Η A' Οικουμενική
Εισαγωγή
Τό 325, ένα έτος μετά την
έγκαθίδρυση τής μονοκρατορίας του Μ. Κωνσταντίνου, ή Εκκλησία έζησε τό
πολυσήμαντο γεγονός τής A' Οικουμενικής της Συνόδου. Οί διωγμοί ήταν άκόμα
νωποί, οί έ σωεκκλησιαστικές διενέξεις πολλές καί οί έπίσκοποι, μάλιστα τής
’Ανατολής, διηρημένοι σέ οπαδούς καί άντιπάλους τοϋ Άρείου. Τό τελευταίο,
έφόσον άπέβη ό ισχυρότερος διαιρετικός παράγοντας καί αυτό πού άπειλοΰσε την
άλήθεια καί άρα την σωτηρία, έγινε ή κύρια αιτία συγκλήσεως των έπισκόπων όλης
τής Εκκλησίας σέ σύνοδο. Αύτή σχεδιάστηκε γιά τήν "Αγκυρα (τής μικρασιατικής
Γαλατίας), αλλά πραγματοποιήθηκε τελικά στήν προσιτή καί άπό τήν θάλασσα
μικρασιατική πόλη Νίκαια, όταν άποφασίστηκε (στήν άντιοχειανή σύνοδο τοΰ 324/5)
νά κληθούν καί οί δυτικοί έπίσκοποι.
Είναι αλήθεια ότι ό
"Αρειος καί οί οπαδοί του είχαν ήδη τό 320 καί τό 324 καταδικαστεί άπό
άλεξανδρινές συνόδους, καί στό τέλος τού 324 ή άρχές τοΰ 325 άπό τήν
άντιοχειανή σύνοδο. ’Αλλά πλέον ό αρειανισμός έπεκτεινόταν γρήγορα καί στίς
λοιπές έπαρχίες, γινόταν λοιπόν θέμα όλης τής Εκκλησίας. Γι΄ αυτό καί όταν ό
Κορ δούης (Ισπανίας) "Οσιος, έμπιστος άποσταλμένος τοΰ Μ. Κωνσταντίνου,
έπισκέφτηκε γιά τήν όλη κατάσταση τόν ’Αλεξάνδρειάς ’Αλέξανδρο, ό τελευταίος
τού συνέστησε νά προτείνει γενική σύνοδο στόν αύτοκράτορα, πού ένδιαφερόταν γιά
τήν είρήνη τής Εκκλησίας, χάριν καί τής ένότητας τού κράτους.
Οί έπίσκοποι, περιχαρείς
γιά τό ένδιαφέρον τού αύτοκράτορα, έ σπευσαν τόν Μάιο τού 325 στήν Νίκαια,
άνταποκρινόμενοι στό ποοσκλητύπτο vnrtn.ii.rr τού Kfnvarnvrivon καί
£νίΛ<ι\ρϊnrtnpvm πολλών διευκολύνσεων πού έκεΐνος τούς παρείχε. Οί εργασίες
άρχισαν στις 20 Μαΐου μέ τήν τιμητική παρουσία στό μέσο τής συνάξε ως τοϋ Μ.
Κωνσταντίνου, τήν προεδρία τού Ευσταθίου ’Αντιόχειας καί τόν άποφασιστικό ρόλο
τοϋ ’Αλεξάνόρου ’Αλεξάνδρειάς, τόν όποίο συνόδευε καί κατηύθυνε θεολογικά ό
τριακονταετής διάκονός του Αθανάσιος. ’Από τήν Δύση παρέστησαν ελάχιστοι,
μεταξύ των οποίων ό άμεσα έπηρεάζων τόν Κωνσταντίνο Κορδούης "Οσιος καί
δύο έκπρόσωποι τού Σιλβέστρου Ρώμης, οί πρεσβύτεροι Βίτων καί Βικέντιος. Οί δύο
τελευταίοι, μή έχοντας ώς φαίνεται τίς αναγκαίες θεολογικές προϋποθέσεις, μή
γνωρίζοντας καλά τά πράγματα τής Ανατολής, όπου τό θέατρο των άντιθέσεων, καί
χωρίς κάποια ειδικά προνόμια, δεν έπαιξαν κάποιο ρόλο στήν πορεία τής Συνόδου.
Ή Σύνοδος, μέ τριακόσια
περίπου μέλη, άρχισε τό έργο τής συντάξεως τού Συμβόλου καί των Κανόνων, αφού
προηγουμένως άπο λογήθηκαν (μέ ομολογία πίστεως, όπως ό Εύσέβιος Καισαρείας, ή
μέ λιβέλλους, όπως ό Εύσέβιος Νικομήδειας κ. ά.) καί απαλλάχτηκαν ή
άποπέμφθηκαν αύτοί πού ήταν ήδη καταδικασμένοι γιά άρεια νΐσμό. "Οσοι,
λοιπόν, επίσκοποι άπέρρίπταν τήν διδασκαλία τού Άρείου, ή συντριπτική
πλειοψηφία δηλαδή, έμειναν γιά νά ορίσουν θετικά τήν σχέση τού Υιού πρός τόν
Πατέρα, νά δείξουν τόν θεμέλιο λίθο τού τριαδολογικοΰ δόγματος, τό όποίο μέ τίς
προσθήκες τής Β' Οικουμ. Συνόδου (381) θά αποτελεί τήν απολύτως άναγκαία χάρτα
πίστεως τής ’Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσα οί έπόμε νες Οικουμενικές
Σύνοδοι (Γ'Ζ') γιά τό πρόσωπο τού Χριστού θά άποφασίσουν, δέν θά προστεθούν στό
Σύμβολο, αλλά θά ονομαστούν δογματικοί όροι, επίσης όμως απαραίτητοι καί
υποχρεωτικοί.
ΚΕΙΜΕΝΑ
Σύμβολον
Τό Σύμβολον τής Νίκαιας
(325), όπως καί όλα τά προγενέστερα Σύμβολα πίστεως, είναι συλλογικό έργο τής
Εκκλησίας, ή όποια μέ τούς επισκόπους της τό κατακυρώνει στά έκάστοτε στάδια
τής αύξήσεώς του. Τά πολλά τοπικά Σύμβολα ήταν βασικά ένα. Αυτό κατά τήν πορεία
του άπό τήν ΚΛ καί εξής γνώρισε αύξηση περιεχομένου κατά εποχές καί παρουσίασε
δευ τερεύουσες παραλλαγές στίς τοπικές Εκκλησίες. Καί τό Σύμβολο, πού κατόπιν
συζητήσεων κατακυρώθηκε στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο τού 325, ήταν στό μεγάλο του
μέρος τό ήδη ύπάρχον Σύμβολο, εξέφραζε επιγραμματικά τά δλως άπαραίτητα
στοιχεία τής πίστεως καί (μέ αφορμή τήν πρόσφατη κακοδοξία τού αρειανισμού, άπό
τόν όποίο ήθελε νά προφυλάξει τούς πιστούς) συνιστοΰσε νέο στάδιο στήν ιστορική
του πορεία. Τό νέο στάδιο, τό νέο στοιχείο έν σχέσει πρός τήν προηγούμενη
δμολογία πίστεως, ήταν κυρίως ή προσθήκη τής φράσεως «έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός»
καί τής λέ ξεως «όμοούσιον», μέ τίς όποιες άπό τώρα καί στό έξης θά δηλωνόταν ή
φυσική σχέση τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα. Ή λέξη «όμοούσιος» είχε ήδη
χρησιμοποιηθεί, άλλά τώρα κατακυρωνόταν ώς δρος θεολογικός πρός έκφραση τής
συνειδητοποιημένης άληθείας ότι ό συναΐδιος Υιός είναι φύσει καί Αληθινός Θεός,
δηλ. έχει τήν ίδια ουσία μέ τόν Πατέρα. Γιά πρώτη φορά'στήν ζωή τής ’Εκκλησίας
τό νέο στάδιο περιεχομένου τοΰ Συμβόλου κατακυρώνεται άπό Οικουμενική Σύνοδο.
Τό γεγονός σχετίζεται μέ τόν νέο τρόπο ΰπάρξεως τής Εκκλησίας, στόν όποίο
έξωτερικά τήν όδήγησε ή πολιτική τοΰ Μ. Κωνσταντίνου. ’Αναφορικά μέ τίς λέξεις
«έξ έτέρας ύποστάσεως ή ούσίας φάσκοντας είναι.... τόν Υίόν», πού
περιλαμβάνεται στόν άφορισμό, μετά τό καθαυτό Σύμβολο, υπογραμμίζουμε ότι
λΐγοπολύ θεωρήθηκαν οί δροι ύπόστασις καί ούσία ταυτόσημοι.
Παραθέτουμε έδώ πρώτα τό
κείμενο τοΰ Συμβόλου, όπως τό συμπλήρωσαν οί θεοφόροιέπίσκοποι τής συνόδου τής
Νίκαιας μέ τήν παρασκηνιακή θεολογική βοήθεια καί τοΰ ’Αθανασίου. ’Ακολουθούν
έπειτα τρεις κάθετες στήλες μέ τρεις βασικές μορφές τοΰ ίδιου Συμβόλου, όπως
αύτό έπικρα τοΟσε στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης, στά 'Ιεροσόλυμα καί στήν
’Αντιόχεια. Τά τρία αύτά κείμενα, πού μάλιστα έκπροσωποΰσαν τήν Παράδοση άπό τά
μέσα περίπου τοΰ Γ' αί., είναι έντυπωσιακά συγγενή πρός τήν μορφή, τήν όποία
έλαβαν ώς βάση οί έπίσκοποι στήν Νίκαια. Φρονούμε μάλιστα ότι ή μορφή αύτή
βρίσκεται στό ίδιο τό Σύμβολο τής Νίκαιας, έάν άφαιρεθοΰν οί νέες φράσεις
(«τουτέστιν έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός», «όμοούσιον») καί κατανοηθεΐ ώς
αντικατάσταση ή έπεξήγηση ή φράση «Θεόν άληθινόν, έκ Θεοΰ άληθινοΰ, γεννηθέντα
ού ποιηθέντα».
Τά στοιχεία τής
τελευταίας φράσεως τά βρίσκουμε καί στά Σύμβολα Ιεροσολύμων καί ’Αντιόχειας,
άλλά τά δύο αύτά κείμενα έχουν πιθανότατα έμπλουτιστεί μέ στοιχεία νικαϊκά,
έφόσον σώθηκαν σέ πηγές μετανικαϊ κές. Αύθεντική φαίνεται νά είναι μόνο ή μορφή
τοΰ Συμβόλου τής Καισά ρειας. Καί όμολογουμένως ή μορφή αύτή, άν άφαιρεθοΰν τά
νέα στοιχεία, είναι πλησιέστερη στήν μορφή τοΰ νικαϊκοΰ Συμβόλου. Συγχρόνως
παρατηρούμε ότι άπό τό Σύμβολο τής Καισάρειας λείπει ό δρος «ένανθρωπή σαντα»,
κάτι πού ίσως οφείλεται στόν Εύσέβιο, πού ώς άρειανόφρων τόν άπέφευγε, όπως τόν
άπέφυγε άργότερα ό Άπολινάριος Λαοδικείας γιά λόγους διαφορετικούς.
Νίκαιας
Πιστεύομεν είς ένα Θεόν,
Πατέρα, Παντοκράτορα, πάντων όρατών τε καί άοράτων ποιητήν.
Καί είς ένα Κύριον Ίησοΰν
Χριστόν, τόν Υίόν τοΰ Θεοΰ, γεννηθέντα έκ τοΰ Πατρός μονογενή, τουτέστιν έκ της
ούσίας τοΰ Πατρός, Θεόν έκ Θεοΰ, φως έκ φωτός, Θεόν άληθινόν έκ Θεοΰ άληθινοΰ,
γεννηθέντα ού ποιηθέντα, όμοούσιον τω Πατρί, δι’ ού τά πάντα έγένετο, τά τε έν
τφ ούρανφ καί τά έν τή γή· τόν δΓ ήμας τούς άνθρώπους καί διά τήν ήμετέραν
σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα, ένανθρωπήσαντα, παθόντα καί άναστάντα τή
τρίτη ήμέρςι καί
άνελθόντα είς τούς
ουρανούς, έρχόμενον κρΐναι ζώντας καί νεκρούς.
Καί είς τό άγιον Πνεύμα.
Καισαρείας
Πιστεύομεν είς ένα Θεόν,
Πατέρα παντοκράτορα, τόν τών απάντων, όρατών τε καί άοράτων, ποιητήν.
Καί εις ένα Κύριον Ίη
σοΰν Χριστόν, τόν τού Θεού Λόγον, Θεόν έκ Θεού, φώς έκ φωτός, ζωής έκ ζωής,
Υΐόν μονογενή, πρωτότοκον πόσης κτίσεως, πρό πάντων τών αίώνων έκ τού Πατρός γε
γεννημένον, δι’ ού καί έγένετο τά πάντα· τόν διά τήν ήμετέραν σωτηρίαν
σαρκωθέντα καί έν άν θρώποις πολιτευσάμενον καί παθόντα τή τρίτη ήμέ p<jt
καί άνελθόντα πρός τόν Πατέρα καί ήξοντα πάλιν έν δόξη κρΐναι ζών :ας καί
νεκρούς. Πιστεύομεν καί είς έν Πνεύμα άγιον1.
(Τούς δέ λέγοντας «ήν
ποτέ δτε ούκ ήν» καί «πρίν γεννηθήναι ούκ ήν» καί ότι έξ ούκ δντων έγένετο ή έξ
έτέρας ύποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι ή κτιστόν ή τρεπτόν ή άλλοιωτόν τόν
Υιόν τού Θεού, άναθεματΐζει ή Καθολική Εκκλησία)1.
τό παράκλητον, τό λαλή
στάσιν καί εις ζωήν αιώνιον , σαν έν
τοΐς προφήταις.
Καί είς έν βάπτισμα,
μετάνοιας εις άφεσιν άμαρ τιών.
Καί είς μίαν άγίαν
καθολικήν Εκκλησίαν.
Καί είς σαρκός άνάστα
σιν.
Καί εις ζωήν αιώνιον.
Κανόνες
Ή Α' Οίκουμ. Σύνοδος
διατύπωσε 20 κανόνες, σχετικούς μέ τίς προϋποθέσεις χειροτονίας καί τίς
ύποχρεώσεις των κληρικών, μέ την άποδοχή στην Εκκλησία των Καθαρών, μέ τούς όρους
έπανεντάξεως στην Εκκλησία των έπί διωγμού τού Λικινίου πεπτωκότων, μέ την
άπαγόρευση της γονυκλισίας κατά τίς Κυριακές καί τήν Πεντηκοστή, κ.ά.
’Ιδιαίτερης σημασίας είναι ό κανόνας 6, πού έπικυρώνει τήν δικαιοδοσία των
έπισκό πων ’Αλεξανδρείας, Ρώμης καί ’Αντιόχειας στίς Εκκλησίες τής γεωγραφικής
περιοχής τους. 'Η δικαιοδοσία αύτή άποτελοϋσε «άρχαΐα έθη» καί προβάλλεται κάπως
ώς πρότυπό της ή δικαιοδοσία τής Ρώμης στίς Εκκλησίες τής ’Ιταλίας. ’Ακόμη στην
Σύνοδο άποφασΐστηκε ό κοινός έορτα σμός τού Πάσχα καί ή άποφυγή έορτασμοΰ του
μέ τούς ’Ιουδαίους. Οί κανόνες όλοι έλαβαν κύρος νόμου καί ήσαν υποχρεωτικοί.
’Επιστολή τής Συνόδου «τη
Άλεξανδρέων Έκκλησίφ καί τοΐς κατ’ Αίγυπτον... άδελφοϊς...».
Ή Σύνοδος πληροφορεί τίς
Εκκλησίες τής δικαιοδοσίας τού επισκόπου ’Αλεξανδρείας τά άποφασισθέντα σχετικά
μέ τόν "Αρειο καί μέ τόν σχισματικό έπίσκοπο Μελίτιο Λυκοπόλεως, τόν όποίο
φιλανθρωπευόμενη άφησε στήν έπισκοπή του, άλλά τού απαγόρευσε νά προβαίνει σέ
χειροτονίες.
Έπιστολαί Μ. Κωνσταντίνου
σχετικές μέ τήν Σύνοδο: α. Πρός σύγκλησιν τής έν Νικαίςι Συνόδου, β. Πρός τήν
Εκκλησίαν Άλεξανδρέων.
γ. Πρός τάς Εκκλησίας
(κοινοποιεί καί άναπτύσσει τήν απόφαση έορτασμοΰ τού Πάσχα σέ ήμέρα κοινή).
Μεταφράσεις
Γρήγορα συγκροτήθηκαν
συλλογές, πού περιείχαν λατινικές , συριακές, αραβικές, αίθιοπική, αρμένική,
γεωργιανή, κοπτική καί σλαβική μεταφράσεις τού Συμβόλου καί των Κανόνων.
Παράλληλα οί συλλογές περιλάμβαναν εισαγωγικά πληροφοριακά στοιχεία καί συχνά
μή γνήσια νικαϊκά κείμενα. Βλ. CPG IV 8520-8527. Ή λατινική μετάφραση έγινε
πολύ ένωρίς, ίσως κατά τήν άρχιερατεία τού Ρώμης ’Ιουλίου (337-352), καί
μάλιστα ένώθηκε μέ τούς κανόνες τής συνόδου τής Σαρδικής. ”Ετσι συγκροτήθηκε ή
αρχαιότερη συλλογή κανόνων στήν λατινική, πού γενικά άποδιδόταν όλόκληρη στήν
Σύνοδο τής Νίκαιας.
22. ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ ( + 325)
Ρητορικός άπολογητής τοΰ
χριστιανισμού
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Λακτάντιος ήταν
βορειοαφρικανός Ρωμαίος, πού σταδιοδρόμησε ώς έθνικός ρήτορας κυρίως στήν
Νουμιδία (’Αλγερία) καί ώς χριστιανός συγγραφέας κυρίως στήν έλληνική
πρωτεύουσα του Ανατολικού ρωμαϊκού κράτους Νικομήδεια τής Βιθυνίας. Έγραψε στήν
λατινική μέ τήν φιλοδοξία πρώτα νά κατατροπώσει τήν έθνική θρησκεία καί σκέψη
καί ύστερα νά έκθέσει τήν διδασκαλία τοΰ χριστιανισμού. Πρός τούτο διέθετε ζήλο
θαυμαστό, ταλέντο ρητορικό καί λογοτεχνικό καί γνώση έγκυκλοπαιδική τοΰ
έλληνορωμαϊκοΰ πνεύματος. Τοΰ έλειπε όμως ή βαθιά φιλοσοφική παιδεία καί ή θεο
λογική κατανόηση τού μυστηρίου τής Εκκλησίας. Επειδή έγινε χριστιανός σέ ήλικία
περίπου 50 έτών, γνώρισε τόν χριστιανισμό έπι φανειακά καί Ατελέστατα, ώς
Ανυπόμονος κατηχούμενος.
“Ετσι, έγραψε μέ ζήλο,
πάθος καί γνωστή έπιχειρηματολογία, κατά τού έθνικοΰ κόσμου, Αλλά δέν κατόρθωσε
νά παρουσιάσει, όπως ήθελε, όρθά καί όλοκληρωμένα, τήν χριστιανική πίστη,
μολονότι τό έγχείρημά του παραμένει τό πιό έκτεταμένο μέχρι τότε στήν λατινική
γλώσσα. Στήν φιλοσοφία δέν Αναγνωρίζει τήν δυνατότητα εύρέ σεως τής Αλήθειας,
παρά μόνο τυχαία. Τό έργο του έπιτέλεσε κυρίως μέ τήν βοήθεια τοΰ Κικέρωνα
(προπαντός αύτού), τού Λουκρητίου, τού Βιργιλίου, τού Σενέκα καί των έρμητικών
έργων, καί δευτερευ όντως μέ τήν βοήθεια τής Γραφής, τοΰ Κυπριανού, τοΰ
Τερτυλλια νοΰ καί τοΰ Μινουκίου Φήλικα. ’Αγνοούσε όχι μόνο τούς έλληνες έκκλησ.
συγγραφείς, Αλλά σχεδόν καί τήν Γραφή, τήν όποια κυρίως γνώριζε Από συλλογές
βιβλικών χωρίων (Testimonia), Από τίς όποιες, φαίνεται, άντλησε καί ό
Κυπριανός. Γιά τούς λόγους αύτούς δέν έ ξέφρασε τόσο τό έκκλησιαστικό θεολογικό
κλίμα τής έποχής, όσο διατράνωσε τόν ένθουσιασμό του γιά τήν νέα θρησκεία καί
τούς λόγους πού δικαιώνουν τήν μεταστροφή του σ’ αύτήν, όπως έκαναν πα λαιότερα
μερικοί Απολογητές. Είναι όμως πολύ σημαντικό ότι συνετέλεσε στήν διαμόρφωση
τής χριστιανικής λατινικής γλώσσας, δεδομένου ότι ύπήρξε σπουδαίος ρήτορας κι
έδωσε κείμενα τόσο γλαφυρά καί συναρπαστικά, ώστε νά χαρακτηριστεί χριστιανός
Κικέρων.
Ενδεικτικό των πλανών του
είναι ότι διατύπωσε δυαλιστικές ιδέες γιά νά έοιιηνεύσει τήν Αρχή τοΰ κακοΰ. Ό
Θεός δηλαδή γέννησε δύο Υιούς, έναν πρό τής δημιουργίας κι έναν μετά. Ό
δεύτερος, πού είναι ό αντίθεος, απομακρύνθηκε από τόν Θεό καί δημιούργησε τό
κακό, πού συγχρόνως Ερμηνεύεται καί ώς αποτέλεσμα τής επιθυμίας τοΰ ανθρώπου.
Δεν διακρίνει ώς ιδιαίτερη ύπαρξη τό άγιο Πνεύμα, τό όποίο ταυτίζει μέ τόν
Χριστό, καί μεταθέτει την τελική κρίση μετά άπό χιλιετή βασιλεία τού Χριστού, ή
οποία θά άρχΐσει περίπου διακόσια έτη μετά την έποχή κατά την οποία γράφει.
’Ιδιαίτερα σπουδαία είναι
ή συμβολή τού Λακταντΐου στήν εξέλιξη τής λατινικής χριστιανικής ποιήσεως μέ τό
έργο του «Περί του πτηνού του φοίνικος» σέ 85 δίστιχα. Ή ποίησή του έχει
στοιχεία σημιτικά, χρησιμοποιεί γλώσσα ήμιλαϊκή καί συμφιλιώνει Εθνικούς μύθους
μέ τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας.
ΒΙΟΣ
Ό Lucius Caelius
Firmianus Lactantius γεννήθηκε στήν Β. ’Αφρική περί τό 250, όπου Εκτός άλλων
δασκάλων ακούσε καί τόν Άρνόβιο στήν Sicca τής Νουμιδίας. Γρήγορα έγινε καί ό
ίδιος ρητοροδιδάσκαλός. "Ενεκα τής φήμης του κλήθηκε άπό τόν Διοκλητιανό,
λίγο μετά τό 290, στήν τότε πρωτεύουσα τοΰ άνατολικοΰ κράτους Νικομήδεια, νά
διδάξει λατινική ρητορική. Τό έργο του στήν Ελληνικότατη πρωτεύουσα δέν είχε
ανταπόκριση καί τό Εγκατέλειψε μέ τήν έναρξη τοΰ διωγμού (303), άφοΰ στό μεταξύ
είχε δεχτεί τόν χριστιανισμό. Γιά πολλά χρόνια έζησε μέ στερήσεις, αλλά δέν
σταμάτησε νά γράφει. Περί τό 316/317, ηλικιωμένος πλέον, κλήθηκε άπό τόν Μ.
Κωνσταντίνο στά Τρέβιρα (Treveris, Trier) γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοΰ γιου του
Κρΐσπου. Εκτοτε δέν έχουμε ειδήσεις. Πέθανε μάλλον περί τό 325.
ΕΡΓΑ
Ό Λακτάντιος υπήρξε
πολυγραφότατος, αλλά δέν σώθηκαν όλα τά έργα του, μερικά των όποιων γνωρίζουμε
μόνο άπό τούς τίτλους πού αναφέρει ό Ιερώνυμος. Διασώθηκαν τά εξής:
De opificio Dei (Περί τής
δημιουργίας τοΰ Θεοΰ). Γράφηκε τό 303/4 καί πλήν άλλων μιλάει γιά τήν ωραιότητα
καί τήν αρμονία τοΰ ανθρώπινου σώματος.
Divinae institutiones (Θείαι διδασκαλίαι) βιβλία 7. Γράφηκε μεταξύ 304 καί 313. Στά τρία
πρώτα βιβλία καταπολεμεί τίς Εθνικές θρησκείες καί στά άλλα τέσσερα έκθέτει τήν
χριστιανική διδασκαλία, τονίζοντας τήν ηθική της υπεροχή.
De mortibus persecutorum (Περί θανάτων των διωκτών). Γράφηκε τό 314/315. Περιγράφει τούς
τελευταίους διωγμούς (303-313), έξαίρει τήν στάση των χριστιανών σ’ αυτούς καί
άποδίδει στήν οργή τοΰ Θεού τό φοβερό τέλος πολλών διωκτών, παλαιοτέρων καί
συγχρόνων του. "Αλλοτε ή γνησιότητα τοΰ έργου είχε άμφισβητηθεΐ.
De ira Dei (Περί τής
οργής τοΰ Θεοϋ). Γράφηκε μεταξύ 314 καί 317. Ό Θεός αγαπά, συγχωρεί, αλλά καί
τιμωρεί δίκαια. Καταπολεμεί τούς επικούρειους καί τούς στωικούς πού θέλουν τόν
Θεό ξένο πρός τόν κόσμο.
Epitome divinarum institutionum (Επιτομή τών θείων διδασκαλιών). Γράφηκε μεταξύ 314 καί 317. Δεν είναι
άπλώς επιτομή, αλλά περισσότερο επανεξέταση καί άναθεώρηση απόψεων του.
De ave phoenice (Περί τοϋ πτηνού φοίνικος). Γράφηκε μεταξύ 314 καί 317. Ή
αμφισβητημένη γνησιότητά του υποστηρίζεται σήμερα εντονότερα. Τό έργο
άποτελεΐται από 85 δίστιχα καί συνιστά μεγάλο σταθμό στήν εξέλιξη τής λατινικής
χριστιανικής ποιήσεως. Διηγείται μέ ίδιάζοντα τρόπο τόν γνωστό ('Ηρόδοτος καί
μετά χριστιανοί συγγραφείς) μύθο τοΰ πτηνού φοίνικα, πού, αφού ζήσει χίλια
χρόνια στήν παραδεισιακή ’Ανατολή, έρχεται στήν Φοινίκη. Εκεί πεθαίνει σε
φοινικόδεντρο, αλλά από τήν τέφρα του γεννιέται νέος φοίνικας πού επιστρέφει
στήν ’Ανατολή. Ό μύθος συμβολίζει τήν ανάσταση τού Κυρίου ή τήν Παρθένο Μαρία
πού πραγματοποιεί τά έσχατα στήν ιστορία.
’Αποσπάσματα. Σώζονται
άπό Επιστολή καί από τό έργο τον De mortibus animi.
Άπολεσθέντα. Ό 'Ιερώνυμος
(De v/r. ill. 80) προσγράφει στόν Λακτάν τιο καί τά έξης έργα, πού φαίνεται ότι
ανήκουν στην πρίν από τό βάπτίσμα έποχή του καί πού πάντως χάθηκαν: Συμπόσιον.
'Οδοιπορικόν, όπου σέ στίχους διηγείται τό ταξίδι του άπό τήν Β. ’Αφρική στην
Νικομήδεια. Πρός Άσκληπιάδην βιβλία δυό. Έπιστολαί.
22. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (313-328)
Πρώτη άντιμετώπιση τού
άρειανισμοΰ
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Αλέξανδρος ύπήρξε
σπουδαία έκκλησιαστική φυσιογνωμία, γιά την όποια όμως γνωρίζουμε λίγα. Στόν
αλεξανδρινό θρόνο άνήλθε τό 313, όταν τό μελιτιανό σχίσμα εΐχε διασπάσει την
ένότητα τής Εκκλησίας. Ό Άλέξ. άπό τό 318 μέχρι τό 328 έγινε τό έπίκεντρο τής
Εκκλησίας καί τής θεολογίας, επειδή στήν έπαρχία του έμφα νίστηκε ό άρειανίσμός
κι επειδή αύτός έπωμίστηκε την αντιμετώπισή του.
Ή διδασκαλία του Άρείου
διατυπώθηκε περί τό 318 καί συνιστοΰσε την άποκορύφωση τής παλαιάς άντιλήψεως
περί ύποταγής (κατωτερότητας) τοΰ Υιού στόν Πατέρα. Ό Άρειος, έπηρεασμένος άπό
κοσμολογικές, άριστοτελικές καί ιουδαϊκές αντιλήψεις, άρνήθηκε τήν άιδιότητα
του Λόγου, διότι, κρίνοντας φιλοσοφικά, δέν κατανοούσε δύο άγέννητα, δηλ. Πατέρα
καί Υίό, ταυτόχρονα. Συνεργάτη ή πρώτο του οπαδό είχε φαίνεται ό "Αρειος
κάποιον Άχιλλά, πού όμως γρήγορα χάθηκε άπό τό προσκήνιο. Τήν κακοδοξότητα τού
Άρείου ύπέδειξε πρώτος, καθώς φαίνεται, ό πρεσβύτερος Κόλλου θος, γνωστός γιά
τήν παιδεία του καί τήν γνώση των Γραφών. Τήν στιγμή αυτή ό Άλέξ. εισέρχεται
στήν ιστορία τής θεολογίας, μολονότι δέν ύπήρξε μεγάλος θεολόγος. Στήν άρχή,
πιεζόμενος άπό τήν ένταση καί τήν επέκταση τών συζητήσεων μεταξύ Άρείου καί Κολ
λούθου, κάλεσε πολλές φορές τούς άντιπάλους νά έξηγήσουν τίς θέσεις τους
ένώπιον καί άλλων κληρικών, σέ συνάξεις καί συνέδρια.
Οι άρχαΐοι Ιστορικοί δέν
συμφωνούν στήν περιγραφή καί την έρμη νεία των πρώτων φάσεων του άρειανισμοΰ.
Μέ τήν βοήθεια όμως των δύο Επιστολών τού Άλεξ. καί τής Επιστολής πρός τόν
Εύσέβιο Νικομήδειας τοϋ Άρείου, ώς καί τής Έκθέσεως πίστεως τοϋ τελευταίου,
μπορούμε ν’ άποκρυπτογραφήσουμε τά στάδια τής θεολογικής πορείας τής Εκκλησίας
πρός αντιμετώπιση τής βαθιάς κρΐσεως, πού συγκλόνισε τήν Εκκλησία γιά έναν
αιώνα, χωρίς όμως οί άπόηχοί της νά λεΐψουν ποτέ.
Πρώτη άντίδραση στον
άρειανισμό
Ό Άλέξ. δέν μπόρεσε νά
πάρει άμέσως θέση στήν διαμάχη. Ήταν μόνο βέβαιος ότι μέ όσα δίδασκε ό ’Άρειος
προσέβαλλε τήν θεότητα τού Λόγου. Ό ιστορικός μάλιστα Σωκράτης άναφέρει ότι ό
"Αρειος έξανέστη, άκούοντας τόν Άλέξ. νά διδάσκει «έν Τριάδι μονάδα»
(Έκκλησ. Ιστορία Α' 5). Ή φράση έχει μεγάλη θεολογική σημασία, άλλά τήν εποχή
έκείνη έπικρατοϋσε τό αλεξανδρινό θεο λογικό σχήμα, τοϋ όποίου θεμελιώδης άρχή
ήταν ό Λόγος τού Θεού.
"Ολοι μιλούσαν γιά τόν
Λόγο καί όχι γιά τόν Υιό ή τόν Χριστό. Καί ό Κόλλουθος, αλεξανδρινός επίσης,
πρόβαλλε τόν Λόγο ώς ό μοούσιον καί «όμοιον κατ’ ουσίαν» πρός τόν Πατέρα. Ό
Ίερακάς πάλι, άπό τόν όποίο σώθηκαν μόνο ίχνη έργων του, υποστήριξε ότι Πατέρας
καί Λόγος αποτελούν μίαν άρχή πού φανερώνεται σέ δύο, όπως δύο φλόγες ένός
λύχνου. Ό ’Άρειος όμως άπέφευγε νά μιλάει γιά τόν Λόγο. Τόν απασχολούσε ή
έννοια Υιός, γιά τόν όποίο φρονούσε ότι γεννήθηκεκτίστηκε, «θελήματι καί βουλή»
Θεού, άρα έν χρόνω. Μέ τήν ελπίδα ότι θά συμβιβαστεί μέ όσους έπέμεναν στήν
άιδιότητα τού Λόγου, πρόσθεσε γρήγορα ότι ό Υιός γεννήθηκε «πρό χρόνων καί πρό
αιώνων». Ή φράση όμως δέν αλλάζει τήν βάση τού Άρείου, εφόσον ό Υιός «έκτίσθη».
Ό "Αρειος
υπενθυμίζει στόν Άλέξ. ότι καί αυτός είχε δεχτεί χρονική προτεραιότητα τοϋ
Πατέρα έναντι τού Υίοϋ. Αυτό πρέπει νά είναι αληθές, άλλά συγχρόνως ό Άλεξ.
έπέμενε στήν άιδιότητα καί τήν θεότητα τοϋ Λόγου (καί όχι τού Υιού), πράγμα πού
σημαίνει δισταγμό τής άλεξανδρινής θεολογίας νά ταυτίσει τόν Υιό μέ τόν Λόγο. Ή
δυσχέρεια υπήρχε καί άπό τις δύο πλευρές. Απόδειξη αύτοΰ συνιστοΰν άφενός τά
κείμενα τού Άρείου καί άφετέρου ή εγκύκλιος Επιστολή τοϋ Άλεξ. πρός τούς
έπισκόπους. Στήν επιστολή, πού γράφηκε μεταξύ 320 καί 322 (καί πού άκολούθησε
τήν σύγκληση συνόδου 100 περίπου έπισκόπων πρός άντιμετώπιση τοϋ Άρείου, τόν όποίο
μέ άλλους οπαδούς του καταδίκασε), επικρατεί τό θεολογικό σχήμα ΛόχοςΘεάς.
Τούτο δείχνει ότι ό Άλέξ. καί οί έπΐσκοποι τής περιοχής άπάντησαν στόν
άρειανισμό μέ τά δεδομένα τής άλεξανδρινής θεολογίας καί μέ τήν βοήθεια τοΰ
Κολλούθου, στόν όποίο πρέπει ν’ άποδώσουμε τούς όρους «όμοιος κατ’ ουσίαν» καί
«όμοούσιος» γιά τόν Λόγο. Τόν τελευταίο μάλιστα όρο δίστασε ό Άλέξ. νά δεχτεί,
μολονότι στήν ’Αλεξάνδρεια ήταν γνωστός άπό τήν έποχή τοΰ Διονυσίου, πού τόν είχε
χρησιμοποιήσει (261) έμμεσα γιά τόν Υιό (καί όχι άπλώς γιά τόν Λόγο),
απαντώντας στόν Διονύσιο Ρώμης. Ή αίτια τοΰ δισταγμοΰ οφείλεται αφενός στήν
έλλειψη θεολογικής θεμε λιώσεως τοΰ όρου καί άφετέρου στήν καταδίκη αύτοΰ άπό
τήν σύνοδο τοΰ 268/9. Τό τελευταίο συνέβη, επειδή ό Παΰλσς Σαμοσατέας
χρησιμοποιούσε τό «όμοούσιος» εσφαλμένα. Πάντως ό Άλέξ. μέ τόν Κόλλουθο δέν
άπαντοΰσαν ευθέως στόν ’Άρειο, διότι, όταν ό ’Άρειος κήρυττε τόν Υιό κτισθέντα
«πρό χρόνων», εκείνοι υποστήριζαν τήν θεότητα καί άιδιότητα τοΰ Λόγου. Αυτό
ακριβώς προδίδει τήν αδυναμία τους, άν μάλιστα σκεφτεΐ κανείς ότι καί ό Άλέξ.
(μόλις άρχισαν οί σχετικές συζητήσεις) κατανοούσε τόν Υιό μετά τόν Πατέρα.
Πρώτη θεμελιωμένη
άπάντηση στόν Αρειο
Παρά ταΰτα σέ νέα
Επιστολή τοΰ Άλεξ. μέ μία θεολογική φράση, πού δέν είχε μέχρι τότε εμφανιστεί,
πραγματοποιείται σπουδαίο θεολογικό βήμα πρός τήν ορθή λύση τής κρίσεως. Ό
Υιός, λέγεται έκεΐ, έχει «φυσικήν υίότητα», ήταν «φύσει Υιός». Μόνο μέ τόν όρο
αύτό εξασφαλίζεται καί συνειδητοποιείται άπόλυτα ή θεότητα, ή ό μοουσιότητα καί
ή άιδιότητα τοΰ Λόγου. Ή νέα Επιστολή τοΰ Ά λεξ., πρός τόν ’Αλέξανδρο
Θεσσαλονίκης αυτή, είναι θεολογικά πολύ διαφορετική άπό τήν προηγούμενη.
Θεολογική της εκκίνηση δέν είναι ό θείος Λόγος, όπως τόν γνωρίζουμε στήν
ώριγενιστική άλεξαν δρινή παράδοση, άλλά ό Υιός τοΰ Θεοΰ, ό Χριστός. ’Έχει
ξεπεράσει τήν ώριγενιστική θεολογία στό θέμα τοΰτο, έχοντας καταστεί συνέχεια
τής παραδόσεως τοΰ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς καί τοΰ αλεξανδρινού θεολόγου
Θεογνώστου (μεταξύ 264 καί 281), πού έγραψε τήν πολυσήμαντη φράση: ό Υιός «έκ
τής τοΰ Πατρός ουσίας έφυ». Ή δομή της, τό ύφος καί ή θεματολογία της
υπενθυμίζουν έντυπωσια κά τά έργα τοΰ Αθανασίου. Τό ύφος καί οί όροι της
βρίσκονται στά πρώτα έργα τοΰ τελευταίου. Αύτό σημαίνει ότι, μετά τήν σύνταξη
τής πρώτης του Επιστολής (γραμμένης μέ τήν βοήθεια προφανώς τοΰ Κολλούθου), τόν
Αλέξανδρο άρχισε νά επηρεάζει ό νεαρός Αθανάσιος, στόν όποίο καί οφείλεται
βασικά ή σύνταξη τής δεύτερης Επιστολής, κάτι πού μπορεί νά έγινε περί τό 322 ή
καί τούς τελευταίους μήνες τοΰ 324, όταν δηλ. ό Αθανάσιος ήταν 27 ή 29 έτών.
ολογική κατεύθυνση, την
όποια καθ’ ολοκληρίαν βρίσκουμε σε ά θανασιανά έργα καί έν μέρει σέ αποσπάσματα
τοϋ Εύσταθίου Αντιόχειας (+ 331-7). ’Από την στιγμή αυτή ή Εκκλησία άπαντά στόν
"Αρειο ευθέως μέ τόν επίσκοπο Άλέξ. διά τής θεολογίας τού διακόνου
’Αθανασίου.
Ή Επιστολή έκκίνά
θεολογικά κυρίως από τόν Υιό Χριστό, τόν όποίο γνωρίζει ό άνθρωπος καί πού γι’
αυτό γίνεται κριτήριο καί ασφαλές έρεισμα πρός θέα νέων όψεων τής ζωής τής
άγιας Τριάδας. Ή τακτική είναι άθανασιανή. ’Αντίθετα ό ’Άρειος καί οί οπαδοί
του δεν εκκινούν άπό ό,τι έχει ή ’Εκκλησία στήν Παράδοσή της, τόν Χριστό
δηλαδή, καί γι’ αυτό χαρακτηρίζονται άπό τόν Άλέξανδρο/’Α θανάσιο «εύρεταΐ
δογμάτων», κάτι πού τούς τοποθετεί εκτός Εκκλησίας. Μέλημα τού συντάκτη τής
Επιστολής είναι νά δείξει ότι ό Υιός δέν είναι χρονικά μετά τόν Πατέρα, ότι
μεταξύ των δύο θείων ύποστάσεων δέν ύπάρχει «διάστημα»: «έστι δέ Πατήρ άεί,
παρόντος τού Υιού». Ό Υιός ώς «άπαύγασμα» τού Πατέρα ύπήρχε πάντοτε, άφοΰ δέν μπορεί
νά υπάρχει φως καί δόξα χωρίς ταυτόχρονο άπάγαυσμα. Καί αυτό, καθόσον ή γέννηση
τού Υιού γίνεται φυσικά, κατά φύση («φύσει»), ή υίότητα στήν θεότητα είναι
«φυσική», δέν είναι «θέσει» καί «θελήσει», όπως ισχύει γιά τά δημιουργήματα. Τό
«φύσει» διαφέρει ριζικά άπό τό «θέσει». Τό πρώτο είναι φυσικό ιδίωμα τής θείας
φύσεως (θεότητας), τό δεύτερο δωρεά τής θεότητας πρός τόν άνθρωπο (κόσμο).
’Απορρίπτει όσους λέγουν
ότι «ούτε φύσει υιός τις έστι τού Θεού» καί συνεχίζει «μεταξύ Πατρός καί Υιού
ούδέν είναι διάστημα... τόν Πατέρα άεί είναι Πατέρα έστι δέ Πατήρ άεί παρόντος
τού Υιού, δΓ όν χρηματίζει Πατήρ... καί ή υΐότης αύτού, κατά φύσιν τυγχάνουσα
τής πατρικής θεότητος, άλέκτφ ύπεροχή διαφέρει των δΓ αυτού θέσει υίοθετηθέντων
( = τών άνθρώπων)... Τήν μέν ούν γνησίαν αυτού καί ίδιότροπον καί φυσικήν κατ’
έξαίρετον υίότητα ό Παύλος ούτως άπεφήνατο...».
’Έτσι έχουμε τήν πρώτη
σαφή καί άσφαλή διάκριση μεταξύ φύσει γεννήσεως, πού καταδεικνύει τήν άιδιότητα
καί τήν ταυτότητα φύσεως τού Υιού πρός τόν Πατέρα, καί θέσει ή θελήσει
υιοθεσίας καί δημιουργίας, ή όποια γίνεται έν χρόνω. Τό πολυσήμαντο αυτό θεο
λογικό βήμα, πού έγινε τό θεμέλιο τής όλης τριαδολογίας καί τού όμοουσίου,
είναι άθανασιανό έπίτευγμα, όπως δείξαμε άλλοτε (Ό άγιος ’Αθανάσιος
’Αλεξάνδρειάς σταθμός μέγας έν τή θεολογία τής ’Εκκλησίας, ’Αθήνα 1974, σσ.
1317). ’Εδώ βέβαια ή θεολογική αύ τή διάκριση μόνο σημειώνεται, δέν άναλύεται,
άσφαλώς γιατί τότε μόλις τήν συνέλαβε ό ’Αθανάσιος. Πάντως ή όλη θεολογία τής
Επιστολής έπιβλήθηκε άπόλυτα καί στήν σύνοδο τής ’Αντιόχειας (άρ χές 325) καί
στην Α' Οΐκουμ. Σύνοδο τής Νίκαιας (Ιούνιος 325), στην όποια μετέσχε ό Άλέξ.
’Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι στό κείμενο τούτο γίνεται λόγος γιά την ιδιαίτερη
ύπόσταση τού Υιού, ή όποια χαρακτηρίζεται «ιδιότροπος», άσφαλώς γιά νά
διακριθεΐ από την ύπόσταση τού Πατέρα.
Μέ τήν άνακήρυξή του
(Σεπτέμβριος 324) σέ μονοκράτορα ό Μ. Κωνσταντίνος ένδιαφέρθηκε, χάριν τής
πολιτικής ενότητας στην αυτοκρατορία, γιά τό πρόβλημα καί τίς διασπαστικές
τάσεις πού δημιούργησε ό "Αρειος. Διαμείφθηκε άλληλογραφία μεταξύ αύτο
κράτορα καί Άλεξ., ό όποίος όχι μόνο έπέμενε στην θεολογική σημασία τής
άντιαρειανικής του στάσεως, αλλά καί έπεισε μέ τόν "Οσιο Κορδούης τόν
αύτοκράτορα νά συγκαλέσει γενική Σύνοδο γιά τήν λήψη σχετικών άποφάσεων γενικού
κύρους καί άποδοχής. Προη γήθηκε ή σύνοδος ’Αντιόχειας, στίς άρχές τού 325, καί
τόν Μάιο Ίούνιο τού ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε ή Α' Οικουμενική Σύνοδος στήν
Νίκαια, όπου ό Άλέξ. έπαιξε ρόλο καθοριστικό, ένεκα τού κύρους του, τής γνώσεως
τού καίριου θέματος τής Συνόδου (τού ά ρειανισμοΰ δηλαδή) καί τής δυνατότητάς
του νά δώσει σ’ αύτό τήν γνωστή ορθή άθανασιανη λύση. Λίγο αργότερα όμως, ό
Κωνσταντίνος, πού τό 325 είχε δεχτεί άπόλυτα τήν καταδίκη τού Άρείου, έπε νέβη
μ’ Επιστολή του (326/327), απαιτώντας από τόν Άλέξ. νά άποκαταστήσει τόν
’Άρειο, ύποστηρΐζοντας παραδόξως ότι ή μεταξύ των δύο διαφορά ήταν άσήμαντη
διαφωνία σέ βιβλικό χωρίο. Ό γέροντας πλέον Άλέξ. δέν ύπέκυψε στήν βασιλική
βούληση καί τό επόμενο έτος (17.4.328) κοιμήθηκε, άφού ύπέδειξε ώς διάδοχό του
τόν Αθανάσιο, τόν όποίο εξέλεξαν οί επίσκοποι Αίγύπτου, όπως γινόταν πάντοτε.
ΕΡΓΑ
Ό Αλέξανδρος έγραψε
Επιστολές καί ίσως μία ’Ομιλία. Ό Έπιφάνιος (Πανάριον 69, 4) γνώριζε συλλογή 70
Επιστολών του, άπό τίς όποιες διασώθηκαν μόνο τρεις καί σύντομα αποσπάσματα
άλλων.
Πρός τόν κλήρον
(Αλεξάνδρειάς) έγκύκλιος έπιστολή. Βραχύ κείμενο πού γνωστοποιεί τήν καταδίκη
τοϋ Άρείου λίγο πριν τό 320.PG 18, 581. ΒΕΠ 37, 97.
Πρός πάντας τούς
επισκόπους (Έπιστολή).
Πρός ’Αλέξανδρον
Θεσσαλονίκης (Επιστολή). Γράφηκε τό 322 ή πρός τό τέλος τοϋ 324. Πολυσήμαντο
θεολογικό κείμενο, πού φέρει έκτυπη τήν σφραγίδα τοΰ Μ. ’Αθανασίου.
Τόμος (πρός όλους τούς
έπισκόπους). Τήν ϊδια εποχή συνέταξε κείμενο άντιαρειανικό, τό όποίο
περιλάμβανε καί τις παραπάνω Επιστολές καί τό όποίο έστελνε στούς άπανταχοϋ
έπισκόπους ζητώντας τήν υπογραφή τους. Σώθηκαν άποσπάσματα στήν συριακή.
Πρός τόν Ρώμης Σΐλβεστρον (’Επιστολή). ’Απόσπασμα.
’Αμφιβαλλόμενα: Περί
ψυχής καί σώματος καί περί τοΰ πάθους τοΰ Κυρίου. Όμιλία πού διασώθηκε σέ
συριακή καί κοπτική μετάφραση (καί σέ ψευδοχρυσοστόμεια όμιλία). ’Αποδόθηκε
στόν Άλέξ. καί τελευταία χαρακτηρίζεται ώς συμπίλημα τοΰ Άλεξ. (ή άπλώς των
χρόνων του) από τό έργο Περί ψυχής καί σώματος τοΰ Μελίτωνα Σάρδεων καί από
γεωργιανή όμιλία Περί σταυρού γιά τό πρώτο καί δεύτερο μέρος της άντίστοιχα (Es
broeck, Ψευτογκάς).
’Αποσπάσματα ομιλίας Κατά
Άρειανών (συριακά) καί όμιλίας Εις τήν οικονομίαν (γεωργιανά).
Νόθα. Πανηγυρικός εις τόν
Πέτρον Αλεξάνδρειάς (στήν κοπτική βοχαϊρική) καί άποσπάσματα επιστολής
(έλληνικά) καί άδηλων έργων (αραβικά) είναι νόθα.
ΚΟΛΛΟΥΘΟΣ. ’Υπήρξε
πρεσβύτερος τής αλεξανδρινής Εκκλησίας από τήν δεύτερη δεκαετία τοΰ Δ' αί. καί
μάλιστα ήταν από τούς λίγους, μέ τόν ’Άρειο, πού διακρίνονταν γιά τήν επίδοσή
τους στήν έρμηνεία των Γραφών καί ώς διδάσκαλοι γενικά. 'Η διαφωνία του πρός
τόν ’Άρειο γιά τήν έρμηνεία κυρίως τοΰ χωρίου Παροιμ. 8, 22 («Κύριος έκτισέ με
αρχήν όδών αύτοΰ εις έργα αύτοΰ») σήμαινε τήν καταγγελία τής κακοδοξίας τοΰ Ά
ρείου, πού δίδασκε τόν Υίσ κτίσμα τού Θεού Πατέρα. Τό γεγονός συνέβη περί τό
318. ’Έκτοτε, μέχρι καί τήν σύνταξη τής Επιστολής τού Αλεξάνόρου πρός
επισκόπους (320), ό Κόλλουθος σήκωσε τό βάρος τού άντιαρεια νικοΰ αγώνα.
Συγχρόνως έναντιώθηκε στόν ’Αλέξανδρο, πού τηρούσε στην αρχή στάση εφεκτική
έναντι τού Άρείου καί πού άρνήθηκε αρχικά νά δεχτεί τούς όρους πού ό Κόλλουθος
πρότεινε γιά τόν Λόγο τού Θεού: όμοού σιος, άειγενής, άγεννητογενής,
συναγέννητος. Άρα ό Κόλλουθος, εκφραστής απόλυτα τής αλεξανδρινής θεολογίας, ή
όποια έκκινοϋσε άπό τόν Λόγο καί όχι άπό τόν Υίό τού Θεού, δεν επηρέασε μέχρι
τέλους τόν ’Αλέξανδρο, πού έντούτοις είχε μεγάλη δυσχέρεια νά δώσει απάντηση
στόν ’Άρειο. Αποτέλεσμα ήταν νά προσχωρήσει ό Κόλλουθος στό σχίσμα τού Μελιτΐου
καί νά γίνει ίσως επίσκοπος Κυνοπόλεως. Στήν σύνοδο ’Αλεξάνδρειάς τόν ’Οκτώβριο
τού 324, μέ τήν μεσολάβηση τού 'Οσίου Κορδούης, επανήλθε στήν Εκκλησία, στούς
κόλπους τής οποίας πέθανε, μάλλον πρίν άπό τήν Α' Οικουμ. Σύνοδο. ’Έργα του δέν
γνωρίζουμε.
ΙΕΡΑΚΑΣ.
Πρόσωπο
σκοτεινό, αλλά πλούσιο σέ δράση καί έλληνοαι γυπτιακή μόρφωση, μέ τήν βοήθεια
τής οποίας υπομνημάτισε τήν Έξαή μερον, έγραψε Ψαλμούς καί άλλα έργα, πού όλα
χάθηκαν. Γεννήθηκε στήν Αίγυπτο τόν Γ' αί. κι έζησε ώς πρεσβύτερος μέχρι τίς
πρώτες δεκαετίες τού Δ' αϊ. κοντά στήν Λεοντόπολη. Μελετούσε, δίδασκε καί
καλλιγραφούσε (αντέγραφε) μέχρι τά 90 του χρόνια, όπότε καί πέθανε.
Χρησιμοποιούσε τήν ελληνική καί τήν αιγυπτιακή, σύναξε γύρω του πολλούς
ασκητές, στούς οποίους πρόβαλλε ακραίες έγκρατιτικές τάσεις, καταδίκαζε τόν
γάμο απόλυτα καί ήρνεΐτο τήν άνάσταση των σωμάτων (πνευματική ανάσταση). Έν
μέρει επηρεαζόταν άπό τά έργα τού ’Ωριγένη καί ήταν άλληγοριστής, αλλά δεχόταν
τόν Υίό μάλλον όρθόδοξα. ’Έλαβε μέρος στήν πρώτη φάση τής άρειανικής έριδας καί
ύποστήριξε ότι ό Υιός μέ τόν Πατέρα είναι όπως δύο φλόγες τού ίδιου λύχνου ή τής
ίδιας λαμπάδας, όπως πληροφορεί ό Ά ρειος ("Εκθεσις πίστεως Άρείου ...
πρός Αλέξανδρον). ’Από τήν μοναδική αυτή άναφορά φαίνεται ότι ό Ίερακάς
ξεπέρασε κάπως τήν αλεξανδρινή θεολογία, αλλά γρήγορα μερικές κακοδοξίες του
τόν τοποθέτησαν εκτός ’Εκκλησίας. Μία άπό αυτές είναι ότι ταύτιζε τό άγιο
Πνεύμα μέ τόν Μελχι σεδέκ (Έπκρανίου, Πανάριον 67. CJ. Gianotto, Melchisedek e Ιο Spirito Santo: Aug 20 [1980] 587-593).
24. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (326-30)
Ή σύνοδος ’Αντιόχειας,
πού συνήλθε μεταξύ 326 καί 330 ήταν μία των πολλών συνόδων, πού άρχισαν οί
άρειανόφρονες νά συγκροτούν μέ τήν βοήθεια τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, τόν όποίο
κατόρθωσαν νά επηρεάσουν υπέρ των άπόψεών τους καί κατά τοΰ ’Αλεξάνόρου
’Αλεξάνδρειάς, τοΰ ’Αθανασίου καί τοΰ Ευσταθίου ’Αντιόχειας, τόν όποίο πέτυχαν
νά εκθρονίσουν (μάλλον τό 326). Στην σύνοδο έλαβαν μέρος επίσκοποι τής Συρίας,
τής Φοινίκης, τής Παλαιστίνης, τής ’Αραβίας, τής Μεσοποταμίας, τής Κιλικίας καί
τής Ίσαυρίας καί συνέταξαν κανόνες ευταξίας, πού άργότερα προσγρά φηκαν στην
σύνοδο τού 341 (των Εγκαινίων) τής ίδιας πόλεως καί ώς δικοί της έκδίδονται.
Κανόνες 25 καί ’Επιστολή.
Ή σύνοδος πληροφορεί γενικά τά τής συνε λεύσεώς της μέ Επιστολή της πρός τούς
«συλλειτουργούς» επισκόπους, έπαναεπικυρώνει τήν απόφαση τής Νίκαιας γιά κοινό
εορτασμό τοΰ Πάσχα, πρός ικανοποίηση τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, καί άσχολεΐται μέ
θέματα εκκλησιαστικής ευταξίας, κυρίως των κληρικών καί δή των επισκόπων.
Μεταφράστηκαν στήν λατινική καί στίς ανατολικές γλώσσες (CFG IV 8536).
Κανόνες, σσ. 164173.
JOANNOY, Eonti, I 2, σσ. 102126. TURNER: ΕΟΜΙΑ, II, σσ. 218320 (λατινικές
μεταφράσεις). Η. CHADWICK,
The fall of Eustathius of Antioch: JThS 49 (1948) 2735. H. HESS, The Canons of
the Council of Sardica A.D. 343, Oxford 1958, σσ. 145150.
5. JUVENCUS (330) ό πρώτος Λατϊνος Χριστιανός ποιητής
Ό Gaius Vettius Aquilinus
Juvencus ήταν Ισπανός ιερέας μέ πλούσια κλασική λατινική παιδεία καί ταλέντο
στιχουργικό, χωρίς νά είναι μεγάλος ποιητής. Στην έποχή τής μονοκρατορίας τοϋ
Μ. Κωνσταντίνου, μάλλον περί τό 330, συνέταξε τό πρώτο έκτενές έπικό
χριστιανικό ποίημα στήν λατινική, παραφράζοντας τά τέσσερα Εύαγγέλια, άλλά
κυρίως τό Εύαγγέλιο τοϋ Ματθαίου, σέ 3219 έξάμετρα. Τό τετραμερές έργο, πού
έπέγραψε Evangeliorum libn IV, σκόπευε νά δώσει αρμονία των 4 Εύαγγελίων καί
προπαντός νά προσηλυτίσει μέ ποίηση τούς λατίνους διανοουμένους καί νά
παρουσιάσει μέ άντάξιο έπικό έργο τόν θρίαμβο τοϋ χριστιανισμού στό πρόσωπο τοϋ
Μ. Κωνσταντίνου. Πρότυπό του μετρικό έχει κυρίως τόν Βιργίλιο, άλλά καί τόν
Λουκρήτιο. Οί μεταγενέστεροι άγάπησαν πολύ τό πρρτο αυτό έκτενές λατινικό
ποίημα καί πολλοί τό μιμήθηκαν, καί ώς πρός τήν διάθεση καί ώς πρός τόν τρόπο
χρήσεως των έθνικών ποιητικών μέτρων. Τό ποίημα γίνεται δεκτό άπό τό γελασιανό
Decretum. Ό Juvencus έχει υπόψη του τό κείμενο τής Vetus latina, χρησιμοποιεί
τήν κλασική λατινική γλώσσα, καταφεύγει ένίοτε σέ λέξεις έλληνι κές κι
αισθάνεται έλεύθερος νά δημιουργεί νέες λέξεις.
26. AITHALLAH (ΑΕΙΘΑΛΑΣ) ΕΔΕΣΣΗΣ
’Αρμενικό χειρόγραφο, τών
μέσων μάλλον τοϋ Ε' αί., διασώζει έπιστολή «Πρός τούς χριστιανούς τής τών
Περσών χώρας περί πί στεως», γραμμένη στήν συριακή άπό τόν έπίσκοπο Εδέσσης
Μεσοποταμίας Aithallah (324/5345/6) έλληνικής ίσως καταγωγής. Πρόκειται γιά
μικρής τουλάχιστον παιδείας άνδρα, πού έλαβε μέρος στήν Α' ΟΙκουμ. Σύνοδο (325)
καί ύπέγραψε τίς Αποφάσεις της. Έπιστρέφοντας στήν “Εδεσσα έγραψε τήν παραπάνω
Επιστολή, ή όποια περιλαμβάνει μετανικαϊκά θεολογικά στοιχεία, γεγονός πού
δημιουργεί ύποψίες γιά τήν όλική γνησιότητά της, καί στοιχεία μέ άντιγνωστικό
χαρακτήρα.
27. «ITINERARIUM» BORDEAUX ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (333)
Τό Αρχαιότερο όδοιπορικό
’Ανώνυμος χριστιανός άπό
τό Bordeaux (Γαλλίας) έπισκέφτηκε τά 'Ιεροσόλυμα, τό 333, καί κατέγραψε σύντομα
τούς τόπους, όπου στάθμευε, στό έργο «Itinerarium a Burdigala Hierusalem usque
et ab Heraclea per Aulonam et per urbem Rowam Mediolanum usque». Στό τέλος
Μαΐου τοΰ 333 ήταν στήν Κωνσταντινούπολη καί άπό έκεΐ έφθασε στά 'Ιεροσόλυμα,
όπου έμεινε μέχρι τόν Δεκέμβριο τοϋ Ιδιου έτους. Τό έργο έχει άξία κυρίως γιά
τίς τοπογραφικές πληροφορίες. Είναι τό άρχαιότερο τού είδους των «'Οδοιπορικών»
(Itinerarium ή Peregrinatio) καί ώς τέτοιο έκτιμήθηκε. Φαίνεται ότι ό Ανώνυμος
συντάκτης χρησιμοποίησε παλαιότερο γεωγραφικό ύλικό, πού χρησίμευε καί στίς
ρωμαϊκές λεγεώνες.
28. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ( + 331/7)
Ο πρώτος Αντιοχειανός έρμηνευτής
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Εύστάθιος ύπήρξε
έπίσκοπος μεγάλου καί γενικού κύρους, φορέας τής Παραδόσεως, ευαίσθητος έναντι
τής κακοδοξίας, θαυμάσιος χειριστής τοΰ νεοαττικού λόγου καί όμολογητής.
"Εδρασε κυρίως κατά τήν τρίτη δεκαετία τού Δ' αί., όταν ή Εκκλησία, ένεκα
τού αρειανισμού καί τής έξόδου της από τίς κατακόμβες, ζοΰσε πολύ κρίσιμες
ήμερες. Ή εύρεία του παιδεία, ή θεολογική του κατάρτιση, ή ορθοδοξία καί ή
εύστροφη τακτική πού έφάρμοζε τού έδωσαν τό άναγκαΐο κύρος, χάριν τού όποίου
προήδρευσε στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο τής Εκκλησίας (Νίκαια 325).
Τήν θεολογική του
δραστηριότητα άρχισε μέ τό έργο του Περίέγ γαστριμύθου πριν από τό 324. Σκοπό
είχε νά έκφράσει τόν άντιωρι γενισμό του καί νά πάρει θέση στό πρόβλημα γενικά
περί ψυχής καί ειδικά τής ψυχής τού Κυρίου, πρόβλημα πού άπασχόλησε Ιδιαίτερα
τούς αλεξανδρινούς θεολόγους (έγραψαν σχετικά ό Πέτρος [ + 311] καί ό
Αλέξανδρος [ + 328] ’Αλεξάνδρειάς). Ή έμφάνιση τού άρεια νισμοϋ βρήκε τόν
Εύστάθιο έτοιμο καί σταθερά όρθόδοξο, γι’ αύτό καί δέν διακρίνουμε στήν σκέψη
καί τήν δράση του διακύμανση. άντιοχειανός εκκινά άπό τό θεολογικό σχήμα
ΥίόςΧριστόςάνθρω πος, άλλά παρεμβάλλει
μέ άλεξανδρινή άσφαλώς έπίδραση
τό θέμα τού Λόγου έτσι, ώστε νά δίνει συχνά τό ιδιότυπο σχήμα Λόγος
Χριστός άνθρωπος καί «άνθρωπος
θεοφόρος». Στό έρώτημα περί τής σχέσεως Υίοϋ καί Θεού Πατρός άπαντά μέ τήν
όρθόδοξη θεολογία τής Επιστολής τού φίλου του Αλεξάνόρου ’Αλεξάνδρειάς πρός τόν
’Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης: ό Υίός έχει «φυσικήν τήν υίότητα» καί «έστι τήν φύσιν
Θεός αύτάρκης» (PG 18, 677Α). Τήν θεολογία αύτή έπέβαλε στήν σύνοδο, πού έγινε
στήν ’Αντιόχεια (άρχές τού 325) μέ τήν προεδρία του. Έκεΐ προετοιμάστηκε ή
Οικουμενική Σύνοδος (325).
Οί άρειανοί γενικά,
τουλάχιστον μετά τό 325, δίδασκαν καί ό,τι πολύ άργότερα θά συστηματοποιούσε ό
Άπολινάριος Λαοδικείας (+ 398), δηλαδή ότι ό θειος Λόγος έν Χριστώ άνέλαβε
«άψυχον σώμα» ή μή λογική ψυχή. ’Αποτελούσε τούτο συνέπεια τής διδασκαλίας τους
καί συγχρόνως ένα τέχνασμα. Διότι έάν ό Χριστός στην γή τόν άποδεικνύουν τρεπτό
κατά τήν φύση άρα δέν έχει τήν άτρεπτη θεία φύση τοΰ Πατέρα καί είναι κτιστός
(PG 18, 689Α).
Ό Ευστάθιος είναι ό
πρώτος πού διέγνωσε τίς μεγάλες χριστολο γικές προεκτάσεις τής διδασκαλίας των
άρειανών καί ό πρώτος πού άντέδρασε σ’ αυτές. Εκκινώντας από τήν πολυσήμαντη
λέξη «έναν θρωπήσαντα» τοΰ Συμβόλου τής πίστεως, υποστήριξε μέ σαφήνεια ότι ό
Λόγος «γέγονεν άνθρωπος», άνέλαβε όλόκληρο τόν άνθρωπο, σώμα καί ψυχή. Ή ψυχή
«συνδιαιτάται τώ Λόγφ». Σέ όλο τό έργο του έμμεσα ή άμεσα διακρίνει τίς δύο
φύσεις στόν Χριστό. Ή χρι στολογική δρολογία του όμως, πού κάνει τά πρώτα της
βήματα καί δέν είναι καθόλου άποκρυσταλλωμένη, ύπερτονίζει κάποτε τήν έξύ ψωση
(θέωση;) τής άνθρώπινης ψυχής ή (κυρίως) τήν αύτοτέλεια τών δύο φύσεων, ώστε ό
Εύστάθιος νά έμφανΐζεται πρόδρομος άλλοτε τοΰ μονοφυσιτισμού καί άλλοτε
(κυρίως) τοΰ νεστοριανισμοΰ ή καί διάδοχος τοΰ Σαμοσατέα Παύλου. Σέ πολλά
σημεία έντούτοις προϋποθέτει συγχρόνως καί τήν αύτοτέλεια καί τήν ένότητα τών
δύο φύσεων. Χρησιμοποιεί τόν όρο Θεοτόκος καί μιλάει γιά τό πρόσωπο τοΰ Χριστού
έτσι, ώστε νά μήν άφήνει άμφιβολία γιά τήν ορθότητα τής πρώιμης χριστολογίας
του, ή όποια μόνο μέ πολύ μεταγενέστερα κριτήρια θά μποροΰσε νά θεωρηθεί ώς
εξαγγελία τοΰ νεστοριανισμοΰ.
Τά διασωθέντα κείμενά του
επιτρέπουν βασικές έκτιμήσεις τής έρ μηνευτικής μεθόδου του. Χρησιμοποιώντας
γιά τήν Πεντάτευχο καί τά Ευαγγέλια τό κείμενο τοΰ Λουκιανού, έρμηνεύει
ίστορικογραμ ματικά χωρίς νά άποκλείει καί τήν άλληγορία. Ό έρμηνευτής τής Πά
είναι άνάγ~η νά άσκεΐ αυστηρή κριτική γιά πολλούς λόγους καί διότι ό κάθε
βιβλικός συντάκτης διατυπώνει καί δικές του απόψεις, οί όποιες πρέπει νά
διακρΐνονται απ’ ό,τι συνιστά κυρίως θεοπνευστία, άπό αύτά δηλ. πού γράφονται
μέ έμπνευση τοΰ άγ. Πνεύματος.
Ό Εύστάθιος είναι ό
άρχαιότερος γνωστός έρμηνευτής τής Αντιόχειας καί ό ρόλος του στήν διαμόρφωση
καί τήν έπικράτηση τής λεγόμενης άντιοχειανής μεθόδου είναι πολύ μεγάλος,
δεδομένου ότι γιά τόν Λουκιανό γνωρίζουμε έλάχιστα.
ΒΙΟΣ
Έπί Διοκλητιανοϋ ή
Λικινίου έγινε δμολογητής τής πίστεως καί μεταξΰ 320 καί 324 χειροτονήθηκε έπίσκοπος
Βέροιας (σήμερα Άλέπιο) τής Συρίας. Σχετίστηκε μέ τόν ’Αλέξανδρο ’Αλεξάνδρειάς
καί παρακολούθησε μάλλον άπό τήν άρχή τόν άρειανισμό. Ήταν ήδη συγγραφέας καί
πολύ γνωστός, όταν στό τέλος τοϋ 324
τοποθετήθηκε στόν θρήνο τής ’Αντιόχειας, όπου αμέσως οργάνωσε σύνοδο, πού
κύρωσε την θεολογία καί τίς Αποφά σεις τής συνόδου τοϋ 320 στην ’Αλεξάνδρεια
κατά τοϋ Άρείου. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο (325) προήδρευσε, όπως όρθά
ύποστηρίζουν νεώτεροι έρευνητές, καί προσφώνησε τόν Μ. Κωνσταντίνο. Μετά τήν
Σύνοδο εργάστηκε σύντονα γιά τήν έπιβολή των Αποφάσεων της, πράγμα πού εξόργισε
τούς άρειανούς. "Ετσι άρχισε γρήγορα ό αγώνας πρός έξόντωσή του.
Περί τό 328/9 μάλλον οί
άρειανοί πέτυχαν τήν καταδίκη του μέ τίς κατηγορΐεςπροφάσεις ότι ύπήρξε
σαβελλιανός, τυραννικός πρός τούς κληρικούς καί μοιχός. Εξορίστηκε στήν
Τραϊανούπολη τής Θράκης ή τούς Φιλίππους Μακεδονίας ή σέ κάποια ιλλυρική πόλη,
όπου καί πέθανε πριν από τό 337 (έρευνητές πρότειναν ώς χρόνο θανάτου του τά
έτη 356-360, χωρίς νά είναι πολύ πειστικοί). Μέ τήν εξορία του άρχισε τό
λεγόμενο άντιοχεια νό σχίσμα, πού διήρκεσε μέχρι τό 414 (γιά τήν όμάδα των
αύστηρών όπαδών του, των εύσταθιανών, πού άρνήθηκαν νά δεχτούν όχι μόνο τούς ά
ρειανούς διαδόχους τοϋ Ευσταθίου, αλλά καί τόν Μελέτιο).
Η Εκκλησία τιμά τήν μνήμη
του στις 21 Φεβρουάριου.
ΕΡΓΑ
Ό Ευστάθιος ύπήρξε
γόνιμος συγγραφέας, άλλά τά έργα του εκτός από ένα χάθηκαν όλα. ΓΗ παλαιότερη
καί σύγχρονη έρευνα τοϋ αποδίδει 95 αποσπάσματα, ή πατρότητα των όποιων δεν
είναι πάντοτε βέβαιη. Τά δια σωθέντα του κείμενα τόν άποδεικνύουν γλαφυρότατο
συγγραφέα μέ Αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο, καταρτισμένο καί μεθοδικό
ερμηνευτή μέ έντονη κριτική διάθεση. Παραβέτουμε τούς γνωστούς τίτλους τών
έργων του, οί όποίοι, όσοι μάλιστα είναι συγγενείς μεταξύ τους, ίσως Αποτελούν
διαφορετική Αναγραφή τοϋ ίδιου έργου. Επίσης δέν είναι βέβαιο άν τά σχόλια
(Αποσπάσματα) σέ βιβλικά κείμενα προϋποθέτουν όλα καί Ανάλογες αυτοτελείς
ομιλίες.
Κατά Ώριγένους εις τό τής
έγγαστριμύθου θεώρημα διαγνωστικός. Γράφηκε μεταξύ 320 καί 324, άποτελεΐται Από
30 κεφάλαια καί είναι τό μόνο του έργο πού σώζεται όλόκληρο.
Όμιλία εις τόν Λάζαρον,
τήν Μαρίαν καί τήν Μάρθαν. Επειδή τό κείμενο περιέχει μεταγενέστερη
χριστολογική ορολογία, θεωρήθηκε νόθο. Ό Μ. van Esbroeck όμως έξέδωκε Αρχαία
γεωργιανή μετάφραση τής ομιλίας, από τήν όποια Απουσιάζει ή προηγμένη
χριστολογία. Αύτό δείχνει ότι νεώτερος συγγραφέας προσέθεσε γιά πολεμικούς
σκοπούς νέα στοιχεία στήν ομιλία, ή όποια στήν Αρχική της μορφή μπορεί νά είναι
έργο τοϋ Ευσταθίου.
Αποσπάσματα: α) Περί
ψυχής κατά φιλοσόφων, β) Εις τάς έπιγραφάς τής στηλογραφίας. γ) Περί ψυχής κατά
Άρειανών. δ) Εις τό «Κύριος έκτι σέ με αρχήν όδών αύτοΰ» (Παροιμ. η' 22). ε)
Εις τάς έπιγραφάς τών αναβαθμών. στ) Εις τόν ψαλμόν 92. ζ) Λόγοι (;) κατά
Άρειανών. η) Περί πίστεως κατά Άρειανών. θ) Επιστολή πρός Αλέξανδρον
Αλεξάνδρειάς (Περί τοϋ Μελχισεδέκ). ι) Περί των πειρασμών, ια) 'Ομιλία δευτέρα
ενώπιον τής Εκκλησίας (συριακά). ιβ) ’Ενώπιον τής Εκκλησίας, ιγ) Εις τό Ίωάν.
a' 14. ιδ) Περί έβραϊσμοϋ. ιε) Εις τόν Ιωσήφ, ιστ) Εις την Σαμαρεί τιδα. ιζ)
Εις τάς Παροιμίας, ιη) Εις τόν Εκκλησιαστήν, ιθ) Έκ τον Παν εκκλησιαστον καί κ)
άδηλων έργων τίτλων αποσπάσματα.
Νόθα. Χειρόγραφα καί
αρχαίοι συγγραφείς άποδίδουν εσφαλμένα στόν Ευστάθιο αποσπάσματα άπό διάφορα
έργα καί μάλιστα άπό τά εξής: Λόγος κατηχητικός. Υπόμνημα εις τό Κατά Ίωάννην
Εύαγγέλιον. Κατά Φωτεινού. Εις τήν Γένεσιν. Ερμηνεία εις τόν Ψαλμόν 15. Επίσης
ώς κείμενα τοϋ Ευσταθίου έκδόθηκαν τά αυτοτελή έργα Υπόμνημα εις τήν Έξαήμε ρον
καί Προσφώνησις πρός τόν Μ. Κωνσταντίνον. Στά συριακά σώζεται ανέκδοτη
Λειτουργία τοϋ άγ. Ευσταθίου, πού έχει μεταφραστεί στην λατινική.
29.ΑΡΕΙΟΣ ( + 335)
Αθανάσιος Άναζαρβού Παυλίνος Τύρος
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Άρειος έγινε θεμελιωτής
τής ριζοσπαστικότερης αίρέσεως τοΰ χριστιανισμού. Δεν ήταν σπουδαίος θεολόγος,
αλλά εύστροφος κι έντυπωσιακός, λαϊκοδιαλεκτικός καί πειστικός, μορφωμένος καί
ασκητικός, δραστήριος καί οργανωτικός. Ή λιβυκή του καταγωγή, ή σπουδή του στήν
’Αλεξάνδρεια καί ή μαθητεία του στόν Λουκιανό (’Αντιόχεια) τόν έφεραν σ’ έπαφή
μέ ποικίλες ισχυρές παραδόσεις, έκκλησιαστικές καί μή, τίς όποιες άντιμετώπισε
έκλεκτικά. ’Έτσι έπηρεάστηκε σταθερά άπό τόν ιουδαϊκό μονοθεϊσμό καί τήν
φιλοσοφική άντίληψη περί άπόλυτης ύπερβατικότητας καί περί άκινή του του Θεοΰ,
άπό τίς κοσμολογικές δυαλιστικές άντιλήψεις καί προπαντός άπό τήν διδασκαλία
τοΰ Φίλωνα περί τοΰ κτιστοΰ Λόγου, διά τοΰ όποίου ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο
(Περί των θυσιώννΑβελ καί Κάιν 18, 66).
Στόν άλεξανδρινό χώρο
βρήκε τήν βασική του ιδέα ότι ό μόνος αιώνιος Θεός δέν είναι δυνατό νά έχει
άίδιοναίώνιον Υίό. Τήν ιδέα του αυτή προσπάθησε μετά νά στηρίξει μέ τήν βοήθεια
τής ίστορι κογραμματικής ερμηνευτικής μεθόδου τής ’Αντιόχειας καί μάλιστα μέ
τόν ισχυρισμό ότι ή διδασκαλία του προέρχεται άπό «εκλεκτούς» «θεοδιδάκτους»,
ότι ό ίδιος έχει τήν «γνώσιν» καί τήν «σοφίαν» «ύπό Θεοΰ μαθών». Οί φράσεις
αύτές, μέ τίς όποιες άρχίζει τό εκλαϊκευτικό του έργο Θάλεια, προϋποθέτουν
ευαισθησία γιά άπόκρυφες παραδόσεις καί κλίμα γνωστικισμού, πού τόν εμπόδιζε νά
έχει ρεαλιστική σκέψη καί πιστότητα στήν Παράδοση.
Τό άρχικό πρόβλημα τοΰ
Άρείου υπήρξε τό πώς τής δημιουργίας. Άπό αυτό άναγκάστηκε νά μιλήσει γιά τήν
σχέση ΘεοΰΠατέρα καί Υίοΰ, άποκλείοντας τήν άίδιααίώνια γέννηση στήν θεότητα.
'Η εκκίνησή του όμως ύπήρξε άπόλυτα θεωρητική, άπό τό πρόβλημα κα θεαυτό,
άποσυνδεδεμένο τελείως άπό τήν πίστη καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας όπως θά
εκκινούσε καί κάθε φιλόσοφος ή γνωστικός. Αγνόησε τήν θεολογία τοΰ ’Ωριγένη
περί αιωνιότητας τοΰ Λόγου καί τήν σαφή διδασκαλία τοΰ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς
περί άιδιότητας τοΰ Υίοΰ, τόν όποίο έμμεσα χαρακτηρίζει όμοούσιον πρός τόν
Πατέρα. Καί τό σπουδαιότερο, άθέτησε τήν πολυσήμαντη στήν απλότητά της ομολογία
όλων άνεξαιρέτως τών προγενέστερων του βαπτιστηρίων Συμβόλων, έφόσον μετέτρεψε
τό «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα» εις (πιστεύομεν) «οΐδαμεν ένα Θεόν, μόνον άγέννητον, μόνον
άίδιον..» (ΒΕΠ 37, 102). Άφαιρώντας δηλαδή την λέξη «Πατήρ» κατανοούσε τόν Θεό
φιλοσοφικά καί όχι ώς πρόσωπο, πού ήταν πάντα πατέρας καί δροϋσε ώς πατέρας,
ώστε νά τόν γνωρίζουμε άπό τήν δράση του ώς πατέρα.
Χρησιμοποίησε αντίθετα
τήν άποψη τοϋ Ωριγένη ότι ό Λόγος γεννήθηκε «θελήσει» τού Πατέρα καί τίς
άτυχεΐς εκφράσεις του Διονυσίου ότι ό Υιός είναι κτΐσμα καί ποίημα, τίς όποιες
όμως ό ίδιος συγγραφέας είχε σαφώς καταδικάσει (’Έλεγχος καί ’Απολογία). Τό
εμφανές εκκλησιαστικό στήριγμα τοΰ Άρεΐου ύπήρξεή διάχυτη αντίληψη τής
subordinatio, ότι δηλ. ό Υιός είναι οπωσδήποτε κατώτερος τοΰ Πατέρα. Τήν
αντίληψη αυτή διηύρυνε, θεμελίωσε καί κορύ φωσε, ώστε νά τήν παρουσιάσει ώς
διδασκαλία γενικής ισχύος καί κύρους. Σύμφωνα μέ αυτήν ό Θεός (πατέρας) είναι
μόνος άναρχος, αληθινός καί άίδιος. Ό Υιός αποτελεί τό πρώτο γέννημα τοΰ Θεοΰ
καί γι’ αύτό είναι μονογενής καί μοναδικός έχει αρχή, ορίστηκε, κτίστηκε,
γεννήθηκε «θελήματι καί βουλή» τοΰ Θεοΰ «έξ ούκ όντων»· είναι πλήρης χάριτος
θεός, άλλ’ όχι μέρος ή πρόβληση ή όμοούσιος τοΰ Θεοΰ Πατέρα, διότι τότε ό Θεός
θά ήταν σύνθετος καί μεταβλητός κατά τήν ούσία του, διότι αύτό θά σήμαινε δύο
αρχές αγέννητες ή δύο αρχές χωρίς αρχή ή προβολή τοΰ Υίοΰ, όπως προβάλλονται οί
«αιώνες» τοΰ γνωστικισμού.
Εγκλωβισμένος στήν
φιλωνική, τήν κοσμολογική καί φιλοσοφική (κυρίως αριστοτελική) αυτή αντίληψη
καί στοχαζόμενος ερήμην τής Παραδόσεως, δέν κατάλαβε τό θεολογικό βάρος τοΰ
όρου «φυσική υίότης», μέ τήν όποια ό ’Αλέξανδρος Αλεξάνδρειάς, βοηθού μενος άπό
τόν Αθανάσιο, άπαντοΰσε στό πώς τής αιωνιότητας τοΰ Υίοΰ, χωρίς νά αναιρείται ή
μοναδικότητα τής άρχής. Ή συνθηματική φράση, μέ τήν όποια χαρακτηριζόταν ή
διδασκαλία τοΰ Άρείου καί τών οπαδών του, ήταν ότι ό Υιός «ήν ποτέ ότε ούκ ήν»,
φράση πού κυκλοφορούσε άπό τούς χρόνους τοΰ Διονυσίου Ρώμης (259268) (βλ.
άπόσπασμα 2: PG 25, 461C).
Ή αιρετική διδασκαλία τοΰ
Άρεΐου συνιστά ριζική αναίρεση τής Εκκλησίας, εφόσον ό Υιός είναι γΓ αύτόν
κτίσμα καί όχι φύσει Θεός, καταδικάστηκε οριστικά στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο,
αλλά ποτέ δέν έπαυσε νά ταλαιπωρεί τήν Εκκλησία μέ τήν άναζωπύρησή της αμέσως
μετά τόν θάνατο τοΰ Άρείου καί τούς ποικίλους άπόη χούς της στούς
μεταγενέστερους αιώνες. Παράλληλα ό ’Άρειος έγινε καί πρόδρομος τοΰ Άπολιναρίου
μέ τήν άποψή του ότι στόν Χριστό τήν θέση τής ψυχής κατέχει ό θείος Λόγος.
ΒΙΟΣ
Ό "Αρειος γεννήθηκε
περί τό 260 ή λίγο νωρίτερα στην Λιβύη, άλλα σπούδασε στην ’Αλεξάνδρεια καί την
Αντιόχεια, όπου άκουσε τόν μάρτυρα Λουκιανό. Άπό τό 300 τουλάχιστον ζοϋσε στήν
’Αλεξάνδρεια. Προσχώρησε στό σχίσμα του Μελιτίου (περί τό 305), τόν όποίο
έγκατέλειψε γιά νά επανελθεί στήν Εκκλησία. Ό Πέτρος Αλεξάνδρειάς τόν δέχτηκε
καί μάλιστα πρίν τό 311 τόν χειροτόνησε διάκονο, θέση άπό τήν όποια μετά έβαζε
κατά τοΰ έπισκόπου του, μέ αποτέλεσμα νά έπανασυνδεθεΐ μέ τόν Μελί τιο. Ό
Άχιλλάς ’Αλεξάνδρειάς (τέλος 311άρχές 312) συγχώρησε, δέχτηκε καί χειροτόνησε
τόν "Αρειο πρεσβύτερο. Τοΰ άνέθεσε μάλιστα έργο διδακτικό καί έρμηνευτικό
(των Γραφών), τό όποίο άσκοΰσαν κατ’ εξοχήν οί όπωσδήποτε πεπαιδευμένοι
πρεσβύτεροι.
Ό διάδοχος τοΰ Άχιλλά
’Αλέξανδρος (313) τοποθέτησε τόν "Αρειο στό προάστιο τής ’Αλεξάνδρειας
Βαύκαλη, όπου άνέπτυξε σπουδαία δράση, κηρυκτική, έρμηνευτική καί όργανωτική
(συγκρότησε όμάδες παρθένων, δεδομένου ότι ό ίδιος είχε τάσεις έγκρατιτικές).
"Ετσι γρήγορα έγινε ό έπι φανέστερος πρεσβύτερος τής ’Αλεξάνδρειας μέχρι
τό 318 περίπου, όταν καταγγέλθηκε άπό τόν Κόλλουθο ώς κακόδοξος. Πρώτοι,
φαίνεται, άντέδρα σαν στήν διδασκαλία του μερικοί άπό τούς άκροατές του, οί όποίοι
τήν κοινολόγησαν ευρύτερα. "Αρχισαν οί έντονες συζητήσεις γιά τήν σχέση
τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, πού άπό τήν ένορία τής Βαυκάλεως έπεκτάθηκαν σέ όλη
σχεδόν τήν ’Αλεξάνδρεια. Ό "Αρειος άντιμετωπίστηκε πρώτα άπό τόν Κόλλουθο,
τόν Ίερακά καί άλλους κληρικούς. Ή άδυναμία συμφωνίας άνάγκασε τόν επίσκοπο
’Αλέξανδρο νά καλέσει ειδικές δημόσιες συνάξειςσυνόδους, όπου οί άντίφρονοΰντες
ύποστήριξαν τίς θέσεις τους. Μεταξύ 320 καί 322, καί άφοΰ τό θέμα είχε
ώριμάσει, ό ’Αλέξανδρος κάλε σε σύνοδο άπό 100 περίπου έπισκόπους, οί όποίοι
καταδίκασαν τό Αρειο, πού σέ λίγο κατέφυγε στήν Καισάρεια τής
Παλαιστίνης.
Μετά τήν καταδίκη του ό
"Αρειος όργάνωσε συστηματικά τήν διάδοση τής διδασκαλίας του καί τήν
συγκρότηση ομάδων όμοφρόνων, όχι μόνο στήν ’Αλεξάνδρεια άλλά καί στήν Καισάρεια
τής Παλαιστίνης, όπου έπι σκόπευε ό σοφός όμοϊδεάτης του Ευσέβιος, στήν Τύρο
καί τήν Νικομήδεια, πόλεις τίς όποιες έπισκέφτηκε προσωπικά. 'Η Νικομήδεια
μάλιστα, όπου έπισκόπευε ό ισχυρός στήν αύτοκρατορική αύλή Ευσέβιος, έγινε τό
κέντρο τής δραστηριότητας τοΰ ίδιου καί τών οπαδών του γενικά. "Εγραψε τό
ήμιρυθμικό έργο του Θάλεια, πού διέδωσε μεταξύ τών λαϊκών στρωμάτων, καί
άλληλογράφησε μέ πολλούς έπισκόπους, άρκετοί τών όποιων τάχτηκαν μέ τό μέρος
του, όπως έδειξαν δύο τοπικές άλλά
παράτυπες σύνοδοι στήν Νικομήδεια καί τήν Καισάρεια Παλαιστίνης. Τό 324 ό
"Οσιος Κορδούης έπιχείρήσε νά συμφιλιώσει τόν ’Αλέξανδρο μέ τόν
"Αρειο, φέρνοντας γιά τούς δύο πρωταγωνιστές γράμμα τοΰ Μ. Κωνσταντίνου.
ΓΗ διαφορά όμως, πού ήταν ούσιαστική καί όχι τυπική, όπως νόμιζαν στήν άρχή ό
Μ. Κωνσταντίνος καί ό Κορδούης, εξετάστηκε στήν σύνοδο ’Αντιόχειας (αρχές 325),
ή όποια καί καταδίκασε τόν "Αρειο καί τούς όπα δούς του. Τό ίδιο έγινε
στήν Α' Οϊκουμ. Σύνοδο, ή όποια συγκλήθηκε (Ιούνιος 325) κυρίως γιά τό θέμα του
άρειανισμοΰ. Ό Άρειος έξορίστηκε στην ’Ιλλυρία καί ή Εκκλησία φάνηκε νά
ειρηνεύει, αλλά γιά μικρό διάστημα.
Οί παρασκήνιακές
έπεμβάσεις τοΰ Ευσεβίου Νικομήδειας καί τοΰ Εύσε βίου Καισαρείας στόν Μ.
Κωνσταντίνο καί ή θεολογική άγνοια τοΰ αύτο κράτορα μετέβαλαν γρήγορα τήν
κατάσταση. Στό τέλος τοΰ 327 ό Άρειος ύπέγραψε μινιμαλιστική όμολογία πίστεως,
κείμενο πού θεολογικά άντι προσώπευε παλαιότερη έποχή καί δέν άνέφερε κάτι γιά
τήν ούσιαστική σχέση Πατέρα καί Υίοϋ. Βάσει αύτοΰ ό Μ. Κωνσταντίνος άπήτησε από
τόν ’Αλέξανδρο νά δεχτεί καί νά άποκαταστήσει τόν Άρειο. Αύτός δέν ύπέ κυψε.
Τήν τακτική του άκολούθησε φυσικά καί ό ’Αθανάσιος (άπό τό 328). Τό 333 ό
αύτοκράτορας διέταξε νά καοΰν τά έργα τοΰ Άρείου, ό όποίος όμως με τήν βοήθεια
των φίλων του πέτυχε νά καταδικαστεί τό 335 στήν σύνοδο τής Τύρου ό μέγας
πολέμιός του ’Αθανάσιος καί λίγο μετά νά άπο κατασταθεΐ ό ίδιος (ό
"Αρειος) άπό σύνοδο στά 'Ιεροσόλυμα. Τό ίδιο έτος ό Μ. Κωνσταντίνος είχε
συμφωνήσει καί γιά τήν πανηγυρική αποκατάσταση τοΰ Άρείου, άλλά ό θάνατος τοΰ
τελευταίου ακριβώς τήν παραμονή τής τελετής πρόλαβε τά γεγονότα.
ΕΡΓΑ
Ό "Αρειος δέν ύπήρξε
σπουδαίος συγγραφέας, άλλά πρός διάδοση των άπόψεών του έγραψε κείμενα
έπιστολικά, όμολογιακά καί ποιητικά, πού τά περισσότερα χάθηκαν. Διασώθηκαν
μόνο τά έξής:
Πρός Εύσέβιον Νικομήδειας
(επιστολή). Γράφηκε άμέσως μετά τήν καταδίκη του στήν ’Αλεξάνδρεια (περί τό
320;), γιά νά γνωστοποιήσει στόν Ευσέβιο τό γεγονός άλλά καί τίς ιδέες του. Ή
πρώτη σημαντική καί αυθεντική πηγή γιά τόν άρειανισμό.
"Εκθεσις πίστεως Άρείου
πρός ’Αλέξανδρον. Γράφηκε περί τό 320 (ή λίγο μετά) άπό τήν Νικομήδεια, γιά νά
έκθέσει καί ύποστηρίξει τίς θέσεις του.
Θάλεια. Συλλογή των
σημαντικότερων κειμένων τοΰ Άρείου, πού συχνά γράφονταν σέ δακτυλικό έξάμετρο
καί δέν φαίνεται νά έχουν σχέση μετρική όπως λέγεται μέ τούς στίχους τοΰ
Σωτάδη, γνωστοΰ γιά τά εύτρά πελα ποιήματά του, κατάλληλα γιά διασκεδάσεις.
Θάλεια ή Θαλία σημαίνει συμπόσιο καί περιλαμβάνει στίχους καί πεζά, γραμμένα
στήν Αλεξάνδρεια μετά τό 320 μέ σκοπό τήν εύχερέστερη διάδοση των άπόψεών του.
Έπρό κειτο γιά εύμνημόνευτες κατηχήσεις καί τραγούδια. 'Η συλλογή χάθηκε, εκτός
άπό τά τμήματά της πού διέσωσε ό Μ. Αθανάσιος στήν προσπάθεια του νά άναιρέσει
τό περιεχόμενό της.
'Ομολογία (έπιστολή)
Άρείου καί Εύζωίου πρός τόν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο. Γράφηκε πρός τό τέλος τού
327 γιά νά δώσει έρεισμα στόν αύτοκράτορα, πού είχε ήδη αποφασίσει τήν
αποκατάσταση τοΰ Αρείου. Στήν ομολογία σκόπιμα δέν περιλαμβάνονται οί κρίσιμοι
περί Χριστού οροί ούτε τοΰ Άρείου ούτε τοΰ ’Αλεξάνόρου Αλεξάνδρειάς καί τού
Συμβόλου τής Νίκαιας.
Αναφέρουμε ακόμα δύο
Επιστολές τού Μ. Κωνσταντίνου πρός τόν Ά ρειο καί τήν καταδικαστική Απόφαση τοΰ
ίδιου αύτοκράτορα γιά τόν Ά ρειο περί τό 333.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΖΑΡΒΟΥ
Μαθήτευσε στόν Λουκιανό, ήκμασε κατά τήν β' καί γ' δεκαετία τοΰ Δ' αί., ύπήρξε
ένας άπό τούς δασκάλους τοΰ Άετίου, έγινε επίσκοπος Άναζάρβου στήν Κιλικία καί
άναμίχτηκε δραστήρια στόν Αρειανισμό. Πρίν άπό τήν Σύνοδο τής Νίκαιας (325)
δέχτηκε άπό τούς πρώτους τίς άπόψεις τοΰ Άρείου, τίς όποιες μέ Γράμμα του πρός
τόν Αλέξανδρο Αλεξάνδρειάς προσπαθεί νά ύποστηρίξει. Απόσπασμα διέσωσε ό
Αθανάσιος (Περί τώνέν Άριμίνω καί Σελεύκεια συνόδων 17). ΒΕΠ 37, 107. Η. G.
Opitz, Athanasius Werke, III 1, σ. 18. Φιλοστόργιος, Έκκλ. ίστ. Γ' 15. Στήν
αποσπασματική συλλογή Sermones arianorum σώζονται τρία επιστολικά χωρία, πού ό
G. Bardy Αποδίδει στόν Αθανάσιο Άναζάρβου. G. Bardy, Recherches sur s. Lucien d’Antioche et son
ecole, Paris 1936, σσ. 206210. D. De Bruyne, Deux Iettres inconnues de
Theognius, Γ
ev8que arien de Nicee: ZNW 27 (1928) 110.
ΠΑΥΛΙΝΟΣ ΤΥΡΟΥ
’Έμμεσος
μαθητής τοΰ Λουκιανού, έγινε δραστήριος οπαδός τοΰ Άρείου πολύ πρίν άπό τήν
Σύνοδο τής Νίκαιας. Μετά τήν καθαίρεση τοΰ Εύσταθΐου Αντιόχειας τό 330,
τοποθετήθηκε άπό τούς φίλους του άρειανούς στόν θρόνο τής Αντιόχειας, αλλά
πέθανε τό 331. Σώζεται σύντομο Απόσπασμα Επιστολής του άπό τόν Μάρκελλο
Άγκύρας, πού εκτός άλλων τόν κατηγορεί ότι στηρίζεται στόν ’Ωριγένη.
30 ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΥΡΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (335)
Συγκροτήθηκαν καί οί δύο
μέ πρωτοβουλία των άρειανοφρόνων καί μέ διαταγή τοΰ Μ. Κωνσταντίνου. Ή πρώτη
γιά νά καταδικάσει μέ αναληθείς κατηγορίες τόν ’Αθανάσιο καί ή άλλη κυρίως γιά
νά άποκαταστήσει σέ κοινωνία έκκΛ,ησιαστική τόν ’Άρειο καί τούς επίσης καταδικασθέντες
οπαδούς του.
'Η σύνοδος τής Τύρου,
στήν όποια πρωτοστάτησαν οί καταδικασμένοι άρειανόφρονες Εύσέβιος Νικομήδειας
καί Θεόγνιος Νίκαιας καί στήν οποία ό έκπρόσωπος τοΰ Κωνσταντίνου επέβαλε στούς
ορθοδόξους τίς απόψεις των άρειανών, δέν συνέταξε κείμενο έπίσημο, διότι
ούσιαστικά διακόπηκε γιά νά συνεχίσει στά Ιεροσόλυμα, όπου έγιναν καί τά
εγκαίνια τοΰ μεγαλοπρεπούς ναοϋ τής Άναστάσεως. Έκει πληροφορήθηκαν οί
επίσκοποι ότι ό "Αρειος έπέδωσε έπιστολή (ομολογία), πού θεωρήθηκε ώς «ύ
γιής καί έκκλησιαστική» από τόν αύτοκράτορα. Τότε, λοιπόν, ή σύνοδος έστειλε
’Επιστολή πρός τήν Εκκλησία 'Αλεξανδρείας, Αίγύπτου, καί γενικά πρός τούς
έπισκόπους τής «οικουμένης», γιά νά έπιβάλει καί νά πληροφορήσει τήν έπαναφορά
τοΰ Άρείου στούς κόλπους τής Εκκλησίας (τό κείμενο είς ’Αθανασίου, Περί των έν
Άριμίνφ... 21, 27: Η. G. Opitz, Athanasius Werke, II 1, Berlin 19351941, σσ.
227228).
Μέ άφορμή τήν σύνοδο τής
Τύρου καί τό έργο της γράφηκαν οΐ έξής Επιστολές:
Τη σννόδφ τή κατά Τϋρον,
Κωνσταντίνου (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. Ιστορία Α' 29).
Τοϊς έπισκόποις τοϊς
συνελθοΰσιν έν Τύρφ, Κωνσταντίνου (Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία Β' 28, 212).
Φλαβίφ Διοννσίφ τφ κόμη
τι, έπίσκοποι Αίγύπτου (δύο έπιστολές).
άιονυσίφ τφ κόμητι,
’Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης.
Τοΐς περί Ευσέβιον,
Διονύσιος ό κόμης.
Θεογνίφ, Μάρι
καίΜακεδονίφ... τοΐς άπό Τύρου έλθοΰσίν έπισκόποις, πρεσβύτεροι καί διάκονοι
’Αλεξάνδρειας.
Τη άγίφ σννόδφ (Τύρου)
των μακαρίων έπισκόπων, πρεσβύτεροι καί διάκονοι Μαρεώτιδος.
Πρόν τόν Φιλάγριον
έπαρχον Αίγύπτου, πρεσβύτεροι καί διάκονοι Μα ρεώτιδος.
Τά παραπάνω έπιστολικά
κείμενα καταχωρίζει ό ’Αθανάσιος στό έργο του ’Απολογητικός Β' 7381. Η. G.
Opitz, μν. έργ., σσ. 152-161.
31. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (338)
'Όταν ό ’Αθανάσιος μετά
τόν θάνατο τού Μ. Κωνσταντίνου (337) έπέ στρεψε στήν ’Αλεξάνδρεια, οί περί τόν
Εύσέβιο Νικομήδειας έστειλαν (338) Αντιπροσωπεία στήν Ρώμη, μέ σκοπό νά πείσει
τόν έπΐσκοπό της ’Ιούλιο νά δεχτεί τήν κατά τοΰ Αθανασίου Απόφαση των συνόδων
Τύρου καί 'Ιεροσολύμων (335). Στήν κίνηση αύτή Αντέδρασε ό Άθανάσιοςμέ σύγκληση
στήν ’Αλεξάνδρεια, τό 338, συνόδου 80 περίπου έπισκόπων, οί όποίοι συνέταξαν
έπιστολή «Τοΐς άπανταχοϋ τής καθολικής Εκκλησίας έτησκό ποις». Στήν σύνταξη τού
μακροϋ αύτοϋ κειμένου πρωτοστάτησε Ασφαλώς ό ’Αθανάσιος. Παραλήπτης ήταν βέβαια
καί ό Ρώμης. Στηλιτευόταν στό κείμενο ή Απαράδεκτη διαδικασία τής Τύρου,
Ανατρέπονταν οί κατά τοΰ ’Αθανασίου κατηγορίες, προτεινόταν πρός λύση του όλου
θέματος ή σύγκληση νέας Αλλά κανονικής γενικής συνόδου καί δηλωνόταν ότι δέν
είναι δυνατό οϋτε κάν νά όνομαστεΐ σύνοδος ή σύναξη στήν Τύρο, διότι έκεΐ τόν
Απόλυτο λόγο είχαν κατά τυραννικό τρόπο κοσμικοί άρχοντες:
«Πώς δέ σύνοδον όνομάζειν
τολμώσιν, ής κόμης προύκάθητο και παρήν σπεκουλάτωρ καί κομενταρήσιος ήμας ( =
τούς έπισκόπους) είσήγεν άντί διακόνων τής έκκλησίας; Εκείνος (= ό κόμης)
έφθέγγετο καί οί παρόντες έσιώπων, μάλλον δέ ύπήκουον τω κόμητι καί τό κινούν
τούς δοκοΰντας έπισκόπους ύπό τής έκεΐνου βουλής έν εποδίζετο. Εκείνος
έκέλευεν, ήμέίς ύπό στρατιωτών ήγόμεθα· μάλλον δέ τών περί Εύσέβιον κελευόντων,
έκεΐνος ταΐς τούτων έξυπη ρετέίτο γνώμαις» (’Αθανασίου, 'Απολογητικός Β' 8, 3).
Τό κείμενο περιλήφτηκε
στόν ’Απολογητικό Β' 319 τοΰ ’Αθανασίου. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935/41, σσ. 89-101. ΒΕΠ 31, 51-65.
32. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 339 περίπου)
χρονικογράφος άπολογητής
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Εύσέβιος Καισαρείας τής
Παλαιστίνης υπήρξε μετά τόν Ωριγένη ό πολυγραφότερος χριστιανός μέχρι τό τέλος
του Δ' αί. Δια κρίθηκε γιά τήν πολυμέρεια τών γνώσεων του καί την ρηχότητα τής
σκέψεώς του. Μέ τό τεράστιο χρονογραφικοσυλλεκτικό του έργο προσέφερε 6σο
κανείς γιά τήν γνώση τής άρχαίας Έκκλησίας, ένώ μέ τίς θεολογικές καί
πολιτειακές του άντιλήψεις ένίσχυσε τόν αρειανισμό καί θεμελίωσε τόν
καισαροπαπισμό.
Ώς συγγραφέας είχε τό
άτύχημα νά ζήσει τήν πρώτη καί μέγιστη καμπή τής ιστορίας τής Έκκλησίας: τό
πέρασμα άπό τήν εποχή τών διωγμών στήν έποχή τής προστασίας τής Εκκλησίας τό
πέρασμα άπό τήν άπολογία τών χριστιανών συγγραφέων στήν θεολογία, πού
άπαιτοϋσαν οί τριαδολογικές συζητήσεις. Ή κυριαρχία καί στις δύο αύτές πραγματικότητες,
τήν παλαιά καί τήν νέα, ήταν έξαιρετικά δύσκολη. Πολύ περισσότερο διότι ό
Εύσέβιος διαμορφώθηκε πνευματικά πρίν άπό τό 313 (πριν τήν πρώτη έπίσημη
διακήρυξη τής άνεξι θρησκεΐας) καί διότι του έλειπε ή μεγάλη πνευματική δύναμη
πρός κατανόηση τής δλως νέας καταστάσεως πραγμάτων καί πνευμάτων, πού συνοδέυσε
τήν μονοκρατορία τοΰ Μ. Κωνσταντίνου.
Χρονογραφική άπολογητική
Άπό χαρακτήρα καί παιδεία
άσχολήθηκε μέ τήν άπολογία καί τήν φιλολογική έρευνα. Ή Απολογητική διάθεση
βρίσκεται πίσω άπό κάθε του έργο. Καί ό τρόπος πού πραγματώνει τά έργα του
είναι ή συλλογή καί παράθεση ίουδαιοχριστιανικών καί έθνικών κειμένων Αφ’ έ νός
καί ή έπισήμανση καί άναγραφή των παράλληλων βιβλικών χωρίων άφ’ έτέρου. Τά
ιστορικά καί έξηγητικά του έργα σκοπό έχουν: τά πρώτα, νά δείξουν πώς ή
παγκόσμια ιστορία έχει ένότητα καί πώς όδηγεΐ στήν άληθινή θρησκεία, δηλ. στόν
χριστιανισμό τά δεύτερα, νά δείξουν ότι ό χριστιανισμός δέν είναι θρησκεία νέα,
Αλ λά συνέχεια τής θρησκείας τοΰ ’Αβραάμ, καί ότι ή έρμηνεία τών βιβλικών καί μάλιστα
τών καινοδιαθηκικών κειμένων γίνεται μέ άλλα παράλληλα βιβλικά κείμενα, άρα δέν
υπάρχουν μεταξύ τους Ασυμ ιρωνίες, ούτε Ανεξήγητες έννοιες.
Ό χαρακτήρας τών
Ιστορικών έργων τού Ευσεβίου είναι τελικά χρονογραφικός καί Αρχειακός, Αφού
λείπει σ’ αύτά ή θεωρία καί ή έννοια τής ιστορίας, ένώ τών εξηγητικών είναι
κυρίως συλλεκτικός καί πολύ λίγο έρμηνευτικός. Φαίνεται ότι ό χριστιανός
Απολογητής μας, πού ήταν καί φιλόλογος, γιά τήν σύνταξή τους έργάστηκε
Ακούραστα στις βιβλιοθήκες καί τά Αρχεία τής Καισάρειας καί τών Ιεροσολύμων καί
συγκέντρωσε τεράστιο υλικό Ανεπανάληπτης Αξίας μέ τρόπο πού τό ίδιο τό υλικό νά
συνιστά έπιχείρημα ή Αποδεικτικό μέσο γι’ αύτό παραθέτει τό ύλικό του αυτούσιο.
Ή τακτική αυτή μειώνει τήν Ιστορικότητα τού έργου. ’Αποβαίνει όμως καί
πλεονέκτημα, διότι έτσι σώθηκε πολύ μεγάλος Αριθμός αύτούσιων κειμένων, Ακόμα
καί θύραθεν, πού Αλλιώς θά έμεναν άγνωστα.
Ή σύγχρονη έρευνα
έπισημαίνεί στό Απέραντο χρονογραφικοα πολογητικό έργο τού Εύσεβίου συχνές
παλινωδίες, Αντιφάσεις, Ασυνέπειες καί ήθελημένες ή Αθέλητες διαστροφές
ιστορικών γεγονότων. Αύτά όφείλονται στήν Απολογητικοοικοδομητική διάθεση τού
συγγραφέα, στήν έλλειψη κριτικού νού, στήν έλλειψη αύστηρής μεθόδου καί στήν
έντονη προσωποληψία του. Εντούτοις ή κριτική αύτή δέν μπορεί νά στερήσει στόν
Ευσέβιο τήν τιμή τού θεμελιωτή τής έκ κλησιαστικής Ιστορίας. Γιά τήν πληρέστερη
κατανόηση τής δομής τού χρονογραφικοΰ έργου του πρέπει νά σημειώσουμε Ακόμα ότι,
ιδιαίτερα γιά τήν Εκκλησιαστική Ιστορία του, έργάστηκε μέ πρότυπο τίς Διαδοχές
τής έλληνιστικής έποχής (’Αλεξάνδρεια, Πέργαμος), οί όποιες περιλάμβαναν
παρουσίαση τού προσώπου καί τοΰ έργου τών φιλοσόφων. Τό ΐδιο κάνει πολύ συχνά
καί ό Εύσέβιος γιά τούς έπιφανεΐς προπαντός έκκλησιαστικούς συγγραφείς, τών
όποιων τά συγγράμματα συνδέει μέ τίς αίτιες πού τά προκάλεσαν. Έτσι άθε λά του
ό Εύσέβιος έγινε καί ό θεμελιωτής τής Πατρολογίας, πολύ πρίν Από τόν Ιερώνυμο,
πού τό 393 έγραψε τό πρώτο πατρολογικό έργο De viris illustribus.
Ίστορικογραμματική
έξήγηση ένός ώριγενιστή
Παράλληλα πρός τις χρονσγραφικές
μελέτες ό Εύσέβιος Ασχολήθηκε μέ τά βιβλικά κείμενα. ’Αρχικά έργάστηκε στό
άντιγραφικό έργαστήριο τοϋ Παμφίλου, άλλά έκτάθηκε γιά την ΚΑ σέ φιλολο
γικοαναθεωρητικό έργο, πού έγκειται κυρίως σέ συγκέντρωση σχετικών παραδόσεων,
διαφορετικών γραφών κι έρμηνεία χωρίων μέ άλλα παράλληλα χωρία, χωρίς νά δίνει
λύση σέ προβλήματα γνησιότητας βιβλίων, όπως τοϋ Ποιμένα τοΰ Έρμα. Πάντως σέ
κάποιο μικρό βαθμό συνέβαλε στήν διαφύλαξη τού βιβλικού κειμένου. Στά σω ζόμενα
έρμηνευτικά του έργα έφάρμοσε κυρίως ίστορικογραμματική μέθοδο. Διαπιστώνει
ένίοτε συμβολικό χαρακτήρα σέ όνόματα καί πράγματα τής ΠΑ καί Ακολουθεί σχεδόν
Αποκλειστικά τήν Αντιο χειανή μέθοδο, Αλλά δέν παύει νά είναι ό θερμότερος
όπαδός τοΰ Αλληγοριστή ’Ωριγένη. "Αλλωστε ή έρμηνευτική του έξαντλειται
συχνά στήν έπισήμανση καί παράθεση παράλληλων χωρίων, ένώ χρησιμοποιεί καί
Αποκαλυπτικό ύλικό, όπως δείχνουν Αποσπάσματα έρμηνείας χωρίων τοϋ Εύαγγελίου
τοϋ Λουκά.
Ό Υιός «μέσος»: οΰτε
κυρίως Θεός ούτε σύνηθες κτίσμα
Ό Εύσέβιος Αναμείχτηκε
έντονα στήν συγκλονιστική κρίση τοϋ Αρειανισμού. Τό πνεύμα του όμως ήταν
προσκολλημένο στήν γενική Απολογητική πρός ’Ιουδαίους καί έθνικούς, στήν
Αρχειακή έρευνα καί στήν προβληματική πού δημιούργησαν κατά τόν Γ' αί. ό
Σαβέλλιος καί ό Παϋλος Σαμοσατέας. Σέ συζητήσεις πού ήταν πέρα τοΰ θέματος τής
Αρχαιότητας τοϋ χριστιανισμού, τής ένότητας τοΰ Θεού καί τής καταφάσεως τής
Τριάδας, δέν μπορούσε νά συμ βάλει φαίνεται μάλιστα ότι καί τίς υποτιμούσε. Γι’
αυτό, όταν περί τό 330 διαπίστωσε ότι ό Μάρκελλος Άγκύρας προσέβαλε τήν Τριάδα,
έσπευσε νά γράψει καί μάλιστα πρώτος
έναντίον του, χα ρακτηρΐζοντάς τον σαβελλιανιστή. ’Αντίθετα, όταν ό
"Αρειος Από τό 318 περίπου μίλησε κακόδοξα γιά τήν σχέση τοϋ Υίοΰ πρός τόν
Πατέρα, δέν μπόρεσε νά θεολογήσει στό θέμα, άλλά υποστήριξε Αμέσως τόν
"Αρειο. Καί μολονότι διακήρυττε πιστότητα στήν Παράδοση τής ’Εκκλησίας καί
ήταν πράγματι θαυμαστής τοϋ ’Ωριγένη καί τοΰ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς, δέν
Ακολούθησε τόν πρώτο, πού είχε σαφώς διδάξει τήν αιωνιότητα (Αιδιότητα) τοΰ
Λόγου, οΰτε τόν δεύτερο, πού έμμεσα είχε χαρακτηρίσει τόν Υιό όμοούσιο πρός τόν
Πατέρα. Στήν Αρχή χαρακτήριζε τόν Υίό «τέλειον κτίσμα» καί μετά «γέννημα», τό όποίο
είναι θεός μόνο ώς «είκών τής πατρικής θε ότητος» καί τό όποίο δέν είναι
«άναρχον» καί «Αίδιον». Άναγκα αμένος νά έξηγήσει τί τελικά είναι ό Υιός σέ
σχέση πρός τόν Θεό Πατέρα καί πρός τά κτΐσματα, μπόρεσε μόνο νά πει, άκολουθών
τας την πλατωνική μεταφυσική, ότι είναι μέσος Θεού καί άνθρώπων, συνδετικός
κρίκος του ύπερβατικοΰ καί τοϋ κοσμικού, δηλαδή ού τε τό ένα, άφοΰ δέν έχει τήν
ουσία του Θεοϋ, ούτε τό άλλο, άφοΰ δέν είναι όπως τά λογικά κτίσματα
(Εκκλησιαστική θεολογία A' 2 12. Β' 6 23. Κατά Μαρκέλλον A' 1). Συνεπής πρός
τήν όντολογία καί τήν θεολογία του αύτή, κατανοεί τόν Χριστό περισσότερο σάν
διδάσκαλο, τελειωτή του έργου πού άρχισε μέ τόν ’Αβραάμ καί τόν Μω υσή, από
τούς όποίους δανείστηκαν τά όρθά στοιχεία οί «θεοφιλείς» "Ελληνες καί
άλλοι σοφοί. "Ενεκα τούτου συχνά
μάλιστα στίς πα λαιότερες εποχές διασώζονται ψήγματα τής πρώτης άποκαλύψε ως,
παράλληλα πρός φιλοσοφήματα καί είδωλολατρικές θρησκείες, πού άρνήθηκαν τά όρθά
στοιχεία.
Ό Ευσέβιος, έφόσον σαφώς
άρνήθηκε τήν άιδιότητα καί όχι μόνο τήν όμοουσιότητα του ΥίοΟ, έμεινε θεολογικά
αυστηρός όπαδός τού Άρείου καί δέν υπήρξε δντως μετριοπαθής, όπως
υποστηρίζεται. Κατόρθωνε ·όμως νά συσκοτίζει κάπως τήν άκραΐα θέση του, άλλοτε
μέ άπεραντολογία, άλλοτε ύπογράφοντας όρθόδοξο Σύμβολο (τής Νίκαιας) καί άλλοτε
υπονοώντας ότι δέν είναι άπαραίτητος δρος γιά τήν ένότητα τής Εκκλησίας ή
όμοφωνία στό θέμα σχέσεως Πατέρα καί Υιού, άρα ύποτιμώντας τήν θεολογική
σημασία τής διαφοράς στό θέμα τούτο. Εργάστηκε παρασκηνιακά γιά τήν έξουθένωση
τών πρωτεργατών τής Νίκαιας, όπως τού ’Αντιόχειας Εύσταθίου καί τού Μ.
’Αθανασίου, τούς όποίους κατηγορούσε κυρίως όχι γιά δογματικές παρεκτροπές.
Ή διαμόρφωση τον
καισαροπαπισμού
Ό Ευσέβιος υπήρξε ό
πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ό όποίος άποτίμησε τό μέγα γεγονός, ότι ό
πανίσχυρος ρωμαίος αύτοκράτο ρας άπό διώκτης γίνεται προστάτης τών χριστιανών.
Ή ευφορία καί ό ένθουσιασμός γιά τό φαινόμενο αυτό τόν όδήγησαν σέ μία ύπεραι
σιόδοξη καί άφελή θεώρηση τής αποστολής του Μ. Κωνσταντίνου καί τής σημασίας
τής μονοκρατορίας του, τήν όποια έβλεπε σχεδόν ώς πραγμάτωση τής βασιλείας τού
Θεού στόν κόσμο. Ξεκινώντας άπό τήν γνώριμη στούς προγενέστερους άπολογητές
αισιοδοξία καί άπό τό γεγονός ότι ό ρωμαίος μονοκράτορας είναι χριστιανός»
πίστευε ότι μπορούσε νά γίνει άπόλυτα χριστιανική πολιτεία τό Ιδιο τό ρωμαϊκό
κράτος. Οί δύο άνδρες είχαν τήν πρώτη έπαφή τους στήν Σύνοδο τής Νίκαιας (325),
όπου ό Εύσέβιος, μολονότι έμφανίστηκε υπόδικος, κέρδισε μέ τήν παιδεία καί τήν
ευελιξία του τήν εύνοια τοϋ Κωνσταντίνου. Καί οί δύο έδιναν μικρή σημασία στις
θεολογι κές διαφορές καί άπόλυτη σημασία γενικά στήν ένότητα καί ειδικά στήν
ένότητα τής Εκκλησίας μέσα στήν ένότητα τοϋ κράτους. "Ας σημειωθεί έδώ ή
γνωστή άπό τόν Ποσειδώνιο άποψη, ότι μέ τήν θέληση τοϋ Θεοϋ ή Ρώμη άποτελει
κέντρο ένότητας τοϋ κόσμου. Ό Ευσέβιος θεμελίωσε θεολογικά τήν εύεξήγητη
διάθεση τοϋ Κωνσταντίνου νά κυριαρχεί καί στήν Εκκλησία: παρουσίασε τόν αύτοκρά
τορα όργανο τής θείας πρόνοιας, άπεσταλμένο νά πραγματώσει τήν ένότητα τοϋ
κόσμου, δέκτη προσωπικής άποκαλύψεως καί πρότυπο άνθρώπου στήν γή. Τήν βασιλεία
του τήν θεώρησε εικόνα τής παν τοκρατορίας τοϋ Θεοϋ έπομένως ή έξουσΐα του
καλύπτει καί τήν Εκκλησία, τήν όποια δφειλε καί δικαιούταν νά έποπτεύει, νά έπι
σκοπει. "Ολ’ αύτά είχαν ένα πολύ πρακτικό κίνητρο καί ύπηρετοϋ σαν 6χι
μόνο τόν Κωνσταντίνο αλλά καί τίς θεολογικές έπιδιώξεις των άρειανοφρόνων. Άφοΰ
δηλαδή ό αύτοκράτορας ήταν άρχηγός καί τής Εκκλησίας, ήταν καί ύπεράνω των
συνόδων της. Μπορούσε, λοιπόν, αυτός μόνος, νά καλέσει νέα μεγάλη σύνοδο, πού
θ’ ακύρωνε τίς άποφάσεις τής Νίκαιας καί θά έπικύρωνε σύμβολο άρειανικό. Ό
Ευσέβιος δροϋσε τώρα ώς εκπρόσωπος τοϋ άρειανι σμοϋ, τοϋ όποίου ή τακτική, τότε
καί μετά, όδηγοΰσε στόν καισαροπαπισμό, πού άναμφίβολα διαμόρφωσε ό Εύσέβιος.
Έάν παράλληλα δέν άντιδροϋσε ό Μ. ’Αθανάσιος καί μετά δέν αγωνίζονταν οι
καππαδόκες Πατέρες, ή Εκκλησία θά είχε μετατραπεΐ, μέ τήν βοήθεια τοϋ Ευσεβίου
καί των άρειανοφρόνων, σέ υπηρετικό όργανο τοϋ χριστιανού αύτοκράτορα καί σέ
ήθικοϊδεολογικό θρήσκευμα.
Ή παρουσία τοϋ Ευσεβίου
στούς κόλπους τής Εκκλησίας υπήρξε θετική καί άρνητική. Προσέφερε άνεκτίμητες
υπηρεσίες γιά τήν γνώση τής ιστορίας της καί τήν διαφύλαξη τής Γραφής της, άλλά
τής δημιούργησε τεράστια προβλήματα μέ τήν κακοδοξΐα του καί τήν διαμόρφωση τοϋ
καισαροπαπισμού. Πάντως ή Εκκλησία λησμόνησε τίς άρνητικές του πλευρές,
διατήρησε στήν μνήμη της μέ εύγνωμοσύνη τόν πληθωρικό χρονογράφο ώς πρώτον
ιστορικό της, άλλά δέν τόν τίμησε ώς άγιο.
ΒΙΟΣ
Πηγές τοϋ βίου καί τής
δράσεως τοϋ Εύσεβίου είναι κυρίως οϊ λίγες αναφορές τοϋ Μ. ’Αθανασίου, τοϋ
Ιερωνύμου, των Ιστορικών Σωκράτη, Σω ζομενοϋ καί Θεοδωρήτου καί μερικά σημεία
έργων τοϋ ίδιου τοϋ Εύσεβίου. Γεννήθηκε, λοιπόν, μάλλον μεταξύ 250 καί 265 στήν
περιοχή τής Παλαιστίνης από άσημους γονείς, άγνωστο άν χριστιανούς ή Εβραίους.
Πολύ νέος στήν Καισαρεία μπήκε στον κύκλο τού πλούσιου κριτικού τής Βίβλου
Παμφίλου, ό όποίος τόν βοήθησε ύλικά καί πνευματικά τόσο, ώστε ό Ευσέβιος νά
αύτοονομαστεΐ «ό τού Παμφίλου». Εκτός άπό τόν ώριγενιστή Πάμφιλο άκουσε καί τόν
έρμηνευτή Δωρόθεο στήν Άντιό^ια. Απέκτησε πλατιά μόρφωση καί γρήγορα έγινε
συνεργάτης τού Παμφίλου στήν προσπάθεια νά συνεχίσει τό έργο τού Ωριγένη πρός
κάθαρση των βιβλικών κειμένων. Παράλληλα οί βιβλιοθήκες τής Καισάρειας καί των
Ιεροσολύμων κίνησαν τό ένδιαφέρον του γιά συλλογή χρονογραφικοϋ ιστορικού
ύλικού. Τίς έμπειρίες του πλούτισε ταξιδεύοντας, μετά τό 303, δηλ. μετά τήν
έναρξη τού μεγάλου διωγμού τού Διοκλητιανοΰ καί τού Γαλέριου, στήν Τύρο, τήν
Θηβαΐδα καί τήν Αλεξάνδρεια.
Τό 307 φυλακίστηκε μέ τόν
Πάμφιλο, άλλα, ένώ ό τελευταίος βασανίστηκε καί άποκεφαλίστηκε τό 309, ό
Ευσέβιος αποφυλακίστηκε, έξαγορά ζοντας τήν ζωή του μέ κάποιο αντάλλαγμα. Τό
γεγονός δημιούργησε τήν υποψία στούς όρθοδόξους ότι θυσίασε στά είδωλα γιά νά
σωθεί, ένώ οί ά ρειανόφρονες φίλοι του δέν έδειξαν νά δίνουν σημασία στό
γεγονός. Καί ό ίδιος δέν έδωσε κάποια εξήγηση. Στήν διάρκεια τής φυλακίσεως
συνεργάστηκε μέ τόν Πάμφιλο γιά τήν σύνταξη τής χαμένης ’Απολογίας χάριν τού
Ωριγένη.
Χειροτονήθηκε στήν
Καισάρεια πρεσβύτερος καί περί τό 315 έπίσκοπος τής πόλεως. "Οταν
έκδηλώθηκε ή κακοδοξία τού Άρείου, περί τό 318/320, ό Εύσέβιος βρέθηκε στό
πλευρό του, ώς ώριγενιστής καί Απολογητής, πού δέν έδινε σημασία στό είδος αύτό
τών συζητήσεων. Παρά τόν Αρειανισμό του προσπάθησε νά γεφυρώσει τεχνητά τό
χάσμα μεταξύ Άρείου καί Εκκλησίας, ύποστηρίζοντας πάντα τόν Άρειο, τόν όποίο
δέχτηκε στήν έπι σκοπή του μετά τήν καταδίκη του στήν Αλεξάνδρεια (περί τό
322). Μέ γράμμα του πίεσε τόν ’Αλέξανδρο ’Αλεξάνδρειάς νά δεχτεί τόν
"Αρειο, τόν όποίο φρόντισε νά Αθωώσει σύνοδος στήν Καισάρεια (324;). Γιά
τήν δράση του αύτή καί διότι άρνήθηκε νά ύπογράψει όρθόδοξο σύμβολο στήν σύνοδο
’Αντιόχειας (Αρχές τού 325), καταδικάστηκε σέ άκοινωνησία, Αλλά τό θέμα του
παραπέμφθηκε στήν μεγάλη σύνοδο τού Μαΐου τού ίδιου έτους, δηλαδή στήνΆ'
Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας. Έκεΐ παρουσιάστηκε υπόδικος, Αλλά γιά νά
άποφύγει όριστική καταδίκη ύπέβαλε ώς προσωπική όμολογία πίστεως τό βαπτιστήριο
σύμβολο τής Καισαρείας, στό όποίο δέν ύπήρχε ό δρος «όμοούσιος». Μέ κάποια
έπέμβαση τού Μ. Κωνσταντίνου ό Εύσέβιος άποκαταστάθηκε, παρακάθησε στήν Σύνοδο,
χωρίς νά παίξει κάποιο ρόλο, καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της μέ τόν δρο
«όμοούσιος», χάριν τής θέσεώς του καί τής εύνοιας τού αύτοκράτορα, ό όποίος
Αρχισε νά τόν έκτιμά, γιά τίς πολλές του γνώσεις καί τήν εύελιξία του. Τήν
εύνοια αύτή διατήρησε μέχρι τό τέλος τής ζωής τού αύτοκράτορα, τόν όποίο καί
πολυτρόπως έπηρέασε υπέρ τού Άρείου καί κατά τού Μ. Αθανασίου.
Αμέσως μετά τήν Σύνοδο
τής Νίκαιας Αγωνίστηκε κατά ιών στυλοβα τών της. Βρίσκεται πίσω άπό τήν
καταδίκη τού Άσκληπά Γάζας, τού Εύ σταθίου Αντιόχειας (330) καί τού Μ.
Αθανασίου (Τύρος 335). Άπό τούς φίλους του προτάθηκε νά διαδεχτεί τόν Εύστάθιο,
Αλλά άρνήθηκε, διότι τό μεταθετό Απαγορεύτηκε Από τήν Σύνοδο τής Νίκαιας, διότι
δέν ήθελε νά βρεθεί στόν χώρο πού διασταυρώνονταν τά πυρά των άντιπάλων καί
διότι προτιμούσε νά δρά λίγο πολύ στά παρασκήνια. Νωρίτερα πέτυχε τήν
συγκατάθεση τού Κωνσταντίνου νά συγκληθεΐ σύνοδος (334), γιά νά δικάσει τόν
’Αθανάσιο. ‘Η σύνοδος τελικά έγινε στήν Τύρο τό 335. Έκεΐ διατυπώθηκε ή
κατηγορία ότι ό Εύσέβιος κατά τόν διωγμό μέ κάποιο Αντάλλαγμα μπόρεσε (χωρίς νά
πάθει τό παραμικρό) νά έλευθερωθεΐ άπό τήν φυλακή. Ό ’Αθανάσιος καταδικάστηκε
καί οί συνοδικοί, άφοΰ παρέστησαν στά έγκαί νια τού ναού τής Άναστάσεως στά
'Ιεροσόλυμα, όπου ό Εύσέβιος έκφώ νησε τόν πανηγυρικό, έστειλαν άντιπροσωπεΐα
στήν Κωνσταντινούπολη (άπό τόν Εύσέβιο Νικομήδειας, τόν Εύσέβιο Καισαρείας καί
τέσσερες ά κόμα έπισκόπους), γιά νά ένημερώσει τόν αύτοκράτορα καί νά παραστεΐ
στις λαμπρές έορτές γιά τήν τριακονταετή βασιλική έξουσία τού Κωνσταντίνου.
Τότε ό Εύσέβιος έκφώνησε τόν μακροσκελή του τριακονταετηρικόν έγκωμιαστικό
λόγο.
Λίγο μετά τήν σύνοδο τής
Τύρου πέτυχε τήν καταδίκη τού Μαρκέλλου Άγκυρας ώς σαβελλιανιστή. Μετά τόν
θάνατο τού Μ. Κωνσταντίνου (Μάιος 337) ό Εύσέβιος έζησε δύο περίπου χρόνια.
Πότε ακριβώς καί πού πέθανε είναι άγνωστο.
ΕΡΓΑ
Ό Εύσέβιος μάς άφησε
γιγαντιαίο συγγραφικό έργο, πού τόν άναδεικνύ ει τόν πολυμαθέστερο, μεταξύ
έθνικών καί χριστιανών, άνθρωπο τής έπο χής του, δρυχεΐο γνώσεων καί
πληροφοριών. Τά έργα του, χρονογραφικο απολογητικά, φιλολογικοεξηγητικά,
πολεμικά, έγκωμιαστικά καί έπιστο λές, ύπογραμμίζουν τίς Απέραντες Ιστορικές,
φιλοσοφικές, βιβλικές, γεωγραφικές κ.ά. γνώσεις του. Ή βασική του μέθοδος είναι
ή παράθεση κειμένων, χριστιανικών καί θύραθεν, χωρίς νά έπιμένει πολύ στήν
συγκρότηση προσωπικής έπιχειρηματολογίας ή στήν Αφομοίωση τού πηγαίου Ολικού σέ
δικό του πλαίσιο σκέψεως. Πολλές φορές τό ίδιο ύλικό καί μέ διάφορη έκτίμηση τό
παραθέτει σέ μεταγενέστερα έργα του. Ό λόγος του, Ιδιαίτερα στά έγκωμιαστικά
έργα, είναι ρητορικός, Αλλά χωρίς μέτρο ή εύαι σθησία καί συχνά πολύ στρυφνός.
Ό μεγάλος Αριθμός τών
έργων του σώθηκε στό πρωτότυπο ή σέ λατινικές, συριακές, άρμενικές κ.ά.
μεταφράσεις. Ό 'Ιερώνυμος (De virisill. 81), ό Φώτιος (Μυριόβιβλος 9), ό Ebed
Jesu (γιά δσα μεταφράστηκαν στήν συ ριακή: Assemani, Biblioth. Orient. Ill 1,
18 έξ.) καί ό Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (Έκκλησ. Ιστορία Ζ' 37) δίνουν ό
καθένας δικό του κατάλογο έργων, πού συμπληρώνεται άπό τίς Αναφορές τού ίδιου
τού Εύσεβίου καί άλλων σύγχρονών του συγγραφέων. Ή χρονολόγηση γιά μερικά άπό
τά έργα του δέν είναι ασφαλής.
Χρονικοί κανόνες καί έπιτομή
παντοδαπής Ιστορίας 'Ελλήνων τε καί βαρβάρων. Γράφηκε τό 303, αλλά συμπληρώθηκε
το 311 καί τό 325. Παρέθετε είσαγωγικώς τά χρονολογικά συστήματα τών
μεσογειακών κ.ά. λαών (Χαλ δαίων, ’Ασσυριών, Περσών, Αιγυπτίων, 'Εβραίων,
Ελλήνων, Ρωμαίων) κι έδινε συγχρονιστικούς χρονολογικούς πίνακες τών
σπουδαιότερων γεγονότων τών λαών αυτών, αρχίζοντας από τόν ’Αβραάμ.
Χρησιμοποίησε δουλικά παλαιότερο υλικό (καί άποσπάσματα). ’Από τό πρωτότυπο
κείμενο έχουμε μόνο άποσπάσματα σε μεταγενέστερους Ιστορικούς, οί όποίοι όμως
μέ συμπληρώσεις καί διορθώσεις τό νόθευσαν. Τό ίδιο Ισχύει καί γιά τήν σωζόμενη
μετάφραση τοϋ 'Ιερωνύμου. Ή συριακή (καί λιγότερο ή άρ μενική) μετάφραση
βοηθάει στην αποκατάσταση τοΰ άρχικοΰ κειμένου. Πραγματικός σκοπός είναι νά
δειχτεί ή αρχαιότητα τοΰ χριστιανισμού μέσω τοΰ ιουδαϊσμού έναντι τών άλλων
λαώνθρησκειών.
’Απολογία υπέρ Ώριγένους.
Γράφηκε μεταξύ 308 καί 309 άπό τόν Πάμ φιλο μέ τήν συνεργασία τοΰ Ευσεβίου,
στήν φυλακή, καί περιλαμβάνει πέντε βιβλία. Αμέσως μετά τό μαρτύριο τοΰ
Παμφίλου (309) ό Ευσέβιος συνέταξε μόνος καί έκτο βιβλίο. ’Από τό έργο, πού
ήταν μάλλον απάντηση στόν άντιωριγενίσμό τοΰ Μεθοδίου Όλύμπου καί άλλων,
σώζεται μόνο τό πρώτο βιβλίο σέ λατινική μετάφραση τού Ρουφίνου. Μεταφράστηκε
καί στήν συριακή.
'Η τοϋ καθόλου στοιχειώδης
εισαγωγή Περί τοΰ Χριστού προφητικαί
έκλογαί. Γράφηκε περί τό 310 καί είναι συρραφή αποσπασμάτων τής ΠΔ, στά όποια
κυρίως αναγγέλλεται ή έλευση τοΰ Κυρίου. Τό έργο, γραμμένο μέ τόν πρώτο τίτλο
σέ 10 βιβλία, σώθηκε μερικώς (τά βιβλία 69) ώς Περί τοΰ Χριστού προφητικοί
έκλογαί. Πιθανότατα ή Εκκλησιαστική προπα ρασκενή καί ή Εκκλησιαστική
άπόδειξις, πού μόνος ό Φώτιος μνημονεύει (Μνριόβιβλον II καί 12), νά
ταυτίζονται μέ τό παρόν έργο.
Κατά Ίεροκλέους (ό πλήρης
τίτλος: «Πρός τά τού Φιλοστράτου εις Ά πολλώνιον διά τήν Ίεροκλεΐ παραληφθεΐσαν
αύτοϋ τε καί τον Χρίστον σύγ κρισιν»). 'Όπως άλλοτε ό Κέλσος έγραψε τόν ’Αληθή
λόγον κατά τών χριστιανών, έτσι τώρα ό Ιεροκλής, δικαστής τών χριστιανών άπό τό
303 στήν Βιθυνία, έγραψε τόν Φιλαλήθη, στόν όποίο εκτός άλλων έκανε σύγκριση
τοϋ Χριστού καί τοϋ Απολλώνιου Τυανέα. Κατά μίμηση τοΰ ’Ωριγένη ό Ευσέβιος
άνασκεύασε τις άπόψεις τοΰ 'Ιεροκλή. Ή μορφή τοΰ κειμένου είναι ώραία, αλλά ή
φιλοσοφική του έπιχειρηματολογία άδύνατη καί άσυ νεπής. Φαίνεται νά είναι άπό
τά πρώτα έργα τοϋ Εύσεβίου, άλλά κάποιες ένδείξεις οδηγούν στήν άποψη ότι τό
έργο γράφηκε ή τουλάχιστο κύκλο φόρησε κατά τό 311 ή λίγο μετά, δηλαδή όχι σε
περίοδο διωγμού.
'Εκκλησιαστική ιστορία.
Περιλαμβάνει 10 βιβλία. ’ Αρχισε νά γράφεται τό 312 καί γνώρισε τουλάχιστον
τρεις άναθεωρήσεις καί συμπληρώσεις. Τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν μέχρι τό
313, οπότε καί ή πρώτη αναθεώρηση, τήν οποία άκολούθησε άλλη τό 316 καί αυτήν
άλλη τό 324. Στό 10ο βιβλίο καταχωρίζει «διατάξεις» καί «έπιστολές» τοΰ Μ.
Κωνσταντίνου, πού είναι νόθες ή αμφίβολης γνησιότητας. Τό έργο αρχίζει με τήν
ίδρυση τής Εκκλησίας (γενεαλογία Κυρίου) καί κλείνει στό έτος 324. Τό πρόβλημα
τής συντάξεως του έργου είναι πολύπλοκο καί έξηγεϊ τίς ασυνέπειες καί τίς
παλινωδίες τού συντάκτη. Υποστηρίχτηκε άκόμα ότι τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν
πρίν τό 303, κάτι πού δέν είναι απίθανο. Σκοπός τού έργου είναι νά δείξει τό
δυναμικό καί θειο γίγνεσθαι τής Εκκλησίας, ή οποία φθάνει από τίς άντιξοότητες
στόν θρίαμβο. Τό έργο ούτε αυστηρά μεθοδικό είναι ούτε καθαρά ιστορικό. Ό
Ευσέβιος χρησιμοποιεί καί παραθέτει άφθονο πηγαίο ύλικό καί φθάνει στόν σκοπό
του μέ τήν παράθεση τών ά ποστολικών διαδοχών (άπαρίθμηση επισκόπων μεγάλων
έκκλησιαστικών κέντρων), τήν παρουσίαση τών εκκλησιαστικών συγγραφέων (μέ
αναφορά τών έργων πού έγραψαν πρός οικοδομή τών πιστών καί πρός αντιμετώπιση
τών αιρέσεων), τήν άναγραφή σπουδαίων γεγονότων συχνά μέ πολλή
υποκειμενικότητα, τήν ιστόρηση τών διωγμών καί τήν θριαμβευτική παρουσίαση τής
Εκκλησίας ώς νικήτριας τοΰ Σατανά διά τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, κατεξοχήν οργάνου
του Θεού. Γιά τό ύλικό καί τίς πληροφορίες του τό έργο είχε καί θά έχει
τεράστια σημασία, όσα πολλά καί άν είναι τά μειο νεκτήματά του. Σ’ αυτό κυρίως
όφείλει τήν φήμη του ό Εύσέβιος.
Περί τών έν Παλαιστίνη
μαρτυρησάντων. Γράφηκε μετά τόν θάνατο τοΰ Μαξιμίνου (313) καί περιλήφτηκε στήν
Εκκλησιαστική ιστορία περί τό 316. Διηγείται μαρτύρια, τά όποια παρακολούθησε ή
γιά τά όποια ακούσε. Τό κείμενο (ή σύντομη μορφή) ξαναγράφηκε περί τό 324 σε
εκτενή μορφή, πού σώθηκε αποσπασματικά καί σε συριακή μετάφραση.
’Αρχαίων μαρτυρίων
συναγωγή καί Μαρτύριον δέκα Αιγυπτίων. Γράφηκε μάλλον την ΐδια εποχή (313) καί
συνιστά άπλή συναγωγή κειμένων γιά παλαιότερα μαρτύρια. Σώζονται μόνο
άποσπάσματα. Σχετικά σώζονται ά κόμη άποσπάσματα τοΰ «Μαρτυρίου» των δέκα
Αιγυπτίων χριστιανών.
Εύαγγελική προπαρασκευή.
"Αρχισε νά γράφεται περί τό 313 καί άποτε λεΐται άπό 15 βιβλία. Γιά νά
δείξει ότι οχ χριστιανοί δέν έχουν άλογη πίστη καί διδασκαλία καί ότι ορθά
στράφηκαν άπό τήν έθνική στήν ιουδαϊκή σοφία, παραθέτεισυρράφει μεγάλον άριθμό
άποσπασμάτων εθνικών συγγραφέων (πού τούς δείχνει ν’ αντιφάσκουν καί νά
μυθολογούν άφελώς), συγ κρίνοντάς τους πρός τούς παλαιοδιαθηκικούς συγγράφεις.
Δείχνει τήν ά νωτερότητα καί άρχαιότητα των δευτέρων έναντι τών πρώτων καί
ισχυρίζεται ότι οί πρώτοι δανείστηκαν άπό τούς δεύτερους, ιδέα γνωστή άπό τόν
’Ιουστίνο καί τούς λοιπούς άπολογητές. Ή σημασία τού έργου βρίσκεται μόνο στήν
συλλογή καί κάποτε διάσωση τών άποσπασμάτων. Σώζεται καί σύνοψη τού έργου,
όφειλόμενη ίσως στόν ίδιο τόν Εύσέβιο.
Εύαγγελική άπόδειξις.
Γράφηκε τήν ίδια έποχή καί άποτελεΐ συνέχεια τοΰ προηγούμενου. ’Από τά 20
βιβλία του σώθηκαν τά πρώτα 10 καί άποσπάσματα τοΰ 15ου. Πρόκειται γιά συρραφή
κειμένων τής Π Α καί τού Ίωσή που, μέ τά όποια θέλει νά δείξει ότι οί χριστιανοί
καί όχι οί Ιουδαίοι κατανοούν καί διασώζουν τό άληθίνό πνεύμα τής ΠΑ, αυτοί
μόνο διακρίνουν τά ύπεριστορικά άπό τά πρόσκαιρα (μωσαϊκός νόμος) στοιχεία της
καί αύ τοί είναι οί πνευματικοί κληρονόμοι τών πατριαρχών.
Περί διαφωνίας
Ευαγγελίων. Γράφηκε περί τό 312/313 καί περιέχει δύο μέρη: α) «Εις τήν
γενεαλογίαν του Σωτήρος» (πρός Στέφανον) καί β) «Εις τήν άνάστασιν τον Σωτήρος»
(πρός Μαρίνον). Σώζονται μόνο άποσπάσματα καί έπιτομή του άπό τόν ίδιο τόν
Εύσέβιο.
Περί τών τοπικών ονομάτων
(’Ονομαστικόν). Γράφηκε περί τό 312/313. Είδος λεξικού δνομάτων τής ΠΑ (=0') σέ
σειρά Αλφαβητική καί κατά βιβλίο. Διατυπώθηκε καί ή άποψη ότι γράφηκε πολύ
ένωρίς, περί τό 300.
Κανόνες δέκα τών ιερών
Ευαγγελίων. Είναι συνοπτικοί πίνακες (είδος con cordancia) τών παράλληλων ή
διαφορετικών χωρίων τών τεσσάρων Ευαγγελίων, κάτι πού πρώτος επιχείρησε περί τό
200 ό Άλεξανδρέας Άμμώνιος, αλλά μέ βάση μόνο τό Εύαγγ. του Ματθαίου
(«"Αρμονία τών Εύαγγελίων»). Οί βασικές στήλες τώρα είναι δέκα καί δίπλα
τους τά παράλληλα χωρία. Τό έργο άρχισε ό Εύσέβιος, άφοΰ διήρεσε τά ευαγγελικά
κείμενα σε μικρά τμήματα, τά όποια καί αρίθμησε. Οί στήλες είναι: 1)
ΜατθαΐοςΜάρκος ΛουκάςΤωάννης, 2) ΜατθαΐοςΜάρκοςΛουκάς, 3) ΜατθαΐοςΛουκάς
Ίωάννης, 4) ΜατθαΐοςΊωάννης, 5) ΜατθαΐοςΛουκάς, 6) Ματθαΐος Μάρκος, 7)
ΜατθαΐοςΊωάννης, 8) ΛουκάςΜάρκος, 9) ΛουκάςΤωάννης, 10) τά ίδιάζοντα κάθε
ευαγγελιστή. Τούς κανόνες συνοδεύει Επιστολή πρός Κυπριανόν. Ανάλογους Κανόνες
συνέταξε ίσως γιά τίς Πράξεις καί τίς ’Επιστολές τού Παύλου.
Υπόμνημα πρός
"Ησαΐαν. Γράφηκε μετά τό 316. Τό σωζόμενο κείμενο, στό όποίο γίνεται χρήση
τής ίστορικογραμματικής καί τής άλληγορικής μεθόδου, έχει ώς πηγή τό άνάλογο
έργο τού Ωριγένη, άλλά δέν τού λείπει καί πρωτοτυπία. ’Αποσπάσματα στόν κώδικα
Laur. plut. Χ14 άνήκουν ίσως στήν Έκκλ. ιστορία.
Πρός “Αλέξανδρον
’Αλεξάνδρειάς (έπιστολή). Περί τό 322 γιά τό ζήτημα τού Άρείου. Σώζονται
αποσπάσματα, στά όποια ό Υιός ονομάζεται «τέλειον κτίσμα».
Πρός Εύφρατίωνα
(έπιστολή). Κατά τήν ίδια έποχή. 'Αποσπάσματα.
Περί τής θεοφανείας.
Γράφηκε άπό τό 324 καί μετά, είναι έκλαϊκευμένη απολογητική έκθεση γιά τό έργο
τού θείου Λόγου πρίν άπό τήν ενανθρώπησή του καί σέ μέγα μέρος άποτελεΐ
επανάληψη τών έργων Εύαγγελική προ παρασκευή καί Εύαγγελική άπόδειξις. Σώζονται
17 άποσπάσματα τού πρωτοτύπου καί ολόκληρο σέ πιστή συριακή μετάφραση.
Πρός τούς τής παροικίας
αύτοΰ (έπιστολή στους Καισαρεΐς). Λίγο μετά την Σύνοδο τής Νίκαιας (Ιούνιος
325). Δικαιολογεί τήν στάση του στην Σύνοδο καί τήν άποδοχή τού όρου
«όμοούσιος».
Ερμηνεία εις τούς
Ψαλμούς. Συντάχτηκε μεταξύ 325 καί 326 καί είναι τό εκτενέστερο ερμηνευτικό του
έργο. Σώζεται υπόμνημα στούς Ψαλμούς 37' 5195, 3' 49· 118. Καί άπό σειρές
σώζονται σχόλια στούς 95, 3150, όπως καί πολλά αποσπάσματα.
Περί τής τοϋ Πάσχα
εορτής
Τό έστειλε περί τό 334/5 στόν Μ. Κωνσταντίνο, άπό τόν όποίο πήρε γι’
αυτό επαινετική έπιστολή. Εξηγούσε τήν σημασία τής έορτής γιά τούς 'Εβραίους
καί τούς χριστιανούς. Σώθηκε απόσπασμα.
Κατά Μαρκέλλου Άγκύρας
(βιβλία δύο). Γράφηκε μετά τήν συνοδική καταδίκη (335) τού Μαρκέλλου Άγκύρας.
Σταχυολογεΐ χωρία τού Μαρκέλλου, γιά νά τόν δείξει μοχθηρό (στήν πολεμική
εκείνου κατά τοϋ ’Αστεριού, τοϋ Ευσεβίου Νικομήδειας, τοϋ ’Ωριγένη κ.ά.) καί
σαβελλιανίστή.
Εκκλησιαστική θεολογία
(βιβλία τρία). Γράφηκε λίγο μετά τό προηγούμενο, γιά νά δικαιολογήσει
θεωρητικότερα τήν καταδίκη τοϋ Μαρκέλλου. Οί θέσεις του εδώ είναι σαφώς
άρειανικές.
Πρός Κωνσταντίαν
(έπιστολή). Γράφηκε στά τελευταία χρόνια τής ζωής του πρός τήν άδελφή τοϋ Μ.
Κωνσταντίνου Κωνσταντία, γιά νά τήν πείσει ότι ή εικόνα τοϋ Χρίστου (καί κάθε
εικόνα) πού ζητούσε είναι έκφραση εί δωλολατρικοΰ πνεύματος. OThuemmel την
τοποθετεί στό έτος 313. ’Αποσπάσματα.
Τριακονταετηρικός εις
Κωνσταντίνον τόν βασιλέα καί Βασιλικόν σύγγραμμα. Δύο διαφορετικά έργα πού
ενώθηκαν μάλλον τυχαία στήν χειρόγραφη παράδοση. Τό πρώτο (κεφ. 110) έπαινεΐ
ακατάσχετα τόν Μ. Κωνσταντίνο καί έχει τήν μορφή εγκωμιαστικού λόγου, πού
εκφωνήθηκε μέ τήν εύκαι ρία των τριάντα χρόνων τής βασιλικής του εξουσίας, τό
335 ή τό 336. Στό δεύτερο (κεφ. 1118) απευθύνεται πάλι στό ϊδιο πρόσωπο καί
άποτελεΐ εκλαϊκευμένη εισαγωγή στόν χριστιανισμό καί περίληψη μέρους τού έργου
του «Περί θεοφανείας».
Εις τόν βίον τού
Κωνσταντίνου βασιλέως (βιβλία τέσσερα) καί Λόγος τώ τών αγίων συλλόγω. Τό έργο
δείχνει νά έχει γραφεί μετά τόν θάνατο τού Μ. Κωνσταντίνου, πρός τό τέλος τού
337. Χωρίς νά είναι βιογραφία, περιέχει όσα σημεία τής ζωής τού Μ. Κωνσταντίνου
μπορούσαν νά γίνουν αφορμή γιά ένα εγκωμιαστικό παραλήρημα, ενώ συγχρόνως
δίνεται μεγάλη σειρά επίσημων καί μή εγγράφων (γνήσιων;) τού αύτοκράτορα. Τά
ιστορικά σφάλματα καί οι ανακολουθίες οδήγησαν πολλούς ερευνητές στήν άρνηση
τής γνησιότητας τού έργου. Θεωρούμε όμως πολύ πιθανό, ένα μέρος τού έργου νά
εκφωνήθηκε ή νά γράφηκε ώς εγκώμιο από τόν Ευσέβιο καί μάλιστα πρίν άπό τόν
θάνατο τού Κωνσταντίνου. Μετά τόν θάνατο τού τελευταίου νεώτεροι εμπλούτισαν τό
έργο κατά τό δοκούν κι έτσι έχουμε τήν σημερινή προβληματική του μορφή. Καί ό
«Λόγος τώ τών άγιων συλλόγφ», ομιλία δηλαδή πρός τούς έπισκόπους τού Μ.
Κωνσταντίνου, πού συνεκδίδεται μέ τόν «Βίο» καί είναι είδος απολογίας τού
χριστιανισμού στό πνεύμα τών απολογητών τού Β' καί Τ' αΐ., είναι νομίζουμε κατά
τόν πυρήνα του κειμέ νο πού συνέταξε ό Ευσέβιος γιά λογαριασμό τού Μ.
Κωνσταντίνου καί πού κατόπιν εμπλουτίστηκε μέ νέα καί αυτό στοιχεία.
Σχόλια στήν Π καί ΚΔ.
Μακρά σειρά σχολίων σέ «Σειρές» προσγράφον ται στόν Ευσέβιο, χωρίς όμως νά
είναι πάντοτε βέβαιη καί ή γνησιότητά τους. Τέτοια σχόλια σώζονται στήν
’Οκτάτευχο, τόν Ίώβ, τόν Ιερεμία (καί τούς Θρήνους), τόν Δανιήλ, τόν Ιεζεκιήλ,
τις Παροιμίες, στό \4σμα ασμάτων, στόν Ματθαίο, τόν Μάρκο, τόν Λουκά, τόν
Ιωάννη, στίς Πράξεις, σέ Επιστολές τού Παύλου καί στίς καθολικές Επιστολές. PG
24, 7678 καί 525606. CPG II 3469.
Άπολεσθέντα. Υπόμνημα εις
τήν Α' Κορινθίους. "Ελεγχος καί άπολο για (κατά εθνικών). Περί τής των
παλαιών άνδρών πολυγαμίας τε καί πο λυπαιδίας. Περί έκπληρώσεως τών προφητειών
(επεξεργασία του, φαίνεται, αποτελεί τό τέταρτο βιβλίο τής «Θεοφανείας»).
Δευτέρα Θεοφάνεια (σώζονται μερικά της αποσπάσματα πού είναι απλές παραφράσεις
ευαγγελικών χωρίων. Βλ. έκδ. έργου «Θεοφάνεια»), Βίος τοϋ Παμφίλου (μεταξύ 309
καί 311). Κατά Πορφυρίου. (Γράφηκε πρίν τό 329, σέ 25 βιβλία, γιά νά άντι
κρούσει τό έργο τού νεοπλατωνικού Πορφυρίου «Κατά χριστιανών» πού καί αυτό
χάθηκε. Είναι πολύ περίεργο τό γεγονός ότι ό Ευσέβιος δέν τό μνημονεύει ρητά
πουθενά, ένώ εξ άλλου χρησιμοποιεί χρονολογικά του στοιχεία καί καταλόγους
βασιλέων). Περί τής άνομβρίας. Λόγος είκοσαετηρικός (στόν Μ. Κωνσταντίνο).
’Αμφιβαλλόμενα καί Νόθα.
Περί τής τού βιβλίου τών προφητών όνομα σίας. Μέ στοιχεία γιά τήν δράση τών
προφητών: PG 22, 12611272. ΒΕΠ 28, 303- 308.
Περί τοϋ άστέρος τών
μάγων (τούς όποίους οδήγησε στήν φάτνη). Σώζεται στήν συριακή, αποδίδεται στόν
Ευσέβιο, άλλά πολύ πιθανό νά γράφηκε απευθείας στήν συριακή: W. Wright, Eus. of
Caesarea on the Star: Journal of Sacred Literature (4η σειρά) 9 (1866) 117-136
καί 10 (1867) 150-164.
Περί μέτρων καί σταθμών
(απόσπασμα). Τό έργο γράφηκε μετά τόν Ε' αί. από άγνωστο συγγραφέα, πού είχε
ύπόψη του τό ομώνυμο έργο τού Έ πιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου. CPG 11- 3506.
33. ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΑΓΓΡΑΣ
(περίπου 340/2)
Μία συνοδική Επιστολή καί
20 Κανόνες μ’ έναν Επίλογο αποτελούν τά κείμεναάποφάσεις τής συνόδου τής
Γάγγρας (Παφλαγονία). Ό χρόνος συγ κλήσεώς της συζητήθηκε πολύ. Φαίνεται όμως
ότι δέν απέχουμε τής αλήθειας, δν τήν τοποθετήσουμε περί τό 340/342. Τήν
Επιστολή ύπογράφουν 14 έπίσκοποι, πού δηλώνουν ότι συνήλθαν «διά τινας
έκκλησιαστικάς χρείας» καί πρός αντιμετώπιση προβλημάτων, πού δημιούργησε ή
δράση τού μετέπειτα επισκόπου (λίγο πριν τό 357) Σεβαστείας Εύσταθίου, πού έ
νίσχυσε μάλλον ύποφώσκουσες τάσεις. Οί τάσεις αύτές ήταν γενικά έγκρα τιτικές
μέ αναγωγή τής παρθενίας καί τής έγκράτειας σέ αυτοσκοπό καί μέ καλλιέργεια
αισθήματος ύπεροχής έναντι των λοιπών χριστιανών καί δή των εγγάμων. ’Ακόμα
έκδηλωνόταν περιφρόνηση πρός τήν παραδοσιακή λειτουργική ζωή, τούς έπισκόπους,
τούς κοινούς ναούς, τήν τιμή των μαρτύρων καί τήν παραδοσιακή ήθική. Στοιχεία
των τάσεων τούτων, πού προϋποθέτουν οί κανόνες ή δηλώνονται στήν Επιστολή,
άπαντοΰν καί σέ μεσσαλιανικούς κύκλους, όπως αύτοί διαμορφώθηκαν λίγο Αργότερα
μεταξύ Εύφράτη, ’Αρμενίας καί Μικρασίας. Επομένως ό Εύστάθιος, ιδρύοντας
μοναστικές ομάδες στήν περιοχή άρχικά τής Μικρής ’Αρμενίας, έξέφραζε μερικές
από τίς παραπάνω τάσεις αλλά μάλλον όχι όλες τίς τάσεις αύτές. Καί ή σύνοδος,
μέ αφορμή έναν επώνυμο έκφραστή τους, τόν Εύστάθιο, αντιμετώπισε τό σύνολο των
παρεκκλίσεων, πού έμφάνισε στά πρώτα του βήματα ό άσκητικόςμοναστικός βίος στίς
περιοχές ’Αρμενίας,
Πόντου καί Μικρασίας.
Παρατηρούμε ότι τό
Απλοϊκό κανονιστικό κείμενο (κανόνες) τής Γάγ γρας προϋποθέτει θαυμαστή
πνευματική ισορροπία μεταξύ ασκητικού καί κοινωνικού βίου, παρθενίας καί γάμου,
μοναχισμού καί λειτουργικής ζωής. Ή λειτουργική ζωή καί ή παράδοση γενικά εΐναι
άπαραΐτητα, ένώ ή άσκηση καί ή παρθενία συνιστοΰν μόνο τό μέσο καί όχι
αυτοσκοπό, κάτι πού οδηγεί στήν ύπεροψία όσους έγκρατεύονται.
Συγκεκριμένα ή σύνοδος
Αναθεματίζει: όσους περιφρονοϋν («βδελύσσον ται») τόν γάμο, όσους νομίζουν ότι
οί έγγαμοι δέν θά σωθούν, όσους δέν κοινωνοΰν από τήν Θ. Εύχαριστία πού τελεί
έγγαμος πρεσβύτερος, όσους παρθενεύουν άπό περιφρόνηση πρός τόν γάμο καί όσους
γιά τόν ίδιο λόγο εγκαταλείπουν συζύγους ή τέκνα ή γονείς, προφασιζόμενοι
συγχρόνως άσκηση κι έγκράτεια (καν. 1,4,9,10,14,15,16). Καταδικάζει όσους
καταδικάζουν τήν κρεοφαγία, όσους παρά τούς κανόνες νηστεύουν τήν Κυριακή καί
όσους δέν τηρούν τίς κανονικές νηστείες τής Εκκλησίας (2,18,19). Εξαιρετικά
έπικίνδυνη γιά τήν Εκκλησία ήταν ή αποστασιοποίηση μερικών καί δή ασκητών μοναχών άπό τήν οργανωμένη Εκκλησία. Γι’ αυτό
ή σύνοδος αναθεματίζει όσους τελούν λειτουργικές συνάξεις έξω άπό τούς ναούς,
άπό περιφρόνηση πρός τούς κανονικούς ναούς καί πρός τήν τιμή τών μαρτύρων
(5,6,20), καί όσους ενεργούν στήν Εκκλησία χωρίς τήν γνώμη τού επισκόπου
(7,8,11). Ή τελευταία προβληματική Αναστάτωσε τήν Εκκλησία στούς πρώτους
μεταποστολικούς χρόνους καί τήν Αντιμετώπισε θε ολογικά πρώτος ό Θεοφόρος
Ιγνάτιος (+ 107117). 'Η σύνοδος άναφέρεται άκόμη στήν ύπερτίμηση τής σημασίας
τών ενδυμάτων τών μοναχών (12) καί στήν κακή συνήθεια τών γυναικών νά φορούν Ανδρικά
ενδύματα (13) ή νά ξυρίζουν τήν κόμη τους γιά λόγους δήθεν άσκήσεως (17). Τέλος
ό κανόνας 3 Αναθεματίζει τούς παράγοντες έκείνους τού μοναχισμού, πού συ
νιστοΰν σέ δούλους νά εγκαταλείπουν, χάριν τού μοναχισμού, τούς κυρίους τους
καί νά μήν έξασφαλίζουν τήν συναίνεσή τους γι’ αύτό.
34. ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ (341)
Α. 'Η συνοδική
δραστηριότητα τών άρειανοφρόνων είχε πάντα διπλό σκοπό: τήν καταδίκη τού
’Αθανασίου καί τών πιστών στό Σύμβολο της Νίκαιας πρώτον καί τήν αποκατάσταση
τοϋ ’Αρείου καί των οπαδών του δεύτερον. Άπέφευγαν όμως μέχρι τό 337,
φοβούμενοι τόν Μ. Κωνσταντίνο, νά εργαστούν ευθέως γιά τήν ανατροπή τής
Νίκαιας. Ή άνατροπή αύτή γινόταν ακόμη δυσκολότερη γιά τούς έξης λόγους: Οί
ορθόδοξοι θεολόγοι καί δή ό ’Αθανάσιος είχαν εξαρθρώσει τήν απλοϊκή, άλλωστε,
άρειανική θεολογία, ή οποία μέχρι τήν δεκαετία τοϋ 360 δέν βρήκε ικανούς
θεολόγους νά τήν ανανεώσουν δύο από τούς τρεις γιούς καί διαδόχους τού Μ.
Κωνσταντίνου, ό Κωνσταντίνος Β' ( + 340) καί ό Κώνστας Α' ( + 350) στήν Δύση,
έδειχναν σεβασμό στήν Νίκαια κι εκτίμηση στόν Αθανάσιο, όπως άκρι βώς συνέβαινε
καί μέ τήν ’Εκκλησία τής Ρώμης ειδικά καί τής Δύσεως γενικά. ’Εάν κανείς
προσθέσει σ’ αυτά τήν έσωτερική άνάγκη καί τών ίδιων τών άρειανοφρόνων νά
αύτοπροσδιοριστοϋν θεολογικά, μετά από τόσες έμ φανεΐς καί αφανείς μετανικαϊκές
διεργασίες, κατανοεί πώς καί γιατί τό 341 αρχίζει νέα συνοδική έποχή, κύριο
χαρακτηριστικό τής οποίας είναι ή σύνταξη συμβόλων πίστεως. "Ολα όμως τά
σύμβολα αύτά θά βρίσκονται σέ άναφορά πρός τό Σύμβολο τής Νίκαιας, άποφεύγοντας
τελείως ή έρμηνεύ οντας κατά βούληση τόν Αποφασιστικό του όρο «όμοούσιον».
Ή σύνοδος ’Αντιόχειας
πραγματοποιήθηκε στίς 6 ’Ιανουάριου τοϋ 341 (όχι τό καλοκαίρι τοϋ ίδιου έτους,
όπως λέγεται συνήθως) μέ αφορμή τά εγκαίνια μεγάλης Βασιλικής, πού είχε
θεμελιώσει ό Μ. Κωνσταντίνος. Είχαν κληθεί επίσκοποι άπ’ όλα τά μέρη τοϋ
ανατολικού κράτους καί παρέστησαν περί τούς 97 καί ό ίδιος ό αύτοκράτορας
Κωνστάντιος, πού τότε βρισκόταν στήν Αντιόχεια καί υποστήριζε μέ κάθε τρόπο
τούς άρειανούς. Προήδρευσε μάλλον ό ’Αντιόχειας Πλακέντιος (334341), αλλά ό
Εύσέβιος Νικομήδειας καί οί περί αύτόν ήταν οί κατευθύνοντες. Οί τελευταίοι,
λοιπόν, γιά τούς λόγους πού άναφέραμε προηγουμένως καί μέ τήν πίεση τών όλίγων
ορθοδόξων στήν σύνοδο, όπως τοϋ Διανίου Καισαρείας τής Καππαδοκίας, προχώρησαν
στήν σύνταξη τεσσάρων διαδοχικών ομολογιών πίστεως, τίς όποιες ονομάζουμε
γενικά σύμβολα. Ή διαδικασία αύτή είχε διάρκεια μηνών. Κύριο μέλημα τών
συντακτών ήταν όχι μόνο νά πείσουν ότι δέν είναι άρειανοί, όπως τούς κατηγορούσαν,
αλλά καί νά παρακάμ ψουν τό Σύμβολο τής Νίκαιας.
Ποια διαδικασία οδήγησε
στά τέσσερα σύμβολα δέν γνωρίζουμε ακριβώς. Όποιαδήποτε όμως καί άν ήταν αύτή,
μαρτυρεί τήν Αμφιταλάντευση, τήν αβεβαιότητα καί τήν ασυμφωνία τών συνοδικών.
Φαίνεται ότι τό δεύτερο σύμβολο, πού άνοιγε τήν οδό πρός τόν όμοιουσιανισμό,
είχε αποδοχή εύρύτερη στήν σύνοδο.
Πρώτο σύμβολο.
(H σειρά
τους, σύμφωνα μέ τόν ’Αθανάσιο, πού παραθέτει καί τά τέσσερα σύμβολα).
Πρόκειται μάλλον γιά μέρος τής Επιστολής τής συνόδου πρός τόν Ρώμης ’Ιούλιο,
τόν όποίο ήθελε νά πείσει ότι τά μέλη της δέν είναι οπαδοί τοϋ ’Αρείου. Τό
κείμενο είναι σύντομο καί περιλαμβάνει έμμεση κατάφαση τής άιδιότητας τοϋ Υίοϋ,
διότι τόν χαρακτηρίζει «συναντά τω γεγεννηκότι αύτόν Πατρί», καί τής
αιωνιότητας τής βασιλείας του (κατά τοϋ Μαρκέλλου Άγκύρας, πού έθετε τέλος στήν
βασιλεία τοϋ Χριστού).
Δεύτερο σύμβολο.
Στήν
’Αντιόχεια ό Διάνιος Καισαρείας τής Καππαδοκίας έφθασε συνοδευόμενος από τόν
ικανό διαλεκτικό καί πρώην ακραίο άρειανόφρονα Άστέριο τόν Σοφιστή (+ 341/2).
Αύτός, λοιπόν, σέ άποσπά σματά του έχει διατυπώσεις ανάλογες μέ μερικές τοϋ
δευτέρου συμβόλου, γεγονός πού οδηγεί στην άποψη ότι αύτός είναι άπό τούς
κύριους συντάκτες τού συμβόλου τούτου. Συγχρόνως παλαιό παράδοση συνδέει τό
σύμβολο τούτο μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό, γιά τόν όποίο πάντως δέν γνωρίζουμε
άρκετά. Τό παρόν σύμβολο προϋποθέτει ήμιαρειανισμό καί Αντισαβελλια νισμό μέ
άντιμαρκελλιανισμό. Τά Αποφασιστικά του στοιχεία είναι ότι ό μολογεΐ τόν Υίό
«στρεπτόν τε καί άναλλοίωτον, τής θεότητος ούσΐας τε καί βουλής... τού Πατρός
άπαράλλακτον εικόνα», ότι Αναγνωρίζει διακεκριμένες τρεις ύποστάσεις («τή μέν
ύποστάσει τρία, τή δέ συμφωνία έν») καί ότι Αποκλείει τήν χρονικότητα στην
γέννηση τού Υιού. Γιά πρώτη φορά στούς κόλπους των Αρειανοφρόνων γίνεται δεκτή
ή σχέση ούσίας τοϋ Υιού πρός τόν Πατέρα καί μπορούμε νά μιλήσουμε γιά πρώιμους
όμοιου σιανούς, οί όποίοι βέβαια προέρχονταν άπό άρειανικούς κύκλους, όπως π.χ.
ό Γεώργιος Λαοδικεΐας.
Τρίτο σύμβολο
. Πρόκειται
γιά προσωπική ομολογία πίστεως, πού ύπέ βαλε ό Τυάνων (Καππαδοκίας) Θεοφρόνιος
πρός τήν σύνοδο, τά μέλη τής όποιας τήν προσυπέγραψαν. Διατηρείται ό
άντιμαρκελλιανισμός καί απουσιάζουν οί κατά τού Ακραίου Αρειανισμού διατυπώσεις
τοϋ προηγούμενου συμβόλου.
Τέταρτο σύμβολο. Μάλλον
όχι όλοι οί συνοδικοί, Αλλά μερικοί πού έμειναν μήνες μετά τήν έναρξη τής
συνόδου (ώς είδος επιτροπής;) συνέταξαν νέο σύμβολο, τό όποίο άπέστειλαν στόν
βασιλέα Κώνστα στά Τρέβιρα («εις τάς Γαλλίας») μέ τούς έπισκόπους Νάρκισσο,
Μάρι, Θεόδωρο καί Μάρκο. Είναι περίεργο ότι τώρα οί επίσκοποι άλλαξαν γνώμη.
Κατασκεύασαν άλλο σύμβολο, πού δέν έχει τούς κρίσιμους θετικούς όρους τοϋ
δευτέρου καί μάλιστα έπιμένει στήν μία ύπόσταση Πατέρα καί Υιού, ενώ συγχρόνως,
γιά νά ικανοποιήσει τούς δυτικούς, καταδικάζει όσους έλεγαν ότι ό Υιός «...ήν ποτέ
ότε ούκ ήν».
Επιστολή τής συνόδου των
Εγκαινίων πρός τόν Ιούλιο Ρώμης καί τούς δυτικούς χάθηκε, αλλά μνημονεύεται
στήν Απάντηση ’Επιστολή τού ’Ιουλίου.
Β. Τήν άνοιξη τοϋ 341 καί
αφού ή σύνοδος των Εγκαινίων (341) στήν ’Αντιόχεια είχε στείλει Επιστολή στόν
’Ιούλιο Ρώμης, συγκροτήθηκε στήν Ρώμη σύνοδος 50 περίπου έπισκόπων τής Ιταλίας
καί όρθόδοξων άνατο λικών, πού ήσαν έκεΐ εξόριστοι, μεταξύ των όποιων
βρίσκονταν ό ’Αθανάσιος, ό Μάρκελλος Άγκύρας καί άλλοι. 'Ο ’Ιούλιος, ώς
εκπρόσωπος τής συνόδου, υπογράφει Επιστολήν Λιανίω καί Φλακίλλφ, Ναρκίσσω, Εύσε
βίφ... καί τοΐς άπό ’Αντιόχειας γράψασιν ήμιν... ’Εδώ μνημονεύονται καί άλλες
έπιστολές των ανατολικών πρός τόν ’Ιούλιο καί τοΰ Ιουλίου πρός τούς
Ανατολικούς, oi όποίοι καί μέ τό τελευταίο τους γράμμα ζητούσαν άπό τούς
δυτικούς ν’ Αναγνωρίσουν την καταδίκη τοΰ ’Αθανασίου, τού Μαρ κέλλου Άγκύρας
καί δσων είχαν έκθρονιστεΐ άπό συνόδους άρειανοφρό νων. Ό ’Ιούλιος τόνιζε τόν
σεβασμό στην Σύνοδο τής Νίκαιας, στην καταδίκη τοΰ Άρείου ώς αίρετικοΰ, στην
αθωότητα τών ’Αθανασίου καί Μαρκέλλου καί στην Ανάγκη συγκλήσεως γενικής καί
νόμιμης συνόδου, πού θά έκρινε πρόσωπα καί πράγματα έκ νέου καί αντικειμενικά.
Καί μολονότι ύπέγραφε μόνος τήν Επιστολή, διευκρίνιζε, πρός άρση παρεξηγήσεων,
ότι αυτά συνιστοΰν γνώμη όλων τών δυτικών («ει καί μόνος έπιστέλλω, αλλά πάντων
γνώμην είναι ταύτην γινώσκετε»). Γι’ αύτό καί παρατηρεί ότι oi Ανατολικοί «έδει
γραφήναι πάσιν ήμιν, ϊνα οΰτω παρά πάντων όρισθή τό δίκαιον... ’Ή Αγνοείτε ( =
οί Ανατολικοί) ότι τοΰτο έθος ήν, πρότερον γράφεσθαι ήμιν καί οΰτως ένθεν
όρίζεσθαι τά δίκαια»; Ή φράση «πρότερον γράφεσθαι ήμιν» προϋποθέτει γενικά τούς
δυτικούς, διότι, όταν ό ’Ιούλιος θέλει νά μιλήσει γιά τό πρόσωπό του,
χρησιμοποιεί τόν ένικό ά ριθμό ( = «μόνος Αποστέλλω»). Οί δυτικοί έπρεπε νά
γνωρίζουν «πρότερον», πρίν Αποφασίσουν γιά θέματα γενικά οί ανατολικοί, ώστε
«παρά πάντων» νά όρίζονται «τά δίκαια». Τό κείμενο Αποτελεί έξαιρετικό δείγμα
πιστότητας στήν συνοδικότητα καί τονίζει τήν ανάγκη συνεννοήσεως μεταξύ
’Ανατολής καί Δύσεως.
35. ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ (341-2)
Πρώτος
θεωρητικός τοΰ αρειανισμού
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Άστέριος γεννήθηκε στήν
Καππαδοκία, μάλλον άπό εθνικούς ή καί ’Ιουδαίους γονείς, στό β' ήμισυ τοΰ Γ'
αί. ’Απέκτησε πλούσια φιλοσοφική παιδεία, δίδαξε ρητορική καί άσκησε τό
επάγγελμα τοΰ συνηγόρου. Ό συροπαλαιστινός χώρος, στόν όποίο σπούδασε καί
έδρασε, άσκησε βαθιά έπίδραση στήν πνευματική του πορεία. ’Έτσι τό
ίουδαιοραββινικό κλίμα τοΰ προσέφερε πολλές έννοιες, μορφές, παραστάσεις καί
εικόνες, ένώ ό χριστιανισμός τόν κέρδισε στους κόλπους του όριστικά. Τό
έπάγγελμά του ό Άστ. άσκησε καί μετά την μεταστροφή του, πού ίσως οφείλεται
στόν μάρτυρα Λουκιανό (+ 312), τόν όποίο ακούσε στην ’Αντιόχεια καί του όποίου
τής διδασκαλίας έγινε φορέας.
Στόν διωγμό τοϋ
Μαξιμιανοϋ (303/4) συνελήφθη, αλλά θυσίασε στά είδωλα καί άφέθηκε ελεύθερος. Τό
γεγονός αυτό τόν άπέκλεισε άπό τίς τάξεις του κλήρου, άλλά δεν τόν εμπόδισε νά
άναμιχτεΐ στίς θε ολογικές συζητήσεις καί μάλιστα νά γίνει ό θεωρητικός τοϋ
αρειανισμού, τόν όποίο υπεράσπισε ώς περιοδεύων λαϊκός διδάσκαλος μεταξύ
Καππαδοκίας καί Αλεξάνδρειάς καί δή στήν Συρία (μέ κέντρο τήν ’Αντιόχεια) καί
τήν Παλαιστίνη.
Ενωρίς οί άρειανόφρονες
είδαν στόν Άστ. τόν πρώτο σχεδόν λόγιο, πού θά μπορούσε νά στηρίξει θεολογικά
τίς απόψεις τους. Γι’ αύτό τοϋ ζήτησαν νά γράψει καί νά τούς βοηθήσει μέ
έπιχειρήματα. Ό Άστ. άνταποκρίθηκε μέ τό συνοπτικό έργο του «Συνταγμάτων», πού
είναι καί τό πρώτο θεωρητικοθεολογικό έργο τοϋ άρειανισμοϋ, γραμμένο ίσως πρίν
τό 325.
Θεμέλιο τής διδασκαλίας
του είναι ότι ό Υιός «έκτίσθη» καί δέν έχει σχέση μέ τήν φύση τοϋ Θεοϋ Πατέρα.
Διευρύνει όμως τήν άρεια νική αύτή άποψη καί τής προσφέρει νέα επιχειρήματα.
Προτείνει γιά τόν Πατέρα τόν άγραφο (μή βιβλικό) όρο «άγένητος» («άγένητον
είναι τό μή ποιηθέν, άλλ’ άεί 6ν»: Αθανασίου, Κατά Άρειανών Α\ 30) καί γιά τόν
Υιό τόν όρο «γενητός». ‘Έτσι άπέφυγε κατά τόν Αθανάσιο (Α' 32) τούς όρους «έξ
ούκ όντων» καί «ήν ποτέ ότε ούκ ήν», οί όποίοι συνάντησαν έντονη αντίδραση. Η
επιμονή τών ορθοδόξων στήν «άληθινή» υίότητα τοϋ Υίοϋ, δηλ. στήν φυσική σχέση
του μέ τόν Πατέρα, τόν όδηγεΐ σέ νέα θεωρία. Ό Μονογενής, δηλ. τό πρώτο καί
«μόνο» κτΐσμα πού ό Πατέρας δημιούργησε «μόνος», ονομάστηκε Υιός, όχι επειδή
γεννήθηκε άπό τόν Πατέρα, άλλά ένεκα τών ανθρώπων, τούς όποίους ό Μονογενής
δημιουργεί καί οί όποίοι μετά υίοποιοϋνται. "Οπως ακριβώς ονομάστηκε
«Λόγος» ένεκα τών «λογικών» κτισμάτων του καί «σοφία» ένεκα τών «σοφιζομέ νων»
άνθρώπων:
«ού διά τήν έκ Πατρός
γέννησιν καί διά τό ίδιον τής ούσίας υιός έστιν, άλλά διά τά λογικά λόγος καί
διά τά σοφιζόμενα σοφία καί διά τά δυναμούμενα δύναμις λέγεται, πάντως που καί
διά τούς υϊοποιουμένους υιός έκλήθη» (Αθανασίου, Κατά Άρεια νων Β' 38).
Οί θεολογικές λύσεις τοϋ
Άστ. άσκοϋσαν μεγάλη γενικά επίδραση καί γι’ αύτό άνάγκασαν τόν Αθανάσιο νά
ασχοληθεί ευρύτατα μέ αύτές στό έργο του «Κατά Άρειανών» καί άλλοϋ, όπου
μάλιστα διασώθηκαν τά λίγα άποσπάσματα τοΰ «Συνταγματίου».
Έν τούτοίς ή θεολογική
σκέψη τοΰ Άστ. γνώρισε βαθμιαία πρόοδο, ή οποία επηρέασε καί τήν στάση του
έναντι τοϋ άρειανισμοΰ. Γι’ αύτό καί ό Φιλοστόργιος, ακραίος άρειανός, τόν
κατηγόρησε ότι άλλαξε τήν διδασκαλία τοΰ Λουκιανού, κοινού δασκάλου των άρεια
νοφρόνων(Έκκλησ. ιστ. Β' 15 καί Δ' 4). Μεταξύ 331 καί 335 συνέταξε ’Επιστολήν,
ερμηνευτικήν τής ’Επιστολής τοΰ Ευσεβίου Νικομήδειας Πρός τόν Παυλΐνον Τύρου.
Έκεΐ ό Άστ. επιχειρεί άμβλυνση τής άρειανικής διδασκαλίας, μάλλον μέ τήν
συναίνεση τοΰ Εύσεβίου, τόν όποίο τό ήπιο κλίμα θά διευκόλυνε στίς κινήσεις του
πρός έπιβολή τοΰ άρειανισμοΰ. Έτσι ό Άστ. άνακατάσσεται θεο λογικά καί
έκφράζεται μέ τρόπο πού δέν ευχαριστεί πλέον τούς ά ρειανόφρονες, άν κρίνουμε
καί από τό ότι ό Εύσέβιος Καισαρείας (πού διασώζει άποσπάσματα τής Επιστολής
τοϋ Άστ. στό έργο του Κατά Μαρκέλλου, ό όποίος μέ τήν σειρά του άνήρεσε τήν
έπιστολή τοΰ Άστ.) δέν φαίνεται νά παίρνει τό μέρος τοΰ Άστ., προφανώς γιατί
τόν θεωρεί αναθεωρητή τοΰ άρειανισμοΰ. Καί δικαίως, διότι τώρα ό Άστ. θεωρεί
αναγκαίο τό «πιστεύειν» εις Πατέρα, Θεόν παντοκράτορα, καί εις τόν Υιόν αύτοΰ
τόν μονογενή Θεόν, τόν Κύριον ημών Ίησοΰν Χριστόν, καί εις τό Πνεΰμα τό «άγιον»
(Μαρκέλλου Άγκύρας, ’Απόσπασμα 65). Καί μολονότι ό Υιός υπήρξε «πρωτότοκος
άπάσης κτίσεως» ( = άρα κτίσμα καί αύτός;), ό τέλειος Πατήρ έγέννησε «τέλειος
τέλειον, βασιλεύς βασιλέα, κύριος κύριον, θεός θεόν, ουσίας τε καί βουλής καί
δόξης δυνάμεως ά παράλλακτον εικόνα» (Άπόσπ. 96).
Ό Φιλοστόργιος μάλιστα
πληροφορεί ότι τό 341 ό άστατος Εύδό ξιος Γερμανικεΐας (μετά
Κωνσταντινουπόλεως) δανείστηκε από άλλη, χαμένη αυτή, Έπιστολή τοΰ Άστ. τόν όρο
«όμοιος κατ’ ουσίαν» (Έκκλησ. ιστ. Δ' 4). Ό Υιός λοιπόν είναι Απαράλλακτος εικόνα
τής ουσίας τοΰ Πατέρα, έχει ούσία όμοίαν μέ αύτόν. Οί φράσεις αυτές
άναδεικνύουν οπωσδήποτε τόν Άστ. πρώτο όμοιουσια νό. Καί είχε σαφή συνείδηση,
διότι στήν σύνοδο των Εγκαινίων στήν Αντιόχεια (341), όπου συνοδέυσε τόν Διάνιο
Καισαρείας τής Καππαδοκίας, έργάστηκε ώς θεολογικός σύμβουλος καί βοήθησε
Αποφασιστικά τούς πρώιμους όμοιουσιανούς νά επιβάλουν τό ουδέτερο Σύμβολο τοϋ
Λουκιανού (τό δεύτερο σύμβολο τής συνόδου αυτής).
Τό γεγονός μαρτυρεί όχι
μόνο ότι τό σύμβολο τούτο έξέφραζε τόν Άστ., Αλλά καί ότι πιθανότατα είναι
«έκθεσις πίστεώς» του, έργο δικό του δηλ. Καί αύτό γιά δύο λόγους: Ή Απόδοση
τοΰ Συμβόλου αύτοΰ στόν Λουκιανό είναι μεταγενέστερη καί Αναπόδεικτη. Τό
σύμβολο περιέχει ιδέες καί φράσεις πού βρίσκονται στήν Έπιστολή τοΰ Άστ., τήν
όποια μνημονεύσαμε. Δυνατόν όαως νά έθεσε ώς βάση σχετικό κείμενο του
Λουκιανού, τό όποίο νά έπεξεργάστηκε καί νά ύπέβαλε μέσω Διανίου στην σύνοδο.
Βέβαια, ό «όμοιουσιανισμός» του Άστ. δέν ήταν τόσο κοντά στην όρθόδοξη
τριαδολογΐα, όσο ήταν άπό τήν έποχή του 362 καί μετά, όταν ό ’Αθανάσιος, ό
Ίλάριος καί ό Βασίλειος έδειχναν τίς γέφυρες, άπό τίς όποιες οί όμοιουσια νοί
θά περνούσαν στην Εκκλησία. Αυτό φαίνεται καί άπό τήν διάθεση τού Άστ. νά
κατανοεί τήν γέννηση τού Υιού «θελήσει» (άρα έν χρόνω) καί όχι «φύσει», όπως
θεολογούσε ό ’Αθανάσιος, γιά νά θεμελιώσει τήν όμοουσιότητα τού Υιού πρός τόν
Πατέρα.
Στην τελευταία περίοδο
τής ζωής του, άπό τό 335 μέχρι τό 341, ανήκουν οί πολλές έξηγητικοπρακτικές
fΟμιλίες του σέ Ψαλμούς. Σ’ αύτές άποφεύγει συστηματικά νά θίξει τριαδολογικά
προβλήματα. Ένδιαφέρεται γιά τό βαθύτερο νόημα τής ΠΑ, μέ σκοπό νά ά παντήσει
στούς ’Ιουδαίους, άλλά καταλήγει σέ πρόχειρη πρακτική εξήγηση, μέ τήν επίδραση
ενίοτε τής ραββινικής εξηγητικής. Μόνιμη επιδίωξή του είναι καί ή βαθύτερη
όριοθέτηση καί διάκριση χριστιανισμού καί ιουδαϊσμού, τόν όποίο γνώριζε καί
χρησιμοποιούσε, άλλά καί πολεμούσε, ύποστηρίζοντας ότι άληθινός κληρονόμος τής
Διαθήκης των προφητών είναι ό χριστιανισμός. Ή έντονη αύτή προσπάθειά του έχει
Ιδιαίτερη σημασία, διότι έδρασε κατά κύριο λόγο στό πλαίσιο τής συροπαλαιστινής
κοινωνίας, όπου Ιουδαίοι, μέ κέντρο τίς συναγωγές, άσκοΰσαν μεγάλη επίδραση καί
οί χριστιανοί αισθάνονταν πολλά τά κοινά πνευματικά στοιχεία μέ αότούς.
Τό 341 έχουμε τήν
τελευταία είδηση γιά τόν Άστ., πού φαίνεται ότι πέθανε τό ϊδιο ή τό έπόμενο
έτος.
ΕΡΓΑ
Ό Άστ. συνέταξε πολλά
έργα, τά περισσότερα των όποιων ήταν έξηγη τικά καί δή υπομνήματα στούς
Ψαλμούς, πού χάθηκαν εκτός άπό λίγα αποσπάσματα. Μία σειρά 31 'Ομιλιών του,
μερικές των οποίων δέν τού ανήκουν, είναι καί αύτές οΐκοδομητική έξήγηση των
Ψαλμών, πλήν των τελευταίων, πού συνιστούν κηρύγματα στήν Μ. Πέμπτη καί τήν Μ.
Παρασκευή. Επτά ακόμη κηρύγματά του στις λοιπές ημέρες τοϋ οκταημέρου τού Πάσχα
καταχωρήθηκαν στό σώμα των εξηγητικών ομιλιών του, επειδή άρχίζουν μέ ψαλμικό
χωρίο. Στήν πρώτη συγγραφική του περίοδο, μέχρι τό 331, Ασχολήθηκε κυρίως μέ
τήν θεολογική υποστήριξη πρώτα καί τήν αναθεώρηση έπειτα τοΰ Αρειανισμού,
γράφοντας τό «Συνταγμάτιον» καί Επιστολές, άπό τίς όποιες σώζεται Αποσπασματικά
μόνο μία. Πιθανότατα τοΰ Ανήκει καί τό «Σύμβολο» τής συνόδου τών Εγκαινίων
(341), πού Αποδίδεται στόν Λουκιανό.
Στά έργα του ό Άστ.
δικαίωσε τήν φήμη του ώς σοφιστή. Διακρίνεται γιά την σαφήνεια καί τό εκλεκτό
του ύφος, την γνώση τής Γραφής καί τής ραββινικής έξηγητικής. Συχνά ό λόγος του
γίνεται ποιητικός καί μπορεί εύκολα νά διαρθρωθεί σέ στίχους μέ ήμιστίχια
έρωτοαποκριτικά ή σέ στίχους μέ ήμιστίχια, στά όποια επικρατεί θέση καί
αντίθεση καί σταθερός προπαροξυτονισμός (π.χ. ΓΟμιλία 25 καί πρώτο μέρος τής
28ης: ΒΕΠ 38, σ. 51, 116· σ. 55 σ. 75, 1525).
Συνταγμάτων. Σύντομη
θεωρητική παρουσίαση καί όπεράσπιση τού ά ρειανισμοΰ. Γράφηκε ίσως πρίν τό 325.
Σώζονται άποσπάσματα, πού αναιρεί ό Μ. ’Αθανάσιος.
Επιστολή «πρός έκαστον
των μή όρθώς γραφέντων». Γράφηκε μεταξύ 331 καί 335 πρός άμβλυνση τού
αρειανισμού τής Επιστολής τού Ευσεβίου Νικομήδειας πρός Παυλΐνον. Σώζονται
άποσπάσματα στό «Κατά Μαρκέλ λου» έργο τού Εύσεβίου.
'Ομιλίαι 31 έξηγητικαί
εις Ψαλμούς. Μέρος των ομιλιών άποδίδονταν στόν Χρυσόστομο καί τόν Άστέριο Άμασείας.
’Αμφισβητείται ή γνησιότητα τών όμιλιών 1,14, 24, 26, 27 (τό β' μέρος) καί 28
(οί παράγρ. 8 καί 9). Γράφηκαν μετά τό 335.
Σύμβολον τού έτους 341,
γνωστό ώς έργο τού Λουκιανού.
Άποσπάσματα
ύπομνημάτωνσχολιων εις Ψαλμούς. Άπό «Σειρές».
36. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ( + 342)
Οργανωτής τοΰ Αρειανισμού
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Ευσέβιος Νικομήδειας
ύπήρξε άνδρας θεληματικός καί πολύ δραστήριος, τόσο ατό προσκήνιο όσο καί στό
παρασκήνιο. ’Από τούς πρώτους δέχτηκε τήν κακοδοξία τού Άρεΐου καί γι’ αυτό
καταδικάστηκε. Στήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) παρουσιάστηκε ώς υπόδικος. Έκεΐ
ύπαναχώρησε καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της, γιά ν’ άποφύγει τό χειρότερο, άλλά
αμέσως μετά τήν Σύνοδο άρχισε τήν φιλοαρειανική του δράση μέ άποτέλεσμα νά
έξοριστεΐ. Συνέχισε όμως τόσο έντονα κι έντεχνα τό έργο του, ώστε όχι μόνο νά
έπανέλ θει στήν έδρα του Νικομήδεια, άλλά καί αύτός νά όργανώσει εκκλησιαστικά
τόν άρειανισμό καί νά τόν έπιβάλει στήν αύτοκρα τορική αύλή καί στήν ’Ανατολή
γενικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τότε οί άρειανόφρονες ήταν γνωστοί ώς «οί περί
τόν Ευσέβιον». Ό Εύσέβιος, γιά νά φθάσει στό άποτέλεσμα τούτο, έπρεπε νά
πετύχει τήν ακύρωση των αποφάσεων τής Νίκαιας καί τήν καταδίκη των φορέων καί
ισχυρών ύποστηρικτών τής θεολογίας της. "Ετσι, μέ τήν βοήθεια τού Μ.
Κωνσταντίνου ( + 337) (τόν όποίο μάλιστα βάπτισε στήν επιθανάτια κλίνη) καί τοΰ
διαδόχου του Κωνσταντΐου (επί τοΰ όποίου έγινε καί επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, 339342), πέτυχε την σύγκληση πολλών άρειανικών συνόδων,
στις όποιες καταδικάστηκαν ό Μ. ’Αθανάσιος, ό Εύστάθιος ’Αντιόχειας κ.ά. καί
άποκα ταστάθηκαν ό Άρειος καί οί όπαδοί του. Δέν κατόρθωσε όμως ούτε την
θεολογία τοΰ ’Αθανασίου νά άνατρέψει, ούτε τίς μικρές νησίδες τής όρθοδοξίας νά
έξαλείψει. Ό Εύσέβιος πέθανε περί τό 342, περί μένοντας την άπάντηση τής Ρώμης,
ή όποια μέ ύπόδειξή του ήθελε νά συγκαλέσει μεγάλη σύνοδο, πού θά έκρινε την
όλη έκκλησιαστι κή κατάσταση. Τότε όμως ζοΰσε στην Ρώμη ως εξόριστος ό
’Αθανάσιος, πού έπεισε τόν Ρώμης Ιούλιο καί τούς δυτικούς γιά τήν ορθότητα τής
δικής του τακτικής καί θεολογίας.
ΕΡΓΑ
Ό Εύσέβιος δέν ύπήρξε
θεολόγος, άλλά έγραψε πολλές Επιστολές, γιά νά διαδώσει, νά ύποστηρίξει καί νά
όργανώσει τόν άρειανισμό. ’Από αυτές, πού δέν έχουν ιδιαίτερη θεολογική αξία,
σώθηκαν μόνο:
Πρός Άρειον. Γράφηκε πριν
από τό 324. Σώζεται μικρό απόσπασμα, στό όποίο λέγεται γιά τόν Υιό: «τό
πεποιημένον ούκ ήν πριν γενέσθαι· τό γενό μενον δέ αρχήν έχει τού είναι». ΒΕΠ 37, 96. PG 26,
Πρός Παυλίνον Γύρου.
Επίσης προνικαϊκό κείμενο (320/2). Γράφηκε γιά νά πείσει τόν Παυλΐνο, ότι δέν
ύπάρχουν «δύο αγέννητα» καί ότι ό Υιός είναι «κτιστός» καί διαφορετικής ούσίας
άπό τόν Πατέρα. Βλ. ΒΕΠ 37, 104106. PG 82, 913916. Opitz, μν. έργ., σσ. 1517.
Πρός τήν (δευτέράν)
σύνοδον τής Νίκαιας. Αίτηση, τήν όποια κάνει περί τό 326/7 μέ τόν συνεξόριστό
του Θέογνι Νίκαιας πρός τόν ’Αλέξανδρο ’Αλεξάνδρειάς κυρίως, γιά νά άναθεωρηθεΐ
ή καταδίκη του. Βλ. ΒΕΠ 37,140. Opitz, μν. έργ., σσ. 65-66.
Μνημονεύεται ακόμη
Βιβλίον μετάνοιας, πού ό Εύσέβιος ύπέβαλε αρχικά στήν σύνοδο τής Νίκαιας ώς
εκθεση πίστεως, ή όποια θεωρήθηκε δμό φωνα κακόδοξη (’Αμβροσίου, De fidei III
15 Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ίστ. Α' 6) καί άπό τήν όποια παραιτήθηκε. Opitz, μν.
έργ., σ. 42.
ΘΕΟΓΝΙΣ (ΘΕΟΓΝΙΟΣ)
ΝΙΚΑΙΑΣ.
’Από τούς πρώτους όπαδούς
τοΰ Άρείου καί μάλλον «συλλουκιανιστής», τόν όποίο όμως κατηγόρησε ό
Φιλοστόργιος (Έκκλησ. ίστ. II 15) ότι παραχάραξε τήν δι δασκαλΐα τοϋ Λουκιανού,
έπειδή φρονούσε ότι ό Θεός μπορούσε νά είναι Πατήρ καί πρίν γεννήσει τόν Υιό.
’Αρχικά υπέγραψε ύποκριτι κά καί μετά καταπολέμησε τό Σύμβολο τής συνόδου τής
Νίκαιας. Εξορίστηκε άμέσως μετά τήν σύνοδο, επανήλθε μέ τό «Βιβλίον μετάνοιας»
(326/7), πού συνυπέγραψε μέ τόν Ευσέβιο Νικομήδειας, καί πήρε μέρος στίς
συνόδους των έτών 330 καί 335. Πέθανε μάλλον περί τό 343.
Ή σύνοδος τής Σαρδικής
(343) τού προσγράφει τρία αποσπάσματα στήν λατινική άπό δύο Επιστολές του
Εισαγωγή σε πρώτη
αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΜΟΣ Β'
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, ( Διαβάστε και τούς
όρους χρήσης του Ιστολογίου) ,αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς
περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική
προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου