ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 65. Σύνοδοι Αλεξάνδρειας (362) καί Αντιόχειας (363)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

65. Σύνοδοι Αλεξάνδρειας (362) καί Αντιόχειας (363)


papadopoulos

Τό άρειανικό οικοδόμημα των όμοιων άνατράπηκε προσωρινά μέ τόν θάνατο του Κωνσταντίου (361) καί την μονοκρατορία τοΰ Ίουλιανοΰ (361-363). Εφόσον ό Ίουλιανός, θιασώτης ήδη τής έθνικής θρησκείας,άδιαφοροΰσε γιά τά έσωτερικά θεολογικά θέματα τής Εκκλησίας, έπέτρεψε νά έπανέλ θουν στίς έπισκοπές τους όλοι οί όρθόδοξοι έπίσκοποι. Κύριο μέλημα των όρθοδόξων, οί όποίοι γιά δεκαετίες διώκονταν καί δέν είχαν ισχυρή φωνή στίς συνόδους, ήταν νά διασαφηνίσουν τήν πίστη τους, νά προσδιορίσουν τήν θέση τους έναντι των άρειανικών όμάδων καί ν’ αντιμετωπίσουν τά με τανικαϊκά θεολογικά προβλήματα, όπως τής ταυτότητας ή διακρίσεως ού σΐας καί ύποστάσεως, τής κτιστότητας ή μή τοΰ άγιου Πνεύματος καί τοΰ πρώιμου άπολιναρισμου.
Α. Τό δύσκολο έργο επιχείρησε μ’ έπιτυχία ό Μ. ’Αθανάσιος μέ σύνοδο πού κάλεσε στήν ’Αλεξάνδρεια τό 362. Τό κϋρος τής συνόδου υπήρξε μεγάλο, ένεκα των συνετών αποφάσεων, αλλά κι ένεκα τής φήμης των μελών της, πολλά τών όποιων είχαν άναδειχτεΐ σέ όμολογητές, όπως ό ’Αθανάσιος καί ό Ευσέβιος Vercelli. Ό ’Αθανάσιος συνέταξε τόν περίφημο Τόμον πρός Άντιοχεϊς, τόν όποίο έστειλε ή σύνοδος στήν ’Αντιόχεια (βλ. κεφ. ’Αθανάσιος, όπου ή ανάλυση τοΰ κειμένου καί οί έκδόσεις του).

Β. Τό έπόμενο έτος, μόλις άνήλθε στόν θρόνο ό Ίοβιανός, ζήτησε σύντομη έκθεση πίστεως άπό άλλους καί από τόν ’Αθανάσιο, τόν όποίο τιμούσε. Τότε ό ’Αθανάσιος κάλεσε στήν ’Αλεξάνδρεια (363) σύνοδο έπισκόπων Αΐγύπτου, Θηβαΐδας καί Λιβύης. Μέ τήν έγκρισή τους άπέστειλε στόν Ίο βιανό τό Σύμβολο Νίκαιας, προτάσσοντας όλίγα περί Νίκαιας καί περί τής δράσεως τών άρειανών κι έπιτάσσοντας έξηγήσεις περί τοΰ Υίοϋ ώς «άλη θινοΰ καί φύσει τοϋ Πατρός» ΥίοΟ καί περί τοϋ άγ. Πνεύματος, πού δέν είναι άλλοτριωμένο από τόν Πατέρα καί τόν Υιό, μέ τούς όποίους συνδο ξάζεται.
Γ. Μέ τιίν ίδια αφορμή, τό 363, συνήλθε στήν ’Αντιόχεια σύνοδος από παρεπιδημουντές τότε στήν πόλη έπισ κόπους καί συνέταξε σύντομο κείμενοάπάντηση «Τω Ίοβιανφ... ή τώνέν Άντιοχείφ παρόντων επισκόπων σύνοδος». Επαινεί τόν Ίοβιανό πού ώς θεμέλιο τής ένότητας θέτει τήν πίστη τής Νίκαιας καί κατακρίνει αύτούς πού απέκλεισαν τόν όρο «όμοού σιος» άπό τό Σύμβολο Νίκαιας, τό όποίο καί παρέθετε. 'Υπογράφουν οί Μελέτιος ’Αντιόχειας, Ευσέβιος Σαμοσάτων καί 27 άκόμη επίσκοποι, μεταξύ των όποιων μάλιστα βρίσκεται καί ό πολύς ’Ακάκιος Καισαρείας, ό μέχρι τότε επικεφαλής των όμοιων.
66. MARIUS VICTORINUS   (+ λίγο μετά τό 363)
Ο θεολογών φιλόσοφος
ΓΕΝΙΚΑ
Ό άφρικανός Marius Victorinus σταδιοδρόμησε περί τό 350 στήν Ρώμη ώς ρήτορας καί διδάσκαλος τής φιλοσοφίας. ’Απέκτησε μεγάλη φήμη ώς γραμματικός, ύπομνηματιστής τοΰ Κικέρωνα καί του Βιργιλίου, έρμηνευτής τοϋ ’Αριστοτέλη καί των νεοπλατωνικών Πλω τΐνου καί Πορφυρΐου καί ώς έκλαϊκευτής τής ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως μέ τίς διατριβές του. ’Επικύρωση αυτών υπήρξε τό άγαλμα πού του έστησαν στό forum τοΰ Τραϊανού. Παράλληλα πρός τήν έντονη έκπαιδευτικοφιλοσοφική δράση του ήταν θιασώτης καί μύστης αιγυπτιακών θρησκειών καί μυστηρίων. Τό φιλοσοφικό του έργο έπέδρασε στήν λατινική μεσαιωνική σκέψη μέσω κυρίως του Βοηθΐου καί τοΰ Κασσιοδώρου.
Η νέα έποχή του
Ό Victorinus, γέρος πλέον καί πολύπειρος δάσκαλος, έγινε χριστιανός, περί τό 355, στά 70 του ίσως χρόνια. Τό γεγονός κλόνισε τόν έξασθενημένο παγανισμό τής Ρώμης κι ένίσχυσε την καταπονημένη από τόν άρειανισμό Εκκλησία. Ή μελέτη των νεοπλατωνικών καί δη τοΰ Πορφυρίου, τά άκούσματα γιά τήν Εκκλησία <αί λιγότερο ή χριστιανική γραμματεία (μελετούσε τήν Γραφή) έγιναν οί άφορμές τής μεταστροφής του. Αυτή όμως ήρθε πολύ άργά. Ό Viet, διατήρησε τήν διδασκαλική του έδρα καί μαζί της τόν τρόπο σκέ ψεως καί γραφής. Προπαντός δέν είχε περιθώρια γιά βαθιά μελέτη τής Παραδόσεως τής Εκκλησίας καί τής θεολογικής δν ργασΐας, παλαιάς καί πρόσφατης, πού είχε συντελεστεΐ στήν ’Ανατολή κυρίως, άλλα καί στήν Δύση. Τό γεγονός έχει μεγάλη σημασία, διότι μέ τήν αφοσίωση, πού είχε στόν νέο πνευματικό του κόσμο, θέλησε νά συμβάλει στήν λύση των προβλημάτων του, ειδικά αυτών πού δημιούργησαν οί άρειανικές αντιλήψεις. ’Αλλά τότε λειτούργησε περισσότερο ώς θεολόγων φιλόσοφος, πού εφάρμοζε ψύχραιμα κατάλληλες  κατά τήν γνώμη του  νεοπλατωνικές μεταφυσικές άντιλήψεις στόν χώρο τής θεολογίας. “Ετσι, στό πρόσωπο του Viet., έχουμε τήν πρώτη στήν Δύση προσπάθεια κατανοήσεως τοϋ τρια δολογικοΰ θέματος μέ καθαρά νεοπλατωνικές προϋποθέσεις. ’Ακόμη ό Viet, είναι ό πρώτος ύπομνηματιστής τοΰ Παύλου στήν λατινική, άλλά δέν γνώριζε ούτε άλλα έρμηνευτικά έργα, ούτε τήν Π Δ καλά. Σέ άντίθεση μάλιστα μέ τήν τάση τής εποχής άκολούθησε τήν ίστο ρικογραμματική μέθοδο έρμηνείας κι έργάστηκε περισσότερο ώς φιλόλογος μέ οίκοδομητικό σκοπό. Ό έκλαϊκευτής φιλόσοφος Viet., παρά τήν γεροντική του ηλικία, μόλις έγινε χριστιανός, εκφράστηκε μέ λόγο ποιητικό. Τουλάχιστον τούς δύο άπό τούς τρεις "Υμνους του έγραψε μέχρι τό 358/9, πριν άρχίσει τό άντιαιρετικό του έργο.
Ή εποχή άπό τό 356 μέχρι τό 359 ήταν εκκλησιαστικά κρίσιμη καί πολύ συγκεχυμένη. “Επαρχος τής Ρώμης ήταν χριστιανός, ό Λε όντιος. 'Ο επίσκοπός της Λιβέριος εξορίστηκε τό 356 ένεκα τής ορθοδοξίας του καί τής κοινωνίας του μέ τόν Μ. ’Αθανάσιο, γιά νά επανελθεί στήν έδρα του, όταν ύπέγραψε (357) τό φιλοαρειανικό σύμβολο Σιρμΐου καί άποκήρυξε τόν ’Αθανάσιο. Ή κεφαλή τότε τής λατινικής ορθοδοξίας, ό έξόριστος 'Ιλάριος Poitiers, κέρδιζε μέχρι τό 358 έδαφος. Οί όμοιοι γύρω άπό τόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο πίεζαν καί άπειλοϋσαν. Ό ίδιος ό Viet, έμενε πιστός στόν όρο όμοού σιος. Μέ αυτόν βαπτΐστηκε, αύτόν θεωρούσε πίστη του. Στό άνα στατωμένο έκκλησιαστικοθεολογικό περιβάλλον τής Ρώμης, όπου δέν υπήρχαν σπουδαίοι θεολόγοι, άναζητοϋσε τρόπο νά πληροφορηθεΐ τίς αιτίες τής άναστατώσεως, τίς διαφορές τών άντιμαχομένων, τόν ίδιο τόν άρειανισμό. Τήν πληροφόρηση αύτή, πού ήταν πάντως άνε παρκής, μερική καί ρηχή, πέτυχε μέ τήν βοήθεια μικρής συλλογής κειμένων, πού συγκροτήθηκε άπό μικρή σύνοδο τό καλοκαίρι του 358 στό Σίρμιο καί περιλάμβανε: α) τούς άναθεματισμούς τής συνόδου Άγκυρας (Πάσχα του 358), όπου κυριάρχησαν οί όμοιουσιανοΐ β) τό δεύτερο σύμβολο Αντιόχειας (341)· γ) τό σύμβολο καί τούς ά ναθεματισμούς τής συνόδου του Σιρμίου (351)· καί δ) την περίφημη χαμένη Επιστολή τοϋ Βασιλείου Άγκύρας περί όμοουσίου καί ό μοιουσίου. Στην συλλογή αυτή σπούδασε ό Viet, τήν θεολογία τής Εκκλησίας καί τις άπόψεις των άρειανών, όπως άποδεικνύουν τά τέσσερα πρώτα του άντιαιρετικά έργίδια, γραμμένα τό 359. Πιό συγκεκριμένα έκμεταλλεύεται τά στοιχεία του Βασιλείου Άγκύρας, ά κολουθεΐ τήν έρμηνευτική του μέθοδο, άπορρίπτει τά έπιχειρήματά του γιά τόν όρο όμοιούσιος καί συγχρόνως δέχεται τό όμοιουσιανι κό σύμβολο τής Αντιόχειας (341), ενώ έκδηλώνεται κατά του Λιβε ρίου Ρώμης, πού ύπέκυψε στούς άρειανόφρονες.
Στά τρία έπόμενα έτη, από τό 361 μέχρι τό 363, έγραψε τά ύπόλοι πα άντιαρειανικά του έργα, μάλλον ώς άπάντηση στά πρακτικά τής συνόδου τού Ρίμινι (359), όπου τελικά επικράτησαν οί όμοιοι, στήν ανάλογη σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως (360) καί γενικά στήν δραστηριότητα τών αύλικών έπισκόπων Ούρσακΐου καί Ούάλη. Τήν ίδια έποχή καί πιό συγκεκριμένα άπό τό 362, όταν μέ τό διάταγμα του Ίουλιανοϋ έγκατέλειψε τήν έδρα τής ρητορικής, έπιδόθηκε στήν έρμηνεΐα Επιστολών τού Παύλου. Φαίνεται ότι πέθανε λίγο μετά τό 363.
Τριαδολογία (φιλοσοφική)
Ό Viet., ώς φιλόσοφος, γνώριζε ότι, γιά νά δείξει εσφαλμένη τήν θεολογία τών όμοιουσιανών καί τών όμοιων, έπρεπε νά εξηγήσει τό πώς τής όμοουσιότητας τών θείων προσώπων. Τό έργο τοϋ φάνηκε εύκολο, γιατί νόμιζε ότι στήν φιλοσοφία τοϋ Πορφυρίου έβρισκε δομές άνάλογες (τίς όποιες καί συχνά διορθώνει) μέ τήν τριαδολογία τών όρθοδόξων. Καί στήν μία καί στήν άλλη π.χ. ό νοϋς ή ό Λόγος προϋπάρχει στήν πρώτη αρχή, στόν Θεό, πού έχει άπόλυτη ένότη τα. Γιά ν’ άπαντήσει στό θεμελιώδες πρόβλημα τοϋ Άρείου, διακρίνει στόν Θεό (Πατέρα;) μέ σαφήνεια θέληση γεννητική, άπό τήν όποια γεννάται ό Υιός, καί θέληση δημιουργική, μέ τήν όποια δημιουργεί τόν κόσμο. Ή καθαρά φιλοσοφική Ιδέα τής ταυτίσεως άλλά καί τής διακρίσεως στήν ψυχή τοϋεϊναι, τοϋ ζην καί τοϋ νοείν, καί ή άνάλο γη θεωρία τοϋ Πορφυρίου περί τριάδας, τόν όδηγοΰν στήν ιδέα τής όμοουσιότητας τών θείων υποστάσεων, διότι καί αύτές συνιστοϋν «τριδύναμον» πραγματικότητα: esse, vivere, intelligere. Τίς δυνάμεις (χαρακτηριστικά) αύτές άντιπροσωπεύουν ό Πατήρ, ό Υιός καί τό άγ. Πνεύμα. Έτσι, τά τρία πρόσωπα είναι ένέργειες μιας θείας substantia. Έδώ ύπάρχει κάποια σύγχυση, διότι ό Πατέρας άποτε λεΐ τήν κατ’ έξοχήν ύπόστασηούσία: είναι substantia ante substantia. Εξηγεί τόν Πατέρα ώς είναι έν δυνάμει, δηλαδή ώς είναι (esse) δύ ναμιν (potentia) καί ύπόστασιν (substantia), ένώ τόν Υίό ώς είναι έν πράξει, δηλαδή ώς κίνησιν (motus), ένέργειαν (actio) καί ζωήν (vita). Ό Πατέρας εξέρχεται άπό τήν σιγή του μέ τήν γέννηση του Υίού, ή όποια γίνεται εκτός χρόνου καί χωρίς νά ύποστεΐ κάτι ό Πατέρας, πού παραμένει φωνή έν σιγή (vox in silentio). ’Έτσι γενναται ή φωνή, δηλαδή ό Υιός καί άπό αυτόν προέρχεται τό άγιο Πνεύμα ώς φωνή φωνής (vox vocis). Οί διακρίσεις αυτές (φωνή έν σιγή φωνή^ φωνή φωνής), πού δείχνουν ξεχωριστή γιά τό κάθε πρόσωπο δύναμη potentia, έξηγούν τήν ιδιαιτερότητα των τριών θείων προσώπων, ένώ τονίζουν τόν άμεσο εσωτερικό σύνδεσμό τους καί άρα τήν όμοου σιότητά τους. Φαίνεται μάλιστα ότι κάπως διακρίνει τήν substantia ώς οόσΐα καί τήν existentia ώς πρόσωπα, κάτι πού διευκολύνει τήν διαπίστωση στόν Θεό ένότητας ουσίας καί τριαδικότητας προσώπων. Άλλ5 αυτό δέν γίνεται μέ συνέπεια.
Δέν κατανοεί τελικά τήν θεολογική διάκριση μεταξύ είναι καί (ρύσεως στόν Θεό καί γι’ αύτό, ασυναίσθητα ίσως, κάνει λάθος άνάλο γο μ’ έκεϊνο τού Βασιλείου Άγκύρας, τόν όποίο φαινομενικά απορρίπτει: ό Θεός Πατέρας δηλαδή είναι ή άπόλυτη ουσία καί μάλιστα έχει προτεραιότητα ώς μή όν καί «προόν», πού γεννά τό πρώτο είναι, τόν Υίό (ιδέα πού σχετικοποιεΐ τήν άιδιότητα τού Υιού, έφόσον τήν συνδέει μέ τήν θεία ούσΐα). Στοιχεία των μεταφυσικών καί ψυχολογικών αύτών διακρίσεων τού Viet, θά γίνουν παράδοση στήν δυτική θεολογία κυρίως μέ τό έργο τού Αυγουστίνου καί θά έπανέλθουν στούς νεοπλατωνικούς τού ΙΒ' αί. τής Δύσεως.
Ό τρόπος, μέ τόν όποίο ό Viet, εξηγεί τίς σχέσεις τών τριών θείων προσώπων, προϋποθέτει επίδραση τού γνωστικισμού, διότι συνειδητά ή ασυνείδητα προβάλλει κάπως δύο συζυγίες: ΠατέραΥίό καί Χριστόάγιο Πνεύμα (essemotus καί motusgenito genitus). Πέρα τούτων είναι άξιοπρόσεκτο ότι ό Viet., έστω μέ τρόπο μή πειστικό, μιλάει γιά τήν όμοουσιότητα τού άγιου Πνεύματος, χρησιμοποιώντας στήν Δύση πρώτος, μέ θεολογική συνέπεια, τόν όρο όμοούσιος γιά τό Πνεύμα (Adversus Arium I 13, 59).
Ή τριαδολογία τού Viet., άκριβώς έπειδή υπήρξε πολύ φιλοσοφική μέ δαιδαλώδη μεταφυσικά σχήματα καί συχνά μέ δυσνόητη γλώσσα κι έπειδή αυτή δέν συνιστοΰσε τήν οριστική θεολογική λύση τού προβλήματος, πού έδωσε ό Μ. Βασίλειος άπό τό 364 καί μετά, λησμονήθηκε κι έπέδρασε πολύ λίγο στούς μεταγενέστερους. ’Απηχήσεις μόνο συναντά κανείς στόν Αυγουστίνο, στόν Άλκουΐνο καί τον Hincmar τής Reims.
Περισσότερο ευτυχής υπήρξε ό Viet, μέ τούς ύμνους του, διότι, άν καί δέν έχουν μεγάλη ποιητική άξια καί δέν γράφηκαν γιά χρήση λειτουργική, στοιχεία τού τρίτου άπό αύτούς μπήκαν στήν λατινική ά κολουθία τής 'Αγίας Τριάδας, ίσως μέσω τού Άλκουίνου.
ΕΡΓΑ
Ό Viet. Μέχρι τά 70 του περίπου χρόνια έγραψε, ώς έθνικός, γραμματικά, έρμηνευτικά καί ύπομνηματιστικά έργα. Μετά, ώς χριστιανός, έγραψε μέ την ίδια μέθοδο καί τό ίδιο ύφος ύμνους, άντιαιρετικά καί έρμηνευτικά (Επιστολών Παύλου) έργα. Τό ύφος καί ή γλώσσα του συχνά είναι τόσο στρυφνά, ώστε ν’ Αποθαρρύνουν τόν Αναγνώστη. Άλλοτε όμως, όταν  δέν παραδίδεται στις Ατέρμονες μεταφυσικές Αναλύσεις, είναι απλά, επαγωγά καί τόσο κατανοητά, ώστε νά έπιβεβαιώνουν τήν φήμη του ώς περίφημου δάσκαλου. Στούς ύμνους του καί στά άντιαρειανικά κυριαρχεί τό ένδιαφέ ρον γιά τό τριαδολογικό πρόβλημα, ένώ στά έρμηνευτικά ή οικοδομή καί ή Απλοϊκή έρμηνεία, ή υπογράμμιση τού πάθους τού Κυρίου, ώς τού μυστηρίου τής θείας οικονομίας, πού όδηγεΐ στήν σωτηρία.
Α. “Εργα φιλοσοφικά καί γραμματικά
ΆΤΓολεσθέντα. Μετέφρασε (Libri platonicorum) έργα τού Πλωτίνου καί τού Πορφυρίου καί ίσως τίς «Κατηγορίες» τού Αριστοτέλη, ένώ πιθανόν νά υπομνημάτισε τούς «Διαλόγους» τού Κικέρωνα καί νά έξήγησε νεοπλα τωνικώς μερικά ποιήματα τού Βιργιλίου.
Β. ’Έργα χριστιανικής έποχής του
"Υμνοι. Πρόκειται γιά τά ποιήματα: α) Adesto, β) Miserere Domine καί γ) Deus, Dominus, Sanctus Spiritus. Γράφηκαν μεταξύ 358 καί 359 καί είναι κυρίως τριαδολογικά.
Contra Candidum Arianum. Μέ τόν τίτλο αύτό παραδίδονται όλα τά Αν τιαρειανικά έργα τοϋ Βικτωρίνου. Πράγματι όμως ό άρειανός Candidus, πρόσωπο εικονικό, πού διευκολύνει μεθοδολογικά τόν Viet, νά όργανώσει σταδιακά τά έπιχειρήματά του κατά των άρχικών άρειανών καί των όμοιων, έμφανίζεται διαλεγόμενος στά τέσσερα πρώτα έργα, πού γράφηκαν μεταξύ 358 καί 359 καί πού έχουν τούς τίτλους: 1) Candidi Arriani ad Marium Victorinum rhetorem de generatione divine (Κανδίδου πρός M. Viet, περί θείας γενέσεως)' 2) Marti Victorini rhetor is ad Candidum Arrianum (M. Viet, κατά Κανδίδου άρειανοϋ)· 3) Candidi Arriani epistola ad M. Victorinum rhetorem (Κανδίδου έπιστολή πρός Viet.) καί 4) Adversus Arrium liber primus, pars prima (cap. 147) de Trinitate. (Κατά Άρείου, Βιβλίον πρώτον, μέρος πρώτον, περί Τριάδος).
Adversus Arrium. Τέσσερες λόγοι μέ τόν τίτλο αύτό καί τέσσερες ύπότι τλους: 1) Liber primus (cap. 4864). Quod trinitas homoousios sit (ότι ή Τριάς είναι δμοούσιος) 2) Liber secundus. Et graece et latine de homoousio contra haereticos (περί δμοουσίου κατά αίρετικών)· 3) Liber tertius. De homoousio (περί δμοουσίου)· 4) Liber quartus. De homoousio (περί δμοουσίου). Γράφηκαν μεταξύ 361 καί 363, άφοΰ πλέον ή θεολογική διαμάχη έκλινε ύπέρ τών όμοιων καί οι άπόψεις όλων είχαν κάπως αποκρυσταλλωθεί.
De homoousio recipiendo (Περί παραδοχής τοΰ δμοουσίου). Γράφηκε επίσης μεταξύ 361 καί 363 καί συνοψίζει δσα διατύπωσε στούς Adversus Arrium λόγους του.
Υπομνήματα είς τάς Έπιστολάς τοϋ Παύλου: Ad Gaiatas, Ad Philippenses, καί Ad Ephesios. Γράφηκαν τό 362 καί 363. Είναι τά πρώτα στόν λατινικό χώρο. Δέν έχουν μεγάλες θεολογικές απαιτήσεις. Γίνεται άπό τόν Viet. Αναφορά καί σέ ύπομνηματά του στις Επιστολές A' καί Β' Κορινθίους καί Ρωμαίους, πού πάντως δέν βρέθηκαν.
Νόθα. Ή χειρόγραφη παράδοση τοϋ προσγράφει Ακόμη τά έργα "Factum est vespere et mane dies unus", Liber ad Justinum Manichaeum καί De physi cis (βλ. Αντίστοιχα CPL 82, 83 καί 100). 
67. ΤΙΤΟΣ ΒΟΣΤΡΩΝ (λίγο μετά τό 364)
Αντιμανιχαϊστής
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Τίτος έπισκόπευσε στά Βόστρα, 80 χιλιόμ. άπό την λίμνη Γεννησαρέτ, κοντά στά συριακά σύνορα. Οί πληροφορίες μας γι’ αύτόν είναι πενιχρές. Στην βασιλεία τού Ίουλιανοϋ (3613) είχε πολλά προβλήματα με τόν έθνικό πληθυσμό, τόν όποίο τό 362 προέτρεψε ό ίδιος ό Τουλιανός (Έπιστ. 52) νά έκδιώξει τόν έπΐσκοπο άπό την πόλη. Ή προτροπή δέν εισακούστηκε. Τέλος τού 363 έλαβε μέρος σέ σύνοδο στήν ’Αντιόχεια, όπου αναγνωρίστηκε τό Σύμβολο Νίκαιας καί τό όμοούσιο. Πέθανε λίγο μετά τό 364,
Ό Τίτος άναδείχτηκε άξιόλογος άντιμανιχαϊστής καί μέτριος έρ μ,ηνευτής, ενώ στά δογματικοθεολογικά θέματα τής έποχής στάθηκε, φαίνεται, μεταξύ όμοιουσιανών καί όμοουσιανών, τήν πίστη των όποιων άσπαζόταν, χωρίς νά χρησιμοποιεί τόν όρο όμοούσιος:
«...έπειδή άκριβώς ώμοίωται ( = ό Υιός) τω γεννήσαντι... έπειδή όλόκληρον έν τή φύσει σώζει τού Πατρός τόν χαρακτήρα, έπειδή άπαράλλακτός έστιν είκών τού Θεού τού Αοράτου, έπειδή κατ’ ούδέν τη φύσει διαλλάττει...»
(Εις τόν Λουκάν 10, 21).
Άντιτάχτηκε όχι μόνο στόν άρχικό αρειανισμό, αλλά καί στόν Εύνόμιο, άπορρίπτοντας καί τήν άποψή του ότι ό άνθρωπος γνωρίζει τήν ούσία τού Θεού. Έάν ό Τίτος έγραψε τό παραπάνω κείμενο στίς αρχές τής δεκαετίας τού 360 ή παλαιότερα, αποτελεί σπουδαίο δείγμα, ίσως τό πρώτο, ορθόδοξης κατανοήσεως άπό μέρους όμοιου σιανού τής κοινώς καί συνοδικώς δεκτής φράσεως «άπαράλλακτός είκών» (= ό Υιός). Τήν στιγμή μάλιστα πού οί έπικεφαλής τών όμοιου σιανών, Γεώργιος Λαοδικείας καί Βασίλειος Άγκύρας, βάθαιναν τό χάσμα πού τούς χώριζε άπό τούς ορθοδόξους.
Ώς άντιμανιχαϊστής, μέ πλούσια φιλοσοφική παιδεία, ρητορικό ταλέντο καί σχετική θεολογική κατάρτιση, άναλύει τό πρόβλημα τής θεοδικίας καί άνατρέπει θεμελιώδεις άντιλήψεις τών μανιχαίων, όπως ότι τό σκότος είναι άίδιοαίώνιο καί ισοδύναμα πολεμά τό φώς, ότι ή ύλη, δημιούργημα τού κακού, είναι αιώνια κ.ά. Θετικά, τονίζει τήν θεία προέλευση (θεοπνευστία) τής ΠΔ, τήν όποια οί μανιχαΐοι άπέρριπταν, καί προστατεύει τήν ΚΑ άπό τίς παρερμηνείες καί τήν άποσπασματική χρήση τών μανιχαίων. Τό έργο άπέβη σπουδαία πηγή γιά την γνώση τοΰ μανιχαϊσμοΰ, δεδομένου ότι σ’ αυτό πολύ συχνά παραθέτει ό Τίτος αυτούσια ή παραφρασμένα χωρία άπό κείμενα των άντιπάλων του. Δυστυχώς όμως όχι μόνο δέν κάνει άκριβεις παραπομπές, αλλά καί δέν διακρίνει τόν Μάνη (+ 277) άπό τούς μαθητές του. Εκφράζεται ακόμα ή άποψη ότι γνώριζε καί καταπολεμούσε κυρίως τόν μαθητή τοΰ Μάνη Άδδα (ή Άδείμαντο), έναντίον τού όποίου αργότερα έγραψε ό Αυγουστίνος.
ΕΡΓΑ
Κατά μανιχαίων. Γράφηκε λίγο μετά τόν θάνατο τού ’Γουλιανού (363). Ά ποτελεΐται άπό 4 βιβλία. Σώζεται στό πρωτότυπο μόνο τό τμήμα 137, ενώ σε συριακή μετάφραση όλόκληρο τό έργο.
Όμιλίαι (υπομνήματα) εις τό Εύαγγέλιον τοΰ Λουκά. Στις σειρές τοΰ Νικήτα 'Ηρακλείας καί άλλα έργα διασώθηκαν τόσα πολλά έρμηνευτικά χωρία τού Τίτου, ώστε νά είναι βέβαιο ότι μέ μορφή ομιλιών υπομνημάτισε όλόκληρο τό Ευαγγέλιο τού Λουκά.
'Ομιλία εις τά Επιφάνια. Σώζονται μόνο 4 άποσπάσματα στήν συριακή.
68. ΑΚΑΚΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 365/6)
Αρχηγός τών όμοιων
ΓΕΝΙΚΑ
Ό ’Ακάκιος υπήρξε ένας από τούς πολύ μορφωμένους κληρικούς τής άρχαίας Εκκλησίας καί διαδέχτηκε, τό 340, τόν χρονικογράφο Εύσέβιο στον έπισκοπικό θρόνο τής Καισάρειας Παλαιστίνης. Την κυρίως συγγραφική δράση τοΰ ’Ακακίου τοποθετούμε μεταξύ 340 καί 360. Ασχολήθηκε μέ τήν έρμηνεία των Γραφών, ακολουθώντας τήν άντιοχειανή παράδοση, μέ ποικίλα ζητήματα θεολογικά καί δή μέ τήν άναίρεση όσων έγραψε ό Μαρκέλλος Άγκυρας έναντΐον τοΰ ’Αστεριού, θεωρητικού αρχικά τού αρειανισμού. Επομένως ό ’Ακάκιος ύπήρξε άρειανόφρων, πού όμως, καθώς ό δάσκαλος καί προκάτοχός του Ευσέβιος, δέν έδινε απόλυτη σημασία στίς θεολο γικές διαφορές, άκόμα καί στίς ριζικές. Προφανώς έπηρεάστηκε σ’ αύτό καί άπό τόν ήρωά του Άστέριο, πού έμφανΐστηκε ώς ήμιαρεια νός στήν σύνοδο τών Εγκαινίων (341).
Ό ρόλος τού Ακακίου, έπειδή άπό τά έργα του διασώθηκαν μόνο λείψανα, έκτιμάται κυρίως βάσει τής πλούσιας δράσεώς του στήν εξαιρετικά κρίσιμη μετανικαϊκή έποχή. Τό 341 έλαβε μέρος στήν σύνοδο τών ’Εγκαινίων ή δέχτηκε τίς άποφάσεις της, δηλαδή δέχτηκε τόν Υιό «ούσίας τε καί δυνάμεως καί βουλής καί δόξης άπαράλλα κτον εικόνα» τοΰ Πατέρα. Τό 343 πήρε τό μέρος τών ανατολικών άρειανοφρόνων (στήν άντισύνοδο τής Φιλιππουπόλεως). Ή σύνοδος τής Σαρδικής τόν έκθρόνισε, αυτός όμως έμεινε στήν θέση του καί τό 348/50 βοήθησε άποφασιστικά στήν τοποθέτηση τού όρθόδοξου Κυρίλλου στόν θρόνο τών Τεροσολύμων.
Πρός τό τέλος τής δεκαετίας τού 350 είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος μέ τήν βοήθεια καί τής εύρείας παιδείας του. Δυστυχώς όμως, ή άπό μέρους του σχετικοποίηση τής σημασίας τών θεολογικών διαφορών, ή άντίθεσή του στό σύμβολο Νίκαιας καί ή άφέλειά του, ότι μπορούσε νά ικανοποιήσει τίς άντιμαχόμενες μερίδες μέ παρασιωπήσεις καί έπαμφοτερισμούς, τόν όδήγησαν σέ αντιφατικές καί ό πωσδήποτε μή συνεπείς ένέργειες. ’Αλλά καί ή ομάδα πού σχημάτισε, των όμοιων, δέν είχε θεολογικό ύπόβαθρο ήταν άπλώς άποκλεισμός των δρων όμοιος κατ3 ούσίαν καί άνόμοιος, τούς ύποστηρικτές των όποιων ήθελε νά παραπείθει. Την τοποθέτησή του αύτή καί την συγκρότηση τής όμάδας τών όμοιων πέτυχε τό 358/9 καί δη στην σύνοδο Σελεύκειας (Ίσαυρΐας) (359), όπου πρότεΐνε σύμβολο χωρίς τούς όρους όμοούσιος, άνόμοιος καί όμοιούσιος (’Αθανασίου, Περί συνόδων 29). Τό σύμβολο αυτό έγινε δεκτό άπό την ομάδα του, ένώ ή όμάδα τών όμοιουσιανών μέ την Βασίλειο Άγκύρας τόν καθήρεσε. Κατόρθωσε όμως νά έπηρεάσει διαδοχικά ισχυρούς παράγοντες καί τόν ίδιο τόν αύτοκράτορα, πού κάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (360). ’Εκεί ό ’Ακάκιος κυριάρχησε άπόλυτα. Επέβαλε στό νέο σύμβολο την φράση ότι ό Υιός είναι «όμοιος τφ γεννήσαντι αυτόν Πατρί κατά τάς Γραφάς» (μέ την έννοια όμοιος κατά την θέληση), άπαγόρευσε την χρήση τών δρων ουσία, όμοούσιος καί ύπόστασις γιά τόν Πατέρα καί τόν Υιό καί μάλιστα πέτυχε την εξορία τών ανόμοιων (Άετίου καί Εύνομΐου) καί τών όμοιουσιανών (Γεωργίου Λα οδικείας, Βασιλείου Άγκύρας κ.ά.), τούς όποίους άρχικά ήθελε νά συμβιβάσει. Περιέργως έγκατέστησε τόν Μελέτιο στόν θρόνο τής ’Αντιόχειας καί δέχτηκε τόν όρο όμοούσιος σέ σύνοδο, την όποια κάλεσε (363) ό ίδιος ό Μελέτιος. Μετά δύο χρόνια, τό 365, τόν καθήρεσε σύνοδος όμοιουσιανών στήν Λάμψακο. Πέθανε τό 365 ή 366.
ΕΡΓΑ
Ό ’Ακάκιος είχε την εύκαιρία νά έπισκοπεύσει στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης, όπου ό ’Ωριγένης θεμελίωσε καί ό Εύσέβιος έμπλούτισε τήν περίφημη βιβλιοθήκη της. "Εγινε καί ό ίδιος συγγραφέας, άλλά δέν πέρασε τά όρια τοΰ μετρίου, άν κρίνουμε άπό τά σωζόμενα λείψανα τών έργων του, πού ήταν έρμηνευτικά, ποικίλα θεολογικά (σύμμικτα), έπιστολές, άντιρ ρητικά (κατά Μαρκέλλου Άγκύρας) καί συνοδικά κείμενα.
Σύμμικτα ζητήματα. Σέ έξι βιβλία. Σώζονται άποσπάσματα, έρμηνευτικά στήν Πεντάτευχο.
Εϊς τήν πρός Ρωμαίους. Άποσπάσματα σέ σειρές.
Πρός Μάρκελλον (Άγκυρας) άντιλογία. Ό Μάρκελλος είχε γράψει έργο κατά Αστεριού καί τό έργο αύτό αναιρούσε ό ’Ακάκιος. ’Αποσπάσματα στό Πανάριον 72, 610 τοϋ Έπκρανίου Κύπρου.
Σύμβολα. Ό ’Ακάκιος συνέταξε τό άχρωμο σύμβολο των όμοιων τής συνόδου στήν Σελεύκεια (359) καί μάλλον καί τό σύμβολο τής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (360).
Άπολεσθέντα. Είς τόν Εκκλησιαστήν (17 βιβλία), Είς τόν βίον τοϋ Εύ σεβίον Καισαρείας, Πρακτικά τής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως καί άλλα, των όποιων δεν γνωρίζουμε ούτε τούς τίτλους.
Αμφιβαλλόμενο. Έγκώμιον είς Μερκούριον, σέ κοπτικό χειρόγραφο, Αποδίδεται στόν ’Ακάκιο.
69. ΑΕΤΙΟΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ (300366)
Θεμελιωτής του Νεοαρειανισμοϋ
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Σοφιστής ’Αέτιος, κινούμενος μεταξύ Άντιοχείας καί ’Αλεξανδρείας, έγινε σπουδαίος παράγοντας του Αρειανισμού καί θεμελίωσε τόν νεοαρειανισμό, συντελώντας έτσι αποφασιστικά στήν έπιβΐωση τής αίρέσεως αύτής. Υπήρξε άνδρας πολύπειρος καί δραστήριος. Γνώρισε ενωρίς τίς αντιξοότητες τής ζωής καί άργά τά άγαθά τής παιδείας. Κατείχε μόνο στοιχεία φιλοσοφίας, αλλά είχε ικανότητα διαλεκτική, όπως δείχνει τό σωζόμενο έργο του «Σύνταγμάτιον περί άγεννήτου θεόν καί γεννητοϋ».
Τό γεγονός ότι απέκτησε θεολογίκή καί φιλοσοφική παιδεία μετά τά 30 του χρόνια, ότι στήν θεολογία τόν μύησαν «συλλουκιανιστές», μαθητές δηλαδή καί γνώριμοι του Λουκιανού καί όπαδοί τού Άρεΐου, καί ότι τόν περιέθαλψαν άρειανόφρονες, εξηγεί τήν έλλειψη βάθους στήν σκέψη του καί τήν ολοκληρωτική στροφή του στόν άρειανισμό. Τό θεολογικό του έργο ό Άέτιος άρχισε μάλλον περί τό 350 ή λίγο νωρίτερα, όταν ό άρειανίσμός ήταν εξαντλημένος θεολογικά, όταν οί πρώτοι δραστήριοι όπαδοί του είχαν πεθάνει (μαζί καί ό θεωρητικός του Άστέριος, πού ήδη τό 341 είχε στραφεί πρός τόν ήμιαρεια νισμό), καί όταν ή κρατική εξουσία στό πρόσωπο τού Κωνσταντίου εύνοοΰσε μέ κάθε τρόπο τήν αίρεση. Τότε λοιπόν πρόσφερε νέα επιχειρήματα καί νέα θεμελΐωση στόν άρειανισμό, πού θά έπεξεργαστεΐ μάλιστα πολύ περισσότερο ό μαθητής καί γραμματέας του Εύνόμιος, άπό τό 358 καί μετά.
Στήν εποχή τού Άετίου ή θεολογία γενικά δέ'ν είχε κατορθώσει νά διακρίνει ουσία καί είναι (υπόσταση) στήν θεότητα. Τούτο δημιουργούσε τεράστιες δυσκολίες, τίς όποιες οί όρθόδοξοι ξεπερνούσαν μέ τήν άποδοχή τής πΐστεως τής Παραδόσεως καί τήν θεολογία τού Μ. ’Αθανασίου περί «φυσικής γεννήσεως» τού Υιού (ό όποίος γι’ αυτό είναι όμοούσιος πρός τόν Πατέρα) καί «έν χρόνω» δημιουργίας (ή όποια γι’ αυτό είναι κτιστή). Οί άρειανόφρονες, πού άπέρριπταν καί τήν μία καί τήν άλλη, κατέφευγαν σέ φιλοσοφικές άντιλήψεις γιά νά στηρίξουν τήν άποψή τους ότι ό Υιός είναι κτΐσμα «έξ ούκ όντων».
Φιλοσοφικά στηρίγματα βρήκε ό Άέτιος στήν ιδέα τής άπόλυτης άπλότητας τής θείας ούσίας, στό «πρώτον κινούν άκίνητον» τού Αριστοτέλη καί στήν ιδέα ότι τά ονόματα δηλώνουν τήν ούσία τών πραγμάτων. ’Έτσι λοιπόν ή άπλότητα τής θείας ούσίας δεν έπέτρε πε νά είναι «καί άγέννητη ( = Πατήρ) καί γεννητή ( = Υίός):
«Τήν γάρ αύτήν ουσίαν καί γεννητήν είναι καί άγέννητον ούδείς λόγος εύσεβής έπιτρέπει» (Σύνταγμάτιον 5, εις Έπιφανίου Σαλαμίνας, Πανάριον 76, 11, 5). Καί· «εΐ δε όλος (= ό θεός) έστίν Αγέννητος, ούκ ούσιωδώς εις γένεσιν διέστη, έξουσίμ δέ ύπέστησε γέννημα» (μν. έργο 7). Καί· «γεννητήν γάρ φύσιν ( = τοΰ Υιού) έν άγεννήτω ούσίςι ( = τοϋ Πατρός) ούκ έκδέχεται είναι ... γέννημα γάρ άγέννητον ούκ έστι· καί άγέννητον όν γέννημα ούκ ήν, τοΰ Ανομοιομερούς επί θεού βλασφημίας τύπον καί ϋβριν έπέχοντος» (μν. έργο 10).
Άρα ό Υιός, έπειδή είναι γεννητός, δέν έχει τοϋ άγεννήτου Θεοϋ τήν ούσία, ή όποια ώς άπόλυτα άπλή είναι πάνωάπό τήν έννοια τής γενέσεως καί τής αίτιας:
«εί πάσης αιτίας κρείττων ύπάρχει ό άγέννητος θεός, διά τούτο καί γενέσεως κρείττων &ν εΐη... ούτε γάρ παρ’ έτέρας φύσεως εΐληφε τό είναι οϋτε αύτός έαυτω τό είναι παρέσχε» (2). (Βλ. καί τόν μαθητή του Εύνόμιο: «μήτε παρ’ αύτοΰ, μήτε παρ’ έτέρου γενόμενος» ό Θεός, ’Απολογία 78).
«Εί ή άγέννητος ούσία κρείττων έστί γενέσεως, οΐκοθεν έχουσα τό κρεΐττον, αύτοουσΐα έστίν άγέννητος. Ού γάρ βουλόμενος ότι βούλεται γενέσεως έστι κρείττων, άλλ’ ότι πέφυκεν. Αύτό ούν ύπάρ χουσα ούσία άγέννητος ό θεός ούδενί λόγω έπιτρέπει καθ’ έαυτής γένεσιν έπινοήσαι...» (Σννταγμάτιον 18).
Ή άναΐτια θεία ούσία δέν μπορεί νά γεννήσει, διότι κατανοεΐται άκίνητη:
«εί δέ, μετασχηματισθεΐσα ή ούσία τοϋ θεοϋ, γέννημα λέγεται, ούκ άμετάβλητος ή ούσία αύτοϋ, τής μεταβολής έργασαμένης τήν τοϋ υίοΰ είδοποίησιν. Εί δέ εΐη καί άμετάβλητος καί γενέσεως κρείττων ή ούσία τοϋ θεοϋ, τό κατά τόν υίόν έως ψιλής προσηγορίας όμολογηθήσεται» (8).
Είναι φανερό καί πολύ σημαντικό ότι ό Άέτιος έγκλωβίζεται στό φιλοσοφικό σχήμα ούσίαθεός, όπότε δικαιολογημένα δέν κατανοεί τήν ούσία ώς γεννώσαν. Ή Παράδοση όμως τής Εκκλησίας γνώριζε τόν Θεόν ώς Πατέρα γεννώντα, δηλαδή πρόσωπο πού είναι συγκεκριμένο καί όχι άπρόσωπη ούσία. Έάν ή ούσία γεννήσει, αύτό δηλώνει γιά τόν Άέτιο στέρηση, τροπή, πάθος, κάτι βέβαια πού είναι άδιανόητο γιά τόν Θεό.
Τό «άγέννητον» τοϋ Θεοϋ καί τό «γεννητόν» τοϋ Υίοϋ δηλώνουν γιά τόν Άέτιο τήν ούσία τους (ή ύπόσταση, πού ταυτίζεται μέ τήν ούσία), ή όποια είναι διαφορετική στον Θεό καί τόν Υιό, όπως είναι διαφορετικοί καί οί δροι αύτοί:
«εί τό άγέννητον ούσίας έστί δηλωτικόν, εικότως πρός τήν τοϋ γεννήματος ούσίαν άντιδιαστέλλεται εί δέ μηδέν σημαίνει άγέννητον, πολλω μάλλον ούδέν δηλοΐ τό γέννημα' μηδενΐ δέ μηδέν πώς (άν) άντιδιασταλείη;» (16).
Καί «εί παν τό γεγονός ύφ’ έτέρου γέγονεν, ή δέ άγέννητος ύπό στασις (= ούσία) οϋτε ύφ’ έαυτής οϋτε ύφ’ έτέρας γέγονεν, άνάγκη ούσίαν δηλοϋν τό άγέννητον» (28).
Τό δνομα «άγέννητος», πού στήν Παράδοση παρακολουθεί τόν Πατέρα, ό Άέτιος άποδίδει στήν θεία ούσία, ή όποια δέν μπορεί νά κάνει τίποτα άλλο άπό τό νά μένει καί νά είναι άγέννητη κάθε της κίνηση ή γέννηση σημαίνει παραλλαγή καί τροπή της.
Ή θεολογία καί τά έπιχειρήματα αύτά, πού διατυπώνονται μέ διαλεκτική εντυπωσιακή, άλλά χωρίς άναλύσεις καί βιβλική θεμελίω ση, έγιναν τό βάθρο, στό όποίο στηρίχτηκε ό νεοαρειανισμός, οί άκραΐοι δηλαδή άρειανόφρονες. Αυτοί, μέ πρωτεργάτες τόν Άέτιο καί τόν Εύνόμιο, σχημάτισαν τήν ομάδα τών άνομοίων, έκεΐνων πού κήρυτταν τόν Υιό άνόμοιο ούσιαστικά πρός τόν Πατέρα.
ΒΙΟΣ
Ό Άέτιος γεννήθηκε στην κοίλη Συρία περί τό 300. “Ασκησε στην νεότητά του χειρωνακτικά έπαγγέλματα κι έζησε πολλά χρόνια στην ’Αντιόχεια, όπου σχετίστηκε μέ άρειανικούς κύκλους, πού είχαν έκεΐ μεγάλη δράση καί άπήχηση. Τό 330 διώχτηκε άπό τήν ’Αντιόχεια. Τότε τοϋ δόθηκε ή εύκαιρία νά διδαχτεί άπό τρεις «συλλουκιανιστές», αυστηρούς άρεια νόφρονες: άπό τόν ’Αθανάσιο Άναζάρβου τό Ευαγγέλιο, άπό τόν πρεσβύ τερο ’Αντώνιο στην Ταρσό τίς Επιστολές τοϋ Παύλου καί, άργότερα, άπό τόν πρεσβύτερο άκόμα Αεόντιο (άρα πρίν τό 345) στην ’Αντιόχεια τούς προφήτες καί δή τόν ’Ιεζεκιήλ. Πρίν άπό τό 350 ταξίδεψε στην ’Αλεξάνδρεια, όπου σπούδασε ιατρική, σοφιστική καί Αριστοτελική διαλεκτική.
Τό 350 ό άρειανόφρων Αεόντιος τόν χειροτόνησε διάκονο στήν ’Αντιόχεια, όπου όμως άνέπτυξε έντονη πολεμική πρός τούς όμοουσιανούς καί τούς ήμιαρειανούς, μέ Αποτέλεσμα τήν καθαίρεσή του, πού τόν έφερε στήν Αλεξάνδρεια. Έκεΐ μέ τήν βοήθεια τοϋ Γεωργίου Καππαδόκη, σφετεριστή τοϋ θρόνου, συνέχισε τήν Αρειανική του δραστηριότητα καί Απέκτησε πολλούς μαθητές, μεταξύ τών οποίων ό Εύνόμιος (356/7), πού έγινε γραμματέας του καί μετά τό 360 συναρχηγός του τών άνομοίων, πού ονομάστηκαν καί άετιανοί ή εύνομιανοί. Τό 358 έπανήλθε στήν ’Αντιόχεια, έλαβε μέρος σέ διαβουλεύσεις θεολογικές καί συνόδους τής εποχής, κέρδισε τήν εύνοια τοϋ αύτοκράτορα Κωνσταντίου, πού όμως μέ τήν επίδραση τών όμοιων (ά κακιανών) άλλαξε στάση καί έπέτρεψε τήν καταδίκη τοϋ Άετίου όριστι κά τό 360 στήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως. Εξορίστηκε στήν Κιλικία καί τήν Πισιδία, γιά νά άποκατασταθεΐ τό 361 άπό τόν Ίουλιανό καί νά προχειριστεί έπΐσκοπος, τό 362, άγνωστης πόλεως. Ή χειροτονία του δεν Αναγνωρίστηκε άπό σύνοδο τής Λυδίας, Αλλά έκεϊνος συνέχισε τήν δράση του πρός έπικράτηση τής ομάδας τών άνομοίων. Πέθανε στήν Κωνσταντινούπολη περί τό 366.
ΕΡΓΑ
Ό Άέτιος ύπήρξε δόκιμος συγγραφέας. “Εγραφε σύντομα κεφάλαια πολύ λίγων σειρών καί παρουσίαζε τίς Απόψεις του σέ διαλεκτικά σχήματα, πού στηρίζονταν σέ «κοινές» φιλοσοφικές έννοιες, ώστε καί νά πείθει καί νά μή χρειάζεται πολλές Αναλύσεις. Ό Έπιφάνιος Σαλαμίνας Κύπρου πληροφορεί ότι ό Άέτιος έγραψε τριακόσια τέτοια κεφάλαια, Από τά όποια διασώζει καί άνατρέπει 37 (Πανάριον 76, Π). "Εγραψε ακόμα πρός τόν αύ τοκράτορα Κωνστάντιο καί άλλα πρόσωπα έπιστολές οί όποιες χάθηκαν.
Συνταγμάτων περί άγεννήτου Θεοϋ καί γεννητοϋ. Πρόκειται γιά 37 σύντομα κεφάλαιαθέσεις. Σώζονται σε δύο παραλλαγές. Μία στό Πανάριον τοϋ Έπιφανίου Κύπρου (76, 11) καί μία στόν Β' Διάλογο περί άγ. Τριάδος τοϋ ΨευδοΆθανασίου (1029), όπου τό έργο χαρακτηρίζεται ώς έπιστολή.
Απόσπασμα ’Επιστολής του διασώζει δ Μ. Βασίλειος (PG 32, 73ΑΒ).
'Αμφιβαλλόμενα. Στόν Άέτιο αποδίδονται άκόμη 5 αποσπάσματα ’Επιστολής πρός Μάζωνα (F. Diekamp, Doctrina patrum, Munster i. W. 1907, σσ. 311312, καί ΒΕΠ 38,1134) καί 2 από Λόγο του περί ΥΙοΰ (PG 89, 118ΑΒ καί ΒΕΠ 38, 114). Ό μονοθελητικός μάλιστα χαρακτήρας των αποσπασμάτων αύτών προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
70. ΛΙΒΕΡΙΟΣ ΡΩΜΗΣ (352-366)
Ή έπισκοπεία του συμπίπτει μέ τίς πολλές συνοδικές δραστηριότητες των άρειανικών ομάδων. ’Αρχικά πήρε τό μέρος του Μ. ’Αθανασίου καί τών ορθοδόξων, μέ αποτέλεσμα νά εξοριστεί τό 455/6 στην Βέροια τής Θράκης. 'Υπέκυψε όμως τό 357 στις πιέσεις καί υπέγραψε τό πρώτο μάλλον καί τό δεύτερο σύμβολο του Σιρμΐου, τών έτών 351 καί 357. Συγχρόνως  καί αύτό ήταν χειρότερο καί σήμα
ντικότερο συνέταξε κείμενα, στά όποια ύποσχόταν νά μην άπαι τεΐ την έπιβολή τοΟ Συμβόλου τής Νίκαιας καί στά όποια αποδεχόταν την καταδίκη του ’Αθανασίου από τούς ανατολικούς άρειανούς. Τήν ίδια έποχή υπέγραψε καί τό τρίτο σύμβολο τοϋ Σιρμίου (359), όμοιο μέ τό δεύτερο τού Σιρμίου. Ώς άνταμοιβή τού έπετράπη νά έπανέλθει στην Ρώμη (έντός τοϋ 358). Ό Λιβέριος δέν ήταν βέβαια θεολόγος καί ή στάση του δέν έπηρέασε τά θεολογικά πράγματα. "Ομως ή ύπαναχώρηση αύτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ύπαναχώρηση τού Όσιου Κορδούης, πού ασφαλώς υπέγραψε καί τό δεύτερο σύμβολο Σιρμίου (άρειανικότερο αυτό), παρουσίασε τίς κεφαλές τής δυτικής Εκκλησίας καί τούς επισκόπους της όλους πλήν έξαιρέ σεων υποταγμένες στόν άρειανισμό. Κεφαλή τής δυτικής ’Ορθοδοξίας άπέβη έκτοτε ό Ίλάριος Poitiers, πού τρεις φορές αναθεμάτισε τόν Λιβέριο γιά τήν στάση του.
'Ο Λιβέριος έγραψε, φαίνεται, μόνο Επιστολές, άπό τίς όποιες σώζονται 13, ολόκληρες ή άποσπασματικά. Φυσικά τά τέτοιου είδους κείμενα όφείλονται κυρίως στην γραμματεία τοϋ επισκόπου Ρώμης:
Πρός Εύσέβιον Vercelli τρεις:
Πρός τούς άνατολικούς έπισκόπονς:
Έπιστολαί έννέα. Σώζονται άπό τόν ΓΙλάριο Poitiers καί περιλαμβάνονται σ’ αυτές οΐ 4, πού έστειλε άπό τήν εξορία του γιά νά βεβαιώσει τήν συμφωνία του μέ τούς άρειανούς καί τήν εγκατάλειψη τοϋ ’Αθανασίου:
Τό έργο Epitaphium Liberii, πού είναι 54 επιτάφια έξάμετρα, προσγράφε ται έπίσης στόν άντίπαπα Φήλικα Β'

71.       ΓΕΡΜΙΝΙΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ  ΟΥΡΣΑΚΙΟΣ  ΟΥΑΑΗΣ
( + 366-7) Απαρχή τής λατινικής άρειανικής γραμματείας
Τρεις δυτικοί επίσκοποι στην Παννονΐα, ό Γερμίνιος Σιρμίου (κοντά στό σημερινό Βελιγράδι), ό Ούρσάκιος Singidunum (Βελιγράδι) καί ό Ούάλης Μουρσών (Mursa = Osijek), έχουν τήν πρώτη ευθύνη γιά την έπιβολή του αρειανισμού στην Δύση. ’Όταν ό φιλοαρειανός Κων στάντιος έγινε καί τυπικά μονοκράτορας (353), οί δύο τελευταίοι πέ τυχαν νά γίνουν σύμβουλοί του καί νά τόν ένισχύσουν στην άσκηση αυστηρής φιλοαρειανικής πολιτικής. Με τούς τρεις αυτούς έπισκό πους συνδέονται τά αρχαιότερα λατινικά άρειανικά κείμενα, πού δεν είναι σπουδαία θεολογικά έργα, άλλά πού όμως άποτελοϋν μαρτυρίες τού δυτικού αρειανισμού καί δή τής πρώτης γραμματείας του.
Οί Ούρσάκιος καί Ούάλης γνώρισαν τόν αρειανισμό, όταν ό Α ρειος εξορίστηκε στην Ιλλυρία, καί καταπολέμησαν τόν ’Αθανάσιο καί τό σύμβολο τής Νίκαιας ήδη άπό τό 335, στήν σύνοδο τής Τύ ρου. Τό 343 (σύνοδος Σαρδικής) εκθρονίστηκαν καί άποκαταστά θηκαν τό 347, άποκηρύσσοντας τά άντιαθανασιανικά τους έργα καί τίς άρειανικές τους θέσεις, τίς όποιες όμως παρουσίασαν πάλι δραστήρια άπό τό 353 (σύνοδος Arls). Τήν έπιβολή τού άρειανισμοΰ στήν Δύση στερέωσαν μέ τήν σύνοδο τού Μιλάνου (355) καί ολοκλήρωσαν μέ τήν σύμπραξη τού Γερμινίου, τό 357, στό Σΐρμιο μέ τό λεγόμενο δεύτερο σύμβολο Σιρμίου, στό όποίο μάλιστα έξασφάλισαν τήν σεβαστότερη ύπογραφή τής Δύσεως, τού Όσιου Κορδούης καί τού πρώτου δυτικού επισκόπου, τού Λιβερίου Ρώμης.
Ό Γερμίνιος έμφανίζεται τό 355 επίσκοπος Σιρμίου (διάδοχος τού Φωτεινού) καί συνεργάζεται μέ τούς προηγούμενους γιά τήν έπιβολή τού άρειανισμοΰ. ’Ιδιαίτερα στήν σύνοδο τού Σιρμίου (357) έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο καί μάλλον αυτός είναι ό έμπνευστής τού δεύτερου συμβόλου τού Σιρμίου, τό όποίο ύπηρετεΐ σιωπηλά τίς θέσεις τών άνομοίων χωρίς νά τό λέει. Ό Γερμίνιος λοιπόν τό 357 ήταν κρυπτοανόμοιος. Τόν ’Ιανουάριο τού 366 σαφώς έμφανίζεται ώς όμοιος στό περίφημο διαλογικό έργο Altercatio Heracliani laid cum Germinio episcopo Sirmiensi. Πρόκειται γιά καταγραφή άπό αύτόπτη δημόσιας συζητήσεως, πού έγινε μεταξύ τοΰ Γερμινίου καί τοΰ λαϊκού Ήρακλιανού, ό όποίος είχε φυλακιστεί μέ άλλους, γιατί κήρυττε την πίστη τής Νίκαιας. Ό Γερμίνιος στην συζήτηση δέχεται μερική όμοιότητα τού Υιού πρός τόν Πατέρα καί μερική όμοιότητα τού Πνεύματος πρός τόν Υιό. Τό κείμενο είναι γραμμένο σέ λαϊκή λατινική γλώσσα, έχει ένάργεια καί ζωντάνια. ’Αργότερα έπενέβη σ’ αύτό κάποιος όρθόδοξος, γιά νά παρουσιάσει τόν Γερμίνιο πιό άρειανό καί τόν 'Ηρακλιανό πιό ικανό συζητητή.
Πολύ γρήγορα όμως ό Γερμίνιος, λίγο πριν τελειώσει τό 366, άφησε τούς άνομοίους καί τοποθετήθηκε μεταξύ των όμοιων καί όμοιουσιανών, κήρυττε δηλαδή ότι ό Υιός έχει τά πάντα όμοια μέ τόν Πατέρα, έκτος από τήν άγεννησία ("filiutn per omnia patri similem excepta in nativiiate").
Αύτό φαίνεται στήν επιστολή του «Πρός Ρονφιανόν καί Παλλάδιον Ratiaria»  καί σέ σύντομη προσωπική του όμολογία Πίστεως  Αλλα κείμενα τοΰ Γερμινίου δέν σώθηκαν. Μετά τό 366/7 χάνουμε τά ίχνη του.
72.       ΙΛΑΡΙΟΣ POITIERS (ΠΙΚΤΑΒΙΟΥ) (+367)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Ίλάριος Poitiers (Γαλλία), έγγαμος καί πατέρας μιας κόρης, υπήρξε μεγάλη μορφή τής δυτικής Εκκλησίας. Είναι ούσιαστικά ό πρώτος δυτικός θεολόγος πού άσκησε άποτελεσματική άντιαρεια νική θεολογία, ό πρώτος χριστιανός λατίνος ύμνογράφος, ό πρώτος πού έφερε στήν Δύση τήν έρμηνευτική πείρα καί τόν θεολογικό πλούτο τής ’Ανατολής καί ό πρώτος έκκλησιαστικός συγγραφέας τής Γαλλίας. Είναι ή θεολογική κεφαλή τής ορθόδοξης δυτικής θεολογίας μέχρι τόν ’Αμβρόσιο, λόγος γιά τόν όποίο κυρίως άνακηρύχτηκε από τήν δυτική Εκκλησία οικουμενικός διδάσκαλος. Μέ δύναμη εντυπωσιακή άλλαξε τήν πορεία τής λατινικής θεολογίας: ξεπέρασε τό ρηχό απολογητικό καί ένθουσιαστικό κλίμα τοϋ Άρνοβίου (περίπου 320), του Λακταντίου (325), τού Firmicus Maternus (350) καί τού Marius Victorinus (363), έγινε έκφραστής τής Παραδόσεως τής Εκκλησίας καί ασχολήθηκε άμεσα μέ τά προβλήματα τής εποχής του, κατηχώντας μέ έρμηνευτικά έργα τό ποίμνιο καί βοηθώντας όλη τήν δυτική Εκκλησία νά καταλάβει κι έτσι νά ξεπεράσει τήν κρίση τού αρειανισμού. Στό πρόσωπό του ή λατινική θεολογία έπανασυνδέθη κε μέ τήν γραμμή τού Κυπριανού καί ξαναβρήκε τίς άνατολικές θε ολογικές πηγές της. ’Από τήν άποψη αυτήν ό Τλ. έγινε ό νέος Κυπριανός κι ένας μικρός ’Αθανάσιος τής Δύσεως.
Γεννήθηκε μεταξύ 310 καί 320 στήν γαλλική πόλη Poitiers (λατιν. Pictavium), σέ πλούσια οικογένεια πατρικίων, ίσως μάλιστα έθνική άκόμα. Σπούδασε στίς μέτριες σχολές τής επαρχίας του γραμματική, ρητορική καί στοιχειώδη έλληνικά. Ψυχή ευγενική καί θαρραλέα, πνεύμα ανήσυχο, προβληματίστηκε γιά τήν αλήθεια των εθνικών καί των χριστιανών. Δέχτηκε τό βάπτισμα οπωσδήποτε πρίν από τό 350, έτος πού χειροτονήθηκε επίσκοπος Poitiers.
Γρήγορα συνειδητοποίησε πρακτικά καί θεολογικά τίς ποιμαντικές ευθύνες τού έπισκόπου καί προπαντός τήν άνάγκη κατηχήσεως τών πιστών. "Η προσπάθειά του νά θεραπεύσει τήν άνάγκη αυτήν εκφράζεται στό Υπόμνημά του στόνΜατθαίο (μεταξύ 353-356). Ή σημασία τού έργου αυτού είναι τεράστια, διότι είναι τό πρώτο στό είδος του γιά τήν λατινική Δύση  από τά Σχόλια στό ίδιο Ευαγγέλιο τού Βικτωρΐνου Πεταβίου ( + 304) σώζονται μόνο άποσπάσματα , διότι θεμελιώνει (καί μέ τό άλλο του έργο Tractatus mysteriorum) τήν λατινική έρμηνευτική καί διότι ξεπερνά τό δίλημμα μεταξύ ίστορι κογραμματικής καί άλληγορικής έρμηνείας, προβάλλοντας αποφασιστικά τήν τυπολογική, τήν οποία εμπλουτίζει μέ περισσότερα στοιχεία. Επιθυμία τού  είναι νά μάθουν οί πιστοί νά διαβάζουν μόνοι τους τήν ΚΔ, νά τήν εφαρμόζουν στήν ζωή τους καί νά μετέχουν έτσι στήν θεία δόξα. Ή δόξα είναι κοινή στόν Πατέρα καί τόν Υίό, αποτελεί τήν πρώτη επιδίωξη τού χριστιανού καί γι’ αύτό έχει ως θέμα κεντρική θέση στά έργα τού Τλ. Προϋπόθεση μετοχής στήν δόξα είναι ή όρθή πίστη. Τό ίδιο καί γιά τήν λύτρωση, γιά τήν οποία έχει είδος «φυσικής» άντιλήψεως, πού έμπνέεται από τόν Κικέρωνα καί τόν Σενέκα (Pettorelli J.). Είναι φανερό ότι τό πρακτικό καί ηθικό μέρος τής έρμηνείας του βαραίνει άποφασιστικά, ένεκα τού χαρακτήρα του καί τών σπουδών του. Σχετικό ύλικό χρησιμοποιείται συχνά καί κάποτε κατά λέξη άπό τούς προλόγους των μονογραφιών τοϋ Σαλλουστΐου, των Διαλόγων τοϋ Κικέρωνα καί των Ιστοριών τοϋ Τακίτου. Τό ύφος του επίσης, ή τεχνική δομήσεως τοϋ έργου του, ή ρητορική καί άλλα στοιχεία, ύπενθυμΐζουν τίς παραπάνω πηγές.
Τό ευαγγελικό κείμενο κατανοεΐται: α) ίστορικογραμματικά στόν οικείο του τόπο, β) στό ευρύτερο πλαίσιο τής όλης θείας οικονομίας καί γ) τυπολογικά ως τύπος, καθώς έλεγαν οί άνατολικοί, άλλα καί species, imago, figura ή ratio των μελλόντων, τής μέλλουσας ζωής. Τά ιστορούμενα δηλαδή στόν Ματθαίο είναι βέβαια γεγονότα, άλλά έχουν καί σημασία «εσωτερική», προφητική τοϋ μέλλοντος, όπως είχαν ύποδείξει ό Τερτυλλιανός καί ό Κυπριανός, τούς οποίους ό Ιλ. γνώριζε.
Νέα έποχή καί σπονδή στην εξορία
Οί μακρινές ρωμαϊκές έπαρχίες, όπως ή σημερινή Γαλλία καί οί έκεΐ επίσκοποι, εκτός έξαιρέσεων, δέν παρακολουθούσαν τό δράμα τής Εκκλησίας τής ’Ανατολής, πού δημιούργησε ό άρειανισμός. Αυτό ισχύει καί γιά τόν Τλ., πού δέν έλαβε μέρος στίς συνόδους Arles (Άρελάτης) (353) καί Μιλάνου (355), όπου ακυρώθηκε τό Σύμβολο Νίκαιας καί άναθεματίστηκε ό ’Αθανάσιος. Τήν κρίση τής Εκκλησίας καί τήν διαίρεσή της σέ ορθοδόξους καί άρειανόφρονες συνειδητοποίησε μόλις τό 356, στήν σύνοδο τής Beziers, όπου συνεχίστηκε ή καταδίκη τής όρθόδοξης πίστεως, τήν όποια προσπάθησε ό Τλ. νά ύπερασπίσει, χωρίς άποτέλεσμα. Ό ίδιος μάλιστα όμολογεΐ ότι μόλις τότε άκουσε γιά τό Σύμβολο Νίκαιας. Οί άρειανοί ( = όμοιοι) έπίσκοποι Ούάλης, Ούρσάκιος καί Γερμίνιος, κινούμενοι άνετα στήν βασιλική αύλή, στό Σίρμιο, έπιβλήθηκαν άπόλυτα κι έπεισαν τόν αύ τοκράτορα Κωνστάντιο νά έξορίσει τόν ορθόδοξο Ιλ. στήν μικρασιατική Φρυγία, τό ίδιο έτος.
Ή ’Ανατολή, όπου έμεινε μέχρι τό 360, διατηρώντας μάλιστα τόν θρόνο του, έγινε γιά τόν Τλ. ένα πολυσήμαντο σχολείο. Κινούμενος έκεΐ ελεύθερα, καλλιέργησε τά ελληνικά του, γνώρισε σπουδαίους έκκλησιαστικούς άνδρες, σπούδασε κατά τό δυνατόν τήν πλούσια θεολογική άνατολική σκέψη καί πληροφορήθηκε άπό πρώτο χέρι τίς έκκλησιαστικοθεολογικές τάσεις, πού σκόπευαν στήν λύση τής μεγάλης κρίσεως. Εύστροφος, άλλά καί παραδοσιακός όπως ήταν, εκτίμησε κι ενστερνίστηκε γρήγορα τήν προσπάθεια, πού είχε άρχίσει πρίν λίγα χρόνια γιά τήν προσέλκυση τών όμοιουσιανών στήν Καθολική Εκκλησία (όμοουσιανούς), ή όποια έμενε πιστή στό Σύμβολο τής Νίκαιας. Τήν λύση τήν είχε δώσει ό ’Αθανάσιος: οί όμοιουσι ανοΐ, έφόσον άπέρριπταν μόνο ώς μή βιβλικό ή έπικίνδυνο γιά σα βελλιανισμό τόν δρο όμοούσιος κι εφόσον θά όμολογοϋσαν ότι ό Υιός είναι «φυσικός» Υιός τοϋ Πατέρα, μπορούσαν νά θεωρούνται ορθόδοξοι, άρκει ν’ άναθεμάτιζαν τόν άρειανισμό. Βέβαια, οί κεφαλές τών όμοιουσιανών, ό Γεώργιος Λαοδικείας καί ό Βασίλειος Άγκυρας, τούς όποίους γνώρισε ό Ιλ., δέν ήταν τόσο κοντά στην ’Ορθοδοξία δσο έδειχναν. Πάντως τήν λύση τοϋ Αθανασίου ύποστήριξε ό Ιλ. στην Ανατολή (στίς συνόδους τών όμοιουσιανών του 358 καί 359) καί σέ όλη  τήν Δύση, μέ γράμματα δσο ήταν εξόριστος καί μέ συνόδους ή συνάξεις επισκόπων από τό 360 καί μετά. Είναι όμως αλήθεια ότι ή τοποθέτηση τών όμοιουσιανών συγκίνοϋσε βαθύτερα τόν 'Ιλ.» πού κάπως φοβόταν τήν σύνδεση του όμοουσίου μέ τόν σαβελ λιανισμό καί πού δέν θεωρούσε τήν χρήση τοϋ όμοουσίου ως τήν μόνη λύση όμολογίας όρθής πίστεως.
Στά χρόνια τής εξορίας του καί παρά τόν σύνδεσμό του μέ τούς όμοουσιανούς άνέπτυξε δραστηριότητα γιά τήν υπεράσπιση γενικά τού Συμβόλου τής Νίκαιας. Τό γεγονός έχει τεράστια σημασία, δεδομένου ότι άπό τό 357, όταν  ό κορυφαίος επίσκοπος τής Δύσεως, ό Λιβέριος Ρώμης, καί ή σεβασμιότερη μορφή τής Δύσεως, ό "Οσιος Κορδούης, ύπέκυψαν καί ύπέγραψαν ήμιαρειανικά σύμβολα (Σιρμίου), ό Ιλ. έμενε ό σπουδαιότερος δυτικός θεολόγος επίσκοπος, πού αντιστεκόταν στόν άρειανισμό καί πού ήταν σέ θέση νά διαφωτίσει θεολογικά τούς δυτικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ά ναγκάστηκε νά αναθεματίσει τόν Ρώμης Λιβέριο γιά τήν ύποχώρη σή του, ύπενθυμίζοντας έν μέρει τήν στάση τού Κυπριανού.
Τριαδολογία
Παράλληλα, στά χρόνια τής εξορίας του, έπιδόθηκε στήν σύνταξη σπουδαίων θεολογικοαντιρρητικών, ιστορικών καί λιβελλικών έργων. "Ετσι περάτωσε τό De Trinitate, ένα στέρεο λογικοθεολογικό οικοδόμημα, πού θά μπορούσε νά γίνει εύρύτερα σεβαστό, πού έδειξε γιά πρώτη φορά μέ σαφήνεια στήν Δύση τήν κακοδοξότητα τού αρειανισμού, πού άποτέλεσε τήν πηγή καί τό θεμέλιο γιά όλα τά μεταγενέστερα λατινικά δογματικά έργα τού είδους. Ό Τλ. έκκινεΐ πάντοτε άπό βιβλική βάση, κατανοεί όμως τόν Υίό ώς Λόγο καί σοφία, έκφράζοντας μάλλον άσυνείδητα είδος subordinatio, άφού συγχρόνως έπιμένει ότι ό Υιός έχει τήν φύση τοϋ Πατέρα, τοϋ όποίου δέν είναι χρονικά μεταγενέστερος. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι γνώριζε τήν διαφορετική χρήση τών δρων φύσηούσΐα, υπόσταση καί πρόσωπο σέ ’Ανατολή καί Δύση. Καί μάλιστα ότι στήν ’Ανατολή ό όρος ύπόστασηsubstantia ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο, ένώ ή ούσία essentia είναι έν, ένιαία, γιά τόν Πατέρα καί τόν Υιό. Βέβαια δέν χρησιμοποιεί άνάλογα τόν όρο πρόσωπούπόσταση καί γιά τό άγιο Πνεΰ μα, τό όποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ώς δώρο του Θεοϋ καί δή ώς res πράγμα (VIII 21) της θείας ούσίας (Πατέρα καί Υίοΰ). Τελικά δηλαδή δέν διέκρινε είναι καί ούσία στόν Θεό, μέ άποτέλεσμα νά κατανοεί την έκπόρευση (procedere) τοΰ άγ. Πνεύματος ώς όφειλόμενη στην θεία ούσία, άρα καί στόν Πατέρα καί στόν Υιό, καθώς άργότε ρα, πολύ άναλυτικότερα θά διδάξει ό Αύγουστΐνος. Μέ τόν τρόπο αυτό θεμελιωνόταν θεολογικά ή άδυναμία τής Δύσεως νά διακρίνει μέ συνέπεια ούσία (essentia) καί ύπόσταση (substantia) καί συνεπώς θεμελιωνόταν ή σύνδεση τής γεννήσεως τού Υίοΰ καί τής έκπορεύ σεως τού Πνεύματος όχι μέ τό είναι (την ύπόσταση) τοΰ Πατέρα, άλλά μέ την θεία ούσία, πού βέβαια είναι κοινή στά τρία πρόσωπα. Μόνο κάνοντας ορθά τήν διάκριση αύτή κατανοούμε γιατί ή έκπόρευση άπότελεΐ έργο άποκλειστικό τού εΐναιύποστάσεως τού Πατέρα. Διαφορετικά φθάνει κανείς στήν θεωρία τής κοινής ή διπλής, όπως ανέλυε ό Αύγουστΐνος, έκπορεύσεως τοΰ Πνεύματος, δηλαδή άπό τόν Πατέρα καί τόν Υιό, άφοΰ τά δύο πρόσωπα έχουν κοινή ούσία.
Τήν ίδια περίπου εποχή ή λίγο άργότερα (359-363) έγραψε άνάλο γο έργο καί ό Marius Victorinus, πού όμως παρασυρόταν σέ άτέρμο νες φιλοσοφικομεταφυσικές άναλύσεις, γνώριζε λίγο τήν Παράδοση τής Εκκλησίας καί πολύ λιγότερο τήν προηγούμενη σχετική διεργασία πού είχε συντελεστεΐ στήν ’Ανατολή. Βέβαια καί ό Τλ. εξετάζει στό έργο του μόνο τά γενικά προβλήματα, δέν εισέρχεται στις λεπτές διακρίσεις καί αναλύσεις, πού απαιτούν όντως άριστη γνώση φιλοσοφίας, τήν όποια εκείνος θεωρεί  τήν νεοπλατωνική κυρίως— αιτία τού αρειανισμού. Εκθέτει όσα θεωρεί άναγκαΐα γιά νά είναι κανείς ορθόδοξος, όσα άρκοΰν γιά νά συμφωνήσουν οί διηρη μένοι δυτικοί καί όσα μπορεί νά καταλάβει ό δυτικός κόσμος. Αύτό άκριβώς δείχνει ότι γράφει πρώτιστα ώς ποιμένας. ’Εντούτοις μορ φολογικά τό κείμενό του δέν προϋποθέτει ομιλία, άλλά συνθετικό έργο, είδος διατριβής, τοΰ όποίου μάλιστα ή θεματική (θεολογία, τρια δολογία, χριστολογία, παρουσιάζει όμοιότητα μέ τίςόμιλίες τού Εύ σεβίου Έμέσης (359), τού όποίου άπέφευγε τόσο τήν άλληγορική όσο καί τήν αύστηρή ίστορικογραμματική ερμηνεία.
Στήν διάρκεια τής έξορίας του, άρχές τοΰ 359, συνέταξε καί τό De synodis, τό όποίο έξετάζει ομολογίες καί ύλικό σχετικό μέ τίς ά ρειανικές κυρίως συνόδους μετά τό 325, όπως έκανε πριν καί ό ’Αθανάσιος στό όμώνυμο έργο του. Προπαντός έπιχειρεΐ νά δείξει τήν ταυτότητα τών όρων ίσος (aequalis) καί όμοιος (similis). Οί όροι αύ τοί, διατυπωμένοι άπό τούς όμοιους καί τούς όμοιουσιανούς, εάν έρ μηνευτοϋν όρθόδοξα, δηλαδή άπόλυτα καί όχι σχετικά, σημαίνουν
ό,τι καί τό όμοούσιος, άρκεΐ καί αύτό νά μην κατανοηθεϊ σαβελ λιανικά.
Ή προσπάθεια του γιά την προσέλκυση των όμοιουσιανών φάνηκε ν’ άποτυγχάνει, διότι οί περισσότεροι όμοιουσιανοί των συνόδων Άγκύρας (358), Σιρμίου (358) καί Σελεύκειας (359) ύπέκυψαν καί συμφώνησαν στήν σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (360) μέ τούς όμοιους, οί όποίοι άπέρριπταν την όμοιότητα ούσίας στόν Πατέρα καί τόν Υιό καί οί όποίοι είχαν έπικρατήσει στήν σύνοδο του Ρίμινι. Ό Ίλ., ά φοϋ μάταια ζήτησε άπό τόν αύτοκράτορα νά διεξαχτεΐ δημόσια συζήτηση μέ τόν ΐδιο καί τόν συμπατριώτη του επίσκοπο Σατουρνΐνο Arles, πήρε τουλάχιστον άδεια νά επιστρέφει στήν έδρα του. ΤΗταν ή στιγμή πού οί επίσκοποι Ανατολής καί Δύσεως, έκτος άπελπιστι κά λίγων, είχαν ύποκύψει στόν αρειανισμό (στούς όμοιους).
Τότε, μέ σύνεργό τήν άρχική αδιαφορία τού Ίουλιανοΰ πού μόλις άνακηρύχτηκε στό Παρίσι αύτοκράτορας, άνασύνταξε τούς πτοη μένους επισκόπους τής χώρας του καί σέ σύνοδο στό Παρίσι (361) τούς έπεισε νά έπανέλθουν στήν ’Ορθοδοξία, επικυρώνοντας τό Σύμβολο Νίκαιας καί άπορρίπτοντας τό άρειανικό σύμβολο πού ύπέγρα ψαν στό Rimini (359), χωρίς καί νά καταδικάσει δσους άπό φόβο ύπέγραψαν τό σύμβολο τούτο. Τό ίδιο έκανε καί τό 364 γιά τούς επισκόπους τής βόρειας ’Ιταλίας, στήν πρωτεύουσα τής όποιας, τό Μιλάνο, επίσκοπος ήταν ό άρειανός Αύξέντιος, τόν όποίο δέν μπόρεσε τελικά ν’ άπομακρύνει. Μέ αυτές καί άλλες ένέργειες πέτυχε ό Τλ. νά μειώσει σέ μεγάλο βαθμό τόν άρειανισμό στήν Δύση. Παράλληλα καταπολέμησε καί τόν καισαροπαπισμό, τήν επέμβαση τού αύτοκράτορα στά έκκλησιαστικοθεολογικά πράγματα, όπως είχαν κάνει ένωρίτερα ό ’Αθανάσιος καί ό "Οσιος Κορδούης. Ό Τλ. στόν διπλό του άγώνα, εναντίον τού άρειανισμοΰ καί τού καισαροπαπισμού, ύπήρξε 6χι μόνο σταθερός, άλλα καί οξύς καί τερτυλλιανικά σκληρός, ενώ γιά τό ποίμνιο καί τούς φίλους του ήταν ήπιος, συνετός, έπιβλητικός καί άγαπητός.
Ερμηνευτική, μοναχισμός, υμνωδία (360-367)
’Ελευθερωμένος ό Ιλ. άπό τό άγχος καί τούς άγώνες εναντίον τού άρειανισμοΰ, έπιδόθηκε άπερίσπαστος στήν θεολογική καί ποιμαντική θεμελίωση τής τοπικής του άλλά καί τής όλη ς δυτικής ’Εκκλησίας. "Εγραψε τό πολυσήμαντο έργο του Tractatus mysteriorum, τό όποίο θεμελίωσε τήν πνευματική έρμηνεία τής Δύσεως καί γι’ αύτό είναι τό πιό σπουδαίο έργο τής άρχαΐας λατινικής χριστιανικής γραμματείας. Στό έργο άνιχνεύεται κι έρμηνεύεται ή όλη  θεία οικονομία μέσω των προσώπων. 'Ο Άδάμ, ό Νώε, ό ’Αβραάμ, ό Ισαάκ, ό Τα κώβ, ό Μωυσής είναι προάγγελοι καί τύποι τού Χριστού, στόν όποίο κορυφώνεται ή ιστορία τής θείας οικονομίας. ’Απορρίπτονται συγχρόνως καί ή αύστηρή άλληγορική καί ή αυστηρή ίστορικογραμμα τική έρμηνεία, μολονότι καί την Ιστορικότητα των διηγούμενων δέχεται καί πνευματικό περιεχόμενο άναζητα σ’ αύτά  Στό σημείο αύτό έχει θαυμαστή Ισορροπία, ή οποία, σέ συνδυασμό μέ τά λοιπά χαρακτηριστικά τού έργου του, τόν κάνει πρωτότυπο. "Ετσι ό 'Ιλ., άν καί θεολογικά δεν έφτασε στό ύψος των ανατολικών Πατέρων, άπό τούς όποίους έμμεσα ή άμεσα τράφηκε, διατήρησε τήν Ιδιοτυπία του, όπως τήν διατήρησε καί σέ σχέση μέ τούς λατίνους συγγραφείς τής Β. ’Αφρικής. Τίς πηγές του χρησιμοποιούσε μέ τόση αφομοιωτική δύναμη, ώστε δύσκολα διακριβώνονται τά συγκεκριμένα του δάνεια.
Στό ίδιο έρμηνευτικό κλίμα άνήκει καί τό ύπομνηματιστικό του Tractatus super Psalmos, πρώτο λατινικό υπόμνημα στούς Ψαλμούς. Είναι κείμενο θεολογικά καί φιλολογικά πολύ πιό φροντισμένο άπό τό προηγούμενο έργο του, γραμμένο καί μέ τήν πλούσια σχετική πείρα τής ’Ανατολής καί μάλιστα τού ’Ωριγένη καί τού Εύσεβίου Καισαρείας, τούς όποίους μπορούσε νά παρακολουθεί τουλάχιστον μέ τήν βοήθεια λεξικών καί Ισως καί μεταφραστή. Τά έλληνικά τού 'Ιλ. δέν ήταν φυσικά σάν τού 'Ιερωνύμου ή τού Ρουφΐνου, άλλά μπορούσε νά έπισημαίνει άκόμα καί τίς άνακρίβειες τής λατινικής μεταφρά σεως τών θ' (έπισημαίνει 25 περιπτώσεις).
Ό μοναχισμός τής Δύσεως όφείλει τήν σύνδεσή του μέ τόν έπίσκο πο καί τήν μεγάλη του ώθηση στόν 'Ιλ. ’Ήδη τό 356 είχε γνωρίσει τόν μετέπειτα (371) επίσκοπο Tours Μαρτίνο, πού έργάστηκεγιά πολλά χρόνια ιεραποστολικά κι έζησε γιά ένα διάστημα ως άναχωρη τής. Τό 360 τόν δέχτηκε ό 'Ιλ. στό Poitiers καί τόν βοήθησε νά ιδρύσει μονή στήν Liguge, τήν πρώτη δηλαδή μονή στόν δυτικό χριστιανισμό.
Ό Τλ. είναι άκόμα ό πρώτος συντάκτης καθαυτό λειτουργικών ύμνων στήν λατινική. Εντυπωσιασμένος άπό τόν πλούτο τής λειτουργικής ποιήσεως στήν Ανατολή, έγραψε άνάλογους ύμνους μέ σκοτεινό γλωσσικό ύφος, στούς όποίους μέ λυρισμό διατύπωνε τήν ορθή πίστη κατά τού άρειανισμού καί πρόβαλλε τόν χριστιανικό βίο. Οί ύμνοι του, άπό τούς όποίους άνακαλύφτηκαν τρεις γνήσιοι, άλλά άποσπασματικά, χρησιμοποιήθηκαν τότε ελάχιστα στήν λατρεία. "Εγιναν όμως ή άπαρχή τής λατινικής λειτουργικής ύμνωδίας καί τό έναυσμα γιά νά συντάξει λίγο άργότερα ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου τούς δικούς του.
Ή Ρωμαιοκαθολική ’Εκκλησία τό 1851 κατέταξε τόν 'Ιλ. μεταξύ τών «doctores ecclesiae» καί τιμά τήν μνήμη του.
ΕΡΓΑ
Ό 'Ιλ. ύπήρξε γόνιμος συγγραφέας, ό καλύτερος τής έποχής του στην Δύση. Τό ύφος του όμως είναι συχνά πολύ σκοτεινό καί κάνει την κατανόηση τοϋ κειμένου ένίοτε άδύνατη. Καί στην οργάνωση, την δόμηση, τής ύλης δέν είναι πάντα μεθοδικός καί συνεπής. Εντούτοις, ή συμμετοχή στά γραφόμενα, ή συχνή αύτοβιογραφική τάση καί ή έξιστόρηση σύγχρονων γεγονότων δίνουν στά έργα του θαυμαστή άμεσότητα, πού βοήθησε πολύ νά διαβαστούν καί νά έπιδράσουν στους σύγχρονους καί μεταγενέστερους δυτικούς. Τά έργα του διακρίνονται σέ εξηγητικά (όπως τό ύπόμνημα στόν Ματθαίο, ή πραγματεία περί Μυστηρίων, ή πραγματεία στ</ύς Ψαλμούς), δογματικοθεολογικά (όπως Περί άγ. Τριάδος), ίστορικοαντιρρητικά (όπως τό Περί συνόδων, τό Corpus μέ σχετικά αποσπάσματα χαμένων έργων καί τό Κατά άρειανών), έναντίον σημαντικών προσώπων τής έποχής (όπως «κατά» του αύτοκράτορα Κωνσταντίου, τού Λιβερίου Ρώμης καί άλλων επισκόπων), έπιστολές (πρός αύτοκράτορα κι έπισκόπους) καί ύμνους.
Commentarius in Evangelium Matthaei ('Υπόμνημα εις τό Εύαγγέλιον τού Ματθαίου). Γράφηκε μεταξύ 353 καί 356 καί είναι τό πρώτο πλήρες λατινικό ύπόμνημα βιβλικού κειμένου.
De Trinitate (Περί Τριάδος) ή Adversus arianos (Κατά άρειανών). Γράφη κε μεταξύ 357 καί 360, μέ τήν πλούσια πείρα τής Ανατολής, γιά νά έξηγή σει τήν όμοουσιότητα τού Υιού πρός τόν Πατέρα καί νά ανατρέψει τόν Αρειανισμό. Άποτελεΐται από 12 βιβλία.
De synodis seu de fide Orientalium (Περί συνόδων ή Περί πίστεως τών ’Ανατολικών). Γράφηκε άρχές τού 359 ώς απάντηση στούς γάλλους έπισκόπους καί σέ συνάφεια μέ τό προηγούμενο έργο. ’Αποτελεΐται από 92 κεφάλαια. Ό χαρακτήρας του είναι περισσότερο θεολογικός καί λιγότερο ιστορικός.
Tractatus mysteriorum (Πραγματεία περί μυστηρίων). Γράφηκε μεΐά τό 360 γιά νά έξηγήσει τά μυστήρια, δηλαδή τις μυστηριώδεις προεικονίσεις τοϋ Χρίστου σέ πρόσωπα τής ΠΔ καί νά χρησιμεύσει ώς έγχειρίδιο στους έρμηνευτές ή ιεροκήρυκες.
Contra arianos vel Auxentium (Κατά άρειανών ή Αύξεντίου). Γράφηκε τό 364, μετά τίς προσπάθειες του νά έκθρονίσει τόν άρειανό Αυξέντιο Μιλάνου.
Tractatus super Psalmos (Πραγματεία εις τούς Ψαλμούς). Γράφηκε άπό τό 364 καί ύστερα μέ τήν πείρα τής ανατολικής έρμηνευτικής καί δή τοϋ ’Ωριγένη. Δέν σώζεται πλήρες.
"Υμνοι. Πρόκειται γιά τούς τρεις (όχι άκέραιους) σωζόμενους λειτουργικούς ύμνους Ante saecula qui manes, Fefellit saevam καί Adae carnis glorio sa. Ό 'Ιλ. άρχισε νά γράφει ύμνους στήν εξορία του. Αυτοί όμως έδώ γράφηκαν μάλλον μετά τό 364 καί ανακαλύφτηκαν στό τέλος τοϋ περασμένου αίώνα. Είναι δυσνόητα καί ύπερφορτωμένα τετράστιχα ατροφικά ποιήματα σέ προσωδιακά αλλά καί λαϊκά μέτρα μέ αλφαβητική ακροστιχίδα (τά δύο πρώτα).
Opus historicum καί Liber adversus Valentem et Ursacium. Συλλογή συνοδικών κειμένων, έπιστολών διαφόρων καί άντιρρητικών έργων τοϋ ίδιου τοϋ Ίλ., πού συγκροτήθηκε άπό τό 356 μέχρι τό 367 καί κυκλοφόρησε ίσως μετά τόν θάνατό του, κάτι πού κάνει πιθανή τήν επέμβαση καί άλλου συγγραφέα. Ή συλλογή δημοσιεύτηκε μέ τόν τίτλο Collectanea antiariana Parisina. Τά κείμενά της άφοροϋν τήν έποχή άπό τό 343 μέχρι τό 366 καί περιέχει καί τό Κατά Ούαλεντίνου καί Ούρσακίου σπουδαίο έργο του, γραμμένο τό 356/357.
’Αποσπάσματα. Διασώθηκαν σύντομα άποσπάσματα άπό τά χαμένα έργα του Tractatus in lob
Expositio epistulae ad Timotheum (αύτόθι, 2334), Apologetica ad reprehensores libri de synodis responsa αί δύο νέα άποσπάσματα: ’Από τό έργο του Libellus contra Dioscorum medicum ad Sallustium praefectum δέν σώζεται τίποτα.
Νόθα. “Εργα, όπως ή έπιστολή πρός Abram filiam (τήν κόρη του), ϋμνοι καί σύντομα κείμενα, πού τοΰ άποδόθηκαν, δέν ανήκουν στόν Ίλ.
73.       ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΑΒΕΝΝΗΣΙΩΤΗΣ ( + 368)
Διάδοχος του Παχωμίου
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Θεόδωρος Ταβεννησιώτης υπήρξε ό σπουδαιότερος μαθητής του γενάρχη τοΰ κοινοβιακοϋ βίου, τοΰ Παχωμΐου. "Εδωσε την όριστι κή μορφή στόν παχωμιανό μοναχισμό, ένίσχυσε τήν θέση τοΰ Γενι κοΰ ηγουμένου στό σύνολο των κοινοβίων, μολονότι όλα είχαν καί δικό τους ηγούμενο, καί ύψωσε σέ αυθεντία τόν Κανόνα τοΰ Παχω μίου. Γεννήθηκε στίς αρχές τοΰ Δ' αιώνα στήν πόλη Sne τής "Ανω Αίγύπτου άπό εύπορους γονείς, πού φρόντισαν τήν παιδεία του. ’Από έφηβος ζοΰσε άσκητικά καί σέ ηλικία 14 έτών ζήτησε κι έγινε δεκτός στήν «κοινωνία» (κοινόβιο) τοΰ Παχωμίου, μολονότι πιθανότερο είναι νά προσκολλήθηκε πρώτα στήν συνοδείακύκλο κάποιου άναχωρητή κι έπειτα νά μπήκε στήν «κοινωνία» τοΰ Παχωμίου. Πάντως προόδευσε στήν άσκηση τόσο πολύ, ώστε σέ ηλικία 20 έτών ό Παχώμιος τοΰ άνέθεσε νά διδάξει τούς μοναχούς, οί παλαιότεροι τών όποιων άντέδρασαν. Αύτό καί άλλα περιστατικά δείχνουν ότι ό Θεόδωρος έγινε ό εκλεκτός καί πολύ άγαπημένος μαθητής τοΰ Παχωμίου, ό όποίος, ενώ τόν τιμωρούσε αύστηρά γιά τά λάθη του, τοΰ άνέθετε καί μεγάλες ευθύνες. "Ετσι περί τό 337 τόν τοποθέτησε ή γούμενο στήν μονή Ταβεννήσεως καί μετά τόν πήρε στό Βαΰ ή Παβοΰ (Faou), άπό όπου ό Παχώμιος μέ τήν βοήθεια άλλων καί δή τοΰ Θεοδώρου καθοδηγούσε κι έπέβλεπε τήν ζωή όλων τών κοινοβίων του.
"Οταν τό 346 ό Παχώμιος πέθαινε, οί περισσότεροι μοναχοί περί μεναν νά υποδείξει ώς διάδοχό του τόν Θεόδωρο. Υπέδειξε όμως τόν Πετρώνιο, πού πέθανε σέ λίγους μήνες. Νέος διάδοχος τής πα χωμιανής «κοινωνίας» έγινε ό Ώρσίσιος, πού περί τό 350/1 ή νωρίτερα, αδυνατώντας νά αντιμετωπίσει τήν άντίδραση πολλών μοναχών, προσέλαβε ώς Γενικό ήγούμενο τόν Θεόδωρο, στόν όποίο άφησε ούσιαστικά όλες τίς εύθύνες. Τότε ό Θεόδωρος ανέπτυξε θαυμαστή κι επιτυχή δραστηριότητα. Επέβαλε τάξη μέ τόν θεληματικό χαρακτήρα του, ίδρυσε καί νέα κοινόβια, προώθησε τήν οργάνωση δλων τών κοινοβίων μέ τήν βοήθεια τής πείρας καί τής παιδείας του κι έγινε σεβαστός άββάς. μέ τήν αρετή τής άσκήσεως καί τής καθο δηγήσεως τών μοναχών. Κοιμήθηκε περί τό 368. Τό έργο του έκτι μήθηκε πολύ καί άπό τόν Μ. ’Αθανάσιο.
"Αφησε όλιγάριθμα κοπτικά κείμενα, Κατηχήσεις οίκοδομητικές κυρίως κι Επιστολές, τά φιλολογικά προβλήματα των όποιων είναι ίδια μ5 εκείνα πού είδαμε στά έργα τοϋ Παχωμίου. Τό ύλικό τους, όπως καί των κειμένων τοϋ Ώρσισίου, είναι συχνά τόσο κοινό ή παράλληλο μέ τό ύλικό των έργων του Παχωμίου, ώστε είναι όρθότερο νά μιλάμε γιά κύκλο «παχω μιανών» κειμένων, πού μολονότι διασώζουν προσωπικά στοιχεία τού Παχωμίου, τού Θεοδώρου καί τού Ώρσισίου, στήν σημερινή τους μορφή είναι Αποτέλεσμα έπεξεργασιών πού συνεχίστηκαν καί στόν Ε' αί. ’Ιδιαίτερη σημασία έχουν γιά τόν Θεόδωρο οΐ Βίοι τού Παχωμίου, διότι σώζουν όχι μόνο πληροφορίες γιά τήν δράση του, άλλά καί λόγους ή διδασκαλίες του. (Γιά τούς Βίους,άπό τούς οποίους ό ένας έλληνικός μάλιστα έχει τόν τίτλο «Περί των άγιων Παχωμίου καί Θεοδώρου παραλειπόμενα», βλ. στό κεφ. Παχώ μιος). Οι Επιστολές έχουν επίσης ιδιαίτερη σημασία, διότι, όπως ό επίσκοπος ’Αλεξανδρείας έστελνε γιά τό Πάσχα επιστολές, έτσι καί ό Γενικός ήγούμενος έγραφε πρός τούς μοναχούς δλων των παχωμιανών κοινοβίων, πρός τήν «κοινωνία», πού συνιστοΰσε Ιδιότυπο σύνολο εκκλησιαστικών ενοριώνκοινοτήτων.
Κατηχήσεις. "Ετσι χαρακτηρίζουμε σύντομους άσκητικοσυμβουλευτικούς λόγους στήν κοπτική, πού συνάχτηκαν, συνδέθηκαν κι έκδόθηκαν μετά τόν θάνατο τοϋ Θεοδώρου. Σώζονται τρεις κατηχήσεις (οι δύο πρώτες μέ ένα ή κάθε μία απόσπασμα, ή τρίτη στό μεγαλύτερο μέρος της) καί δύο Ανεξάρτητα Αποσπάσματα. Στούς Βίους τοϋ Παχωμίου, κοπτικούς καί έλλη νικούς, καταγράφονται λόγοι τού Θεοδώρου, πού ίσως Αποτελούν τό Αρχικό ύλικό τών Κατηχήσεων.
Έπιστολαί. Σώζονται μία στήν λατινική Περί Πάσχα καί μία στήν έλλη νική Πρός τούς νιτριώτας μοναχούς κατά τών Αρειανών. Δέν έχουν θεολο γικό ένδιαφέρον.
Ό μοναχός Καρούρ καί ή «προφητεία» του
Σέ δύο κοπτικούς κώδικες σώζεται έργο μέ τόν τίτλο «’Ιδού οί όροι (έκφράσεις) τής προφητείας, τούς όποίους ό Καρούρ προεφήτευ σε διά τάς άμελείας, αί όποΐαι συνέβησαν εις τήν κοινωνίαν τοϋ Βαϋ». Τό κείμενο είναι δυσανάγνωστο καί δκρως δυσνόητο, ένεκα τών άγνωστων λέξεών του καί μάλιστα ένεκα του αινιγματικού, συμβολικού καί άποκαλυπτικοϋ χαρακτήρα του. Πρόκειται γιά θρηνητική καταγγελία των διαμαχών καί τής μή εφαρμογής τής πνευματικής παραδόσεως τοΰ Παχωμίου, στήν έδρα τής παχωμιανής κοινωνίας, δηλαδή στό Βαΰ.
Στήν Επιστολή τοϋ "Αμμωνα περί Παχωμίου καί Θεοδώρου γίνεται λόγος (παρ. 25: ΒΕΠ 40, 9394) γιά κάποιον μοναχό Καρούρ του κοινοβίου κοντά στήν Πτολεμαΐδα τής Θηβαΐδας, πού, παρά τίς αρχικές δυσκολίες του στήν άσκηση, πέθανε δοξασμένος από τόν Θεό. Ό Θεόδωρος, κατά τόν "Αμμωνα, γνώρισε άποκαλυπτικά τόν θάνατο τού Καρούρ κι έπήνεσε πολύ τό ότι αύτός τήν «των έκκλησιαστικών δογμάτων ακρίβειαν είχε». Πολύ πιθανό συντάκτης τής παραπάνω «Προφητείας» νά είναι ό καταρτισμένος θεολογικά μοναχός Καρούρ τής Πτολεμαΐδας, πού πέθανε στούς χρόνους τής γενικής ήγουμενΐας τοϋ Θεοδώρου, δηλαδή μεταξύ 350 καί 368.
74.       ΕΥΔΟΞΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ( + 370)
Ό Εύδόξιος γεννήθηκε μάλλον μέ τήν άνατολή τοϋ Δ' αί., καταγόταν άπό τήν Άραβισσό τής Μικρής Αρμενίας, σχετίστηκε γρήγορα μέ άρειανίκούς κύκλους, έζησε στήν Αντιόχεια κι έγινε έπί σκοπος Γερμανικεΐας, στήν βόρεια Συρία. Ώς ήμιαρειανός έλαβε μέρος στις συνόδους ’Αντιόχειας τό 341, Σαρδικής τό 343, ’Αντιόχειας τό 344/5, Σιρμίου τό 351 καί Μιλάνου τό 355. Τό 357, στήν σύνοδο τοϋ Σιρμίου, εύκολα μεταβλήθηκε σέ άνόμοιο καί τό ίδιο έτος κατόρθωσε νά γίνει έπίσκοπος ’Αντιόχειας. Τό 359 έκθρονίστηκε μέ τήν έπέμβαση των όμοιουσιανών καί τό 360, όταν  είχαν απόλυτα καί αύ τοκρατορικά έπιβληθεΐ οί όμοιοι, έγινε καί αυτός όμοιος μέ άποτέ λεσμα νά άναρριχηθεϊ στόν θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, όπου έζησε μέχρι τό 370 καί πολιτεύτηκε ώς όμοιος καί ώς επικεφαλής γενικά τοΰ άρειανισμοΰ.
Ό Εύδ. ύπήρξε δραστήριος καί παρασκηνιακός άνδρας, πού κατόρθωνε νά συμβιβάζεται μέ όλες τίς άρειανικές παρατάξεις καί γι’ αύτό πρωταγωνίστησε ή τουλάχιστον ήταν παρών σέ όλες τις κρίσιμες φάσεις τοΰ αρειανισμού άπό τό 341 ώς τό 370.
’Από τό σύντομο Σύμβολο πΐστεως, πού του αποδίδεται, γίνεται σαφής ό άκραϊος αρειανισμός του, ή έλλειψη θεολογικοΰ βάθους, ή λογοπαικτική του διάθεση καί ό σαφής άπολιναρισμόςτου. Σύμφωνα μέ τό Σύμβολό του άγέννητος είναι μόνος ό Πατέρας, πού δέν «σέβεται» κανέναν, διότι αύτός μόνος δέν έχει κάτι πρεσβύτερό του. Ό Μονογενής Υιός είναι κτίσμα, πού σαρκώθηκε, άλλά δέν έναν θρώπησε, διότι δέν έλαβε άνθρώπινη ψυχή, τήν θέση τής όποιας πήρε ό Θεός Λόγος. "Ετσι ό Υιός έχει μία καί ενιαία φύση.
Ή επιμονή τοΰ Εύδ. στό θέμα τοΰ «άγεννήτου» Πατέρα καί τοΰ «μονογενοΰς» Υίοΰ μαρτυροΰν έξάρτησή του άπό τόν Εύνόμιο, ενώ ή έπιμονή του στό θέμα τοΰ «σαρκωθέντος» καί μή «ένανθρωπήσαν τος» Υίοΰ, πού έχει μία φύση, μαρτυροΰν εξάρτηση άπό τήν θεολογία τοΰ Άπολιναρΐου. "Αρα τό κείμενό του ό Εύδ. έγραψε μεταξύ 360 καί 370. "Αλλως θά πρέπει νά τόν θεωρήσουμε πρόδρομο των δύο τούτων θεολόγων, κάτι πού δέν είναι πιθανό, διότι ό Εύδ. δέν ύπήρξε ικανός θεολόγος. Στήν προσπάθειά του έχουμε γιά πρώτη φορά τόν επίσημο συνδυασμό άρειανισμοΰ καί άπολίναρισμοΰ.
"Εγραψε Περί ένανθρωπήσεως, άπό τό όποίο σώζεται μόνο τό ολιγόστιχο Σύμβολο πίστεως. "Αλλα όποσπάσματα, όπως σχόλια στό βιβλίο τοΰ Δανιήλ, είναι αμφίβολης γνησιότητας.
75.       ΕΥΣΕΒΙΟΣ VERCELLI (ΒΡΕΚΕΛΑΩΝ) ( + 370)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Ευσέβιος καταγόταν άπό την Σαρδηνία κι έγινε πρώτος έπΐσκο πος Vercelli (’Ιταλίας) τό 344/5. Ή γνωριμία του στην Ρώμη μέ τόν Μ. ’Αθανάσιο καί ή πιστότητά του σ’ αύτόν, οί άγώνες του κατά του άρειανισμοϋ καί ή θαυμαστή σύνεσή του τόν άνέδειξαν σπουδαίο εκκλησιαστικό πρόσωπο τής Δύσεως. Εργάστηκε Ιεραποστολικά στό Πεδεμόντίο καί άπό τίς αρχές τής δεκαετίας τοΰ 350 διακρίθηκε γιά τήν έμμονή του στήν όρθοδοξΐα, ή οποία διωκόταν άπό τούς άρεια νόφρονες μέσω τοΰ αύτοκράτορα Κωνσταντίου κι έγκαταλειπόταν άκόμα καί άπό τούς στύλους τής Δύσεως "Οσιο Κορδούης καί Λι βέριο Ρώμης, πού υπέγραψαν άρειανικά Σύμβολα (Σιρμΐου).
Παρακλήθηκε άπό τήν αντιπροσωπεία τοΰ Ρώμης Λιβερίου καί άπό τόν ίδιο τόν αύτοκράτορα νά λάβει μέρος στήν σύνοδο τοϋ Μιλάνου (355), ή όποια καί τόν καταδίκασε, διότι άρνήθηκε νά ύπογράψει τήν καταδίκη του Μ. ’Αθανασίου. Εξορίστηκε στήν Σκυθόπολη (Παλαιστίνης) καί μετά στήν Θηβαΐδα (Αϊγύπτου), όπου γνώρισε πολλούς ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ανδρες καί μάλιστα τόν άσκητικό βίο. Τό 362, μέ τό διάταγμα τοΰ Ίουλιανοΰ πού έπέτρεπε στούς εξόριστους ορθοδόξους νά έπανέλθουν στις έδρες τους, έλαβε ώς όμολο γητής ενεργό μέρος στήν σύνοδο ’Αλεξάνδρειάς τοΰ Μ. ’Αθανασίου, τίς άποφάσεις τής όποιας έπιψορτίστηκε νά μεταφέρει στήν Δύση. Έπιστρέφοντας στήν έδρα του, πέρασε άπό τήν ’Αντιόχεια, όπου δροΰσε ό φίλος καί συνεξόριστός του Λουκίφερ Καλάρεως, άλλά δέν συμφώνησε μέ τήν άσύνετη τακτική έκεΐνου καί τήν χειροτονία ώς επισκόπου ’Αντιόχειας τοΰ Παυλίνου είς βάρος τοΰ Μελετίου. Ήρθε στήν ’Ιταλία καί στήν έπισκοπή του, όπου έγινε δεκτός μέ πολύ σεβασμό, διότι αυτός, μέ έλάχιστους, δέν ύπέκυψε στήν βία των ά ρειανοφρόνων, στήν όποια είχαν ύποκύψει (τό 357/8) σχεδόν όλοι οί δυτικοί επίσκοποι.
Στά έπόμενα χρόνια συνέχισε τις προσπάθειές του γιά τήν εμπέδωση τής όρθοδοξίας, στό πλευρό άρχικά τοΰ Ίλαρίου Πικταβίου (Poitiers). Παράλληλα ό Εύσέβιος συνέβαλε στήν εισαγωγή τοΰ μοναχισμού στήν Δύση, διότι, μετά τήν έξορία του στήν Θηβαΐδα, σύναξε πολλούς κληρικούς στήν έπισκοπή του καί ζοΰσε μαζί τους μοναστικάκοινοβιακά. Πέθανε πρός τό τέλος τοΰ 370 καί τιμάται άπό τήν ρωμαϊκή ’Εκκλησία ώς μάρτυρας, ενώ είναι μόνο ομολογητής.
ΕΡΓΑ
Τό συγγραφικό έργο του Εύσεβίου είναι πολύ μικρό. Ό Ιερώνυμος (De viris ill. 96) πληροφορεί ότι ό Εύσέβιος μετέφρασε στην λατινική τό Υπόμνημα στους ψαλμονς τοϋ Εύσεβίου Καισαρείας, παραλείποντας τά κακόδοξα χωρία του. Τό έργο χάθηκε. Σώζονται όμως τρεις Επιστολές τοΰ Εύσεβίου:
Πρός Κωνστάντιον (Epistula ad Constantium Augustum)
Πρός τούς πρεσβυτέρους καί τόν λαόν τής ’Ιταλίας (Epistula ad Presbyteros et plebem Italiae)
Πρός τόν Γρηγόριον Έλβίρας (Epistula ad Gregorium episc. Spanensem): Της επιστολής όμως άμφισβητεΐται ή γνησιότητα. Κριτική έκδοση των έπιστολών
Σώζονται πρός τόν Εύσέβιο έπιστολές τοϋ Κωνσταντίου, τού Αιβερίου καί άλλων
Νόθα. Στόν Εύσέβιο άποδόθηκε ύποθετικά ό περίφημος Codex Vercel Iensis, πού βρέθηκε στήν μητρόπολη τής πόλεως αύτής, γράφηκε τόν Δ' αι. καί περιέχει τό λατινικό κείμενο των Ευαγγελίων, κείμενο δηλαδή προϊε ρωνυμικό.
Τό 1957 ό Ν. Bulhart έξέδωκε κριτικά τά έπτά πρώτα βιβλία (IVII) άπό τά δώδεκα τοΰ έργου De Trinitate (πού άποδιδόταν στόν Μ. ’Αθανάσιο καί σέ άλλους) καί προσπάθησε νά τό προσγράψει στόν Εύσέβιο  Προκλήθηκε εκτενής συζήτηση, ή όποια έδειξε ότι τό έργο συναρμολογήθηκε μεταξύ 380 καί 400 στήν Ισπανία (Μ. Simonetti) καί όπωσδήποτε ό Εύσέβιος Vercelli δέν έχει σχέση μέ αύτό (Dattrino, II De Trinitate pseudoatana siano, Roma 1976).

76.       LUCIFER CAGLIARI (ΚΑΛΑΡΕΩΣ) ( + 370/1)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Lucifer διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στά εκκλησιαστικά πράγματα των μέσων του Δ' αΐ. Δεν είχε όμως οϋτε τήν άπαΐτούμενη γενική παιδεία οϋτε θεολογική κατάρτιση. ’Αγωνίστηκε γιά τήν πίστη τής Νίκαιας καί τό πρόσωπο του ’Αθανασίου, αλλά ώς άτεγκτος παραδοσιοκράτης καί πολύ πεισματικός χαρακτήρας δεν έμβάθυνε στήν θεολογική προβληματική τοϋ άρειανισμοΰ καί τήν σκέψη τοϋ ’Αθανασίου. "Ετσι, ενώ εξορίστηκε (355) χάριν τοΰ τελευταίου, όξυνε (362) τό άντιοχειανό σχίσμα καί θεμελίωσε τό δικό του, δηλ. τό σχίσμα των λουκιφεριανών.
Στό προσκήνιο εμφανίστηκε ό Λουκίφερ περί τό 354. Ώς επίσκοπος Cagliari (Calaris) τής Σαρδηνίας καί ώς απεσταλμένος τοϋ Ρώμης Αιβερίου θέλησε νά μεσολαβήσει στόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο χάριν τής Νίκαιας καί τοϋ ’Αθανασίου. Ό αύτοκράτορας κάλεσε σύνοδο στό Μιλάνο (355), αλλά μέ πιέσεις καί απειλές πέτυχε νά υπογράψουν οί επίσκοποι τήν καταδίκη καί εξορία τοϋ ’Αθανασίου. Στίς πιέσεις άντιστάθηκαν μόνο οί Λουκίφερ, Ευσέβιος Vercelli, Διονύσιος Μιλάνου, πρεσβύτερος Παγκράτιος καί διάκονος Τλάριος, οί όποίοι εξορίστηκαν σέ τρεις διαδοχικά τόπους: Γερμανικεΐα Συρίας, Έλευθερόπολη Παλαιστίνης καί "Ανω Θηβαΐδα Αίγύπτου.
Ή αμνηστία τοϋ Ίουλιανοϋ (361) τερμάτισε τήν έξορία, πού όμως έδωσε τήν ευκαιρία στόν Λουκίφερ νά συντάξει πέντε καί τά μόνα γνωστά τουλάχιστον κείμενά του, όλα λιβελλικοαντιρρητικοϋ χαρακτήρα καί όλα κυρίως κατά τοϋ Κωνσταντίου. Σ’ αυτά εκφράζει σταθερή έμμονή στήν απόφαση τής Νίκαιας, αλλά δέν τήν κατανοεί θεολογικά. Σημαντικό είναι όμως ότι θεωρεί άναγκαΐα συνέπεια τήν όμοουσιότητα τοϋ άγιου Πνεύματος, χρησιμοποιεί ευρύτατα τήν λαϊκή λατινική, πού ενδιαφέρει τούς ιστορικούς τής λατινικής γλώσσας, καί προπαντός παραθέτει άφθονα βιβλικά κείμενα. Τό τελευταίο συμβάλλει πολύ στήν γνώση τής μορφής τής λατινικής Γραφής (Vulgata), πριν ό 'Ιερώνυμος δώσει σ’ αυτήν οριστική μορφή.
Τήν άνοιξη τοϋ 362, όταν ό ’Αθανάσιος κάλεσε τούς πρώην εξόριστους ορθοδόξους σέ σύνοδο στήν ’Αλεξάνδρεια, μέ σκοπό τήν προσέγγιση των ήπιων όμοιουσιανών καί τήν λύση τοϋ άντιοχειανοϋ σχίσματος, ό Λουκίφερ άπέφυγε τήν σύνοδο καί άπό τήν Θηβαΐδα πήγε απευθείας στήν ’Αντιόχεια. Έκεΐ ένίσχυσε τήν μικρή κοινότητα των όρθοδόξων, πού έμενε πιστή στόν Ευστάθιο (άπό τό 330) καί άντιδροΰσε στην πλειοψηφούσα μερίδα ορθοδόξων, πού αναγνώριζε ώς κανονικό έπίσκοπο τόν ήδη εξόριστο Μελέτιο. Χειροτόνησε μάλιστα επίσκοπο τόν επικεφαλής τής μικρής κοινότητας, τόν Παυ λινο, κι έτσι τό σχίσμα στήν ’Αντιόχεια βάθυνε μέ αποτέλεσμα νά διαρκέσει περισσότερο. Τότε ακριβώς ό Λουκίφερ, άρνούμενος νά κοινωνήσει μέ τούς μελετιανούς (πού έσφαλμένα τούς θεωρούσε ά ρειανούς) καί μέ όσους τούς ύποστήριζαν, θεμελίωνε τόν λουκιφε ριανισμό. Αυτό γιά την έκκλησιαστική όργάνωση σήμαινε άκοι νωνησία μέ όσους δέν αναγνώριζαν τόν Παυλΐνο ώς κανονικό έπίσκοπο ’Αντιόχειας, ενώ γιά την θεολογία σήμαινε απόρριψη τής θε ολογικής πορείας τής ’Εκκλησίας μετά την Νίκαια. Άπορρίπτοντας την συνετή τακτική τής συνόδου τής ’Αλεξάνδρειας καί διαφωνώντας ακόμη καί μέ τόν συνεξόριστό του Ευσέβιο Vercelli, έπέστρεψε στό Cagliari. Έκεΐ συνέχισε τήν αδιάλλακτη καί στείρα τακτική μέχρι τόν θάνατό του, περί τό 370 ή τό 371. Στήν περιοχή τού Cagliari τιμήθηκε ώς άγιος.
Πρίν ακόμα πεθάνει είχε αποκτήσει μερικούς οπαδούς τής τακτικής του, οί όποίοι εκδηλώθηκαν μετά τό 370. Άπό αύτούς γνωρίζουμε τόν Γεώργιο Έλβίρας (Ισπανία), τόν Ήρακλεΐδη Όξυρρύγχου (Αίγυπτος), στήν Ρώμη τόν Έφέσιο, τόν όποίο οί λουκιφεριανοί ά νακήρυξαν επίσκοπό τους, καί τούς πρεσβυτέρους Φαυστΐνο καί Μαρκελλΐνο. Φαίνεται όμως ότι πριν έκπνεύσει ό Δ' αί. χάθηκαν καί τά τελευταία ίχνη τού σχίσματός τους.
ΕΡΓΑ
Ό Λουκίφερ δέν υπήρξε πολύγραφος, όπως δέν υπήρξε καί ικανός θεολόγος. Τά πέντε λιβελλικά του έργα δείχνουν κάποια γνώση τής ρητορικής, άλλα τό ύφος τους γενικά είναι άτημέλητο καί συχνά πρωτόγονο.
De non conveniendo cum haereticis (Περί τού ότι δέν πρέπει νά συνερχώ μεθα μετά των αιρετικών). Συντάχτηκε τό 356.
De regibus apostaticis (Περί βασιλέων άποστατών). Συντάχτηκε τό 357/8.
De Athanasio libri duo (Περί τού ’Αθανασίου ’Αλεξάνδρειάς βιβλία 2). Συντάχτηκε τό 357/8.
De non parcendo in Deum de linquentibus (Περί τού ότι δέν πρέπει νά φει δώμεθα των άμαρτανόντων εις τόν Θεόν). Συντάχτηκε περί τό 359.
Νόθα. 'Ως έργα του έκδίδονται ακόμη 8 Έπιστολαί, τήν γνησιότητα των όποιων ή νεώτερη κριτική άρνεϊται, καί ή Fides s. Luciferi, πού είναι άπό σπασμα σχετικού κειμένου τού Φαυστίνου. Ή έπιστολή Α' υπογράφεται από τόν Λουκίφερ, τόν Παγκράτιο καί τόν Ίλάριο καί στέλλεται στόν Ευσέβιο Vercelli (PL 13, 765766).
77.       ΣΥΝΟΔΟΣ ΡΩΜΗΣ (371)
Σέ σύνοδο ευκαιριακή τού 371 στήν Ρώμη, ό Δάμασος Ρώμης (366384) κατέβαλε προσπάθεια νά έξουδετερώσει τούς δυτικούς άρειανούς καί νά μειώσει τήν άλγεινή έντύπωση, πού είχε δημιουργήσει ή ύπογραφή ήμιαρεια νικοΰ συμβόλου πίστεως (τής Νίκης) άπό 400 δυτ’κούς έπισκόπους, τό 359, στην σύνοδο τού Rimini. Τό έτος συγκλήσεως τής συνόδου στασιάζεται καί τοποθετείται μεταξύ 368 καί 372. Τά γεγονότα πάντως κατανοοΰνται καλύτερα στό έτος 371.
Τής συνόδου, πού συνέταξε Τόμον πρός τούς άνατολικούς, σώθηκε ή Επιστολή πρός τούς ίλλυριούς έπισκόπους λατινικά (“Confidemus”) κι έλληνικά (μετάφραση). Υποστηρίχτηκε ότι τό σωζόμενο λατινικό κείμενο συνιστά περίληψη τής έλληνικής μεταφράσεως. Σοβαρές μεταξύ τους διαφορές δέν ύπάρχουν.
'Η Επιστολή αύτή, την πρώτη εύθύνη τής όποίας πρέπει νά έχει ό Δάμα σος, έπιβεβαιώνει τήν έμμονή των δυτικών στήν πίστη τής Νίκαιας (ταυτίζοντας, ακόμη τότε, ούσία καί υπόσταση) καί άφήνει γιά πρώτη φορά (στίς πηγές) τήν εντύπωση ότι στήν Νίκαια (325) οϊ έκπρόσωποι τού Ρώμης έπαιξαν κάποιο ρόλο: «οί πατέρες ήμών τριακόσιοι δέκα όκτώ έπίσκοποι καί οί έκ τής Ρωμαίων (τού) άγιωτάτου έπισκόπου έπίλεκτοι». Ή έρευνα δέν γνωρίζει τέτοιο ρόλο, πού δέν έπιβεβαιώνεται άπό παλαιότερες πηγές, ούτε τόν Αναφέρουν οί προγενέστεροι έπίσκοποι Ρώμης, όπως ό ’Ιούλιος καί ό Λιβέριος, όταν γράφουν γιά τήν Σύνοδο τής Νίκαιας.
Ενδεικτικό των τάσεων τού Δαμάσου είναι καί τό σημείο τής ’Επιστολής, στό όποίο, γιά νά στηρίξει τήν Ακυρότητα τής υπογραφής ήμιαρειανι κού συμβόλου στό Rimini, Αναφέρει ότι έκεΐ Αναγκάστηκαν οί έπίσκοποι νά ύπογράψουν καί μάλιστα ότι δέν παρέστη ό Ρώμης («μήτε τόν Ρωμαίων έπΐσκοπον» «συνέστηκε»), τού όποίου τήν γνώμην «πρό πάντων» έπρεπε νά δεχτούν, ούτε ό Βικέντιος (Capua) καί άλλοι έπίσκοποι. Ένώ μέ τό «πρό πάντων» τονίζεται ή σημασία τής γνώμης τού Ρώμης, δέν παύει στό κείμενο νά τοποθετείται (πρώτος) μεταξύ άλλων έπισκόπων.
78.       ΖΗΝΩΝ ΒΕΡΟΝΑΣ (Ιταλία) (+ περί τό 372)
ΓΕΝΙΚΑ
'Ο Ζήνων έγινε (μάλλον πριν τό 360) όγδοος έπίσκοπος τής βο ρειοίταλικής πόλεως Βερόνας, στήν όποια έδρασε μ’ εξαιρετική επιτυχία. Οί συνήθεις πηγές δέν μάς δίνουν πληροφορίες γιά τό έργο καί τήν δράση του. "Ο,τι γνωρίζουμε όφείλεται κυρίως στήν συλλογή των Όμιλιών του. ’Από επιστολή του Αμβροσίου (τοϋ έτους 380) στόν τρίτο διάδοχο τοϋ Ζήνωνα, τόν Siagrio (PL 16, 930), συνάγεται δτΐ πέθανε ειρηνικά μάλλον περί τό 372. Στην έπισκοπή του ανέπτυξε θαυμαστή Ιεραποστολική δράση, βάπτισε μεγάλο αριθμό έθνικών, ένέπνευσε μέ τό παράδειγμά του καί δίδαξε προφορικά καί γραπτά στούς πιστούς τήν σημασία των μυστηρίων τής Εκκλησίας (Βαπτΐ σματος, Εύχαριστίας), τά καθήκοντα των χριστιανών καί τήν όρθή πίστη μέ άφορμή τήν άρειανική αίρεση καί μάλιστα τήν διδασκαλία τού Φωτεινού Σιρμίου (Παννονΐας). Στίς όμιλίες του, στις όποιες εμφανίζεται ώς καλός ποιμένας, προσεκτικός έρμηνευτής καί προπαντός έκλαϊκευτής ηθικολόγος, έξηγεϊ πολλά χωρία τής Π καί λίγα τής ΚΔ, προβάλλει γιά οίκοδομητικούς λόγους ή ώς προτυπώσεις τού Χριστού πρόσωπα τής ΠΛ, διατυπώνει έναν ήπιο χιλιασμό, δίνει σπουδαίες πληροφορίες γιά τήν λειτουργική ζωή καί τήν τιμή τής Θεοτόκου (πού ενδιαφέρουν καί τήν χριστιανική Αρχαιολογία) καί μιλάει γιά τήν σχέση τού Υιού πρός τόν Πατέρα καί τό πρόσωπο τού Χριστού. Ό λόγος του ήταν εντυπωσιακός, καλλιεπής καί συχνά έφθανε μέχρι τήν ρυθμικότητα, χωρίς αυτό νά σημαίνει ότι έχουμε συνεπή ρυθμική ποίηση.
ΕΡΓΑ
Τά ομιλητικά του κείμενα, γραμμένα, τουλάχιστον μερικά, μετά τό 360 παραδίδονται ώς Tractatus (πραγματεία) ή Sermones (όμιλίαι), πού περιλαμβάνει δύο άνισα βιβλία (libri). Τό I έχει 62 κείμενα καί τό II 30. Άπό αύτά περίπου 30 είναι όλοκληρωμένες όμιλίες, ένώ τά λοιπά μοιάζουν μέ Αποσπάσματα ή περιλήψεις εύρύτερων κειμένων. Είναι σαφές ότι ή συλλογή καταρτίστηκε μετά τόν θάνατο τού Ζήνωνα άπό κάποιον πού συνέλεξε ό,τι βρήκε άπό τά κείμενά του, άλλά καί πού συγχρόνως έπενέβη σ’ αύτά, άγνωστο πόσο. Ενδεικτικά Αναφέρουμε μερικούς τίτλους των θεμάτων ή όμιλιών τής συλλογής: 

Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |