνα πολλούς έπιμέρους μοναχούς, πού συχνά τήν
Κυριακή εκκλησιάζονταν στόν ίδιο ναό, όπου τότε ήταν δυνατό ν’ άκούσουν όλοι
μαζί τίς παραινέσεις καί τις όδηγίες τού άββά γιά τόν πνευματικό άγώνα. Αύτά
πού ό άββάς διδάσκει καί συμβουλεύει ενώπιον πολλών ή σ’ έναν μοναχό είναι
συνήθως λόγοι σύντομοι, φράσεις άπλές κι εύμνημόνευτες, πού συγκροτούνται στήν
μνήμη τών μοναχών. Καί αύτές, συχνά μέ κάποιες γλωσσικές επεμβάσεις, άποβαίνουν
«άπο φθέγματα», τών οποίων πρώτος δημιουργός είναι, φαίνεται, ό Ά.
Ό άββάς Ά., πιστός στήν
άρχή τής ελευθερίας τού έρημιτικοϋ βίου, δέν έδωσε συγκεκριμένο κανόνα, τόν όποίο
θά όφειλαν νά εφαρμόζουν οί άναχωρητές μαθητές του. Είδος κανόνα όμως καί
μάλιστα ισχυρού άποβαίνει τό Ιδιο τό πρόσωπο καί ό τρόπος άσκήσεως τού άββά,
όπως άκριβώς συνέβη μέ τόν Ά. Τό θαυμαστό μάλιστα είναι ότι σέ όλο τό πρώτο ήμισυ του Δ' αί. τό παράδειγμα του Α.
ένέ πνευσε πάρα πολλές εκατοντάδες πιστών νά ζήσουν όπως αύτός, ώς άναχωρητές,
σέ πολλές αιγυπτιακές έρημους, όπως στην Θηβαΐδα, στην Νιτρία, στην Ταβέννηση,
στά Κελλΐα, στην Σκήτη, άλλά καί στήν Παλαιστίνη. Τό γεγονός τοΰτο τοΰ
άναχωρητισμού συμπληρώνεται μέ την ίδρυση τοΰ πρώτου κοινοβιακοϋ μοναστηριού,
τής κοινωνίας, περί τό 325, άπό τόν Παχώμιο.
Τέλος, έντυπωσιακή
γίνεται ή σχέση τοΰ άναχωρητή μέ τόν κόσμο. Ό Ά. είναι κι αισθάνεται μέλος τοΰ
σώματος τής Εκκλησίας, τούς ποιμένες τής όποιας τιμά καί σέβεται. νΑφησε την
έρημο δύο μόνο φορές: τό 311, γιά νά παρασταθεΐ στούς όμολογητές τής πίστεως
καί νά μαρτυρήσει καί ό ίδιος (χωρίς αποτέλεσμα), καί τό 354/5, γιά νά
ένισχύσει τήν Εκκλησία στόν αγώνα της έναντίον τών αιρετικών. Τό 354/5 ύπήρξε
μεγάλη στιγμή γιά τήν άλεξανδρινή Εκκλησία έ ζησε τήν ταυτόχρονη παρουσία καί
δράση τών πιό χαριτωμένων άν δρών τής έποχής: τοΰ ’Αθανασίου, Μεγάλου τής
ποιμαντορίας καί τής θεολογίας, καί τοΰ ’Αντωνίου, Μεγάλου τής άσκήσεως καί τής
θεοπτίας. Ό άναχωρητής Ά. στήν διάρκεια τής πολύχρονης άσκή σεώς του γνωρίζει ή
έπικοινωνεΐ όχι μόνο μέ απλούς ανθρώπους, άλλά καί μέ πολλούς έπιφανεΐς άνδρες
τής έποχής, έκπροσώπους τής Εκκλησίας, τοΰ μοναχισμού, τής κακοδοξίας, τών
γραμμάτων, τής πολιτικής ζωής, καί μέ αύτοκράτορες.
Οί συναντήσεις του, στήν
έρημο πάντα, μέ άνθρώπους τών γραμμάτων καί τής φιλοσοφίας, έχουν μεγάλη
σημασία, διότι ό Ά., αγράμματος κόπτης, ανέπτυσσε τήν θέση ότι ό σκοπός τής
σπουδής καί τής μελέτης, δηλ. ή γνώση τής άλήθειας, παρέχεται άπό τόν Θεό στόν
άνθρωπο, όταν καί δσο αύτός καθαρίζει μέ
άσκηση καί προσευχή τόν νοΰ καί τήν καρδιά του.
ΒΙΟΣ
Σύμφωνα μέ τόν «Βίο τοΰ ’Αντωνίου»,
πού έγραψε ό ’Αθανάσιος, καί άλλες δευτερεύουσες πηγές ό Ά. γεννήθηκε τό 250/1
στήν κωμόπολη Κομά τής Μέσης Αίγυπτου, τήν σημερινή QemanelArous. Οϊ γονείς του
ήταν πλούσιοι, χριστιανοί καί άπαίδευτοι, όπως έμεινε καί δ ίδιος. Ό Ά. ήταν
βαθιά θρησκευτική φύση κι έμαθε άπό στήθους τήν Γραφή, άκούοντάς την. Περί τό
271, όταν πέθαναν οί γονείς του,
έπηρεασμένος άπό τήν όρφάνια, άκουσε τόΜατθ. 19,21 καί πούλησε ή χάρισε τά
ύπάρχοντά του. ’Αμέσως άρχισε τήν άσκητική του ζωή, πρώτα έξω άπό τό σπίτι του
κι έπειτα έξω άπό τό χωριό του. Τότε ζήτησε τίς συμβουλές γηραιού άσκητή τής
περιοχής, άπό τόν όποίο καρπώθηκε πνευματική πείρα καί πρακτική άσκήσεως.
Προσευχόταν, άσκήτευε αύστηρά, έργαζόταν γιά τόν έπιούσιο, έπισκεπτόταν καί
άκουε καί άλλους άσκητές, πού ζούσαν λίγο έξω άπό τίς πόλεις τους, καί γιά ένα
διάστημα κατοίκησε σέ παλαιό τάφο, όπου γνώρισε τόν πιό φοβερό πόλεμο των
δαιμόνων.
Τό 285, σέ ηλικία 35
έτών, προηγμένος καί ώριμος πνευματικά, ό Ά. αποφάσισε (παρά τίς αντίθετες
συμβουλές άλλων ασκητών) γιά μεγαλύτερο «τόνο άσκήσεως» νά αναχωρήσει γιά την
μακρινή έρημο, όπου δέν θά ήταν εύκολη ή δυνατή ή επικοινωνία μέ ανθρώπους.
"Ετσι εγκαινιάστηκε ό καθαυτό άναχωρητικός βίος στήν Εκκλησία. Πέρασε
λοιπόν τόν Νείλο, βάδισε πρός τόν κόλπο τού Σουέζ, έφθασε στήν έρημο Πισπίρ κι
έγκλεί στηκε στά ερείπια παλαιού σπιτιού. Έκεΐ έζησε γιά 20 χρόνια μέ πολύ αύ
στηρή άσκηση καί χωρίς νά βλέπει ανθρώπους. Ή φήμη τού έγκλειστου άναχωρητή
άπλώθηκε πολύ καί άρχισαν νά τόν πολιορκούν, ζητώντας του συμβουλές καί θεραπείες.
Στίς παρακλήσεις ύπέκυψε περί τό 305/7. Τότε άρχισε νά δέχεται επισκέψεις.
Δέχτηκε μάλιστα νά στήσουν μερικοί άσκητές καλύβες στήν κοντινή περιοχή καί νά
ασκούνται μέ τήν καθοδήγησή του. Αύτοί πλήθυναν πολύ καί είχαν άββά τόν Ά., πού
τούς δίδασκε όχι μόνο ιδιαιτέρως αλλά καί στίς συγκεντρώσεις τους. "Ετσι ό
Ά. έγινε πολι στής τής έρήμου.
Τό 311, στόν μεγάλο
διωγμό τού Μαξιμίνου, αΐσθάνθηκε τήν άνάγκη νά συμπαρασταθεί στούς χριστιανούς.
Πήγε στήν ’Αλεξάνδρεια κι έκδήλωσε επιθυμία νά μαρτυρήσει, χωρίς αποτέλεσμα.
Τότε βοήθησε κι ένίσχυσε τούς όμολογητές χριστιανούς καί τό 312, όταν έπαυσε ό
διωγμός, επανήλθε στήν έρημο τού Πισπίρ. Τά γεγονότα τόν βοήθησαν νά
συνειδητοποιήσει, αύτός πρώτος, ότι όπως γιά τόν ομολογητή τής πίστεως έσχατη
θυσία είναι τό μαρτύριο, έτσι γιά τόν ασκητή έσχατη θυσία είναι τό «μαρτύριο
τής συνει δήσεως», ό έντονος δηλ. πνευματικός αγώνας. Χάριν αυτού κι επειδή
αφόρητα πυκνές επισκέψεις τού διέκοπταν τήν προσευχή καί τήν ησυχία, αναζήτησε
πιό απρόσιτη έρημη τοποθεσία. "Εφθασε στούς πρόποδες τού βουνού Qolzoum,
30 μίλια περίπου άπό τόν Νείλο. "Εστησε τήν καλύβα του κι έπιδόθηκε στήν
άσκηση καί τήν άδιάλειπτη προσευχή, καλλιεργώντας τήν γή γιά τόν επιούσιο. Πάλι
όμως ύπέκυψε στίς παρακλήσεις των άνα χωρητών καί κάθε 15 ή 20 ήμέρες τούς έπισκεπτόταν
στό Πισπίρ, γιά νά τούς κατευθύνει καί νά τούς νουθετεί, άλλα χωρίς νά τούς
επιτρέπει νά τόν άκολουθούν έπειτα στήν άπόλυτη έρημία του. "Εγινε όμως
καί αυτό, 15 χρόνια πριν τόν θάνατό του. Οί μοναχοί Μακάριος καί Άμαθάς ήρθαν
κι έμειναν κοντά του, όταν ό άββάς ήταν πιά 90 ετών.
Τό 354/5, ένα χρόνο πρίν
τήν κοίμησή του, έπισκέφτηκε τήν ’Αλεξάνδρεια γιά νά βοηθήσει τήν Εκκλησία καί
τόν φίλο του ’Αθανάσιο στόν ά γώνα κατά τής άρειανικής αίρέσεως. Ή παρουσία τού
πολυφημισμένου (γιά τις άρετές, τά θαύματα, τίς θεραπείες, τό προορατικό
χάρισμα καί τήν εκδίωξη των δαιμόνων) άναχωρητή καί άββά εντυπώσιασε βαθιά κι
επηρέασε πολύ. Στήριξε τούς ορθοδόξους, έπανέφερε πλανημένους στήν ’Εκκλησία
καί μετέστρεψε πολλούς εθνικούς στόν χριστιανισμό.
Στόν μακροχρόνιο βίο του
ό Ά. σχετίστηκε μέ άνδρες πού έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στήν εποχή τους, όπως ό Μ.
Αθανάσιος, ό Σεραπίων Θμούεως, ό Δίδυμος Τυφλός, ό επιβήτορας ".οΰ
άλεξανδρινού θρόνου Γρηγόριος, ό δσιος 'Ιλαρίων, ό Παύλος Ερημίτης, ό Μακάριος
Αιγύπτιος, ό Άμμούν Νιτριώτης καί πολλοί φιλοσοφούντες. ’Ακόμα καί οί
αύτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος καί Κώνστας έπιδίωξαν τήν γνωριμία
του, την φιλία του, τίς συμβουλές του καί τίς ευχές του.
Μετά τήν έπίσκεψη τής
’Αλεξάνδρειας ό Ά. επανήλθε στην έρημο καί βρήκε τούς μοναχούς του Πισπίρ,
στούς όποίους άφησε τίς τελευταίες του νουθεσίες καί εύλογίες. Προβλέποντας τόν
θάνατό του σύντομα, πήρε μαζί τούς δύο υποτακτικούς του κι έφυγαν γιά τό
έρημητήριό του. ’Εκεί τούς έπέβαλε νά μή φανερώσουν τόν τόπο τής ταφής του, άφησε
εντολή νά δώσουν τήν μία του μηλωτή (τρίχινο ράσο) στόν Μ. ’Αθανάσιο καί τήν
άλλη στόν Σεραπίωνα Θμούεως καί είπε τούς λόγους: «καί λοιπόν σώζεσθε, τέκνα ό
γάρ ’Αντώνιος μεταβαίνει καί ούκέτι μεθ’ ύμών έστίν» (91). Λίγο αργότερα «ίλαρω
τώ προσώπω έξέλιπε» (92), κατά τήν παράδοση στίς 17 Ίανουαρίου τοΰ 356, ήμέρα
πού τιμάται ή μνήμη του.
ΕΡΓΑ
Ό Μ. ’Αθανάσιος (Βίος 81
καί 88), ό 'Ιερώνυμος (De viris ill. 88) κ.ά. βεβαιώνουν ότι ό Ά. έγραψε
έπιστολές στούς αύτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο καί Κώνστα, στόν δούκα
Βαλάκιο, στόν Μ. ’Αθανάσιο, στόν επιβήτορα τοΰ Αλεξανδρινού θρόνου Γρηγόριο,
στόν Θεόδωρο Ταβεν νησιώτη καί σέ άλλους πού δέν κατονομάζονται. ”Αρα ό Ά.
έγραψε Έπιστολές πού οί περισσότερες χάθηκαν. Επειδή όμως γνωρίζουμε έπίσης
καλά, ότι ό Ά. δέν γνώριζε νά γράφει όχι μόνο έλληνικά άλλά πιθανότατα ούτε καί
κοπτικά, τό «έγραψε» σημαίνει ύπαγόρευσε καί ύπέγραψε. Πολυ πλοκότερο είναι τό
πρόβλημα των άσκητικοδιδακτικών λόγων τού Ά., τούς όποίους ό ’Αθανάσιος
παραθέτει στόν Βίο, καί των άποφθεγράτων, πού τού προσγράφουν οί συλλογείς των
«Γεροντικών». Καί στίς δύο περιπτώσεις δέν μπορούμε ν’ άρνηθοΰμε τήν γνησιότητα
τουλάχιστον τού πυρήνα τους. Στούς λόγους έπενέβη οπωσδήποτε διαμορφωτικά ό
’Αθανάσιος. Τά αποφθέγματα γνώρισαν έπίσης κάποιο βελτιωτικό δούλεμα, καθώς
μεταδίδονταν άπό στόμα σέ στόμα καί καθώς ό Ά. ήταν ό πρώτος άββάς, τού όποίου
έπιγραμματικές γνώμες καί συμβουλές ή σύντομες παραδειγματικές διηγήσεις
κυκλοφόρησαν στούς κύκλους των μοναχών καί άπέβησαν «αποφθέγματα», τά όποια
αύξησαν πολύ σύγχρονοι καί μεταγενέστεροί του Αββάδες.
Φυσικά τά «έργα» του τά
είπε στήν κοπτική καί άπό αυτήν μεταφράστηκαν στήν ελληνική, τήν λατινική, τήν
γεωργιανή, τήν συριακή καί τήν Αραβική. Στήν Αραβική μάλιστα σώζεται ένα
όλόκληρο (Αμφίβολης γνησιότητας) Corpus, πού περιλαμβάνει λόγους, κανόνα,
παραινέσεις καί ομιλία, μεταφρασμένα έπειτα στά λατινικά.
Έπιστολαί έπτά. Σώζονται
στήν λατινική καί πιθανόν νά είναι αυτές πού Αναφέρει ό 'Ιερώνυμος. Καί όλική ή
μερική μετάφραση υπάρχει στήν γε ωργιανή, τήν Αραβική καί τήν συριακή γλώσσα.
PG 40, 9771000. CPG II
2330.
Πρός Θεόδωρον.
Εξελληνισμένο κείμενο στόν Βίο Παχωμΐον.
’Αποσπάσματα έπιστολών.
Κοπτικά καί αραβικά.
’Αποφθέγματα 38.
Λόγοι πρός μοναχούς.
Πρόκειται γιά τούς άσκητικοδιδακτικούς λόγους, πού ό ’Αθανάσιος καταχωρίζει
στόνΒίον τον ’Αντωνίου § 1643. Βλ. έκδοση τοϋ έργου στό κεφ. Μ. ’Αθανάσιος.
’Αμφιβαλλόμενα. Σώζονται
στήν έλληνική σύντομη επιστολή πρός Άμ μωνάν καί άποσπάσματα άλλης.
Νόθα
Περί ήθους άνθρώπων καί
χρηστής πολιτείας: Φιλοκαλία, I, σσ. 427. Sermo de vanitate mundi et de
resurrectione mortuorum: PG 40, 961964.
’Αραβική συλλογή δήθεν
έργων τοϋ ’Αντωνίου. 'Υπάρχει λατινική μετάφραση. Βλ. G. Graf, Geschichte der christlichen arabischen
Literatur, I, Citt& del Vaticano 1944, σσ. 457458.
Περί μετάνοιας όμιλΐα.
Μόνο στά άραβικά. ’Ανέκδοτη.
55. ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ (357)
Μετά τό 352 καί δή άπό τό
355 ή τακτική των άνατολικών καί δυτικών άρειανοφρόνων έναντι των όρθοδόξων
έγινε αδίστακτη. Τό βάρος τοϋ αγώνα κατά των όρθοδόξων άνέλαβε προσωπικά ό
αύτοκράτορας Κωνστάν τιος, έμπνεόμενος βέβαια καί άπό τούς έπισκόπους Μουρσών
Ούάλη καί Singidunum Ούρσάκιο. Ένώ μέχρι τό 351 καταδικαζόταν άπό τούς άρεια
νόφρονες ό άκρος άρειανισμός, τώρα αύτός άναζωπυρωνόταν καί καταδικαζόταν ό
’Αθανάσιος, πού έγινε πρωταρχικός στόχος τοϋ Κωνσταντίου. "Οσοι άρνήθηκαν
νά ύπογράψουν την άποφασισμένη στην σύνοδο τοϋ Μιλάνου (355) καταδίκη τοϋ
’Αθανασίου διώκονταν. ΤΗταν ό 'Ιλάριος Poitiers, ό Εύσέβιος Vercelli, ό
Λουκίφερ Καλάρεως καί ό Διονύσιος Μιλάνου καί λίγο μετά ό Λιβέριος Ρώμης.
"Ετσι ό Κωνστάντιος
μπόρεσε νά καλέσει τό 357 σύνοδο ομοϊδεατών στό Σίρμιο (δυτικά τοϋ
Βελιγραδιού), όπου παραβρέθηκε ό ίδιος κι έλαβαν μέρος ό Λιβέριος Ρώμης, άφοϋ
ύπέκυψε κι έγραψε κατά τοϋ ’Αθανασίου, καί ό Κορδούης "Οσιος.
Οί συνοδικοί συνέταξαν
στην λατινική σύμβολο (δεύτερο Σιρμίου), στό όποίο γιά πρώτη φορά άναφέρεται
ρητά ότι δέν πρέπει νά χρησιμοποιείται ό δρος «όμοούσιος» (αλλά καί
«όμοιούσιος»), έπειδή άπουσιάζει στήν Γραφή. 'Η τακτική αύτή θά συνεχιστεί
μέχρι τό 380. Θά έχουμε δηλαδή σύμβολα, τά όποια όχι μόνο θά παρακάμπτουν, όπως
τά μέχρι τώρα, αλλά καί θ’ άπορρίπτουν τόν δρο όμοούσιος. Στό ίδιο σύμβολο
επανέρχεται ή ιδέα ότι ό Πατέρας είναι «μείζων» τού Υίοΰ σέ «αξία καί
θειότητα», μολονότι όμολογεΐται σ’ αύτό Τριάδα τελεία. Τό σύμβολο υπέγραψαν ό
Κορδούης "Οσιος καί ό Λιβέριος Ρώμης (πού έτσι τοϋ έπιτράπηκε νά έπανέλθει
στόν θρόνο του) καί στάλθηκε σέ δλες τίς Εκκλησίες ώς υποχρεωτική πίστη των
χριστιανών του ρωμαϊκού κράτους.
56. ΟΣΙΟΣ ΚΟΡΔΟΥΗΣ ( + 357/8)
Ο «πατήρ των έπισκόπων»
ΓΕΝΙΚΑ
Ό "Οσιος Κορδούης
ύπήρξε ή επιβλητικότερη φυσιογνωμία τής Δυτικής Εκκλησίας τοϋ Δ' αί. Μέ τό
κΰρος τοϋ ομολογητή, τοϋ παραδοσιακού καί τοϋ συμβούλου τοϋ Μ. Κωνσταντίνου,
έπαιξε σπουδαίο ρόλο στήν άντιμετώπιση τοϋ άρχικοϋ άρειανισμοΰ, στήν άπο δοχή
τοϋ όμοουσίου στήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) καί στήν άπο τροπή τής έπικρατήσεως
τοϋ άρχικοϋ άρειανισμοΰ στήν Δύση.
Ό "Οσιος (Hosius ή
Ossius ή Osius) γεννήθηκε περί τό 256, έγινε επίσκοπος στήν Cordoba τής δυτικής
'Ισπανίας περί τό 300 καί τό 303/5 άναδείχτηκε όμολογητής στόν διωγμό τοϋ
Μαξιμιανοϋ. "Αγνωστο πώς, μετά τό 313, έγινε σύμβουλος τοϋ Μ.
Κωνσταντίνου, μέ έντολή τοϋ όποίου τό 324 ταξίδεψε στήν ’Ανατολή γιά τήν
επίλυση τής κρίσεως πού δημιούργησε ό "Αρειος. Επειδή όμως ή διαμάχη δεν
έπαυε, πρότεινε στόν αύτοκράτορα τήν σύγκληση τής Α' Οικουμενικής συνόδου
(325). Έκεΐ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιά τήν υιοθέτηση τής όρθής πίστεω'ς
καί τήν καταδίκη των άρεια νών, αλλά ή ύπόθεση ότι προήδρευσε ώς «πρωτεύων» δεν
εύσταθεΐ. «Πρωτεύων» στήν σύνοδο ήταν ό Ευστάθιος Αντιόχειας. Καί ή άποψη ότι
αυτός πρότεινε στήν σύνοδο τόν δρο «όμοούσιος» δεν έχει έρεισμα. Στήν
μεταγενέστερη άντιαθανασιανή καί φιλοαρειανική στάση του Μ. Κωνσταντίνου καί
των διαδόχων του ό "Οσιος άντέδρασε καί ορθά κατανόησε ότι καταδίκη του
’Αθανασίου σήμαινε έπικρό τηση τοΰ Αρειανισμού. "Ετσι καί στην σύνοδο τής
Σαρδικής (343), όπου προήδρευσε (μολονότι ύπήρχαν άντιπρόσωποι τοΰ επισκόπου
Ρώμης), καί αργότερα ύπεράσπισε τόν ’Αθανάσιο. Οί πιέσεις στόν πολιό γέροντα
"Οσιο κορυφώθηκαν τό 356. Ό αύτοκράτορας Κων στάντιος ζητούσε φορτικά καί
απειλητικά από αυτόν τήν καταδίκη του ’Αθανασίου. Τότε ό πανσεβάσμιος γέροντας
τής Δύσεως, ό «πατήρ των έπισκόπων», όπως τόν χαρακτηρίζει ό ’Αθανάσιος (Περί
τών γεγενημένων παρ’ Άρειανών 46,2), έγραψε πολυσήμαντη Επιστολή στόν
αύτοκράτορα μέ τήν όποια διαχωρίζεται γιά πρώτη φορά ή ευθύνη τών
εκκλησιαστικών πραγμάτων από τήν κοσμική εξουσία. Στό κείμενο αυτό ό
εκατόχρονος γέροντας συμβουλεύει πατρικά τόν αύτοκράτορα, ό ομολογητής ορθώνει
άφοβα τήν πίστη Απέ ναντι στην εξουσία καί ό πολύπειρος έπίσκοπος τής Εκκλησίας
προστάζει τόν κοσμικό άρχοντα νά μήν άναμιγνύεταί στά εκκλησιαστικά:
«... έγώ μέν ώμολόγησα
καί τό πρώτον, ότε διωγμός γέγονεν έπί τώ πάππφ σου Μαξιμιανω. Εί δε καί σύ μέ
διώκεις, έτοιμος καί νϋν παν ότιοϋν ύπομένειν... σέ δέ ούκ άποδέχομαι τοιαϋτα
γρά φοντα καί άπειλοΰντα. Παϋσαι τοΰ τοιαϋτα γράφειν καί μή φρόνει τά Άρείου...
Πίστευε μοι, Κωνστάντιε, πάππος είμί σου καθ’ ήλι κίαν... Μή τίθει σεαυτόν εϊς
τά έκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ήμΐν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ήμών
σύ μάνθανε ταϋτα. Σοί βασιλείαν ό Θεός ένεχείρισεν, ήμΐν τά τής ’Εκκλησίας
έπίστευ σε. Καί ώσπερ ό τήν σήν αρχήν ύποκλέπτων Αντιλέγει τφ διατα ξαμένω Θεφ,
οΰτω ψοβήθητι, μή καί σύ, τά τής ’Εκκλησίας εις έαυτόν έλκων, ύπεύθυνος
έγκλήματι μεγάλφ γένη. ‘Άπόδοτε’, γέ γραπται, ‘τά καίσαρος καίσαρί καί τά τοΰ
Θεοϋ τφ Θεφ’. Οϋτε τοί νυν ήμΐν άρχειν έπί τής γης έξεστιν, ούτε σύ τοΰ θυμιάν
εξουσίαν έχεις, βασιλεύ...» (ίδιο έργο 44).
Λίγες δεκαετίες μετά τό
313, δηλ. μετά τούς διωγμούς, ή Εκκλησία συνειδητοποιούσε τά προβλήματα πού
δημιουργούσε ό εναγκαλισμός της μέ τήν πολιτεία καί γιά πρώτη φορά στό πρόσωπο
τοΰ Όσιου Αναγκάζεται μέ τόση σαφήνεια καί οξύτητα νά διακρίνει τόν εαυτό της
από τήν «χριστιανική» κοσμική εξουσία. ’Αναγκάζεται νά άρνηθεΐ τήν «προστασία»
τής πολιτείας, γιά νά διασώσει τήν ταυτότητά της καί νά μπορέσει νά συνεχίσει
τό σωτηριώδες έργο της. Ή σαφής αύτή διάκριση, ή όποια έγινε από τόν "Οσιο
καί τήν όποια υιοθέτησε καί πρόβαλε τόσο έντονα ό ’Αθανάσιος, δέν
συνειδητοποιήθηκε όσο έπρεπε, ούτε από τούς έκφραστές τής Εκκλησίας οϋτε από
τούς φορείς τής κοσμικής έξουσίας.
Ό Κωνστάντιος έμενε
άνυποχώρητος. νΕφερε τόν "Οσιο στό Σίρ μιο (357) καί στις πιέσεις ό
γέροντας ύπέκυψε, ύπέγραψε τό δεύτερο σύμβολο του Σιρμίου, σαφώς άρειανικό.
"Ετσι τό Ιερό καύχημα τής δυτικής ’Ορθοδοξίας έπεσε. Οί κεφαλές τής Δύσεως
δέχτηκαν τόν αρειανισμό, άφοϋ τό ίδιο είχε κάνει καί ό Ρώμης Λιβέριος, γεγονός
πού προκάλεσε την εναντίον τους άντΐδραση των 'Ιλαρίου, Phoebadius καί των
οπαδών τοΰ Λουκίφερ. Ό "Οσιος έπέστρεψε στήν έπισκοπή του καί σέ λίγο
πέθανε (357/8), άφοϋ μάλλον μετανόησε γιά την πράξη του. Ή ορθόδοξη Εκκλησία
(μόνη) τιμά την μνήμη του στίς 27 (καί άλλοτε στίς 28) Αύγουστου.
ΕΡΓΑ
Ή συγγραφική
δραστηριότητα τοϋ Όσιου, πού άγνοοϋσε την έλληνική, είναι μικρή. "Ελαβε
μέρος, μέ προτάσεις του, στήν σύνταξη των κανόνων τής συνόδου στήν Σαρδική
(340). Δημοσίευσε λίγα κηρύγματά του κι έγραψε Επιστολές, όπως οί δύο σωζόμενες
πρός τόν Ρώμης ’Ιούλιο καί τόν αύ τοκράτορα Κωνστάντιο.
Osii sententiae sive Canones Patrum qui Serdicae
convenerant. Ό "Οσιος έχει τήν ευθύνη γιά τό πνεύμα ή τό θέμα
μερικών κανόνων τής συνόδου αύτής.
Epistula ad Iulium
papain. Τήν έγραψε μέ τόν Πρωτογένη Σαρδικής, γιά νά πληροφορήσει τόν Ρώμης
σχετικά μέ τήν σύνοδο (343).
Επιστολή πρός Κωνστάντιον.
Γράφηκε τό 356 καί σώζεται από τόν ’Αθανάσιο (Περί των γεγενημένων παρ'
Άρειανών 44).
Άπολεσθέντα. Ό ’Ισίδωρος
Σεβίλλης (De viris ill. 5) προσγράφει στόν "Οσιο τά έργα De laude
virginitatis καί De interpretation vestium sacerdo talium. Καί τά δύο χάθηκαν.
57. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΜΕΣΗΣ ( + πεΡί τό 359)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Ευσέβιος Έμέσης έζησε
στήν έποχή καί στόν χώρο τήςτχρεια νικής κρίσεως καί μαθητέυσε σέ
άρειανόφρονες, αλλά έμεινε στό περιθώριο τής θεολογικής διαμάχης καί των
σχετικών προσωπικών άντεγκλήσεων, χωρίς νά υπογράψει κάποιο άπό τά άρειανικά
σύμβολα. Μολονότι συγγραφέας πολλών ομιλιών καί σχολίων έρμηνευ τικών, δέν
είσήλθε στό μέγα θεολογικό πρόβλημα τής σχέσεως τοΰ ΥιοΟ πρός τόν Πατέρα.
Κινήθηκε όμως άποκλειστικά στους άρεια νικούς κύκλους, πού τόν εκτιμούσαν πολύ,
καί συνδέθηκε ιδιαίτερα μέ τούςόμοιουσιανούς. Τό τελευταίο σημαίνει ότι σιωπηρά
προέκρινε την παράταξη αυτή, πού βρισκόταν πολύ κοντά στήν ορθόδοξη διδασκαλία,
καί ότι δέν άκολουθοΰσε τόν δάσκαλό του Ευσέβιο Καισαρείας. Τά έργα του είναι
άπολογητικά καί οικοδομητικά. Διακρίνουμε σ’ αύτά γιά τόν Υίό είδος
subordinatio καί γιά τήν χριστολογία προανάκρουσμα τής άντιοχειανής τάσεως.
Ενδεικτικό τής δια θέσεώς του γιά μετριοπάθεια καί μεσότητα είναι ότι στήν
έρμηνεία ματική μέθοδο. Εγκωμιάζει έντονα την παρθενία καί συνίστά αύ στηρό
ασκητικό βίο γιά όλους τούς χριστιανούς, έγγίζοντας ένίοτε τά όρια τού
έγκρατιτισμού.
Κρίνοντας άπό τά ελληνικά
αποσπάσματα καί δή άπό την ομιλία του «Περί μετάνοιας», μπορούμε νά πούμε ότι ό
λόγος τού Ευσεβίου παρουσιάζει μεγάλο φιλολογικό ένδιαφέρον, διότι έχει έντονη
ποιητική διάθεση, χρησιμοποιεί πληθωρικά τόν παραλληλισμό καί την αντίθεση,
είναι πολύ επιγραμματικός καί συνεχώς έρωτοαποκρίτι κός με πολύ σύντομες
άποσιωπητικές φράσεις. Γι’ αυτό καί ή σκέψη του άποβαίνει αποσπασματική.
Παραθέτουμε μικρό δείγμα
πεζού λόγου του, διαρρυθμισμένου σέ στίχους:
Εμβάλλεται Ιωσήφ εις τό
δεσμωτήριον, επειδή καί ό Χριστός εις τόν τάφον.
ΤΗν αρχών των δεσμωτών
Ιωσήφ,
επειδή καί ζώντων καί
νεκρών βασιλεύει Χριστός.
Καί βλέπε,αύτοΰ τό
γενναΐον τής ψυχής παράστημα.
;Ην εν φυλακή, έν δουλεία
ό ελεύθερος·
έν φυλακή ό έν βασιλεία
τετιμημένος, όσον άπό τών ενυπνίων. Ούκ έπαθέ τι ώς άνθρωπος, ούκ έλογίσατο ώς
άπιστος, ούκ είπε, πού τά ενύπνια;
Πού ή ψευδής φαντασία;
Ποϋ ή άπόρρησις τού Θεού;
Βασιλείαν μοι έδωκε καί
δουλείαν υπομένω,
Βασιλείαν μοι έπηγγείλατο
καί ουδέ τής ίσης
ελευθερίας απολαύω.
Άπό βασιλείας εις
δουλείαν, άπ’ ελευθερίας εις φυλακήν.
Ούδέν τούτων έλογίσατο,
άλλ’ άνέμενε τήν άπόβασιν καί ούκ ένάρκησε τή πΐστει.
(«Εις Όκτάτευχον»: ΒΕΠ
38, 173174).
ΒΙΟΣ
Τόν Βίο (εγκώμιο) τού
Εύσεβίου Έμέσης έγραψε ό Γεώργιος Λαοδικείας λίγο μετά τό 359. Τό κείμενο
χάθηκε, άλλά χρησιμοποίησαν τό ύλικό του ό Σωκράτης (Εκκλησ. ιστορία Β' 9) καί
ό Σωζομενός (Έκκλησ. ιστορία Γ' 6). Γεννήθηκε περί τό 300 στην "Εδεσσα τής
Μεσοποταμίας, όπου έκανε τίς πρώτες του σπουδές στην συριακή καί τήν έλληνική.
Μετά μαθήτευ σε στόν Πατρόφιλο Σκυθοπόλεως καί τόν Εύσέβιο Καισαρείας, πού τόν
μύησαν στην Γραφή καί τόν άρειανισμό. Περί τό 330, όταν εκθρονίστηκε ό ορθόδοξος Ευστάθιος, βρισκόταν
στην ’Αντιόχεια γιά σπουδές. Τότε τού προτάθηκε από τόν άρειανόφρονα Εύφρόνιο
νά γίνει κληρικός, αλλά άρ νήθηκε καί έφυγε γιά την ’Αλεξάνδρεια. Έκεΐ
σχετίστηκε μέ κύκλους φιλοσόφων καί συνδέθηκε στενά μέ τόν άρειανόφρονα Γεώργιο
Λαοδικείας, έναν άπό τούς έπειτα επικεφαλής των όμοιουσιανών. 'Η φιλία αυτή,
φαίνεται, ύπήρξε αποφασιστική γιά τήν θεολογική τοποθέτηση τού Ευσεβίου. Μετά
τό 335 επανήλθε στήν ’Αντιόχεια. Τό 341 οί άρειανόφρονες τού πρότειναν νά
καταλάβει τόν θρόνο τού έξόριστου Μ. ’Αθανασίου. Μέ πολλή σύνεση ό Ευσέβιος
άρνήθηκε, αλλά δέχτηκε νά γίνει επίσκοπος Έμέσης (Φοινίκη Λίβανος), τής όποιας
οί πιστοί άντέδρασαν, κατηγορώντας τον γιά ενασχόληση μέ τήν αστρολογία. Τότε
κατέφυγε στόν φίλο του Γεώργιο Λαοδι κείας, γιά νά έπανέλθει στήν έδρα του μέ
τήν βοήθεια τού Πλακίτου ’Αντιόχειας. Καί πάλι όμως οί Έμεσηνοί τόν
κατηγόρησαν, τώρα γιά σαβελλια νισμό (άρα προσκείμενο στίς άποφάσεις τής
Νίκαιας), μέ άποτέλεσμα ν’ αφήσει τήν "Εμεσα καί μέ άγνωστες συνθήκες ν’
ακολουθήσει τό 342 τόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο στήν μακροχρόνια (μέχρι τό 350)
έκστρατεία του κατά των Περσών.
Πέθανε όπωςδήποτε πρίν τό
360 καί ίσως πρίν τό 359, στήν ’Αντιόχεια (Ιερώνυμος, De viris ill. 91).
ΕΡΓΑ
Ό Ευσέβιος έγραψε πολλά
έργα: απολογητικά πρός ’Ιουδαίους καί εθνικούς, άντιαιρετικά κατά τού
μανιχαϊσμού καί τού μαρκιωνιτισμού, ερμηνευτικά στήν Παλαιό καί τήν Καινή
Διαθήκη καί οίκοδομητικές όμιλίες γιά ποικίλα θέματα. Τά περισσότερα άπό αυτά
σώθηκαν σέ λατινική, συ ριακή καί άρμενική μετάφραση. Ή χρονολόγησή τους
φαίνεται αδύνατη.
Όμιλίες:
α) Συλλογή 17 ομιλιών
(Collectio Trecensis) σέ λατινική μετάφραση. Τής πρώτης όμιλίας σώζονται δύο
έλληνικά άποσπάσματα άπό τόν Θεοδώρητο (Έρανιστής: PG 86, 536545).
β) Συλλογή 12 ομιλιών
(Collectio Sirmondiana) σέ λατινική επίσης μετάφραση.
Όμιλίες οκτώ: ’Αρμενικό
χειρόγραφο παραδίδει ώς έργα του Ευσεβίου 13 όμιλίες. Οί όκτώ πρώτες
άποδίδονται βάσει σοβαρής φιλολογικής καί θεολογικής κριτικής στόν Ευσέβιο καί
οί λοιπές 5 στον Σεβήρο Γαβάλων
Περί μετάνοιας (Όμιλία).
Σώζεται τό πρωτότυπο.
'Αποσπάσματα συριακά. (25
στόν Φιλόξενο περί νηστείας καί στόν Ιάκωβο Εδέσσης).
Σχόλια εις Όκτάτευχον.
’Αποσπάσματα 6 σέ σειρές.
'Αποσπάσματα εις την πρός
Ρωμαίους καί Γαλάτας. Σώζονται στην έλ ληνική καί είναι μάλλον άποσπάσματα
σχολίων παρά ύπομνημάτων.
Άπολεσθέντα: ’Έργα, όπως
Πρός Ιουδαίους, έθνικούς καί νοουατιανους, Κατά μανιχαϊσμοΰ καί Κατά
μαρκιωνιτισμού, χάθηκαν.
'Αμφιβαλλόμενο. Εις τόν
πρωτομάρτυρα Στέφανον. Σώζεται στην άρμενική.
58. ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΓΚΥΡΑΣ (358) καί ΣΙΡΜΙΟΥ (359)
Α. Άγκύρας. Τό άρειανικό
σύμβολο του Σιρμίου (357) προκάλεσε ισχυρή αντίδραση σέ μία δμάδα ανατολικών,
πού προέρχονταν άπό τόν άρεια νισμό, αλλά είχαν ήδη άπομακρυνθεΐ άπό αύτόν καί
χαρακτηρίζονταν ήμιαρειανοί καί όμοιουσιανοί. 'Η άντίδραση γινόταν σαφέστερη
δσο διαμορφωνόταν ή όμάδα καί ή θεολογία των άνομοίων Άετίου καί Εύνομίου (βλ.
σχετικά κεφάλαια), οί όποίοι υποστήριζαν ότι ή ούσία τοΰ Υίοϋ είναι ανόμοια
πρός τήν ούσία τοΰ Πατέρα. ’Αντίθετα, οί όμοιουσιανοί πλησίαζαν πρός τούς
ορθοδόξους (όμοουσιανούς) καί δίδασκαν ότι ό Υιός έχει ούσία «όμοίαν» μέ τοΰ
Πατέρα, χωρίς όμως νά χρησιμοποιούν τόν όρο «ό μοούσιος». Επικεφαλής των
όνομαζόμενων όμοιουσιανών ήταν ό Βασίλειος Άγκύρας καί ό Γεώργιος Ααοδικείας
(βλ. σχετικά κεφάλαια). Ό πρώτος πέτυχε τήν σύγκληση συνόδου, τό 358, στήν έδρα
του ’Άγκυρα. Έκεΐ έπεισε τούς συνοδικούς ν’ άφήσουν κατά μέρος τόν όρο
όμοούσιος, έπειδή τόν είχε καταδικάσει σύνοδος κατά τοΰ Παύλου Σαμοσατέα, αλλά
καί νά καταδικάσουν τόν νέο άκρο άρειανισμό, δηλ. τήν διδασκαλία ότι ό Υιός έχει
ούσία ανόμοια πρός εκείνη τού Πατέρα.
Ή σύνοδος δέν συνέταξε
σύμβολο, άλλά Εγκύκλιον έπιστολήν καί 19 Αναθεματισμούς, πού στόχο κυρίως είχαν
τούς άνομοίους καί πού σώθηκαν στό Πανάριον{73, 211) τοΰ Έπιφανίου Κύπρου (γιά
τήν θεολογική σημασία τής επιστολής βλ. κεφάλαιο Βασίλειος Άγκύρας).
Β. Σιρμίου. Ό δραστήριος
όμοιουσιανός Βασίλειος Άγκύρας, ώς έκπρό σωπος τής συνόδου Άγκύρας, ταξίδεψε
στό Σίρμιο, έδρα τότε τοΰ Κωνσταντίου, καί τόν έπεισε νά δεχτεί ήπιότερο
αρειανισμό. “Ετσι ό Κωνστά ντιος κάλεσε τό 359 σύνοδο στό Σίρμιο, στην όποια ό
Βασίλειος πρωτοστάτησε. Διατυπώθηκε μη σωζόμενο σύμβολο, τό τρίτο τοϋ Σιρμίου,
πού στηρίχτηκε στό πρώτο σύμβολο Σιρμίου (351). ΤΗταν κάπως ούδέτερο,
καταδικαστέο τού άκρου αρειανισμού καί τού Μαρκέλλου Άγκύρας καί σχεδόν ταυτόσημο
πρός τό τέταρτο σύμβολο ’Αντιόχειας (341).
Γ. Τόν Μάιο τού 359, στό
Σίρμιο, μέ την παρουσία τοϋ ίδιου τού Κων σταντΐου, έγινε σύσκεψη επισκόπων,
μεταξύ των όποιων όμοιουσιανοί καί όμοιοι. Σκοπός τους ήταν ή σύνταξη συμβόλου
πίστεως, τό όποίο θά παρουσίαζαν στην προαγγελμένη διπλή σύνοδο, στό Rimini τής
’Ιταλίας καί στήν Σελεύκεια τής Ίσαυρίας (Μικρασία). Τό σύμβολο τούτο, γνωστό
ως τέταρτο σύμβολο Σιρμίου ή ώς Χρονολογημένο, άποτελεΐ άτυχή συμβιβασμό των
όμοιουσιανών καί των όμοιων. “Ετσι άποκλείει τόν όρο ούσία πού σκανδάλιζε, γιά
νά ικανοποιήσει τούς ακραίους άλλά καί τούς ήπιους ά ρειανούς. Οί άποφασιστικές
του φράσεις είναι: «όμοιον (= τόν Υιόν) τω γεννήσαντι αύτόν Πατρί κατά τάς
Γραφάς» καί «όμοιον δε λέγομεν τόν Υιόν τω Πατρί κατά πάντα, ώς καί αί άγιαι
Γραφαί λέγουσιν». Επέβαλαν δηλαδή oi όμοιουσιανοί τήν φράση «κατά πάντα»,
εννοώντας όμοιος ό Υιός καί κατά τήν ούσία, καί οί όμοιοι τήν φράση «κατά τάς
Γραφάς», γιά νά έπισημάνουν ότι στίς Γ ραφές δέν ύπάρχει καν θέμα ομοιότητας
ούσίας Πατέρα καί Υιού.
59. ΣΥΝΟΔΟΙ RIMINI (359), ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ (359)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (360)
καί ΠΑΡΙΣΙΩΝ (360)
Μέ τίς αμοιβαίες
ύποχωρήσεις όμοιουσιανών (κυρίως) καί όμοιων συντάχτηκε τόν Μάιο τοϋ 359 τό
λεγόμενο τέταρτο ("ή χρονολογημένο) σύμβολο Σιρμίου. Αύτό θά πιέζονταν νά
υπογράψουν οί δυτικοί έπίσκοποι, πού θά συνέρχονταν στό Rimini (Άρίμινο) τής
Ιταλίας, άλλά καί οί ανατολικοί, πού θά συνέρχονταν στήν Σελεύκεια τής Ίσαυρίας
(παράλια Μικρα σίας), ώστε όλόκληρο τό ρωμαϊκό κράτος νά έχει στήν πίστη
ένότητα, χρήσιμη στήν πολιτική τού αύτοκράτορα Κωνσταντίου. Καί αφού ό αύτο
κράτορας δέν αισθανόταν ενδοιασμούς γιά πιέσεις, πέτυχε σύμβολο ένιαΐο, άλλά
είχε φθάσει ή ώρα τών όμοιων, οί όποίοι κέρδισαν τόν αύτοκράτορα κι έπέβαλαν
τίς απόψεις τους μέ πρωτεργάτη τόν δραστήριο καί καταρτισμένο ’Ακάκιο.
Α. Σύνοδος Rimini.
Συνήλθε πολυπληθής (περίπου 400 έπίσκοποι) τόν ’Ιούλιο τοΰ 359, έμεινε κατά
πλειοψηφΐα σταθερή στό Σύμβολο Νίκαιας, άπέρ ριψε τήν πρόταση των Ούάλη καί
Ούρσακίου γιά σύνταξη νέου συμβόλου, καθήρεσε ώς άρειανούς τούς δύο τελευταίους
κι έστειλε αντιπροσώπους της νά ένημερώσουν σχετικά τόν Κωνστάντιο. Οί
άντιπρόσωποι αύτοί τών δυτικών (νικαΐκών) συναντήθηκαν στήν θρακική Νίκη (πόλη
μικρή μεταξύ 'Ηράκλειας καί Άδριανουπόλεως) μέ όμοιους καί αύλικούς, οί όποίοι
«κατάλληλα» έξουδετέρωσαν τήν αντίσταση τών άντιπροσώπιον τοΰ Rimini. Οί
τελευταίοι δέχτηκαν καί ύπέγραψαν τό σύμβολο Νίκης. Αύτό ήταν τό τέταρτο
σύμβολο Σιρμίου, πού ομολογούσε τόν Υίό «δμοιον τώ Πατρί κατά πάντα». Τώρα όμως
άφήρεσαν άπό αύτό τήν φράση «κατά πάντα», τήν όποια είχαν θέσει οί
όμοιουσιανοί, γιά νά δηλώνει ομοιότητα ουσίας, ενώ ακόμη απαγόρευσαν νά
ονομάζονται τά τρία θεία πρόσωπα «μία ύπόστα σις» καί νά χρησιμοποιείται γι’
αυτά ή λέξη «ούσία». Οί όμοιοι έπιβλήθη καν καί πέτυχαν νά γίνει δεκτό τό σύμβολό
τους άπ’ όλους τούς δυτικούς συνοδικούς τοΰ Rimini. Ό Κωνστάντιος, πού γιά λίγο
είχε στραφεί πρός τούς όμοιουσιανούς, επανήλθε στούς καθαρούς άρειανούς.
Ή σύνοδος τοΰ Rimini
συνέταξε:
Επιστολήν πρός
Κωνστάντιον. Κείμενο σύντομο, μέ τό όποίο δήλωνε τήν έμμονή της στήν Νίκαια καί
καταδίκαζε τούς Ούάλη καί Ούρσάκιο. Α. Feder: CSEL 65 (1916) 7885 καί ΒΕΠ 31,
296298 (’Αθανασίου, Περ{ τών έν Άριμίνφ... συνόδων 10).
Άπόφασις Damnatio
haereticorum. A. Feder: CSEL 65 (1916) 9697 καί ΒΕΠ 31, 298.
’Επιστολήν πρός
Κωνστάντιον. ΒΕΠ 31, 339 (’Αθανασίου, μν. έργ., 55, 47).
Definitio synodi. Τό
Σύμβολο Νίκαιας μέ σύντομο ύπομνηματισμό ίσως άνήκει στήν σύνοδο τού Rimini (άν
δέν είναι τού Ίλαρίου Poitiers). A. Feder: CSEL 65 (1916) 9596.
Σύμβολο Νίκης Θράκης.
Στις 10 ’Οκτωβρίου τό δέχτηκαν οί έκπρόσω ποι τού Rimini καί μετά όλα τά μέλη
τής συνόδου αύτής. L. ParmentierF. Scheidweiler: GCS 44 (1954) 145146
(Θεοδωρήτου, Έκκλησ. Ιστορία Β' 21).
Μέ άφορμή τήν σύνοδο τού
Rimini ό Κωνστάντιος έστειλε δύο Επιστολές πρός τά μέλη της. A. Feder: CSEL 65
(1916) 9394 (ή μία) καί ΒΕΠ 31, 338 (’Αθανασίου, μν. έργ., 55, 23).
Β. Σύνοδος Σελεύκειας. Οί
άνατολικοί συνήλθαν τόν Σεπτέμβριο τού 359 στήν Σελεύκεια καί διακρίθηκαν σέ
δύο παρατάξεις: α) στούς πλειοψηφούν τες όμοιουσιανούς μ’ επικεφαλής τόν
Γεώργιο Ααοδικείας, πού προσπάθησαν νά έπιβάλουν τό δεύτερο σύμβολο τής
’Αντιόχειας (341), διότι αύτό ομολογούσε τόν Υίό «ούσίας... καί δόξης τού
Πατρός άπαράλλακτον εικόνα», καί β) στούς μειοψηφοϋντες όμοιους, πού μ’
έπικεφαλής τόν Άκά κιο Καισαρείας αύθαίρετα έπέμειναν καί πέτυχαν σύμβολο, πού
όμολογούσε τόν Ϋίό απλώς «δμοιον» πρός τόν Πατέρα, άπέκλειε τίς λέξεις
«όμοούσιον καί όμοιούσιον» καί άναθεμάτιζε τόν όρο «άνόμοιον». Έπρόκειτο
δηλαδή, πλήν μικρού προλόγου, γιά τό τέταρτο σύμβολο Σιρμίου χωρίς την φράση
«κατά πάντα» (όμοιος ό Υιός). Αντιπροσωπεία τής συνόδου έφθασε στην
Κωνσταντινούπολη, όπου, παρόντος τού Κωνσταντίου, μέ συζητήσεις καί πιέσεις
ύπέγραψαν, στίς 25 Δεκεμβρίου 359, τό σύμβολο τούτο καί οί ό μοιουσιανοί. 'Έτσι
καί τό έτερο ήμισυ τού ρωμαϊκού κράτους τυπικά έμ φανίστηκε μέ τήν άρειανική
πίστη των όμοιων.
ΊΊ σύνοδος συνέταξε:
Σύμβολον πίστεως. Μέ
πρόλογον.
Γ. Σύνοδος
Κωνσταντινουπόλεως. ’Αφού οί άντιπροσωπεΐες των συνόδων Rimini καί Σελεύκειας
ύπέγραψαν σύμβολο, πού επιθυμούσαν οί όμοιοι καί ό Κωνστάντιος, ό τελευταίος
νόμισε ότι έφθασε ή ώρα γιά μιά πανηγυρική κήρυξη τής ένότητας των χριστιανών
τού όλου ρωμαϊκού κράτους. Βάση τής ένότητας θ’ άποτελοΰσε τό ύπογραμμένο
άρειανικό σύμβολο, πού ό Κωνστάντιος άθεολόγητα τό θεωρούσε ουδέτερο κι
ένοποιό. Τόν ’Ιανουάριο, λοιπόν, τού 360 κλήθηκαν επίσκοποι άπό άνατολικές
επαρχίες, όπως Καππαδοκία καί Βιθυνία, οί όποίοι μέ τούς ακόμη στήν
Κωνσταντινούπολη άναμένοντες έκπροσώπους τών συνόδων Rimini καί Σελεύκειας
συγκρότησαν σύνοδο. "Ελαβαν μέρος ό Εύνόμιος (Κυζίκου) καί ό Διάνιος
Καισαρείας (Καππαδοκίας), τόν όποίο συνόδευε ό Μ. Βασίλειος, πού όμως δέν έλαβε
μέρος στίς συζητήσεις. ’Αποτέλεσμα ήταν ό θρίαμβος τού αρειανισμού μέ τούς
όμοιους ’Ακάκιο Καισαρείας κ.ά. Τό σύμβολο πού συνέταξαν ήταν πράγματι τό
σύμβολο Νίκης (αφού είχε δηλαδή άφαιρεθεΐ ή φράση «κατά πάντα» όμοιος ό Υιός
άπό τό τέταρτο σύμβολο Σιρμίου). ’Απέκλεισαν τήν χρήση τών όρων «ουσία» καί
«ύπόστα σις» γιά τά θεία πρόσωπα, επέβαλαν τήν δήθεν ουδέτερη έκφραση «ό
μοιον.... τώ Πατρί κατά τάς Γραφάς» καί δέν καταδίκασαν θέσεις τού Άρείου καί
τόν όρο «ανόμοιος» (ό Υιός πρός τόν Πατέρα). Ό Κωνστάν τιος άνέλαβε νά στείλει
σέ όλους τούς επισκόπους τό σύμβολο Κωνσταντινουπόλεως μέ τήν γραπτή ύπόμνηση
(νόμο) ότι δφειλαν όλοι νά όμολογοΰν τήν πίστη σύμφωνα μέ αυτό άλλιώς θά
ύποστοΰν τίς συνέπειες. Παραδειγματικά έξόρισε τούς άρχηγούς τών όμοιουσιανών
καί τών άνομοίων. Ό θρίαμβος τού αρειανισμού επισημοποιήθηκε, άλλά καί
σφραγίστηκε μέ διωγμούς γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Μέ τά γεγονότα αύτά έκλεισε
περίοδος είκοσι ετών, στήν διάρκεια τών οποίων έγιναν πολλές σύνοδοι καί
συντάχτηκαν πολλά σύμβολα εναλλακτικά, όλα γιά νά ύποκαταστήσουν τό Σύμβολο
Νίκαιας. Θά περάσουν άλλα είκοσι έτη, μέχρι τήν Β' ΟΙκουμ. Σύνοδο (381), γιά νά
προκόψει θέμα συμβόλου πίστεως. Άλλά τότε γιά νά συμπληρωθεί καί όχι νά
υποκατασταθεί τό Σύμβολο Νίκαιας.
'Η σύνοδος
Κωνσταντινουπόλεως συνέταξε:
Σύμβολο ("Εκθεσις).
’Αθανασίου, Περί των έν Άριμίνω.συνόδων
Επιστολή έπισκόπω
’Αλεξανδρείας Γεωργίω. Θεοδώρητου, Έκκλησ. ιστορία Β' 28:
Δ. Σύνοδος Παρισίων. Ή
πρώτη συνοδική άντίδραση στά άρειανικά (όμοιων) σύμβολα πίστεως ήλθε από τούς
γάλλους έπισκόπους, μόλις ό Ίου λιανός άνακηρύχτηκε αύτοκράτορας στην Γαλλία
καί άντιτέθηκε στόν έξάδελφό του Κωνστάντιο, ό όποίος είχε πιέσει στό Rimini
(359) καί στήν Νίκη τούς δυτικούς νά υπογράψουν τά σύμβολα αύτά. Πρός τό τέλος
μάλλον τού 360 συνήλθαν στό Παρίσι οί γάλλοι επίσκοποι, τούς όποίους κα τηύθυνε
ό Ίλάριος Poitiers, πού μόλις έπέστρεψε άπό εξορία στήν Ανατολή. Οί συνοδικοί
συνέταξαν Επιστολήν "Εκθεσιν
πίστεως (Fides catholica exposita... ad orientales episcopos), μέ την οποία
πληροφορούν ότι πειθαναγκάστηκαν νά δεχτούν τό άρειανικό σύμβολο τού Rimini καί
τής Νίκης (359), βεβαιώνουν τήν έμμονή τους στό Σύμβολο Νίκαιας (325) καί στόν
δρο «ό μοούσιος», όμολογοϋν τήν ταυτότητα των δρων ούσία (essentia) καί
υπόσταση (substantia) καί άναθεματίζουν τούς γνωστούς δυτικούς άρειανούς
Αύξέντιο Μιλάνου, Ούρσάκιο Singidunum (Βελιγράδι), Ούάλη Mursa κ.ά. Ή ’Επιστολή
άποτελεΐ άπάντηση σ’ έπιστολή ορθόδοξων άνατολικών, τήν όποια έφερε μαζί του ό
Ίλάριος καί στήν όποια δηλωνόταν ή άσυμφωνΐα τους πρός τά άρειανικά σύμβολα.
60. ΠΟΤΑΜΙΟΣ Λισσαβώνας (Odyssoponensis) (+
περί το 360)
Ό Ποτάμιος ήταν έπίσκοπος
τής Λισσαβώνας (Lisboa Πορτογαλίας) περί το 350. Διέθετε κάποια λατινική
παιδεία καί είναι ό πρώτος χριστιανός συγγραφέας τής χώρας του. Τού οφείλουμε
τά οΐ κοδομητικά κείμενα Περί του Λαζάρου καί Περί του μαρτυρίου του προφήτου
Ήσαΐου. Είχε όμως εύμετάβολο χαρακτήρα καί ρηχή θε ολογική κατάρτιση. Γι’ αυτό
καί τό 357, μέ τήν πίεση τού αύτοκρά τορα Κωνσταντΐου καί γιά υλικά οφέλη,
ύπέγραψε, όπως άλλωστε ό "Οσιος Κορδούης καί ό Λιβέριος Ρώμης, τό β'
άρειανικό σύμβολο του Σιρμίου. ’Έτσι πέρασε στήν παράταξη των ήμιαρειανών καί
έδρασε άνάλογα, όπως δείχνουν ή συμμετοχή του στήν σύνοδο τού Ρίμινί (359),
απόσπασμα Επιστολής τού ’Αθανασίου πρός αυτόν, ό Phoebadius (πού διασώζει καί
απόσπασμα κάποιας Επιστολής τού
Ποταμίου) καί άλλοι.
Φαίνεται όμως ότι τό 360, λίγο πριν πεθάνει, έγκατέλειψε τόν αρειανισμό, όπως
καί ή πλειονότητα των δυτικών επισκόπων. Δείγματα τής νέας μεταστροφής του
είναι μάλλον οί επιστολές του Πρός ’Αθανάσιον καί Περί ουσίας (substantia). Έάν
όμως άποδειχτεϊ ότι οί δύο επιστολές του δέν άναφέρονται στήν σύνοδο του 359,
τότε αυτές πρέπει νά τοποθετηθούν στήν πριν άπό τό 357 άντιαρειανική του στάση.
Έάν άντΐθετα τοποθετηθούν μεταξύ 359 καί 360, τότε δείχνουν τήν εγκατάλειψη τού
αρειανισμού άπό τόν Ποτάμιο. Ή θεολογική αξία των έργων τούτων καί ή επίδρασή
τους είναι μικρή, διότι ό Ποτάμιος, αγνοώντας τήν σχετική θεολογική διεργασία,
προσπαθεί μέ τρόπο αφελή καί προσωπικό νά εξηγήσει τήν άλληλοεξάρτηση των
προσώπων τής 'Αγ. Τριάδας, γιά νά εξασφαλίσει τήν ενότητά τους· τό κάνει όμως
έτσι, ώστε νά παρουσιάζονται τά πρόσωπα ώς ταυτόσημα. 'Ανεξάρτητα άπό τήν
σημασία τους τά έργα τού Ποταμίου άνήκουν στίς άπαρχές τής θεολογικής
γραμματείας στήν ίβηρική χερσόνησο, μέ αφορμή τόν αρειανισμό.
61. ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ (ΣΥΡΙΑΚΟΝ)
'Η Εκκλησία γιά λόγους
εύγνωμοσύνης καί οικοδομής ένδιαφέρθηκε πολύ ένωρίς γιά τήν διατήρηση τής
μνήμης των μελών της έκείνων, πού μαρτύρησαν γιά τήν πίστη. 'Η Εκκλησία δηλ.
άκολούθησε τό παράδειγμα των ευαγγελιστών, πού περιέγραψαν τό πάθος τοΰ Κυρίου
καί τό μαρτύριο τοϋ Στεφάνου. Έτσι διατήρησε πράξεις (Acta ή Gesta
proconsularia) διαδικαστικές, στις όποιες κυρίως καταγράφονται ή ανάκριση από
τίς ρωμαϊκές άρχές καί ή καταδίκη τοϋ μάρτυρα, άλλά καί Μαρτύρια περιγραφικά κι
έκτενέστερα. Στά τελευταία περιλαμβάνονταν βέβαια ή άνακριτική διαδικασία καί ή
καταδίκη, άλλά προπαντός περιγράφονταν τά βασανιστήρια τοΰ μάρτυρα (στά όποια
τόν υπέβαλλαν μέ τήν έλπίδα ότι θά ύποκύψει καί θά άρνηθεΐ τήν χριστιανική του
πίστη), οί διάλογοι, έκτενεΐς ή σύντομοι, μεταξύ μάρτυρα καί κριτώνδικαστών,
προτροπέςδιδαχές ή ύπεράσπιση τής πίστεως ένώπιον άκροατηρίου καί τό μαρτυρικό
τέλος τοΰ μάρτυρα. Τέτοια κείμενα γράφονταν γιά κάθε περίπτωση (μάρτυρα)
χωριστά καί στήν λατινική ονομάζονταν Passio
Passiones (Πάθος Πάθη). Έτσι
έχουμε τήν πρώτη περιγραφή μαρτυρίου (τών Πτολεμαίου καί Λουκίου) άπό τόν
Ιουστίνο στήν Β' ’Απολογία του, ένώ μέ τό Μαρτύριο τοϋ Πολυκάρπου (μάλλον περί
τό 167/8) θεμελιώνεται θεολογικά καί φιλολογικά ή γραμματεία τών Μαρτυρίων, τά
σπουδαιότερα τών όποιων περιέλαβε ό Εύσέβιος (+ 339) στήν χαμένη του συλλογή
Μαρτύρων συναγωγή. Περιλήψεις τους όμως καί στοιχεία σύγχρονών του μαρτύρων τών
αρχών τοΰ Δ' αί. δίνει ό ίδιος συγγραφέας στήν ’Εκκλησιαστική ιστορία του.
Τά Μαρτυρολόγια είχαν
άκόμη άπλούστερη γενετική διαδικασία.
Μετά τούς φοβερούς
διωγμούς τοΰ Δεκίου (249250) καί αυτούς πού έγιναν στήν εποχή τών τετραρχών
(303324), σκληρότερος τών όποιων ήταν ό Διοκλητιανός, αυξήθηκε εντυπωσιακά ό
άριθμός τών έπώνυμων μαρτύρων. "Αρχισε λοιπόν ή ’Εκκλησία, βάσει τών
κρατικών άρχείων καί τής μνήμης, νά καταρτίζει μέ τρόπο συστηματικό (βλ.
Κυπριανού Καρθαγένης, Επιστολή 12,2) καταστάσειςκαταλόγους, στούς όποίους
δηλώνονταν, δίπλα στήν ήμερα καί τόν μήνα πού εορταζόταν ή μνήμη τοΰ μάρτυρα (ή
άγιου Αργότερα), ή πόλη καί ή έπαρχία τοΰ μαρτυρίου, τό όνομα συχνά τοΰ
δικαστήκριτή καί φυσικά τό όνομα τοΰ μάρτυρα. ΟΙ καταστάσεις (κατάλογοι) αύτοί
όνομάστηκαν στήν ’Ανατολή πρώτα καί στήν Δύση έπειτα Μαρτυρολόγια. Τό πρώτο
γνωστό άπό αύτά όμως συντάχτηκε στήν Ρώμη, όνομάστηκε Depositio Martyrum καί
περιλαμβάνεται στόν Χρονογράφο τοΰ 354.
Στήν ’Ανατολή καί δή στήν
μικρασιατική Νικομήδεια, άρειανική τότε, ύπήρχε μία πληρέστερη καί όργανωμένη
κατάστασηκατάλογος μέ τά ά παραΐτητα στοιχεία (ήμερομηνία τόπος
πόλη έπαρχία μαρτυρίου) κάθε
μάρτυρα, δηλ. ύπήρχε ένα Μαρτυρολόγιο μέ 160 μνήμες. Τό συγκεκριμένο αύτό
Μαρτυρολόγιο μνημονεύει ώς τελευταίους χρονικά μάρτυρες χριστιανούς πού
διώχτηκαν τό 362. Δυστυχώς τό κείμενο τοΰτο δέν σώζεται, άλλά τό 1866
έπισημάνθηκε μετάφρασή του συριακή στόν κώδικα 12150, φφ. 251β254α, τοΰ
Βρετανικού Μουσείου. 'Ο κώδικας είναι γραμμένος τό 411 στήν Έδεσσα τής
Μεσοποταμίας καί γι’ αύτό τό κείμενο όνομάστηκε Μαρ τνρολόγιον συριακόν, ένώ
πρόκειται γιά τό Αρχαιότερο γνωστό Μαρτυρο λόγιον τής ’Ανατολικής Εκκλησίας.
Τήν σύνταξη τοΰ πολύτιμου έλληνικοΰ πρωτοτύπου τοποθετούν γενικά μεταξύ 362 καί
411, ένώ αύτό ισχύει γιά τήν συριακή του μετάφραση. Πολλοί λόγοι εύνοοϋν τήν
τοποθέτηση τοΰ π ρω τοτύπου εντός τοΰ Δ' αί. Ίσως μάλιστα νά συντάχτηκε πριν
άπό τό 360 καί οι τελευταίες μνείες μαρτύρων νά συνιστοϋν προσθήκες. Ή σύγκριση
μεταξύ της συριακής μεταφράσεως τον Μαρτυρολογίου καί τοϋ Ίερωνυμι κοΰ
μαρτυρολογίου (τοΰ Ε' αί.) όδήγησε τόν Η. Leclercq στό συμπέρασμα ότι καί τά
δύο προϋποθέτουν κοινό έλληνικό κείμενο, τό όποίο όμως ό σύ ρος μεταφραστής
Απέδωσε συνεπτυγμένα.
Τό παρόν Μαρτυρολόγιον
καί αύτά πού όπωσδήποτε θά ύπήρχαν κατά τόν Δ' αί. σέ άλλα χριστιανικά κέντρα
άποτέλεσαν την Απαρχή των μεταγενέστερων Συναξαρίων καί Μηναίων τής Ανατολικής
Εκκλησίας. Επιτομή, άλλοτε σύντομη καί άλλοτε έκτενής, τοΰ Συναξαριού
περιλήφτηκε στά Μηναία καί διαβάζεται μέχρι σήμερα στό πλαίσιο τής άκολουθίας
τοϋ "Ορθρου καί δή μετά τήν ΣΤ' Ώδή τον Κανόνα, πού όλόκληρος είναι
αφιερωμένος στόν έορταζόμενο μάρτυρα ή τόν άγιο. Ή οίκοδομητική διάθεση τών
συντακτών καί ή Αφέλεια μερικών Από αύτούς προσθέτει ένίοτε κάποια φανταστικά
στοιχεία στά ιστορικά δεδομένα τών μαρτυρίων, γεγονός πού όταν συμβαίνει
μειώνει Ανάλογα τήν ιστορική Αξία τών κειμένων τούτων.
62. PROBA: Cento
ή πρώτη χριστιανή
ποιήτρια
Την έποχή πού ό
νεοαρειανίσμός συγκλόνιζε την Εκκλησία, πού ή Δύση άγωνιζόταν νά θεμελιώσει
θεολογικά την όρθόδοξη πίστη καί νά δημιουργήσει (μέ τόν 'Ιλάριο Poitiers)
λειτουργική ποίηση, μία ρωμαία άριστοκράτισσα, ή Petronia ή Faltonia Betitia
Proba, έγραψε περί τό 360 πολύστιχο έπικό ποίημα, τό Cento (έλλ.: κέντρων, δηλ.
συρραφή διαφόρων στίχων). Πρόκειται γιά 694 εξάμετρα, παρμένα ή έμπνευσμένα από
τόν Βιργίλιο, στά όποια ιστορείται ή ΠΑ (13-32) καί ή ΚΑ (333-694). 'Η τεχνική
τού Cento, ή συρραφή δηλαδή ποικίλων καί διαφορετικής προελεύσεως στίχων, είχε
μακρά παράδοση στόν λατινικό χώρο πού τήν χρησιμοποιούσαν πολλοί. Ή Proba, πού
είναι ή πρώτη χριστιανή γυναίκα ποιήτρια, χρησιμοποίησε τήν άρτια γνώση τού
Βιργιλίου, τό άλεξανδρίνό ύφος τής έποχής καί τήν στιχουργική της ευχέρεια, γιά
νά «διαβάσει» χριστιανικά τόν Βιργίλιο καί βιργιλιανά τήν ΠΑ καί τήν ΚΑ. Μέ
τούς στίχους ήθελε νά δείξει δηλ. πώς ό μεγάλος λατίνος ποιητής λειτούργησε ώς
προφήτης τού χριστιανισμού, πώς έψαλλε τις δωρεές τού Χριστού (π.χ. στίχος 23).
'Η στιχουργική έπιτυχία τής Proba δέν σήμαινε όμως πάντα καί όρθή άπόδοση καί
κατανόηση τού βιβλικού κειμένου, όπως δέν σήμαινε καί Ικανοποιητική γνώση τής
διδασκαλίας τής Εκκλησίας. Ενδεικτικό είναι ότι στόν Χριστό προσγράφει
χαρακτηριστικά τού Αινεία, ήρωα τού Βιργιλίου.
Τό Cento τής Proba
διαβάστηκε κυρίως στούς αριστοκρατικούς κύκλους, στούς όποίους άνήκε ή
ποιήτρια, πρός τήν όποια καί πρός τό είδος τής ποιήσεώς της έδειξε περιφρόνηση
ό 'Ιερώνυμος (Ερ. 53, 7).
63. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (+36Ι) ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ(+364)
Οί έπικεφαλής των
όμοιουσιανών
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Συνεξετάζουμε τούς δύο
άνδρες, διότι έδρασαν μαζί ώς έπικεφαλής τώνήμιαρειανών, δηλ. των όμοιουσιανών,
καί διότι συνάγουμε την θεολογική σκέψη τους άπό δύο κείμενα, στά όποια δύσκολα
διακρίνουμε τΐ ανήκει στόν Βασίλειο καί τί στόν Γεώργιο.
Πρόκειται γιά δύο Επιστολές
περί πίστεως, πού διέσωσε ό Έπι φάνιος Σαλαμίνας (Κύπρου) στό Πανάριον 73. 'Η
μία, γραμμένη άπό τόν Βασίλειο μέ την βοήθεια καί άσφαλώς μέ ύλικό τοϋ Γεωργίου
τό 358, μετά την σύνοδο Άγκύρας (358), στήν όποια οι δύο άνδρες πρωτοστάτησαν,
ό ένας κυρίως οργανωτικά καί ό άλλος κυρίως θεολο γικά. Ή άλλη, γραμμένη τό 359
άπό τούς δύο (άν όχι μόνο άπό τόν Γεώργιο, πού ήταν ικανότερος θεολόγος),
συνεχίζει τήν ίδια προβληματική καί άντιδρά σέ άπόψεις τού ’Αθανασίου καί στό
λεγόμενο τέταρτο Σύμβολο Σιρμίου, πού άπέκλειε τήν χρήση τού όρου «ουσία» καί
ομολογούσε τόν Υίό άπλώς «όμοιον τφ γεννήσαντι αύτώ Πατρί κατά τάς Γραφάς».
'Η έμμονή των λίγων
ορθοδόξων στό Σύμβολο Νίκαιας καί προπαντός ή έντυπωσιακή θεολογία τού
’Αθανασίου γιά τό όμοούσιο κλόνισαν πολλούς άρειανόφρονες, πού έκαναν τήν πρώτη
καί θεμελιώδη τους υποχώρηση τό 341, στήν σύνοδο των Εγκαινίων (Αντιόχεια).
Έκεΐ, μέ πρωτοβουλία καί τού πρώην αυστηρού άρειανοΰ ’Αστεριού, όχι μόνο
άπορρίφτηκε ή διδασκαλία ότι ό Υιός είναι κτΐσμα, άλλά καί διατυπώθηκε πίστη εις
Υιόν «μονογενή θεόν... γεννηθέντα πρό των αιώνων έκ τού πατρός, θεόν έκ θεού,
όλον έξ όλου... άτρεπτόν τε καί άναλλοίωτον, τής θεότητος, ουσίας τε καί βουλής
καί δυνάμεως καί δόξης, τού πατρός άπαράλλακτον είκό ν α». "Οσοι σέ όποίοδήποτε
βαθμό δέχτηκαν τήν πίστη αυτή χαρακτηρίζονταν γενικά «ήμιάρειοι» καί
«ήμιαρειανοί» καί διακρίθηκαν βαθμιαία ώς όμοιουσιανοί, διότι χρησιμοποιούσαν
γιά τόν Υίό τίς έκ φράσεις «όμοιος κατά πάντα», «όμοιος κατ’ ουσίαν» κ.λπ.
Παράλληλα όμως ύπήρχαν καί δροΰσαν οί «όμοιοι» μέ τούς «άνόμοιους», πού βέβαια
διέφεραν, άλλά καί οί δύο άπέρριπταν τήν ούσιαστική (φυσική) σχέση Πατέρα καί
Υίοΰ. Ή προβληματική αυτή έκφράστηκε σέ όλες τις συνόδους, άνατολικών καί
δυτικών, από τό 341 μέχρι τό 360.
Ή κίνηση των όμοιουσιανών
έχει μεγάλη σημασία, διότι αύτοί ήταν πλησιέστερα στους όρθοδόξους καί διότι
συχνά δικαιολογούσαν την απόρριψη του Συμβόλου Νίκαιας μέ τόν άπλό ισχυρισμό
ότι ό όρος του «όμοούσιος» δέν είναι βιβλικός καί σκανδαλίζει. Ή Εκκλησία, μέ
εκφραστή τόν ’Αθανάσιο, ήδη άπό τό 350, έδειχνε ότι μπορούσε νά δεχτεί όσους
άπέρριπταν τόν όρο «όμοούσιος» ώς μη βιβλικόν, άλλά δέχονταν τό περιεχόμενό
του, τήν αλήθεια πού αύ τός δήλωνε. Ό ’Αθανάσιος γνώριζε καί τούς δύο άρχηγούς
των ό μοιουσιανών. Τόν Γεώρ. καλύτερα, διότι ώς άλεξανδρινός πρεσβύ τερος στήν
δεκαετία τοϋ 320 έγινε οπαδός του Άρεΐου καί πήρε μέρος ενεργό στήν δίωξη του
’Αθανασίου. Γι’ αύτό, ακόμα καί τό 361/2, όταν ό Αθανάσιος γράφει τό «Περί
συνόδων», ύπενθυμίζει τήν κακή πολιτεία τού Γεωργίου καί μάλιστα τόν εμφανίζει
έμπνευστή (περί τό 328) θεολογικής προτάσεως, πού τάχα θά ικανοποιούσε
όρθοδόξους καί άρειανούς. Πρότεινε δηλ. ό Γεώρ. τήν χρήση τής φράσε ως «έκ τού
Θεού» γιά τόν Υίό. Τήν φράση αύτή αρχικά οι άρειανοί τήν άπέρριπταν, άλλά μετά
τήν χρησιμοποιούσαν, μόνη της, χωρίς επεξηγήσεις, γιά νά καλύπτουν τήν άντίληψή
τους ότι ό «έκ τού Θεού» Υιός είναι κτίσμα. Διαφορετικά έκφράζεται ό ’Αθανάσιος
γιά τόν Βασ. καί τούς όμόφρονές του, τούς όποίους δέν θεωρεί εχθρούς καί
«άρειομανΐτας» (41, 13), άλλ’ άδελφούς άγαπητούς, «τήν αυτήν ήμΐν διάνοιαν
έχοντας». Τούς κρίνει μάλιστα βάσει έργου τού Βασ., τού «Περίπίστεως», τό όποίο
δέν σώθηκε. ’Ασφαλώς εκεί διατυπώνονταν οί άπόψεις των γνωστών όμοιουσιανικών
κειμένων, πού άναφέραμε. Ό ’Αθανάσιος παρατηρεί ότι μόνοι τους οί όροι «όμοιον»
καί «κατ’ ούσίαν» δέν σημαίνουν τό «έκ τής ουσίας» (41, 3). ’Εφόσον όμως οί
όμοιουσιανοΐ χρησιμοποιούν συγχρόνως τό «έκ τής ού σίας» καί τό «όμοιούσιον»
(τό όποίο μάλιστα λείπει άπό τά δύο κείμενα), μπορούν νά θεωρηθούν ότι
πιστεύουν στό όμοούσιο τού Υίοΰ πρός τόν Πατέρα.
’Αλλά τί πράγματι
φρονούσαν οί άρχηγοΐ των όμοιουσιανών; Κατανοούσε άπόλυτα τήν σκέψη τους ό
’Αθανάσιος ή, κουρασμένος καί άναλογιζόμενος τήν κρίση τής Εκκλησίας, δέχτηκε
τήν κίνηση των όμοιουσιανών ώς ένα πρώτο βήμα, πού θά έφερνε καί άλλο; ’Ασφαλώς
τό δεύτερο, καθώς ό ίδιος βεβαιώνει.
Οί Βασ. καί Γεώρ., όπωςοί
πολλοί θεολόγοι τής έποχής, προσπάθησαν νά δώσουν άπάντηση στό πώς τής
προελεύσεως τού Υίοΰ άπό τόν Πατέρα καί στό ποία ή σχέση τών δύο θείων
προσώπων. Καί τό έκαναν μέ τίς φράσεις: ό Υιός «όμοιος κατ’ ούσίαν» πρός τόν
Πατέρα, «τόν Πατέρα αίτιον όμοιας αυτού ούσίας έννοώμεν» (Έπιφα νίου, Πανάριον
73) καί άλλες παρόμοιες. Ή άπάντησή τους δηλαδή ήταν ό όρος «όμοιος», μέ τόν όποίο
νόμιζαν ότι άποφεύγουν τήν άν τΐληψη: α) τών άνομοΐων, ότι ό Πατέρας είναι
κτίστης καί ό Υιός κτίσμα β) των σαβελλιανών, ότι τά θεία πρόσωπα ή ύποστάσεις
ταυτίζονται ή συγχέονται γ) των ορθοδόξων, ότι ύπάρχει πραγματική όμοουσιότητα
(«ταύτόν» τής ούσίας) Πατέρα καί Υίοΰ· δ) των όμοιων, ότι ό Υιός είναι όμοιος πρός
τόν Πατέρα μόνο κατά την βούληση καί τίς ενέργειες. Αυτά προκύπτουν καί από
τούς αναθεματισμούς στό τέλος καθενός των δύο κειμένων.
“Εχουμε ύπογραμμΐσει ότι
ό όρος «όμοούσιος» είναι συνέπεια τής διακρΐσεως μεταξύ «φύσει γεννήσεως» ( =
Υιός) καί έν χρόνω δημιουργίας (κόσμος
κτιστά), αλλά καί τής πίστεως στην άιδιότητα του Υίοΰ. ’Αλλά καί ό όρος
«όμοιος» είναι συνέπεια προϋποθέσεων θεολογικών, πού διακριβώνουμε παρακάτω.
Τό όμοιο τοΰ Υίοΰ πρός
τόν Πατέρα αφορά στό είναι, στην υπόσταση καί στην ϋπαρξή τους κατά κύριο λόγο.
Βέβαια, όπως καί ό ’Αθανάσιος, έτσι καί ό Βασ. μέ τόν Γεώρ. δέν διακρίνουν
ύποστά σεις καί ουσία. Ή άνάγκη όμως νά διακρίνουν ριζικά τό όμοιος άπό τό
όμοούσιος τούς όδηγεΐ σέ νέα διάκριση, στην διάκριση μεταξύ του άγεννήτου καί
του Πατρός’ οί δύο έννοιες δέν ταυτίζονται:
«τό άγέννητος ούδέπω
σημαίνει την τοΰ πατρός έννοιαν καί ότι τό γεννητός ιδίως υίόν ούδέπω σημανεΐ,
άλλα κοινοποιεί πρός πάντα τά γεννητά τήν έννοιαν (ό γάρ είπών γεννητόν, ότι
μέν γέγονεν έ σήμανεν, ούδαμοϋ δέ τό < ν >άιδίως υίόν νοούμενον
παρεδήλωσε)... διό άιδίως έννοοΰντες υίόν θεοϋ, ού δεξόμεθα τούτο· πρός τούτοις
τό τοΰ πατρός καί υίοΰ δνομα τήν πρός τι σχέσιν σημαίνει, διό, κάν πατέρα μόνον
όνομάζομεν, έχομεν τω όνόματι τοΰ πατρός συνυπακουομένην τήν έννοιαν τοΰ υίοΰ...
καί ού τά όνό ματα μόνον, άλλά μετά τοΰ όνόματος καί τής φύσεως τήν οικειότητα»
(Πανάριον 73, 19). Καί: «έν μέν γάρ τω άγεννήτιρ ούκ έμψαίνεται ή τοΰ πατρός
δύναμις, έν δέ τω πατήρ όνόματι όμοϋ έμφαίνεται ότι ούκ έστιν υιός ό πατήρ, ει
γε κυρίως νοείται ό πατήρ καί ότι αίτιός έστιν όμοιου έαυτοΰ υίοΰ» (73, 14, 6).
Τό κείμενο είναι
πολυσήμαντο. Δείχνει τήν άνάγκη νά διακριθεΐ ό Πατέρας ως ύπόσταση.
’Επισημαίνει ορθά ότι τό πατήρ καί τό υιός δηλώνουν τό «πρός τι» των φιλοσόφων,
τήν σχέση δηλαδή, όπως θά θεολογήσει τέσσερα
πέντε χρόνια μετά ό Μ. Βασίλειος, γιά νά έξηγήσει τις τρεις θείες
ύποστάσεις καί τήν μία φύση τους. Έδώ όμως όχι μόνο ταυτίζεται ή συνδέεται
εσφαλμένα τό πατήρ (ύπόσταση) μέ τήν «φύση», άλλά καί τοποθετείται άόριστα τό
«άγέννητος» πάνω καί πέρα άπό τήν έννοια τοΰ πατέρα, χωρίς τήν παραμικρή
έξήγηση.
’Υπενθυμίζουμε σχετικά
τήν προσπάθεια τοΰ ’Αστεριού ( + 341) νά δείΕει ότι ή λέΕτι Yioc δείννει τήν
σνέστι ιιέ τούο «υίοποιουμένους» άνθρώπους. Καί σημειώνουμε ότι γιά τόν Εύνόμιο
ή άγεννησία δηλώνει την ουσία καί τό Πατήρ μόνο τήν ενέργεια. Ή έρευνα όμως,
παλαιά καί σύγχρονη (Μ. Simonetti), δεν πρόσεξε ότι οί όμοιουσια νοί, μόνο
έφόσον τό άγέννητος δέν δηλώνει «τήν δύναμιν» τοϋ πατέρα, μπορούν νά
χαρακτηρίσουν τόν υιό «αχρονον» καί «άεί όντα» μέ τόν πατέρα, ό όποίος (μέ τήν
προϋπόθεση αυτή) δέν είναι «πρε σβύτερος χρόνω» σέ σύγκριση μέ τόν υιό του (73,
12, 7). Οί θέσεις αύτές, τυπικά άλεξανδρινές, διατυπωμένες μέ άλλη διάθεση στήν
δεύτερη Επιστολή τού ’Αλεξάνόρου ’Αλεξανδρείας (βλ. κεφάλ.), γραμμένη άπό τόν
’Αθανάσιο, δέν είναι πράγματι ορθόδοξες, διότι εδώ τό άχρονο τού Υιού
αποσυνδέεται άπό «τόν άγέννητον» Θεό πού μόνος είναι άΐδιος, δηλ. πράγματι
άχρονος. Γι’ αύτό καί οί όμοιουσια νοί μάς υπογραμμίζουν: «ά ι δ ί ω ς
έννοοΰντες υιόν θεού ο ύ δ εξ ό μ ε θ α». Επομένως ό Υιός δέν είναι άίδιος καί
τό «άεί» δέν σημαίνει άιδιότητα, μολονότι δέν μπορεί νά ορίσει χρόνο ύπάρξεως
τού Υίοΰ «διά τό άχρονον καί άκατάληπτον τής ύποστάσεως» (73, 14, 3). "Αν
όμως άΐδιος είναι μόνον ό άγέννητος Θεός, σημαίνει ότι καί ό Πατήρ, ώς πατήρ,
δέν είναι όντως άχρονος, άλλά «πρό πάντων των αιώνων», όπως έλεγαν γιά τόν Υιό
οί άρειανοί, εκλαμβάνοντας μόνο τόν Πατέρα άίδιο, άγέννητο, αύτοθεό. Τό βήμα
λοιπόν των ό μοιουσιανών στό θέμα τής άιδιότητας τού Υιού ύπήρξε μηδαμινό.
Προσπάθησαν νά καλύψουν τήν άπόστασή τους μέχρι τήν ορθόδοξη πίστη μέ
ευφυολόγημα, όχι θεολογικά. 'Οπωσδήποτε όμως μέ τίς θέσεις αύτές άπομακρύνθηκαν
σημαντικά ή όριστικά άπό τόν άρεια νΐσμό, τόν όποίο πολέμησαν στό πρόσωπο των
άνομοίων καί δή τού Εύνομΐου, πού δέν κατονομάζουν, άλλά γνωρίζουν καί
ανατρέπουν σημεία τής θεολογίας του.
’Αφού έδωσαν τήν δική
τους ερμηνεία στό άχρονο τού Υίοΰ, δια κρίνοντας τήν άιδιότητα τού άγέννητου
Θεού άπό τό «άεί ών» τού Υιού, δοκιμάζουν τελικά νά εξηγήσουν τήν σχέση Πατέρα
καί Υίοΰ. Καί άποδίδουν τήν σχέση αύτή μέ τόν όρο «όμοιος», άλλά κλειδί
ερμηνείας τού όρου καί θεμελιώδες έπιχείρημά τους γίνονται οί φιλοσοφικοί όροι
άπόρροια, μερισμός καί πάθος. Οί όροι αύτοί γενικά ήσαν άποδεκτοί, γιατί τούς
είχε χρησιμοποιήσει ό ’Αθανάσιος ήδη άπό τό 350, μέ άλλες όμως προϋποθέσεις καί
γι’ αύτό μέ άκριβώς διαφορετικές συνέπειες (Περί Νίκαιας 11, 45). Γιά τούς
όμοιουσια νούς ό,τι γίνεται ή γεννάται μέ άπόρροια ή μερισμό ή πάθος ή σπορά
είναι άναγκαστικά όμοούσιο («ταύτόν») πρός τόν γεννήσαντα. "Οπως ό Χριστός
δέν είναι «κατά πάντα άνθρωπος» άλλά μόνο όμοιος μέ άνθρωπο, διότι δέν
γεννήθηκε μέ σπορά (μέ σπέρμα άνθρώ που), έτσι καί ό Υίός είναι μόνο όμοιος καί
όχι «ταύτός» στήν ούσία μέ τόν Πατέρα, διότι δέν προήλθε μέ άπόρροια ή μερισμό
τοϋ Πατέρα, άλλά άπλώς «έκ θεοΟ», «τέλειος τελείου», «έξ όμοιας αύτοΰ ουσίας»:
«κατά δέ τό άνευ
άπορροίας καί πάθους καί μερισμού έκ τοϋ Πα~ τρός γεννηθήναι, δμοιός έστι τω
Πατρί καί ούκ αύτός ό Πατήρ, ώσπερ καί κατά σάρκα Υιός εν όμοιώματι άνθρώπων έστί
καί ούκ αύτός κατά πάντα άνθρωπος» (Έπκρανίου, Πανάριον 73, 17, 5).
Ή όλη συλλογιστική σκοπεύει στην ανατροπή τής
θεολογίας τού Αθανασίου, ότι ή ούσία τού Πατέρα καί τοϋ Υιού είναι «ταύτόν»:
«όμοούσιον (έγραψαν οί
πατέρες) είναι τω Πατρί τόν Υίόν, ΐνα μή μόνον δμοιον τόν Υίόν, άλλά τ α ύ τ ό
ν τή όμοιώσει έκ τού Πα τρός σημάνωσι» (Περί Νίκαιας 20, 3).
Σ’ αύτό οί Βασ. καί Γεώρ.
είναι πολύ σαφείς:
«ο ύ δ έ ό Υίός, όμοιος
κατ’ ούσίαν γενόμενος τω γεννήσαντι Πατρί, εις ταυτότητα άξει τού Πατρός τήν
έαυτοϋ ούσίαν, άλλ’ έπί τήν όμοιότητα» (Έπκρανίου Πανάριον 73, 9).
Στό χωρίο τούτο
αποκαλύπτεται καί κάτι ακόμα σημαντικό. Τήν ταυτότητα τής ούσΐας καί άρα τό
όμοούσιον άποφεύγουν όχι άπό φόβο συγχύσεως των προσώπων, δηλ. άπό φόβο
σαβελλιανίσμοΰ, άλλά γιά νά μή φανούν άπόλυτα ομότιμοι ό Πατέρας καί ό Υίός.
Διότι εδώ ή ταυτότητα άναφέρεται αυστηρά στήν ούσία. ’Έτσι, όταν όμιλοΰν γιά
τήν ούσία των δύο προσώπων, ή ομοιότητά τους είναι σχετική, καί όταν όμιλοΰν γιά τήν ύπόσταση, τό είναι τους, ή
όμοιότητα είναι άπόλυτη, δηλ. τότε ό Υίός «δμοιός έστι κατά πάντα τω Πατρί»
(73, 18, 8). Πόσο φοβόταν καί άπέρριπτε τόν δρο όμοούσιος, ιδιαίτερα ό Βασ.,
φαίνεται καί άπό τήν επιστολή του Περί όμοουσίου καί ό μοιονσίον. Έκεΐ
ύποστηρίζει ότι γιά νά είναι ό Πατέρας καί ό Υίός όμοούσιοι, πρέπει νά
ύποθέσουμε μία πρεσβύτερη ούσία (substantia), στήν όποια νά μετέχουν καί οί δύο
(βλ. τήν ιδέα στόν Τλάριο, De synodis 18: PL 10, 534). Ή άντίληψη αύτή
συναντάται στόν Πλωτΐ νο καί τόν Πορφύριο, γιά τούς όποίους τά δνταύποστάσεις,
προερχόμενα μέ άπορροή, έχουν όπωσδήποτε ποιοτική διαφορά άπό τήν αρχική τους
πηγή.
Παρά τήν άπόλυτη
όμοιότητα των προσώπων περιέργως δέν τά συγχέουν οί όμοιουσιανοί,
«μίαν είναι θεότητα...
καί μίαν άρχήν, όμως τά πρόσωπα έν ταΐς ίδιότησι των ύποστάσεων εύσεβώς γνωρίζωσι...
τόν Πατέρα έν τή πατρική αύθεντίςι ύφεστώτα νοούντες καί τόν Υίόν ού μέρος δντα
τοϋ Πατρός άλλά καθαρώς έκ Πατρός» (Έπκρανίου, Πανάριον 73, 16, 4),
άλλά τά ιεραρχούν, γιά νά
μή θεωρηθούν ταυτοούσια. Έτσι ό Πατέρας ύπάρχει καί κινείται «αύθεντικώς», ένώ
ό Υίός «ύπουργικώς» (73, 18, 5), Τά έπιρρήματα έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο.
Άφοΰ ό Υιός δεν έχει «αύθεντικώς» την θεότητα, όπως ό Πατέρας, δεν είναι όμοιος
καί ίσος «τώ θεφ», αλλά «θεω» (73, 9, 5). 'Ιεράρχηση καί σχε τικοποίηση τής
όμοιότητας παρατηρεΐται καί στήν κίνηση, στίς έ νέργειες, των θείων προσώπων.
'Ο Υιός ποιεί κι ένεργεΐ όχι «αύθεντικώς» («ούτως»), όπως ό Πατέρας, άλλ’
«ομοίως», δηλ. «ύπουρ γικώς» (73, 18, 5). "Ολα αύτά συνιστοϋν παρερμηνεία
τού «άπαράλ λακτως» τής συνόδου των Εγκαινίων (341), την όποιαν ισχυρίζονταν
ότι ακολουθούν οί όμοιουσιανοΐ. Τό άπαραλλά’κτως τούτο τήν έπό μενη δεκαετία
ζητούσε ό Μέγας Βασίλειος ώς όρο, γιά νά θεωρηθεί κανείς κατ’ οικονομίαν
όρθόδοξος.
Ή προσπάθεια των
όμοιουσιανών άπέτυχε τελικά, διότι στήν δομή της ήταν μόνο συμβιβαστική,
κινήθηκε κυρίως μεταξύ ’Αθανασίου καί άνομοίων, άπορρΐπτοντας καί τούς δύο.
’Αντί νά ζητήσουν ριζική λύση, ταλαιπωρήθηκαν σέ μεταφυσικές άναζητήσεις, εύφυ
εις ώς ένα σημείο, ανίκανες όμως νά θεμελιώσουν θεολογικές άπό ψεις. "Ετσι
σέ λίγες δεκαετίες λησμονήθηκε ή θεολογία τους, αλλά πρός καιρόν αυτή χρησίμευε
ώς γέφυρα τών άρειανών πρός τήν ορθοδοξία. ’Ακόμα ή θεολογία τών δύο
όμοιουσιανών έγινε θεολογικό σχολείο γιά τούς δυτικούς καί δή γιά τόν πρώτο
έπΐσκοπο τής δυτικής Εκκλησίας, τόν Ρώμης Λιβέριο, πού δέχτηκε σύμβολα καί τών
όμοιων καί τών όμοιουσιανών, τόν όρθοδοξότερο θεολόγο τών χρόνων του Ίλάριο
Poitiers καί τόν φιλοσοφοΰντα θεολόγο Μάριο Βι κτωρΐνο, πού κυριολεκτικά
στηρίχτηκε στά κείμενα τών Βασ. καί Γεωρ.
Γεώργιος Λαοδικείας.
Γεννήθηκε στήν ’Αλεξάνδρεια, όπου σπούδασε φιλοσοφία καί χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος άπό τόν ’Αλέξανδρο ’Αλεξανδρείας, ό όποίος τελικά τόν αναθεμάτισε
γιά τήν άτακτη πολιτεία του καί τόν αρειανισμό του. Τότε κατέφυγε στήν
’Αντιόχεια κι έπειτα έγκαταστά θηκε στήν Άρεθούσα. ’Από τήν Αντιόχεια έγραψε,
πριν τό 328, δύο Επιστολές. Μία πρός τόν ’Αλέξανδρο, συνιστώντας του «μή μέμφου
τοΐς περί Άρειον, ει λέγουσιν ‘ήν ποτέ ότε ούκ ήν ό υιός τού Θεού’...», καί μία
πρός τούς άρειανούς, πού τούς έπιτιμοϋσε: «τί μέμφεσθε Άλεξάνδρω τώ πάπα,
λέγοντι έκ τού πατρός τόν υίόν...» (’Αθανασίου, Περί συνόδων 17). Προφανώς
έπιχειροϋσε συμβιβασμό, χωρίς βέβαια θεολογική βάση καί δή έμ μένοντας στόν
αύστηρό άρειανισμό. Τήν νοοτροπία του αύτή θά διατηρήσει ό Γεώρ. μέχρι τό τέλος
τής ζωής του. Μεταξύ 331 καί 335 έγινε έπίσκοπος Λαοδικείας τής Συρίας, φυσικά
μέ τήν βοήθεια τών άρειανών, τούς όποίους άρχισε νά έγκαταλείπει γιά νά
έξελιχτεΐ, μέ τόν Βασίλειο Άγκύρας, σέ άρ χηγό καί έκφραστή τών ήμιαρειανών,
δηλ. τών όμοιουσιανών. ’Ιδιαίτερα ή σύνοδος Άγκυρας (358) έργάστηκε βάσει
κειμένων του, κάτι πού σημαίνει ότι έγινε ό κατ’ εξοχήν θεολόγος των
όμοιουσιανώγ, άν καί ό ίδιος δεν ήταν παρών σ’ αύτήν. Σέ όλη την δεκαετία τού 350 καταπολεμούσε τούς άκρους
άρειανούς, τούς άνομοίους (Άέτιο κ.ά.), καί άπέρριπτε τούς όμοου σιανούς.
ΓΙέθανε περί τό 360/1, όταν μέ τήν βοήθεια τού Κωνσταντίου είχαν επικρατήσει οί
όμοιοι στήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως (360), όταν δηλ. άπέτυχε ή πολιτική
του, καί άφοΰ τό 359 ύπέγραψε σύμβολο των όμοιων.
’Έγραψε:
Έπιστολάς, πρός Αλέξανδρο
’Αλεξάνδρειάς καί άρειανούς, άπό τίς όποιες σώζονται άπό ένα απόσπασμα.
Επιστολήν πρός
Μακεδόνιον, Βασίλειον... κατά Εύδοξίου (κατά άνομοίων). Σώζεται άπόσπασμα.
Συνοδικήν επιστολήν περί
πίστεως. Αμέσως μετά τήν σύνοδο Άγκύρας (358), τήν όποια εκφράζει. Φέρεται ώς
έργο τού Βασ. καί τού Γεωργ., αλλά ό τελευταίος είναι ό κύριος έμπνευστής της,
αφού ασφαλώς αποδίδει τό περιεχόμενο καί σχετικής Επιστολής τού Γεωργ., ή όποια
χάθηκε. Σώζεται άπό τόν Έπιφάνιο (Πανάριον 73, 211).
Επιστολήν ή ’Έκθεσιν περί
πίστεως. Γράφηκε τό 359 μέ άφορμή τήν σύνοδο Σελεύκειας (359) καί τήν διάσκεψη
τού Σιρμίου (22 Μαΐου 359), όπου έγκαταλείφτηκαν οί δροι «ούσία» καί «κατ’
ούσίαν». Τό κείμενο υπογράφουν πολλοί όμόφρονες τού Γεωργ. καί τού Βασ. Σώζεται
στόν Έπιφάνιο (Πανάριον 73, 1222).
Έγκώμιον εις Ευσέβιον
Έμέσης (359;). Στοιχεία του σώζονται στόν Σω ζομενό (Έκκλησ. ιστορία 3, 6) καί
τόν Σωκράτη (Έκκλησ. ιστορία 2, 9).
Αναμφίβολα ό Γεώργ.
έγραψε καί άλλα επιστολικά κείμενα πού χάθηκαν. Ό Έπιφάνιος (Πανάριον 66, 21,
3) άναφέρει τόν Γεώργ. μεταξύ αύ τών πού έγραψαν κατά μανιχαίων. Βλ. καί
Θεοδωρήτου, Αιρετικής κακο μυθίας 1, 26.
Βασίλειος Άγκυρας.
Γεννήθηκε στό τέλος τού
Γ' ή στίς άρχές τού Δ' αί. καί σπούδασε ιατρική. Προσχώρησε στόν Αρειανισμό καί
μέ τήν βοήθεια των φίλων τού Εύσεβίου Νικομήδειας διαδέχτηκε (336) στόν θρόνο
τής "Αγκυρας τόν έκθρονισμένο Μάρκελλο, φίλο τοϋ Μ. ’Αθανασίου. Τό 343,
στην σύνοδο τής Σαρδικής, εκθρονίστηκε ώς άντικανονικός, άλλά έπανήλθε τό 350,
όπότε πύκνωσε την συμμετοχή του στίς έκκλησιαστικοθεολογικές διαμάχες τής
έποχής. "Ηδη όμως είχε έγκαταλείψει τόν αύστηρό άρειανι σμό, κλίνοντας
πρός μία μέση όδό, μεταξύ άρειανών καί ορθοδόξων (ό μοουσιανών). Έτσι με τήν
θεολογική βοήθεια τοΰ Γεωργίου Λαοδικείας σχημάτισε τήν όμάδα ή τήν κίνηση των
ήμιαρειανών ή όμοιουσιανών, πού σε διάφορους βαθμούς επιβλήθηκαν στίς συνόδους
τής δεκαετίας τοΰ 350 καί κυριάρχησαν στήν σύνοδο Άγκυρας (λίγο πρίν τό Πάσχα
τοϋ 358). Τό ΐδιο συνέβη καί στήν μικρή σύνοδοσύσκεψη τοϋ Σιρμίου, στήν όποια
έλαβαν μέρος ό αύτοκράτορας, ό Βασίλειος Άγκυρας μέ τούς ομοϊδεάτες του
Εύστάθιο Σεβαστείας καί Έλεύσιο Κυζίκου, οί έμπιστοι επίσκοποι τοϋ αύ
τοκράτορα, Ούρσάκιος, Ούάλης καί Γερμίνιος, καί πέντε αίγύπτιοι έπίσκο ποι.
Στήν σύσκεψη αυτή, ασφαλώς μέ πρωτοβουλία τοϋ Βασ., κωδικοποι ήθηκε ό
όμοιουσιανισμός μέ τήν συγκρότηση συλλογής πού περιλάμβανε: α) τούς
άναθεματισμούς τής συνόδου Άγκύρας (358), β) τό δεύτερο σύμβολο τής συνόδου των
Εγκαινίων (341), γ) τό σύμβολο καί τούς άναθεμα τισμούς (κατά τοϋ Φωτεινού) τοϋ
Σιρμίου (351) καί δ) τήν Επιστολή τοϋ Βασ. περί όμοουσίου καί όμοιουσίου.
Τήν στιγμή άκριβώς αύτήν,
πού, έπηρεάζοντας στό Σίρμιο καί τόν αύτο κράτορα, φαινόταν νά θριαμβεύει ή
συμβιβαστική πολιτική τοΰ Βασ., άρχισε ή κάθετη πτώση του. Κι αύτό γιατί μέ
ύπόδειξη των άρειανών ό αύτοκράτορας Κωνστάντιος κάλεσε γιά τό 359 αντί μία,
όπως τοϋ σύστησε ό Βασ., δύο χωριστές συνόδους, μία στό Ρίμινι (’Ιταλίας) γιά
τούς δυτικούς καί μία στήν Σελεύκεια γιά τούς άνατολικούς, ένώ στό Σίρμιο (22
Μαΐου 359) μέ τήν προεδρία τοϋ αύτοκράτορα μικρή όμάδα συνέταξε τό σύμβολο πού
θά έπρεπε νά ύπογράψουν οί δύο σύνοδοι. Άπό τό κείμενο τοΰτο, γνωστό ώς τέταρτο
σύμβολο Σιρμίου, άφαιρέθηκε ό όρος ουσία ώς μή βιβλικός. Ό Βασ. δέχτηκε
συμβιβαστικά τό σύμβολο, άλλά μετά υποχρεώθηκε νά ύπογράψει καί τό σύμβολο τοϋ
Ρίμινι, στό όποίο επίσης ό υιός λεγόταν μόνο «όμοιος», κάτι πού είχε όμως
επιβληθεί καί στήν Σελεύκεια. Τήν πλήρη άποτυχία τοϋ Βασ. άκολούθησε ό διωγμός
του άπό τήν σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (άρχές 360), όπου έπικράτησε ό Ακάκιος
Καισαρείας μέ τούς όμοιους. Εξορίστηκε στήν ’Ιλλυρία καί πέθανε περί τό 364,
άφοϋ άπέρριψε τό σύμβολο τοΰ Ρίμινι καί άφοϋ έπέστρεψε άπό τήν έξορία του.
Πιθανότατα είναι
συντάκτης τοϋ έργου «Περί παρθενίας», πού παλαιό τερα προσγραφόταν στόν Μ.
Βασίλειο. Πράγματι στό έργο διαπιστώνονται όμοιουσιανικές άπόψεις καί
παρατηρήσεις ψυχολογικές καί ψυχοσωματικής ύγιεινής, πού θά μπορούσε αντίστοιχα
νά διατυπώσει ένας όμοιου σιανός θεολόγος καί ένας ιατρός. Στό κείμενο
έγκωμιάζεται ή παρθενία καί ύποδεικνϋονται οί τρόποι καί οί άρετές, μέ τις
όποιες αύτή μπορεί νά διατηρηθεί. Μέ έντονη φιλοσοφικής μορφής ήθικολογία
εισέρχεται άδιάκριτα σέ λεπτομέρειες τοϋ ψυχοσωματικού φαινομένου τής
παρθενίας.
"Εγραψε:
Περί τής έν παρθενίφ
άληθοϋς άφθορίας πρός Λητόιον έπίσκοπον Μελι τηνης. Ό F. Cavallera τό 1905
ύποστήριξε άρκετά πειστικά ότι τό έργο τοΰ το, μολονότι τά περισσότερα
χειρόγραφα τό άποδίδουν στόν Μέγα Βασίλειο, εϊναι αυτό πού ό 'Ιερώνυμος (De
viris ill. 89) άποδίδει στόν Βασίλειο Άγκυρας. Τό έργο μεταφράστηκε στην γεωργιανη
καί την παλαιοσλαβική γλώσσα.
Επιστολήν (ή έκθεσιν)
περί πίστεως σέ συνεργασία μέ τόν Γεώργιο Λαο δικείας. Βλ. προηγούμενη
Επιστολήν περί όμοουσίου
καί όμοιουσίου. Γράφηκε τό 358 καί περιλή φτηκε στόν τόμο των όμοιουσιανικών
κειμένων από την μικρή σύσκεψη/ σύνοδο Σιρμίου (καλοκαίρι τού 358). Σώζονται
μόνο τά κύρια σημεία της άπό τόν Ίλάριο (De synodis 81: PL 10, 534).
64. ΣΕΡΑΠΙΩΝ ΘΜΟΥΕΩΣ ( +
λίγο μετά τό 362)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Σεραπίων (όρθότερα:
Σαραπΐων) ύπήρξε αξιόλογος συγγραφέας, άλλ’ έπηρέασε λίγο τά θεολογικά καί
έκκλησιαστικά πράγματα τής έποχής του. Iτούδασε στις ρητορικές σχολές τής
’Αλεξάνδρειας καί μάλλον παρακολούθησε μαθήματα στην «θεολογική» σχολή τής
πόλεως. Σέ νεαρή ήλικΐα έγινε μοναχός πλησίον τού Μ. ’Αντωνίου (+ 356), ό όποίος
τόν έκτιμούσε ιδιαίτερα καί τού έμπιστευόταν θεοπτικές εμπειρίες του. Ή
πνευματική του πρόοδος άνέδειξε τόν Σε ραπίωνα άββά, γέροντα δηλαδή όμάδας
μοναχών, πού συγκροτούσαν υποτυπώδες μοναστήρι κοντά στόν Νείλο, στήν περιοχή
πού άσκή τευε καί ό Αντώνιος. Έκεΐ, άν όχι στήν ’Αλεξάνδρεια, γνωρίστηκε μέ τόν
Μ. ’Αθανάσιο, πού άσφαλώς έπαιξε ρόλο στήν έπισκοποποίησή του. "Ηδη τό 339
είχε γίνει έπίσκοπος Θμούεως, μικρής πόλεως τής επαρχίας Πηλουσίου στήν Κάτω
Αίγυπτο, καί τό 343 πήρε μέρος στήν σύνοδο τής Σαρδικής, ενώ τό 356, μέ
τέσσερες επισκόπους καί τρεις πρεσβυτέρους, έπισκέφτηκαν (μέ τήν ύπόδειξη τού
’Αθανασίου) στήν Δύση τόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο, γιά νά τόν πεί σουν ότι όσα
οί άρειανόφρονες κατηγορούσαν τόν ’Αθανάσιο ήταν Ανυπόστατα. 'Η Αποστολή
Απέτυχε καί ό Σεραπίων μάλλον έξορί στηκε, γιατί στήν σύνοδο τής Σελεύκειας
(359) εμφανίζεται ως έπίσκοπος Θμούεως ό Αρειανόφρονας Πτολεμαίος, έπιβήτορας
Ασφαλώς τού θρόνου. Στό γεγονός αύτό μάλλον στηρίζεται ό 'Ιερώνυμος καί
χαρακτηρίζει τόν Σεραπίωνα ομολογητή (Έπιστ. 70,4).
’Απόσπασμα Επιστολής τού
Άπολιναρίου πρός τόν Σεραπίωνα (PG 86, 1948) προϋποθέτει τόν τελευταίο γνώστη
τής Επιστολής τού ’Αθανασίου Πρός Επίκτητο. ’Επειδή ό ’Αθανάσιος έγραψε τήν έπι
στολή αύτή περί τό 362, συνάγουμε ότι ό Σεραπίων έζησε λίγο μετά τό έτος αύτό.
Ή σταδιοδρομία καί ή
θεολογική πορεία τού Σεραπίωνα είναι δυσδιάκριτη καί πολύ σκοτεινή. Φρονούμε
όμως ότι λίγο μετά τις σπουδές του, μέ νωπή τήν Αγάπη του πρός καλλιέπεια τού
λόγου, μέ ζωηρή τήν Απολογητική διάθεση τού νέου καί μορφωμένου χριστιανού καί
μέ τήν έντονη έπΐδραση τής Αλεξανδρινής θεολογικής παραδόσεως, έγραψε τό «Κατά
Μανιχαίων» έργο του. Είναι Από τά πρώτα σπουδαία Αντιμανιχαϊκά κείμενα μαζί μέ
τά Ανάλογα τού 'Ηγεμονίου (325/348) καί τού Τίτου Βόστρων (περίπου 364).
’Εκθέτει καί Ανατρέπει θεμελιώδεις Αντιλήψεις (όπως τήν διαρχία) των μανιχαίων
καί Αντιπαραθέτει τήν Ανάλογη χριστιανική πίστη. Έτσι π.χ. στό κεφ. 48 μιλάει
γιά τόν Υιό καί Λόγο τού Θεού Ασφαλώς μέ τήν επήρεια των πρώτων φάσεων τοϋ
άρειανισμού, τόν όποίο δεν μνημονεύει άλλα προσπαθεί ν’ άπορρίψει. Κλειδί στην
άντιαρειανική του προσπάθεια είναι οΐ δροι «όμοιος», «όμοιότης» καί «γνήσιος»:
«Υιός γνήσιος, όμοιος του γεγεννηκότος». Οί όροι αύτοί (άντί των «φύσει Υιός»
καί «όμοούσιος» τού ’Αθανασίου) δέν φαίνεται νά είχαν γιά τόν Σερα πίωνα τήν
σημασία, πού άπέκτησαν μετά τό 340, όταν τό «όμοιος» άρχισε νά δηλώνει τήν
όμάδα τών όμοιουσιανών ή καί των όμοιων. ’Αλλιώς, δέν θά κατανοούσαμε πώς ό
Αθανάσιος τιμούσε τόν Σε ραπΐωνα καί τόν θεωρούσε όμοϊδεάτη καί πώς ό Σεραπίων
άνέλαβε τό 356 νά πρεσβεύσει στόν αύτοκράτορα γιά τόν ’Αθανάσιο. Ή έπΐ δραση
τού ’Ωριγένη στόν Σεραπΐωνα φαίνεται καί άπό τήν ερμηνεία τής πτώσεως τών
δαιμόνων, τών όποιων ή φύση δέν ταυτίζεται μέ τήν άβυσσο, μέ κάποιο ανύπαρκτο
κακό. Στήν «προαίρεση», όπως θαυμάσια θά άναπτύξει άργότερα ό Γρηγόριος Νύσσης,
όφεΐλεται τό πάθος τους καί «τό βασανιστήριον». Ή κόλαση δέν είναι ούτε
«αιώνιον ούτε άγέννητον», άλλά μόνο «φάρμακον» καί «βοήθημα» γιά τούς δαίμονες
καί όλους τούς άμαρτωλούς (βλ. κεφ. 29-30).
Μετά τήν σύνταξη τού έργου
αυτού άποσύρθηκε στήν έρημο. "Εγινε μαθητής τού Μ. ’Αντωνίου, προοδέυσε
στήν άρετή πολύ, άνα γνωρίστηκε άββάς, γέροντας δηλαδή ομάδας μοναχών, πού
συγκροτούσαν ύποτυπώδες μοναστήρι ή καλλίτερα άσκητική κοινότητα. "Ετσι
στό πρόσωπο τού Σεραπΐωνα ό μοναχισμός αποκτά έναν άπό τούς πρώτους, φαίνεται,
μοναχούς μέ σπουδές σ’ επίσημες σχολές.
Άπό έρημΐτης άσκητής
έγινε έπίσκοπος καί τό 339 ό Αθανάσιος τού έστειλε τήν καθιερωμένη πασχάλια
έπιστολή, πού σημαίνει ότι έπίσκοπος χειροτονήθηκε λίγο ή πολύ πρίν, άγνωστο
πότε άκριβώς. Στοιχεία γιά τήν δράση στήν επισκοπή του δέν έχουμε.
Συμπεραίνουμε όμως τήν συμβολή του στήν άνάπτυξη τού λειτουργικού βίου καί τήν
άντιμετώπιση τών άρειανών άπό τό περίφημο «Εύχολόγιό» του, μία έπιστολή του καί
τίς έπιστολές, πού μέ δική του αίτηση τού έστειλε ό ’Αθανάσιος περί αγίου
Πνεύματος.
Τό «Εύχολόγιο» τού
Σεραπΐωνα είναι συλλογή 30 εύχών (18 γιά τήν θεία Λειτουργία, 7 γιά τό Βάπτισμα
καί τό Χρίσμα, άπό μία γιά τήν Χειροτονία διακόνου, πρεσβυτέρου καί επισκόπου,
1 γιά τό Ενχέλαιο καί 1 γιά τήν Νεκρώσιμη ακολουθία), στίς όποιες
περιλαμβάνεται ή Αναφορά μέ τήν επιγραφή «Εύχή προσφόρου Σεραπίωνος έπισκόπου».
Ή συλλογή αύτή άνα καλύφτηκε στό τέλος τοϋ περασμένου αιώνα, παρουσιάζει
γλωσσική καί θεολογική όμοιογένεια, έκπροσωπεΐ τήν τυπική παράδοση τής Θμούεως
κι έχει τήν σφραγίδα τοϋ Σεραπΐωνα, πού έργάστηκε περισσότερο ώς έμπλου τιστής
καί διασκευαστής τοϋ ύπάρχοντος ύλικοϋ. Πρόκειται γιά τήν αρχαιότερη αύθεντική
συλλογή λειτουργικών εύχών (μετά τήν «Άποστολική παράδοση» τοϋ 'Ιππολύτου καί
τόν πάπυρο τής κοπτικής μονής DerBalyzeh τοΰ Γ' αί.), ανήκει στόν λειτουργικό
τύπο τής Αίγυπτου, έχει στοιχεία (πρό τής ’Αναφοράς) όμοια μέ τήν Αλεξανδρινή
Λειτουργία, τήν δήθεν τοΰ Εύαγ γελιστή Μάρκου, άλλα δεν έπέζησε καί άρα δεν
έπέδρασε εύρύτερα στήν λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας.
’Αξιοσημείωτο είναι ότι ή
συλλογή παρουσιάζει σοβαρές θεολογικές ιδιοτυπίες, οί σπουδαιότερες των όποιων
είναι οι έξής: α) ό δοξολογικός τύπος είναι πάντα πρός τόν Αγέννητο Θεό «δ ι ά
Ίησοΰ Χριστοϋ έν 'Αγίω Πνεύματι» (άντί: δόξα τφ Πατρί καί τφ Υίφ καί τφ άγίω
Πνεύματι) β) ό καθαγιασμός τοΰ άρτου καί τοΰ οίνου γίνεται άπό τόν θειο Λόγο
καί όχι από τό άγιο Πνεύμα, όπως γνώριζε ή Εκκλησία πάντοτε (Ακόμη καί στήν
άναφορά τοΰ παπύρου DerBalyzeh) γ) ή διάθεση αφελούς άποπνευματο ποιήσεως
φαίνεται κυρίως έντονη στόν καθαγιασμό, όπου ό Λόγος καλείται νά κάνει τόν άρτο
«σώμα τοϋ Λόγου» (όχι τοΰ Χριστοΰ) καί τό «ποτήριον αίμα τής Αλήθειας» (όχι τοΰ
Χριστοΰ). Οί δύο τελευταίες ιδιοτυπίες ύπο γραμμίζουν, άν όχι έπίδραση
γνωστική, συγγένεια τοΰ συντάκτη μέ τήν ώ ριγενιστική θεολογία καί ιδιαίτερα μέ
τό έπικίνδυνο θεολογικό σχήμα ΛόγοςΘεός, ένώ άπηχοΰν καί ύποτίμηση τοΰ Αγίου
Πνεύματος. "Εχει σημασία μάλιστα ότι ή ύποτίμηση αύτή, πού έφτανε στήν
κακοδοξία, έγινε Αφορμή νά γράψει ό Αθανάσιος πρός τόν Σεραπίωνα τίς περίφημες
τρεις περί Αγίου Πνεύματος Επιστολές, πού τόν άνέδειξαν καί πρώτο μεγάλο
πνευματολόγο τής Εκκλησίας.
Βέβαια, δέν γνωρίζουμε
τόν βαθμό συμμετοχής τοΰ Σεραπίωνα στήν σύνταξη τών ΙΟεύχών, αλλά εφόσον ή
Άναφορά («Εύχή προσφόρου») σαφώς Αποδίδεται σ’ αύτόν, ή εύθύνη του γιά τίς
έπικίνδυνες ιδιοτυπίες της είναι σαφής, όπως έγινε απόλυτα σαφής μετά τό 340
καί ή εύθύνη του γιά τήν χρήση τοΰ όρου όμοιος στό «Κατά μανιχαΐων». Αύτά
έξηγοΰν γιατί ό Μ. ’Αθανάσιος έσπευσε, μολονότι εξόριστος, τό 359/360, νά
γράψει πρός τόν Σεραπίωνα τίς περίφημες 3 Επιστολές περί Αγίου Πνεύματος, όπου
πάλι Ανέπτυξε τήν όμοουσιότητα τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα καί κυρίως έκανε τήν
πρώτη μεγάλη θεολογία περί αγίου Πνεύματος, τό όποίο δέν άποκαλεΐ εύθέως (τό
κάνει μόνον έμμεσα) «όμοούσιον» πρός τόν Υιόν, αλλά βεβαιώνει ότι σέ καμμία
περίπτωση δέν είναι «ξένον» καί «άλλότριον» τής ούσίας τοΰ Θεοΰ. Ό ’Αθανάσιος
δηλαδή έκρινε ότι ό Σεραπίων χρειαζόταν τήν θεολογία αύτή, πρώτα γιά νά
ξεπεράσει σχετικές δικές του Αμφιβολίες ή παρεκκλίσεις κι έπειτα γιά νά
πολεμήσει τούς δηλωμένους πνευματομάχους τής περιοχής του. Πρέπει έν τούτοις νά
προσθέσουμε ότι ό Σεραπίων μιλάει κατά τών άρειανών εύθέως στήν ’Επιστολή του
πρός τούς «Μαθητάς τοΰ Αγίου ’Αντωνίου», αμέσως μετά τόν θάνατο τοΰ τελευταίου.
’Αρχαίοι έκκλησιαστικοί
συγγράφεις, σύγχρονοί του καί μεταγενέστεροι, Αναφέρουν έπαινετικά τόν
Σεραπίωνα: Μ. ’Αθανάσιος στις πρός τόν Σεραπίωνα Επιστολές του κ.ά. (π.χ. Βίος
Αντωνίου 82 καί 91 καί ’Επιστολή πρός Δρακόντιον 7) 'Ιερώνυμος, De viris ill.
99 καί Έπιστ. 70,4 Έπκρά νιος Σαλαμίνας, Πανάριον 73,26 Σωζομενός, Έκκλησ. ίστ.
3,14 καί 4, 9 Σωκράτης, Έκκλησ. ίστ. 4,23. 'Η τιμή του ώς Αγίου συνάντησε
δυσχέρειες καί οπωσδήποτε απουσιάζει άπό τά Αρχαία μαρτυρολόγια καί έορτολόγια,
έκτος άπό τό Ρωμαϊκό μαρτυρολογίο τοΰ Μεσαίωνα, στό όποίο όμως άνα φέρεται (21
Μαρτίου) ώς άναχωρητής. Ή κοπτική Εκκλησία έορτάζει την μνήμη του στις 7
Μαρτίου.
ΕΡΓΑ
Ό Σεραπίων Θμούεως είναι
δόκιμος συγγραφέας καί άριστος γνώστης τής έλληνικής γλώσσας καί των μεθόδων
συγγραφής. "Εγραψε Κατά Μα νιχαίων, Επιστολές (περιστασιακές,
παραμυθητικές καί προτρεπτικές), έρ μηνευτικά σχόλια καί λειτουργικές ευχές. Τό
ταλέντο του φαίνεται κυρίως στό άντιμανιχαϊκό του έργο, όπου συνδυάζονται
φιλοσοφική (πλατωνική) μεθοδολογία καί θεολογική όξύνοια. Φαίνεται όμως ότι
μετά τήν σύνταξη τοΰ έργου αύτοΰ καί ειδικότερα μετά τήν φυγή του στην έρημο
Ασχολήθηκε πολύ λίγο μέ τήν συγγραφή. ’Αλλά, καί δσα έγραψε δέν διαβάστηκαν
πολύ στούς μεταγενέστερους αΙώνες.
Κατά Μανιχαίων. Μάλλον τό
αρχαιότερο σπουδαίο άντιμανιχαϊκό έργο τής Εκκλησίας. Γράφηκε μεταξύ 323 (οπότε
είχε εκδηλωθεί ό αρειανισμός) καί 330 (άν τότε τοποθετήσουμε τήν φυγή του στήν
έρημο). Σέ 54 κεφάλαια έκθέτει καί καταπολεμεί τίς μανιχαϊκές θέσεις. Τό πλήρες
κείμενο Ανακάλυψαν μόλις τό 1925 οί R. Ρ. Casey καί Kirsopp Lake στόν κώδικα
236 Βατοπεδίου ("Αγιον "Ορος).
«Εύχολόγιον». ’Ονομάστηκε
έτσι συλλογή 30 λειτουργικών εύχών, τίς όποιες χρησιμοποιούσε ό Σεραπίων στήν
έπισκοπή του καί γιά τήν τελική μορφή τών όποιων όπωσδήποτε έργάστηκε. Τό
πλήρες κείμενο βρέθηκε μόλις στό τέλος τού περασμένου αιώνα στόν κώδικα 149 τής
Μεγίστης Λαύρας (τού 'Αγίου ’Όρους). Μετά τίς εύχές ύπάρχει έπιστολή «Περί
Πατρός καί Υίοϋ», ή όποια όμως έσφαλμένα αποδίδεται στόν Σεραπίωνα. Ό Β. Botte
άρνεΐται τήν γνησιότητα καί τού Ευχολογίου
Έπιστολαί. Ό 'Ιερώνυμος
(De viris ill. 99) μιλάει γιά έπιστολές τού Σεραπίωνα. Στόν κώδικα Paris
Coislin. 529 έπισημάνθηκαν 2 Αποσπάσματα έπιστολών του, τό δεύτερο τών όποιων
έχει τόν τίτλο: «τού Αγίου Σεραπίω νος έκ τής κγ' έπιστολής του». 'Επομένως
υπήρχε συλλογή Έπιστολών τοΰ Σεραπίωνα, από τήν όποια σώθηκαν μόνο:
Πρός τους μαθητάς τοϋ
άγιον ’Αντωνίου. Διασώθηκε μόνο σέ συριακή καί άρμενική μετάφραση. Δεν ύπάρχει
άπόλυτη συμφωνία στίς δύο μεταφράσεις. Γράφηκε αμέσως μετά τήν κοίμηση (356)
τοϋ Μ. ’Αντωνίου: R.
’Αποφθέγματα. Στην
αλφαβητική σειρά τοϋ «Γεροντικού» περιλαμβάνονται τέσσερα Αποφθέγματα «τοϋ άββά
Σεραπίωνος».
Τό «Γεροντικόν» ήτοι
αποφθέγματα άγιων γερόντων, ’Αθήνα 1970, σσ. 117-118.
’Αμφιβαλλόμενα. Τρία
συριακά αποσπάσματα, τό ένα άπό 'Ομιλίαν περί παρθενίας, τό δεύτερο άπό
Επιστολήν πρός έπισκόπους όμολογητάς καί τό τρίτο άπό άγνωστο έργο, είναι
αμφίβολο άν ανήκουν στόν Σεραπίωνα:
Νόθα. Ή χειρόγραφη
παράδοση αποδίδει στόν Σεραπίωνα αγιολογικά καί θεολογικά κείμενα, άσχετα όμως
πρός αύτόν:
’Επιστολή πρός
μονάζοντας. Έκδΐδεται μέχρι τώρα ώς έργο τοϋ Σεραπίωνα, αλλά δέν άνήκει σ’
αύτόν, διότι άναφέρει ώς μακαρίτες τούς μεγάλους αίγύπτιους ασκητές Μακάριο,
’Ιωάννη (μάλλον τόν Λυκοπολίτη) καί Άμμούν, πού όλοι κοιμήθηκαν στό τέλος τοϋ
Δ' αί., διότι έχει διαφορετικό δοξολογικό τύπο άπό αύτόν τοϋ Εύχολογίου καί
διότι τό ΰφος της είναι διαφορετικό άπό τά έργα τοϋ Σεραπίωνα: PG 40, 925941.
ΒΕΠ 43, 8795.
Περί Πατρός καί Υίοΰ.
’Έχει θεολογία διάφορη άπό τό Ευχολόγιο καί τά λοιπά κείμενα τοϋ Σεραπίωνα. Βλ.
Εύχολόγιον.
Πρώτη αποκλειστική
εισαγωγή και δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου