ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Εισαγωγή - Το Πρόσωπο τού Δ' Αιώνα

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Εισαγωγή - Το Πρόσωπο τού Δ' Αιώνα



papadopoulos

Α  Εξοδος από τις κατακόμβες
Τό πρόσωπο τοΰ Δ' αιώνα στόν ελληνορωμαϊκό χώρο εμφανίζεται ταραγμένο καί διαρκώς γινόμενο. Συγκλονιστικές ανακατατάξεις καί συγκρούσεις διαδέχονται ή μία τήν άλλη. Ό έθνικός έλληνορωμαϊκός κόσμος, ώς πνεύμα καί έξουσία, νιώθει έκπληκτος ένώπιον τοΰ τεράστιου ρεύματος, πού συνιστά ή Εκκλησία. Ό κόσμος αύτός ζού.σε περίοδο πτώσεως καί όχι άνόδου. Δέν είχε τό πνευματικό σθένος ν’ άντιδράσει στήν Εκκλησία. Αύταπατώμενος είχε πιστέψει, κατά τόν Β' καί Γ' αιώνα, ότι άλλοτε μέ τήν αίγλη του, άλλοτε μέ σκληρούς διωγμούς καί άλλοτε μέ τήν άνοχή του, θά συγκροτούσε τήν Εκκλησία σέ μικρές διαστάσεις. "Οταν τελικά συνειδητοποίησε τήν δική του άδυναμία καί τήν όρμή τής Εκκλησίας, άντέδρασε σπασμωδικά. Ό ρωμαίος αύτοκράτορας Διοκλητιανός κήρυξε φοβερό διωγμό (303/4) κατά τών χριστιανών καί οί «πεπτωκότες» δέν ήταν λίγοι. "Ετσι άρχισε ό Δ' αιώνας.
Oi Ρωμαίοι, μολονότι είχαν τήν χαρά νά βλέπουν «πεπτωκότες», δηλωσίες χριστιανούς, διαπίστωναν ότι όπου κτυπούσαν έναν γεννιούνταν έκατό κι όπου έκατό χίλιοι. Καί τό πιό δυσάρεστο γι’ αυτούς ήταν ότι πλι,ύαιναν οί χριστιανοί άκόμη καί μέσα στίς κυρίαρχες τάξεις τους. "Επρεπε, λοιπόν, εάν συνέχιζαν τούς διωγμούς, νά αύτοδιωχτοΰν, νά αύτοκαταστραφοΰν! Επειδή αύτό ήταν άδύνατο, ά ναγκάστηκε ό ρωμαϊκός κόσμος νά δείξει σαφή άνοχή πρός τήν Εκκλησία, τήν όποια όμως ό Μέγας Κωνσταντίνος, άπό τό 324 κυρίως, πού έγινε μονοκράτορας, άντιμετώπιζε σάν νά ήταν μέλος της, ένώ άκόμη δέν ήταν. Ή έξοδος άπό τίς κατακόμβες είχε πραγματοποιηθεί.
’Από τήν πλευρά της ή Εκκλησία, άρχΐζοντας ό Δ' αιώνας μέ τούς διωγμούς, έδειξε όλη  τήν δύναμη της πίστεώς της καί την Αντοχή έκεΐνου πού περιμένει νά εξαντληθεί ό σκληρός τύραννός του.
"Οταν ό τύραννος έπεσε έξαντλημένος καί ό μονοκράτορας (324) Κωνσταντίνος πολιτευόταν ως χριστιανός καί προστάτης τής Εκκλησίας, ή Εκκλησία ένιωσε τόση έκπληξη, ώστε πολλοί έπίσκοπ οΐ της έχασαν σχεδόν τό μέτρο.  Ησαν άνέτοιμοι νά συλλάβουν καί ν’ άντιμετωπίσουν τήν νέα πρωτόγνωρη πραγματικότητα καί τά νέα συγκλονιστικά προβλήματα. Έπρόκειτο γιά τά προβλήματα πού δημιούργησε ή έλεύθερη ζωή καί δράση τής Εκκλησίας, ή ανάγκη τής στέρεης όργανώσεώς της, ή έμφάνιση νέων επικίνδυνων αίρέσεων καί τό αίτημα γιά όλοένα βαθύτερη κι εύρύτερη θεολογική έξήγηση τής άλήθειας. 'Η έξήγηση όμως αύτή έπρεπε νά γίνει καί μέ τήν βοήθεια τού φιλοσοφικού λόγου, ή όρθή καί διακριτική χρήση τού όποίου άπό τούς χριστιανούς θεολόγους άπέβη άκανθώδες πρόβλημα, πού έλυσαν έπιτυχώς μόνοι οί μεγάλοι Πατέρες.



β. Εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό τό κράτος
Ή έξοδος τής Εκκλησίας άπό τίς κατακόμβες καί ή άνεσή της νά κινείται άνενόχλητη σέ όποίονδήποτε κοινωνικό χώρο, συνδυάστηκε μ’ έναν προστατευτισμό τού αύτοκράτορα πολύ επικίνδυνο. Έπρόκειτο γιά έναγκαλισμό, πού οφειλόταν στούς εξής παράγοντες: α) Ό αύτοκράτορας Κωνσταντίνος ένιωθε καί δροΰσε ως χριστιανός. β) Ώς ρωμαίος αύτοκράτορας ήταν καί μέγιστος Ιερέας. Τώρα, ώς χριστιανός βασιλέας, δέν μπορούσε νά τελεΐ καθήκοντα ιερατικά, π.χ. νά θυσιάζει, αλλά αισθανόταν ότι έχει τήν κορυφαία ευθύνη γιά τήν προκοπή καί τήν πορεία τής Εκκλησίας, γ) 'Ως αύτοκράτορας φρόντιζε πάση θυσία νά έξασφαλΐζει τήν συνοχή καί πειθαρχία τών πολλών λαών καί φυλών, πού συναποτελοΰσαν τήν ρωμαϊκή αύτοκρατορία. Ή συνοχή μέχρι λίγο πρίν έξασφαλιζόταν μέ τήν επιβολή σέ όλη τήν επικράτεια τής λατρείας τού αύτοκράτορα. Τώρα, χωρίς πολλή σκέψη καί μέ τήν επίδραση τής ρωμαϊκής παραδόσεως, έκρινε ότι τόν συνδετικό παράγοντα τής απέραντης αύτοκρατορίας μπορεί νά τόν Αποτελεί ό χριστιανισμός, δ) 'Η Εκκλησία δέν είχε ούτε πλούσια έμπειρία κοινωνικής έλευθερΐας ούτε άκόμη αρκετή θεσμική όργάνωση, ώστε ν’ άποποιηθεΐ Αποφασιστικά τήν έλκυστική προστασία τού αύτοκράτορα. Οί ριζικές διαφοροποιήσεις γιά τήν Εκκλησία καί τό κράτος είχαν πολλαπλές καί βαθιές συνέπειες, θετικές καί Αρνητικές. Τό κράτος βρήκε στόν ραγδαία Αναπτυσσόμενο χριστιανισμό τήν Αλκή καί τό σθένος, πού έλειπαν Από τήν ρωμαϊκή κοινωνία. Ή Εκκλησία πάλι άπέβη ισχυρός κοινωνικός παράγοντας στό νέο ρωμαϊκό κράτος. 'Ικανοί έπΐσκο ποι, μεγάλων κυρίως πόλεων, άρχισαν νά διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην όλη κοινωνική ζωή. Οί αύτοκράτορες δροΰσαν, κοινωνικά τουλάχιστον, ύπολογίζοντας τήν άποψη τής Εκκλησίας καί διευκολύνοντας οικονομικά καί θεσμικά τήν εύρύτερη διάδοση τοΰ χριστιανισμού. Οί χριστιανοί έγιναν μέχρι τό τέλος τού αιώνα ή πνευματική elite τής αύτοκρατορίας, οί έκλεκτοΐ, πού τό κύρος καί ή έπιρροή τους ηύξανε συνεχώς. Μειωνόταν ή 'δύναμη τής έθνικής θρησκείας κι έπεκτεινότανή παρουσία τού χριστιανισμού σέ όλα τά πολιτικοκοινωνικά επίπεδα.
Επιβλητικοί χριστιανικοί ναοί άνεγείρονταν σέ όλα τά μήκη καί πλάτη τής αύτοκρατορίας καί ή λατρεία σ’ αυτούς από λιτή καί απέριττη έγινε λαμπρή καί απέκτησε δομική καί θεολογική πληρότητα.
Ή 'Αγία Γραφή γνώρισε έκδοτικό οργασμό καί μεταφράστηκε στήν λατινική πληρέστερα καί άκριβέστερα, κάτι πού ισχύει καί γιά άλλες γλώσσες, όπως π.χ. τήν συριακή καί μερικώς τήν γοτθική. Στήν άνάγκη τής Εκκλησίας ν’ άποκτήσει τό άπαραίτητο θεσμικό πλαίσιο βοήθησε τό κράτος πολύ. Διευκόλυνε δηλαδή τήν σύγκληση συνόδων, άπό τις όποιες συντάχτηκαν τά θεμελιώδη κανονιστικά κείμενα τοΰ βίου τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, πού χρειάζονταν γιά τήν εύστάθεια τού όργανισμοΰ της. Οί Κανόνες αύτοΐ άποκτοΰ σαν αύτόματα κύρος νόμου κι έτσι εξασφαλιζόταν γενικά ή έφαρ μογή τους.
Δέν άργησαν όμως νά φανούν καί οί αρνητικές γιά τήν Εκκλησία συνέπειες τοΰ εναγκαλισμού. Ό αύτοκράτορας καί γενικά ή κρατική έξουσΐα δέν δίσταζε νά κάνει αισθητή τήν παρουσία της καί απαιτητή ένίοτε τήν άποδοχή τής θελήσεώς της ώς άντάλλαγμα τής προσφερόμενης προστασίας. Σέ πολλά ή ρωμαϊκή νοοτροπία καί ή νομοθεσία άλλαξαν μέ τήν έπίδραση τού χριστιανικού πνεύματος. Καί ή Εκκλησία όμως χρειάστηκε νά κάνει κάποιες υποχωρήσεις, νά δείξει άνεκτικότητα. Τό κανονιστικό πλαίσιο τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, χρειάζονταν ένα κύρος γιά νά γίνουν έκτελεστοΐ, άλλά ή αυστηρή έπιβολή τους ώς νόμων άναγκαστικών δέν συμβιβαζόταν μέ τό πνεύμα τής Εκκλησίας. Ακόμα περισσότερο, τό πνεύμα τής Εκκλησίας τραυμάτιζαν σέ πολλές περιπτώσεις οί νόμοι τοΰ κράτους ύπέρ τής Εκκλησίας καί κατά τών έθνικών θρησκειών ή των αιρετικών όμάδων.
Ήκεΐ όμως πού ό εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό τό κράτος Εξελίχτηκε σέ πραγματικό δράμα ήταν ή προσπάθεια τών αύτοκρα τόρων ν’ άναμιχτοΰν έμμεσα κι ενίοτε άμεσα στά θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Οί αύτοκράτορες, ένεκα τής ρωμαϊκής τους πα ραδόσεως καί άκούγοντας εισηγήσεις κακόβουλων ή άφελών επισκόπων, νόμιζαν ότι δικαιούνταν νά έπεμβαίνουν στά έκκλησίαστικά πράγματα, τά όποια χριστιανοί αύλοκόλακες τούς έπειθαν ότι τά κατανοούν. "Ετσι, σ’ έναν αιώνα Οψιστης σημασίας γιά την διατύπωση καί τήν στήριξη τής πίστεώς της, ή Εκκλησία γνώρισε τό έξης αντιφατικό καί δραματικό φαινόμενο: ό πρώτος χριστιανός αύτο κράτορας Κωνσταντίνος βοήθησε Αποτελεσματικά τήν Εκκλησία τό 324 καί 325 (Σύνοδος Νίκαιας) νά διατυπώσει καί νά επιβάλει τήν όρθόδοξη πίστη της κατά τού Αρειανισμού. ’Αμέσως όμως μετά ό ίδιος αύτοκράτορας ήπια καί οί γιοίδιάδοχοί του σκληρά έργάστη καν, έως τό 378, με όλα τά μέσα γιά τήν Ανατροπή τής ορθόδοξης πΐστεως καί τήν έπιβολή τού Αρειανισμού. Τό γεγονός πυροδότησε τόσο μεγάλη κρίση, ώστε νά μή θεωρείται μικρότερη σ’ ένταση Από έκείνην πού τής προκάλεσαν οί διωγμοί, ένώ Αναμφισβήτητα ήταν πιό έπικίνδυνη Από έκείνην. Τόσο έπικίνδυνη, ώστε ή φιλορθόδοξη τακτική τού Μεγάλου Θεοδοσίου, τό 379/380, νά χαιρετιστεί ως ισάξια πρός τήν φιλοχρίστίανική τακτική τού Μ. Κωνσταντίνου (324).
Ό Δ' αιώνας, λοιπόν, άρχισε μέ τόν φοβερό διωγμό τού Διοκλη τιανού, προχώρησε γρήγορα μέ τήν προστασία τής Εκκλησίας Από τόν Μ. Κωνσταντίνο, έξελίχτηκε μέ τόν φιλοαρειανισμό των Μ. Κωνσταντίνου, Κωνσταντΐου, καί Ούάλη (+ 378) καί τελείωσε μέ τήν φιλορθόδοξη τακτική τού Θεοδοσίου, ό όποίος έδωσε Ισχύ νόμου στήν όρθόδοξη πίστη, τήν όποια όμως, χωρίς πιέσεις του, υιοθετούσε προ συνοδικά καί συνοδικά ή πλειοψηφία των έπισκόπων.

γ. Συγκλονιστικές θεολογικές κρίσεις καί θεμελιώδης θεολογία
Μόλις άρχισε ή ’Εκκλησία ν’ Αναπνέει έλεύθερα, ένα έτος μετά τήν έκδοση τού διατάγματος (311) τού έτοιμοθάνατου Γαλερίου περί Ανοχής τού χριστιανισμού, έκδηλώθηκε ατούς κόλπους τής βο ρειοαφρικανικής Εκκλησίας τό κίνημα τού Δονατισμοϋ, πού δέν είχε σοβαρά θεολογικά κίνητρα. ’Εξέφραζε αύστηρό, σχεδόν άτεγκτο, χριστιανισμό καί τρεφόταν Από τήν κοινωνικοιίολιτική Αντίθεση των βορειοαφρικανών πρός τήν Ρώμη, ώς κέντρου έξουσΐας καί κατα πιέσεως. Ό Δονατισμός ταλαιπώρησε τήν δυτική ’Εκκλησία μέχρι τό τέλος τού Δ' αιώνα.
Ή θεολογική κρίση, πού συγκλόνισε ολόκληρη τήν ’Εκκλησία καί κάλυψε τόν Δ' αιώνα Από τό 318 μέχρι τό 381 κυρίως, ήταν ό ’Αρειανισμός. Ή κρίση αύτή έκανε φανερό, ότι δσο οί πιστοί ζητούσαν νά κατανοήσουν τήν Αλήθεια μέ τά φιλοσοφικά καί κοσμολογικά δεδομένα τής έποχής, τόσο προκαλοΰνταν συζητήσεις κι έρωτήμα τα, πού κατέληγαν σέ όρθή θεολογία ή σέ κακοδοξΐες. "Οσοι θεολόγοι εισέρχονταν στις συζητήσεις αύτές, υιοθετώντας όλη  τήν έκφρασμένη Παράδοση τής ’Εκκλησίας, δημιουργούσαν όρθόδοξη θεολογία. "Οσοι θεολόγοι κινούσαν τέτοιες συζητήσεις, άθετώντας κάτι καίριο άπό την Παράδοση, κατέληγαν σέ κακόδοξες θεωρίες.



 Περί τό 318 ένας έντυπωσιακός πρεσβύτερος τής ’Αλεξάνδρειας, ό "Αρειος, άπέρριψε την διδασκαλία τής Εκκλησίας ότι ό Υιός είναι άίδιος. Κήρυξε ότι ό Υιός, τό δεύτερο πρόσωπο τής άγιας Τριάδας είναι κτίσμα, πρώτο δημιούργημα τού Θεού έν χρόνω. Έτσι ξέσπασε ή ριζικότερη αίρεση στήν ζωή τής Εκκλησίας, πού άπεΐλησε κυριολεκτικά τήν ταυτότητά της. Στήν πορεία του ο ’Αρειανισμός διακρΐθηκε σέ πολλές όμάδεςάποχρώσεις: Στούς άκραιφνεΐς, τούς άνομοίους καί όμοιους δηλαδή, καί στούς ήμιαρειανούς, δηλ. τούς όμοιουσιανούς. Μέ τήν κρίση πού προκλήθηκε άσχολήθηκαν όλοι σχεδόν οί θεολόγοι τού Δ' αίώνα, άλλά τό βάρος τής ύπερβάσεώς της, τής έκφράσεως δηλαδή τής άλήθεΐας καί τής μέ αύτήν άναιρέ σεως τού άρειανισμοΰ σήκωσαν μεγάλοι θεολόγοι, όπως ό Μ. ’Αθανάσιος πρώτιστα καί οί Εύστάθιος ’Αντιόχειας, Τλάριος Poitiers, Μ. Βασίλειος, Μάρκελλος Άγκύρας, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, ’Αμβρόσιος Μιλάνου καί Δίδυμος Τυφλός. Στούς κόλπους των άρειανικών όμάδων διακρΐθηκαν κυρίως οί μέτριοι θεολόγοι Ά στέριος Σοφιστής, Εύσέβιος Καισαρείας, Γεώργιος Λαοδικεΐας, Εύ νόμιος Κυζίκου κ.ά. Κι ένώ ή θεολογική υπέρβαση τού άρειανισμοΰ έπιτεύχτηκε, άρχικά τουλάχιστον, μέ τήν θεολογία τού Μ. ’Αθανασίου, χρειάστηκε όχι μόνο τό έργο των μνημονευθέντων λοιπών θεολόγων, άλλά καί δεκάδες σύνοδοι μέχρι τό 381, διότι, μέ διάλειμμα 23 έτών, οί αύτοκράτορες καί ή αυλή τους υποστήριζαν τούς άρεια νόφρονες. Ό Νεοαρειανισμός μέ τόν Εύνόμιο Κυζίκου άποτελεϊ ά νανέωση τού άρχικοΰ άρειανισμοΰ μέ νέα έπιχειρήματα.
Ή κρίση τού άρειανισμοΰ έδρασε ως άφορμή γιά τήν δημιουργία τής θεμελιώδους θεολογίας τής ’Εκκλησίας, δηλαδή τής Τριαδολο γίας, μέ τήν όποια καταδείχτηκε ή φυσική σχέση τών τριών θείων προσώπων, άρα ή όμοουσιότητά τους, καί ή διάκριση στήν θεότητα μιας ούσίας καί τριών υποστάσεων ή προσώπων («μία ούσία έν τρι σίν ύποστάσεσι»). Πρόκειται γιά τό θεμέλιο τής όλης θεολογίας όλων τών αιώνων.
Οί Πνευματομάχοι έμφανίστηκαν στό τέλος τής δεκαετίας τού 350, στήν Αίγυπτο άρχικά καί άλλου μετά. Πνευματομάχοι ήταν πρώην άρειανόφρονες, οί όποίοι μετά άπό πολλές διεργασίες καί δισταγμούς δέχτηκαν τήν όμοουσιότητά τού Υιού, άλλ’ άρνούνταν αύτήν γιά τό άγιο Πνεύμα, τό όποίο θεωρούσαν κτίσμα, άγγελον πρώτον κ.λπ. Σημαντικά πνευματομαχικά κείμενα δέν διασώθηκαν. ’Αντίθετα, διασώθηκαν σπουδαία θεολογικά έργα τών Μ. ’Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, ’Αμβροσίου Μιλάνου καί Διδύμου Τυφλού, μέ τά όποια λύνεται τό πρόβλημα τής σχέσεως τοϋ άγ. Πνεύματος μέ τόν Πατέρα καί τόν Υιό κι έξηγεΐται γενικά τό έργο του άγ. Πνεύματος στά πλαίσια τής θείας οικονομίας.
Οί Μακεδονιανοί, πού έσφαλμένα ταυτίστηκαν μέ τούς Πνευμα τομάχους, εμφανίστηκαν σχετικώς άργά, στην δεκαετία τοϋ 370. Στην Β' Οίκουμ. Σύνοδο ή όμάδα των 36 Μακεδονιανών έπισκόπων. έδειξε ότι άρνοΰνταν τό όμοούσιον τής Νίκαιας καί άρα προέρχονταν άπό τούς αύστηρούς όμοιουσιανούς. Εναντίον τους έγραψαν π.χ. ό Γρηγόριος Νύσσης κ.ά.

Ό Άπολιναρισμός, πού κυοφορήθηκε στην δεκαετία τοϋ 350 κι εκδηλώθηκε δειλά τό 363, συνειδητοποιήθηκε μερικώς στήν Εκκλησία μόνο κατά τήν δεκαετία τοϋ 370. Ό ίδιος ό Άπολινάριος καί οί οπαδοί του έμφανίζονταν ώς όπαδοί τής Νίκαιας καί γι’ αύτό δέν προκάλεσαν γρήγορα τήν αντίδραση των μεγάλων θεολόγων, οί όποίοι άλλωστε άγωνίζονταν ακόμη κατά τοϋ αρειανισμού καί τοϋ ήμιαρειανισμοΰ. Ό Άπολινάριος, θεωρώντας λυμένο τό πρόβλημα τής Τριαδολογίας, προχώρησε στήν αντιμετώπιση έρωτημάτων σχετικών μέ τό πρόσωπο τοϋ Χριστοϋ. Δίδαξε, λοιπόν, ότι στόν Χριστό έχουμε τόν θειο Λόγο καί τήν ανθρώπινη σάρκα. Κατά τήν ενανθρώπηση δηλαδή ό Λόγος προσέλαβε μόνο τήν σάρκα, όχι καί τόν νοϋ, διότι αλλιώς δέν ήταν δυνατή ή τελεία ένωσή τους. Καί αύ τά, μολονότι στό Σύμβολο Νίκαιας έχουμε τόν πολυσήμαντο όρο «ένανθρωπήσαντα», πού προϋποθέτει, έστω έμμεσα, τήν ανάληψη άπό τόν Λόγο όλόκληρου τοϋ άνθρώπου. "Ετσι έγκαινιάστηκαν οί χριστολογικές κακοδοξΐες, οί όποιες (ώς μονοφυσιτισμός, νεστορια νισμός, μονοθελητισμός καί μονοενεργητισμός) θά συγκλονίσουν τήν Εκκλησία τόσο, ώστε οί Οικουμενικές Σύνοδοι άπό τήν Β' μέχρι καί τήν Ζ' θ’ άσχοληθοϋν μέ αυτές.
Στόν Δ' αιώνα, όπου ή πρώτη φάση τών χριστολογικών συζητήσεων, τά πολυπληθή έργα τοϋ Άπολιναρίου καί τά λίγα τών όπα δών του θ’ άναιρέσουν ό Γρηγόριος Θεολόγος άρχικά, ό Διόδωρος Ταρσοϋ, ό Γρηγόριος Νύσσης εκτενέστερα κ.ά., ένώ στούς μετέπει τα αιώνες θά προκόψει ευρύτερη άντιαπολιναριστική γραμματεία. Καί γιά τις χριστολογικές κακοδοξίες ή όρθόδοξη άπάντηση θεμελιώθηκε στόν Δ' αί. μέ τήν σχετική θεολογία τοϋ Γρηγορίου Θεολόγου καί τοϋ Γρηγορίου Νύσσης. Παράλληλα έμφανίστηκαν καί άλλες, σχετικές μέ τις προηγούμενες, κακοδοξίες, όπως π.χ. τοϋ Μαρ κέλλου Άγκύρας, πού κοΛ αυτές έγιναν άφορμή γιά τήν σύνταξη κειμένων άπό εκκλησιαστικούς συγγραφείς. ’Ακόμη στόν Δ' αί. συνεχίστηκε ή σύνταξη έργων κατά παλαιότερων αιρέσεων, όπως τοϋ Σα βελλιανισμοϋ, τοϋ Μανιχαϊσμοϋ κ.ά., ένώ άναζωπυρήθηκε ή πολεμική γραμματεία «κατά έθνικών» μέ άφορμή τό έγχείρημα τοϋ Ίουλιανοϋ (361-363) πρός άναβίωση τής έθνικής θρησκείας.
’Ιδιαίτερα γιά την δυτική Εκκλησία πρέπει νά σημειώσουμε ότι κατά τόν Δ' αΐ. συγκλονίστηκε από τό κίνημα τοϋ ίσπανοΰ «χαρι σματούχου» Πρισκιλλιανοϋ, πού έπιχείρησε άναγέννηση τοϋ χριστιανικού βίου μέ περιφρόνηση πρός τήν ιεραρχία καί την δομή τής Εκκλησίας. Ή καταδίκη του σέ θάνατο τό 385 δεν σήμανε καί τήν λήξη τής κρίσεως, πού τό κήρυγμά του προκάλεσε. Τά έργα τοϋ ίδιου καί των όπαδών του άλλά προπαντός τά άντιπρισκιλλιανικά κείμενα υπογραμμίζουν τήν έκταση τής κρίσεως αύτής.
Τέλος, παρατηρούμε ότι οί μεγάλοι θεολόγοι, άπό τό 325 μέχρι τό 378, έγραψαν καί δημιούργησαν τήν θεολογία τους κυριολεκτικά σέ κλίμα διωγμού, έπείδή αύτοκράτορες καί άνώτεροι άξιωματοϋχοι συμπεριφέρονταν έχθρικά πρός τούς όρθοδόξους.

δ. Ό κόσμος τής φιλοσοφίας

Τό φιλοσοφικό ειδικά καί τό πνευματικό γενικά κλίμα τοϋ Δ' αί., όπου κυριαρχούσε τό άμάλγαμα τοϋ νεοπλατωνισμού, χαρακτηριζόταν άπό τόν έκλεκτικισμό, τά θρησκευτικά παγανιστικά ένδιαφέ ροντα των διανοουμένων καί τήν έντονη κλίση πρός τήν ρητορεία. Οί κυριότεροι έκπρόσωποί του τήρησαν εχθρική στάση έναντι τής Εκκλησίας. Παράδειγμα ό νεοπλατωνικός Πορφύριος (+ λίγο μετά τό 301), πού έγραψε μάλιστα κι ένα έργο κατά των χριστιανών. Ό φιλόσοφος αύτοκράτορας, αργότερα, ό Ίουλιανός (+ 363), όχι μόνο άσκησε κριτική κατά των χριστιανών, άλλά καί προσπάθησε νά τούς κρατήσει σέ άπαιδευσία, κάτι πού συνιστοϋσε είδος έξευγενι σμένου διωγμού. Ό άξιολογότερος ρητοροδιδάσκαλός τού Δ' αί. καί έπιφανέστερος έκπρόσωπος τού έθνισμοΰ μετά τόν θάνατο τού Ίουλιανοΰ, δηλαδή ό Λιβάνιος (314393), πού άμεσα κι έμμεσα σχετίστηκε μέ θεολόγους Πατέρες, έδειχνε άναγκαστική ανοχή πρός τούς χριστιανούς, τούς όποίους κατά βάθος βδελυσσόταν. Έν τούτοις ό θύραθεν αύτός κόσμος, πού βέβαια συνέχιζε νά τρέφεται άπό τόν Πλάτωνα, τόν Αριστοτέλη καί τούς στωικούς, άποτελοΰσε τό κλίμα, στό όποίο ζοΰσαν οί έκκλησιαστικοί συγγραφείς.
Έλάσσονες θεολόγοι έδειξαν έλλειψη ρεαλισμού: ή νόμισαν ότι μπορούν νά δημιουργήσουν χωρίς τό κλίμα τούτο ή έπηρεάστηκαν άπό αύτό έπικΐνδυνα. Οί μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι έδειξαν ρεαλισμό: ζώντας τό κλίμα τούτο φυσικά, ως δικό τους, οικοδόμησαν τήν θεολογία μέ αύτό, άφοΰ διέκριναν μέ σαφήνεια τήν θεία άλήθεΐα άπό τήν μέθοδο καί τίς λύσεις τών φιλοσοφικών συστημάτων. "Ενεκα τής διακρίσεως αύτής άποφεύχτηκε ό έξελληνισμός τού χριστιανισμού, άλλά καί ό έκχριστιανισμός τοϋ έλληνισμοϋ.


Οί φιλόσοφοι τού αιώνα (Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Ίουλιανός, Chal cidius, Macrobius) καί oi κλασικοί του παρελθόντος διαδραμάτισαν αναμφίβολα θετικό καί άρνητικό ρόλο στην δημιουργία των θεολόγων Πατέρων. Παρείχαν τό οικοδομικό ύλικό γιά την οικοδόμηση τής θεολογίας καί συγχρόνως γίνονταν λίγο ή πολύ μέτρο στήν σκέψη χριστιανών συγγραφέων, πού έτσι άπέβαιναν κακόδοξοι. Αύτούς όφειλαν ν’ άντιμετωπίσουν οί μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, ή καταπολέμηση μιας κακοδοξίας σήμαινε καί αναίρεση κάποιας φιλοσοφικής μεθόδου ή κάποιων φιλοσοφικοκο σμολογικών αντιλήψεων, πού είχαν χρησιμοποιηθεί γιά την άντιμε τώπιση θεολογικοΰ θέματος. Καί ή αναίρεση προχωρούσε άρνητικά μέ την προβολή άλλης φιλοσοφικής μεθόδου καί θετικά μέ τήν φανέρωση τής θείας άλήθειας στό συγκεκριμένο θέμα. Ή άναίρεση μιας φιλοσοφικής μεθόδου ή λύσεως μέ άλλη μέθοδο καί λύση άποτελού σε γιά τούς Πατέρες διαδικασία, μέ τήν όποια έδειχναν άπλώς ότι βάσει τής άλφα ή βήτα μεθόδου ήταν άδύνατη ή λύση θεολογικοΰ θέματος. Καί αφού οί Πατέρες έδειχναν έτσι τό άνέρειστο, τό άβά σίμο, μιας κακοδοξίας, στηριγμένης γιά τό καίριο σημείο της σέ κάποια φιλοσοφική άρχή, προχωρούσαν στήν προβολή τής άλήθειας. 'Η προβολή όμως τής αλήθειας γινόταν καί μέ τήν έπικουρία φιλοσοφικής αρχής, πού σαφώς εΐχε χαρακτήρα καί ρόλο ένδεικτικό καί ποτέ άποδεικτικό. Ή έπικουρικότητα ή ένδείκτικότητα τής φιλοσοφίας στήν διαδικασία τού θεολογεϊν εξηγεί τήν έκλεκτική στάση τών Πατέρων έναντι τών φιλοσοφικών συστημάτων. ’Από αύτά χρησιμοποιούσαν έκάστοτε καί χωρίς αποκλειστικότητα ό,τι νόμιζαν ώς προσφορότερο καί καταλληλότερο γιά τήν κάθε περίπτωση. "Ετσι, έχουμε τόν εκλεκτικισμό τών Πατέρων έναντι τού φιλοσοφικού κόσμου.

. Ό Μοναχισμός
Μέγα γεγονός τεράστιας έπιρροής. Τήν έκκλησιαστική ζωή τού Δ' αί. συνιστά ή άλματώδης ανάπτυξη τού μοναχισμού. Λίγα έτη πριν από τό 250 έμφανίστηκαν στήν Αίγυπτο περιπτώσεις ασκητών πλησίον πόλεων ή χωρίων. Στό β' ήμίσυ τού ίδιου αιώνα ό Μ. ’Αντώνιος (356) έγκαινιάζει συνειδητά στήν Αίγυπτο τόν άναχωρητικό μοναχισμό, πού μέ τήν έπιρροή του προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις καί συγκεκριμένη μορφή άσκήσεως κατά τίς πρώτες δεκαετίες τού Δ' αί. Λίγο άργότερα οί αιγυπτιακές έρημοι θά γνωρίσουν χιλιάδες άναχωρητών, γύρω συνήθως άπό έναν πεπειραμένο καί χα ρισματοΰχο άσκητή, όπως π.χ. τόν Μακάριο Αιγύπτιο (+ 390) ή τόν Μακάριο Άλεξανδρέα ( + 394). "Ετσι έχουμε τά περίφημα άναχω ρητικά κέντρα τής Θηβαΐδας, τής Νιτρίας, τής Σκήτης κ.ά.
’Ακόμη σημαντικότερο γεγονός είναι της «Κοινωνίας», δηλαδή του κοινοβιακοϋ μοναχισμού άπό τόν Παχώμιο ( + 346) στην Ταβέννη ση, κατά τήν δεκαετία τού 320. Ό όργανωμένος κοινοβιακός βίος θ’ άναπτυχτεϊ έκτοτε ραγδαία στην Αίγυπτο καί άπό έκεΐ στην Μι κρασία, τόν Πόντο καί τήν ’Αρμενία μέ τήν βοήθεια των άσκητικο κανονιστικών κειμένων τού Μ. Βασιλείου. Στίς περιοχές αυτές, πρίν τό 340 περίπου, είχε εισαγάγει άτακτα τόν μοναχισμό ό Ευστάθιος, ό μετέπείτα έπΐσκοπος Σεβαστείας.
Στόν χώρο τού συρόφωνου μεσοποταμιακού χριστιανισμού, στήν Νίσιβη καί στήν "Εδεσσα, δέν έχουμε μέχρι τά μέσα τού Δ' αΐ. οργανωμένο μοναχισμό, άλλά όμάδες παρθενευόντων, πού βοηθούσαν τόν έπίσκοπο στό καθόλου έκκλησιαστικό έργο, έντός των πόλεων. Στόν ίδιο αύτό χώρο έμφανίζονται οί άτίθασες καί προβληματικές όμάδες μοναχών καί μοναστριών, πού είναι γνωστοί ώς Εύχίτες ή Μεσσαλιανοΐ καί πού άπλώθηκαν έπειτα στήν Μικρασία καί άλλού. Τά περίφημα Μακαριανικά έργα (έποχής 380;) συνιστούν προσπάθεια όρθοδοξοποιήσεως τού μεσσαλιανικοΰ μοναχισμού.
Ή Παλαιστίνη, έπίσης, γνώρισε τόν άναχωρητικό μοναχισμό, πριν άπό τό 350, μέ τόν άναχωρητή καί ιεραπόστολο Ίλαρίωνα (371), μαθητή τού Μ. ’Αντωνίου.
Στήν δυτική ’Εκκλησία ό μοναχισμός καθυστέρησε. Ή έξορία στήν Ρώμη (339) τού Μ. ’Αθανασίου έγινε άφορμή νά πληροφορηθεΐ συστηματικά ή Δύση γιά τόν αιγυπτιακό μοναχισμό. Περί τό 360 ό "Αγιος Μαρτίνος συνέστησε είδος μοναστικής άδελφότητας κοντά στήν γαλλική Poitiers, ένώ ό έπισκόπος Εύσέβιος Vercelli ( + 370) ζοΰσε ώς μοναχός μέ τούς περί αύτόν κληρικούς. Νέα ώθηση γιά τήν καθιέρωση τού μοναχισμού έδωσε ή παρουσία στήν Ρώμη (375/7), μετά άπό μαθητεία του στήν ’Ανατολή, τού 'Ιερωνύμου, ένώ άργότερα ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397) βοήθησε τήν συστηματική όργάνω ση τού κοινοβιακού μοναχισμού. Στήν βορειοαφρικανική Ταγάστη ό Αύγουστΐνος μέ φίλους του συνέστησε, τό 388, στό σπίτι του είδος κοινοβίου, άλλά μόνο γιά διανοούμενους χριστιανούς.
Ή άσκητικονηπτική γραμματεία, τήν όποία προκάλεσε τό ευρύτατο κι έντυπωσιακότατο ρεύμα τού μοναχισμού στήν ’Ανατολή, είναι πλουσιότατη καί διακρίνεται σέ κείμενα πρακτικής τής άσκήσεως, διηγηματικά καί σέ περιγραφέςέκθέσείς θείων έμπειριών, τίς όποιες βίωσαν χαρισματοϋχοι άσκητέςμοναχοί. Οί μοναχοί καί οί έκκλη σιαστικοί γενικά άνδρες, πού έδωσαν σχετικά έργα, είναι πολλοί, μεταξύ τών όποιων χρονολογικά οί Παχώμιος ( + 346), Μ. ’Αντώνιος ( + 356), Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. ’Αθανάσιος ( + 373), Έφραΐμ (ό "Ελληνας) (+ 373), Μάρκελλος Άγκύρας (+ 374), Μ. Βασίλειος (+ 379), Ώρσίσιος (+ 386), Γρηγόριος Νύσσης (+ 394), Εύά γριος ( + 399), ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397) κ.ά.

Στ. Αιώνας τών Συνόδων
Ή Εκκλησία, μέ τήν έξοδό της Από τις κατακόμβες, είχε την ευκαιρία νά θεραπεύσει τήν άνάγκη γιά θέσπιση κανόνων της ζωής της, άπαραίτητων γιά κάθε ζωντανό οργανισμό. Ή ύφή των κανόνων αυτών ήταν ποιμαντική. ’Απέβλεπαν στήν άποτροπή έκτροπων, στήν προστασία τοΰ σώματος τής Εκκλησίας καί όχι στήν τιμωρία. Παράλληλα καί όπωσδήποτε πρίν τό 325, ή Εκκλησία όφειλε ν’ άντι μετωπίσεί τίς άναφυόμενες κακοδοξΐες μέ σαφή διατύπωση τής πίστεώς της. ’Αλλά καί οί κακόδοξοι άρειανοί, όταν έπικρατοΰσαν στό μεγαλύτερο διάστημα τοΰ Δ' αί., έπρατταν τό παν γιά τόν παραμερισμό τής ορθόδοξης πίστεως καί τήν προβολή των κακοδο ξιων τους. "Ολ’ αύτά, γιά νά έχουν γενική άποδοχή καί κύρος, έπρεπε νά είναι άποτέλεσμα κοινής άποφάσεως, συνοδικής διαδικασίας. Οί έπίσκοποι μικρών ή μεγάλων γεωγραφικών περιοχών κι ένίοτε Αντιπρόσωποι όλόκληρου τοΰ χριστιανικού κόσμου συνέρχονταν σέ Σύνοδο καί μέ δημοκρατική διαδικασία κατέληγαν σέ Αποφάσεις.
Μέ τίς Συνόδους αύτές, θετικά ή Αρνητικά, θεμελιώθηκε ή πρακτική τής συνοδικής διαδικασίας στήν Εκκλησία, Αλλά τά καθαυτό πρακτικά τους (acta), τά λεπτομερή δηλαδή πεπραγμένα τους, χάθηκαν, όσα είχαν κρατηθεί. Μέ τίς θεολογικές τους Αποφάσεις. (Σύμβολα κι Επιστολές) δηλώθηκε συνοπτικά ή πίστη τής Εκκλησίας καί μέ τίς κανονιστικές Αποφάσεις τους καθορίστηκαν, θετικά ή Αρνητικά, οί δομές τής Εκκλησίας ώς θεανθρώπινου οργανισμού.
Δύο άπό τίς δεκάδες Συνόδους τοΰ Δ' αί. ήταν καί Αναγνωρίστηκαν Οικουμενικές: τοΰ 325 στήν μικρασιατική Νίκαια καί τοΰ 381 στήν Κωνσταντινούπολη. 'Η συντριπτική πλειοψηφία τών Συνόδων, τών μεταξύ τών δύο Οικουμενικών, σκοπό είχαν τόν παραμερισμό ή τήν Αποκατάσταση τής Συνόδου τής Νίκαιας.


Οί Σύνοδοι

Οί Σύνοδοι τοΰ Δ' αί., τών όποιων σώθηκαν κείμενα, Σύμβολα, Κανόνες ή Επιστολές, είναι οί έξής:
’Ανατολή: Άγκύρας (314), Καισαρείας (314), Νεοκαισαρείας (314/319), ’Αντιόχειας (324/5), Νίκαιας (325), ’Αντιόχειας (326/30), Τύρου (335), 'Ιεροσολύμων (335), Άλεξανδρείας (338), Γάγγρας (340/2), ’Αντιόχειας (341), Φιλιππουπόλεως (343), ’Αντιόχειας (344), Ιεροσολύμων (346), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Άγκύρας (358), Σιρ μίου (359), Σελεύκειας (359), Κωνσταντινουπόλεως (360), Άλεξαντ δρείας (362 καί 363), Αντιόχειας (363), Ίκονίου (376), Κωνσταντινουπόλεως (381 καί 382), Καισαρείας Παλαιστίνης (393), Κωνσταντινουπόλεως (394) καί ΛαοδικείαςΣυλλογή (τέλος Δ' αί.).
Δύση: ΈλβίραςΣυλλογή (300/3), Άρελάτης (314), Ρώμης (341), Σαρδικής (343), Καρθαγένης (348), Rimini (359), Παρισίων (360), Ρώμης (371), Valence (374), Ρώμης (378), Άκυληίας (381), Ρώμης (382), Saragossa (380), Καρθαγένης (390), Ίππώνος (393), Καρθαγένης (397 καί 397 καί 399), Nimes (396) καί Τουρίνου (398).

ζ. Πέρα τής άλληγορικής καί τής ίστορικογραμματικης μεθόδου: έρμηνευτική θεολογία

Στην διάρκεια του Γ' αί. ή άλληγορική μέθοδος όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα, άλλά καί κορυφώθηκε μέ τούς άλεξανδρινούς Κλήμη καί ’Ωριγένη, πού γιά τήν έρμηνεία τής77Δ πηγή έμπνεύσεως είχαν κυρίως τόν Φίλωνα (+ 40 μ.Χ.). Μέλημα των έρμηνευτών τούτων ήταν ή νοηματοδότηση βιβλικών λέξεων καί ρήσεων μέ έννοια διαφορετική από έκείνη πού τυπικά έχουν, μέ νόημα άξιο του Θεού. Αύτό χαρακτήριζε τούς άκραιφνεΐς άλληγοριστές, πού όμως δέν πε ριφρονούσαν (ή δέν περιφρονοΰσαν τελείως) τήν ίστορικογραμματι κή έρμηνεία, όπως ό ίδιος ό Ωριγένης. Παράλληλα υπήρχαν στον Γ' αί. καί άλεξανδρινοί πού τήρησαν πολύ νηφάλια στάση καί τήν άναγκαία άπόσταση έναντι τής άλληγορικής μεθόδου, όπως ό Διονύσιος ’Αλεξάνδρειάς καί ό Θεόγνωστος, πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι θεολόγοι.
Γιά τόν άντιοχειανό χώρο δέν έχουμε άρκετές πληροφορίες στόν Γ΄ αί. Έκεΐ, άπό τό τέλος τού αιώνα τούτου, δρά κι έρμηνεύει ό Λουκιανός ( + 312), γιά τόν όποίο έλάχιστα γνωρίζουμε. Άπό τούς μεταγενέστερους θεωρείται εισηγητής τής ίστορικογραμματικης μεθόδου, τήν όποια βέβαια τελειοποίησε καί μορφοποίησε, ό Διόδωρος Ταρσού ( + 392), πού είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τούς ’Ιωάννη Χρυσόστομο (+ 407) καί Θεόδωρο Μοψουεστίας (+ 428). Οί μεγάλοι άν τιοχειανοί έρμηνευτές, βέβαια, έπέμεναν στήν ίστορικογραμματική έρμηνεία, στήν «ύπόθεση» καί τήν «θεωρία», όπως άκριβώς έκαναν οί θύραθεν έρμηνευτές, άκολουθώντας τήν άρχή «'Όμηρον έξ Όμή ρου σαφηνίζεΐν». Ένδιαφέρονταν όμως καί γιά τήν τυπολογική έρμηνεία, ή όποια τούς έφερνε κοντά στούς όπαδούς τής άλληγορικής μεθόδου.
Άπό τό γεγονός ότι στά δύο μεγάλα κέντρα, τήν Αλεξάνδρεια καί τήν Αντιόχεια, έμφανίζονται άντίστοιχα ισχυρές ή άλληγορική καί ή ίστορικογραμματική έρμηνεία, οί έρευνητές προχώρησαν σέ άπόλυτη γενίκευση, σχηματοποίηση καί παρασιωπητική άπλούστευ ση. Στήν πραγματικότητα δηλαδή, όχι μόνο οί άντιπρόσωποι των δύο κέντρων χρησιμοποιούν στοιχεία των άντίθετων έρμηνευτικών μεθόδων, αλλά καί στά δύο κέντρα έργάστηκαν έρμηνευτές θεολόγοι καί μάλιστα μεγάλοι πού δέν άνήκουν κυριολεκτικά στις δύο σχολές. "Ετσι π.χ. ό Μ. ’Αθανάσιος ( + 373), στήν ’Αλεξάνδρεια, δέν μπορεί νά θεωρηθεί οπαδός τής άλληγορικής μεθόδου, μολονότι έ νΐοτε τήν χρησιμοποιεί. Ό Χρυσόστομος καί ό Θεοδώρητος Κύρου (+ 466) στήν ’Αντιόχεια δέν έφαρμόζουν αύστηρά τήν ίστορικογραμ ματική έρμηνεία ούτε άρκοϋνται σ’ αύτήν.

Διαπίστωση πρώτη

Στόν χώρο άναπτύξεως τής άλληγορικής καί τής Ιστορικογραμματικής μεθόδου, αυτοί πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι θεολόγοι ήταν παραδοσιακοί καί δέν έφάρμοζαν αύστηρά τήν μία ή τήν άλλη μέθοδο ή θεολογία τους δέν ήταν άποτέλεσμα μιας των έρμηνευτικών τούτων μεθόδων. Συνειδητά καί ρητά π.χ. ό ’Αθανάσιος καί ό Χρυσόστομος άπέφευγαν τίς άκρότητες, τήν «άμε τρΐαν» τών μεθόδων. ’Εκείνοι πού καί στά δύο κέντρα διαμόρφωσαν κι έφάρμοζαν αύστηρά τίς μεθόδους ήταν λιγότερο παραδοσιακοί, παρουσίασαν δογματικές παρεκκλίσεις καί περιέπεσαν σέ κακοδο ξίες ή προετοίμασαν κακοδοξίες (’Ωριγένης, Διόδωρος Ταρσού, Θε όδωροο Μοψουεστίας)
Διαπίστωση δεύτερη. Μέ τήν βοήθεια τής άλληγορικής καί τής ί στορικογραμματικής έρμηνείας δέν λύθηκε κανένα κρίσιμο θεολο γικό πρόβλημα, ένώ καί οί δύο δυσχέραναν τήν λύση τών προβλημάτων αύτών. Είχε γίνει συνείδηση ότι μέ τίς μεθόδους αύτές δέν ήταν δυνατό νά προχωρήσει τό καθαυτό έργο τής θεολογίας, ή τρια δολογία, ή χριστολογία, ή πνευματολογία κ.λπ. Οί καθαρόαιμοι έκπρόσωποι τών μεθόδων είχαν κυρίως πρακτικοηθικολογικά έν διαφέροντα, γιά τήν Ικανοποίηση τών όποιων άρκοΰσαν οί έρμηνευ τικέε μέθοδοι, όταν δέν περνούσαν κάποια όρια.
Διαπίστωση τρίτη. Στόν χώρο της θεολογίας καί τής έρμηνείας κατά τόν Δ' αί. ή άλληγορική καί ίστορικογραμματική μέθοδος δέν άποτελούν κυρίαρχο στοιχείο, έφόσον οί μεγάλοι θεολόγοιέρμηνευ τές, άπό τόν ’Αθανάσιο καί τούς Καππαδόκες μέχρι τούς ’Αμβρόσιο καί Χρυσόστομο, δέν είναι αύστηροΐ τηρητές μιας τών μεθόδων αύτών. Πώς έρμήνευαν όμως καί τί έκπροσωποΰν οί μεγάλοι αύτοί θεολόγοι έρμηνευτές; Ή άπάντηση στό έρώτημα έχει έξαιρετική σημασία, διότι, διαπιστώνοντας τήν έρμηνευτική τακτική τών μεγάλων θεολόγων τού Δ' αί., γνωρίζουμε καί τήν κυρίαρχη έρμηνευτική τακτική στήν διάρκεια τού καθοριστικού τούτου αιώνα.

Ή έρμηνεία τής αλεξανδρινής καί τής άντιοχειανής σχολής είχαν αύτονομία καί μέλημα κύριο τήν παιδαγωγία καί τήν ήθική οίκοδομή τών πιστών. ’Αντίθετα, οί μεγάλοι θεολόγοι, πού άναφέραμε, έρ μήνευαν, κυρίως, θεολογώντας γιά τά κρίσιμα δογματικά θέματα τής έποχής. Η πρώτιστη άνάγκη γιά έρμηνεία ήταν ή θεολογία καί γι΄ αύτό χαρακτηρίζουμε τό έργο τους έρμηνευτική θεολογία. 'Η θεολογία τους ήταν άδιανόητη χωρίς την Γραφή καί τήν έρμηνεία της. Αλλά καί ή έρμηνεία τους χωρίς τήν θεολογική είσοδο στό μή ρητά δηλούμενο άπό τό βιβλικό γράμμα «άπόθετον κάλλος» τής άλήθεΐας, χωρίς τήν κατάδυση στά «άδυτα» τής Γραφής, χωρίς τήν κατάληψη τοϋ «κεκρυμμένου βάθους» των χωρίων (όπως υποστήριζαν οί ’Αθανάσιος, Γρηγόριος Θεολόγος, Βασίλειος καί Χρυσόστομος), γνώριζαν ότι δέν θά είχε άποτέλεσμα. Δεν θά συνιστοΰσε απάντηση γνήσια καί πειστική στά προβλήματα π.χ. τής Τριαδολογίας καί τής Χριστολογίας. Ή προσπάθεια αύτή (είσόδου, καταδύσεως καί κα ταλήψεως τής άλήθειας κάτω άπό τό βιβλικό γράμμα) προϋπέθετε συγχρόνως άριστη ίστορικογραμματική γνώση τοϋ κειμένου καί φωτισμό τοϋ άγιου Πνεύματος, έφόσον έπρόκειτο γιά σημείο τής αλήθειας μή ρητά διατυπωμένο. Καί βέβαια, μιλάμε γιά τήν κυρίως θεολογία, γιά τήν θεολογία δηλαδή τήν όποια άσκησαν οί Πατέρες καί Διδάσκαλοι καί μέ τήν όποια τελικά έδωσαν λύση στά δογματικά προβλήματα. Δέν πρόκειται γιά τήν έπαναληπτική θεολογία των όποιωνδήποτε απλώς οίκοδομητικών 'Ομιλιών, των άπλών ασκητικών κειμένων ή τών έρμηνευτικών έργων, πού έχουν απαιτήσεις μόνο οικοδομής τών πιστών. 



"Οσα στήν συνάφεια τούτη διατυπώνουμε άναφέρονται στό Αποφασιστικό γιά τήν ζωή τής Εκκλησίας θεολο γικό έργο τών Πατέρων. Ό Μ. Βασίλειος, όταν τόν κατηγόρησαν γιά καινοτομία στήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, έθεσε τήν χρυσή βάση: Δέν έπιτρέπεται, μέ τήν έρμηνεία ή τήν θεολογία, νά εισαγάγει κανείς κάτι νέο στήν Παράδοση, παρεκτός άν αύτό είναι άποτέλεσμα «προκοπής» στήν γνώση τής άλήθειας, άν είναι κάποια «αΰξησις» τών ήδη διατυπωμένων, άν είναι «συμπλήρωσις τοϋ λεί ποντος», άν συνιστά «προσθήκην γνώσεων» στήν διατυπωμένη ά λήθεια, τήν όποια Αλήθεια καθεαυτήν οϋτε αύξάνει οΰτε βελτιώνει ό,τι στήν θεολογία περισσότερο λέγει ό Βασίλειος, βεβαιώνει ό ίδιος, Αποτελεί «αΰξησιν» κατά τό μέτρο τής «προκοπής» του στήν γνώση τής Αλήθειας καί όχι «μεταβολήν» τής Παραδόσεως (Επιστολή 223, 3 καί 5).
Ή διαδικασία αύτή Αποτελεί τήν κυρίαρχη τακτική τών μεγάλων θεολόγων, οί όποίοι ούδέποτε στίς θεολογικέςδογματικές τους προσπάθειες χρησιμοποιούν άλληγορική μέθοδο, ένώ προσάγουν κι έρ μηνεύουν χιλιάδες βιβλικά χωρία. Ό Βασίλειος π.χ., πού καί ρητά καταδικάζει τήν Αλληγορική έρμηνεία, τήν χρησιμοποιεί συνετά, όταν ύπομνηματίζει τούς Ψαλμούς γιά οίκοδομητικούς σκοπούς. Καί ό Γρηγόριος Νύσσης, πού γνωρίζει τήν έπικινδυνότητα τής άλληγο ρικής καί την άνεπάρκεια τής ίστορικογραμματικής μεθόδου, άσκεΐ άναγωγική έρμηνεία. Επιδιώκει δηλαδή γιά οίκοδομητικούς σκοπούς την άναγωγή από τά δεδομένα τής Γραφής στην παράσταση πνευματικών καταστάσεων. “Ετσι, τό έρωτικό πάθος τοΰ ’Άσματος τών άσμάτων τό χρησιμοποιεί μόνο ώς αφορμή καί παράδειγμα (6χι ώς άντιστοιχία) γιά νά παραστήσει την αγάπη πρός τόν Χριστό.
Στούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους, έπομένως, τό κύριο έρμηνευτικό έργο έπιτελεΐται χάριν τής θεολογίας καί γι’ αύτό είναι προφανείς: ή άπουσία τής άλληγορικής μεθόδου, ή άριστη γνώση τών ίστορικογραμματικών καί κοινωνικών δεδομένων, ή προσωπική κάθαρση μέ προσευχή καί άσκηση καί ό φωτισμός του άγιου Πνεύματος.


η. Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα

Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα, στά όποια κατά τόν Δ' αί. καλλιεργήθηκε γενικά ή εκκλησιαστική γραμματεία καί δημιουργήθηκε ειδικά ή καίρια θεολογία τής Εκκλησίας, βρίσκονται στήν ’Ανατολή. Έδώ θ’ άναφέρουμε μόνο τά έπιφανή κέντρα καί τούς όνομαστότε ρους έκπροσώπους τους. Γύρω άπό τά κέντρα αυτά, σέ μικρότερες πόλεις, άναπτύχτηκε σπουδαία έκκλησιαστική γραμματεία, πού συνήθως είχε παντοειδή σχέση μέ τό κέντρο, μέ τήν πρωτεύουσα. “Ετσι π.χ. στήν Λαοδίκεια ή στήν “Εμεσα τής Συρίας έχουμε θεολόγους καί θεολογία, πού σχετίζονταν μέ τήν πρωτεύουσα ’Αντιόχεια.
Ή ’Αλεξάνδρεια, μέ τήν θεολογία τών Μ. ’Αθανασίου, Διδύμου τοΰ Τυφλού καί Εύαγρίου Ποντικού, έγινε τό άρχικό λίκνο τής άντιαιρετικήςάντίαρειανικής θεολογίας, τής έρμηνευτικής καί τής νηπτικής άσκητικής γραμματείας.
Ή ’Αντιόχεια, μέ τόν βιβλικιστή Λουκιανό, τόν Εύστάθιο ’Αντιόχειας, τόν Διόδωρο Ταρσού, τόν Ιωάννη Χρυσόστομο κ.ά., συνεισέφερε πολλά στήν διαμόρφωση τοΰ θεολογικοϋ προσώπου τού Δ' αί.
Στήν Κ α ι σ ά ρ ε ι α Παλαιστίνης καί τά  Ι ε ρ ο σ ό λ υ μ α, μέ τούς Ευσέβιο Καισαρείας καί τόν Κύριλλο 'Ιεροσολύμων, θεμελιώθηκε ή έκκλησιαστική χρονογραφία (ιστοριογραφία) καί διαμορφώθηκε ή δομή τής κατηχήσεως.
Ή Καισάρεία τής Καππαδοκίας, ώς κέντρο εύρύτερου χώρου, μέ τούς φωτεινούς άστέρες Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρη γόριο Νύσσης κ.ά., στερέωσε τό έργο τοΰ ’Αθανασίου καί θεμελίωσε τήν όλη  θεολογία τής Εκκλησίας, όλο κληρώνοντας τήν Τριαδολο γία καί τήν Πνευματολογία.
Ή Σαλαμίνα τής Κύπρου, μέ τόν έπΐσκοπό της Έπιφάνιο, έδωσε τό εύρύτερο αντιρρητικό έργο τής άρχαίας ’Εκκλησίας.
'Η ’Έδεσσα καί ή Ν ί σ ι β η στήν Μεσοποταμία, μέ τόν Άφραάτη, τόν Έφραίμ καί τόν Κυριλλωνά, δημιούργησαν βάση στέ ρεη γιά την όρθόδοξη συρόφωνη έκκλησιαστική γραμματεία καί μάλιστα φιλοτέχνησαν, κυρίως μέ τόν Έφραίμ, τό έξοχότερο έως τότε ποιητικό έργο τής Εκκλησίας.
Ή Δύση, άσθμαΐνουσα παρακολουθεί τίς φοβερές κρίσεις τής ’Ανατολής καί όσο μπορεί, μέ ρυθμό άργό, άποδέχεται την θεολογία της. Δημίουργούνται όμως κι έκεΐ οί πρώτες έστίες, όπου μέ τά φώτα τής ’Ανατολής γεννιέται σιγά σιγά σοβαρό θεολογικό έργο, ό χαρακτήρας τού όποίου έπηρεάζεται άμεσα καί άπό τό γεγονός ότι σταδιακά γλώσσα τής ρωμαϊκής Εκκλησίας γίνεται αποκλειστικά ή λατινική. Καί μολονότι ό Ρώμης Λιβέριος (352366) γράφει έλληνι στί ατούς άνατολικούς, ή λατινική γλώσσα κυριαρχεί στήν θεολογία, τήν ποίηση, τήν υμνολογία καί στά λειτουργικά τυπικά (στήν έποχή τού Δαμάσου ή λειτουργική γλώσσα ήταν, φαίνεται, μόνο λατινική). Τό ένθαρρυντικό αύτό φαινόμενο δημιουργεί καί τίς πρώτες άντιθέσεις ’Ανατολής καί Δύσεως, πού όφείλονταν στήν διαφορετική όρολογία τους.
Ή βορειοαφρικανική Εκκλησία διατηρεί άκόμα έναντι τής ευρωπαϊκής δυτικής Εκκλησίας τά πρωτεία μέχρι τήν έμφάνιση τού Ιλαρίου. Τέκνα της είναι oi Arnobius de Sicca, Λακτάντιος, Τυκόνιος και  Όπτάτος Μιλέβης.
Τό Μιλάνο άναδεΐχτηκε άπό τόν έπΐσκοπό του ’Αμβρόσιο τό σπουδαιότερο θεολογικό κέντρο τής ’Ιταλίας καί τής Δύσεως ολόκληρης.
Ή Ρώμη άρχίζεί νά προσφέρει στήν έκκλησ. γραμματεία μόλις άπό τόν Δάμασο, άφού ό Marius Victorinus, πού έδρασε λίγα χρόνια έκεΐ, ήταν βορειοαφρικανός. Σέ μικρότερα κέντρα άναδείχτηκαν γιά λίγο οί πόλεις τής Ιταλίας V e r c e 1 1 i καί Β ε ρ ό ν α, μέ τούς Ευσέβιο καί Ζήνωνα άντίστοιχα.
Στήν Γ α λ λ ί α κέντρο έγινε κυρίως ή Poitiers, μέ τόν Τλάριο ( + 367), πού ήταν καί ό σημαντικότερος θεολόγος τής Δύσεως μέχρι τόν ’Αμβρόσιο.
Στήν Ισπανία καί τήν Πορτογαλία ή Λισσαβώνα μέ τόν Ποτάμιο, ή Βαρκελώνη μέ τόν Πακιανό καί ή Έ λ β ί ρ α μέ τόν Γρηγόριο κίνησαν τό ένδιαφέρον τών δυτικών γιά τά καθαυτό θεολογικά προβλήματα.


θ. Oί συγγραφείς κατά γεωγραφικές περιοχές

Γιά νά έχει ό άναγνώστης είκόνα τής όλης κινήσεως τού θεολογι κοΰ δυναμικού τής ’Εκκλησίας κατά τόν Δ' αι., παραθέτουμε πίνακες συγγραφέων κατά περιοχές γεωγραφικές. "Η κατάταξη συγγραφέων στην μία ή τήν άλλη περιοχή συχνά είναι συμβατική, διότι μερικοί άπό αύτούς άλλου γεννήθηκαν ή διαμορφώθηκαν θεο λογικά καί άλλου έδρασαν.
.Αλεξάνδρεια. Αϊγυπτος
Ησύχιος Άλεξανδρέας (περί τό 300)
Φιλέας Θμούεως ( + 307)
Πιέριος Άλεςανδρέας (περί τό 309)
Πέτρος Α Αλεξάνδρειάς (300311)
Αλέξανδρος Αλεξάνδρειάς (313328)
Άρειος (+ 335)
Παχώμιος ( + 346)
'Αντώνιος ό Μέγας ( + 356)
Σεραπΐων Θμούεως (+ μετά 362)
Θεόδωρος Ταβεννησκότης ( + 368)
Καρούρ μοναχός
Αθανάσιος 'Αλεξάνδρειάς ( + 373)
Αούκιος (378)
Πέτρος Β' ‘Αλεξανδρείας ( + 381)
“Αμμων Άντινόης (+ μετά τό 380)
Τιμόθεος Αλεξάνδρειάς ( + 385)
Ώρσΐσιος (+ 386)
Μακάριος ό Αιγύπτιος ( + 390)
Μακάριος ό Άλεξανδρέας ( + 394)
Δίδυμος ό Τυφλός ( + 398)
Εύάγριος Ποντικός ( + 399)
ΜικρασιαΠόντοςΘράκηΚωνσταντινούπολη
Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/312)
Άστέριος ό Σοφιστής ( + 341/342)
Εύσέβιος Νικομήδειας ( + 342)
Θέογνις Νίκαιας (+ 342)
Θεόδωρος Ήρακλείας(Θράκης)( + 355)
Βασίλειος Άγκύρας ( + 364)
Μάρκελλος Άγκύρας ( + 374)
Βασίλειος Καισαρείας ( + 379)
Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390)
Γρηγόριος Νύσσης ( + 394)
Εύνόμιος Κυζίκου ( + 392/400)
Άμφιλόχιος Ίκονίου ( + 394/400)
’Αντιόχεια, ΣυρίαΠαλαισή\τ]Μικρή 'Αρμενία
Πάμφιλος ( + 309)
Λουκιανός ( + 312)
Αθανάσιος Άναζαρβοϋ (περίπου 320/330)
Παυλΐνος Τύρου ( + 331)
Εύστάθιος ’Αντιόχειας ( + 331/7)
Εύσέβιος Καισαρείας Παλαιστίνης(  339)
'Ηγεμόνιος (325/348)
Εύσέβιος Έμέσης (+ περίπου 359)
Γεώργιος Λαοδικείας ( + 361)
Τίτος Βόστρων (+ μετά 364)
’Ακάκιος Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 365/6)
Άέτιος ό Σοφιστής ( + 366)
Εύδόξιος Κωνσταντινουπόλεως (+ 370)
Εύγένιος Διάκονος Εύστάθιος Σεβαστείας ( + 378/9)
«Μακαριανικά έργα» (περί τό 380)
Ίουλιανός ό Νεοαρειανός Μελέτιος ’Αντιόχειας ( + 381)
Κύριλλος 'Ιεροσολύμων ( + 387)
’Απολινάριος Λαοδικείας (+ 390)
Άπολιναριστές: ΤιμόθεοςΒιτάλιοςΊόβιοςΠολέμωνΕύνόμιοςΊουλιαν Διόδωρος Ταρσού ( + 392)
Εύάγριος (’Αντιόχειας) (+ 395)
Γελάσιος Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 396/400)
Μαρκιανός μοναχός (τέλος Δ' αί.)
Νεμέσιος Έμέσης ( + 400 περίπου)
Σωφρόνιος (+ τέλος Δ' αί.)
Φαϋστος ό Βυζάντιος (τέλος Δ' αί.)
Έπκράνιος Σαλαμίνας Κύπρου ( + 402)
Μεσοποταμία (συρόφωνοι)
Άφραάτης (+ λίγο μετά τό 345)
Aithallah (345/6)
Έφραίμ ό Σύρος ( + 373)
Κυριλλωνάς ( + 396/400)
Βόρεια ’Αφρική
Άρνόβιος de Sicca ( + 320;)
Λακτάντιος ( + 325)
Δονάτος ( + 355)
Τυκόνιος (+ λίγο μετά τό 392)
Όπτάτος Μιλέβης ( + 392/400)
ΊταλίαΝήσοι
Firmicus Maternus (περίπου 350)
'Ιούλιος Ρώμης (337352)
Proba (περίπου 360)
Marius Victorinus (+ λίγο μετά τό 363) Λιβέριος Ρώμης (352366)
Ευσέβιος Vercelli (+ 370)
Lucifer Cagliari ( + 370/1)
Ζήνων Βερόνας (+ 372 περίπου)
Φαυστϊνος Λουκιφεριανός (380/5)
Δάμασος Ρώμης (366384)
Φιλάστριος Βρεσκίας ( + 390/1)
’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397)
Σιρίκιος Ρώμης (384399)
Endelechius (+ μέχρι 400)
Γαλλία
Reticius (316/324)
Ίλάριος Poitiers ( + 367)
Egeria (Αιθέρια) (384)
Phoebadius Agen (+ λίγο μετά τό 392) Αύσόνιος ( + 394;)
7λλ υρίαΠα ννονία Δ α χία
Βικτωρΐνος Πεταβίου ( + 304)
Γερμίνιος Σιρμίου Ούρσάκιος Singidunum Ούάλης Μουρσών Ulfila Γότθων (+ 384)
Αύξέντιος Δοροστόλου (+ μετά τό 384)
Παλλάδιος Ratiaria (+ μετά τό 381)
ΊσπανίαΠορτογαλία
"Οσιος Κορδούης ( + 357/8)
Ποτάμιος Λισαβώνας (+ 360 περίπου)
Πρισκιλλιανός ( + 385)
Πακιανός Βαρκελώνας ( + 380/392)
Γρηγόριος Έλβίρας (τέλος Δ' αΐ.)


 Είδη τής εκκλησιαστικής γραμματείας


Στην διάρκεια του Δ' αι. καλλιεργήθηκαν (κι ένίοτε θεμελιώθηκαν) τά κυριότερα είδη τής έκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε τά άντιπροσωπευτικότερα είδη καί τούς εκπροσώπους τους:


Κ ρ ι τ ι κ ά Β ι β λ ι κ ά

 Οί προσπάθειες τοϋ ’Ωριγένη στόν Γ' αί. γιά την φιλολογική κριτική καί τήν έκδοση τοΰ κειμένου τής ΠΔ βρήκε ικανούς μιμητές, γιά όλη  τήν Γραφή τώρα, στόν Δ' αί. Στις άρχές τοΰ αί., λοιπόν, έργάστηκαν γιά τήν κριτική έκδοση τής Γραφής ό άλεξανδρινός 'Ησύχιος (300 περίπου), ό Πάμφιλος (+ 309) στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης καί ό Λουκιανός ( + 312) στήν ’Αντιόχεια. ’Αργότερα βιβλικοίκριτικοΐ ερευνητές άναδεΐχτηκαν ό Εύσέ βιος Καισαρείας ( + 339), ό Διόδωρος Ταρσού ( + 392), ό πρώτος καινοδιαθηκολόγος Εύθάλιος (β' ήμισυ Δ' αί.) καί άλλοι πολλοί, μεταξύ των όποιων οί μεγάλοι έρμηνευτέςύπομνηματιστές τής Γραφής, πού στά έρμηνευτικά τους έργα περιλαμβάνουν πλήθος φιλολογικών κριτικών παρατηρήσεων γιά τό κείμενο.
Πολεμικήάντιρρητικήάντιαιρετική θεολογία. Τό σημαντικότερο μέρος τής πατερικής θεολογίας συνδέεται μέ τήν πολεμική κατά τών κακοδοξιών. Στό έργο αυτό υποχρεώθηκαν οί θεολόγοι Πατέρες, προκειμένου νά προφυλάξουν τούς πιστούς άπό τίς έκάστοτε έμφανιζόμενες κακοδοξίες, οί όποιες έθεταν σέ κίνδυνο τήν όρθή πίστη καί άρα τήν σωτηρία τών πιστών. Ή πολεμικότητα καί ή άντιρρητικότητα τών συγγραφών έχουν στό βάθος χαρακτήρα θετικό, διότι ή αναίρεση μιας κακοδοξίας γίνεται μόνο στόν βαθμό πού καταδεικνύεταιφανερώνεται ή αλήθεια. Ή εΰ ρεση καί παρουσίαση τής αλήθειας άποτελεΐ τόν μόνο πειστικό τρόπο άναιρέσεως τής κακοδοξίας. Ή πλειονότητα τών έκκλησιαστικών συγγραφέων έγραψαν γενικώς κατά τών αιρέσεων, αλλά εκείνοι πού πέτυχαν άποτελεσματικά καί πρώτοι άναΐρεση τών αιρέσεων ύπήρ ξαν οί μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι, όπως ό Μ. ’Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες. Μετά τούς μεγάλους αυτούς θεολόγους Πατέρες ακολουθούσε πλήθος έλασσόνων έκκλησιαστικών συγγραφέων, οί όποίοι φρόντιζαν νά έκλαϊκεύουν, νά διαδίδουν καί κάποτε νά κωδικοποιούν (όπως π.χ. ό Έπιφάνιος Σαλαμίνας) όσα σπουδαία έγραψαν οί μεγάλοι Πατέρες μόλις εμφανίστηκαν οί κακοδοξίες.

Ό μ ι λ η τ ι κ ά.

Διασώθηκε μέγας αριθμός 'Ομιλιών, κειμένων δηλαδή πού έκφωνήθηκαν ως κηρύγματα ή πού γράφηκαν ως κηρύγματα. Γενικά ό σκοπός τους ήταν πρακτικός καί οίκοδομητικός, άλλά τό περιεχόμενό τους είναι έξαιρετικά ποικίλο: δογματικοθεο λογικό, άντιρρητικό, κατηχητικό, έγκωμιαστικό, προτρεπτικό, εξηγητικό, νηπτικό. 'Ομιλίες έγραψαν οί περισσότεροι τών έκκλησ. συγγραφέων. "Ολα π.χ. τά μή ποιητικά κι έπιστολικά κείμενα τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου είναι 

'Ομιλίες Λόγοι.
Εξηγητικά.

 Ό καθοριστικός γιά τήν Εκκλησία χαρακτήρας τής Γραφής καί ή άνάγκη τής κατανοήσεώς της έγιναν άφορμή νά συνταχτοΟν πολλά έργα εξηγητικά μέ την μορφή όμιλιών, διατριβών, σχολίων καί όργανωμένων ύπομνημάτων σ’ ένα ή περισσότερα κείμενα τής Π καί τής ΚΔ. Τέτοια έργα συνέταξαν π.χ. ό Μ. Αθανάσιος, ό Ίλάριος Poitiers, ό Μ. Βασίλειος, ό Ίουλιανός, ό Γρη γόριος Νύσσης, ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου, ό Δίδυμος Τυφλός καί άλλοι πολλοί. "Ολοι μάλιστα οί έρμηνευτές του Δ' αί. έπωφελήθηκαν σέ μεγάλο ή μικρό βαθμό άπό τό πλουσιότατο καί πρωτοποριακό έρμηνευτικό έργο του ’Ωριγένη ( + 253/4), ένώ έκλεκτικά έφάρμοζαν καί τις γενικώς κρατούσες έρμηνευτικές καί φιλοσοφικές μεθόδους. Γιά τό είδος τής έρμηνευτικής (άλληγορικής, ίστορικογραμματικής κ.λπ.) άναφέραμε ήδη σέ προηγούμενη παράγραφο.
Άσκητικά  ν η π τ ι κ ά.

 Στόν Δ' αί. θεμελιώθηκε ή άσκητι κονηπτική θεολογία καί γραμματεία σέ δλες τίς μορφές της. Πρόκειται γιά κείμενα πού καθοδηγούν στόν πνευματικό γενικά καί τόν ασκητικό ειδικά άγώνα των πιστών καί τών μοναχών, ή γιά κείμενα πού περιγράφουν την ζωή τών μοναχών. Στό πλαίσιο τών κειμένων αυτών, όταν οί συντάκτες είναι χαρισματούχοι καί θεολόγοι, διηγούνται ή άναλύουν θεολογικά τίς θεοπτικές έμπειρίες έξαιρετικά ένάρε των άνδρών τής Εκκλησίας καί δή τών άσκητών. Οί σημαντικότεροι συντάκτες τέτοιων κειμένων είναι οί: Παχώμιος (+ 346), Μ. ’Αντώνιος ( + 356), Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. ’Αθανάσιος (+ 373), Έφραίμ ό Σύρος (+ 373), Μάρκελλος Άγκύρας (+ 374;), Μ. Βασίλειος (+ 379), συντάκτης τών «Μακαριανικών» έργων (περίπου 380), Γρηγόριος Νύσσης ( + 394) καί Εύάγριος ( + 399).


Κεφάλαια άποφθέγματα.

 Τά κεφάλαια είναι γραμματειακό είδος, πού εγκαινιάστηκε τόν Δ' αί. μέ τόν Εύάγριο Ποντικό (+ 399), αλλά πού δέν ήταν άγνωστο στόν ιουδαϊκό χώρο. Εκτίθενται οί σκέψεις κεφαλαιωδώς, δηλαδή συνοπτικάέπιγραμματικά, μέ κείμενο λίγων αράδων. Συρραπτόμενα τά κεφάλαια άποτελούν ένό τητες 50,100,150, κ.λπ. κεφαλαίων. Τά άποφθέγματα, πού έγκαινιά στηκαν επίσης στις αιγυπτιακές έρήμους, είναι λόγοι όσιων άσκητών ή διηγήσεις περί αυτών. Έκδόθηκαν σέ όργανωμένες ένότητες τόν Ε' αιώνα.


Επιστολικά.

 ’Ακολουθώντας τό παράδειγμα τού έθνικού περιβάλλοντος τους, οί έκκλησ. συγγραφείς χρησιμοποίησαν ευρύτατα τήν έ π ι σ τ ο λ ή, όχι μόνο γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, άλλά καί ώς μέσο άναπτύξεως τής θεολογίας τους. "Εχουμε πλήθος βραχέων ή μακρών έπιστολιμαίων διατριβών, άλλά καί έγκυκλίων συνοδικών γραμμάτων. Σπουδαία έπιστολικά κείμενα έγραψαν όλοι σχεδόν οί έκκλησ. συγγραφείς.


Ποιητικά.

 Ή ποίηση στόν Δ' αιώνα καλλιεργήθηκε άπό συγγραφείς μέ άξιόλογο ποιητικό τάλαντο. Στήν έλληνική ’Ανατολή ποιητές έπώνυμοι έμφανίστηκαν οί Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/12), “Αρειος (+336), Άπολινάριος ( + 390/1) καί Άμφιλόχιος Ίκονίου ( + 394/400), καί μάλιστα ό Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390), πού είναι καί ό σπουδαιότερος. “Εγραψαν κυρίως βάσει των άρχαΐων προσωδιακών μέτρων. Παράλληλα γραφόταν μεγάλος άριθμός όμιλιών, πού περιείχαν λίγα ή πολλά ρυθμικά τμήματα, των όποιων ό ρυθμός στηριζόταν όχι στήν ήδη λησμονημένη προσωδία, άλλα σέ νέα στοιχεία, όπως ό τόνος, τό όμοιοτέλευτο κ.λπ. Δυστυχώς άπό τήν έποχή αύ τή διασώθηκαν έλάχιστα δείγματα έκκλησιαστικών ύμνων, οί όποίοι όμως έκτιμώνται ώς πρόδρομοι τού Κοντακίου. Στόν συρόφωνο χώρο τήν ποίηση άνύψωσε σέ περιωπή ό πράγματι ταλαντούχος Έφραίμ ό Σύρος ( + 373), ό μεγαλύτερος ποιητής τής Εκκλησίας μέχρι τόν Μελωδό Ρωμανό (ΣΤ' αΐ.), καί άλλοι έλάσσονες, όπως ό Κυριλλω νάς ( + 396/400). Στήν Δύση έχουμε πολύ μεγαλύτερο άριθμό όργα νωμένων ποιητικών συνθέσεων, πού άρχισαν νά έμφανίζονται άπό τίς άρχές τού αιώνα. Οί μέτριοι ποιητές τους μιμήθηκαν μετρικά τούς κλασικούς λατίνους ποιητές, άλλά χρησιμοποίησαν μ’ έπιτυχία καί λαϊκά γλωσσικά στοιχεία. Έκτος άπό τούς Juvencus, Reticius (;), Αύ σόνιο κι Έντελέχιο, έχουμε στό πρόσωπο τής ρωμαίας Proba τήν πρώτη χριστιανή ποιήτρια, ένώ στό πρόσωπο τού Δαμάσου Ρώμης τόν πρώτο άξιόλογο έπιγραμματοποιό. Μέ τούς Ίλάριο ( + 367) καί ’Αμβρόσιο ( + 397) άρχίζει ή επώνυμη λατινική χριστιανική ποίηση.


Λειτουργικά.

 Καί τά θεμελιώδη λειτουργικά κείμενα τής Εκκλησίας διαμορφώθηκαν κατά μέγα μέρος τόν Δ' αί. Στά μέσα τού αιώνα τοποθετείται ή Λειτουργία τού Μάρκου καί λίγο άργότε ρα τό Εύχολόγιο τού Σεραπΐωνα. ’Από τήν έβδομη δεκαετία καί μετά τοποθετούνται καί οί Λειτουργίες τού Βασιλείου, τών Διαταγών τών ’Αποστόλων καί του Χρυσοστόμου. Βέβαια, τά καθαυτό λειτουργικά κείμενα δέν έχουν έπώνυμους συντάκτες, είναι άποτέλεσμα διεργασίας μακράς, πού άρχισε ήδη άπό τόν Α' αί. Τά ονόματα πού συνδέονται μέ αύτά έχουν άπλώς κάποια συμβολή στήν διαμόρφωσή τους, ή όποία μάλιστα συμβολή είναι συνήθως δυσκαθόριστη.


Κανονιστικά Συμβολικά.

 Οί Σύνοδοι, γιά τίς όποιες μιλήσαμε, διατύπωσαν χάριν τής εκκλησιαστικής ευταξίας κανόνες, άλλά καί Σύμβολα πΐστεως ή βαπτιστήρια, δηλαδή κείμενα τά όποια συνοπτικά κι έπιγραμματικά περιλάμβαναν τά θεμελιώδη καί τά τελείως άπαραίτητα στοιχεία τής πίστεως. Καί τά Σύμβολα πίστεως γνώρισαν μακρά πορεία άναπτύξεως. “Αρχισαν ήδη άπό τούς και νοδιαθηκικούς χρόνους καί τά ίδια πάντοτε αυξάνονταν, άνάλογα μέ τίς προκλήσεις τών κακοδόξων, μέχρι πού όριστικοποιήθηκαν στίς Οικουμενικές Συνόδους Νίκαιας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως (381). Άπό τό 341 μέχρι τό 360 φιλοαρειανικές σύνοδοι διατύπωσαν πολλά σύμβολα, μέ σκοπό τόν παραμερισμό ή την φαλκίδευση τού Συμβόλου Νίκαιας. Παράλληλα κυκλοφορούσαν καί ψευδεπίγραφα κείμενα μέ κανονιστικό περιεχόμενο, πού προσγράφονταν ατούς ’Αποστόλους, τόν Κλήμη Ρώμης καί τόν 'Ιππόλυτο: «Διατα γαί ’Αποστόλων» (περίπου 380), «Αποστολικοί Κανόνες» (περί τό 380), «Διατάξεις Ίππολύτου» (άρχές Δ' αί.) καί «Αί διαταγαί διά Κλήμεντος καί Κανόνες έκκλησιαστικοί των άγ. Αποστόλων» (άρχές Δ' αί.). Τά κείμενα αυτά έλαβαν στόν Δ' αί. τήν τελική τους μορφή, αλλά είναι βαθμιαίες συναγωγές κανονιστικού υλικού, πού άρχισαν πολύ ένωρίτερα.


'Αγιολογικά.

Αγιολογικά κείμενα είναι τά γνωστά καί στούς προηγούμενους αιώνες Μαρτύρια (Passiones) ή Πράξεις μαρτύρων (Acta ή Gesta), δηλαδή περιγραφές τού γεγονότος τού μαρτυρίου ή άπόδοση των πρακτικών τής δίκης τού μάρτυρα τής πίστεως. Στόν Δ' αί. έγκαινιάστηκαν δύο άκόμα είδη άγιολογικών κειμένων: τά Συναξάρια, πού συνιστούσαν περιληπτική παράθεση πολλών Μαρτυρίων, καί οί Βίοι άγιων, πού συνιστούσαν εκτενή περιγραφή τού όσιακοΰ βίου ένός άγιου. Συναξάρια είναι τό Martyrologium «Sy riacum», οί «Πράξεις έδεσσηνών μαρτύρων» καί ή Depositio Mar tyrum γιά τήν ρωμαϊκή Εκκλησία. Στούς λίγους Βίους τού Δ' αί. πρωτεύουσα θέση κατέχει ό Βίος τού αγίου Αντωνίου, γραμμένος άπό τόν Μ. Αθανάσιο. Τό κείμενο αυτό θεμελίωσε κυριολεκτικά τό είδος αύτό των άγιολογικών κειμένων, των όποιων έγινε πρότυπο.


Χρονογραφικά.

 Τά καθαυτό χρονογραφικά έργα δέν είναι πολλά ούτε γιά τήν ’Ανατολική Εκκλησία (Ευσεβίου Καισαρείας, Γελασίου Καισαρείας, Φαύστου τού Βυζαντίου γιά τούς ’Αρμενίους, ή άνώνυμη Historia acephala γιά τόν Μ. ’Αθανάσιο, σχετικό ύλικό στά έξιστορικά έργα τού ’Αθανασίου) ούτε γιά τήν Δυτική (Συλλογή στό έργο τού Όπτάτου Μιλέβης γιά τούς Δονατιστές, Chronogra phus τού 354, σχετικό ύλικό στά έργα τού Ίλαρίου, De cursu tempo rorum, 397). Ειδικά όμως τά έργα τού Ευσεβίου Καισαρείας ( + 339) καί μάλιστα ή ’Εκκλησιαστική Ιστορία του είναι τεράστιας άξΐας γιά τά στοιχεία πού σ’ αυτά καταγράφηκαν, διότι άπέβησαν πηγή έμ πνεύσεως των μεταγενέστερων χρονικογράφωνίστορικών.

'Οδοιπορικά.

 Εγκαινιάστηκαν στόν Δ' αίώνα καί τά προσφιλή στόν Μεσαίωνα όδοιπορικά, δηλαδή περιγραφές προσκυνημα τικών ταξιδίων στούς άγιους τόπους, τά 'Ιεροσόλυμα είδικά καί όλους γενικά τούς τόπους, όπου διαδραματίστηκαν καινοδιαθηκικά γεγονότα. Οί περιγραφές έκτείνονται συχνά καί σέ πόλεις ή τόπους, άπό τούς όποίους διέρχεται ό προσκυνητής άφηγητής. Τά καθαυτό γνωστά όδοιπορικά τού Δ' αί. είναι μόνο δύο καί γράφηκαν στήν λατινική: Itinerarium Burdigalense (ανωνύμου) καί Peregrinatio adloca sancta τής Egeria (Αϊθερίας).


’Ανώνυμα.

 Διασώθηκε μικρός άριθμός κειμένων, των όποιων άγνοοΰμε τούς συγγραφείς. Ή ευθύνη τής άνωνυμίας τους όφεΐλεται ή στούς Ιδιους τούς συγγραφείς πού τήν επιδίωξαν ή σε λάθος τού άρχικού άντιγραφέα, πού κατέγραψε τό κείμενο στον κώδικα χωρίς ν’ άναφέρει καί τόν συντάκτη του. Τά έλληνιστί παραδιδόμενα άνώνυμα έργα δέν είναι κατά κανόνα μεγάλης αξίας. Μερικά όμως άνώνυμα στην λατινική, όπως π.χ. τά έρμηνευτικά «Ambrosiaster», Tractatus in Lucae Evangelium καί Opus imperfectum in Matthaeum, κατέχουν έξαιρετική θέση στην λατινική χριστιανική γραμματεία.

’Απόκρυφα.
 Δέν έλειψαν από τόν Δ' αί. καί λίγοι άφελεΐς καί περιθωριακοί συγγραφείς, πού συνέ,τασσαν, κατά τό παράδειγμα παλαιότερων άποκρύφων, διάφορα άποκαλυπτικοϊστορικά κείμενα, δήθεν σχετικά μέ καινοδιαθηκικά πρόσωπα ή γεγονότα. Τά κυκλοφορούσαν συνήθως μέ τό όνομα κάποιου καινοδιαθηκικοΰ προσώπου ή καί άνώνυμα: Άποκάλυψις Παύλου, Ιστορία Ιωσήφ, Ά βγάρου καί Ιησού άλληλογραφία καί άλλα.



Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΜΟΣ Β'
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, ( Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του Ιστολογίου) ,αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net








Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |