ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 108. Γρηγόριος ο Θεολόγος ( + 390)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

108. Γρηγόριος ο Θεολόγος ( + 390)



stylianos

Γενική θεώρηση

Ό Γρηγόριος Θεολόγος, ό Ναζιανζηνός, είναι ό επιφανέστερος, ό «άριστος» θεολόγος τής Εκκλησίας μετά τόν Ευαγγελιστή ’Ιωάννη. Τό θεολογικό του βάθος καί ή έντονη ποιητικότητα στό έργο του τόν ύψωσαν σέ πρότυπο μοναδικού κάλλους καί λάμψεως. Ό Γρηγόριος υπήρξε ό ποιητής πού έγινε μεγάλος θεολόγος. H εύαισθη σία χαρακτήριζε τό είναι του με τρόπο καθολικό καί τόν οδηγούσε σέ αλλεπάλληλες άπογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις, στις όποιες έμπλεκόταν μέ πιέσεις τρίτων αλλά πάντως θεληματικά. Ή «φυγή» του ήταν συνάρτηση τής άναπτυγμένης ευαισθησίας του καί τής κλΐσεως γιά τόν μονήρη νηπτικό βίο. Πίστευε ότι «μεγίστη πράξίς έστινή άπραξΐα» (Έπιστ. 49), ό θεωρητικός ή θεοπτικός βίος.
Άπέφευγε συστηματικά τήν δραστηριοποίησή του στό έργο τής Εκκλησίας, άλλά τελικά καί ποιμαντική φροντίδα άνέλαβε καί τά μεγάλα θεολογικά προβλήματα άντιμετώπισε. Ή συνύπαρξη των αντιθέσεων στό είναι του έπιτεύχτηκε, διότι ό Γρηγόριος δεν ήταν μόνο ποιητής καί νηπτικός, άλλά καί μέγας θεολόγος, πού φρονούσε ότι οφείλε νά «καρποφορεί», νά «ώφελεΐ» την Εκκλησία καί μάλιστα νά «δημοσιεύη την έλλαμψΐν» του (Λόγος ΙΒ' 4. PG 35, 848-ΑΒ). Στην περίπτωση του Γρηγορίου συνέβη τό έξης θαυμαστό: ένώθηκαν άσύγχυτα ό ποιητής, ό νηπτικός καί ό θεολόγος. Η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί τό μεγαλείο του, αλλά καί την πρώτη δυσχέρεια ερμηνείας του.

Προϋποθέσεις τής θεολογίας του
Οί σπουδές του Γρηγορίου, στην Καισάρεια τής Καππαδοκίας, στην Καισάρεια τής Παλαιστίνης, στην ’Αλεξάνδρεια καί την Αθήνα, επωμίστηκαν δυναμικά τήν έκφραση τής θεολογίας του. Ή φιλία του μέ τόν Βασίλειο, σταθερή στήν διάρκεια του βίου τους καί παροι μιώδης έκτοτε, δρά καί ανασταλτικά καί δημιουργικά. ’Ανασταλτικά, διότι μέχρι τό 378 ό Γρηγόριος άνέμενε συνήθως τήν άντιμε τώπιση των σύγχρονων θεολογικών προβλημάτων άπό τόν μεγάλο του φίλο. Καί μολονότι γράφει καί θεολογεί δέν κορυφώνεται. Δημιουργικά, διότι τό έργο του Βασιλείου χρησίμευε στόν Γρηγόριο ώς θεμέλιο καί έναυσμα συγχρόνως. Τό κϋρος καί ή θεληματικότητα του Βασιλείου άνέκοπταν ώς ένα βαθμό τήν ισχυρή ροπή τοϋ Γρηγορίου γιά θεολογία. Τελικά όμως ό Γρηγόριος διηύρυνε τόν ορίζοντα τοϋ Βασιλείου.
Ή παράδοση τοϋ Γρηγορίου ήταν δύσκολη συνάρτηση τής άλε ξανδρινής ή ώριγενιστικής σχολής καί τής θεολογίας των ’Ιγνατίου, Ειρηναίου καί Μ. Αθανασίου. Ή εμπειρία τοϋ πατέρα του, πού θή τευσε πολλά χρόνια στήν αίρεση των Ύψισταρίων καί ύπέγραψε τό 360 ήμιαρειανικό Σύμβολο (όμοιουσιανών), τόν βοήθησε καί αρνητικά νά σχηματίσει κριτήριο παραδόσεως καί ορθοδοξίας. Τό κριτήριό του αυτό, άποτέλεσμα πρώτιστα φωτισμού τοϋ άγ. Πνεύματος, άναδεΐχτηκε τό τελειότερο στήν αρχαία Εκκλησία. «Έπί των ήμετέρων όρων ίστάμενοι» (Λόγος ΚΘ' 23' ΚΖ' 5). Μέ τούς λόγους αυτούς, πού επαναλαμβάνει συχνά, εκφράζει τήν πεποίθηση ότι ή θεολογία τής ’Εκκλησίας ασκείται μέ προϋποθέσεις καί προοπτικές, πού δημιουργεί ή ίδια ή Εκκλησία. Γι’ αύτό καί, μολονότι μεταξύ των μεγάλων Πατέρων είναι ό βαθύτερος γνώστης τής ελληνικής φιλοσοφίας, διακρίνει σαφέστατα τό έργο τοϋ θεολογεΐν άπό τό έργο τοϋ φιλοσοφεΐν.
Ή σχέση του μέ τό θύραθεν πνευματικό κλίμα τής εποχής υπήρξε φυσική καί διακριτική. Φυσική, διότι καί ό ίδιος αποτελούσε πνευματικό κλίμα τής εποχής, στό μέτρο πού σκεπτόταν μέσω των δομών τής εποχής καί έγραφε στά μέτρα της. Διακριτική, διότι συνειδητοποίησε τό όλως άλλο τής θείας άλήθειας, τήν όποια όμως κα τανοοΰσε κι εξέφραζε μέ τις δομές τής εποχής. 'Όπως στην περίπτωση τοΰ Βασιλείου, έτσι καί στόν Γρηγόριο παραξηγεΐται τό έγχείρημά του νά μιλήσει ώς πλατωνικός, στωικός ή νεοπλατωνικός, γιά την άλήθεια τής Εκκλησίας. Στην εποχή του ό Γρηγόριος οφείλε νά είναι όλα αύτά μέ τρόπο έκλεκτικό. Άλλοΰ βρίσκεται τό πρόβλημα: Στό έάν ή αλήθεια του μένει αλήθεια τοϋ Θεού ή έάν μέσω των φιλοσοφικών δομών μεταστοιχειώνεται λίγο ή πολύ σέ πλατωνική, στωική κ.λπ. φιλοσοφία. Ό Γρηγόριος διέκρινε τόν κίνδυνο αύτό καί  σέ κρίσιμες στιγμές έκφράσεως τής αλήθειας κατ’ ανάγκην μέ δομές τής εποχής  ύπογραμμίζει ότι άλλο τό φιλοσοφικό περιεχόμενο τοΰ όρουδομής καί άλλο ή αλήθεια πού μέ αύτά δηλώνεται (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ό Θεολόγος..., ’Αθήνα 1980, σσ. 89-98). Καί μολονότι έναντι τής θύραθεν φιλοσοφίας είναι κριτι κότερος καί από τόν Βασίλειο, δίνει σαφώς τήν εντύπωση ότι χωρίς αύτήν ή θεολογία είναι αδύνατη (βλ. Λόγο 43’ PG 36, 508Β/509Α).
Ή θεολογική θεοπτία τοΰ «άρίστου θεολόγου»
Πρώτος μεταξύ τών μεγάλων Πατέρων ό Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας μέ αφορμή τήν πληθώρα τών αυτοσχέδιων θεολόγων, τούς όποιους γενικά ένθάρρυνε ό άρειανισμός. Είναι κι έδώ χαρακτηριστικό ότι ό λόγος του άποβαίνει αύτοβιογραφικός. Μιλών ντας γιά τήν θεολογία, περιγράφει τελικά τήν διαδικασία πού συνέβη έντός του, όταν ό ίδιος προσπαθούσε νά λύσει προβλήματα θεολογι κά:
«Τί τοϋτο έπαθον, ώ φίλοι καί μύσται καί τής αλήθειας συνερα σταί; ”Ε τ ρ ε χ ο ν μέν ώς Θεόν καταληψόμενος καί ούτως ά ν ή λ θ ο ν επί τό όρος ( = θεολογία) καί τήν νεφέλην δ ι  έ σ χ ο ν, εΐσω γενόμενο ς... έπεί δέ προσέβλεψα, μόλις ε ΐ δ ο ν Θεού τά οπίσθια... καί μικρόν διακύψας...» (Λόγος ΚΗ' 3).
«’Ανιόν τι δέ μ ο ι προθύμως επί τό όρος, ή, τό γε άληθέστε ρον εΐπεΐν, προθυμουμένωτε άμα καί άγωνιώντι, τό μέν διά τήν ελπίδα, τό δέ διά τήν ασθένειαν, ϊνα τής νεφέλης εΐσω γένωμαι καί Θεω συγγένωμαι· τούτο γάρ Θεός κελεύει» (Λόχος ΚΗ' 2).
«...έ δ ο ξ έ μοι κράτιστον είναι τάς μέν εικόνας χαίρειν έάσαι..., όδηγω τω Πνεύματι χρώμενον, ήν εντεύθεν έλλαμψιν έδεξάμην, ταύτηνείς τέλος διαφυλάσσονται...» (Λόγος ΛΑ' 3).
Σκοπός τοΰ Γρηγορίου είναι νά διασχίσει τό παραπέτασμα τοΰ κόσμου καί νά «συγγίνει» μέ τόν Θεό, δηλαδή μέ τήν αλήθεια, κάτι πού μόνο θά εξασφαλίζει άμεση καί άσφαλή γνώση. Πρόκειται γιά τήν θεοπτία, γιά τήν όποια ό Γρηγόριος μιλάει κυρίως σέ συνδυασμό πρός την θεολογική άναζήτηση. Δέν είναι κυρίως θεολόγος τής θεοπτίας, άλλά θεολόγος τής θεολογίας, ή όποία όμως είναι άδιανόητη χωρίς θεοπτία. Ή θεοπτία, ή προσωπική δηλαδή έμπειρία τής άλήθειας, αποτελεί συνάρτηση τής καθάρσεως:
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ καί τής θεότητος άξιος; τάς έν τολάς φύλασσε, διά των προσταγμάτων δδευσον· π ρ ά ξ ι ς γάρ έπίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. καί ΚΖ' 3). Τήν πραγματικότητα καί τόν τρόπο τής άσκήσεωςκαθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση μέ στωική ορολογία, πού ήταν τότε διάχυτη καί κατανοητή στόν μέσο μορφωμένο πιστό.
Ή σύγχυση, τήν όποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ό Εύνόμιος μέ τήν διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως τής θείας ουσίας, άναγκάζει τόν Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, πού αργότερα θά εύρυνθει ακόμη περισσότερο, άλλά πού τώρα γίνεται ακριβέστερη από τήν ανάλογη τού Μ. Βασιλείου. Οί χρονικές κατηγορίες, πού χρησιμοποιούμε γιά τόν Θεό («ήν, αεί, έστι καί έσται»), στήν πραγματικότητα ισχύουν μόνο γιά τήν κτιστή φύση καί όχι γιά τήν άκτιστη θεία φύση, ή όποία μένει άπειρη καί άγνωστη. ΓΗ ελπίδα όμως γιά τόν Θεό δέν συνδέεται μέ τήν ΐδια τήν θεία του φύση, («τά κατ’ αυτόν»), άλλά μέ «τά περί αυτόν». Καί ή γνώση μας δέν άφορά «τήν πρώτην τε καί άκήρατον φύσιν» τού Θεού, τήν όποία γνωρίζει μόνο ή άγια Τριάδα, άλλά άφορά στήν «τελευταΐαν», τήν «εις ημάς φθάνουσαν». Μέ τόν τρόπο αυτό διακρίνει στόν Θεό τήν φύση του, πού μένει άγνωστη, καί τήν φυσική του άκτινοβολία, τήν όποία μόνο γνωρίζουμε:
«Θεόν, ό,τι ποτέ μέν έστι τήν φύσιν καί τήν ουσίαν, ούτε τις εύρεν άνθρώπων πώποτε ούτε μην εύρη» {Λόγος ΚΗ' 17).
«Έπεί δέ προσέβλεψα μόλις εϊδον Θεού τά όπίσθια (Έξ. 33, 43) καί τούτο τή πέτρας σκεπασθείς, τω σαρκωθέντι δι ήμάς Θεω Λόγιο. Καί μικρόν διακύψας, ού τήν πρώτην τε καί άκήρατον φύσιν καί έαυτή, λέγω δή τή Τριάδι, γινωσκομένην καί όση τού πρώτου καταπετάσματος εΐσω μένει..., άλλ’ όση τελευταία καί είς ήμάς φθάνουσα. Ή δέ έστιν... ή έν τοΐς κτίσμασι καί τοΐς ύπ’ αύτού προβεβλημένος καί διοικουμένοις μεγαλειότης ή... μεγαλοπρέπεια»
«Θεός ήν μέν αεί καί έστι καί έσται μάλλον δέ έστιν άεί. Τό γάρ ήν καί έσται, τού καθ’ ήμάς χρόνου τμήματα καί τής ρευστής φύ σεως... "Ολον γάρ έν έαυτω συλλαβών έχει τό είναι, μήτε άρξάμε νον μήτε παυσάμενον, οϊόν τι πέλαγος ουσίας άπειρον καί άόριστον, πάσαν ύπερεκπΐπτον έννοιαν, καί χρόνου καί φύσεως νω μόνω σκιαγραφούμενος καί τούτο λίαν άμυδρώς καί μετρίως, ούκ έκ των κατ’ αύτόν, άλλ’ έκ των περί αύτόν... Έμοί δοκεΐν, ϊνα τω ληπτω μέν έλκη πρός έαυτό (τό γάρ τελέως άληπτον, άνέλ πιστον καί άνεπιχείρητον), τφ δέ άλήπτφ θαυμάζηται, θαυμαζό μενον δέ ποθεΐται πλέον, ποθούμενον δέ καθαίρη, καθαΐρον δέ θεοειδές άπεργάζηται, τοιούτοις δέ γενομένοις, ώς οίκείοις, ήδη προσομιλή, τολμά τι νεανικόν ό λόγος Θεός θεοΐς ένούμενός τε καί γνωριζόμενος καί τοσοϋτον ίσως, όσον  ήδη γινώσκει τούς γι νωσκομένους. Άπειρον ούν τό θειον καί δυσθεώρητον καί τούτο πάντη καταληπτόν αύτοϋ μόνον, ή απειρία» {Λόγος ΛΗ' 7).
Ή θεοπτία γίνεται στόν Γρηγόριο απολύτως θεολογική άποτελεΐ δηλαδή την διαδικασία τής θέαςέμπειρίας τής αλήθειας καί μάλιστα τήν διαδικασία γιά μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας τής θείας άλή θειας, πού όμως περιλαμβάνει καί βρίσκεται σέ απόλυτη συνάφεια πρός τήν ήδη εκφρασμένη στήν Εκκλησία διδασκαλία  αλήθεια καί ιδιαίτερα πρός τήν άγια Γραφή. "Ο,τι δηλαδή παρέχεται μέσω τής εμπειρίας δεν είναι γιά τήν Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσα κτον», αλλά τό «πλέον» ώς πρός τήν ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Τό «πλέον» χαρίζεται από τόν Θεό μόνο στόν «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ό Γρηγόριος τό εξαιρετικά προικισμένο καί δια κρινόμενο πρόσωπο τής Εκκλησίας, τόνήρωά της, τόν θεόπτη πού δέν φτάνει στήν θέα τοΰ Θεού μόνο χάριν τής πνευματικής του άπο λαύσεως, αλλά κυρίως χάριν τής βαθύτερης γνώσεως τής άλήθειας έκεΐνης, τήν οποία έχουν οί πιστοί άνάγκη γιά νά σωθούν. Τό έργο τού «άριστου» θεολόγου διακρίνει άποκαλυπτικά:
«καί ούτος ά ρ ι σ τ ο ς ήμΐν θεολόγος, ούχ ός εύρε τό παν (= τής άληθείας), ουδέ γάρ δέχεται τό παν ό δεσμός, άλλ’ δς έ ά ν άλλου φαντασθή πλέον καί πλεΐονέν έαυτω συναγάγη τό τής άληθείας ίνδαλμα ή άποσκίασμα, ή ό,τι καί δνομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).
Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός πού θ’ αποκτήσει εμπειρία τής αλήθειας βαθύτερη κι εύρύτερη από εκείνην πού είχαν οί άλλοι θεολόγοι μέχρι τήν εποχή του. Εκείνος πού θά πετύχει τό «πλέον» καί «πλεΐον» τής άλήθειας σέ σχέση όχι πρός τήν ίδια τήν άλήθεια (πού δέν αύξομειώνεται), άλλά σέ σχέση μέ τούς λοιπούς θεολόγους πού έζησαν στήν Εκκλησία, αυτός θά είναι καί θά θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αύτός «διασκέπτεται» μέ τό ίδιο τό άγιο Πνεύμα περί τής άληθείας καί κατέρχεται στό βάθος της γιά νά προσθέσει στό μέχρι τότε «έλλιπώς είρημένον»έκεΐ νο πού κέρδισε ή μάλλον εκείνο πού τού χαρίστηκε από τό ϊδιο τό άγιο Πνεύμα
 Ή συγκλονιστική αυτή θεολογία τής βαθύτερης εμπειρίας στήν αλήθεια προϋποθέτει «έλλάμπουσαν» άγ. Τριάδα, πού «μίγνυται» «όλως ολω νοί» (τοΰ άνθρώπου). Οί νοητικές δυνάμεις τού ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά τήν διαδικασία αυτή σέ εγρήγορση, άλλά καί μέσω αυτών έκφράζεται ή αυξημένη έμπειρΐα τής αλήθειας, ώστε νά έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία. Ή έκφραση τής εμπειρίας είναι δυσχερής, αλλά κατορθώνεται. Βέβαια τό έκφραζόμενο συνιστά μόνο άμυδρή είκόνιση εκείνου, πού είναι ή εμπειρία (Λόγος ΚΗ' 4), αλλά παραταύτα είναι γνήσιο καί έπαρκές γιά τήν σωτηρία.
Τά στάδια φανερώσεως τής θείας άλήθειας
Ό Γρηγόριος, έχοντας βαθιά παραδοσιακότητα, αίσθηση τής ρι ζοσπαστικότητας τής σκέψεώς του καί προπαντός υποχρέωση νά δικαιολογήσει τήν θεολογική του προσφορά σ’ εχθρούς καί φίλους, άναγκάστηκε νά μιλήσει γιά τήν θεολογία του σέ σχέση πρός τήν θεία οικονομία γενικά καί πρός τήν άγια Γραφή ειδικά. ’Έτσι θεολόγησε γιά τά στάδια τής φανερώσεως τής θείας άλήθειας, τά όποϊα χαρακτήρισε «σεισμούς» καί τά όποια συνιστούν οί εποχές τής ΠΔ, τής ΚΔ καί τής Εκκλησίας (άπό τήν Πεντηκοστή δηλαδή καί μετά).
Οί δύο πρώτοι «σεισμοί» ή «μεταθέσεις βίων», πού είναι οί δύο Διαθήκες, έχουν ως συνέχεια «τρίτον σεισμόν», τήν εποχή δηλ. τής Εκκλησίας, πού σημαίνει «τήν εντεύθεν έπί τά έκεΐσε μετάστασιν» (Λόγος ΛΑ' 25) καί πού επαναλαμβάνοντας άλλους ονομάζει ό Γρη γόριος καταχρηστικά «τρίτην διαθήκην». Μεταξύ των δύο πρώτων σεισμών  σταδίων τής θείας οικονομίας καί τού τρίτου ύπάρχει ουσιώδης διαφορά. Οί δύο πρώτοι χαρακτηρίζονται άπό «άφαιρέσεις», διότι κατά τίς δύο Διαθήκες ό Θεός άφαιροΰσε κάτι άπό τά ήθη καί τίς άντιλήψεις τών ανθρώπων, οδηγώντας τους πρός τήν τελειότητα βαθμιαία. Ετσι ή ΠΔ «περιέκοψε» τά είδωλα καί «συνεχώρησεν» (έπέτρεψε) τίς θυσίες. Ή ΚΔ περιέκοψε τίς θυσίες, άλλα δέν εμπόδισε τήν περιτομή κι έγιναν οί εθνικοί Ιουδαίοι καί οί Ιουδαίοι χριστιανοί. Ή τρίτη εποχή, άπό τήν Πεντηκοστή καί μετά, εφόσον όλα στήν ΚΔ είναι αυθεντικά ώς λόγοι καί έργα τού Υιού τού Θεού, πραγματοποιείται «διά τών προσθηκών» (Λόγος ΛΑ' 26). Εννοεί μέ τόν όρο «προσθήκαι» τήν διεύρυνση τής γνώσεως τής άλήθειας μέ τόν φωτισμό τού άγ. Πνεύματος, πού οδηγεί όχι σέ νέες άλήθειες, άλλά στήν πληρέστερη γνώση τών ήδη στήν Γραφή δηλωμένων, ώστε νά πρόκειται όχι γιά βελτίωση τν ; γνώσεως τής άλήθειας, άλλά γιά αύξησή της. Τήν διαδικασία αυτή είχαν στόν Β' αιώνα υπογραμμίσει ό Θεοφόρος Ιγνάτιος καί ό Ειρηναίος τής Λυών (Ελεγχος Δ' 11, 2· Ε' 2, 2 κ.ά.).
Ή ενέργεια τον άγ. Πνεύματος πρίν άπό τήν Πεντηκοστή
Τό τρίτο στάδιο τής θείας οικονομίας, ή δράση τού άγ. Πνεύματος άπό τήν Πεντηκοστή καί μετά, διακρίνεται, χωρίς νά χωρίζεται, άπό τά δύο πρώτα, δηλ. τήν Π καί τήν ΚΔ, τών όποιων άποτελεΐ συνέχεια καί συνέπεια. Γιά νά έξηγήσει την συνέπεια αυτή ό Γρηγό ριος, άλλα καί τό είδος δράσεως του άγ. Πνεύματος στά δύο πρώτα στάδια, τονίζει ότι, όταν  έλαβε «πέρας» ή «σωματική» παρουσία τοϋ Χριστού στήν γή, άρχισε τό έργο τού Πνεύματος, πού συνιστά «έλ πίδος συμπλήρωσιν», κάτι πού έγινε πλέον μέ τήν κάθοδο κι «επιδημία» τού Πνεύματος στήν γή (Λόγος ΜΑ' 5). Γιά νά δείξει τό κατεξοχήν έργο τού Πνεύματος μετά τήν άνάσταση τού Κυρίου, ά ναγκάζεται νά χρησιμοποιήσει εκφράσεις, πού δυνατόν νά παρεξη γηθοΰν. Τώρα, λοιπόν, τό Πνεύμα είναι «ούσιωδώς» παρόν καί όχι «ένεργεΐα». "Οπως ό Υιός επικοινώνησε μέ τούς άνθρώπους «σω ματικώς», «έπρεπε» νά φανεί καί τό Πνεύμα «σωματικώς». "Οταν ό Υιός επανήλθε στον Πατέρα, ήλθε τό Πνεύμα «ώς Κύριον», άλλά φυσικά, τό Πνεύμα δρούσε άπό τήν άρχή τής θείας οικονομίας μέ τά δύο άλλα θεία πρόσωπα.
"Ετσι ένεργοΰσε στίς άγγελικές καί θείες δυνάμεις, στούς πατέρες καί τούς προφήτες τής ΠΔ καί στούς μαθητές τού Κυρίου. Πρός τούς τελευταίους ένήργησε «τρισσώς», κατά τρία στάδια, διότι δέν ήσαν οί ’Απόστολοι άπό τήν άρχή σέ θέση νά κατανοήσουν τά πάντα: πριν δοξαστεί μέ τό πάθος ό Χριστός, μετά τήν Άνάσταση καί μετά τήν Ανάληψη. Στό πρώτο στάδιο δρούσε «άμυδρώς» καί στό δεύτερο «έκτυπώτερον» (σαφέστερα), ενώ στό τρίτο «τελεότερον», διότι τώρα δρά ώς παρόν «ούσιωδώς», δηλαδή τώρα είναι ό κατεξοχήν καιρός τής δράσεώς του, ό «καιρός τού Πνεύματος» (Λόγος ΜΑ' 11), όπως χαρακτηριστικά λέγει:
Τό άγιο Πνεύμα «ένήργει, πρότερον μέν έν ταΐς άγγελικαΐς καί ού ρανίοις δυνάμεσιν... "Επειτα έν τοΐς πατράσι καί τοΐς προφήταις... "Επειτα έντοϊς Χριστού μαθηταΐς... καί τούτοις τρισσώς, καθ’ όσον οϊοί τε ήσαν χωρεΐν καί κατά καιρούς τρεις· τό πριν δοξασθή ναι Χριστόν τώ πάθει μετά τό δοξασθήναι τή άναστάσει μετά τήν εις ούρανούς άνάβασιν ή άποκατάστασιν. Δηλοΐ δέ ή πρώτη των νόσων καί ή των πνευμάτων κάθαρσις, ούκ άνευ Πνεύματος δηλαδή γενομένη καί τό μετά τήν οικονομίαν εμφύσημα, σαφώς δν έμπνευσις θειοτέρα καί ό νύν μερισμός τών πύρινων γλωσσών, δ καί πανηγυρίζομεν. Άλλά τό μέν πρώτον, άμυδρώς τό δέ δεύτερον, έκτυπώτερον τό δέ νύν, τελεότερον, ούκ έτιένεργεία παρόν, ώς πρότερον, ούσιωδώς δέ, ώς άν εϊποι τις, συγγινόμενόν τε καί συμπολιτευόμενον. "Επρεπε γάρ Υίοΰ σωματικώς ήμΐν όμιλήσαν τος καί αύτό φανήναι σωματικώς. Καί Χριστού πρός έαυτόν έπαν ελθόντος, έκεΤνο πρός ήμάς κατελθεΐν έρχόμενον μένώς Κύριον, πεμπόμενον δέ ώς ούκ άντίθεον» (Λόγος ΜΑ' 11).
Στό παραπάνω κείμενο τού λόγου Εις τήν Πεντηκοστήν, πού έκ φωνήθηκε τό 379 στήν Κωνσταντινούπολη, έχουμε καί τήν φράση: τό άγιο Πνεύμα «έρχόμενον ώς Κύριον», άπό τήν όποια προφανώς προέρχεται ό δρος «Κύριον» του άρθρου περί άγ. Πνεύματος ατό Σύμβολο τής Β' Οίκουμ. Συνόδου (381).
Ή άναζήτηση «άποθέτου κάλλους» ώς τελική έρμηνευτική
«Τάξις θεολογίας», όπως είδαμε, είναι ή σταδιακή αύξηση τής διδασκαλίας, δσο αύτό είναι αναγκαίο καί δσο φωτίζει τό Πνεύμα, χωρίς νά πρόκειται γιά εξέλιξη τού δόγματος, πού προϋποθέτει βελτίωσή του καί ανεπάρκεια πρός σωτηρία στήν πρό τής έκάστοτε αύξήσε ώς του έποχή. Βάσει τής «τάξεως» αυτής ό Γρηγόριος θεολόγησε περί των τριών ύποστάσεων καί τής μιας φύσεως στόν Θεό, περί τής θεότητας τού άγιου Πνεύματος καί των δύο φύσεων τού Χριστού.
Ή αυξημένη εμπειρία τής άλήθειας, τήν όποια μπορεί μέ τις παραπάνω προϋποθέσεις νά πετύχει ό «άριστος» θεολόγος είναι πέρα τού γράμματος τής Γραφής, συνιστά άπόθετον κάλλος τής άλήθειας. Οί φράσεις αυτές άποβαίνουν στόν Γρηγόριο πολυσήμαντοι δροι, μέ τούς οποίους προσπαθεί νά έκφράσει τό γεγονός ότι ό θεολόγος χω ρεΐ πέρα άπό τό γράμμα τής Γ ραφής, σκύβει κάτω καί μέσα άπό αύτό («εϊσω παρακύψαντες»), τό ξεπερνά, δέν περιορίζεται άπό αύτό, προχωρεί άπό βάθος σέ βάθος, μέ τό φως τού Πνεύματος βρίσκει περισσότερο φως. Οί όψεις τής άλήθειας, τις όποιες έτσι βρίσκει, μολονότι δέν είναι σαφώς δηλωμένες άπό τό γράμμα τής Γραφής, άνήκουν στό άπόθετον κάλλος, είναι όψεις τής άπειρηςθεΐας άλή θειας. Ό δρος κάλλος, σχετιζόμενος μέ τό θείο καί τήν άλήθεια, άπαντά στό Συμπόσιον τού Πλάτωνα. Ό Γρηγόριος έδώ ό,τι άναζητά καί βρίσκει κάτω άπό τό γράμμα τής Γραφής δέν είναι «ξένον» πρός αύτήν. ’Αντίθετα, πρέπει νά είναι σύμφωνο καί ομόλογο μέ ό,τι αύ τή περιέχει:
«Πάλιν καί πολλάκις άνακύκλεις ήμίν τό άγραφον. "Οτι μέν ούν ού ξένον τούτο... δέδεικται μέν ήδη πολλοΐς των περί τούτου διειληφότων, όσοι μή ραθύμως μηδέ παρέργως ταΐς θείαις Γραφαΐς έν τυχόντες, αλλά, διασχόντες τό γράμμα καί εΐσω παρακύψαντες, τό άπόθετον κάλλος ίδεΐν ήξιώθησαν καί τφ φωτισμω τής γνώσε ως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΑ' 21. Βλ. καί ΜΓ' 63 κ.ά.).
Τά παραπάνω δεδομένα τονίζουν έμφαντικά ότι ό Γρηγόριος ά σκεΐ θεολογία εμπειρική, άναλύει τήν διαδικασία τής θεοπτίας, ξε περνώντας καί περιφρονώντας μάλιστα {Λόγος ΚΗ' 9) τήν νεοπλατωνική μέθοδο τού άποφατισμοΰ, όπως μέ τήν ίδια θεολογία ξεπερνά τό δίλημμα: άλληγορική ή ίστορικογραμματική έρμηνεία; Καί αύτό, γιατί μέ τήν θεολογία του δέν έπιδιώκει φιλοσοφικά τήν άρχι κή γνώση τού Θεού, ώστε, άποφάσκοντας ό,τι δέν μπορεί νά είναι θεός, νά φθάνει δήθεν στόν Θεό. Ώς πιστός καί δή ώς θεολόγος ό Γρηγόριος ήδη ζεΐ τήν θεία άλήθεια καί προσπαθεί νά προχωρήσει περισσότερο, ν’ αποκτήσει εμπειρία καί άλλης όψεως τής άλήθειας. Στό περισσότερο (στό «πλέον») τοϋτο, στόν μεγάλο του στόχο, ανάγεται μέ τόν φωτισμό τοϋ άγ. Πνεύματος καί όχι μέ τόν άποφατι σμό, μέ άρνηση ιδιοτήτων πού δεν ανήκουν στόν Θεό. Πέρα τοϋ γράμματος τής Γραφής, στό «άπόθετον κάλλος» τής αλήθειας, φτάνει πάλι μέ φωτισμό. ’Αντίθετα, ή αυστηρή άλληγορική ερμηνεία θά τόν άνάγκαζε νά επινοεί στίς βιβλικές λέξεις έννοιες δικές του καί ή ί στορικογραμματική έρμηνεία θά τόν περιόριζε μόνο σέ ό,τι ρητά (expresses verbis) δηλώνουν οί βιβλικές λέξεις.
Τέλος, ή εμφανής άγωνία τοϋ Γρηγορίου κάθε φορά πού μιλάει περί θεολογίας καί ή εφαρμογή των σχετικών αναλύσεων στό δικό του έργο, υπογραμμίζουν τήν επιθυμία του νά γίνει καί νά είναι ό ίδιος «άριστος θεολόγος», όπως πράγματι έγινε. Καί ή Εκκλησία τοϋ τό αναγνώρισε, άποκαλώντας τον «Θεολόγον». Αυτή είναι ή μόνη εξήγηση τής πολυσήμαντης επωνυμίας του.
Ή σχέση των θείων προσώπων καί ή θεότητα τοϋ άγιου Πνεύματος
'Η Εκκλησία μετά τό 350 συγκλονιζόταν άπό τό πρόβλημα τοϋ πώς τής σχέσεως τών προσώπων τής αγίας Τριάδας. ’Ήδη τό 364 ό Μ. Βασίλειος θεμελίωσε καί είσήγαγε θεολογικά πλέον τήν διάκριση τών τριών θείων υποστάσεων καί τήν ένότητα τής φύσεώς τους. Επειδή όμως ό τελευταίος θεολόγησε μέ άφορμή τις απόψεις τοϋ Εύ νομΐου κατά τής θεότητας τοϋ Υίοϋ, ή τριαδολογΐα του κέντρο είχε τόν Υιό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ό Βασίλειος δέν ονομάζει ρητά τό άγιο Πνεϋμα όμοούσιο οϋτε στό πλέον τέλειο έργο του «Περί τοϋ άγ. Πνεύματος», γραμμένο τό 375.
Θ Γρηγόριος υιοθέτησε άπόλυτα τήν τριαδολογική βάση τοϋ Βασιλείου καί συνέχισε τό οικοδόμημα, εξηγώντας καί διασαφηνίζοντας οριστικά σχεδόν τήν διάκριση ιδιότητας καί φύσεως τών θείων προσώπων, γιά νά φτάσει στήν όμοουσιότητα Πατέρα, Υίοϋ καί Πνεύματος. Θεολόγησε όμως μέ άφορμή καί τίς κακοδοξίες περί άγιου Πνεύματος. "Ετσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, έφτασε κι έξέφρασε πρώτος (μεταξύ τών θεολόγων τής Εκκλησίας ήδη πρίν τό 372: Λόγος ΙΓ' 4. PG 35, 856Β) τήν άλήθεια ότι τό Πνεϋμα είναι Θεός, όπως ακριβώς ό Πατέρας καί ό Υιός. Τό 372 (Έπιστ. 58) διαμαρτύρεται, γιατί ό Βασίλειος δέν ήταν σαφής στό θέμα τής θεότητας καί όμοου σιότητας τοϋ Πνεύματος καί τό 379/80 μέ τόν πέμπτο θεολογικό Λόγο (ΛΑ') αποβαίνει ό κορυφαίος Πνευματολόγος τής Εκκλησίας: «Τί ούν, Θεός τό Πνεϋμα; πάνυ γε τί ούν, όμοούσιον; εΐπερ Θεός»
«...σέβειν Θεόν τόν Πατέρα, Θεόν τόν Υίόν, Θεόν τό Πνεϋμα το άγιον, τρεις ιδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη καί τιμή καί oCoig καί βασιλείς μη χωριζομένη» (Λόχος ΛΑ' 28).
«Hv τό φως τό αληθινόν... ό Πατήρ. Ήν τό φως τό άληθινόν... ό Υιός. Ήν τό φώς τό άληθινόν... ό άλλος Παράκλητος. Ήν καί ήν καί ήν, άλλ’ έν ήν. Φώς καί φώς καί φώς, άλλά  έν φώς, εις Θεός» ( Λόγος ΛΑ' 3).
«Θεού δέ όταν  εϊπω, ένί φωτί περιαστράφθητε καί τρισί τρισΐ μεν κατά τάς ιδιότητας, είτουν υποστάσεις, εΐ τινι φίλον καλεΐν, είτε πρόσωπα  ούδέν γάρ περί όνομάτων ζυγομαχήσομεν, έως άν πρός τήν αύτήν έννοιαν αί συλλαβαί φέρωσιν  ένί δέ κατά τόν τής ουσίας λόγον, εϊτουν θεότητος. Διαιρείται γάρ άδιαιρέτως, ΐν’ οϋτως εϊπω, καί συνάπτεται διηρημένως» (Λόχος ΛΘ' 11).
«"Ονομα δέ, τω μέν άνάρχω, Πατήρ τή δέ άρχή, Υιός τω δέ μετά τής άρχής, Πνεύμα άγιον. Φύσις δέ τοΐς τρισί μία, Θεός» (Λόχος MB' 15).
Ό Θεός άποτελεΐ «μοναρχία», άλλ5 «ούχ ήν έν περιγράφει πρόσ ωπον έστι γάρ καί τό έν στασιάζον πρός έαυτό πολλά καθίστα σθαι, άλλ’ ήν φύσεως όμοτιμία συνίστησι καί γνώμης σύμπνοια καί ταυτότης κινήσεως καί πρός τό έν τών έξ αύτοϋ σύννευσις, όπερ άμήχανον επί τής γεννητής φύσεως, ώστε καν άριθμώ διαφέρη, τή γε ούσίμ μή τέμνεσθαι. Διά τούτο μονάς άπ’ άρχής εις δυάδα κι νηθεΐσα, μέχρι Τριάδος έστη. Καί τούτο έστιν ήμΐν ό Πατήρ καί ό Υιός καί τό "Αγιον Πνεύμα» (Λόγος ΚΘ' 2).
Ό τρόπος ύπάρξεως τών θείων προσώπων
Ό Βασίλειος εξήγησε κυρίως τήν άγεννησΐα τού Πατέρα καί τήν γέννηση τού Υίοΰ, αφήνοντας τήν κατανόηση τού τρόπου ύπάρξεως τού άγ. Πνεύματος γιά τόν μέλλοντα αιώνα (Κατά Εύνομίου Γ' 7). Ό Γρηγόριος έξήγησε τόν όρο έκπόρευσις (ή έκπεμψις) γιά τό άγιο Πνεύμα, έχοντας συνείδηση ότι αυτός πρώτος εισάγει θεολογικά τόν όρο, αυτός άρα θεολογεί πρώτος γιά τόν τρόπο ύπάρξεως τού Πνεύματος:
«Πνεύμα άγιον... προϊόν εκ τού Πατρός, ούχ υίϊκώς δέ, ούδέ γάρ γεννητώς, άλλ5 έ κ π ο ρ ε υ τ ώ ς, εί δεΐ τι καί κ α ι ν ο τομή σ α ι περί τά ονόματα σαφήνειας ένεκεν. Ούτε τού Πατρός έκ στάντος τής άγεννησίας, διότι γεγέννηκεν ούτε τού Υιού τής γεν νήσεως, ότι εκ τού άγεννήτου. Πώς γάρ; Ούτε τού Πνεύματος, ή εις Πατέρα μεταπίπτοντος ή εις Υίόν, ότι έκπορεύεται καί ότι Θεός, κάν μή δοκή τοΐς άθέοις ή γάρ ΐδιότης ακίνητος» (Λόγος ΛΘ' 12).
«Ό μέν γεννήτωρ καί προβολεύς (= ό Πατήρ), λέγων δέ άπαθώς καί άχρόνως καί άσωμάτως τών δέ, τό μέν γέννημα (= ό Υίός), τό δέ πρόβλημα» (= τό Πνεύμα) (Λόγος ΚΘ' 2).
«Κοινόν γάρ, Πατρί μέν καί Υίώ καί άγίφ Πνεύματι τό μή γεγονέ ναι καί ή θεότης· Υίφ δέ καί άγίφ Πνεύματι τό εκ του Πατρός. "Ιδιον δέ, Πατρός μέν ή άγεννησΐα, Υιού  δέ ή γέννησις, Πνεύματος δέ ή έκπεμψις» (Λόγος ΚΕ' 16).
Έπέμενε λοιπόν ό Γρηγόριος στην επισήμανση του τρόπου ύπάρ ξεως του άγιου Πνεύματος καί στην ύπογράμμιση ότι ό τρόπος ύ πάρξεως του κάθε προσώπου τής αγίας Τριάδας είναι αποκλειστικός γιά κάθε πρόσωπο. Κάθε προσβολή τής αποκλειστικότητας του τρόπου ύπάρξεως των θείων προσώπων όδηγεΐ στήν σύγχυση καί τήν άναΐρεση τής Τριάδας. Ό Πατέρας υπάρχει ώς αγέννητος καί είναι γεννήτορας τοϋ ΥίοΟ καί προβολέας  έκπορευτής τοΰ άγ. Πνεύματος. Ό Υιός υπάρχει ώς γέννημα τοϋ Πατέρα καί τό Πνεύμα ώς εκπορευόμενο, «προϊόν», άπό τόν Πατέρα. Ή έκπόρευση  έκπεμψη τοΰ Πνεύματος άνήκει πάντα στόν Πατέρα καί ουδέποτε συνδέεται μέ τόν Υιό. Παρά τήν θεολογική τομή, πού κάνει ό Γρηγόριος εδώ, έκφράζει τήν παραδοσιακή διάθεση αποφυγής άσκήσεως θεολογίας πέρα του απολύτως άναγκαίου. Δηλώνει ότι περαιτέρω άνάλυση έξήγηση τής έκπορεύσεως καθ’ αύτήν τοΰ Πνεύματος, ώς τρόπου ύπάρξεως, δέν είναι δυνατή, όπως δέν είναι δυνατή καί περαιτέρω ανάλυση τής άγεννησΐας του Πατέρα:
«Τίς ούν ή έκπόρευσις; Είπέ σύ τήν άγεννησίαν τοΰ Πατρός, κάγώ τήν γέννησιν τοΰ ΥίοΟ φυσιολογήσω καί τήν έκπόρευσιν του Πνεύματος» (Λόγος ΛΑ' 8. Βλ. καί ΚΕ' 16). «’Ακούεις γέννησιν ( = τήν έκ του Πατρός); Τό πώς μή περιεργάζου. ’Ακούεις ότι τό Πνεύμα προϊόν έκ τού Πατρός; Τό όπως μή πολυπραγμονεί» (Λόγος Κ' 11). Πραγματοποίησε όμως άκόμα ένα σημαντικό βήμα στήν τριαδολο γία μέ τήν έξήγηση τοΰ τρόπου ύπάρξεως τών θείων προσώπων ώς σ χ έ σ ε ω ς. Ό Βασίλειος μίλησε γιά τίς ιδιότητες, γιά τό ΐ δ ίο ν τών ύποστάσεων (Έπιστ. 214, 4). Ό Γρηγόριος έμβαθύνει στό αύτό θέμα καί ορίζει τό ίδιον ώς σχέση μεταξύ τών προσώπων. Τό ίδιον, ό τρόπος ύπάρξεως τών θείων προσώπων, άποτελεΐ σχέση καί όχι ουσία στήν θεότητα. ’Έτσι, τά ιδιαίτερα ονόματα τών προσώπων, δηλαδή ΠατέραςΥίόςάγ. Πνεύμα, δηλώνουν τήν μεταξύ τους σχέση καί όχι τήν ουσία. Έάν, βέβαια, δήλωναν τήν ούσία κάθε προσώπου, τότε κάθε πρόσωπο θά είχε καί διαφορετική ούσία. Καί προχωρεί άκόμη. Τά ονόματα (Πατέρας, Υιός, Πνεΰμα) δέν δηλώνουν οΰτε ενέργεια, εφόσον οί ενέργειες είναι κοινές τών προσώπων κι έ φόσον γιά τόν Γρηγόριο αύτό θά σήμαινε ότι ό Υιός είναι ενέργημα, έπομένως κτίσμα, του Πατέρα;
«Ό Πατήρ, φησίν, ουσίας ή ένεργείας όνομα;... εΐ μέν ούσίας φή σομεν, συνθησομένους έτερούσιον είναι τόν Υιόν, επειδή μία μέν ούσία Θεού, ταύτην δέ, ώς ούτοι, προκατείληφεν ό Πατήρ· εί δέ ένεργείας, ποίημα σαφώς όμολογήσοντας, άλλ’ ού γέννημα. Ού γάρ ό ενεργών, εκεί πάντως καί τό ένεργούμενον... Ούτε ουσίας όνομα ό Πατήρ, ώ σοφώτατοι, οϋτε ένεργείας· σχέσεως δέ καί τοΰ πώς έχει προς τόν Υιόν ό Πατήρ ή ό Υιός πρός τόν Πατέρα» (Λόγος ΚΘ' 16).
«Τί ούν έστί, φησίν, ό λείπει τώ Πνεύματι, πρός τό είναι Υιόν; εΐ γάρ μή λεΐπόν τι ήν, Υιός άν ήν. Ού λείπειν φαμέν, ουδέ γάρ έλλι πής Θεός τό δέ τής έκφάνσεως... ήτής πρός άλληλα σχέσεως διάφορον, διάφορον αύτών καί τήν κλήσιν πεποί ηκε» (Λόγος ΛΑ' 9).
Κεφαλή τής Εκκλησίας
Ή κοίμηση του Μ. Βασιλείου καί ή κήδευσή του τήν 1.1.379 άπέβη ορόσημο στην πορεία του Γρηγορίου. Τό πρωτείο τοΰ κύρους, πού στην οικουμενική γενικά Εκκλησία κατείχε ό Βασίλειος, μετατέθηκε στόν Γρηγόριο. Τό γεγονός ότι ό άνθρωπος τής «φυγής» καί τής «απραξίας» δέχτηκε τό 379 νά δράσει στήν Κωνσταντινούπολη, σημαίνει ότι αισθανόταν αύξημένη ευθύνη. Μετά τόν θάνατο τοΰ Βασιλείου εκτίμησε ορθά ότι μόνο σ’ αύτόν έμπιστεύτηκαν καί δή συνολικά οί ορθόδοξοι νά δώσει τήν μεγάλη μάχη στήν κακόδοξη πρωτεύουσα τοΰ ανατολικού κράτους. Οί ορθόδοξοι τόν τοποθετούσαν στήν κεφαλή, τρόπον τινά, τής Εκκλησίας καί τής θεολογίας της καί ό Γρη γόριος άνταποκρίθηκε τόσο πού τήν πιό προχωρημένη θεολογία του, ώς περιεχόμενο καί μορφή, τήν διατύπωσε από τό 379 έως τό 381. Τώρα ή Καθολική Εκκλησία είχε τό βλέμμα στραμμένο στήν Κωνσταντινούπολη, καί ένεκα τοΰ Γρηγορίου, όπως πρίν στήν Καΐσά ρεια, ένεκα τοΰ Βασιλείου, καί παλαιότερα στήν ’Αλεξάνδρεια, ένεκα τοΰ ’Αθανασίου. ’Αλλά καί στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (Μάιος  Ιούλιος 381) τό πνεΰμα καί ή θεολογία τοΰ Γρηγορίου κυκλοφορούσαν, μολονότι ό ίδιος έγκατέλειψε τόν άρχιεπισκοπικό θρόνο καί τήν προεδρία τής Συνόδου, κάτι όμως πού έγινε όταν είχε πλέον εξασφαλιστεί ή ορθοδοξία. Καί άν στήν σύνταξη τοΰ Συμβόλου τής συνόδου υιοθετήθηκε κυρίως ή μετριοπαθής ορολογία τοΰ Βασιλείου, στήν Επιστολή, πού οί ίδιοι συνοδικοί έπΐσκοποι έγραψαν τό επόμενο έτος, ή όρολογία τοΰ Γρηγορίου περί «όμοουσιότητος» τοΰ άγ. Πνεύματος καί «τελειότητος» των δύο φύσεων τοΰ Κυρίου επικράτησε άπόλυτα.
Οί δύο φύσεις τον Κυρίου. «Τό άπρόσληπτον άθεράπευτον»
Στήν επίγνωση τής αυξημένης θεολογικής του ευθύνης καί στό ότι έστω καί σιωπηρά οί ορθόδοξοι τόν εκτιμούσαν ώς τήν θεολογική κεφαλή τής όλης Εκκλησίας, άποδίδουμε καί τήν απόφασή του ν’ αντιμετωπίσει τό θεολογικό πρόβλημα πού προκάλεσαν οί χριστό λογικές κακοδοξίες τοΰ Άπολιναρίου. Βέβαια, αντίθεση στις κακο δοξίες αυτές διατύπωσε καί ό Μ. ’Αθανάσιος (π.χ. τό 362: Τόμος πρός Άντιοχεΐς), τόν όποιο έπανέλαβε ό Έπιφάνιος τό 374/7. Έ πρόκειτο όμωςγιά μία πρώτη αντίδραση ορθή, αλλά όχι αρκετή γιά νά λύσει ικανοποιητικά τό πρόβλημα, έπειδή έλλειπε ή άναγκαία θε ολογική εμβάθυνση καί έπιχειρηματολογία. Τήν προσπάθειά του ό Γρηγόριος άνέλαβε τό 381, όταν ό άπολιναρισμός έδειχνε νά μήν κάμπτεται καί νά οργανώνεται σέ ομάδα μέ οργάνωση έκκλησιαστική στήν Λαοδίκεια, τήν ’Αντιόχεια καί τήν ίδια τήν Ναζιανζό. Είναι ά λήθεια ότι όσο ζοΰσε ό Βασίλειος, ό Γρηγόριος περίμενε εκείνον νά αντιμετωπίσει τό δύσκολο πρόβλημα. Τώρα όμως θεολογική κεφαλή ήταν ό ίδιος καί οφείλε νά άναλάβει τόν αγώνα. Τό πρόβλημα δέν τοΰ ήταν άγνωστο καί ήδη, σποραδικά μέχρι τό 380, είχε διατυπώσει όρθά καί αριστοτεχνικά τήν αλήθεια τής ένώσεως των δύο φύσεων στόν Χριστό.
Δέν γνωρίζουμε πόσο παρακολουθούσε τίς χριστολογικές δυσκολίες τής ’Εκκλησίας άπό τό 360/2, όταν καί ό Μ. ’Αθανάσιος αντιμετώπισε θέματα σχετικά. Βέβαιο είναι ότι ό Γρηγόριος άπό τό 362, όταν έγραψε τόν Β' Λόγον του, μιλούσε γιά άνάκραση θεότητας καί ανθρωπότητας σέ ένα, τόν Χριστό, καί γιά ψυχή άνθρώπινη, πού προσλαμβάνεται καί αύτή μέ τήν σάρκα:
«Τούτο (= είναι τό μυστήριο τής ένανθρωπήσεως καί θεοποιήσε ως) ή κενωθεΐσα θεότης, τούτο ή προσληφθεΐσα σαρξ, τούτο ή καινή μΐξις, Θεός καί άνθρωπος, έν έξ άμφοΐν καί δι’ ένός άμφότερα. Διά τούτο Θεός σαρκΐ διά μέσης ψυχής άνεκράθη καί συνεδέθη τά διε στώτα, τή πρός άμφω τού μεσιτεύοντος οικειότητι...» (Λόγος Β' 23).
«Έπί τήν ιδίαν εικόνα χωρεϊ (= ό θείος Λόγος) καί σάρκα φορεΐ διά τήν σάρκα καί ψυχή νοερμ διά τήν έμήν ψυχήν μείγνυται, τω όμοίω τό όμοιον άνακαθαίρων. Καί πάντα γίνεται, πλήν τής άμαρ τίας, άνθρωπος κυηθείς μέν έκ τής Παρθένου, καί ψυχήν καί σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι (έδει γάρ καί γέννησιν τιμηθήναι καί παρθενίαν προτιμηθήναι) προελθών δέ Θεός μετά τής προσ λήψεως, έν έκ δύο των έναντίων, σαρκός καί Πνεύματος ών τό μέν έθέωσε τό δέ έθεώθη... ό ών γίνεται καί ό άκτιστος κτίζεται καί ό αχώρητος χωρεΐται, διά μέσης ψυχής νοεράς μεσιτευούσης θεότητι καί σαρκός παχύτητι» (Λόγος ΛΗ' 13).«δύο φύσεις (= στόν Χριστό) είς έν συνδραμούσαι, ούχ υιοί δύο· μή καταψευδέσθω ή σύγκρασις»
«Τούτον (= τόν Υιόν τού Θεού) έπ’ εσχάτων τών ήμερων γεγενή σθαι διά σέ καί Υιόν ανθρώπου, έκ τής Παρθένου προελθόντα Μαρίας άρρήτως καί άρυπάρως (ούδέν γάρ ρυπαρόν ού Θεός καί δι’  ού σωτηρία), όλον άνθρωπον, τόν αυτόν καί Θεόν, ύπέρ όλου τού πεπονθότος, ΐνα όλω σοι τήν σωτηρίαν χαρίσηται, όλον τό κατά κρίμα λύσας τής αμαρτίας απαθή θεότητι, παθητόν τφ προσλήμ μάτι· τοσοΰτον άνθρωπον διά σέ, όσον  σύ γίνη δι’ έκεΐνον Θεός» (Λόγος Μ' 45).
Ή θεολογική εμφάνιση του Άπολιναρίου Λαοδικείας πριν από την δεκαετία τοϋ 360 σήμαινε την σπορά των χριστολογικών αιρέσεων. "Ο Γρηγόριος διαπίστωσε στην διδασκαλία τοΰ Άπολιναρίου μεγάλη διαστροφή τήςπίστεως τής Νίκαιας με συνέπειες χριστολογικές, άνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές. Πράγματι ό Άπολινάριος στην «“Εκθεση πίστεως» πρός τόν Ίοβιανό (363), παραθέτοντας μ’ επεξηγήσεις τό Σύμβολο Νίκαιας, παραλείπει τόν όρο «ένανθρωπήσαν τα» (πού προϋποθέτει πρόσληψη ολόκληρου τοϋ ανθρώπου) καί χρησιμοποιεί τήν περιβόητη φράση «μία φύσις τοϋ Θεοΰ Λόγου σε σαρκωμένη», γιά νά τονίσει ότι ό Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα (καί άλογη ψυχή).
Ή θέση αυτή, όπως ορθά διέκρινε ό Γρηγόριος, αμφισβητούσε τήν ακεραιότητα τής ανθρώπινης φύσεως στόν Χριστό, κατέστρεφε τήν ενότητα τοϋ ανθρώπου (νοϋς ή ψυχή καί σάρκα) καί έκανε προβληματική τήν σωτηρία του, έφόσον ό Λόγος δέν προσλάμβανε καί τόν άνθρώπινο νοϋ. Παρατηρούμε ότι, ενώ ό Άπολινάριος εκκινούσε από τήν αριστοτελική αρχή ότι δέν είναι δυνατόν νά συνυπάρχουν «δύο τέλεια» (θειος Λόγος καί άνθρωπος), ό Γρηγόριος εκκινούσε από τήν έμπειρική θεολογική άλήθεΐα, ότι «τό άπρόσληπτον άθεράπευτον ό δέ ήνωται τω Θεω, τούτο καί σώζεται» (Έπιστ. 101, 32, όπου καί άναπτύσσει τήν πρώτη εκτεταμένη άντιαπολιναριστική του θεολογία). Γιά τό ότι ό άνθρωπος σώζεται άπό κανέναν δέν στασιάζεται. Γιά νά σωθεί όμως ολόκληρος, πρέπει καί νά προσληφθεΐ ολόκληρος (καί ό νοΰς) άπό τόν θειο Λόγο. "Ετσι έφθανε στήν συνάφεια των δύο τελείων φύσεων (Έπιστ. 101, 37 καί 41). Γι αυτό έχουμε δύο τέλειες καί ολόκληρες φύσεις στόν Χριστό, κάτι πού κατορθώνεται μέ τήν θέωση τής ανθρώπινης φύσεως μέσω τής θείας φύσεως:
«Τήρει ούν τόν άνθρωπον όλον καί μΐξον τήν θεότητα, ϊνα τελέως εύεργετής» (Έπιστ. 101, 36).
Εντούτοις οί δύο φύσεις τοϋ Χριστού, μολονότι «άλλο» καθεαυ τήν ή θεία καί «άλλο» ή άνθρώπινη, δέν προϋποθέτουν καί «δύο Υιούς» (101, 19), όπως δίδασκε ό Διόδωρος Ταρσού, δέν οδηγούν σέ είδος δυοφυσιτισμοΰ (νεστοριανισμοΰ), επειδή οί δύο φύσεις «συν άπτονται κατ’ ουσίαν». Μάταια τόν κατηγορούσαν ότι διαχωρίζει τις δύο φύσεις, τις όποιες δήθεν άντιπαραθέτει (Έπιστ. 102).
«Έν τή συγκράσει, Θεοΰ μέν ένανθρωπήσαντος, άνθρώπου δέ θε ωθέντος... Λέγω δέ άλλο καί άλλο, έμπαλιν ή επί τής Τριάδος έχει. Έκεΐ μέν γάρ άλλος καί άλλος, ΐνα μη τάς ύποστάσεις συγχέωμεν ούκ άλλο δέ καί άλλο, έν γάρ τά τρία καί ταύτόν τή θεότητι» (Έπιστ. 101, 21).
Αν ό θειος Λόγος δεν προσελάμβανε καί τόν νοΰν, τότε δεν θά προσλαμβανόταν ολόκληρος ό άνθρωπος. Ό Γρηγόριος έστιαζε την προσπάθεια του στό νά δείξει ότι ό Λόγος προσέλαβε ολόκληρο τόν άνθρωπο καί γι’ αυτό στόν Χριστό έχουμε δύο πραγματικές φύσεις, τήν θεία, πού είναι αληθινή, καί την ανθρώπινη, πού είναι άκέραιη. Ή ένωση στόν Χριστό είναι τόσο άληθινή καί σαφής, όσο είναι ή ενότητα ψυχής καί σώματος στόν άνθρωπο. "Οπως έχουμε έναν άνθρωπο, πού όμως άποτελεΐται από δύο, ψυχή καί σάρκα, έτσι έχουμε καί έναν Χριστό. 'Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με τήν επέμβαση τού άγιου Πνεύματος («θεϊκώς μέν ότι χωρίς άνδρός»), αλλά ή Παρθένος Μαρία έκύησε σύμφωνα μέ τούς άνθρώπινους νόμους, φυσιολογικά καί πραγματικά, δηλαδή αναπτύχτηκε στούς κόλπους της ό Θεάνθρωπος, ώστε ορθά νά θεωρείται καί νά ονομάζεται Θεοτόκος ή Παρθένος Μαρία. Παρά ταΰτα ό Γρηγόριος δέν ταυτίζει τήν αόρατη θεία φύση μέ τήν ορατή κτιστή:
«εΐ τις ού Θεοτόκον τήν άγΐαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς έστι τής θεότητος. Εΐ τις ώς διά σωλήνος τής Παρθένου διαδραμεΐν, αλλά μή έν αύτή διαπεπλάσθαι λέγει θεϊκώς άμα καί άνθρωπικώς (θεϊκώς μέν χωρίς άνδρός, άνθρωπικώς δέ ότι νόμω κυήσεως), ομοίως άθεος. Εΐ τις διαπεπλάσθαι τόν άνθρωπον, εΐθ’ ύποδεδυκέ ναι λέγοι Θεόν, κατάκριτος. Ού γέννησις γάρ Θεού τούτο έστιν, άλλά φυγή γεννήσεως. Εΐ τις εισάγει δύο υιούς, ένα μέν τόν έκ τού Θεού καί Πατρός, δεύτερον δέ τόν έκ τής μητρός, άλλ’ ούχί ένα καί τόν αύτόν, καί τής υιοθεσίας έκπέσοι τής έπηγγελμένης τοΐς όρθώς πιστεύουσι. Φύσεις μέν γάρ δύο, Θεός καί άνθρωπος, έπεί καί ψυχή καί σώμα· υιοί δέ ού δύο, ούδέ θεοί. Ούδέ γάρ ενταύθα δύο άνθρωποι, εΐ καί ούτως ό Παύλος τό εντός τού άνθρώπου καί τό έκτος προσηγόρευσε. Καί εΐ δεΐ συντόμως εΐπεΐν, άλλο μέν καί άλλο τά έξ ών ό Σωτήρ (εϊπερ μή ταύτόν τό άόρατον τω όρατφ καί τό άχρονον τώ ύπό χρόνον), ούκ άλλος δέ καί άλλος μή γέ νοιτο. Τά άμφότερα έντή συγκράσει, Θεού μέν ένανθρωπήσαντος, άνθρώπου δέ θεωθέντος, ή όπως άν τις όνομάσειε. Λέγω δέ άλλο καί άλλο, έμπαλιν ή επί τής Τριάδος έχει. Έκεΐ μέν γάρ άλλος καί άλλος (= Πατήρ, Υίός, Πνεύμα), ΐνα μή τάς ύποστάσεις συγχέω μεν... Εΐ τις ώς έν προφήτη λέγοι κατά χάριν ένηργηκέναι (= ό θείος Λόγος), άλλά μή κατ’ ούσίαν συνήφθαί τε καί συνάπτεσθαι, είη κενός τής κρείττονος ένεργείας» (= θείας χάριτος) (Έπιστ. 101, 1622).
Τήν θεολογία ό Γρηγόριος, ότι ό θειος Λόγος προσέλαβε σάρκα καί νοΰν συγχρόνως, ένισχύει καί μέ τήν εξής παρατήρηση: στόν νοΰ εστιάζεται τό κατ’ εικόνα τοΰ άνθρώπου καί τό κατ’ εικόνα τοϋτο αμαυρώθηκε μέ τό προπατορικό αμάρτημα. 'Η άναστήλωση τοΰ κατ’ εικόνα, τήν οποία ήρθε στήν γή νά πραγματώσει ό Θεός Λόγος, θά ήταν άδύνατο νά έπιτευχτεϊ χωρίς τήν πρόσληψη τοΰ νοΰ, στόν όποιο βρίσκεται τό κατ’ εικόνα. ’Ακόμη, έάν προσελάμβανε μόνο σάρκα, τά «πάθη» του Χρίστου θά οφείλονταν στην ίδια την θεότητά του, έφόσον αυτά συνδέονται μέ τόν νοϋν καί τήν ψυχή του ανθρώπου.
Γιά τό πώς έγινε δυνατόν νά ένωθεΐ ή ανθρώπινη φύση μέ τήν θεία, χωρίς ν’ άφομοιωθεΐώς κατώτερη, δίνει, πλήν άλλων, μία χαρακτηριστική εικόνα. Ή ανθρώπινη, γράφει, φύση ενώνεται στήν θεία, όπως τό φως των άστέρων στό φως τοΰ ήλιου καί ή λαμπάδα σέ μιά πυρκαϊά. Στήν διάρκεια τής ήμέρας τ’ άστέρια δέν φαίνονται, αλλά ύπάρχουν όλόκληρα. Καί ή λαμπάδα δέν φαίνεται στίς δυνατές φλόγες τής πυρκαϊάς, αλλά ύπάρχει (Έπιστ. 101, 44-45).
«Εί τις εις άνουν άνθρωπον ήλπικεν, άνόητος όντως έστί καί ούκ άξιος δλως σώζεσθαι. Τό γάρ άπρόσληπτον άθεράπευτον δ δε ή νωται τώ Θεώ, τούτο καί σώζεται. Εί ήμισυς έπταισεν ό Άδάμ, ήμισυ καί τό προσειλημμένον καί τό σωζόμενον... εί μεν γάρ άψυχος δ άνθρωπος, τούτο καί άρειανοί λέγουσιν, ΐν’ έπί τήν θεότητα τό πάθος ένέγκωσιν, ώς τού κινοϋντος τό σώμα, τούτου καί πά σχοντος. Εί δέ άψυχος, εί μέν ού νοερός, πώς καί άνθρωπος; ού γάρ άνουν ζώον ό άνθρωπος... Άλλ’ ήρκει, φησίν, ή θεότης αντί του νοΰ. Τί ούν πρός έμέ τούτο; Θεότης γάρ μετά σαρκός μόνης ούκ άνθρωπος, άλλ’ ούδέ ψυχής μόνης, ούδέ άμφοτέρων χωρίς τού νοΰ, δ καί μάλλον άνθρωπος. Τήρει ούν τόν άνθρωπον όλο ν καί μΐξον τήν θεότητα, ΐνα με τελέως εύεργετής... εί τό χείρον (= τό σώμα) προσείληπται, ΐν’ άγιασθή διά τής σαρκώσεως, τό κρεΐτ τον (ό νοϋς) ού προσληφθήσεται, ΐν’ άγιασθή διά τής ένανθρωπή σεως; Εί ό πηλός (= τό σώμα) έζυμώθη καί νέον φύραμα γέγονεν, ώ σοφοί, ή είκών (= ό νοϋς) ού ζυμωθήσεται καί πρός Θεόν άνα κραθήσεται, θεωθεΐσα διά τής θεότητος;... "Ο γάρ τήν εντολήν έ δέξατο (= δηλ. ό νοϋς), τούτο καί τήν έντολήν ούκ έφύλαξεν ό δέ ούκ έφύλαξε, τούτο καί τήν παράβασιν έτόλμησεν ό δέ τής σωτηρίας έδεΐτο, τούτο καί προσελήφθη· ό νοΰς άρα προσείληπται» (Έπιστ. 101, 32-52).
Διακεκριμένες ύποστάσεις ένωμένες φύσεις
Τήν ενότητα των υποστάσεων τής 'Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί ό Γρηγόριος γιά πρώτη φορά ώς πρότυπο τής ένότητας των δύο φύσεων στόν Χριστό, γιατί έβλεπε καθαρά καί τόν κίνδυνο νά θεωρηθεί ότι άπορροφάται ή άνθρώπινη φύση άπό τήν θεία (μονοφυσιτισμός, στόν όποιο σαφώς οδηγούσε ό Άπολινάριος) καί τόν κίνδυνο νά θεωρηθεί ή πρόσληψη τής άνθρώπινης φύσεως άπό τήν θεία ώς έπιφα νειακή, επίπλαστη, εξωτερική, άρα μή πραγματική. Τούτο θ’ άφαι ρούσε τήν δυνατότητα τής σωτηρίας, άφοΰ ή έπίπλαστη πρόσληψη δέν εξασφαλίζει τήν θέωση ή μεταστοιχείωση τού άνθρώπου, καί θά κατέλυε τήν ενότητα τού προσώπου τοΰ Χριστού. Στήν παρομοίωση όμως Τριάδας καί φύσεων στόν Χριστό επισημαίνει ότι οί φύσεις υπάρχουν κεκραμένες, ένώ οί ύποστάσεις διακεκριμένες. Με την παραπάνω θεολογία του ό Γρηγόριος έθεσε τίς βάσεις τής χριστολογίας, μολονότι χρειαζόταν ακόμα έπΐπονη θεολογική προσπάθεια, γιά νά δειχτεί ό τρόπος τής ενότητας των τελείων φύσεων τού Χριστού, κάτι πού έγινε κυρίως από τόν Γρηγόριο Νύσσης, τόν Κύριλλο ’Αλεξανδρείας καί τόν Θεοδώρητο Κύρου.
Ή θεήλατη καί γενναία θεολογία του περί των δύο τελείων φύσεων τού Χριστού, καθώς καί ή έπιμονή του στην πρόσληψη όλό κληρου τού άνθρώπου, έξηγοΰν καί φωτίζουν την ανθρωπολογία του. Τονίζει με τρόπο μοναδικό τό μεγαλείο καί τίς προοπτικές τού άνθρώπου, ό όποίος είναι κράμα δύο κόσμων, τού ύλικοΰ καί τού πνευματικού (χοΰς, νοΰς, πνεύμα), συνιστά «κόσμον δεύτερον ( = μετά τόν υλικόν), έν μικρω μέγαν.... τόν αύτόν πνεύμα καί σάρκα» (Λόγος ΛΗ' 11). Ό «μικρός» άνθρωπος είναι «μέγας» κατά τό πνεύμα, άφοΰ γίνεται «έπόπτης τής όρατής φύσεως», «μύστης των νοουμένων» καί προορίζεται νά θεωθεΐ, νά ένωθεΐ πραγματικά μέ τόν Θεό (βλ. Λόγος ΜΕ' 7). Ή πτώση τού άνθρώπου είχε ώς άποτέλεσμα την έξορία του άπό τόν παράδεισο καί τήν πικρή περιπλάνηση, την όποια ταυτίζει μέ τούς «δερμάτινους χιτώνας», τήν σάρκα καί τά πάθη. Ή πραγματικότητα αυτή έχει κάτι τό θετικό: τού προκά λεσε τήν αισχύνη ενώπιον τού Θεού καί τού δημιούργησε τόν θάνατο, τουλάχιστον «ϊνα μή άθάνατον ή τό κακόν» (Λόγος ΜΕ' 8), καί τήν αμαρτία. Στόν Χριστό όμως έπανακοινωνεΐ μέ τόν Θεό καί μάλιστα μέ τρόπο άνώτερο άπό τόν πρώτο καί θεοειδέστερο:
«ζώον έν έξ άμφοτέρων, άοράτου τε λέγω καί όρατής φύσεως, δημιουργεί τόν άνθρωπον. Καί παρά μέν τής ύλης λαβών τό σώμα ήδη προϋποστάσης, παρ’ έαυτοϋ δε πνοήν ένθείς (ό δή νοερόν ψυχήν καί εικόνα Θεού οϊδεν ό λόγος), οϊόν τινα κόσμον έτερον ( = μετά τόν υλικόν), έν μικρω μέγαν, επί τής γής έστησεν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, έπόπτην τής όρατής κτίσεως, μύστην τής νοούμενης, βασιλέα των έπί γής, βασιλευόμενον άνωθεν, Επίγειον καί ουράνιον, πρόσκαιρον καί άθάνατον, όρατόν καί νοού μενον, μέσον μεγέθους καί ταπεινότητος, τόν αύτόν πνεύμα καί σάρκα... ζώον ένταϋθα οίκονομούμενον καί άλλαχοΰ μεθιστάμε νον καί — πέρας τού μυστηρίου — τή πρός Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ' 7). «Μετέλαβον (= ώς άνθρωπος) τής εΐκόνος καί ούκ έφύλαξα· μεταλαμβάνει τής έμής σαρκός, ϊνα καί τήν εικόνα σώ ση καί τήν σάρκα άθανατίση. Δευτέραν κοινωνεΐ κοινωνίαν, πολύ τής προτέρας παραδοξοτέραν. "Οσω τότε μέν κρείττονος μετέδω κε, νϋν δέ μεταλαμβάνει τού χείρονος. Τούτο τού προτέρου θεοει δέστερον· τούτο τοΐς νούν έχουσιν ύψηλότερον» (Λόγος ΜΕ' 9).
Ό ποιητής
Ό Γρηγόριος υπήρξε σπουδαίος ποιητής με εξαιρετική αίσθηση του λόγου. Τό περίεργο είναι όμως ότι, μολονότι γνώριζε καί σποραδικά, μή οργανωμένα, χρησιμοποίησε τήν τονική ρυθμοποιία (δύο πάντως όργανωμένα ποιήματα σέ τονικό μέτρο άποδόθηκαν εσφαλμένα στόν Γρηγόριο), έγραψε 19.000 περίπου προσωδιακούς στίχους, από τό 371 καί μετά. Φυσικά είχε μικρές πιθανότητες νά διαβαστεί εύρέ ως ή ποίησή του καί καμμιά ελπίδα νά γίνει ύμνωδία τής Εκκλησίας. 'Η εξήγηση τού φαινομένου σχετίζεται όχι τόσο μέ τήν άνάγκη ν’ απαντήσει στόν νόμο τού ’Ιουλίανοϋ (362), πού απαγόρευε στούς χριστιανούς καθηγητές νά διδάσκουν στίς εθνικές σχολές, αλλά μέ προσωπικές παρορμήσεις, ενώ παράλληλα έδρασε ώς αφορμή καί ή πλούσια προσωδιακή ποίηση τού μή ορθόδοξου Άπολιναρίου. Ό ίδιος ό Γρηγόριος, στό ποίημά του "Εμμετρα (έπη ΛΘ') δίνει μία έ ξήγηση στά ερωτηματικά, πού φίλοι κι εχθροί διατύπωναν, βλέπον τάς τον νά γράφει ποιήματα καί δή προσωδιακά. Εξηγεί λοιπόν ότι αποφάσισε νά γράφει σέ στίχους τίς σκέψεις του, γιά νά περιορίσει τήν άμετρία ή τήν πολυλογία του, γιά νά ωφελεί τούς νέους, πού ευχαριστούνται περισσότερο διαβάζοντας ποιήματα, γιά νά μήν εμφανίζονται οί χριστιανοί ώς απαίδευτοι ενώπιον των έθνικών καί γιά νά παρηγορεΐται στήν διάρκεια τής μακρόχρονης αρρώστιας του. Αυτά όμως δικαιολογούν μόνο περιστασιακή ενασχόληση μέ τήν ποίηση, όχι τήν πληθωρική καί ρωμαλέα καί καλοοργανωμένη ποίηση τού Γρηγορίου. 'Ο Γρηγόριος, άρα, ήταν ταλαντούχος ποιητής πού μέ ποικίλες αφορμές έγραψε ποιήματα.
Τά ποιήματα (έπη) τού Γρηγορίου είναι δ ογ μ α τ ι κ ά, στά όποια εκτίθεται ή τριαδολογία καί ή χριστολογία του, επιτάφια επιγράμματα, ηθικά καί διδακτικά καί ιστορικά, δηλαδή αύτοβιογραφικά. Σέ πάρα πολλά άπό αύτά συναντά ό αναγνώστης αληθινή έμπνευση, ρωμαλέα σκέψη, νευρώδη λόγο, έντονο λυρισμό διάθεση έξομολογητική, βαθιά μελαγχολία, άπογοήτευση καί μεγα ληγορία. ’Αλλά καί ή πεζότητα, πού κακώς γενικεύτηκε άπό μερικούς έρευνητές, χαρακτηρίζει πολλούς άπό τίς τόσες χιλιάδες τών στίχων του. Πάντως, παρά τήν μεγάλη ποιητική άξια τών Επών, ό Γρηγόριος είναι μεγάλος ποιητής πρώτα γιά τήν ποιητικότητα τών «πεζών» κειμένων του κι έπειτα γιά τίς πολλές χιλιάδες τών στίχων του. Αυτοί δέν είχαν άνταπόκριση στό αισθητήριο τής εποχής καί οί μιμητές τους υπήρξαν ελάχιστοι καί περιθωριακοί. ’Αντίθετα, ποιητικά τμήματα Λόγων του, αύτούσια ή μέ επεμβάσεις, έγιναν ύμνοι τής Εκκλησίας άπό μεταγενέστερους ποιητέςύμνωδούς Κανόνων ήδη άπό τόν ΣΤ' αιώνα, εάν μή κι ένωρΐτερα.
Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ μικρά τμήματα Λόγων τού Γρηγορίου καί άνάλογα τμήματα των Κανόνων, πού ψάλλονται καί σήμερα στους "Ορθρους των σχετικών έορτών τοΰ εκκλησιαστικού έτους. Έτσι διαπιστώνεται καί ή αξιόλογη ποιητικότητα τού Γρηγορίου καί ή επίδρασή του στους μεταγενέστερους ύμνογράφους τής Εκκλησίας, μεταξύ τών όποιων οί κορυφαίοι ποιητές ’Ιωάννης Δαμασκηνός καί Κοσμάς ό Μελωδός. Τό γεγονός μάλιστα, ότι εκκλησιαστικοί ύμνοι ποιήθηκαν βάσει όμιλητικών κειμένων τού Γρηγορίου, γνώριζε καί ό άββάς Δωρόθεος τόν ΣΤ' αιώνα, πού παραθέτει τόν σχετικό ύμνο, άναφερόμενος καί στόν αντίστοιχο Λόγο τού Γρηγορίου. Χαρακτηριστικό τού αναπτυγμένου ποιητικού αισθητηρίου τού Γρηγορίου είναι καί ότι ό ιερός άνδρας, γράφοντας καί εκφωνώντας τόν Λόγο του ΜΕ' στό "Αγιο Πάσχα, χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από παλαιότερο ύμνο (νομίζουμε τού Γ' αι.: Βλ. Πατρολογία μας, τόμος Α', σ. 473) στό Πάσχα, κείμενο σαφώς ποιητικό.
«...ίερεΐα έμψυχα, όλοκαυτώματα λογικά, θύματα τέλεια,
θεοί διά Τριάδος προσκυνουμένης: (PG 36,232).
Κοσμά Μελωδοΰ, Κανών εϊς τά Χριστούγεννα:
Ό άσαρκος σαρκοΰται, ό Λόγος παχύνεται, ό αόρατος όράται, ό άναφής ψηλαφάται, ό άχρονος άρχεται,
ο Υιός τοΰ Θεού υιός άνθρώπου γίνεται.
Έλληνες διαγελάτωσαν,
(Αίρετικοί γλωσσαλγείτωσαν.
Τότε πιστεύσουσιν,
Οταν ΐδωσιν εις ούρανόν άνερχόμενον»
Λόγος (ΜΕ') είς τό άγ. Πάσχα:
«Αϋτη ή κλητή καί άγία ήμέρα ή μία τών Σαββάτων, ή βασιλίς καί κυρία, έορτή έορτών καί πανήγυρίς έστι πανηγύρεων εις τούς αιώνας» (Ώδή η' , Ειρμός).
«Ώ Πάσχα τό μέγα καί Ιερώτατον, Χριστέ ώ σοφία καί Λόγε τοϋ Θεού  καί δύναμις, δίδου ήμΐν έκτυπώτερον σου μετασχεΐν έν τή άνεσπέρω ήμέρα τής βασιλείας σου»
(Ώδή θ').
Πολλά διευθετημένα σέ στίχους πεζά κείμενα του Γρηγορίου άπο δεικνύονται ρυθμικός λόγος, χαρακτηριστικά τοΰ όποιου είναι ή τάση γιά προπαροξυτονισμό, όμοτονία, ίσοσυλλαβία καί ομοιοκαταληξία. Συνήθη είναι τά δίστιχα παραλληλισμού ή άντιθέσεως καί ή τομή. ’Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται γιά τά ομοιοκατάληκτα καί συχνά ισοσύλλαβα βραχέα κώλα, πού ώς στιχουργική ήταν συστηματοποιημένη από τόν σύρο Έφραίμ. Τό φαινόμενο όμως άπαντά πολύ πρίν 
άπό τόν Έφραίμ στήν άσιανική ρητορεία καί μάλιστα σέ πολλές προ γρηγοριανές πατερικές ομιλίες, όπως φάνηκε άπό την παράθεση τμήματος τοΰ Λόγου ΛΗ' τού Γρηγορίου.
Ιδιαίτερος λόγος γίνεται συνήθως γιά δύο κείμενα, διευθετημένα σέ στίχους μέ όρισμένα σταθερά ποιητικά μέτρα, δηλ. τήν ίσοσυλ λαβία καί τόν δυναμικό τονισμό. Πρόκειται γιά τόν «"Υμνον εσπερινόν» άπό 25 στίχους (PG 37, 511-514)
«Ιδέ καί νύν εϋλογοΰμεν / Χριστέ μου, Λόγε Θεού, φώς έκ φωτός άναρχου / καί πνεύματος ταμίαν, τριττοΰ φωτός εις μίαν / δόξαν αθροιζόμενου ας έλυσας τό σκότος, ας ύπέστησας τό φως»
καί τόν «Πρός παρθένους παραινετικόν» άπό 100 στίχους (PG 37, 632640)
Παρθένε νύμφη τού Χριστού / δόξαζε σου τόν νυμφίον
Μόνον δλως σεαυτήν / αγνήν τήρει, Παρθένε.
Μήπως σπιλώσης Χριστού / τόν άσπιλον χιτώνα.
“Ομμα σοι σωφρονείτω / γλώσσα παρθενεύτω».
Γιά τά ποιήματα αύτά, πού δεν είναι καί σπουδαίας έμπνεύσεως, διατυπώθηκαν άμφιβολίες μέχρι βεβαιότητα περί τοΰ ότι δέν προέρχονται άπό τήν γραφίδα τού Γρηγορίου. Άπό γνήσια όμως ποιήματα τοϋ ίδιου (π.χ. «Ύποθήκαι παρθένοις»: έπη Ηθικά 2) λαμβάνουν ιδέες καί εικόνες. Άρα τά δύο ποιήματα οφείλονται σέ κάποιον συμ πιλητή τοϋ τέλους τοϋ Δ' ή των άρχών τοΰ Εχ αΐ. Αύτά, είναι σαφές, άποτελοΰν δείγμα τής ύποχωρήσεως τής προσωδίας, πού στηρίζεται στήν διάκριση μακρών καί βραχειών συλλαβών, καί εισβολής τής τονικής ρυθμοποιΐας, πού όμως δέν ρυθμίζει άκόμη άπόλυτα τό μέτρο καί πού στηρίζεται στόν δυναμικό τονισμό. Πάντως καί τά δύο παραπάνω ποιήματα είναι δεκατετρασύλλαβοι, πού χωρίζονται σέ δύο ήμιστίχια τών έπτά συλλαβών. Στό δεύτερο ημιστίχιο τοΰ «Πρός παρθένους παραινετικού» έχουμε πάντοτε παροξυτονισμό τόνο στήν παραλήγουσα  δηλαδή πόδα τονικό τροχαίο ( υ), ά διάφορο άν ή τονιζόμενη παραλήγουσα είναι μακρά ή βραχεία. Άκόμη έχει μεγάλη σημασία τό γεγονός ότι στό τελευταίο ποίημα, τοϋ όποιου τουλάχιστον μερικοί στίχοι είναι παραλλαγμένοι προσωδιακοί στίχοι τοϋ Γρηγορίου, παρατηρεΐται Ισχυρή παύση, στό τέλος κάθε δύο στίχων, κάτι πού προϋποθέτει συνείδηση στροφής ποιητικής, έχουμε δηλ. ατροφική στιχουργική, πού θά οδηγήσει στις ατροφικές συνθέσεις τών Κοντακίων μετά άπό έναν αιώνα καί περισσότερο.
Τούς περίπου 19.000 άρχαιοπρεπεΐς στίχους του ό Γρηγόριος έγραψε βάσει τών μέτρων τοΰ Όμήρου, τοϋ Ησιόδου, τών τραγικών, τών λυρικών καί άλλων ποιητών. "Ετσι π.χ. γράφει σέ ιαμβικό τρίμετρο,
σέ ήρωικό έξάμετρο καί σέ άνακρεόντεια μέτρα, τά όποια μάλιστα ενίοτε παραλλάσσει.
Ενδεικτικά παραθέτουμε όκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους μέ παροξυτονισμό από τόν «"Υμνον πρός Θεόν»:
Καί ό επίλογος του αύτοβιογραφικοϋ ποιήματος «Πρός τόν εαυτόν βίον», πού έγραψε σέ ιαμβικό τρίμετρο γιά νά έκφράσει πλήν άλλων τήν απογοήτευσή του γιά ό,τι συνέβη κατά τήν Β' Οίκουμ. Σύνοδο (381) καί τήν από έκεΐ φυγή του:
«Πέρας λόγου· πάρειμι νεκρός έμπνοος.
Ήττημένος (του θαύματος) στεφηφόρος, έχων Θεόν τε καί φίλους τούς ένθεους άντί θρόνου τε καί κενού φρυάγματος.
Ύβρίζετ’, ευθυμείτε, πάλλεσθ’, ώ σοφοί ωδήν τίθεσθε τάς εμάς δυσπραξίας έν συλλόγοις τε καί πότοις καί βήμασι.
Χθές ένθρονισταί καί διώκται σήμερον.
Ζητώ τιν’ οίκεΐν εκ κακών έρημίαν, ού μοι τό θειον νώ μόνω ζητούμενον, ελπίς τε κούφη τών άνω, γηροτρόφος.
Έκκλησίαις δέ τί δώσομεν; τό δάκρυον.
Εις τούτο γάρ με καί συνήγαγε Θεός, πολλαΐς έλίσσων τήν έμήν ζωήν στροφαΐς.
"Η ποΐ προβήσετ’; Ειπέ μοι, Θεού Λόγε
Εις τήν άσειστον εύχομαι κατοικίαν,
ένθα Τριάς μου καί τό σύγκρατον σέλας,
ής νύν άμυδραΐς ταΐς σκιαΐς ύψούμεθα» (PG 37, 1163-1166).
Βίος
Ό Γρηγόριος γεννήθηκε περί τό 329/30 στήν Ναζιανζό. Ό πατέρας του, Γρηγόριος έπίσης, ήταν έπίσκοπος τής πόλεως, πλούσιος γαιοκτήμονας καί ΐσως έβραϊκής καταγωγής, δεδομένου ότι άνήκε γιά πολύ στήν ΐουδαιο είδωλολατρική αίρεση τών Ύψισταρίων, τήν όποια έγκατέλειψε μέ τήν επιμονή καί τίς προσευχές τής εύσεβέστατης συζύγου του Νόννας. Ό υιός 
Γρηγόριος σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισαρεία τής Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε μέ τόν Βασίλειο (341/343), στην Καισαρεία τής Παλαιστίνης, στην ’Αλεξάνδρεια καί τέλος στην ’Αθήνα (350/357), όπου δίδασκαν σπουδαίοι ρητοροδιδάσκαλοί, όπως ό Ίμέριος καί ό Προαιρέσιος καί όπου στερέωσε τήν φιλία του μέ τόν Βασίλειο. Τό τελευταίο έτος τής παραμονής του στην ’Αθήνα (356/7) δίδαξε καί ό ίδιος ρητορική (εγκυκλοπαιδική φιλοσοφία), όπως έκανε καί μόλις έπέστρεψε στήν Ναζιανζό, μέ τήν παράκληση φίλων του. ’Ήδη άπό τό 358/9, εποχή πού δέχτηκε τό βάπτι σμα, βρίσκεται σέ συχνή επικοινωνία μέ τόν φίλο του Βασίλειο, τόν όποιο ακολούθησε στό άσκητήριό του στόν Πόντο (κοντά στόν "Ιρι ποταμό), τέλος του 360. Έκεΐ συνασκήτεψαν καί συνεργάστηκαν γιά τήν τελική σύνταξη έργων, γιά τά όποια ό καθένας είχε ήδη εργαστεί (ό Γρηγόριος γιά τήν «Φιλοκαλία»), Στό τέλος τού 361 ή λίγο πριν άπό τό Πάσχα τού 362, ύποκύπτοντας στις πιέσεις τού πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά άπό σύντομη φυγή στό άσκητήριό τού Βασιλείου επανήλθε καί βοηθούσε τόν γέροντα πατέρα του στό ποιμαντικό έργο, εγκαινιάζοντας καί τήν θεολογική του προσφορά.
Περί τό τέλος τού 363 καί τίς άρχές τού 364 ό Ευσέβιος Καισαρείας προσ κάλεσε στήν Καισάρεια ώς βοηθό του τόν Γρηγόριο, ό οποίος άντιπρότεινε γιά τήν θέση τόν Βασίλειο, πού τελικά δέχτηκε. Τό 368/9 δοκιμάστηκε πολύ άπό τόν θάνατο των άδελφών του, Καισαρίου, άνώτερου αύλικοΰ ύπαλ λήλου, καί Γοργονίας. Τό 370 βοήθησε άθέλητα καί έμμεσα τόν Βασίλειο νά έκλεγεΐ μητροπολίτης Καισαρείας. Στις επανειλημμένες προσκλήσεις τού τελευταίου, πού μάλιστα τού άνέθετε τήν ευθύνη τής κατηχήσεως καί τής καταπολεμήσεως των άρειανών, άπαντούσε άρνητικά, διότι προτιμούσε τήν ήσυχία καί διότι είχε τήν εύθύνη τής επισκοπής Ναζιανζοϋ (ό επίσκοπος πατέρας του ήταν πλέον ύπέργηρος καί κοιμήθηκε τό 374, λίγο πριν άπό τήν σύζυγό του Νόννα).
Τό 372 ό Βασίλειος, προκειμένου νά ένισχύσει τήν επιρροή του στήν Καππαδοκία, χειροτόνησε άκοντα τόν Γρηγόριο επίσκοπο γιά τήν άσημη κωμόπολη Σάσιμα. ’Αντί όμως νά μεταβεΐ έκεΐ, κατέφυγε σέ όρεινό μέρος καί γύρισε μόνο όταν ό πατέρας του ύποσχέθηκε ότι δέν θά τόν πιέσει νά πάει στά Σάσιμα, τά όποια καί άπλώς έπισκέφτηκε. Γιά τήν πρωτοβουλία αυτή τού Βασιλείου ό Γρηγόριος θά παραπονεΐται σέ όλη του τήν ζωή, χωρίς αυτό νά σημαίνει ότι οί δύο άνδρες δέν συνεργάζονταν ή ότι έπαυσαν νά συνδέονται μέ φιλία. ’Αντίθετα, ό Γρηγόριος επισκεπτόταν τόν Βασίλειο, συζητούσε μαζί του κρίσιμα έκκλησιαστικοθεολογικά θέματα, όπως τό περί τής θεότητας τού άγ. Πνεύματος, καί κήρυττε στήν Καισάρεια.
Μέτά τόν θάνατο τού πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη τήν εύθύνη τής επισκοπής. "Οταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οί συμπολίτες του δέν φρόντιζαν νά έκλεγεΐ νέος έπίσκοπος (γιά νά κρατήσουν έκεΐ τόν ίδιο τόν Γρηγόριο), έφυγε γιά τήν Σελεύκεια (Ίσαυρία) κι έγκαταστάθηκε γιά τέσσερα περίπου χρόνια στόν έκεΐ ναό τής άγιας Θέκλας, πραγματοποιώντας τό παλαιό του όνειρο γιά μοναστική ζωή, νηπτικό βίο,ήσυχία καί θεωρία. Στό τέλος τού 378 άρρώστησε τόσο, πού δέν μπόρεσε νά ταξιδέψει στήν Καισάρεια, όπου ό Βασίλειος κοιμήθηκε καί κηδεύτηκε τήν 1.1.379. Τό γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος τοΰ 378 ύπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων τής Κωνσταντινουπόλεως καί μετέβη έκεΐ, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους άρειανούς, πού κυριαρχούσαν απόλυτα. Με κέντρο τόν ναΐσκο τής Άναστάσεως (ή Αναστασίας) κατήχησε, δίδαξε, έξε φώνησε τούς περίφημους Θεολογικούς Λόγους, στήριξε τούς ορθοδόξους καί μέ τόν θεόπνευστο λόγο του άνέστησε τήν ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη. Ή θεολογική του διδασκαλία είχε τόση άπήχηση, ώστε νά έρχονται νά τόν άκούσουν πεπαιδευμένοι θεολόγοι ακόμα καί από μακρινές περιοχές τής αυτοκρατορίας (Ιερώνυμος, Εύάγριος Ποντικός κ.α.). Οί ά ρειανοί άντέδρασαν βίαια. Τού επιτέθηκαν βάναυσα καί δέν δίστασαν νά επιχειρήσουν τήν δολοφονία του. Ευτυχώς ό δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στόν άσκητή καί θεολόγο επίσκοπο, μετανόησε. Μεγαλύτερη οδύνη τού προξένησε ό κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος, τόν όποιο προστάτεψε καί ό όποίος μέ τήν βοήθεια τού Πέτρου ’Αλεξάνδρειάς πέτυχε νά γίνει επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παραγκωνίζοντας τόν Γρηγόριο. Απογοητευμένος ό Γρηγόριος αποφάσισε νά φύγει, αλλά οί παρακλήσεις τών ορθοδόξων τόν έπεισαν νά μείνει γιά νά στερεώσει τό μέγα έργο του. Στίς 27 Νοεμβρίου τού 380 ό φιλορθόδοξος νέος αύτοκράτορας Θεοδόσιος τού παρέδωσε τόν ναό τών άγιων ’Αποστόλων, άφού διέταξε τόν άρειανόφιλο επίσκοπο τής Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο νά έγκαταλείψει τήν πόλη.
Ή Β' Οικουμενική Σύνοδος, πού συνήλθε τόν Μάιο τού 381, τού επιφύλαξε τιμές αλλά καί πικρίες. Οί συνοδικοί μέ επικεφαλής τόν ομολογητή Μελέτιο ’Αντιόχειας αναγνώρισαν τόν Γρηγόριο ώς άρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Μέ τόν έπισυμβάντα θάνατο τού Μελετίου ανατέθηκε ή προεδρία τής Συνόδου στόν Γρηγόριο πού άφελώς πρότεινε τόν Παυλΐνο ώς κανονικό διάδοχο τού Μελετίου. Ή πρόταση δυσαρέστησε πολύ τούς ανατολικούς έπισκόπους. Αλλά καί οί επίσκοποι Μακεδονίας καί Αΐγύπτου, πού κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν τήν κανονικότητα τού Γρηγορίου ώς επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τά Σάσιμα. Βέβαια, ό 15ος κανόνας τής Νίκαιας απαγόρευε τήν μετάθεση, αλλά ό Γρηγόριος δέν άνέλαβε ποτέ τήν διαποί μανση τής έπισκοπής Σασίμων. Ή δυσκολία μπορούσε νά ξεπεραστεΐ, αλλά ή ευαισθησία τού Γρηγορίου είχε τρωθεΐ. Γι αυτό στά μέσα Ιουνίου παραιτήθηκε, άφού εκφώνησε τόν συγκλονιστικό Συντακτήριο Λόγο του ένώπιον τών έπισκόπων. "Εφυγε αμέσως γιά τήν πατρίδα κι έγκαταστάθηκε στήν Άριανζό. Φρόντισε τήν ύγεία του, ήρθε στήν Ναζιανζό, βοήθησε γιά λίγο τήν Εκκλησία της, καταπολέμησε (382) τούς άπολιναριστές τής περιοχής, έσωσε τήν πόλη άπό τήν καταστροφική οργή τού έπάρχου ’Ολυμπίου, συνέβαλε στήν τοποθέτηση (383) ώς επισκόπου Ναζιανζού τού ανεψιού του Εύλαλίου καί άποσύρθηκε οριστικά στήν Άριανζό. Έκεΐ έζησε μέ άσκηση καί συγγραφή (ποιημάτων) τά τελευταία χρόνια του. Κοιμήθηκε τό 390 (όχι τό 389). Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 25 ’Ιανουάριου (καί στίς 30, μέ τόν Μ. Βασίλειο καί τόν ιερό Χρυσόστομο).
Εργα
Ό Γρηγόριος ήταν συγγραφέας μεγάλης δυνάμεως καί απαράμιλλου κάλλους. Είχε βαθιά αίσθηση του άττικοΰ λόγου καί χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την άσιανική ρητορεία. Τά ποικίλα καί κάποτε πληθωρικά σχήματα (ύπερβατά, ελλειπτικά, μεταφορές, αποστροφές) μέ τίς εικόνες καί τίς λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις άνέδειξαν τά κείμενά του σαγηνευτικό ανάγνωσμα των μεταγενεστέρων. Καί αύτό παρά τήν νοηματική τους βαθύτητα καί τήν όχι σπάνια σκοτεινότητά τους, πού οφείλεται κυρίως στόν μεγάλο φορτισμό μέ προσωπικές εμπειρίες, τίς όποιες επιχειρούσε νά ένδύσει μέ λόγο. Ή ρητορικότητα τού λόγου αποβαίνει ποιητικότητα τόσο συχνά, ώστε μεταγενέστεροι ποιητές Κανόνων νά παρουσιάσουν αυτούσια ή μέ προσαρμογές όλόκληρα κείμενά του ως ύμνους εκκλησιαστικούς (βλ. άββά Δωρόθεο, ’Ιωάννη Δαμασκηνό, Κοσμά Μαϊουμά, Νικηφόρο Βλεμμύδη κ.ά.).
Τά κείμενά του διακρίνονται σέ Επιστολές, Λόγους καί Έπη (δηλαδή προσωδιακά ποιήματα). Οί Επιστολές του είναι περι στασιακές καί πολύ προσωπικές. Λίγες μόνο από αύτές έχουν θεολογικό ενδιαφέρον, ένώ σχεδόν όλες άποδεικνύουν τήν ρητορική του δεινότητα. Οί Λόγοι είναι τό ύψιστο δημιούργημά του, γλωσσικά καί θεολογικά. Γράφηκαν μέ σκοπό πολεμικοαπολογητικό, πρός έγκωμιασμό προσώπων, μέ τήν ευκαιρία έκκλησιαστικών εορτών καί πρός επίλυση θεολογικών προβλημάτων. “Εχουμε λοιπόν Λόγους άπολογητικούς, έγκωμιαστίκούς, έόρ τιους καί δογματικούς. Φυσικά ή διάκριση είναι συμβατική, όπως είναι συμβατικός καί ό χαρακτηρισμός ως Λόγων τών Λόγων Β' (Απολογητικός τής εις τόν Πόντον φυγής), Γ'Δ' (Κατά Ίουλιανοΰ στηλιτευτικοί) καί ΛΓ' (Πρός άρειανούς), οί όποιοι άποτελούν διατριβές ή πραγματείες, γραμμένες μετά άπό σύντομη προφορική ομιλία. Ώς πραγματεία έπίσης θέλησε ό Γ ρηγόριος νά παρουσιάσει, έκδίδοντάς τους, τούς πέντε θεολογικούς Λόγους (ΚΖ'ΛΑ'), τούς οποίους βελτίωσε λίγο ή πολύ μετά τήν εκφώνησή τους.
Ή άποψη τών πολλών πατρολόγων ότι ό Γ ρηγόριος άρχισε νά γράφει ποίηση άπό τό 381 καί μετά είναι εσφαλμένη, διότι όχι μόνο έγραψε στίχους στήν δεκαετία τού 370, αλλά καί στόν πρώτο Λόγο του, χρονολογη μένον στό έτος 362 καί άφιερωμένον στό άγιο Πάσχα, αρχίζει μέ τρόπο σαφώς ποιητικό. Ή αρχή μάλιστα τού Λόγου αύτοϋ καί ή άρχή τού Λόγου ΛΗ' «Εις τά Θεοφάνεια» χρησιμοποιήθηκαν, όπως είδαμε, σχεδόν κατά λέξη άπό τόν ’Ιωάννη Δαμασκηνό καί τόν Κοσμά Μαϊουμά στούς περίφημους Κανόνες τους τής Άναστάσεως καί τών Χριστουγέννων.
Επιστολές
Τήν συγγραφική του δραστηριότητα ό Γ ρηγόριος άρχισε μέ επιστολές περί τό τέλος τού 358 ή αρχές τού 359 (βλ. μελέτη μας στήν Θεολογία 50 [1979J 293 έξ.) καί όχι τό 361 (όπως νομίζει ό Ρ. Gallay, S. Gregoire de Naz.: Lettrcs, 1, Paris 1964, σ. 1). Άπό τίς Επιστολές του διασώθηκαν 246. Οί 241 καί 243 τής συλλογής θεωρούνται νόθες, ένώ οί 57, 65, 66, 245, 246, 247, 248 περιλαμβάνονται κακώς καί στήν συλλογή ’Επιστολών του Βασιλείου. Εσφαλμένα έπίσης περιλαμβάνεται ή 149 στήν αντίστοιχη συλλογή τοΰ Γρη γορίου Νύσσης μέ αριθμό 1.
Λόγοι .
1.         Εις τό Πάσχα καί εις τήν βραδύτητα. Εκφωνήθηκε τό Πάσχα του 362 στήν Ναζιανζό. Δικαιολογεί καί τήν μετά τήν χειροτονία του φυγή στό ασκητήριο τοΰ Πόντου.
2.         Άπολογητικ,ός τής εις Πόντον φνγής. Εκφωνήθηκε λίγο μετά τόν προηγούμενο γιά< νά δικαιολογήσει πάλι τήν φυγή του καί νά αναλύσει τό άξίωμα τής ίερωσύνης. Επεξεργάστηκε τό κείμενό του πρίν τό κυκλοφορήσει.
3.         Πρός τούς καλέσαντας καί μή άπαντήσαντας. Τής ίδιας έποχής, μετά τούς προηγούμενους.
45, Κατά Ίουλιανοΰ βασιλέως στηλιτεντικός A ' καί Β' Τέλος τοΰ 364. Καταδεικνύει τήν ματαιότητα τής προσπάθειας τοΰ Ίουλιανού καί υπογραμμίζει τό μεγαλείο τής ζωής τής νέας πραγματικότητας, τής Εκκλησίας.
6.         Ειρηνικός A ' έπί τή ένώοει τώνμοναζόντων. Εκφωνήθηκε τό 364, όταν ό πατέρας του Γρηγόριος ομολόγησε δημοσία, όπως απαιτούσαν οί μοναχοί τής περιοχής, τήν ορθόδοξη πίστη καί αναγνώρισε τό λάθος του νά υπογράψει (361) ήμιαρειανικό Σύμβολο (τών όμοιουσιανών).
7.         Εις Καισάριον επιτάφιος. Μετά τόν θάνατο τοΰ αδελφού του Καισαριου  τέλος 368 ή αρχές 369.
8.         Εις Γοργονίαν έπιτάφιος. Περί τό 370, λίγο μετά τόν θάνατο τής άδελφής του Γοργονίας.
9.         ’Απολογητικόςεις τον έαυτοϋ πατέρα Γρηγόριον. Πρό τού Πάσχα τού 372 καί άμέσως μετά τήν χειροτονία του.
10.       Εις έαυτόν... μετά τήν επάνοδον έκ τής φυγής. Πρό τού Πάσχα τού 372 καί λίγο πρό τής χειροτονίας του σέ επίσκοπο.
11.       Εις Γρηγόριον Νύσσης... έπιστάντα. Λίγες ήμερες μετά τήν χειροτονΐα του.
12.       Εις τόν πατέρα έαντοϋ. Πρός τό τέλος τού 372, όταν ό πατέρας του τού άνέθεσε τήν διαποίμανση τής Ναζιανζού.
13.       Είς τήν χειροτονίαν Δοαρών. "Οταν τό 372 χειροτονήθηκε έπίσκοπος Δοαρών ό Εύλάλιος.
14.       Περί φιλοπτωχείας. Εκφωνήθηκε περί τό 368.
15.       Εις τούς Μακκαβαίονς. Εκφωνήθηκε τό 362 ή τό 363.
16.       Εις τόν πατέρα σιωπώντα διά τήν πληγήν τής χαλάζης. Μετά τό Πάσχα τοΰ 372.
17.       Πρός τούς πολιτενομένονς Ναζιανζον. Τό 373 ή αρχές τού 374.
18.       Έπιτάφιος είς τόν πατέρα. "Ανοιξη τού 374.
19.       Εις τόνέξισωτήν Ίουλιανόν. Μετά τά Χριστούγεννα τού 374, μέ την εύκαιρία τής έλεύσεως, γιά την κατανομή των φόρων στην Ναζιανζό, τού Ίουλιανοΰ, παλαιού συμμαθητή του.
20.       Περί θεολογίας καί καταστάσεως έπισκόπων. ’Αμέσως μετά τούς λόγους 2730.
21.       Εις Αθανάσιον έπίσκοπον Αλεξάνδρειάς. Στις 2 Μαΐου τού 379.
22.       Ειρηνικός Β'... έπίτη γενομένη τφλαφ φιλονεικία. Εκφωνήθηκε κατά τόν πρώτο καιρό τής άφίξεως τού Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη (άρχές 379).
23.       Ειρηνικός Β'. "Ανοιξη  ’Ιούλιος τού 380.
24.       Εις τόν άγ. ιερομάρτυρα Κυπριανόν. Φθινόπωρο τού 379.
25.       Εις Ήρώνα (=Μάξιμον), τόν φιλόσοφον. Τό 379 ή 380.
26.       Εις έαυτόν, εις τόν λαόν καί εις τούς ποιμένας. Σύντομα μετά τόν προηγούμενο (23).
27.       Θεολογικός A '. Κατά Εύνομιανών. Καλοκαίρι ή φθινόπωρο τού 380.
28.       Θεολογικός Β'. Περί θεολογίας. Την ίδια εποχή.
29.       Θεολογικός Γ'. Περί Υίοΰ. Τήν ίδια εποχή.
30.       Θεολογικός A '. Περί Υίοΰ. Τήν ίδια εποχή.
31.       Θεολογικός Ε'. Περί άγ. Πνεύματος. Τήν ΐδια εποχή (ή τήν Πεντηκοστή τού ίδιου έτους).
32.       Περί τής εν διαλέξεσιν ευταξίας. Τήν ίδια εποχή.
33.       Πρός Άρειανούς. Πάσχα τού 379  Φεβρουάριος τού 380.
34.       Πρός τούς έξ Αιγύπτου έπιδημήσαντας. Ιούνιος τού 380.
36.       Πρός τούς λέγοντας έπιθυμεΐν αύτόν της καθέδρας Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο μετά τήν 27η Νοεμβρίου τού 380.
37.       Εις τό Ματθ. ιθ' ί. Μεταξύ τέλους τού 380 καί 10.1.381.
38.       Εις τά Θεοφάνεια, ήτουν Γενέθλια τού Σωτηρος. Χριστούγεννα τού 380.
39.       Εις τά άγια Φώτα. Θεοφάνεια 6.1.381.
40.       Εις τό άγιον Βάπτισμα. ’Αμέσως μετά τόν προηγούμενο.
41.       Εις τήν Πεντηκοστήν. Τήν Πεντηκοστή τού 379.
42.       Συντακτήριος. "Οταν έγκατέλειψε τήν αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως καί τήν προεδρία τής Β' Οίκουμ. Συνόδου (μέσα Ιουνίου 381).
43.       Εις τόν Μ. Βασίλειον επιτάφιος. Στήν Καισάρεια, τήν 1.1.382.
44.       Εις τήν Καινήν Κυριακήν. Τό 383 (στίς 16 ’Απριλίου).
45.       Εις τό άγιον Πάσχα. 9 ’Απριλίου τού 383.
Ό Λόγος 35 (Εις τούς μάρτυρας καί κατά άρειανών) θεωρείται νόθος, αλλά ό Μ. Masson επιμένει στήν γνησιότητά του.
Πολλοί Λόγοι τού Γρηγορίου μεταφράστηκαν από τόν Ε' αιώνα καί έξης στην λατινική (Ρουφΐνος: 2, 6, 16, 17, 26, 27, 38, 39, 41), τήν συριακή (15), τήν κοπτική (21), τήν γεωργιανή (38), τήν σλαβική (13), τήν παλαιορωσσική (38, 40), τήν αρμένική (άνέκδ.) καί τήν άραβική (άνέκδ.), περί τών όποιων
Σχόλια: Επίσης ένεκα τής μεγάλης θεολογικής άξίας, άλλά καί τής λογοτεχνικής ώραιότητας, πού παρουσιάζουν οί Λόγοι, έγιναν ήδη άπό τόν ΣΤ' αιώνα άντικείμενο σχολιασμού συστηματικού ή περιστασιακου. Τά Σχόλια παραδίδονται άλλοτε έπώνυ μα καί άλλοτε ανώνυμα. Οί κυριότεροι άπό τούς γνωστούς σχολιαστές είναι ό ψενδο Νόννος (ΣΤ' αΐ.), ό Δωρόθεος Γάζας (ΣΤ' αΐ.), ό Μάξιμος ό 'Ομολογητής ( + 662), ό Καισαρείας Βασίλειος Β' ό Μικρός (Γ αί.),ό Ιωάννης Γεωμέτρης (Γ αί.), ό Μιχαήλ Ψελλός (ΙΑ' αί.), ό Νικήτας 'Ηράκλειας (ΙΑ' αί.), ό Ήλίας Κρήτης (ΙΒ' αί.), ό Ευθύμιος Ζιγαδηνός (ΙΒ' αί.), ό Γεώργιος Άκροπολΐτης (ΙΓ' αί.) καί ό Νικηφόρος Κάλλι στος Ξανθόπουλος (1Δ' αΐ.). Μέρος τών Σχόλιών παραμένει ανέκδοτο. Βλ. CPG 11 181187, καί F. LEFHERTZ, Studien zu Gregor von Nazianz. Mythologie, (Jberlieferung, Scholiasten, Bonn 1958, σσ. 111146. Στίχοι τού Φιλή ατούς 16 πρώτους Λόγους τού Γρη γορίου βλ. εις ΒΕΠ 64, 369373. Τά σχόλια τών ψευδοΝόννου, Δωροθέου, ΝικήταΉρα κλείας, Βασιλείου τού Μικρού, Ίωάννου Κυριώτη, Ήλία Κρήτης καί Νικηφόρου Ξανθοπούλου κ.ά. έκδίδονται εις ΒΕΠ 63, 38399. J. DECLERCQ: Byzantion 47 (1977) 92-112.
Επη
Ό Γρηγόριος συνέταξε τουλάχιστον 396 έκτενή καί σύντομα ποιήματα σέ προσωδιακά μέτρα. Στήν έκδοση τών Βενεδικτίνων έγινε ή έξης πολύ συμβατική διαίρεσή τους:
α) "Επη θεολογικά: Αύτά περιλαμβάνουν 38 δογματικά καί 40 ήθικά. Τό δογματικό 29 (πρόκειται yta τόν "Υμνον εις Θεόν: «νΩ πάντων επέκεινα τί γάρ θέμις άλλο σε μέλπειν») καί τά ήθικά 1821, 23, 32 καί 3940 θεωρούνται νόθα, ενώ τά δογματικά 3135, 3738 καί τό ηθικό 3 είναι αμφιβαλλόμενα.
β) "Επη ιστορικά: Αύτά περιλαμβάνουν 99 εις έαυτόν, 8 εις έτέρους (τό 8ο νόθο), 129 έπιτάφια (τό 129ο νόθο) καί 94 έπιγράμματα (τό 30ό νόθο). Τού αποδόθηκαν καί δύο ακόμα παραινετικά ποιήματα κατ' άλψάβητον.
Δογματικά:
 PG 37, 397522.
Ήθικά: PG 37, 521968.
 Εις έαυτόν: PG 37, 9691452.
 Εις έτέρους: PG 37, 14511600.
Έπιτάφια: PG 38, 1182.
Έπιγράμματα: PG 38, 81130. ΒΕΙΊ 6162. ΕΠΕ 24, σσ. 248381
Δογματικά. Μεμονωμένων ποιημάτων έκδόσεις
Σύγκρισις βίων
Διαθήκη. Σύντομο κείμενο διαθήκης, πού ό Γρηγόριος έγραψε στις 31 Μαΐου τού 381 γιά νά διαθέσει την πατρική του περιουσία.
’Αποσπάσματα. Στις Σειρές υπάρχουν ερμηνευτικά αποσπάσματα σέ χωρία ΠΔ καί ΚΔ πού αποδίδονται στόν Γρηγόριο.
Φιλοκαλία. Ανθολόγιο κειμένων τού ’Ωριγένη, πού ό Γρηγόριος είχε καταρτίσει μεταξύ 357 καί 360 καί πού τό 361 τό έθεσε στήν κρίση τού Βασιλείου.
’Αμφιβαλλόμενα
Ώς έργα τού Γρηγορίου διασώθηκαν:
Χριστός Πάσχων. Πολυσυζητημένο δραματικό έργο σέ προσωδιακά μέτρα, άπό 2602 στίχους. Παρ’ όλες τίς προσπάθειες οί δυσκολίες άποδόσε ώς του στόν Γρηγόριο είναι ανυπέρβλητες
Έγκώμιον εις τόν Σταυρόν, αρμένικά
Όμιλια είς Ρωμ. δ' 15, κοπτικά
Επιστολή, άνέκδοτη στά συριακά.
Παραινετικόν (ποίημα) Α καί Β κατ’ άλφάβητον. Βλ. F. Lefhertz, μν. έργ., σσ. 7778.
Νόθα
Τό γενικό κϋρος τοΰ Γρηγορίου έγινε αιτία νά του αποδοθεί μέγας αριθμός μεταγενέστερων έργων: Σημασία εις τόν Ιεζεκιήλ, Περί όρθοδόξου πίστεως κατά άρειανών, Πρός τούς άστρονόμονς (απόσπασμα).
’Αξιοπρόσεκτο είναι ότι κατασκευάστηκε μακρά σειρά έργων τοΰ τύπου των έρωταποκρίσεων (ή του διαλόγου) πού προσγράφηκαν στον Γρηγόριο:
1)  Γρηγορίου τοΰ Θεολόγου περί της θείας οικονομίας καί άκαταλήπτου... ερωτήσεις παρά τινων... καί παρ' αυτού άποκρίσεις.
2) Ερωταποκρίσεις των δύο μεγάλων άρχιερέων ήγουν Βασιλείου καί Γρηγορίου τού Θεολόγου.
3) Γρηγορίου τοΰ Θεολόγου κατά πεΰσιν καί άπόκρισιν άπορίαι καί λύσεις.
4) Διάλογος Βασιλείου καί Γρηγορίου περί τής άοράτου θείας ουσίας.
5) Ερωτήματα διάφορα... περί ιερέων καί τής Εκκλησίας.
6) Ερωτήσεις διάφοροι περί τής άκραιφνοΰς ήμών πίστεως.
7) Έρωτοαποκρίσεις... πάνυ ωφέλιμοι.
8) Άπορίαι καί λύσεις... περί Ίωάννου τοΰ Βαπτιστού.
9) Ερωτήσεις... καί άποκρίσεις...
10) Ερμηνεία ... εύαγγελικών διδαγμάτων πρός ερωτήσεις...
 11) Διάλεξις... ’Ερωτήσεις καί λύσεις.
12) Ερωταποκρίσεις μεταξύ Γρηγορίου καί Μ. Αθανασίου.
 13) Ερωταποκρίσεις μεταξύ Γρηγορίου καί Βασιλείου.
14) ’Ερωτήσεις πρός Βασίλειον.
15) Έρώτησις Βασιλείου καί άπάντησις Γρηγορίου.
16) Έρώτησις Γρηγορίου περί αγγέλων καί ά πάντησις τού Κυρίου.
 17) Αθανασίου καί Γρηγορίου περί Πατρός, Υιού καί Τριάδος.
Εκτός άπό τήν πλούσια ομάδα των έρωταποκρίσεων ή χειρόγραφη παράδοση αποδίδει στόν Γρηγόριο καί τά έξης πεζά, λειτουργικά καί πρακτικά έργα:
 1) Σύνοψις άκριβεστάτη τής... πίστεως.
2) Περί τών συνόδων, ποιας δεϊ όμολογεϊν ώς οικουμενικός.
 3) Συνοπτικόν σύνταγμα φιλοσοφίας.
4) ’Ονειροκριτικόν.
 5) Έξορκισμοί.
6) Περί ταπεινοφροσύνης.
7) Εύχαί διάφοροι.
8) Δικαιολόγος τής γής καί τής θαλάσσης.
 9) Περί ζωής αιωνίου.
10) Στίχοι τούς όποιους λέγεται ότι ό Γρηγόριος ήκουσε παρά τοΰ Χριστού.
Περί τοΰ έβδομου κόσμου έργίδιον.
 12) Περί δεκατεσσάρων φώτων.
13) Παραλογισμός Εύνομίου. Τοΰ Θεολόγου έπίλυσις διά συλλογισμού.
14) Λειτουργία αλεξανδρινού τύπου, πού σώζεται στήν έλληνική, τήν κοπτική, τήν αρμένική, τήνσυριακή καί τήν αιθιοπική.
15) Στίχοι κατ' άλφάβητον. Τρεις σειρές σέ διαφορετικά χειρόγραφα.
 16) Όμιλία περί τών θαυμάτων τοΰ προφήτου Ήλιου (στήν συριακή).
17) Έγκώμιον εις τόν άρχάγγελον Μιχαήλ (στήν κοπτική).
18) Καί διάφορα άλλα κείμενα. "Ολα τά νόθα έργα πλήν τοϋ «Χριστός Πάσχων» είναι σύντομα, πολύ μεταγενέστερα καί άνέκδοτα έν μέρει. Γιά τήν παράδοση καί τίς έκδόσεις τών ανωτέρω κειμένων 

109.     Απολινάριος Λαοδικείας (+ Περίπου 390)
Γενική  Θεώρηση
ΕΙσαγωγή
Ό Άπολινάριος Λαοδικείας έπαιξε, αρνητικά βέβαια, καθοριστικό ρόλο στά θεολογικά πράγματα. 'Υπήρξε γόνιμος συγγραφέας, εΐχε ποιητικό ταλέντο καί άποφθεγματικό ΰφος, καταπολέμησε έθνικούς φιλοσόφους, όπως τόν Πορφύριο, έναντιώθηκε στόν άρειανισμό καί θεμελίωσε τίς χριστολογικές κακοδοξίες μέ θεολογικά κι έρμηνευ τικά έργα. Προσπάθησε νά συγκροτήσει άπολιναριστική εκκλησία, κάτι πού εΐχε μόνο προσωρινή έπιτυχία. Μεγαλύτερη ταλαιπωρία δημιούργησε στην Εκκλησία τό γεγονός ότι έργα του κυκλοφόρησαν στίς άρχές τοϋ Ε' αι. μέ ορθόδοξα ονόματα. ’Έτσι π.χ. ό Κύριλλος ’Αλεξάνδρειάς άπό τό 430, μολονότι καταδίκαζε τήν διδασκαλία τού Ά., χρησιμοποιούσε άπό τά έργα αυτά φράσεις, όπως «μία φύσις τοϋ Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», τίς όποιες άγωνιζόταν νά έρμηνεύ σει όρθόδοξα καί τίς όποιες ό Νεστόριος καί οί όπαδοΐ του χαρακτηρίζουν μονοφυσιτικές καί πολύ ορθά άπολιναριστικές.
Ή θέση τοϋ Ά. στην πορεία τής θεολογίας είναι προβληματική καί συγχρόνως πολύ ένδεικτική. Προβληματική ένεκα τής άποσπα σματικότητας των πηγών καί των ποικίλων ερμηνειών τους άπό τούς ερευνητές. Είναι γνωστό πώς τό μέγα μέρος τών έργων τοϋ Ά. χάθηκε  κυρίως ένεκα τών διαδοχικών καταδικών τοϋ άπολιναρισμοΰ άπό τό 377 μέχρι τό 388. Ενδεικτική ή περίπτωση τοϋ Ά. εΐναι, διότι, έστω βάσει πενιχρών ειδήσεων καί πηγών, μπορεί κανείς σ’ αυτήν νά παρακολουθήσει τίς προϋποθέσεις γεννήσεως μιας κακοδο ξίας. Ή κίνηση τοϋ Ά. άπό τήν ορθοδοξία πρός τήν κακοδοξία εΐναι διαυγής, άλλά περιέργως ή έρευνα τήν έκανε σκοτεινή.
’ Ή πνευματική εκκίνηση τοϋ Ά. έγινε άπό τό κλίμα πού εΐχε δημιουργήσει ό πατέρας του, Άπολινάριος καί αύτός, δάσκαλος τής ελληνικής στήν Λαοδίκεια. Γιά τό κλίμα τοΰτο δέν γνωρίζουμε πολλά. 'Υπάρχουν όμως τρία στοιχεία πού τό διαφωτίζουν καί τό έξηγοΰν.
Τό ένα είναι ή μεγάλη άγάπη καί προσκόλληση τών δύο Άπολι ναρίων στήν έλληνική γενικά κλασική παιδεία. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τό 362/363, όταν επί Ίουλιανοΰ οί Άπολινάριοι θεώρησαν άπόλυτη άνάγκη γιά τούς χριστιανούς νά γνωρίζουν τόσο τήν πίστη τους όσο καί τά ποιητικά μέτρα τοϋ 'Ομήρου, τοϋ Πινδάρου καί τών τραγικών. "Ετσι μόνο έξηγεΐται ή προσπάθεια τών δύο Άπολιναρΐων νά συντάξουν τά πολλά καί μή σωζόμενα ποιητικά τους κείμενα σέ μέτρα αρχαιοελληνικά, ένώ τό γλωσσικό αισθητήριο τής έποχής είχε τουλάχιστον ξενωθεΐ άπό την προσωδία, πού συνιστούσε τό θεμέλιο τής άρχαίας ποιήσεως.
Τό δεύτερο στοιχείο, πού έρμηνεύει την πνευματική κατάσταση τού Ά., είναι ή σχέση του πρός τόν εθνικό Έπιφάνιο, Ιερέα του Διονύσου καί γνωστό σοφιστή, τοΰ όποιου μαθήματα παρακολουθούσαν συχνά καί οί δύο Ά. Καί όχι μόνο μαθήματα. Λίγο πρίν τό 335 παρέστησαν καί σέ τελετουργία, πρίν άπό τήν όποια ό Έπιφάνιος προκάλεσε νά έξέλθουν οί άμύητοι (χριστιανοί καί άλλοι), γιά νά ά παγγεΐλει προσευχή στόν Διόνυσο. Οί δύο Ά. δέν θεώρησαν άναγ καΐο νά έξέλθουν καί τό γεγονός προκάλεσε φυσικά τήν άντίδραση τού έπισκόπου τους (βλ. Σωκράτους, Έκκλησ. ίστ. Β' 46. Σωζομε νού, Έκκλησ. Ιστ. ΣΤ' 25). Τό επεισόδιο δείχνει ότι οί δύο Ά. είχαν ώς ένα σημείο άμβλύ εκκλησιαστικό αισθητήριο.
Τό τρίτο στοιχείο είναι ή έστω επιφανειακή άφοσίωση, τήν όποια ό Ά. έδειχνε πρός τόν Μ. ’Αθανάσιο, τόν κατ’ εξοχήν τότε φορέα τού ορθόδοξου φρονήματος, καί πρός τίς άποφάσεις τής Νίκαιας (325).
Προσποιείται τόν οπαδό τής Νίκαιας καί τον Αθανασίου
fH μεταγενέστερη καί μέχρι τό 363 θεολογική δραστηριότητα τού Ά. μας είναι άγνωστη. Ό Γρηγόριος Θεολόγος πληροφορεί έμμεσα καί γενικά ότι άπό τό 352 περίπου ό Ά. διατύπωνε άντιλήψεις κακόδοξες (Έπιστ. 102, 22), τίς όποιες γνωρίζουμε μόνο άπό μεταγενέστερα έργα του καί τήν εναντίον του κριτική. "Ετσι, πρώτη άσφαλής πηγή, βάσει τής όποιας μπορούμε νά παρακολουθήσουμε τήν θεολογική τοποθέτηση τού Ά., παραμένει ΓΟμολογία του πρός τόν αύτοκράτορα Ίοβιανό.
Αύτή συντάχτηκε τό 363 καί μάς παρέχει κυριολεκτικά τό πρόγραμμα τής μετέπειτα θεολογικής του πορείας. Ή ομολογία του καί οί Επιστολές του Πρός τούς έν Διοκαισαρζία επισκόπους καί Πρός Σεραπίωνα είναι άποκαλυπτικές όχι μόνο των άντιλήψεών του, άλλα καί τής ενσυνείδητης παραχαράξεως ορθόδοξων συνοδικών ά ποφάσεων, ώστε νά εμφανίζεται οπαδός τής Νίκαιας καί τοΰ ’Αθανασίου. Συγκεκριμένα, στήν όμολογία του πρός τόν Ίοβιανό, ένώ άναλύει διεξοδικά τά χριστολογικά άρθρα τού Συμβόλου τής Νίκαιας, παρασιωπά τόν όρο «ένανθρωπήσαντα» (τοΰ οποίου τήν σημασία γνωρίζει) καί τόν άντικαθιστά μέ τίς φράσεις: «γεγεννήσθαι κατά σάρκα», «υιόν άνθρώπου κατά σάρκα» καί «μία φύσις τού Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Κι ένώ τό κείμενο είναι γραμμένο μετά τήν σύνοδο Αλεξάνδρειάς τοΰ 362, στήν όποια καταδικάστηκαν οί άπόψεις τού
Ά., αυτός καί έμμένει στις άπόψεις του καί συνεχίζει νά υποκρίνεται άφοσΐωση στόν ’Αθανάσιο. Την ίδια τακτική έπαναλαμβάνει ό Ά. στό έργο του «Κατά μέρος πίστις» (§ 32).
Ή τακτική παραχαράξεως καί ύποκρίσεως είναι ακόμη πιό εμφανής στις δύο έπιστολές καί μάλιστα στήν πρώτη άπό αυτές. Έκεΐ δηλώνει έμφαντικά τήν αφοσίωσή του στόν ’Αθανάσιο καί στήν σύνοδο του 362, άλλά, παρουσιάζοντας στούς άγνοοΰντες επισκόπους τήν σχετική με τίς άπόψεις του άπόφαση τής συνόδου αυτής (Μ. Αθανασίου, Τόμος πρός Άντιοχεϊς 7), σαφώς τήν παραχαράττει. Ή σύνοδος μιλάει περί «σαρκώσεως καί ένανθρωπήσεως», περί τού ότι ό Λόγος «γεγένηται άνθρωπος δι’ ήμάς», γιά νά σώσει «τελείως καί όλοκλήρως», σώμα καί ψυχή, τόν άνθρωπο: «ουδέ σώματος μόνου, άλλά καί ψυχής εν αύτώ τώ Λόγω σωτηρία γέγονεν». Ή ψυχή καί ό νους έχουν άνάγκη σωτηρίας, εφόσον συναποτελούν τόν άνθρωπο, καί σώζονται μόνο εάν προσληφθοϋν άπό τόν Λόγο.
’Αντίθετα ό Ά., παρουσιάζοντας δήθεν άκριβώς τό κείμενο, γράφει ότι ό Λόγος έγινε «σάρκα» χωρίς νά άναλάβει «νουν άνθρώπι νον». Παρασιωπά τόν όρο «ένανθρώπησις» καί προσδίδει άλλη έννοια στήν φράση τής συνόδου ότι ό Κύριος δέν είχε «σώμα άψυχον» καί «άνόητον» (χωρίς νοΰ). Ή σύνοδος προϋποθέτει σαφώς ότι ό νους τοΰ Κυρίου ήταν άνθρώπινος καί ό Ά. γράφει σαφώς ότι ό νοϋς δέν ήταν άνθρώπινος. Ή παρεξήγηση όμως δέν είναι συγγνωστή, διότι ή έκθεση είναι σαφής καί διότι στήν σύνοδο παρέστησαν άντιπρόσωποιόπαδοί τοϋ Ά. Αύτοΐ παρακολούθησαν γιά λογαριασμό του τίς εργασίες της καί συμφώνησαν μέ τίς άποφάσείς καί τό πνεύμα της, μέ αποτέλεσμα ό Ά. νά εμφανίζεται δήθεν ώς ύπέρμα χός της. ’Ακόμη ό Ά. έπρεπε νά γνωρίζει ότι στόν ’Αθανάσιο οί χρι στολογικοί όροι «σάρκα» καί «σάρκωσις» σημαίνουν γενικά τόν άνθρωπο καί τήν ενανθρώπηση. Επομένως, πρόκειται γιά ηθελημένη παραχάραξη, πού σκόπευε στήν συνειδητή έξαπάτηση τών συγχρόνων του, στούς όποιους προσποιόταν τόν νίκαϊκό, βάσει τής άποδοχής τής όμοουσιότητας τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Πνεύματος πρός τόν Πατέρα. Ή ομολογία όμως τοϋ όμοουσΐου καί οί άγώνες του κατά τών άρειανών δέν άρκοϋν, γιά νά θεωρηθεί πραγματικός οπαδός τής Νίκαιας καί τοϋ ’Αθανασίου, όπως νομίζουν οί ερευνητές. "Αλλωστε ποτέ γνήσιος φορέας τής Παραδόσεως δέν μεταβλήθηκε σέ θεμελιωτή αίρέσεως. Αυτό έγινε μέ τόν Ά. καί άλλους αιρετικούς, επειδή κάτι ουσιαστικό άθετοϋσαν άπό τήν Παράδοση. Όπότε, προσπαθώντας νά συνεχίσουν τήν θεολογία πρός λύση νέων προβλημάτων, κακοδοξούσαν, άφοϋ είχαν σοβαρά διασαλεύσει τό θεμέλιο, τήν Παράδοση.
Ό Χριστός έχει μία φύση, διότι ή σάρκα δέν έχει υπόσταση αυτή υπάρχει μόνο στόν νοϋ
Τό πρόβλημα πού Αντιμετώπισε ή Εκκλησία στις πρώτες δεκαετίες του Δ' αί. ήταν ή σχέση του Υιού πρόςτόν Πατέρα. Τό πρόβλημα πού έθεσε μετά ό Ά. αφορούσε τήν σχέση τής Ανθρωπότητας καί τής θεότητας στό πρόσωπο τού Χριστού ή τό πώς τής μίξεως θείου καί Ανθρωπίνου κατά τήν ένσάρκωση. Πριν λήξουν οί τριαδολογι κές συζητήσεις καί ειδικά πρίν Αφομοιωθεί ή θεολογία τού ’Αθανασίου καί τού Βασιλείου, ό Α. Ανακινεϊ μέ οξύ τρόπο χριστολογικά ζητήματα, στά όποια δίνει ευφυείς λύσεις μέ ώραΐο Αποφθεγματικό λόγο.
Στήν χριστολογία του κινήθηκε, φαίνεται, Από ερευνητική διάθεση, Αλλά καί Από συγκεκριμένες Αφορμές, τίς όποιες μάλιστα έπι σημαίνουμε στό πρώτο γνωστό χρονολογημένο κείμενό του, δηλαδή στήν fΟμολογία πρός τόν Ίοβιανό, τού έτους 363. Πρόκειται γιά τήν μή σαφώς Αναπτυγμένη Αντίληψη, ή όποια κατά τόν Ά. (Πρός Διονύσιον Α') προερχόταν Από οπαδούς τού Παύλου Σαμοσατέα καί σύμφωνα μέ τήν όποια έχουμε δύο υιούς: τόν Αληθινό Υίό τού Θεού καί τόν Υίό τού Ανθρώπου, πού έλαβε σάρκα τής Μαρίας. Ό πρώτος έχει φύση άκτιστη θεία, ό δεύτερος κτιστή Ανθρώπινη. Ή φύση τού πρώτου προσκυνεΐται, ή φύση τού δευτέρου δέν προσκυνεΐται. Ό πρώτος είναι Θεός. Ό Αλλος είναι «κατά χάριν» Θεός ή «ένθεος» ή μόνο φωτισμένος, πού γι’ αυτό Από «τρεπτός» έγινε «Ατρεπτος» (άρειανικές ιδέες). Σέ μεταγενέστερα έργα του ό Ά. φαίνεται νά κινείται πρός Αναίρεση μιας Αντιδράσεως των θύραθεν σοφών, πού γνώριζαν τόν χριστιανισμό (Κέλσος, Πορφύριος;) καί υποστήριζαν ότι είναι Αδύνατο νά γίνει ό Θεός Ανθρωπος καί μάλιστα «διά γυναικός». Δυνατόν μόνο είναι νά έχουμε «Ανθρωπον ένθεον» (Fragment 14, 51 κ.α.), δηλαδή Ανθρωπο φωτισμένον Από τόν Θεό, κάτι πού τουλάχιστον έλυνε τό πρόβλημα τής γνώσεως. Ποιοι όμως ήταν οί «σοφοί» αυτοί καί τί Ακριβέστερα ύποστήριζαν δέν γνωρίζουμε.
’Από τήν Αρχή τής θεολογικής του δραστηριότητας ό Ά. καί μέχρι τό τέλος τού βίου του προσπαθεί νά Ανατρέψει όλες τίς Αντιλήψεις αυτές, έξηγώντας τό πώς έγινε ή ένσάρκωση, ή μίξη θείου καί Ανθρωπίνου, καί προβάλλοντας έναν καί μοναδικό Υίό, πού είναι «φύσει» Θεός καί συγχρόνως «Θεός ένσαρκος» καί προσκυνητός. Είχε όμως ήδη Αρνηθεΐ ένσυνείδητα τήν πίστη τής ’Εκκλησίας ότι ό θειος Λόγος είναι «ένανθρωπήσας», δηλαδή προσέλαβε συγχρόνως τήν σάρκα καί τό πνεύμα (νούψυχή) τού Ανθρώπου. Φρονούσε ότι ό Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα, έρμηνεύοντας κατά λέξη τό Ίωάν. 1, 14. Έτσι ομολογούσε ότι ό Χριστός έχει μόνο «μίαν φύσιν ( = τήν θείαν) σεσαρκωμένην»:
«Ό τοίνυν γεννηθείς έκ τής Παρθένου Μαρίας Υιός Θεοϋ φύσει καί Θεός αληθινός καί ού χάριτι καί μετουσία, κατά σάρκα μόνον την έκ Μαρίας άνθρωπος» (Πρός Ίοβιανόν).
«Ούκ άρα σώζεται τό Ανθρώπινον γένος δι’ Αναλήψεως νοϋ καί όλου Ανθρώπου, Αλλά διά προσλήψεως σαρκός, ή φυσικόν μέν τό ήγεμονεύεσθαι έδεΐτο δέ Ατρέπτου νοϋ, μη ύποπίπτοντος αύτή διά έπιστημοσύνης Ασθένειαν, αλλά συναρμόζοντος αυτήν άβιάστως έαυτω» (Fragment 76).
Γιά νά στηρίξει την διδασκαλία του περί ένσαρκώσεως, πού οδηγεί στην μία φύση τού Χριστού, κατέφυγε στόν φιλοσοφικό χώρο, συγκεκριμένα στόν ’Αριστοτέλη, πού, Ακολουθώντας τόν Δημόκριτο, δίδασκε ότι «αδύνατον γάρ είναι έκ δύο (= ουσιών μέ εντελέχεια) εν ή έξ ενός δύο γενέσθαι» (Μεταφυσικά 1039α 910). "Ετσι ό Ά. θεμελίωνε τήν αρχή, ότι δύο τέλεια δεν γίνονται ένα. Επομένως ένωση δύο τέλειων ύποστάσεωνφύσεων έχει ώς αποτέλεσμα πάλι δύο αυτοτελή όντα (καί άρα όχι ένα Χριστό):
«Αδύνατον άρα τόν αύτόν είναι Θεόν τε καί άνθρωπον έξ όλοκλή ρου, Αλλ’ έν μονότητι συγκράτου φύσεως θεϊκής σεσ αρκώ μένος» (Περί σαρκώσεως: Fragment 9).
’Από τόν ίδιο χώρο λαμβάνει καί τήν ιδέα τής ταυτότητας φύσεως καί προσώπου ή ούσίας καί ύποστάσεως (είναι). Οί δύο αυτές φιλοσοφικές αντιλήψεις είναι ό ερμηνευτικός όρος καί ή αξεπέραστη προϋπόθεση τής χριστολογίας τού Ά. ή τό κλειδί τής κατανοήσεώς της, μολονότι οφείλουμε νά διερωτηθούμε: ό Ά. έπιστράτευσε τήν φιλοσοφία, γιά νά δικαιώσει τήν θεολογία του, ή κατέληξε στήν θεολογία του, έπειδή Από νέος διαποτίστηκε μέ τήν φιλοσοφία; "Ο,τι καί νά προηγήθηκε τό Αποτέλεσμα μένει τό ίδιο.
«εί Ανθρώπφ συνήφθη ό Θεός, ( = δηλαδή) τέλειος τελεΰρ, δύο άν ήσαν, εις μέν φύσει Υιός Θεοϋ, εϊς δέ θετός» (Fragment 81).
«εί γάρ πας νους αύτοκράτωρ έστί ιδικω θελήματι κατά φύσιν κινούμενος, Αδύνατόν έστιν έν ένί καί τω αύτω ύποκειμένω δύο τούς τΑναντία θέλοντας Αλλήλοις συνυπάρχειν έκατέρου τό θεληθέν έαυτω καθ’ όρμήν αύτοκίνητον ένεργούντος» (.Fragment 150). «Αλλ’ έστι μία φύσις, μία ύπόστασις, μία ένέργεια, έν πρόσωπον, όλος Θεός, όλος άνθρωπος ό αύτός» (Περί ηίστεως καί ένσαρκώσεως 6).
Ή «φυσική ένωσις» κατά τήνένσάρκωση προϋποθέτει ένα τέλειο, δηλαδή τόν θειο Νοΰ, κι ένα Ατελές, δηλαδή τόν Ανθρώπινο νού. ’Αλλά τό τέλειο καί άτρεπτο δέν μπορούσε νά συνυπάρξει μέ τό Ατελές καί τρεπτό, ώστε νά συμβεΐ «φυσική ένωσις» σ’ ένα «ύποκείμενον» (Fragment 151), δηλαδή στόν ένα Χριστό, πού έχει μία φύση κι ένα θέλημα. Ό ένας Χριστός τού Ά. πρότυπο έχει τόν άνθρωπο, πού, μολονότι συγκροτείται Από σώμα καί ψυχή, συνιστά μία φύση, ένα δν. 'Η αδυναμία τής ένώσεως άτρεπτου καί τρεπτοϋ νοϋ οφείλεται στό γεγονός ότι γενικά ό νους εϊναι στην σκέψη του Ά. ταυτόσημος μέ την ύπόσταση στην τέλεια καί άπόλυτη μορφή της. Ό νους, ά κόμη καί τοϋ ανθρώπου, είναι «αύτοκράτωρ», πού σέ καμμία περίπτωση δέν άλλάζει την αυτονομία του, τό θέλημά του. Επομένως καί κατά την ένωσή του μέ τόν θειο Νοΰ (Λόγο), ό νούς του άνθρώπου ώς αύ τόνομη ύπόσταση θά μπορούσε νά εναντιώνεται στόν θειο Νοϋ κι έτσι θά είχαμε στόν Χριστό δύο αντίρροπες πραγματικότητες:
«’Αδύνατον γάρ δύο νοερά καί θελητικά έν τφ άμα κατοικεΐν, ΐνα μή τό έτερον κατά τοϋ έτέρου άντιστρατεύηται διά τής οικείας θε λήσεως καί ένεργείας. Ούκοϋν ού ψυχής ανθρώπινης έπελάβετο ό Λόγος, άλλά μόνον σπέρματος ’Αβραάμ· τόν γάρ τοϋ σώματος Ίησοϋ ναόν προδιέγραψεν ό άψυχος καί άνους καί άθελής τοϋ Σο λομώντος ναός» (Περί ένώσεως: Fragment 2).
’Αντίθετα, ή «σάρκα» τού άνθρώπου δέν έχει δική της ύπόσταση, δέν εϊναι «ζώον εντελές» (’Αριστοτέλης), πλήρες καί αυτοτελές. Γιά νά γίνει κάτι τέτοιο ενώνεται μέ τόν νού, τού οποίου δέχεται ώς «έ τεροκίνητον» (Fragment 107) τήν ήγεμονΐα καί άρα τήν ύπόσταση. Στήν φιλοσοφική καί κοσμολογική αύτή θεώρηση τής «σάρκας» στηρίζει τελικά ό Ά. τήν χριστολογία του: επειδή ή σάρκα δέν έχει δική της ύπόσταση καί άρα θέλημα, μπορεί νά προσληφθεϊ από τόν θείο Λόγο, τοϋ όποιου αποκτά τήν ύπόσταση καί τό θέλημα. ’Έτσι επιτυγχάνεται ή μία ύπόσταση, ή μία φύση, τό ένα είναι, τό ένα θέλημα τοϋ Χριστοϋ: έχουμε «σύνθεσιν Θεοϋ πρός σώμα άνθρώπινον» (Fragment 119).
Τό πρόβλημα τής ύποστάσεως τοϋ άνθρώπου άπασχόλησε καί τόν ’Αθανάσιο, πού εϊχε όμως θεολογική καί όχι φιλοσοφική εκκίνηση: ό άνθρωπος έλαβε τό εϊναιύπόσταση άπό τόν μόνο αύθυπόστατο, τόν Θεό. Τό είναι ταυτίζεται κυρίως μέ τό κατ’ εικόνα, τό όποιο μέ τήν πτώση έπαθε, άλλά, προσληφθέν άπό τόν θείο Λόγο, έπανεϋρε τήν πηγή του, τό άρχέτυπό του, τό είναι του. Ή σχέση Λόγου καί εικόνας του λύνει στόν ’Αθανάσιο τό πρόβλημα τής ύποστάσεως τοϋ άνθρώπου στόν Χριστό. Καί μένει μόνο τό σώμα, τό όποιο βέβαια δέν έχει δική του ύπόσταση. "Αλλωστε ό Λόγος δέν γίνεται σώμα, άπλώς λαμβάνει σώμα (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Μειωμένο σωτηριολογικό ενδιαφέρον
Ό Ά. δηλώνει μέ ειλικρίνεια ότι ό θείος Λόγος προσλαμβάνει ά τελή άνθρωπο, δηλαδή μόνο τήν χωρίς ύπόσταση σάρκα του, καί φαίνεται ύπερήφανος πού διέγνωσε τήν διαδικασία τής ένσαρκώσε ως. ’Αμηχανία δείχνει όταν  περί τό 382/3 οφείλε ν’ άπαντήσει στήν αξεπέραστη θέση τοΰ Γρηγορΐου Θεολόγου: «τό γάρ άπρόσληπτον άθεράπευτον, ό δέήνωται τώ Θεφ, τοϋτο καί σώζεται», δηλαδή: αυτό πού δεν προσλαμβάνεται κατά την ένσάρκωση (= ό νους τοΰ άν θρώπου) μένει αθεράπευτο· αυτό βέβαια πού ένώνεται μέ τόν Θεό, αυτό καί σώζεται (Έπιστ. 101, 32).
Ή ένανθρώπηση έγινε γιά την σωτηρία τοΰ άνθρώπου, ό όποίος όμως μέ τήν διαδικασίαθεολογία τοΰ Ά. δέν σωζόταν, εφόσον προσ λαμβανόταν μερικώς καί δη χωρίς τόν νοΰ, χωρίς τό μέρος του εκείνο πού έκδηλώνει τήν άντΐθεη ροπή καί κατευθύνει όλόκληρο τόν άνθρωπο, τοΰ όποιου ό νοΰς γιά τόν Ά. συνιστά κυριολεκτικά τήν ύπόστασηούσία.
Ό Ά. ούσιαστικά στήν θέση τοΰ Γρηγορΐου δέν άπάντησε καθόλου. Δήλωνε μόνο συχνά ότι «σώζεται τό άνθρώπινον γένος... διά προσλήψεως σαρκός», διότι αυτής ή φύση έπιδέχεται καθοδήγηση από τόν «άτρεπτο» Θεό (Fragment 76). Πρόσθετε ακόμη ότι ό Υιός τοΰ Θεοΰ «έπλήρωσεν άγιου Πνεύματος» τήν προσληφθεΐσα σάρκα, τήν όποια έπειτα παρέδωσε στόν θάνατο, γιά νά καταλύσει τόν θάνατο (Κατά μέρος πίστις 35). Δέν λέγει όμως ούτε τι γίνεται τελικά ό ανθρώπινος νοΰς καί άν σώζεται, ούτε πώς πληροΰται αγίου Πνεύματος ή σάρκα, πού στόν Ά. σημαίνει μόνο υλη (στήν Γραφή καί τούς θεολόγους Πατέρες σημαίνει τήν ΰλη αλλά συχνά καί ολόκληρον τόν άνθρωπο).
Ή αποτυχία τοΰ Ά. νά δώσει άπάντηση στό πρόβλημα τής σωτηρίας τοΰ άνθρώπου υπογραμμίζει ότι ένα μόνο ήταν τό αρχικό του κίνητρο καί ένας μόνο ό τελικός του σκοπός: νά δείξει τήν διαδικασία τής ένσαρκώσεως, γιά νά εξηγήσει πώς έγινε δυνατή ή μίξη θείου καί ανθρωπίνου. Ή θεολογία όμως, όταν καί όσο δέν έχει ώς πρώτο κίνητρο τήν σωτηρία, μεταβάλλεται σέ φιλοσοφία, πού άπλώς διατηρεί λίγα ή πολλά θεολογικά στοιχεία. Τό αποτέλεσμα φυσικά δέν είναι ούτε γνήσια φιλοσοφία, εφόσον δέν κινείται άπροϋπόθετα καί δέν έχει εσωτερική συνέπεια.
'Αγνοεί τους Καππαδόκες καί όδηγεϊ στόν μονοφυσιτισμό, άπό τόν όποιο καί διαφέρει
Ό Ά. τελικά δέν πέτυχε νά δώσει εύλογοφανή εξήγηση τής ένό τητας στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, διότι ταύτιζε φύση καί υπόσταση ή ουσία καί είναι. Κατανοούσε βιολογική τήν ένωση τής Ανθρώπινης σάρκας μέ τόν Υιό τοΰ Θεοΰ, ώς «σύνθεσιν Θεοΰ πρός σώμα», πού είχε ώς αποτέλεσμα τήν μία ουσία, τήν μία φύση τοΰ Χριστοΰ: «μίξις θεσπεσία! Θεός καί σάρξ μίαν [καί τήν αύτήν] άπετέλεσαν φύσιν» (Fragment 10).
«ούκ άρα Αλλη καί Αλλη ούσία Θεός καί Ανθρωπος, άλλα μία κατά σύνθεσιν Θεοϋ πρός σώμα Ανθρώπινον» (Fragment 119). «μίαν φύσιν τοΰ Θεοϋ Λόγου σεσαρκωμένην καί προσκυνουμένην μετά της σαρκός αύτοϋ» (Πρός Ίοβιανόν).
Είναι περίεργο γιά τόν καταρτισμένο Ά., ότι δέν παρακολουθούσε έπαρκώς τουλάχιστον τίς θεολογικές εξελίξεις τής εποχής του. Διαφορετικά θά ύπολόγιζε την θεολογία τοϋ Μ. Αθανασίου καί θά μάθαινε πολλά άπό την συμβολή τοΰ Μ. Βασιλείου στό θέμα τής δια κρίσεως ουσίας καί ιδιωμάτων, πού όδήγησε μέ συνέπεια στην διάκριση ουσίας καί ύποστάσεων στόν Θεό. Τό πόσο συγχέει ό Ά. ούσία καί ιδιώματα στόν Θεό φαίνεται στό Ακόλουθο χωρίο του:
«πρόσωπον μεν έκάστου τό είναι αύτό καί ύφεστάναι δηλοΐ, θεό της δέ Πατρός ίδιον καί όπότε μία των τριών ή θεότης λέγοιτο, την Πατρός Ιδιότητα παρούσαν Υίώ τε καί Πνεύματι μαρτυρεί» (Κατά μέρος πίστις 15).
Βέβαια καί ό Μ. ’Αθανάσιος δέν κατανοούσε πολύ την θεολογία τοΰ Βασιλείου, τό ίδιο καί οί δυτικοί μέ πρώτον τόν Δάμασο Ρώμης. Αύτοΐ όμως υιοθετούσαν απόλυτα την ήδη κυρωμένη συνοδικά θεο λογική Παράδοση τής Εκκλησίας καί άνέμεναν την εξέλιξη των πραγμάτων. Γι’ αύτό καί οί δυτικοί τελικά δέχτηκαν την θεολογία τοΰ Βασιλείου. ’Αντίθετα ό Ά. καί άπέρριπτε μέρος τής θεολογικής Παραδόσεως καί προχώρησε σέ κατεύθυνση τελείως αντίθετη πρός εκείνη τοΰ Βασιλείου: ταύτισε πρακτικά φύση καί ιδιώματα (άρα καί ύποστάσεις) στόν Θεό καί είδε μία φύση στόν Χριστό μετά την ένωση Λόγου καί σάρκας.
Οί Καππαδόκες, κινούμενοι άπό την Ανάγκη σωτηρίας όλόκλη ρου τοΰ Ανθρώπου, διέκριναν γενικά φύση καί ύπόσταση καί διαπίστωναν στόν Χριστό ένωμένες την θεία καί την Ανθρώπινη φύση. Οί φύσεις διασώζονταν ένωμένες καί ή ύπόσταση, πού είναι ύπαρξη, όν καί πρόσωπο, ήταν μία, τοΰ Χριστού. Ό Ά., μή έχοντας σωτηριο λογικό ρεαλισμό καί ταυτίζοντας φύση καί ύπόσταση, έφθασε στόν έναν Υίό (μία φύση = μία ύπόσταση) μ’ ένα διανοητικό εύρημα: τόν Αποκλεισμό τοΰ Ανθρώπινου νοΰ στό γεγονός τής ένσαρκώσεως, τοΰ νοΰ πού εκπροσωπεί τήν φύση καί τήν ύπόσταση τοΰ Ανθρώπου.
’Έτσι κακοδοξώντας, έξήλθε άπό τήν Εκκλησία καί όδήγησε στόν μονοφυσιτισμό, άντιδρώντας μέ τρόπο έσφαλμένο καί πρός τόν δυ οφυσιτισμό των άντιοχειανών, πού όντως εκδηλωνόταν, τουλάχιστον μετά τό 370, μέ κάποιες εκφράσεις τοΰ Διοδώρου Ταρσού.
Πρέπει όμως νά κάνουμε δύο επισημάνσεις: Πρώτον, ό Ά. κατά βάθος δέν είχε στόν νοΰ του δύο φύσεις, μία τού θείου Λόγου καί μία τοΰ Ανθρώπου, κατά τήν ενσάρκωση, εφόσον στόν μή ένούμενο Ανθρώπινο νοΰ έστιαζε τήν ύπόσταση καί αρα τήν καθαυτό φύση τοΰ Ανθρώπου. Καί μολονότι σαφώς ή φρασεολογία του όδηγοΰσε στόν μονοφυσιτισμό, άπό τούς οπαδούς του όποιου καί χρησιμοποιήθηκε, ό ίδιος ό Ά. δεν είχε συνείδηση ταυτίσεως των δύο φύσεων στόν Χριστό ή άπορροφήσεως τής ανθρώπινης άπό την θεία. Ή διαφορά λοιπόν του Ά. πρός τόν μονοφυσιτισμό έγκειται στό ότι ό πρώτος άφήνει άπρόσληπτη τήν ύπόστασηφύση του ανθρώπου, ενώ ό δεύτερος θεωρεί άπορροφημένη τήν άνθρώπινη στήν θεία φύση. "Ομως καί οί δύο καταλήγουν στό ίδιο αποτέλεσμα: στήν μία φύση τού Χριστού.
Δεύτερον, παρά τήν έπιμονή του στήν μία φύση τού Χριστού μετά τήν ένωση τού Λόγου μέ τήν σάρκα, εξηγεί ότι ή σάρκα έγινε μετά τήν ένωση «θεία», αλλά όχι «τή φύσει»:
«Τή γάρ ένώσει τή πρός τόν Λόγον, θεία ή σαρξ, ού τή φύσει... ού γάρ δή καί άσώματον γενέσθαι σώμα δυνατόν, ώσπερ άφρόνως έτεροι λέγουσι» (Fragment 160).
Oi εξηγήσεις του αυτές αποτελούν απάντηση σέ κάποιους ακραιφνώς μονοφυσιτίζοντες, πού δίδασκαν ότι ή προσληφθεΐσα σάρκα έγινε «όμοούσια» πρός τόν θειο Λόγο (Έπιστ. Πρός Σεραπίωνα, Fragment 161).
’Ίσως μάλιστα νά συνειδητοποίησε τό σφάλμα του ή τό αδιέξοδό του, όταν, γράφοντας «Κατά Διοδώρον πρός Ηράκλειον», έπέμενε ότι «ούκ άρα άλλη ούσία Θεός καί άνθρωπος, αλλά μία κατά σύν θεσιν Θεού πρός σώμα άνθρώπινον» (Fragment 119). ’Αλλά καί οί τελευταίοι λόγοι του οδηγούν στήν ιδέα τής όμοουσιότητας Θεού καί ανθρώπινου σώματος, κάτι πού είναι πάλι σφάλμα.
Βίος
'Ο Ά. γεννήθηκε περί τό 315 ή λίγο πρίν στήν παραλιακή πόλη τής Συρίας Λαοδίκεια, πού τότε βρισκόταν σέ άκμή. Πατέρας του ήταν ό γραμματικός Άπολινάριος, αλεξανδρινής καταγωγής πού εγκαταστάθηκε στήν Λαοδίκεια, όπου έγινε πρεσβύτερος, έγραψε εγχειρίδιο γραμματικής, μέ παραδείγματα άπό χριστιανικά κείμενα, συνέταξε έργα μέ ομηρικά μέτρα κι έζησε τουλάχιστον μέχρι τό 362/3. Κοντά στόν πατέρα του ό Άπολινάριος υίός έμαθε τά πρώτα γράμματα, διδάχτηκε τήν πίστη καί αγάπησε τήν θύραθεν σοφία. ’Απέκτησε οικειότητα πρός τούς φιλοσόφους καί τούς ποιητές, τούς τελευταίους τών όποιων καταλάβαινε περισσότερο, επειδή ό ίδιος διέθετε ποιητικό ταλέντο, μέτριο βέβαια. Ό Φιλοστόργιος (Εκκλησιαστική ιστορία Η' 11) τόν συγκρίνει στήν πολυμάθεια μέ τούς μεγάλους καπ παδόκες θεολόγους Βασίλειο καί Γρηγόριο Θεολόγο. "Ο,τι όμως τόν διέ κρινε άπό τούς μεγάλους καππαδόκες, ήταν ό κριτικός συνθετικός νους καί ή παραδοσιακότητα πού είχαν οί τελευταίοι καί δέν είχε αυτός.
Ό Ά. άσκησε τό έπάγγελμα τοϋ διδασκάλου τής ρητορικής γιά πολλά χρόνια. Πώς καί μέ τήν βοήθεια ποιων εΐσήλθε στην σπουδή των θεολογι κών πραγμάτων δεν γνωρίζουμε. Βέβαιο είναι ότι γνώριζε τήν έβραϊκή, που τόν βοηθούσε πολύ στήν ερμηνεία τής Π. Διαθήκης, και ότι όταν πολύ βραδύτερα, περί τό 376/7, δίδαξε στήν ’Αντιόχεια, έντυπωσίαζε τούς ακροατές του (’Ιερωνύμου, Dc viris Mustribus 104).
Οί Άπολινάριοι, πατέρας καί υιός, συνδέονταν φιλικά μέ τόν περίφημο σοφιστή καί ιερέα τού Διονύσου Έπκράνιο, τού όποιου άκουγαν μαθήματα. Συνέβη μάλιστα νά λάβουν μέρος (λίγο πριν τό 335) σέ συγκέντρωση καί μέ λατρευτικό χαρακτήρα, πού οργάνωσε ό Έπιφάνιος. Τό γεγονός προ κάλεσε θόρυβο καί ό επίσκοπος Θεόδοτος άφόρισε τούς Ά., οί όποιοι όμως δείχνοντας μετάνοια έπανήλθαν στήν ’Εκκλησία.
Τό 346, οί δύο Άπολινάριοι, ύποδέχτηκαν καί περιποιήθηκαν τόν Μ. ’Αθανάσιο, πού πέρασε από τήν πόλη τους, έπιστρέφοντας από τήν β' εξορία του (341346). 'Ο Ααοδικείας Γεώργιος τότε, καταδικασμένος από τούς ορθοδόξους (σύνοδος Σαρδικής: 343), έδειξε εχθρότητα πρός τούς Άπολινα ρίους, τούς οποίους μάλιστα, κατά τόν Έπιφάνιο Σαλαμίνας Κύπρου, εξόρισε (PC 42, 676), κάτι πού, καθώς φαίνεται, δέν συνέβη (Σωζομενοϋ, Έκκλησ. ιστορία ΣΤ' 25), διότι έδωσαν εξηγήσεις καί ζήτησαν συγνώμη. Ή στάση τού Ά. έναντι τού Μ. Αθανασίου καί ή χαμένη αλληλογραφία των δύο άνδρών δημιούργησε στήν έρευνα τήν γνώμη, πού ήδη επικρατεί, ότι ό Ά. ήταν πιστός οπαδός τής Νίκαιας (τούτο φρονούσε κατ’ αρχήν καί ό Μ. Βασίλειος: Επιστολή 265, 2). Στήν πραγματικότητα είχε άποστασιο ποιηθεί καί από τήν Νίκαια καί από τόν Αθανάσιο. Ή αποστασιοποίησή του αύτή, άν δέν ήταν μέχρι τό 350 συνειδητή, θά έγινε αμέσως μετά, εφόσον κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο (’Επιστολή 102, 22, πού γράφηκε τό 382 καί λέει ότι ή κακοδοξία τού Ά. άρχισε πριν 30 χρόνια) ό Ά. διατύπωσε δημόσια τίς σχετικές κακόδοξες απόψεις του λίγο μετά τό 350. Ως λαϊκός καί δή περί τό 355 είχε τυπική αλληλογραφία μέ τόν Βασίλειο, ό όποίος δέν είχε θίξει σ’ αύτήν θέματα θεολογικά (Έπιστ. 224, 2 καί 226, 4).
'Ο Ά. έγινε πρεσβύτερος περί τό 355/6 καί επίσκοπος περί τό 360/1 μέ τήν βοήθεια των ορθοδόξων τής Λαοδίκειας, όταν εκθρονίστηκε από τήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως (360) ό όμοιουσίανός επίσκοπος τής πό λεως Γεώργιος. Ή έκλογή του έγινε προβληματική από άποψη κανονική, αλλά ό Ά. άναγνωριζόταν εύρύτερα καί τό 362 αντιπρόσωποί του, μοναχοί τής Λαοδίκειας, πήραν χωρίς ψήφο μέρος στήν σύνοδο τής ’Αλεξάνδρειας (βλ. Μ. ’Αθανασίου, Τόμος πρός Άντιοχεΐς 9: ΒΕΠ 31, 128). Στήν σύνοδο αύτή καταδικάστηκε έμμεσα πλήν σαφώς ή θεμελιώδης του διδασκαλία, τήν όποια γνωρίζουμε από τήν «'Ομολογία» του πρός Ίοβιανό τού έτους 363. Άναμίχτηκε πολύ ενωρίς στό άντιοχειανό σχίσμα καί μέριμνά του έγινε ή επιρροή του στό φημισμένο κέντρο τής ’Ανατολής, στήν ’Αντιόχεια, όπου φρόντισε νά διδάσκει γιά μικρά ή μεγάλα διαστήματα καί ν’ αποκτά οπαδούς, αλλά μάλλον μετά τό 365.
Μέχρι τό 363 ό Ά. ασχολήθηκε λιγότερο μέ τά θεολογικά προβλήματα καί περισσότερο μέ τήν διδασκαλία τής ρητορικής καί τήν συγγραφή, πού είχε σκοπό αφενός μέν νά απαντήσει στις κατηγορίες τών εθνικών κατά τού χριστιανισμού, αφετέρου δέ νά δώσει κείμενα καί μάλιστα ποιητικά στά χριστιανόπουλα, από τά όποια τό 362 ό αύτοκράτορας Ίουλιανός στέρησε την έλληνική γραμματεία. "Ετσι έγραψε τά έργα του «Κατά Πορφυρίου» καί «Υπέρ άληθείας», πού δυστυχώς χάθηκαν. Ή παράδοση θέλει πολύ εκτενέστερη την συγγραφική του παραγωγή, πού ήρθε σάν άντίδραση στήν παραπάνω ένέργεια τοϋ Ίουλιανοϋ.
Τό γεγονός ότι στήν σύνοδο των Τυάνων (368) ώς ορθόδοξος επίσκοπος Λαοδικείας μετέσχε ό Πελάγιος δείχνει μάλλον αλλαγή τής στάσεως των ορθοδόξων έναντι τού Ά., τόν όποιο καί άν δέν είχαν παραμερίσει τελείως τόν υποπτεύονταν σοβαρά γιά κακοδοξία.
Κι ένώ ή Εκκλησία δέν είχε συνοδικά  καθόσον γνωρίζουμε  πάρει θέση κατά τοϋ Ά., πολλοί πιστοί, μερικοί των όποιων δέν ήσαν Ακραιφνείς όρθόδοξοι, όπως ό Ευστάθιος Σεβαστείας καί οί όπαδοί του, θεωρούσαν τόν Ά. αιρετικό. Αύτό φαίνεται άπό τήν προσπάθεια τού Εύσταθίου περί τό 375 νά δείξει ότι ό Μ. Βασίλειος Αλληλογραφούσε μέ τόν Ά. καί συμμεριζόταν τίς Απόψεις του άρα γιά τόν Εύστάθιο καί ό Βασίλειος ήταν κατακριτέος. Στήν πραγματικότητα όμως ό Βασίλειος.α) είχε γράψει πρίν είκοσι χρόνια γράμμα ή γράμματα στόν Ά. χωρίς καμμιά θεολογική αναφορά β) δέν είχε διαβάσει βιβλία του, μολονότι άκουγε ότι πρόκειται γιά ορθόδοξο καί πολυγράφο Ανδρα γ) έξαιτίας τής πλαστογραφίας τού Εύσταθίου καί των όπαδών του πρόσεξε κάποιες παρεκκλίσεις τού Ά. (γιά κάποιες φαίνεται μόνον ακούσε), τίς όποιες καταδίκασε. Αύτά προκύπτουν άπό τίς ’Επιστολές τοϋ Βασιλείου 129, 131, 223, 224, 226, 244, 265 κ.ά. Τέλος, τό έτος 377, στήν Επιστολή του 263 ό Βασίλειος ζητάει καί άπό τούς δυτικούς τήν συνοδική καταδίκη τού Ά., γιά τίς πολλές του παρεκκλίσεις καί μάλιστα γιά τήν περί σαρκώσεως τού θείου Λόγου κακοδοξία του (§ 4).
Στό πλαίσιο τής δράσεώς του ό Ά. βοήθησε τόν άντιοχέα οπαδό του Βι τάλιο νά γίνει (376) έπίσκοπος στήν Αντιόχεια. 'Όταν έγκατέλειψε τόν Βι τάλιο καί ή Ρώμη, ή άντιοχειανή κοινότητά του διακρίθηκε σαφώς ώς άπολιναριστική εκκλησία, στούς κόλπους τής όποιας άπό τό 376 έκινεΐτο συνεχώς ό Ά. Έκεΐ μάλιστα έπιδόθηκε σέ διδακτικό έργο καί ειδικότερα στήν ερμηνεία τών Γραφών, γιατί έτσι θά μπορούσε νά θεμελιώσει τήν ιδιαίτερη όμάδα ή εκκλησία του, όπως αφήνει νά νοηθεί ό Γρηγόριος Θεολόγος (Έπιστ. 101, 73). Στήν ’Αντιόχεια τόν ακούσε καί τόν θαύμασε (377) καί ό λατίνος 'Ιερώνυμος
Τό 379 ό Βιτάλιος καί οί όπαδοί του συγκρότησαν στήν ’Αντιόχεια σύνοδο άπολιναριστών. Τήν ίδια έποχή ή διδασκαλία τού Ά. απασχόλησε καί τόν Έπιφάνιο Σαλαμίνας Κύπρου, πού τό 377 καταχώρισε τήν διδασκαλία αυτή μεταξύ τών αιρέσεων (Πανάριον 77, 20). Τό γεγονός δείχνει ότι είχε ήδη δημιουργηθεϊ άπολιναρισμός καί ότι ή έκκλησιαστική συνείδηση τόν άπέρριπτε, Ακόμα καί άν δέν μπορούσε νά τόν Αναιρέσει συστηματικά. Μέ ένέργειες τού Βασιλείου ό Ά. καταδικάστηκε στήν Ρώμη στό τέλος τού 377 ή στίς Αρχές τού 378 (Σωζομενού, Έκκλησ. ιστορία ΣΤ' 25. Θεοδωρή του, Έκκλησ. ιστορία Ε' 10). Στήν σύνοδο κλήθηκαν καί άπολιναριστές μέ έπικεφαλής τόν Τιμόθεο, έπίσκοπο Βηρυττοϋ, γιά νά έξηγήσουν τίς Αντιλήψεις τους, οί όποιες καί καταδικάστηκαν χωρίς νά γίνει (κατά τά σω ζόμενα Αποσπάσματα) προσωπική μνεία τοϋ Ά. (PG 13, 352353).
Επειδή όμως ό άπολιναρισμός είχε διαδοθεί καί είχε προκαλέσει σάλο στήν ’Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη, Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία, Πόντο, Μ. ’Αρμενία καί γενικά στήν Μικρασία) μέ σημαντικό αριθμό έπισκό πων στούς κόλπους του, ή Εκκλησία αναγκάστηκε νά τόν αντιμετωπίσει άποφασιστικότερα στήν σύνοδο ’Αντιόχειας τό 379 καί μετά στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (τοΰ 381 καί 382). Έκεΐ διατυπώθηκε σύντομα ή άπάν τηση στήν χριστολογική αίρεση τοΰ Ά. καί περιλήφθηκαν συλλήβδην οί «άπολιναριστές» στούς αιρετικούς, ενώ σέ σύνοδο τοΰ 382 στήν Ρώμη καταδικάστηκε ό Ά. προσωπικά. Σέ αντίδραση τότε ό Ά. καί οί όπαδοί του συγκρότησαν σύνοδο στήν Ναζιανζό. Τό ίδιο έτος ό Γρηγόριος άρχισε τήν εναντίον τού Ά. θεολογική πολεμική, όπως τήν γνωρίζουμε από τίς ’Επιστολές του (101 καί 102 τού έτους 382 καί 202 τοΰ έτους 387). Λίγο μετά τό 383 οί άπολιναριστές έγκατέστησαν δικό τους επίσκοπο στήν Ναζιαν ζό, μολονότι τό ίδιο έτος καί τό έπόμενο ό Θεοδόσιος επικύρωσε τήν καταδίκη τού άπολιναρισμοϋ. Τό 388 διάταγμα απαγόρευε στούς άπολιναρι στές νά έχουν έπισκόπους καί νά συγκαλοΰν συνόδους (Codex Theodos. XVI 5, 14 καί 15). Έκτοτε άρχισε ή πτώση τού άπολιναρισμοϋ. Στήν ’Αντιόχεια μόλις τό 425 ένώθηκε ή άπολιναριστική έκκλησιαστική κοινότητα μέ τήν όρθόδοξη Εκκλησία (Θεοδώρητου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 38, 2).
Πότε ακριβώς πέθανε ό Ά. δεν γνωρίζουμε όπωσδήποτε όμως μεταξύ 390 καί 392.
Εργα
Ή'συγγραφική παραγωγή τού Άπολιναρίου υπήρξε ποικίλη καί μεγάλη, αλλά ή καταδίκη του στήν συνείδηση τής ’Εκκλησίας καί ή κατά συνέπεια βαθμιαία εξαφάνιση τού άπολιναρισμοϋ οδήγησαν στήν άπώλεια γενικά τών έργων του, άπό τά όποια ελάχιστα σώζονται ολόκληρα, ενώ τά άλλα είναι γνωστά μόνο άπό τούς τίτλους ή άπό μικρά καί μεγάλα άποσπάσματα. Μερικά άπό τά έργα του διασώθηκαν, διότι όπαδοί του τά κυκλοφορούσαν μέ άλλα ονόματα, όπως τού Μ. ’Αθανασίου, τού Ιουλίου Ρώμης, τού Γρη γορίου Θαυματουργού κ.ά. Τά πολλά του άποσπάσματα συνδέονται κατά κανόνα μέ τίτλο, ό όποίος όμως δέν γνωρίζουμε άν είναι τίτλος έργου του (χαμένου) ή τίτλος κεφαλαίου κάποιου έργου του. ’Αφορμές γιά τήν σύνταξη τών έργων του υπήρξαν: α) ή ανάγκη σπουδής τών ελληνικών γραμμάτων άπό τούς χριστιανούς, γιά τούς όποιους έγραψε ποιητικά καί διαλογικά κείμενα μέ περιεχόμενο χριστιανικό β) ή άνάγκη νά καταπολεμήσει τούς εθνικούς καί τούς αιρετικούς καί νά υπερασπίσει τόν χριστιανισμό γενικά καί τήν ορθοδοξία ειδικά γ) ή άνάγκη νά έξηγήσει καί νά υπερασπίσει τίς προσωπικές του θεολογικές άντιλήψεις καί δ) ή άνάγκη νά προσφέρει ύμνους ιδιαίτερους στήν άπολιναριστική έκκλησία πού ίδρυσε. "Ο,τι άπό τά έργα του σήμερα σώζεται άνήκει πλήν εξαιρέσεων στήν τρίτη όμάδα. Βάσει αυτών μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε τόν Ά. άξιόλογο συγγραφέα μέ πλούσια φιλοσοφική κατάρτιση, μέτρια κριτική διάθεση καί ώραιότατο ά ποφθεγματικό ϋφος. "Ολα του τά έργα είναι σύντομα κι έχουν φροντισμένη φράση. ’Ακολουθεί πίνακας των σωζόμενων έργων τού Ά., των Αποσπασμάτων καί των τίτλων χαμένων έργων του. Δυστυχώς ή χρονολόγηση των έργων αύτών είναι πλήν ένός δυσχερέστατη ή αδύνατη.
Πρός Ίοβιανόν. Σύντομο κείμενο, πού γράφηκε τό 363 γιά νά εκθέσει στόν νέο αύτοκράτορα Ίοβιανό τήν πίστη του, όπως έκαναν πολλοί τήν ίδια εποχή. Σώζεται σέ λατινική, συριακή, αρμένική καί γεωργιανή μετάφραση (CPC II 3665).
Περί τής έν Χριστώ ένότητος τού σώματος πρός τήν θεότητα. Σώζεται ολόκληρο. Ό Ά. επιχειρεί τήν θεμελίωση τής χριστολογίας του. Μεταφράστηκε στήν συριακή, ενώ έχουμε Αποσπάσματα στην άραβική καί τήν αρμένική (CPG II 3646).
Ή κατά μέρος πίστις. Σύντομο, αλλά τό έκτενέστερο από τά σωζόμενα έργα του. Πρέπει νά γνώρισε μεταγενέστερες επεμβάσεις. Μεταφράστηκε στήν συριακή καί τήν αρμένική, από τήν όποια έχουμε μόνο Αποσπάσματα (CPG II 3645).
Περί πίστεως καί ένσαρκώσεως (De fide et incarnaiione contra adversarios). Μάλλον Ακέραιο έργο, πού (εκτός Από ένα του έλληνικό απόσπασμα) σώθηκε σέ συριακή μετάφραση (CPC II 3647). Στό ίδιο έργο μάλλον ανήκει καί τό Απόσπασμα Περί ένώσεως (Lietzmann, μν. έργ., σ. 204, fragm. 2).
Άπόδειξις περί τής θείας σαρκώσεως τής καθ’ όμοίωσιν Ανθρώπου (Fragm. 13105). Τό σπουδαιότερο θεολογικό καί Αντιπροσωπευτικότερο έργο τού Ά. Σώθηκαν πολλά καί εκτενή Αποσπάσματα στό έργο τού Γρηγο ρίου Νύσσης «Πρός τά ‘Απολλιναρίον άντιρρητικός» (PG 45, 11231270), στό όποιο καταπολεμούνται οί Απόψεις τού Ά. Βάσει τών Αποσπασμάτων ό Ε. Muhlenberg προσπάθησε νά Ανασυγκροτήσει τό όλο έργο κατά τήν δομή καί τό περιεχόμενό του (Apollinaris von Laodicea, Gotiingen 1969, σσ. 86-90).
Έπιστολαί. ’Από τίς πολλές πού έγραψε σώζονται Ακέραιες μόνο δύο, οί Πρός τούς έν Διοκαισαρεία έπισκόπους καί Πρός Διονύσιον (ή πρώτη), πού έχουν θεολογικό καί χριστολογικό περιεχόμενο. Τής δεύτερης σώθηκαν μετάφραση συριακή καί αποσπάσματα στην άραβική καί τήν Αρμένική: CPG II 36-69.
Άνακεφαλαίωσις. Συνοπτική παράθεση των θεολογικών άπόψεων τοϋ Ά. Συντάχτηκε μάλλον από εκδότη βάσει κειμένων τοΰ Ά.
Τόμος συνοδικός. Κείμενο γραμμένο μάλλον άπό τόν Ά. καί επικυρωμένο άπό σύνοδο άπολιναριστών στήν ’Αντιόχεια.
’Αποσπάσματα έργων: α) Σέ ποικίλα πολεμικοαντιρρητικά κείμενα καί άνθολόγια διασώθηκε σημαντικός αριθμός αποσπασμάτων, πού κατά τήν ένδειξη τής πηγής προέρχονται άπό τά έξής έργα ή κεφάλαια έργων τοΰ Ά.: Περί σαρκώσεως (frag. 38), Περίσαρκώσεως ή εις την παράδοσιν τής άποτάξεως καί πίστεως (frag. 9-10), Μαρίας έγκώμιον καί περί σαρκώσεως (frag. 1112), Εις τηνέπιφάνειαν τήν ένσαρκον τοϋ Θεού (frag. 108-110), Πρός τούς άνθρωπον ύπό τοΰ Λόγου προσειλήφθαι λέγοντας (frag. Ill), Συλλογισμοί (frag. 112-116), Λόγος συλλογιστικός κατά Αιοδώρου πρός Ηράκλειον (frag. 117120), Πρός Διόδωρον ή τό κατά κεφάλαιονβιβλίον (frag. 121146), Πρός Φλαουϊανόν (frag. 147148), Πρός Πέτρον (frag. 149), Πρός Ίουλιανόν (frag. 150-152), Λόχοι (frag. 153-156), Διάλογοι (frag. 157), "Οτι θεός ένσαρκος ό Χριστός (frag. 158), Κατά Πορφυρίου (frag. 166-167), καί άπό άδηλα έργα
Εξηγητικά ’Αποσπάσματα. Τέτοια έπισημάνθηκαν πολλά σέ Σειρές έρμηνευτικές, άλλά δέν προϋποθέτουν όλοκληρωμένα ύπομνήματα σέ βιβλικά κείμενα. Είναι μάλλον σημειώσεις άπό τήν ερμηνευτική δραστηριότητα τοϋ Ά., κυρίως στήν ’Αντιόχεια. Τά γνωστά έξηγητικά του άποσπάσματα αφορούν τά έξής βιβλικά κείμενα:
Οκτάτευχος (καί Βασιλειών): R. Devreesse, Les anciens commentateurs grecs de 1’ Octateuque et des Rois (ST 201), Vaticano 1959, σσ. 128-154.
Ψαλμοί: R. Devreesse, Les anciens commentateurs grecs des Psaumes (ST 264), Vaticano 1970, σσ. 211-223. M. HarlG. Dorival: SCh 189220 κατά τούς πίνακες. E. Muhlenberg, Apollinaris von Laodicea zu Ps 1150: Psalmen kommentare aus der Katenenuberlieferung, IIII, Berlin 1975, 1977, 1978 (.PTS 15, 16, 19).
Ιώβ.
Παροιμίαν A. Mai, Nova Patrum bibliotheca, VII 2, Romae 1854, σσ. 7680.
Ασμα άσμάτων: PG 87/β, 15-48 καί σέ πολλές άλλες στήλες.
Ήσαΐας: A. Mai, μν. έργ., σσ. 128-130.
Ιερεμίας καί Θρήνοι: Michaelis Chislerii Romani... in Ieremiam prophetam Commentarii..., III, Lugduni (Λυών) 1623, σέ πολλές καί των δύο τόμων σελίδες.
’Ιεζεκιήλ: A. Mai, μν. έργ., σσ. 82-91.
Δανιήλ: A. Mai, Scriptorum vet. nova collectio, I 2, Romae 1825
Κατά Ματθαίον: J. Reuss, MatthausKommentare aus der griechischen Kirche (TU 61), Berlin 1957, σσ. 154.
ΚατάΙωάννηv: J. Reuss, JohannesKommentare aus der griechischen Kirche (TU 89), Berlin 1966, σσ. 364.
Κατά Λουκάν: A. Mai, Scriptorum vet. nova collectio, I 1, Romae 1825, σσ. 179-188. Τοϋ ίδιου: Class. Auct. X, σσ. 495499.
ΠράξειςΑποστόλων: I. Cramer, Catenae graecorum Patrum in N.T., III, Oxford 1838, σ. 12.
Πρός Ρωμαίους: K. Staab, Pauluskommentare aus griechischen Kirche, Munster 1933, σσ. 57-82.
Καθολικοί Έπιστολαί: I. Cramer, μν. έργ., VIII, Oxford 1844, σ. 11.
’Αμφιβαλλόμενα.
Στην συλλογή ’Επιστολών τοϋ Μ. Βασιλείου περιλαμβάνονται δύο Επιστολές τοϋ Βασιλείου πρός τόν Άπολινάριο (361 καί 363) καί άντίστοιχα δύο Επιστολές τοϋ Άπολιναρίου πρός τόν Βασίλειο (362 καί 364). Γιά τά κείμενα αύτά ύπάρχει αμφισβήτηση, τήν όποια νεώτεροι ερευνητές παραμερίζουν (G. Prestige). Φρονούμε όμως ότι τά επιχειρήματα δέν είναι τελείως πειστικά, διότι, πλήν άλλων, ό Βασίλειος βεβαιώνει (Έπιστ. 224, 2 καί 226, 4) ότι στίς Επιστολές πού έγραψε παλαιότερα, περί τό 355, πρός τόν Άπολινάριο δέν συζητούσε θεολογικά θέματα, όπως συμβαίνει στίς σω ζόμενες καί άποδιδόμενες σ’ αυτούς ’Επιστολές. Αμφιβαλλόμενη θεωρούμε άκόμη καί τήν Επιστολή πρός Σεβαστηνούς (άρχή: «Έδεξάμην τό γνώρισμα τής πίστεως...»), όπου γίνεται λόγος περί τής θείας ούσίας.
Χριστός πάσχων. Πρόσφατα ό Q. Catandella στό Dioniso 43 (1969) 405-412 ύποστήριξε ότι ή περίφημη τραγωδία «Χριστός πάσχων», πού άλλοτε καί τώρα πολλοί τήν θεωρούν έργο τού Γρηγορίου Θεολόγου, συντάχτηκε άπό τόν Άπολινάριο καί πήρε τήν τελική της μορφή άπό τόν Γρηγόριο (Βλ. έκ δόσεις καί βιβλιογραφία στό κεφ. Γρηγόριος Θεολόγος).
Εις τό άγιον Πάσχα λόγοι α'γ'. Σύντομα κείμενα πού έκδίδονταν μεταξύ των νόθων έργων τοϋ Χρυσοστόμου. Ό Ε. Cattaneo (Trois Homelies pseudoChrysostomiennes sur la Paque comme oeuvre d’ Apollinaire de Laodicee, Paris 1981) νομίζει ότι άνήκουν στόν Ά., διότι βρίσκει θέματα καί όρους τους σε γνήσια έργα του.
Νόθα.
Μετάφρασις διά στίχων εις τόν Ψαλτήρα. Πρόκειται γιά παράφραση των Ψαλμών σέ ηρωικό έξάμετρο (όμηρικό;), πού όμως συντάχτηκε μετά τό 460 (J. Golega): PC 33, 1313-1537, 1627-1630. A. Ludwich, Apollinarii metaphrasis Psalmorum, Leipzig 1912.
Άπολεσθέντα μετρικά.
Ποιητικά: διαλογικά καί ύμνοι. Τέτοια έργα προσγράφονται στούς Ά πολιναρίους, πατέρα καί γιό άδιακρίτως. Φαίνεται όμως ότι ό γιός είναι συντάκτης τής συντριπτικής τους πλειοψηφίας. Ό Ά. γιός, λοιπόν, συνέθεσε τέτοια έργα στην έποχή τοϋ Ιουλίανού (γιά νά έχουν την δυνατότητα οί χριστιανόπαιδες νά σπουδάζουν έλληνικά καί ποίηση) καί στήν έποχή τής δημιουργίας άπολιναριστικής εκκλησίας (376 έξ.) γιά πρακτικούς σκοπούς. Τούς ύμνους δηλαδή προόριζε γιά λειτουργική καί μή χρήση, ώστε νά διακρίνονται oi άπολιναριστές χριστιανοί άπό τούς λοιπούς. ’Έτσι πληροφορούν ό Σωζομενός ότι ό Ά. έγραψε «έν κατεπειγούση χρέος» (Έκκλησ. ιστορία Ε' 12) καί ό Σωκράτης ότι οι δύο Άπολινάριοι φάνηκαν «χρειώδεις πρός τόν παρόντα καιρόν» (τοϋ Τουλιανοϋ) (Έκκλησ. ιστορία Γ' 16).
Γιά τό δεύτερο είδος ποιήσεως, των ύμνων δηλαδή, πληροφορεί πάλι ό Σωζομενός: οί άπολιναριστές «θεσμοΐς έχρώντο άλλοτρίοις τής καθολικής έκκλησίας, παρά τάς νενομισμένας ίεράς φδάς έμμετρό τινα μελύδρια ψάλ λοντες παρ’ αύτού τού Άπολιναρίου εύρημένα... Άνδρες δέ παρά τούς πάτους καί έν έργοις καί γυναίκες παρά τούς ιστούς τά έαυτοΰ μέλη έψαλλον. Σπουδής γάρ καί άνέσεως καί έορτών καί των άλλων πρός τόν έκαστου καιρόν ειδύλλια αύτώ πεπόνητο» (Έκκλησ. ιστορία ΣΤ' 25 καί Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 101, 73). Ή ποιητική γενικά παραγωγή τού Ά. μεγεθύνθηκε πολύ στήν παράδοση, ένώ, εφόσον αναπτύχτηκε κυρίως στά χρόνια τοϋ Ίουλιανοϋ, δηλαδή μόνο τό 362/3, πρέπει νά ήταν μικρή. ’Από τά μετρικά κείμενα δέν σώθηκε ούτε στίχος. Τό γεγονός κάνει άδύνατη τήν άπόδοση τοϋ ένός ή τοϋ άλλου στόν Άπολινάριο πατέρα ή στόν Άπολινάριο γιό. Άπό τίς αναφορές των πηγών μπορούμε νά συμπεράνουμε τά έξής ποιητικά έργα:
Εβραϊκή άρχαιολογία, έπος σέ όμηρικά μέτρα μέ τά παλαιοδιαθηκικά γεγονότα άπό τήν δημιουργία μέχρι τήν βασιλεία τοϋ Σαούλ, σέ 24 μέρη.
Ποιήματα, μέ βιβλικές υποθέσεις σέ μέτρα των κωμωδιών τοϋ Μενάνόρου, των τραγωδιών τοϋ Εύριπίδη καί τής ποιήσεως τοϋ Πινδάρου.
Διάλογοι κατά τό πρότυπο τών πλατωνικών διαλόγων μέ περιεχόμενο τά εύαγγελικά γεγονότα καί τίς άποστολνκές πράξεις (βλ. Σωζομενοϋ, Έκ κλησ. ιστορία Ε' 18 καί Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία Γ' 16).
Νέα Ψαλτήριο.
Υμνοι έκκλησιαστικοί.
Εμμετρα μελύδρια ( = έμμετρα τραγουδάκια) πού ψάλλονταν στις διάφορες περιστάσεις, στις γιορτές καί τίς συνάξεις.



Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/














Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |