Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016
79. Αθανάσιος Αλεξανδρείας ο Μέγας ( + 373)
Γενικά
Ό Αθανάσιος ’Αλεξάνδρειάς
υπήρξε ή μεγαλύτερη φυσιογνωμία τής άρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε τό βάρος
πολλαπλής καί βαθιάς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί όριστικά την ορθόδοξη
τρια δολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά την πορεία τής θεολογίας, πού είχε στρεβλωθεί
μέ την ’Αλεξανδρινή σχολή, τήν άνασυνέδεσε μέ τήν θεολογία τού ’Ιγνατίου, του
Ειρηναίου, τοϋ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς καί τοϋ Θεογνώστου, καί τήν έθεσε στήν
διακονία τής Εκκλησίας καί τής σωτηρίας. ’'Εσπασε τό φράγμα των λεγάμενων
θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ’ εξοχήν, ώστε αύτός κυρίως νά κατανοήσει τό
μυστήριο τής Τριάδας καί αύτός νά τό έκφράσει. Καί ύπέστη τις περισσότερες
διώξεις γιά τήν υπεράσπιση τής άλήθειας άπό τούς αιρετικούς καί τούς Καίσαρες
τής έποχής. Γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328-373) άπέβη τό σύμβολο καί ή
κεφαλή, πρός τήν οποία μέ άγωνΐα είχαν στραμμένα τά βλέμματα οί πάντες,
όρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οί λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τόν ιερό αετό όρθιο
στόν θρόνο του ή ανυποχώρητο στίς έξορίες του, ήταν βέβαιοι πώς ή ’Ορθοδοξία
ζεί καί άναθαρροϋσαν. ΟΙ πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τόν άνυπότακτο
άνδρα, ήξεραν ότι παρά τούς διωγμούς ή ’Ορθοδοξία έπιζεΐ καί γι’ αύτό
θηριώνονταν.
Η Κρίσι της Εποχής
Ό Μέγας ’Αθανάσιος έζησε
στην κρισιμότερη εποχή τής αρχαίας Εκκλησίας, τότε πού αύτή κινδύνευε,
άνθρώπινα, νά χάσει τήν ταυτότητά της. Ή παιδεία του καί ή αύτοσυνειδητοποΐησή
του τοποθετούνται στίς δύο πρώτες δεκαετίες τού Δ' αιώνα. ’Από τό 313 καί δή μέ
τήν μονοκρατορία (324) τού Μ. Κωνσταντίνου, οί χριστιανοί έβγαιναν άπό τά γκέττο
κι έκλειναν οριστικά τίς κατακόμβες. ’Αποκτούσαν γιά πρώτη φορά κοινωνικό
πρόσωπο καί τήν αναγκαία ελευθερία γιά ευρύτατη μελέτη των προβλημάτων πού
δημιουργούσε ή βίωση τής αλήθειας. Παράλληλα όφειλαν νά εργάζονται καί νά
ζούνγιά δύο κυρίους, τόν καίσαρα καί τόν Χριστό. Τά γεγονότα προ κάλεσαν αρχικά
στούς χριστιανούς άπέραντο ενθουσιασμό, πού γρήγορα μεταβλήθηκε σέ δραματικούς
αγώνες γιά τήν γνησιότητα τής διδασκαλίας καί τήν φανέρωση τής αλήθειας στά
θέματα πού άνέ κυπταν. Ή Εκκλησία γνώρισε τότε ολέθριο συγκλονισμό, δεδομένου
μάλιστα ότι άπό τις τρεις τελευταίες δεκαετίες τού Γ' αιώνα, δηλ. μετά τό
σπουδαίο έργο τού Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς καί τήν άξιόλογη σκέψη τού
Θεογνώστου, ή θεολογία έχανε ολοένα καί κάτι άπό τήν ρώμη της, άπό τήν έμμονή
στήν «άνακεφαλαίωση» τού Ειρηναίου. Ή κάμψη αύτή τής θεολογίας, μέ τήν έπήρεια
των διωγμών, τών κακοδοξιών, των μικρών θεολόγων καί δή τής ήθικιστι κής
φιλοσοφικής σκέψεως, όδηγοΰσε στήν άποδυνάμωση τής Παρα δόσεως καί τήν
ήθικολογική θεώρηση τής Εκκλησίας, όπως δείχνουν οί σπουδαιότεροι
εκκλησιαστικοί συγγράφεις τών ετών 300-320, δηλ. Μεθόδιος Όλύμπου καί Ευσέβιος
Καισαρείας στήν ’Ανατολή, Άρ νόβιος de Sicca καί Λακτάντιος στήν Δύση.
'Η κατάσταση αύτή,
τονισμένη ιδιαίτερα στό άδιαφιλονίκητο πνευματικό κέντρο τής έποχής, δηλ. στόν
άλεξανδρινό χώρο, παρήγαγε μεταξύ άλλων τά εξής φαινόμενα:
α) Ύποβάθμιση τής
άπόλυτης σημασίας τής ένανθρωπήσεως τού Λόγου, άναζωπύρηση τών συζητήσεων περί
άρχής τού κακού καί ύ περτονισμό τής άξίας τής φιλοσοφικής σκέψεως (άλεξανδρινή
παράδοση, άλληγορική έρμηνεία). Στό φαινόμενο τοΰτο, πού είχε βαθύτατα
διαβρώσει την έπιφανειακή θεολογία τής εποχής καί συ νιστοϋσε τόν πρωταρχικό
καί γενεσιουργό κίνδυνο στην Εκκλησία, άπάντησε ό Αθανάσιος μέ τούς δύο πρώτους
Λόγους του «Κατά Ελλήνων» και Περί ένανθρωπήσεως».
β) Επειδή έπικρατουσε
τέτοιο κλίμα, όταν άνέκυψε συζήτηση καί αμφισβήτηση γιά τό πώς τής δημιουργίας,
τής προελεύσεως τού Υιού τού Θεού από τόν Πατέρα καί τής σωτηρίας, έπόμενο ήταν
ό Ά ρειος καί οί πολλοί οπαδοί του νά λύνουν (περί τό 3ι8) τά προβλήματα,
στηριζόμενοι στίς κοσμολογικές καί φιλοσοφικές (όντολογικές) αρχές, διατηρώντας
όμως τά βιβλικά σχήματα. ~Ετσι ό "Αρειος ούτε τήν σχέση Υιού καί Πατέρα
μπορούσε νά καταλάβει ούτε τήν σωτηρία νά έξασφαλίσει, έφόσον ό Υιός ήταν γι’
αυτόν κτίσμα, πού σάν τέτοιο δέν μπορούσε νά «συνάψη» τόν άνθρωπο μέ τόν Θεό.
Λίγο αργότερα (μετά τό 355) εμφανίστηκαν κακοδοξΐες πού στρέφονταν κατά τής
θεότητας τού αγίου Πνεύματος καί των δύο φύσεων τού Χριστού. Καί αυτές άμεσα κι
έμμεσα συνδέονταν μέ τόν ~Αρειο. Είναι φανερό πώς έτσι έχανε ή Εκκλησία τό
έρεισμά της, τήν δύναμή της, έκεϊνο γιά τό όποίο ύπήρχε, δηλ. τήν σωτηρία.
Επομένως μεταστοιχειωνόταν σέ ήθικολογικό σύστημα, άλλαζε ριζικά τό είναι της.
Στήν φοβερή αύτή κρίση άπάντησε ό Αθανάσιος μέ τούς τρεις Λόγους του «Κατά
Άρειανών», τούς όποίους έπεξεργάστηκε επανειλημμένα, καί μέ πλήθος
μεταγενέστερων έργων του.
γ) Καί πάλι ένεκα τού
κλίματος αυτού, όταν ό αύτοκράτορας, όρ θόδοξος ή κακόδοξος, έπενέβαινε στά
θέματα τής Εκκλησίας, οί άρειανοΐ κακόδοξοι, πού εξέφραζαν τό κλίμα τούτο,
θεωρούσαν αυτονόητη τήν επέμβαση τού καίσαρα, τόν όποίο μάλιστα προκαλού σαν σ’
αυτήν γιά τήν άνατροπή τής διδασκαλίας, πού συνοδικώς (Νίκαια 325) ή Εκκλησία
κύρωσε ώς γνήσια καί άληθή. ’Απαντώντας ό ’Αθανάσιος στήν πρόκληση αύτή, πού
όντως έθετε στήν κρίση τού έκάστοτε καίσαρα τήν άλήθεια τής Εκκλησίας, μίλησε
γιά τήν σχέση Εκκλησίας καί κοσμικής έξουσίας καί θεμελίωσε τήν θεολογία τής
Οικουμενικής γενικά Συνόδου.
Παρατηρούμε ότι ό
Αθανάσιος αναγκάστηκε ν’ άπαντήσει καί άπάντησε ορθά σέ πολλά καί θεμελιώδη
προβλήματα, διότι ή κρίση ήταν πολλαπλή καί τόσο ριζική, πού άναμόχλευε τά
σπουδαιότερα θέματα τής Εκκλησίας: Θεός
κόσμος άνθρωπος δημιουργία
τριαδολογΐα ενανθρώπηση τού
Υιού σωτηρία χριστολογία
οικουμενική σύνοδος πνευματολογία.
Κανείς άλλος Πατέρας καί Διδάσκαλος τής Εκκλησίας δέν αντιμετώπισε τόσο ριζική
καί τόσο πολλαπλή έκκλησιαστικοθεολογική κρίση. Ό Αθανάσιος διατηρεί καί αύτό
τό πρωτείο.
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η
ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ
α. Ό άνθρωπος «γέγονεν
εις τό όράν τόν Θεόν»
'Η θεολογία τοΰ Παύλου
καί τοΰ Ειρηναίου περί άνακεφαλαιώσέως καί άναδημιουργίας των πάντων στό
πρόσωπο του Χριστού φαινόταν άτονη καί λησμονημένη στίς αρχές τοΰ Δ' αιώνα. Ό
’Αθανάσιος διέβλεπε καθαρά τίς φοβερές συνέπειες καί, άπαντώντας σέ έθνικούς
καί κακοδόξους, ύπογράμμισε ότι τό κακό δέν έχει «ύπό σταση» δική του, καθώς
πίστευαν πολλοί "Ελληνες (Κατά έλλήνων 6): «τό κακόν ού παρά Θεού ούδέ έν
Θεω ούτε έξ άρχής γέγονεν, ούτε ούσία τις έστιν αύτού. Άλλ’ άνθρωποι κατά
στέρησιν τής τού καλού φαντασίας έαυτοΐς έπινοεΐν ήρξαντο καί άναπλάττειν τά μή
όντα... (= όπως ενώπιον τού ήλίου) καμμύων τούς όφθαλμούς, σκότος έαυτω έπινοεΐ
ούκ όντος σκότους... καί έν σκότει πλανώμε νος περιπατεΐ» (Αύτόθι 7).
Τό κακό έπινοήθηκε από
τόν άνθρωπο, ό όποίος δημιουργήθηκε άπό τό μηδέν από τόν παμβασιλέα Θεό διά τοΰ
Λόγου του «κατ’ εικόνα». Ή ανυπαρξία τοΰ κακοΰ καί ή δημιουργία άπό τό μηδέν
τόνιζαν ότι αυθυπαρξία έχει μόνο «ή πηγή τής άγαθότητος» άγένητη Τριάδα.
’Έδειχναν ότι μόνο ό,τι συνδέεται μέ αυτόν πού έχει αυθεντική ζωή (τόν Θεό)
αποκτά ύπαρξη, ότι ούδεμία αναλογία ύπάρχει μεταξύ Θεού καί κτισμάτων (Κατά
άρειανών Α' 57). ’Απέκλειαν τήν φιλοσοφική ιεραρχία τών όντων (άπό τόν ένα Θεό
μέχρι τόν άνθρωπο) καί διέκριναν σαφώς δύο μόνο πραγματικότητες, τελείως διάφορες
μεταξύ τους, τήν άγένητη άρχή, δηλ. τόν Θεό, καί τόν κτιστό κόσμο:
ό Λόγος, «ώσπερ έν πάση
τή κτίσει ών, έκτος μέν έστί τού παντός κατ’ ούσίαν, έν πάσι δέ έστί ταΐς
έαυτού δυνάμεσι τά πάντα διακόσμων» (Περί ένανθρωπήσεως 17).
Τό πολυσήμαντο στόν
άνθρωπο ήταν ότι ό Λόγος είχε εντυπώσει σ’ αυτόν τήν εικόνα τοΰ Θεού, μέ τήν
όποια ό άνθρωπος «γέγονεν εις τό όράν τόν Θεόν καί ύπ’ αύτοΰ φωτΐζεσθαι» (Κατά
έλλήνων 7), έγινε θεωρητής τοΰ Θεοΰ καί τών όντων, είχε «έννοιαν καί γνώσιν»
τής «άιδιότητός» του, δηλ. τής θειότητας καί όμοιώσεώς του πρός τόν Θεό.
"Οσο θά διατηρούσε τήν «ταυτότητά» του, δηλ. καθαρή μέσα του τήν θεία
εικόνα, όσο θά έμενε όπως δημιουργήθηκε («έαυ τώ συνών, ώς γέγονεν έξ άρχής»)
(Κατά έλλήνων 2 καί 3), θά είχε κάποια θέα τοΰ Θεοΰ, θά έπικοινωνοΰσε καί θ’
άγαλλόταν μέ τόν Θεό, θά συναπτόταν μέ τά θεΐα.
β. ’Επιστροφή τον
άνθρώπον στό μή όν, στό μηδέν (πτώση)
Παρά ταΰτα ό άνθρωπος άπό
τήν θέα τοΰ Θεοΰ στράφηκε στην θέα, δηλ. τήν άποκλειστική έκτίμηση, του έαυτού
του καί τοΰ κόσμου:
ό άνθρωπος, «έως μέν τόν
νοϋν είχε πρός τόν Θεόν καί την τούτου θεωρίαν, άπεστρέφετο τήν πρός τό σώμα
θεωρίαν. "Οτε δε ...άπέ στη μέν τής πρός τόν Θεόν διανοίας, έαυτόν δε
κατανοεΐν ήρξα το... εις έπιθυμίαν του σώματος έπεσεν» (Κατά έλλήνων 3).
Τήν κατάσταση αύτή
χαρακτηρίζει ό Αθανάσιος έπιστροφή στό «κατά φύσιν», τό όποίο ταυτίζει μέ τό
«ούκ όν», δηλ. μέ τό μηδέν, από τό όποίο προήλθαν οΐ άνθρωποι. "Ετσι
αμαρτία, πτώση, θάνατος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται
«ή γάρ παράβασις τής
έντολής εις τό κατά φύσιν αύτούς έπέστρε φεν, ΐνα, ώσπερ ούκ δντες γεγόνασιν,
οϋτω καί τήν εις τό εΐναι φθοράν ύπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Εΐ γάρ, φύσιν
έχοντες τό μή είναι ποτέ, τή τοϋ Λόγου παρουσία καί φιλανθρωπία εις τό εΐναι
έκλήθησαν, άκόλουθον ήν, κενωθέντας τούς ανθρώπους τής περί Θεού έννοιας καί
είς τά ούκ όντα άποστραφέντας (ούκ όντα γάρ έστι τά κακά, όντα δέ τά καλά,
έπειδήπερ άπό τού δντος Θεού γε νόνασι), κενωθήναι καί τού εΐναι αεί...
"Εστι μέν κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δή έξ ούκ δντων γεγονώς» (Περί
ένανθρωπήσεως 4)
μέ τήν άνυπαρξία, άφοΰ ό
άνθρωπος ύπάρχει μόνο καθόσον βλέπει στό κάτοπτρο τής ψυχής του τήν εικόνα τού
Πατέρα, δηλ. καθόσον μπορεί νά έχει σχέση μέ τόν Θεό. Ό άνθρωπος άμαυρώνει τό
κάτοπτρο κι έτσι, μή έχοντας θεωρία τοϋ Θεοϋ καί συνεπώς καί μή όρθή θεωρία τοϋ
κόσμου, τοποθετεί στήν θέση του φανταστικά πράγματα, δηλ. μή δντα (Κατά έλλήνων
8). Αύτό ακριβώς είναι ή ειδωλολατρία καί αύτό ύπογραμμίζει τήν «κατά φύσιν»
ζωή τής ανυπαρξίας. Μέ αύτά κατανοεί κανείς γιατί έπιμένει ό Αθανάσιος νά
υποστηρίζει ότι ό "Αρειος είναι άθεος: διότι, θεωρώντας τόν Υίό κτίσμα,
κατατάσσει αυτόν στά κτιστά όντα, πού έχουν ΰπαρξη μόνο εφόσον κοινωνοϋν μέ τόν
Θεόν, δέν έχουν δική τους ύπαρξη, δέν εΐναι θεοί. 'Η δυσκολία τοϋ ’Αθανασίου νά
έξηγήσει τό κακό είναι εμφανής. Χρησιμοποιεί πέρα άπό τούς πλατωνικούς όρους
«όν», «μή όν», παραστατικά τό σχήμα τής ψυχής ώς κάτοπτρο, τό όποίο όταν έπικα
λύπτεται δέν λειτουργεί, δέν δίνει εικόνα, δηλ. δέν κατοπτρίζει τόν Θεό καί
αύτό είναι ή κακία. Τό σχήμα τοϋτο θά άναπτύξουν πολύ ό Μ. Βασίλειος καί ό
Γρηγόριος Νύσσης. Επίσης, γιά νά δείξει ό ’Αθανάσιος τήν άνυπαρξία τοϋ κακοϋ,
περιγράφει τόν σκοτισμό πού προκαλεΐή θέα τοϋ ήλιου μέ γυμνό μάτι. Έκεΐ δέν
ύπάρχει σκοτάδι, αλλά, μή έχοντας δυνατότητα γιά άπευθείας θέα του ήλιου,
νομίζουμε ότι επέρχεται σκοτάδι, πού δέν ύπάρχει καθεαυτό, άφοϋ έκεΐ είμαστε
μέσα στό φώς. Ό ’Αθανάσιος, παρακολουθώντας προσεκτικά τήν πορεία τοϋ άνθρώπου,
διαπιστώνει ότι αύτός άδυνατεΐ άπό μόνος του νά έπαναποκτήσει τήν κοινωνία καί
τήν γνώση τοϋ Θεοϋ, άρα τήν ΰπαρξη. Ή αδυναμία αύτή τοϋ άνθρώπου είναι ή
τραγωδία
του, ή αύτοαπόρριψή του
σ’ έναν κόσμο αντιφάσεων, όπου δέν γνωρίζει ούτε τόν εαυτό του, οϋτε τόν Θεό,
ούτε τόν κόσμο δέν άνα γνωρίζει οΰτε καν ότι ό Θεός είναι άγένητος καί ό
άνθρωπος κτιστός: «ό Θεός... κατιδών πάλιν την άσθένειαν τής φύσεως αύτών ( =
τών άνθρώπων), ώς ούχ ικανή εΐη έξ έαυτής γνωναι τόν δημιουργόν, ούδόλως
έννοιαν λαβεΐν Θεοϋ τω τόν μέν είναι άγένητον, τά δέ έξ ούκ όντων γεγενησθαι«
(Περί ένανθρωπήσεως 1).
γ. Ό Λόγος «ένηνθρώπησεν
ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»
ιστορία τής ανθρωπότητας,
ποιά είναι ή διαδικασία τής θείας οικονομίας, δηλαδή τής θείας έπεμβάσεως.
Προϋποθέσεις είναι ή άγα θότητα τοϋ Θεοϋ, πού θέλει νά δεΐ τόν άνθρωπο πάλι
ευτυχή, δηλαδή υπάρχοντα, καί ή θεία εικόνα, τήν όποία ό Λόγος εγχάραξε στόν άνθρωπο
κατά τήν δημιουργία του. Ή άγαθότητα δέν μεταβάλλεται, αλλά καί ή θεία εικόνα
στόν άνθρωπο δέν χάνεται έπικαλύπτεται, σκοτίζεται, δέν λειτουργεί, αλλά
ύπάρχει. Σ’ αυτήν ακριβώς έπεμ βαίνει ό Θεός από «φιλανθρωπία» καί αύτήν
θεραπεύει, ανανεώνει. Ή εικόνα στόν άνθρωπο γίνεται ό τόπος ύποδοχής τής
έπεμβάσεως τοϋ Θεοϋ, μολονότι αυτή δέν έχει καμμία σχέση μέ τόν σπερματικό λόγο
τών στωικών καί τοϋ ’Ιουστίνου, τόν όποίο ξεπέρασε ό Ειρηναίος καί τώρα ό
’Αθανάσιος (Κατά έλλήνων 40). Τήν επέμβαση συ νιστά ή ένανθρώπηση τοϋ ίδιου τοϋ
θείου Λόγου, τοϋ Υίοϋ τοϋ Πατέρα:
ό Θεός «έλεήσας πάλιν τό
γένος τό ανθρώπινον, άτε δή άγαθός ών, ούκ άφήκεν αυτούς έρήμους τής εαυτού
γνώσεως, ΐνα μή άνό νητον έχωσι καί τό είναι» (αύτόθι).
«τί έδει γενεσθαι, άλλ’ ή
τό κατ’ εικόνα πάλιν άνανεώσαι, ΐνα δι’ αύτοϋ πάλιν αύτόν (= τόν Θεόν) γνωναι
δυνηθώσιν οί άνθρωποι; Τοϋτο δέ πώς άν έγεγόνει, εί μή αύτής τής τοϋ Θεοϋ
εικόνος παρα γενομένης τοϋ Σωτήρος ύμών;» (αύτόθι 13).
Πρώτος ό Μ. ’Αθανάσιος
επιμένει τόσο έντονα στήν ψηλάφηση τοϋ τρόπου, μέ τόν όποίο επεμβαίνει ό Θεός
στήν ανακαίνιση τοϋ άνθρώπου, στήν σωτηρία του. Προσπαθεί νά παρακολουθήσει
βήμα πρός βήμα τήν κίνηση τοϋ Θεοϋ, κυριολεκτικά ζητάει τήν «λογική» τοϋ
μυστηρίου. Γι’ αύτό, έξειδικεύοντας θεολογικά, δέν μιλάει πλέον γενικά γιά τόν
δημιουργό Θεό, άλλά γιά τόν δημιουργό Λόγο, πού άνακαινίζει τήν δική του εικόνα
στόν άνθρωπο, άφοΰ ό ίδιος είναι (άλλου είδους βέβαια, δηλαδή άπαράλλακτος)
εικόνα τοϋ Πατέρα. «Άνατυπώνει» τώρα ό Λόγος στό ίδιο όν τήν «μορφή» (τήν
εικόνα) πού δημιούργησε, άλλά ή όποία σχεδόν έσβησε (αύτόθι 14). Καί τό
κάνει ό Λόγος αυτό, διότι
αλλιώς, άν ό άνθρωπος δεν ίδεΐ την εικόνα του Πατέρα μέσα του, πώς θά γνωρίσει
καί θά κηρύξει τόν Πατέρα; ’Άλλος τρόπος θεογνωσίας, άλλο «σύστημα»
γνωσιολογίας, δέν ύπάρχει από την ενανθρώπηση καί εντεύθεν (αυτόθι). Ό Θεός
πλέον δέν διδάσκει μέ κραυγές καί νεφέλες, όπως στην ΠΔ, αλλά φανερώνει τήν
αλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας τό φθαρτό κτίσμα, άνακαινίζοντας
καΐένώνοντας τήν θεία εικόνα στόν άνθρωπο μέ τήν ίδια τήν αλήθεια, δηλαδή
θεώνοντας ολόκληρο τόν άνθρωπο, ό Λόγος τοΰ Θεού «ένηνθρώπησεν ινα ημείς
θεοποιηθώμεν» (αυτόθι 54).
Η ΚΑΚΟΔΟΞ1Α ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ
α. Ό Αρειος εισάγει τήν
άρχή τον χρόνου στην ζωή τής άγιας Τριάδας
Άπό τις δύο Επιστολές
(320/4;) τού Αλεξάνόρου Αλεξάνδρειάς κατά τού αρειανισμού συνάγεται ότι ό
Άρειος, προκειμένου νά μιλήσει γιά τήν προέλευση τού Υιού, εκκινούσε άπό τήν
κοινή άντίλη ψη ότι τό άγένητο καί άτρεπτο είναι ένα. Κοινή όμως ήταν καί ή
πλατωνική θέση, ότι μόνο «τό έν» δέν «μετέχει χρόνου, ούτε ποτέ γέγονεν, ούτε
έγΐγνετο» (Παρμενίδης 14/e). Επίσης μόνο «τό έν» τούτο είναι τό «έχον άκινήτως»
(Τίμαιος 37e-38a) καί ώς άκίνητο είναι καί άτρεπτο. Συνεπώς, υποστήριζε ό
’Άρειος, άγένητος είναι μόνο ένας, ό Θεός, καί οτιδήποτε άκολουθεΐ, ακόμη καί ό
Υιός, «ήν ποτέ ότε ούκ ήν», είναι «έξ ούκ όντων», δημιούργημα έν χρόνω καί
μάλιστα μέ τήν βούληση τού Θεού, όπως δίδασκε ό Ωριγένης. Ή άποψη αυτή γιά τόν
Υιό γινόταν εύκολα δεκτή, διότι ήταν διάχυτη ή αντίληψη τής κατωτερότητας
(ύποταγής) τού Υιού στόν Πατέρα, διότι έπικρατούσε παντού ή πλατωνική καί
νεοπλατωνική ιεράρχηση τών όντων (άπό τό έν ή τήν ένάδα μέχρι τόν άνθρωπο) καί
τέλος διότι ό Άρειος είχε τό χάρισμα τής πειστικότητας.
"Ετσι ό "Αρειος
εισάγει στήν θεολογία τήν φιλοσοφική θεώρηση τοΰ «άγενήτου» καί ειδικά στήν ζωή
τής Τριάδας τήν αρχή τού χρόνου, δηλαδή χρονικοποιεΐ, τοποθετεί στόν χρόνο ό,τι
γίνεται στούς κόλπους τής Τριάδας, στήν φύση της. Οί ορθόδοξοι άντέδρασαν στήν
θεολογική αύτή νοθεία, κυρίως διότι κατέληγε στόν Υίό κτίσμα, πού σάν τέτοιο
ήταν άγνωστο στήν Παράδοση καί πού δέν μπορούσε νά προσφέρει σωτηρία.
Συγκεκριμένα ό Αθανάσιος, ήδη άπό τήν εποχή τής Β' Επιστολής τού Αλεξάνόρου,
άντέταξε τήν άρχή τοΰ Αριστοτέλη ότι στήν θεότητα δέν ισχύει «πρότερον καί
ύστερον» (Φυσικά 4, 219β κα[Κατά άρειανώνΒ' 33), δέν υπάρχει «διάστημα» μεταξύ
Πατέρα καί Υιού. Δέν άρκούσε όμως αυτό γιά νά στηρίξει την άλήθεια τής θεότητας
καί άιδιότητας τοϋ Υιού, όπως ήταν γνωστή καί από τόν Ωριγένη, τόν Διονύσιο
’Αλεξάνδρειάς, τόν Θεόγνω στο κ.ά. Έπρεπε νά ύποδειχτεΐ, όσο ήταν εφικτό, καί ό
πειστικός τρόπος τής προελεύσεως του Υίοΰ έξω άπό τόν χρόνο, νά παραστα θεΐ ή
διαδικασία με τήν όποια προήλθε ό Υιός.
β. Φύσει γέννησις φύσει
Υιός
Καί αυτό προσπάθησε μ’
επιτυχία ό ’Αθανάσιος. Όδηγήθηκε λοιπόν στην θεολογία τής «φύσει γεννήσεως»,
τήν όποια διέκρινε ριζικά άπό τήν «έν χρόνω δημιουργίαν». "Οταν δηλαδή οί
φιλόσοφοι καί μαζί τους οί Ωριγένης καί "Αρειος κατανοούν τήν δημιουργία
ώς γένεση μέ βούληση τού Θεού, ό ’Αθανάσιος άντιπροβάλλει τήν άλή θεια ότι ή
φυσική γέννηση στήν θεότητα, ακριβώς ώς φυσική, είναι ξένη καί πρός τόν χρόνο
καί πρός τήν θεία θέληση. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι βρίσκεται σέ άντΐθεση πρός
τό φιλοσοφικό άρειανικό κλίμα καί, γιά νά γίνει σαφέστερος, χρησιμοποιεί γιά
τόν Υιό καί τίς έκφράσεις:
«γέννημα τής ούσίας»
(Κατά άρειανων Β' 34), «Υιός φύσει μονογενής» (Β' 9), «φύσει καί αληθινός Υιός»
(Β' 59), «άίδιος καί γνήσια γέννησις» (Β' 45), «Λόγος έστίν άίδιος φύσει τής
ούσίας τοϋ Θεοΰ ό Υίός» (Β' 31).
Τό γεγονός τής φυσικής
γεννήσεως προϋποθέτει ταυτότητα (ρύσεως γεννώντος καίγεννωμένου (όμοιότητα
«άπαράλλακτον» αυτών)' άρα ό Υίός έχει τήν φύση τού Πατέρα, είναι όμοούσιος
όπως ό άνθρωποςυίός έχει τήν φύση, τήν ουσία, τού πατέρα του. Ταυτόχρονα
άποκλεΐει, ώς φυσική, τήν έννοια τής βουλήσεως στόν γεννώντα, διότι ή βούληση
εκδηλώνεται έν χρόνω. Επομένως ό φυσικός Υίός είναι πέρα τής βουλήσεως, πέρα
τού χρόνου, είναι δηλαδή άίδιος, καθώς καί ό φυσικός Πατέρας του. 'Όπως ό ήλιος
συνυπάρχει πάντα, «αεί», μέ τό άπαύγασμα, μέ τό φώς, έτσι καί ό Πατέρας, όντας
άίδιος καί προαιώνιος, έχει «αεί» τόν Υιό, άίδιο καί προαιώνιο (βλ. καί Κατά
άρ. Α' 27). "Ηλιος χωρίς τό σύγχρονό του φώς δέν υπάρχει καί πηγή χωρίς
σύγχρονο νερό δέν ύπάρχει, όπως δέν υπάρχει καί Θεός Πατέρας χωρίς άίδιο Υίό
(Δ' 27 καί 29). ’Αλλιώς, πρέπει νά ζητήσουμε διάστημα, όπόταν ό Θεός δέν ήταν
Πατέρας κι έγινε μετά. Άλλ’ αυτό θά σήμαινε ότι μεσολάβησε τροπή, πού είναι
άδιανόητη στόν Θεό:
«άεί Πατήρ καί ούκ
έπιγέγονε τώ Θεω τό Πατήρ, ϊνα μή καί τρε πτός είναι νομισθή» (Κατά άρ. Α' 28).
’Αντίθετα, ό,τι δέν
προέρχεται μέ φυσική γέννηση, είναι «έξωθεν», δημιουργεΐται άπό τό μηδέν έν
χρόνω, δηλαδή έχει φύση διαφορετι
«Τό ποίημα έξωθεν ( = ad
extra) τοΰ ποιοΰντός έστιν... ό δέ Υίός ίδιον ( = ad intra) τής ουσίας γέννημά
έστι. Διό καί τό μέν ποίημα ούκ άνάγκη άεί είναι δτε γάρ βούλεται ό δημιουργός
έργάζεται. Τό δέ γέννημα ού βουλήσει ύπόκειται, άλλά τής ουσίας έστίν ιδιό της.
Καί ποιητής μέν άν εϊη καί λέγοιτο κάν μήπω ή τά έργα Πατήρ δέ ούκ άν λεχθείη
ούδ’ άν εϊη, μή ύπάρχοντος υίοϋ» (Κατά άρ. Α' 29). «...ό Υίός μή έξωθεν, άλλ5
έκ τοΰ Πατρός είναι φύσει γέννημα ... δήλον ότι καί έξ αύτου καί άεί έστι
συνυπάρχων ό Λόγος τω Πατρΐ» (Α' 27).
Ή άρχή πού θέτει ό
’Αθανάσιος είναι άπλή, πειστική καί Αποφασιστική: Αυτό πού είναι ή φύση του
γεννώντος, αύτό είναι καί ή φύση τού γεννωμένου. Καί ή διαφορά των ρημάτων, τά
όποια ή Γραφή χρησιμοποιεί, αύτό θέλει νά δείξει όπως τό «γεννάν σημαντικόν έ
στιν Υίοϋ», έτσι τό «ποιεΐν δηλωτικόν έστι των έργων» (Κατά άρ. Β' 59). Έτσι
ό,τι είναι ό Πατέρας είναι, κατά τήν φύση, καί ό Υίός του. Αυτά ισχύουν καί
στόν άνθρωπο γονέα, μόνο πού αύτός, δη μιουργημένος άπό τό μηδέν, έχει άρχή καί
γι’ αύτό έχει άρχή καί ό υίός του. ’Αντίθετα, ό Λόγος του Θεού δέν έχει άρχή,
διότι καί ό Θεός Πατέρας δέν έχει άρχή. Επίσης, διευκρινίζει, ό λόγος τοΰ
Ανθρώπου διαφέρει άπό τόν Λόγο του Πατέρα, διότι ό πρώτος είναι απλός λόγος
προφορικός, δέν έχει ύπόσταση κι εξαντλείται, ενώ ό θειος Λόγος είναι φυσικός
Υίός, ύπόσταση καί ύπαρξη δηλαδή δρώσα καί ένεργοΰσα καί γι’ αύτό είναι «αεί»
μέ τόν πατέρα «ώς απαύγασμα φωτός»:
«όποίος γάρ άν ή ό
γεννών, τοιοΰτον άνάγκη καί τό γέννημα είναι. Καί όποίος άν ή ό τοΰ Λόγου
Πατήρ, τοιουτος άν εϊη καί ό Λόγος αύτοϋ. Ό μέν ούν άνθρωπος έν χρόνφ
γεννώμενος, έν χρόνω καί αύτός γεννά τό τέκνον. Καί έπειδή έκ τοΰ μή δντος
γέγονε, διά τοΰ το καί ό λόγος αύτού πέπαυται καί ού μένει. Ό δέ Θεός ούχ ώς
άνθρωπός έστι... διά τούτο καί ό Λόγος αύτοΰ ών έστι καί άιδίως έστί μετά τοΰ
Πατρός ώς άπαύγασμα φωτός» (Κατά άρ. Β' 35).
Εξηγεί άκόμα ότι ή φυσική
γέννηση δέν συνεπάγεται «πάθος» ή τροπή στόν Θεό, ούτε τό γεννώμενο συνιστά
«μέρος» τοΰ Θεού (Κατά άρ. Α' 29). Τό γεννάν είναι ιδιότητα τοΰ Πατέρα τόσο
φυσική, ώστε άν έλειπε θά σήμαινε έλάττωμα τής ουσίας τοΰ Θεοΰ (Α' 29).
Είναι προφανές ότι ό
’Αθανάσιος άναζητεϊ τρόπους καί εικόνες τής φυσικής πραγματικότητας, γιά νά
έξηγήσει δσο Ακριβέστερα μπορεί τήν ζωή τής άγ. Τριάδας. Τελικά όμως
έπισημαίνει γεγονότα, υποδεικνύει όψεις τής αλήθειας, χωρίς νά νομίζει ότι
εισέρχεται στήν έσώτερη διαδικασία, χωρίς πράγματι νά έξηγεϊ δηλαδή τό πώς τής
αλήθειας καί ειδικά έδώ τό «πώς γεννά ό Θεός». Ή έξήγησή του, ή θεολογία του,
έγκειται στήν έπισήμανση τοΰ «γεννάν», στήν υπογράμμιση τής σημασίας τοΰ
«γεννάν» καί τών συνεπειών αύτοΰ γιά μόνο μέ τήν χαρισματική είσοδο στήν
αλήθεια ότι ό Υιός είναι του Πατέρα «φυσικός» Υιός, τό θέμα λυνόταν όριστικά.
Γι’ αύτό καί προ έτρεπε νά μήν πολυπραγμονούν γιά τήν έννοια των ρημάτων, άρκεΐ
νά ομολογούν «τό κατά φύσιν» (Κατά άρ. Β' 3),
Γιά τήν άλήθεια τής
«φύσει» γεννήσεως έχει ό ’Αθανάσιος ένα σημαντικό έρεισμα στήν ιστορία τής
θεολογίας. Ό Θεόγνωστος, διευθυντής τής αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής μεταξύ
264 καί 281, έγραψε τό έξής πολυσήμαντο: «ούκ έξωθεν τις έστιν... ή τού Υιού
ουσία ουδέ έκ μή όντων έπεισήχθη, άλλά έκ τής τού Πατρός ουσίας έφυ, ώς τού
φωτός τό απαύγασμα» (Περί Νίκαιας 25,2). Τό «έφυ» τούτο τού Θεογνώστου
ταυτίζεται μέ τό «φύσει γέννησις» τού ’Αθανασίου, άλλά σέ σημεία, τά όποια
γνώριζε ό Φώτιος (Μυριόβιβλον 106), ό Θεόγνωστος κατανοεί τόν Υιό σάν
δημιούργημα καί οπωσδήποτε δέν διανοείται ταυτότητα φύσεως στά δύο θεία
πρόσωπα, όπως πρώτος στήν Ιστορία τής θεολογίας κάνει ό θεόπνευστος ’Αθανάσιος,
πού γι’ αύτό είναι καί Μέγας καί στύλος τής ’Ορθοδοξίας.
Ή φυσική γέννηση τοϋ Υιού προηγείται τής θείας βουλήσεως
Στήν προσπάθειά του ό
’Αθανάσιος νά αποχωρίσει τήν έν χρόνω δημιουργία άπό τήν φυσική γέννηση,
διακρίνει δύο αρχές: τήν αρχή τού «διαστήματος» (όπου έχουμε κίνηση κι έκταση
χρονική στό διάστημα), κατά τήν όποια τά όντα κτίζονται άπό τό μηδέν, αρχίζουν
καί τήν άρχή τής κατ’ έξοχήν «οικονομίας», κατά τήν όποια έν χρόνω ένανθρωπίζει
ό Υίός καί αρχίζει ή καινή κτίση.
Οί δύο αυτές αρχές είναι
άποτέλεσμα τής θείας βουλήσεως καί προϋποθέτουν χρόνο:
«ταύτόν έστιν είπεΐν
‘βουλήσει’ καί ‘ήν ποτέ ότε ούκ ήν’ ... βουλή
σει λέγοντες χρόνους πρό
Υίοϋ σημαΐνουσι· των γάρ ποτέ μή δν των προηγείται τό βουλεύεσθαι... εϊ
προηγείται ή βουλή, πώς δι’ αύτοϋ τά πάντα;» (Κατά άρ. Β' 61). «ή μέν βουλή καί
ή πρόθεσις
(= τοϋ μυστηρίου της
ένανθρωπήσεως) πρό τοϋ αιώνος ήτοιμάσθη, τό δέ έργον γέγονεν ότε ή χρεία
άπήτησε καί έπεδήμησεν ό Σωτήρ» (Κατά άρ. Β' 77).
Τό πρώτο χωρίο δείχνει
άβάσιμον τόν περίφημο ελιγμό των άρεια νών, πού, άντί τοΰ «ήν ποτέ ότε ούκ ήν»
ό Υιός, πρόβαλαν τό σχήμα: «θελήματι τοΰ Θεοΰ πρό χρόνων καί πρό αιώνων
κτισθέντα» τόν Υιόν (Άρείου, “Εκθεσις πίστεως... πρός ’Αλέξανδρον). Δεν δίστασε
μάλιστα ό "Αρειος νά γράψει καί την φράση «ό Υιός άχρόνως γεννηθείς»
(αυτόθι). Ό ’Αθανάσιος κατάλαβε τόν έλιγμό καί σπεύδει νά καταδείξει ότι ή
βούληση (θέληση) συνεπάγεται χρόνο καί ό χρόνος βούληση. Είτε την αρχή τοϋ
χρόνου θέσει κανείς είτε την άρ χή τής θείας βουλήσεως, καταλήγει στό ίδιο
αποτέλεσμα, δηλαδή στά κτιστά όντα ή στην θεία οικονομία. “Ετσι τό τελευταίο
βήμα στήν θεολογία αυτή τοΰ Αθανασίου είναι ότι ή «φύσει» γέννηση προηγείται
τής βουλήσεως:
«ύπεραναβέβηκε δέ τής
βουλήσεως τό πεφυκέναι» (Κατά άρ. Β' 2). «ύπέρκειται καί προηγείται τοΰ
βουλεύεσθαι τό κατά φύσιν» (Κατά άρ. Γ' 62).
“Αλλωστε ή βουλή τοΰ Θεοΰ
Πατέρα είναι ό ίδιος ό Υιός, πού γεν νάται «φύσει», δηλαδή στήν Ιδια τήν θεία
φύση καί άπό αυτήν καί άρα έξω άπό κάθε είδους προσδιοριστική αρχή:
ό Υιός «έστιν ή τοΰ
Πατρός βουλή καί ένούσιος ενέργεια ... δεύτερόν έστιν ... τό δημιουργεΐν τοΰ
γεννάν τόν Θεόν. Τό μέν γάρ Υιός ίδιον καί άληθώς έκ τής μακαρίας έκείνης καί
αεί οΰσης ούσίας έστί τά δέ έκ βουλήσεως αύτής έξωθεν συνιστάμενα γίνεται καί
δημιουργεΐται διά τοΰ ΐδίου καί έξ αύτής γεννήματος» (Β' 2). «τόν δέ ίδιον
Λόγον έξ αύτοΰ φύσει γεννώμενον ού προβουλεύεται» (Γ' 61).
Ή θεία βούληση δέν μπορεί
νά προηγείται τής γεννήσεως τοΰ Αό γου, διότι τότε πώς θά έλεγε ό ευαγγελιστής
’Ιωάννης ότι «πάντα δι’ αύτοΰ έγένετο» (1,3); “Αν δεχτοΰμε ότι «βουλήσει»
γεννήθηκε ό Αό γος, τότε θά πρέπει νά ζητήσουμε καί άλλον Λόγο, άπό τόν όποίο
προήλθε καί αύτός, μέ τόν όποίο δημιούργησε ό Θεός τόν κόσμο (Γ' 60). Τήν
διαφορά μεταξύ γεννήσεως τοΰ Υίοΰ καί τής δημιουργίας τοΰ κόσμου παριστάνει ό
’Αθανάσιος μέ τήν διαφορά μεταξύ τοΰ υίοΰ πού ό άνθρωπος γεννά φυσικώς έσωθεν,
άπό τήν ούσία του, καί τής οικίας, πού ό ίδιος κατασκευάζει μέ υλικά έξωθεν τής
ούσίας του καί μέ τήν βούλησή του, πού έκδηλώνεται έν χρόνω (Γ' 62). Κάνει
μάλιστα ό Αθανάσιος μιά λεπτότατη καί άποκαλυπτική έρμηνευτι κή παρατήρηση στά
βιβλικά κείμενα, πού άναφέρονται στόν Λόγο τοΰ ΘεοΟ. Αυτά, όταν πρόκειται γιά
την οικονομία τής ένανθρωπή σεως του Λόγου, προσθέτουν φράση ενδεικτική τής
κίνήσεως, τοΰ σκοπού, τής αιτίας, τοΰ χώρου, όπως: «ό Λόγος σάρξ έγένετο» καί
«έσκήνωσεν έν ήμΐν» (Ίω. 1,14). Έδώ έχουμε «διαστηματικήν αρχήν»: κάτι κάπου
κάποτε αρχίζει νά γίνεται. "Οταν πρόκειται νά δηλωθεί μόνο ή Θεότητα τοΰ
Λόγου, τότε λέγεται απλώς: «έν άρχή ήν ό Λόγος καί ό Λόγος ήν πρός τόν Θεόν καί
Θεός ήν ό Λόγος» (Ίω. 1,1), χωρίς τά στοιχεία τοΰ χρόνου (διαστήματος) ή τής
αιτίας. ’Έτσι μόνο κατανοεί καί τό περίφημο χωρίο «Κύριος έκτισέ με αρχήν όδών
αύτοΰ εις έργα αύτοΰ» (Παροιμ. 8,22), πού έγινε τό μέγα έρεισμα των άρειανών,
γιά νά στηρίξουν τήν ιδέα ότι ό Υιός είναι κτΐ σμα. Έδώ τό «έκτισε» δέν
σημαίνει «τήν άρχήν τοΰ είναι, αλλά τήν ένανθρώπησιν», τήν «οικονομίαν» πρός
«άνανέωσιν» τών έργων, τά όποια προστίθενται στό χωρίο ώς αιτία τής οικονομίας.
’Έχουμε, λοιπόν, τήν άρχή τής θείας οικονομίας, πού συνδέεται μέ τόν χρόνο, καί
όχι τήν γέννηση τοΰ Υίοΰ, στήν όποια όταν άναφέρονται τά βιβλικά κείμενα δέν
προσθέτουν αιτία, όπως π.χ. στά χωρία: «έγώ εί μιή αλήθεια» (Ίω. 8,12) καί «έγώ
καίό Πατήρ έν έσμεν» (Ίω. 10,30). (Βλ. Κατά άρ. Β' 5354, 5758).
Μέ τήν θεολογία τής
«φυσικής γεννήσεως» ό Αθανάσιος θεμελιώνει γιά πρώτη φορά στήν Εκκλησία α) τήν
άιδιότητα τοΰ Υίοΰ καί Λόγου τοΰ Θεοΰ, β) τήν ταυτότητα φύσεως Πατέρα καί Υίοΰ
καί γ) τήν απόλυτη διαφορά μεταξύ άτρεπτης φύσεως Υίοΰ καί τρεπτής φύσεως τών
δημιουργημάτων. Αυτονόητο ότι ξεπερνά όριστικά την ώρι γενιστική θεολογία, πού
κατανοούσε τήν άιδιότητα τοΰ Λόγου κυρίως μέ τήν άντίληψη ότι ό Πατέρας
γεννά δημιουργεί αιωνίως διαρκώς, καί μέ
τόν έπικίνδυνο συνδυασμό (ή ταύτιση) γεννήσεως τοΰ Υίοΰ καί δημιουργίας τοΰ
κόσμου. Ό συνδυασμός αύτός ήταν ακόμη πιό επικίνδυνος, διότι ό ’Ωριγένης, γιά
ν’ άποφύγει τόν γνωστικισμό, δέν ήθελε τόν Υιό γεννώμενο άπό τήν ούσΐα τοΰ
Πατέρα. "Ενα βήμα περισσότερο καί φθάσαμε στόν ’Άρειο, πού δίδαξε ότι ό
Υιός «άρχήν τοΰ κτίζεσθαι» είχε (Κατά άρ. A' 5), γιατί έτσι διαφύλαττε στόν Θεό
τό άγέννητο (Γραφή) καί τό πρώτο κινοΰν άναρχο (’Αριστοτέλης). Στήν Παράδοση
φυσικά, τήν κοινή πίστη, ύπήρχε, υπογραμμίζει ό ’Αθανάσιος, τό ότι «έξ άρχής...
ό Θεός Υιόν τόν Λόγον, τήν σοφίαν... έχει καί ταΰτά έστιν αύτοΰ εΐκών καί
άπαύγασμα» (Κατά άρ. Β' 34). Γιατί όμως τό «έξ άρχής» σημαίνει άεί, γιατί ό
Υιός είναι άεί καί όμοιος στήν ουσία μέ τόν Πατέρα καί γιατί δέν είναι κτίσμα
άποτελοΰν τό έργο τής άθανασιανής θεολογίας.
δ. Τό όμοούσιον
Ό Μ. ’Αθανάσιος άργησε νά
χρησιμοποιήσει τόν όρο όμοούσιος, πού έγινε θεμέλιος λίθος τής τριαδολογίας καί
κριτήριο τής ορθοδοξίας. Ειδικότερα, ύποστηρίζουν ότι δεν χρησιμοποίησε μέχρι
τό 350 περίπου την όρολογία τής Α' Οίκουμ. Συνόδου τής Νίκαιας (325). ’Αλλά ή
Νίκαια πρόβαλε γιά την ουσιαστική σχέση Υιού καί Πατέρα τούς έξής δύο
ταυτόσημους όρους: «έκ τής ουσίας τοϋ Πατρός» καί «όμοούσιος». Ό ’Αθανάσιος άναφέρει
τόν πρώτο πολύ συχνά καί τόν δεύτερο άπαξ (Κατά άρ. Α' 9). Επομένως άκολουθεΐ
την άποφασιστική όρολογία τής Νίκαιας, μόνο πού προτιμά τόν περιφραστικό όρο.
Καί αυτό γιατί ό όρος «έκ τής ουσίας τοϋ Πατρός» συνδέεται άμεσα μέ τό κλίμα
τής έποχής, μέ την διαμάχη γύρω άπό τόν αρειανισμό καί τόν προσωπικό του αγώνα.
Τό «όμοούσιος» προ τάθηκε όρθά στην Νίκαια (κι έγινε δεκτό άπό τόν Κωνσταντίνο,
μέ την προτροπή ίσως τού Όσιου Κορδούης) κι έπεκράτησε όριστικά (ώς
μονολεκτικός καί ακριβέστερος όρος), αλλά δέν ήταν θεολογι κό κλειδί στίς
άρχικές συζητήσεις των όρθοδόξων καί των άρεια νών, οί όποίοι μάλιστα τόν
άπέρριπταν καί ώς μή βιβλικό.
Οί άρχικές απαντήσεις
(καί φράσεις) πού οί όρθόδοξοι έδιναν στούς άρειανούς καταχωρίζονται στίς δύο
Ψπιστολές, πού κυκλοφόρησαν μέ τό όνομα τού ’Αλεξάνόρου ’Αλεξάνδρειάς, ώς
προτάσεις άπορ ριπτόμενες άπό τούς άρειανούς. Οί ορθόδοξες θέσεις πού μάς
ενδιαφέρουν είναι κυρίως ότι ό Λόγος ή ό Υιός είναι «όμοιος κατ’ ουσίαν τω
Πατρί», ότι είναι «άληθινός καί φύσει του Πατρός Λόγος» (καί Υιός), ότι έχει
«φυσικήν υίότητα», ότι είναι «γνήσιος» (άληθινός) Υιός, ότι είναι άπαράλλακτη
εικόνα τής ουσίας ή φύσεως τοϋ Πατέρα, ότι είναι άτρεπτος κ.α. Πρόκειται γιά
θεματική καί όρολογία πού συνεχίζεται καί μάλιστα άναπτύσσεται θεολογικά γιά πρώτη
φορά στά έργα τού Αθανασίου. Αυτός είναι ό λόγος πού μάς κάνει νά πιστεύουμε
ότι ό ’Αθανάσιος άναμίχτηκε γρήγορα στίς θεολογικές συζητήσεις πού προκάλεσε ό
’Άρειος καί ότι ή Β' Επιστολή τού ’Αλεξάνόρου συντάχτηκε κυρίως άπό τόν
’Αθανάσιο. Ό μόνος κρίσιμος όρος των έργων τού ’Αθανασίου, πού δέν βρίσκουμε
αυτούσιο στήν Επιστολή, είναι τό «ίδιον», ότι ό Υιός δηλαδή είναι τής φύσεως
τού Πατέρα, είναι άπό τήν ίδια φύση, άνήκει στήν ίδια φύση («ίδιος τής ουσίας
τού Πατρός») (Κατά άρ. Α' 9). Στήν Επιστολή χρησιμοποιείται ή πολύ γνωστή στούς
λόγους Κατά άρειανών λέξη «ιδιότητα» καί «ιδιότροπος» γιά νά δηλώσει τό ίδιο
θέμα. Στούς λόγους του Κατά έλλήνων (π.χ. 40) καί Περί ένανθρωπήσεως (π.χ. 20
καί 55), τής έποχής πρό τού 325, χρησιμοποιεί έπίσης ώς όρους κλειδιά γιά τήν
θεότητα τού Υιού τά έπίθετα «μονογενής», «άληθινός» καί «ίδιος». Είναι
χαρακτηριστικό ότι τό «μονογενής άληθινός» τής Επιστολής καί τού Περί ένα
νθρωπήσεως γίνεται στούς Κατά άρειανών «Υίός άληθινός φύσει» (Α' 9) ή «φύσει
μονογενής» (Β' 9). "Εχουμε δηλαδή έξέλιξη καί άνάπτυξη τής ορολογίας,
ιδιαίτερα έδώ πού θέλει νά δείξει τήν «κατά φύσιν» ένότητα Υίοΰ καί Πατέρα.
Οί παραπάνω λέξειςκλειδιά
«Ιδιος», «άληθινός», «έκ τής ούσίας του Πατρός», «φύσει Υιός» ή «φύσει γέννημα»
αποτελούν θετική έκφραση, δηλώνουν αύτό πού είναι ό Υιός πρός τόν Πατέρα. Ό
όρος δμοούσιος είναι ή συνέπεια των παραπάνω, προκύπτει άβίαστα από αύτό πού
δηλώνουν οί παραπάνω λέξεις. Καί ήταν πολύ φυσικό γιά τόν Αθανάσιο νά
χρησιμοποιήσει μετά τό 341 τό όμοούσιος ώς ά ποκλειστικό όρο, διότι τότε
παρουσιάστηκαν έπίσημα (π.χ. στήν σύνοδο των Εγκαινίων) ήμιαρειανοί ή
μετριοπαθείς άρειανοί (οί όμοιοι καί δή οί δμοιουσιανοί). Αύτοί υιοθετούσαν
πολλούς κρίσιμους άθα νασιανούς όρους
μαζί καί τόν «έκ τής ούσίας τού Πατρός»
μέ δική τους κατανόηση, γεγονός πού δημιουργούσε σύγχυση, τήν όποια ό
Αθανάσιος ήθελε νά άποφύγει.
ε. Διάκριση αλήθειας καί
ορολογίας
’Από τό 355 καί μετά,
όταν πολλοί μετριοπαθείς άρειανοί πλησίαζαν μέ ειλικρίνεια τούς δρθοδόξους, τό
όμοούσιος γινόταν εμπόδιο γιά τήν τελική τους ένσωμάτωση στήν Εκκλησία. Αύτοί
έζησαν δ λόκληρες δεκαετίες στό άντιομοουσιανικό κλίμα καί υποπτεύονταν ή
άποστρέφονταν ακόμα καί συναισθηματικά τόν όρο τούτο. Τό πρόβλημα αντιμετώπισε
ό ’Αθανάσιος μέ συνετή συγκατάβαση, προτεί νοντας, άπό τό 362 καί μετά, τήν
χρήση των όρων «φύσει γέννημα», «αληθώς φύσει Υιός» καί «έκ τής ούσίας τού
Πατρός» (βλ. Περί των έν Άριμίνω καί Σελεύκεια συνόδων [41] καί Πρός τούς εν
5Αφρική [9]) αντί τού δμοούσιος. Τό γεγονός είναι πολυσήμαντο, διότι έμφα νίζει
τόν ’Αθανάσιο αναπτυσσόμενο θεολογικά καί μετά τά 65 του χρόνια καί τόν
άποδεικνύει ικανό νά διακρίνει μέ σαφήνεια όρολο γία καί άλήθεια, άφοΰ ήδη άπό
παλαιότερα δίδασκε ότι τίς λέξεις όρους ορίζουν τά πράγματα καί όχι.τό
άντίθετο:
«ού γάρ αί λέξεις τήν
φύσιν παραιροΰνται, άλλά μάλλον ή φύσις τάς λέξεις εις έαυτήν έλκουσα
μεταβάλλει. Καί γάρ ού πρότεραι των ούσιών αί λέξεις, άλλ’ αί ούσίαι πρώται καί
δεύτεραι τούτων αί λέξεις» (Κατά άρ. Β' 3).
Στήν περίπτωση αύτή δέν
ύποδουλώνεται ό θεολόγος στούς όρους, άλλά, όπως κατά τόν Γρηγόριο Θεολόγο
έκανε ό ’Αθανάσιος, προχωρεί σέ άλλες έκφράσεις, όταν έχει άσφαλή τήν άλήθεια
(τό πράγμα). Τότε ό ’Αθανάσιος μπόρεσε νά χρησιμοποιήσει γιά τήν άλή θεια καί
άλλους όρους:
«προσκαλεσάμενος άμφότερα
τά μέρη... καί τόν νουν των λεγομένων έξετάσας, έπειδή συμφωνοϋντας εύρε καί
ούδέν διεστώτας κατά τόν λόγον, τά όνόματα συγχωρήσας συνδεΐ τοΐς πράγμασι»
(Γρηγορίου Θεολόγου, Εις
’Αθανάσιον, Λόγος ΚΑ' 25: PG 35, 1125Β).
Πρέπει άκόμη νά
σημειώσουμε ότι οί άρχικοί θεολογικοί όροι του ’Αθανασίου, όπως «φύσει Υιός»,
«άληθινός Υίός», τούς όποίους ορθά είχε άφήσει χάριν τού όμοούσιος, έρχονταν
τώρα στην έπικαιρό τητα καί λειτουργούσαν ώς γέφυρες ένσωματώσεως των
ήμιαρειανών στήν Εκκλησία. Ή τακτική βέβαια τού ’Αθανασίου δέν αποτελούσε
εγκατάλειψη τού όμοουσίου, άλλά μόνο παραχώρηση καί μόνο γιά όσους είχαν
επιφανειακούς ενδοιασμούς γιά την αποδοχή τού όρου αυτού.
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Σύναψη Θεού καί
Ανθρώπου
Ή χριστολογία τού
’Αθανασίου καί τής ’Εκκλησίας είναι άπόλυτα σωτηριολογική. Δέν θά έκανε
χριστολογία, εάν δέν έπρεπε νά δείξει, όσο γινόταν ακριβέστερα, πώς μέ τό
μυστήριο τού Χριστού σώζεται πράγματι ό άνθρωπος. Τό ίδιο, δέν θά έκανε
τριαδολογία, εάν δέν έπρεπε νά δείξει ότι μόνο ώς άληθινός Θεός ό Υίός μπορούσε
νά άναλάβει τό έργο τής σωτηρίας. Στήν σωτηριολογική του χριστολογία ό
’Αθανάσιος άποδεικνύει θαυμαστό καί στέρεο ρεαλισμό. Ή σκέψη του εδώ έχει τόν
χαρακτήρα συνεπούς καταγραφής καί άπο κρυπτογραφήσεως τού σωτηριώδους έργου τού
Χριστού. Καταγράφει ό,τι βιώνει στήν Παράδοση καί άποκρυπτογραφεΐ όσο τόν
φωτίζει τό άγιο Πνεύμα.
Ή σωτηρία ή θέωση τού
ανθρώπου πραγματώνεται μόνο έφόσον ύπάρξει «σύναψις» ή «συγγένεια» τού Υιού τού
Θεού καί τού κτιστού. Ό Υίός άνήταν κτιστός, όμότιμος δηλαδή τού κτιστού, δέν
θά μπορούσε νά θεώσει τό κτιστό, νά τού προσφέρει κάτι πού δέν έχει, νά τό
«συνάψει» μέ τόν Θεό. Γι’ αύτό καί μόνο ό φυσικός (Θεός) Υίός τού Θεού μπορεί
νά συνάψει στόν εαυτό του τόν φυσικό (κτιστό) άνθρωπο:
«εί κτίσμα ήν ό Υίός,
έμενεν ό άνθρωπος ούδέν ήττον θνητός, μή συναπτόμενος τφ Θεφ. Ού γάρ κτίσμα
συνήπτε τά κτίσματα τφ Θεφ, ζητούν καί αύτό τόν συνάπτοντα· ούδέ τό μέρος τής
κτίσεως σωτηρία τής κτίσεως άν είη, δεόμενον καί αύτό σωτηρίας... κατά τήν
συγγένειαν τής σαρκός ήλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθη μεν καί ημείς τω Λόγω»
(Κατά άρ. Β' 69).
«ούκ άν έθεοποιήθη ό
άνθρωπος, εΐ μή φύσει έκ τού Πατρός καί . αληθινός καί ίδιος αύτοΰ ήν ό Λόγος ό
γενόμενος σάρξ. Διά τούτο γάρ τοιαύτη γέγονεν ή συναφή, ϊνα τφ κατά φύσιν τής
θεότητος συνάψη τόν φύσει άνθρωπον καί βεβαία γένηται ή σωτηρία καί ή
θεοποίησις αύτοΰ» (Β' 70).
β. Επρεπε νά ηεθάνει ό
θάνατος. ’Αφθαρτοποίηση τοϋ σώματος
Γιά νά έπιτευχτεΐ σύναψη
Θεού καί άνθρώπου, έπρεπε ή ένανθρώ πηση νά είναι πραγματική, όχι δοκητική ή
φανταστική. ’Αλλιώς καί ή σωτηρία θά ήταν μή πραγματική, άπλή φαντασία:
«εί γάρ θέσει ήν έν τφ
σώματι ό Λόγος, κατ’ έκείνους, τό δε θέσει λεγόμενον φαντασία έστί, δοκήσει
εύρίσκεται καί ή σωτηρία καί ή άνάστασις» (Πρός Έπίκτητον 7).
Τό γεγονός τής σωτηρίας όμως
προϋποθέτει τόν θάνατο, τήν ά ναίρεση, τό τέλος τής μεταπτωτικής θνησιμότητας,
δηλ. τό τέλος τού θανάτου στον άνθρωπο. Αύτό μπορούσε νά γίνει μόνο στό πρόσωπο
τού Υιού καί Λόγου τού Θεού. Άλλ’ έπειδή ό Λόγος ώς αθάνατος δεν μπορούσε νά
πεθάνει, προσέλαβε κάτι, δηλ. τόν άνθρωπο, στό σώμα τού όποίου ώς άνθρώπινο σώμα
θά πέθαινε.
Γιά νά έπιτευχτεΐ ό
θάνατος τής φθοράς καί νά μή στρέφεται ό άνθρωπος στά μή δντα, όπως με
φιλοσοφική γλώσσα εξηγούσε ο ’Αθανάσιος τόν πνευματικό θάνατο, τό σώμα πού ό
Λόγος θά δεχόταν έπρεπε νά ήταν πραγματικό, γιά νά είναι σ’ αύτό πραγματικός
καί ό θάνατος δλων τών θνητών. Καί παράλληλα έπρεπε τό σώμα νά ά ναδεικνυόταν,
νά άπέβαινε, πραγματικά άφθαρτο ώς προϋπόθεση καί άπόδειξη τής άφθαρσίας ή
αθανασίας ή θεώσεως τών άνθρώπων. Ή αφθαρσία τού άνθρώπινου σώματος έπιτεύχτηκε
μέ τήν κατοίκηση σ’ αύτό τού Λόγου ή αλλιώς μέ τήν πρόσληψη ή άφθαρτοποίη ση
τού σώματος άπό τόν Λόγο. Τό γεγονός εξασφάλισε τήν δυνατότητα άφθαρτοποιήσεως
δλων τών ανθρώπινων σωμάτων, έφόσον μετέχουμε στό σώμα τοϋ Λόγου καί όχι σέ
κάποιο κοινό άνθρώπινο σώμα (Πρός Μάξιμον 2 καί Κατά άρ. Γ' 34):
«Συνιδών γάρ ό Λόγος, ότι
άλλως ούκ άν λυθείη τών άνθρώπων ή φθορά, εί μή διά τοϋ πάντως άποθανεΐν (ούχ
οίόν τε δέ ήν τόν Λόγον άποθανεΐν, άθάνατον δντα καί τοϋ Πατρός Υιόν), τούτου
ένεκεν τό δυνάμενον άποθανεΐν έαυτφ λαμβάνει σώμα, ΐνα τοϋτο τού έπί πάντων
Λόγου μεταλαβόν, άντί πάντων ικανόν γένηται τώ θανάτφ καί διά τόν ένοικήσαντα
Λόγον άφθαρτον διαμείνη καί λοιπόν άπό πάντων ή φθορά παύσηται τη τής
άναστάσεως χάριτι» (Περί ένανθρωπήσεως 9. Βλ. καί 20).
«Τό μέν ούν σώμα ( = τοϋ
Λόγου), ώς καί αύτό κοινήν έχον τοΐς πάσι τήν ούσίαν (σώμα γάρ ήν άνθρώπινον,
εί καί καινοτέρφ θαύ ματι συνέστη έκ Παρθένου μόνης), όμως θνητόν δν, κατά
άκολου θίαν τών όμοιων καί άπέθνησκε. Τή δέ τοϋ Λόγου εις αύτό έπιβάσει ούκέτι
κατά τήν ιδίαν φύσιν έφθείρετο, άλλά διά τόν ένοικήσαντα τοϋ Θεού Λόγον έκτός
έγίνετο φθοράς. Καί συνέβαινεν άμφότερα έν ταύτφ γενέσθαι παραδόξως ότι τε ό
πάντων θάνατος έν τφ κυ ριακφ σώματι έπληροϋτο καί ό θάνατος καί ή φθορά διά
τόν συνάντα Λόγον έξηφανΐζετο. Θανάτου γάρ ήν χρεία καί θάνατον υπέρ πάντων
έδει γενέσθαι, ϊνα τό παρά πάντων όφειλόμενον γένηται» (αυτόθι 20).
«ει καί άπέθανε ( = τό
σώμα τοΰ Χριστοϋ) διά τό ύπέρ πάντων λύ τρον, άλλ’ ούκ οΐδε φθοράν. 'Ολόκληρον
γάρ άνέστη, έπεί μηδέ άλλου τινός άλλ’ αύτής τής ζωής ήν τό σώμα» (αυτόθι 21).
Τό θεολογεΐν
Οί άρειανοί έπέμεναν στήν
αρχή ότι δεν μπορεί νά ύπάρχουν δύο άγένητα καί άρα δύο άίδια (Πατήρ καί Υιός),
διότι λογικά τό τέκνο δεν υπάρχει πριν γεννηθεί καί διότι ό Θεός δεν θά
μπορούσε νά δημιουργήσει τόν κόσμο χωρίς ένδιάμεσο όν, χωρίς «υποκείμενη ύλη»,
δηλ. χωρίς τόν Υίό (Κατά άρ. Α' 22-23). Πρόκειται γιά λαϊκοφιλο σοφική θεώρηση
με τις έξης έπιπτώσεις στήν μέθοδο τού θεολογεΐν: α) ’Απομονώνει άπό τό
μυστήριο τής Τριάδας τόν άγένητο Πατέρα, πού μένει μόνος άληθινός Θεός, μόνος
άκατάληπτος, μόνος άτρε πτος, μόνος ακίνητος. Ή διαχωριστική γραμμή μεταξύ
θείου καί κτιστού σύρεται μεταξύ Θεού Πατέρα καί όλων των άλλων, δηλαδή Υιού,
Πνεύματος, κόσμου καί όχι μεταξύ Τριάδας (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα) καί δημιουργίας
της. β) Μεθοδολογικά τήν απομόνωση τοΰ Θεού Πατέρα επιτυγχάνει είσάγοντας τήν
κατηγορία τού χρόνου στήν γέννηση τού Υιού. Ό χρόνος είναι τό άποφασιστικό
σημείο, αφού ό,τι είναι πάνω άπό αυτόν είναι άναρχο καί άγνωστο ό,τι αρχίζει μέ
αυτόν είναι κτιστό καί γνωστό, γ) Ό μόνος άληθινός καί άναρχος Θεός τελικά
μένει στόν κόσμο άγνωστος, αφού καί ό Λόγος, όντας κτίσμα, δέν τόν γνωρίζει
τέλεια (Κατά άρ. Α' 6). Επομένως ό άρειανισμός είχε είδος αγνωστικισμού, πού
κρατούσε τόν κυρίως Θεό σέ άπόσταση άπό τήν δημιουργία του. Δέν ήταν ό ίδιος
πού έπι κοινωνούσε μέ τόν κόσμο, άλλά ένα ένδιάμεσο όν, ό Υιός του, πού όμως
ήταν τό πρώτο κτίσμα του, μέ τό όποίο έκτισε τόν λοιπό κόσμο. ’Αντίθετα πάλι, ό
νεοαρειανισμός μέ τόν Εύνόμιο ισχυριζόταν ότι γνώριζε άπόλυτα καί αυτήν τήν
ουσία τού Θεού, έπειδή ταύτιζε τά γνωστά θεία ιδιώματα μέ τήν άγνωστη θεία
ουσία.
Ό ’Αθανάσιος κατάλαβε ότι
ό αρειανισμός αποτελούσε τό όλως άλλο άπό τήν αλήθεια τής Εκκλησίας καί τό
φρόνημά της καί ότι οί έσφαλμένες ριζικές του τομές στήν αλήθεια συνιστούσαν
πρόκληση. Θά έμπαινε στήν δοκιμασία ό Αθανάσιος; Θά άπαντούσε στόν άγνωστικισμό
μέ γνώση, δηλ. μέ τήν έμπειρία τής άλήθειας; Αυτό ήταν τό πρόβλημα τού
’Αθανασίου, πού προχώρησε θετικά, διότι οί συνέπειες ήταν σωτήριο λογικές.
Προσπάθησε, λοιπόν, νά γνωρίσει καί νά έκφράσει τήν αλήθεια, πού αγνοούσε καί
παρεξηγοΰσε ό Ά ρειος. ’Αρχίζοντας τό συγγραφικό του έργο, θέλει ν’ αποδείξει
ότι τό μυστήριο τού Χριστού δέν είναι «άλογον» (Κατά έλλήνων 1), έχει άκολουθία
λογική, την όποια μπορούμε καί οφείλουμε νά γνωρίσουμε. Γιά τόν σκοπό του
χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, τήν Παράδοση τής Εκκλησίας, τήν Γραφή καί τήν
θύραθεν παιδεία. Στήν τελευταία δέν φαίνεται νά είχε κάνει σπουδές ειδικές,
άλλά τήν γνώριζε καλά τουλάχιστον στό έργο τοΰ Πλάτωνα, τόν όποίο τιμά
Ιδιαίτερα καί τοϋ όποίου στοιχεία χρησιμοποιεί, όταν π.χ. προσπαθεί νά δείξει
τήν σχέση Πατέρα καί Υίοΰ ή όταν μιλάει γιά τόν Θεό γενικά, τόν κόσμο καί τόν
άνθρωπο. Άλλά καί τήν είδωλολατρικότητα τής φιλοσοφίας καί δή τής πλατωνικής
τήν δείχνει μέ όρους πλατωνικούς. Παρά ταϋτα δέν όργανώνει μέ φιλοσοφική
μεθολογία τήν επιχειρηματολογία του, δέν έχει άφηρημένη (speculative)
συλλογιστική. Ή σκέψη του άντίθετα είναι κυρίως βιβλική, έντυπωσιακά άπλή καί
βαθύτατα θεολογική. Έχει συνείδηση ότι, γιά νά φθάσει στήν ζητούμενη όψη τής
άλήθειας, χρειάζεται τό όλο φρόνημα τής Εκκλησίας (Γραφή καί Παράδοση) καί τόν
φωτισμό τοΰ Πνεύματος. Έκεΐ δέν τόν όδηγεΐ σέ καμμία περίπτωση ή φιλοσοφούσα
σκέψη, πού δέν μπόρεσε οϋτε «έννοιαν λαβεΐν Θεοΰ» (Περί ένανθρωπήσεως 11. Βλ.
καί Κατά έλλήνων 47). Ή Γραφή είναι στόν Αθανάσιο «αυτάρκης» γιά νά δείξει τήν
άλήθεια. "Οταν όμως εμφανίζονται κακοδοξίες πού προσβάλλουν τήν ίδια τήν
αλήθεια, γίνεται άναγκαΐος ό φωτισμός τοΰ Πνεύματος, μολονότι φυσικά ή Γραφή
διατηρεί τόν καθοριστικό ρόλο πυξίδας, όπως άλλωστε καί οί «θεόπνευστοι»
διδάσκαλοι τής Εκκλησίας, ή Παράδοση. Ό φωτισμός είναι απόλυτη συνάρτηση τής
μετοχής τοϋ ανθρώπου στόν Χριστό καί στό Πνεύμα καί βασίζεται στήν άνανέωση τής
θείας εικόνας μέσα στόν άνθρωπο. Ή έμπειρία τής άλήθειας είναι ό κατοπτρισμός
τής εικόνας τοϋ Λόγου στό άναζωογονημένο κατ’ εικόνα πού υπάρχει στόν άνθρωπο.
Επειδή όμως ό Λόγος είναι «ε’ικών απαράλλακτος» τοϋ Πατέρα, θεωρώντας εντός του
ό άνθρωπος τήν εικόνα τοΰ Λόγου, θεωρεί καί τόν Πατέρα. ΓΓ αύτό κι έπιμένει ό
Αθανάσιος ότι τόν Πατέρα «έ δώρησε», δίδαξε, τελικά στόν άνθρωπο ό Υιός δέν
μποροϋμε νά γνωρίσουμε τόν Πατέρα μέσω τής φύσεως ή τής φιλοσοφίας. "Ο,τι
άφορά στήν θεολογία, στήν ζωή τής Τριάδας καί τό έργο τής θείας οικονομίας, τό
γνωρίζουμε μόνο καθόσον ή Τριάδα μάς παρέχεται ή ίδια νά μετάσχουμε εις αυτήν,
όσο οί ένέργειές της έκτεΐνονται σέ μάς, όσο δηλ, αποκαλύπτεται σέ μάς. Τό
γεγονός, λοιπόν, ότι ό Θεός είναι Πατέρας πού έχει όμοούσιο Υίό, τό γεγονός ότι
ό Υιός γεννάται φύσει (γι’ αύτό καί όμοούσιος) καί όχι ώς δημιούργημα έν χρόνω,
τό γεγονός ότι ό Υιός ένανθρωπίζοντας προσλαμβάνει ολόκληρο τόν άνθρωπο καί
άνανεώνει τό κατ’ εικόνα σ’ αύτόν, αποτελούν χώρο άπροσπέλαστο γιά τόν
ανθρώπινο νοϋ, είναι ή θεία αλήθεια καθεαυ τή. Καί δέν μπορεί κανείς άφ5
έαυτοϋ, μέ τίς άνθρώπινες δυνάμεις του, νά είσέλθει στην θεία αλήθεια, έάν δεν
τόν βοηθήσει ό ίδιος ό Θεός, άν δέν του άποκαλυφτεί, άν ό Θεός δέν φωτίσει τόν
θεολόγο νά βιώσει κι έτσι νά καταλάβει τήν διαδικασία τοϋ μυστηρίου. Μέ τά
όλίγα αύτά γίνεται φανερό ότι ό ’Αθανάσιος πέτυχε νά δείξει τήν ένότητα φύσεως
Πατέρα, Υίοϋ καί Πνεύματος πού διασποϋσε ό Ά ρειος, νά αποκλείσει τόν χρόνο άπό
ό,τι συμβαίνει στήν ζωή τής Τριάδας καί νά καταρρίψει τόν αγνωστικισμό μέ τήν
γνώση τής αλήθειας, πού είναι άποτέλεσμα έμπειρίας καί θείου φωτισμού.
«Αύτάρκεις μέν γάρ είσίν
αί δγιαι καί θεόπνευστοι Γραφαί πρός τήν τής άληθείας άπαγγελίαν... άναγκαΐόν
έστι, & παρ’ έκείνων ( = τών διδασκάλων τής Εκκλησίας) έμάθομεν ταύτα καί
άπαγ γέλλειν καί γράφειν σοι... ΐνα μήτε εύτελή τις τήν τού καθ’ ήμάς λόγου
διδασκαλίαν ήγήσηται, μήτε άλογον τήν εις Χριστόν πίστιν όπολάβη» (Κατά έλλήνων
1),
Οί Γραφές «διά θεολόγων
άνδρών παρά Θεού έλαλήθησαν καί έ γράφησαν ήμεΐς δέ παρά των αύταίς
έντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οΐ καί μάρτυρες τής Χριστού θεότητος
γεγόνασι, μαθό ντες μεταδίδομεν» (Περί ένανθρωπήσεως 56).
"Οταν «τό κατ’
εικόνα καθαρόν ( = ό άνθρωπος) φυλάττη, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ώς έν
κατόπτρφ θεωρεί τήν εικόνα τοϋ Πατρός, τόν Λόγον, καί έν αύτώ τόν Πατέρα, ού
καί έστιν εΐκών ό Σωτήρ, λογίζεται» (Κατά έλλήνων 34).
«τό Πατήρ παρά τοϋ Κυρίου
ημών έγνώσθη καί κεχάρισται» (Κατά άρ. Α' 34).
«χάρισμα δέδωκεν ήμΐν ό
Λόγος, ώστε μή έκ των φαινομένων ά πατάσθαι, αλλά καί μάλλον, κάν ταύτα
κεκαλυμμένα τυγχάνη ( = όψεις ή ζητήματα τής αλήθειας) διακρίνειν τή τοϋ
Πνεύματος χάριτι» (Πρός επισκόπους Αίγυπτου καί Λιβύης 1).
«ά γάρ άγνοοΰμεν έν τοΐς
λογίοις ούκ έκβάλλομεν, αλλά ζη τ οϋ μεν οΰς άπεκάλυψεν ό Κύριος καί παρ’αύτών
μαν θάνειν άξιοϋμεν» (Περί συνόδων 40,3).
«ούκούν άποκαλύπτειν χρή
τόν νούν τού ρητού ώς κεκρυμμένον τε τούτον ζητεΐν καί μή έν παρρησία είρημένων
απλώς έκλαμβά νειν» (Κατά άρ. Β' 44) ( = ό νοΰς τού ρητούχωρίου αφορά σέ όψη
τής αλήθειας).
Ό Γρηγόριος Θεολόγος
βεβαιώνει ότι ό ’Αθανάσιος έγινε κατ’ έξοχή ν δέκτης τού φωτισμού πού μνημονεύει,
έφθασε τό ύψος βιβλικών προσώπων καί μάλιστα υπερέβαλε κάποια άπό αύτά, διότι
κυριολεκτικά έκράθη μέ τό θείο φως (Λόγος ΚΑ': PG 35, 1085Β). Έτσι μόνο
κατόρθωσε νά «στήση» τό «κακόν» τής εποχής του, δηλαδή τόν άρειανισμό.
δ. Οί χριστολογικές δυσκολίες
των άρειανών
Τό μυστήριο τής
ένανθρωπήσεως, στό όποίο προσπάθησε νά εί σέλθει τόσο βαθιά ό ’Αθανάσιος, έχει
ώς πρώτο μέγα σκόπελο τά έρωτήματα των άρείανών: πώς μπορούσε ό Υιός νά είναι
Θεός καί νά γίνει άνθρωπος, πώς μπορούσε αύτός πού έχει ανθρώπινο σώμα νά έχει
καί την ουσία του Θεού Πατέρα (Κατά άρ. Τ' 27); Καί αυτά διότι κίνησημετάβαση
από την μία κατάσταση στην άλλη, από την θεία στήν ανθρώπινη, σημαίνει γιά την
φιλοσοφία καί τούς άρειανούς μεταβολή, τροπή, κάτι πού είναι άδιανόητο στό θειο
«πρώτον κινούν ακίνητον». ’Από άλλους κακοδόξους ύποστηριζόταν ότι, αφού ή θεία
ούσΐα τού Υιού δεν μεταβάλλεται, ό Λόγος απλώς «ήλθε» σέ άνθρωπο, δηλ. μόνο
έπιφοίτησε, όπως καί στήν J7A φανερωνόταν ό λόγος Κυρίου κι έπιφοιτούσε στούς
Προφήτες (Γ' 30 Πρός Άντιοχεϊς 7). "Αλλοι πάλι δίδασκαν ότι ό θειος Λόγος
μετέβαλε τήν φύση του καί πλέον τό σώμα του ήταν αύτός ό ίδιος ό Λόγος, δηλ.
έλαβε σώμα «φύσει» καί όχι «θέσει» ή ότι τό σώμα τού Λόγου είναι έκ τής θείας
ουσίας, οπότε μιλούσαν γιά τετράδα καί όχι γιά θεία Τριάδα (Πρός Έπίκτητον 2).
"Ολ’ αυτά, βεβαιώνει ό ’Αθανάσιος, δεν αποτελούν Παράδοση τής ’Εκκλησίας
καί απορρίπτονται. ’Αλλά, γιά νά ζοΰν έν άληθεία οί πιστοί, έπιχειρεΐ νά
εξηγήσει θετικά τί προσέλαβε ό Λόγος καί πώς έγινε άνθρωπος, εισερχόμενος βαθύτερα
στήν θεία οικονομία, πού είναι μυστήριο, δηλαδή αλήθεια καί θεία βουλή, άλλ’
όχι αίνιγμα, τό όποίο μπορεί κανείς νά ερμηνεύσει όπως έπιθυμεΐ (Κατά άρ. Α'
41).
ε. «Ό Λόγος σάρξ έγένετο»
χωρίς νά μεταβάλει τήν θεία φύση τονυ
Κατ’ άρχήν οφείλουμε νά
υπενθυμίσουμε ότι άπό τόν ΙΘ' αί. επικρατεί ή αντίληψη ότι ό ’Αθανάσιος
κατανοεί τήν χριστολογία μέ τό άλεξανδρινό σχήμα Λόγος σάρξ («ό Λόγος σάρξ έγένετο»), πού οδηγεί
στόν άπολιναρισμό (στήν άντΐληψη ότι ό Λόγος άνέλαβε άνθρωπο χωρίς νού ή ψυχή,
δηλαδή τήν σάρκα), σέ άντίθεση μέ τό άν τιοχειανό σχήμα Λόγος άνθρωπος (ένανθρώπησε), πού οδηγεί ενίοτε
στόν νεστοριανισμό. Τό σχήμα Λόγοςάνθρωπος ύπεράσπιζαν κυρίως οί ορθόδοξοι
εύσταθιανοί. Τό σχήμα Λόγοςσάρξ πρόβαλλαν επίσης όρθόδοξοι, νομίζοντας ότι έτσι
άποφεύγουν τις χριστολογι κές συνέπειες τού αρειανισμού. Ό ’Αθανάσιος,
προσπαθώντας νά ερμηνεύσει τήν ένανθρώπηση, χρησιμοποιεί τίς έκφράσεις:
ό Λόγος έπεφάνη άνθρωπος
—ό Λόγος έγένετο άνθρωπος ό Λόγος έγένετο σάρξ ό Λόγος λαβών (ή φορών) σάρκα ό
Λόγος λαβών (ή φορέσας ή έσχε) σώμα.
Ή λέξη άνθρωπος (έγένετο)
είναι έπικρατέστερη, όπως έδειξε μέ στατιστική άνάλυση ή έρευνα, ένώ ή
συχνότητα τής λέξεως σάρξ είναι μικρότερη. "Αλλωστε γιά τόν ’Αθανάσιο ό
όρος σάρξ είναι, όπως καί στήν Γραφή άλλωστε, ταυτόσημος μέ τόν όρο άνθρωπος:
«τής Γραφής έθος έχούσης
λέγειν σάρκα τόν άνθρωπον» (Κατά άρ. 30). Καί «ό Λόγος σάρξ έγένετο ίσον πάλιν
έστίν ειπεΐν ό Λόγος άνθρωπος γέγονε» (Πρός Έπίκτητον 8).
Οί κακόδοξοι τόν
ανάγκασαν νά γίνει πολύ σαφέστερος στό θέμα τούτο καί νά ταυτίσει την «ένσαρκον
παρουσίαν» μέ τό «άνθρωπος γέγονε». Γι αύτό καί, προσκυνώντας τόν «Κύριον έν
σαρκί, ου κτίσματι προσκυνοΰμεν, άλλα τόν κτίστην ένδυσάμενον τό κτιστόν σώμα»
(Πρός Άδέλφιον 6 καί 1). Σέ λίγες περιπτώσεις όμως τό σάρξ ταυτίζεται μέ τό
σώμα. "Ετσι έχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Ή μία είναι ότι ό
Λόγος έγινε άνθρωπος (ή σάρξ), ή άλλη ότι ό Λόγος έλαβε σώμα (ή σάρκα). Καί οί
δύο άνταποκρίνονται στήν Παράδοση, όπως μάλιστα διατυπώθηκε αχό Σύμβολο Νίκαιας
μέ τίς μετοχές «σαρκωθέντα» καί «ένανθρωπήσαντα».
Τά χρησιμοποιούμενα
ρήματα «έγένετο» καί «έλαβε» προϋποθέτουν χρόνο καί θεία βούληση. Σημαίνουν
κάτι πού έγινε στόν Λόγο καί διά τού Λόγου στήν διάρκεια τής ιστορίας. Τό
γεγονός άνήκει στήν θεία οικονομία καί όχι στήν άιδιότητα, έπομένως όχι στήν
φύση τού Λόγου. Πρόκειται γιά ένέργεία τού Θεού πρός τά έξω (ad extra), όχι γιά
διαδικασία στήν ζωή καί τήν φύση τής θεότητας (ad intra). Γι’ αύτό ή ένέργεία
αύτή, τό ότι ό Λόγος έγινε άνθρωπος, δέν επηρεάζει τήν θεία ουσία του, πού
μένει άτρεπτη. Δέν γίνεται ή ουσία τού Λόγου άνθρωπος:
«ούκ επί τής ούσίας τού
Λόγου έλεγε τό 'γενόμενος5, άλλ’ επί τής 6Γ αύτού γενομένης διακονίας» ( =
οικονομίας) (Κατά άρ. Λ' 62). «Πάντα γάρ ταϋτα τά λεξεΐδια τής άνθρώπου
συστάσεως ίδια τυγχάνει όντα. Καί τά τοιαϋτα ού τήν ούσίαν τού Λόγου, αλλά τόν
άνθρωπον αύτόν γεγενήσθαι σημαίνει» (Β' 11).
«Ού δει τάς τοιαύτας
λέξεις εις τήν θεότητα αύτού λαμβάνειν, άλλ’ έρευναν διατί καί πώς ταΰτα
γέγραπται καί πάντως άπαντήσει τοΐς ζητοϋσιν ή ανθρώπινη οικονομία, ήν δι’ ήμάς άνεδέξατο» (Β' 12).
Τό γεγονός ότι ό Λόγος
έγινε άνθρωπος δέν σημαίνει ότι «έτρά πη» (Α' 48), έγινε, ή φύση τού Λόγου κάτι
άλλο. Αντίθετα, ό Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υιός τού Πατέρα καί σέ
ορισμένο χρόνο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος έπίσης άπόλυτα πραγματικός:
«αεί Θεός ήν καί Υιός
έστι, Λόγος ών καί απαύγασμα καί σοφία τού Πατρός· καί ότι ύστερον, δι’ ήμάς
σάρκα λαβών έκ Παρθένου τής Θεοτόκου Μαρίας, άνθρωπος γέγονε» (Γ' 29).
«ούδέ γάρ, έπειδή γέγονεν
άνθρωπος, πέπαυται τού είναι Θεός. Ουδέ, έπειδή Θεός έστι, φεύγει τό
άνθρώπινον» (Γ' 38). «ό έκ Μαρίας προελθών Κύριος, Υιός μέν τή ούσία καί φύσει
τού Θεού έστι· τό δέ κατά σάρκα έκ σπέρματός έστι Δαυίδ, σαρκός δέ τής αγίας
Μαρίας» (Πρός Έπίκτητον 2).
Μέ τήν εύκαιρία όσων
ύπογραμμίσαμε γιά τήν χρήση τών όρων άνθρωποςσάρξσώμα, είναι ανάγκη νά
σημειώσουμε ότι έναλλαγή κι έλευθερία θέλει επίσης ό ’Αθανάσιος μέ τούς ορούς
Λόγος καί Υιός (Κύριος, Χριστός). ’Αναμφίβολα καί ρητά ταυτίζει τόν Λόγο μέ τόν
Υίό, άλλά παρατηρούμε ότι τό Υιός αποβαίνει ό θεολογικός του όρος κλειδί
(technicus terminus), μέ τόν όποίο έπιχείρεί την θεολογία τής σχέσεως τού Υιού
πρός τόν Πατέρα (άντιαρειανική καί τριαδο λογική θεολογία) ένώ ό όρος Λόγος
έπικρατεΐ στην θεολογία τής ένανθρωπήσεως καί τής χριστολογίας.
στ. 'Η γένεση τον
άνθρώπον στόν Λόγο κατά τήν ενανθρώπηση
Ό Λόγος, μένοντας φύσει
Θεός, έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος. Τά ‘έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος’ εισάγουν
σέ δύο όψεις τού μυστηρίου. Ή πρώτη: Ό Λόγος λαμβάνει μέ θεία θέληση τό κτιστό
σώμα, πού γνωρίζει τόν θάνατο καί πού είναι ανυπόστατο. Τά μεταβατικά ρήματα
«έλαβε» ή «έφόρεσε» ή «έσχε» σώμα δέν σημαίνουν ποτέ «έγινε» (αμετάβατο) ή
«έτράπη» σέ σώμα ό Λόγος, μολονότι τό σώμα του είναι «αληθινόν» καί «ταύτόν»
καί «όμοταγές» μέ τό δικό μας (Πρός Έπίκτητον 7. Περί Διονυσίου 10,5). Ή
πρόσληψη όμως τού σώματος άπό τόν ένανθρωπήσαντα Λόγο είχε αποτέλεσμα νά μή
ένεργεΐ τό σώμα τίς άμαρτίες. Συνέβη δηλαδή «λόγωσις» τής σάρκαςσώματος, εφόσον
ενώθηκε στόν Λόγο, καί γι’ αύτό οί άνθρωποι μπορούμε μέ τήν δύναμη τού Λόγου νά
ξεπεράσουμε τά πάθη καί νά γίνουμε άφθαρτοι καί αθάνατοι:
«Νΰν δέ τοΰ Λόγου
γενομένου άνθρώπου καί ΐδιοποιουμένου τά τής σαρκός, ούκέτι ταΰτα τού σώματος
άπτεται διά τόν έν αύτω γενό μενον Λόγον... λοιπόν λογωθείσης τής σαρκός διά
τόν τού Θεού Λόγον, ός δι’ ήμάς έγένετο σάρξ» (Κατά άρ. Γ' 33).
Ή δεύτερη: Ή φράση ‘ό
Λόγος γίνεται άνθρωπος’ κατανοεΐται, ώς πρός τό τί γίνεται, άπό τίς
θεανθρωπολογικές αναλύσεις, πού είδαμε σέ προηγούμενες παραγράφους. Ό άνθρωπος,
δημιουργημένος ώς εικόνα τού Λόγου, όταν απομακρύνθηκε άπό τόν Θεό, στράφηκε
στό μή όν, στό μή είναι, ένώ ήταν προορισμένος σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, τό μόνο
αυθύπαρκτο καί αυθεντικό είναι. Ή κοινωνία τοΰ εξασφάλιζε τό είναι, τήν
ύπόστασή του. "Οσο είχε τήν κοινωνία ήταν όντως, ύπήρχε όντως. Ό
ένανθρωπήσας Λόγος ήρθε νά ανανεώσει τήν εικόνα του στόν άνθρωπο κι έτσι
γίνεται άνθρωπος. Γίνεται ή χαρισματική πραγματικότητα τής εικόνας, πού είχε
άδρανήσει, άλλά δέν είχε χαθεί. Γίνεται ή άνανεωμένη εικόνα τού έαυτοΰ του στόν
άνθρωπο κι έτσι, ένώ είναι Υιός τοΰ Θεού, γίνεται καί υιός τού άνθρώπου.
"Οντας Μονογενής τοΰ Θεού, γίνεται καί πρωτότοκος (ώς καινός άνθρωπος)
μεταξύ των άνθρώπων (Πρός Άντιοχεϊς 7).
Ή ένωσησύναψη τού Λόγου
καί τοΰ άνθρώπου άποτελεί τελικά έπανακοινωνία, πράξη έπαναποκτήσεως τού είναι
τού άνθρώπου, ά φοΰ αποκτά είναι μόνο στην σχέση του μέ τόν Θεό. Ό άνθρωπος
γνωρίζει τρόπον τινά άναγένεση ύποστατική στόν Λόγο, γίνεται αυθεντικός μόνο ώς
ενωμένος μέ τόν Λόγο, διότι μόνο ό Λόγος είναι αύθυπόστατος. Τό ιδιαίτερο
χαρισματικό καί αυθεντικό ύποστατι κό στοιχείο τοΰ άνθρώπου είναι ή χάρη τοΰ
κατ’ εικόνα, τό όποίο όμως είναι τοΰ δημιουργού Λόγου, έχει άδρανήσει καί από
άρρωστο γίνεται ύγιές καί αυθεντικό μόνο ένωμένο στό πρωτότυπό του. Τό όλως
άλλο πού ένώνεται μέ τόν Λόγο είναι τό σώμα, τό όποίο όμως ώς ύλική πραγματικότητα
δέν έχει υπόσταση κι έτσι δέν μπορεί νά γίνει συζήτηση γιά δεύτερη ύπόσταση
στόν Λόγο, άφοΰ μάλιστα ό Λόγος λαμβάνει, άλλά δέν γίνεται σώμα, όπως γίνεται
άνθρωπος. ’Από τήν άποψη τής ύποστάσεως ό άνθρωπος έγκεντρίζεται στόν Λόγο,
ένυπάρχει σ’ αυτόν καί αποκτά ένυπόσταση. Κάθε τΐ τό πνευματικό του άνθρώπου
καί τό ίδιο τό υλικό του σώμα ενώνονται στόν Λόγο καί έχουμε τόν Χριστό, τόν
Θεάνθρωπο. Βέβαια, έάν ό άνθρωπος θεωρηθεί φιλοσοφικά καί δή άριστοτελικά ώς
αύθύπαρκτη καί αυτόνομη ύπόσταση, χωρίς νά κατανοεΐται ή έξάρτηση τής
ύποστάσεως αυτής άπό τό είναι τοΰ Θεοΰ καί χωρίς νά έκτιμάται ή σχέση τοΰ Λόγου
μέ τό κατ’ εικόνα τοΰ άνθρώπου πρίν καί μετά τήν πτώση, τότε γίνεται
προβληματική ή άνθρώπινη ύπόσταση, ή όποια στήν ένανθρώπηση ή πρέπει νά κολοβωθεί
(άπολιναρισμός) ή νά διατηρηθεί χωρίς πραγματική ένωση μέ τήν θεία φύση
(νεστοριανισμός) ή νά άπορροφηθεί άπό τήν φύση τοΰ Λόγου (μονοφυσιτισμός).
Είναι πολύ χαρακτηριστική
ή σχετική έκφραση τοΰ ’Αθανασίου, πού άποθέτει τήν «γένεσή» μας στόν Λόγο χωρίς
νά άφήνει περιθώριο άνθρώπινης ύποστάσεως στόν Λόγο, ένεκα τής σχέσεως Λόγου
καί εικόνας του στόν άνθρωπο:
«τής γενέσεως ήμών καί
πόσης τής σαρκικής άσθενείας μετατε θέντων εις τόν Λόγον, έγειρόμεθα άπό τής
γης, λυθείσης τής δι’ άμαρτίαν κατάρας διά τόν έν ήμΐν ύπέρ ήμών γενόμενον
κατάρα» (Κατά άρ. Γ' 33).
ζ. Στόν Λόγο ένώνεται
ολόκληρος ό άνθρωπος. Απάντηση στόν πρώιμο άπολιναρισμό
Τό ριζικό σφάλμα τοΰ
Άρείου έπηρέασε καί τήν χριστολογία. "Οταν ή θεολογία τοΰ ’Αθανασίου
έπικρατοΰσε σιγάσιγά καί τά έπι χειρήματα των άρειανών έξαντλοΰνταν, όξύνθηκε
Ιδιαίτερα τό πρόβλημα τοΰ τί ενώθηκε μέ τόν Λόγο κατά τήν ένανθρώπηση. Ό Α
πολινάριος καί κάποιοι πού είχαν άνάλογες τάσεις ύποστήριζαν ότι ό Λόγος
προσέλαβε μόνο τήν σάρκα («σάρξ έγένετο») τοΰ άνθρώπου καί τήν θέση τοΰ νοΰ ή
τής ψυχής κατέλαβε ό ίδιος ό Λόγος. "Ετσι μόνο μπορούμε νά έχουμε έν, μία
ύπόσταση τοΰ Λόγου.
Στην εκτίμηση αύτή
κατέληξαν γιά δύο λόγους: α) κατά τήν αριστοτελική λογική «δύο τέλεια έν
γενέσθαι ού δύναται» καί β) άν ό Λόγος προσελάμβανε τέλειο άνθρωπο, θά έπρεπε
νά προσλάβει καί τίς αμαρτίες του, αφού ούδεΐς άναμάρτητος.
Ή απάντηση τοϋ ’Αθανασίου
έχει δύο τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις: α) Λέγοντας ότι ό Λόγος
προσλαμβάνει τόν άνθρωπο, έν νοοϋμε ότι ανακαινίζει τήν δική του εικόνα στόν
άνθρωπο καί λαμβάνει τό ύλικό σώμα πού δέν έχει ύπόσταση. Ή πράξη τής άνα
νεώσεως ή άνακαΐνΐσεως τοϋ κατ’ εικόνα δέν συνεπάγεται λήψη ά μαρτίας άπό τόν
Λόγο, διότι καθεαυτό τό κατ’ εικόνα είναι «χάρις» τοϋ Θεοΰ, ένέργεια καί δώρο,
μέ τό όποίο σχετίζεται άμεσα ό Λόγος καί τό όποίο παρά τήν πτώση δέν χάθηκε.
’Έτσι, λοιπόν, ό Αθανάσιος διδάσκει χωρίς δισταγμό ότι ό Λόγος προσέλαβε τόν
άνθρωπο ολόκληρο, μέ νοϋ καί ψυχή, άφοϋ μάλιστα σ’ αυτά έντοπίζεται τό κατ’
εικόνα, β) Έφ’ όσον πίστη τής Εκκλησίας είναι ή σωτηρία ολόκληρου τοϋ ανθρώπου,
έπεται κατ’ άνάγκην ότι ό Σωτήρας είχε στόν έαυτό του ολόκληρο τόν άνθρωπο, νοϋ
καί σάρκα. Καί άπό κειται στόν φωτισμένο θεολόγο νά εξηγήσει τό πώς τής ένώσεως
αύ τής. Ό ’Αθανάσιος θέτει τήν πρώτη στέρεη βάση γιά τήν θεολογία τής ολοκληρωτικής
ένώσεως τοϋ άνθρώπου μέ τόν Λόγο, αλλά δέν προχωρεί περισσότερο, ούτε εξηγεί τό
πώς τής ένώσεως αυτής. Τό έργο του θά συνεχίσουν οί Καππαδόκες καί μάλιστα ό
Γρηγόριος Θεολόγος θά θεμελιώσει τό πώς τής ένώσεως, ή όποια θά έξηγηθεΐ
οριστικά στήν Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451).
Είναι αλήθεια ότι ό
’Αθανάσιος μόνο στόν Τόμο πρός Άντιοχεϊς (7) μιλάει ρητά γιά ανθρώπινο νοϋ ή
ψυχή στόν Χριστό. Τό γεγονός έδωσε αφορμή γιά πολλές συζητήσεις, πού οδήγησαν
στήν άποψη ότι ό ’Αθανάσιος, ακολουθώντας τό σχήμα Λόγοςσάρξ, είχε τάσεις
άπολιναριστικές. ’Αλλά τό ενδιαφέρον καί τό κριτήριο τοϋ ’Αθανασίου ήταν άλλο,
ήταν ή σωτηρία ολόκληρου τοϋ άνθρώπου. Έφ’ όσον αυτός έδειχνε τήν σωτηρία
ολόκληρου τοϋ άνθρώπου μέ τήν πρόσληψη άπό τόν Λόγο όλόκληρου τοϋ άνθρώπου,
περίττευε συζήτηση γιά ϋπαρξη ή μή άνθρώπινης ψυχής στόν Κύριο:
«ού σώμα άψυχον, ούδ’
άναίσθητον, ούδ’ άνόητον εϊχεν ό Σωτήρ. Ούδέ γάρ οΐόν τε ήν, τοϋ Κυρίου δι’ ή
μάς άνθρώπου γενομένου, άνόητον είναι τό σώμα αύτοϋ ούδέ σώματος μόνον άλλά καί
ψυχής έν αύτώ τώ Λόγω σωτηρία γέγονεν. Υιός τε ών αληθώς τοϋ Θεοΰ, γέγονε καί
υιός τοϋ άνθρώπου καί μονογενής ών Υιός τοϋ Θεοΰ, γέγονε ό αύτός πρωτότοκος έν
πολλοΐς άδελφοΐς» (Πρός Άν ηοχεις 7).
«ού φαντασία ή σωτηρία
ημών, ούδέ σώματος μόνου, άλλ’ όλου τοϋ άνθρώπου, ψυχής καί σώματος άληθώς, ή
σωτηρία γέγονεν έν αύτφ τώ Λόγφ. ’Ανθρώπινον άρα φύσει τό έκ τής Μαρίας κατά
τάς Γραφάς καί άληθινόν ήν τό σώμα τοΰ Κυρίου. Αληθινόν δέ ήν έπεί ταύτόν ήν τφ
ήμετέρω» (Πρός Έπίκτητον 7).
η. Τά ιδιώματα τής Θείας
καί τής άνθρώπινης φνσεως διασώζονται
Είναι απόλυτα σαφές στόν
’Αθανάσιο ότι, γιά νά σωθεί ό άνθρωπος, έπρεπε ό Χριστός νά είναι συγχρόνως καί
αληθινός Θεός (γι’ αύτό καί ονόμαζε Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία: Κατά άρ. Β' 14
καί 29 Γ'33) καί αληθινόςόλόκληρος άνθρωπος. Ενεργούσε καί ώς φύσει Θεός καί ώς
φύσει άνθρωπος. ’Ένδειξη τής πραγματικής ένώ σεως θεότητας καί ανθρωπότητας
στόν Χριστό καί συγχρόνως προϋπόθεση τής σωτηρίας τοϋ άνθρώπου είναι ότι
ενεργούσε ώς Θεός μέ τό σώμα:
«εί γάρ τά τής θεότητος
τοΰ Λόγου έργα μη διά του σώματος έγέ νετο, ούκ άν έθεοποιήθη άνθρωπος. Καί
πάλιν εί τά ίδια τής σαρ κός ούκ έλέγετο τοΰ Λόγου, ούκ άν ήλευθερώθη παντελώς
άπό τούτων ό άνθρωπος» {Κατά άρ. Γ' 33).
Επομένως ή διάσωση των
ιδιωμάτων τής θείας καί τής άνθρώπινης φύσεως στόν Χριστό ήταν άπόλυτη. Αλλά
καί ή ένωση ήταν τόσο πραγματική, ώστε, όταν ό Χριστός ενεργούσε θαϋμα, τό
έκτελοΰσε μέ τά ιδιώματα τής άνθρώπινης φύσεώς του όταν έπασχε ώς άνθρωπος άπό
πείνα, δίψα, πόνο κ.λπ., ήταν εκεί καί ό Λόγος. Άνέλαβε τήν άνθρώπινη φύση μέ
όλα τά πάθη της, εκτός τής αμαρτίας, καί γι’ αύτό τά σωματικά πάθη τής σάρκας
του είναι δικά του, όπως γι’ αύτό δικά του είναι καί τά πνευματικά κατορθώματα.
Καί αύτός πού θαυματοποιοϋσε καί αύτός πού έπασχε ήταν «ό αύτός» (τό αύτό
πρόσωπο, δηλαδή ό Χριστός):
«ό αύτός δέ ήν σωματικώς
μεν ώς άνθρωπος πτύων, θεϊκώς δέ ώς Υιός τοΰ Θεού άνοίγων τούς οφθαλμούς τοΰ έκ
γενετής τυφλοΰ καί σαρκί μέν πάσχων... θεϊκώς δέ άνοίγων τά μνήματα» (Πρός
Άντιοχεϊς 7).
«τής σαρκός πασχούσης,
ούκ ήν εκτός ταύτης ό Λόγος. Διά τούτο γάρ αύτοΰ λέγεται τό πάθος. Καί θεϊκώς
δέ ποιοΰντος αύτοΰ τά έργα τοΰ Πατρός, ούκ ήν έξωθεν αύτοΰ ή σάρξ, άλλ’ έν αύτω
τω σώματι ταΰτα πάλιν ό Κύριος έποίει... ένδεδυμένος άνθρωπίνην σάρκα, ταύτην
μετά τών ιδίων παθών αύτής όλην ένδύσασθαι, ϊνα, ώσπερ ίδιον αύτοΰ λέγομεν
είναι τό σώμα, οΰτω καί τά τοΰ σώματος πάθη ίδια μόνον αύτοΰ λέγηται, εί καί μή
ήπτετο κατά τήν θεότητα αύτοΰ» (Κατά άρ. Γ' 32).
Στήν ιστορία τής
θεολογίας τά άνθρώπινα πάθη τοΰ Κυρίου ονομάστηκαν αδιάβλητα πάθη καί άποτελοΰν
τίς φυσικές άνθρώπινες άδυναμίες, χωρίς νά ταυτίζονται μέ τήν άμαρτΐα, διότι,
άφότου ιδιοποιήθηκαν άπό τόν Λόγο, δέν ρέπουν στήν άμαρτία:
«τοΰ Λόγου γενομένου
άνθρώπου καί Ιδιοποιούμενου τά τής σαρ κός, ούκέτι ταΰτα (= τά πάθη) τοϋ
σώματος (= τής ροπής του στην άμαρτία) άπτεται διά τόν έν αύτφ γενόμενον Λόγον»
(Γ' 33).
Βέβαια, λέγοντας ότι τά
πάθη είναι του Κυρίου, τοϋ Χρίστου ή του Λόγου, δεν εννοεί ότι είναι του Λόγου
του Θεοϋ, άλλ’ ότι είναι τής σάρκας τοϋ Κυρίου, μολονότι λέει ότι ή σάρκα
«θεοφορεΐται» στόν Λόγο: ή χάρη, ή θεία δύναμη, είναι τοϋ Λόγου καί όχι τής
σάρκας: «εΐ γάρ καί ό Λόγος σάρξ έγένετο, άλλά τής σαρκός ίδια τά πάθη. Καί εί
ή σάρξ θεοφορεΐται έν τφ Λόγω, άλλ’ ή χάρις καί ή δύναμίς έστι τοϋ Λόγου. Τά
γοΰν έργα τοϋ Πατρός διά τής σαρκός έποΐει» (Γ' 41).
Τά ιδιώματα δηλαδή τής
κάθε (ρύσεως ανήκουν καί μένουν σέ κάθε μία άπό τις δύο φύσεις, άλλά καί οί δύο
φύσεις είναι άπόλυτα ενωμένες στό πρόσωπο τοϋ Χρίστου, πού είναι καί θειος
Λόγος καί άνθρωπος. Ή θεολογία αύτή των ιδιωμάτων, αναπτυγμένη περισσότερο,
κυρώθηκε τό 451 άπό τήν Δ' Οίκουμ. Σύνοδο.
θ. Ή προκοπή τοϋ Ίησοϋ
καί ή προσκύνηση τον Κυρίου
Ή θεολογία τής ένώσεως
των δύο φύσεων στόν Χριστό καί τής διασώσεως των ιδιωμάτων αύτών διευκόλυνε τήν
άπάντηση στά έ ρωτήματα: τί σημαίνει τό εύαγγελικό «καί Ίησοϋς γάρ προέκοπτε
σοφίςι καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52) καί τί προσκυνούμε στό πρόσωπο τοϋ Χριστοϋ;
Τό πρόβλημα τής προκοπής
ή αύξήσεως τοϋ Ίησοϋ συζητήθηκε πολύ καί συζητεΐται. Έφ’ όσον διασώζονται τά
ιδιώματα των φύσεων, ή προκοπή εδώ άφορά στήν άνθρώπινη φύση καί συνιστά τό
γεγονός τής άναπτύξεως ή αύξήσεως τοϋ Ίησοϋ ώς άνθρώπου καί ποτέ ώς Λόγου, ό όποίος
ώς άτρεπτος Θεός δέν είχε τέτοιο ιδίωμα. Άν θρωπίνως, λοιπόν, ό Ίησοΰς
προκόπτοντας καί ώριμάζοντας αύξα νόταν καί μεγάλωνε ή φανέρωση τής θεότητας
τοϋ Λόγου μέσω τοϋ Ίησοϋ ώς όργάνου. Δηλ. όσο προέκοπτε ό άνθρωπος Ίησοϋς τόσο
φανερωνόταν δι’ αύτοϋ ή θεότητα στούς γύρω άνθρώπους, οί όποίοι θαύμαζαν έστω
καί άν δέν κατανοούσαν άκριβώς:
«ώσπερ εΐπομεν ότι σαρκί
πέπονθε καί σαρκί έπείνα ... εΙκότως άν λέγοιτο ότι σαρκί προέκοπτεν... οΰτ’
ούν τοϋ Λόγου ή προκοπή, ούτε ή σάρξ ήν ή Σοφία, άλλά τής σοφίας σώμα γέγονεν ή
σάρξ... τό άνθρώπινον έν τή Σοφίμ προέκοπτεν, ύπεραναβαϊνον κατ’ όλΐγον τήν
άνθρωπίνην φύσιν καί θεοποιούμενον καί δργανον αύτής πρός τήν ένέργειαν τής
θεότητος καί τήν έκλαμψιν αύτής γινόμενον καί φαινόμενον πάσι. Διό ούδέ ειπεν
'ό Λόγος προέκοπτεν’, άλλ’ ό ”Ιησοϋς\ δπερ δνομα γενόμενος άνθρωπος ό Κύριος
έκλήθη, ώς είναι τής άνθρωπίνης φύσεως τήν προκοπήν» (Γ' 53). «τοϋ σώματος άρα
έστίν ή προκοπή. Αύτοϋ γάρ προκόπτοντος, προέκοπτεν έν αύτφ καί ή φανέρωσις τής
θεότητος τοΐς δρώσιν.
"Οσω δέ ή θεότης
άπεκαλύπτετο, τοσούτφ πλεΐον ή χάρις ηϋξα νεν ώς ανθρώπου παρά πάσιν άνθρώποις»
(Γ' 52).
Στην ενότητα των δύο
φύσεων τού Χριστού καί στην άφθαρτοποί ηση καί θέωση τής άνθρώπινης φύσεως
θεμελιώνει ό ’Αθανάσιος καί την άπάντησή του στό πρόβλημα τού τί προσκυνούμε
στόν Χριστό. Δεν μπορούμε νά χωρίσουμε τις φύσεις του καί νά προσκυνήσουμε μόνο
τόν θειο Λόγο, γιατί τό σώμα είναι σώμα του. Καί δεν μπορούμε νά ξεχωρίσουμε από
την θεία την κτιστή φύση του (πού από μόνη της βέβαια δέν είναι προσκυνητή),
γιατί αυτή θεώθηκε, άφθαρτοποι ήθηκε στήν συνάφειά της μέ τήν θεία, ώστε νά μή
μπορεί νά πει κανείς ότι προσκυνώντας τόν Κύριο προσκυνεΐ τό κτιστό:
«ού γάρ κτίσματι ή κτΐσις
προσκυνεΐ» (Πρός Άδέλφιον 4). «Τόν Κύριον έν σαρκί προσκυνοϋντες ού κτίσματι
προσκυνοϋμεν, αλλά τόν κτίστην ένδυσάμενον τό κτιστόν σώμα» (αυτόθι 6).
ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓ1ΚΗ
α. Μετέχουμε τον Θεόν διά
του άγ. Πνεύματος
"Οπως στήν
χριστολογία έτσι καί στήν πνευματολογία ό ’Αθανάσιος ξεκινάει άπό τήν
βεβαιότητα τής σωτηρίας, ή όποια πραγματώνεται, καθόσον οί άνθρωποι μετέχουμε
στό άγιο Πνεύμα. Ή μετοχή μας αυτή, πού είναι γεγονός έμπειρικό, λειτουργεί
αποδεικτικά καί γιά τήν σωτηρία μας καί γιά τήν θέση τού άγιου Πνεύματος στήν
άγ. Τριάδα, επομένως γιά τό ότι δέν είναι κτίσμα, άλλά τής φύσεως τού Θεού. Ή
θέωση αποτελεί έργο καί τού Πνεύματος, πού «συνάπτει» τόν άνθρωπο μέ τόν Υιό
καί τόν Πατέρα, κάτι πού δέν θά μπορούσε νά κάνει, άν δέν είχε τήν φύση τού
Υιού καί τού Πατέρα.
«διά τού Πνεύματος
λεγόμεθα πάντες μέτοχοι τού Θεού ... εί κτίσμα δέ ήν τό Πνεύμα τό άγιον, ούκ άν
τις έν αύτω μετουσία τού Θεού γένοιτο ήμΐν, ...άλλότριοι δέ τής θείας φύσεως
έγενόμεθα, ώς κατά μηδέν αύτής μετέχοντες. Νΰν δέ, δτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού
καί μέτοχοι Θεού, δείκνυται τό έν ήμΐν χρίσμα καί ή σφραγίς μή ούσα τής των
γενητών φύσεως, άλλά τής τού Υιού διά τού έν αύτφ Πνεύματος συνάπτοντος ήμάς τω
Πατρί. Διά τούτο καί έν οΐς γίνεται ( = ή μετουσία τού άγ. Πνεύματος) ούτοι
θεοποιούνται. Εί δέ θεοποιεί ( = τό Πνεύμα), ούκ Αμφίβολον ότι ή τούτου φύσις
Θεού έστί» (Πρός Σεραπίωνα Α' 24).
Ή ρεαλιστική αύτή
πνευματολογία διατυπωνόταν ώς Απάντηση στήν ήθικιστική θεώρηση τής σωτηρίας άπό
τούς άρειανούς καί τούς ήμιαρειανούς. Οί πρώτοι, ίσχυριζόμενοι ότι ό Υιός (καί
τό Πνεύμα) είναι κτίσμα, άρνοΰνταν τήν πραγματική ένωση τού ανθρώπου μέ τόν
Θεό. Οί δεύτεροι, δέχονταν τήν όμοουσιότητα τού Υιού πρός τόν
Πατέρα, αλλά δίδασκαν ότι
τό Πνεύμα είναι «έτερούσιον» τής Τριάδας, είναι κτίσμα, σύμφωνα δήθεν μέ τό
Άμώς 4,13: «’Ιδού εγώ στερεών βροντήν καί κτίζων πνεύμα καί άπαγγέλλων εις
άνθρώπους τόν Χριστόν αύτού». Έφ’ όσον όμως τό Πνεύμα ώς κτίσμα δέν μπορεί νά
συνάψειένώσει τόν κτιστό άνθρωπο μέ τόν άκτιστο Θεό, ή σωτηρία μένει στό
επίπεδο τής ηθικολογίας.
β. Ή τέλεια Τριάδα
Οί ήμιαρειανοΐ αύτοΐ, πού
χαρακτηρίζονται «πνευματομαχοΰντες» καί άγνωστο γιατί «τροπικοί», έμφανίστηκαν
στην περιοχή τής Θμού εως τής Αίγύπτου, λίγο μετά τό 355. Ισχυρίζονταν ότι
δέχονταν τήν Τριάδα, τήν όποια όμως κατέλυαν, αφού άλλης φύσεως ήθελαν τόν
Πατέρα καί τόν Υιό καί άλλης τό άγ. Πνεύμα (Πρός Σεραπίωνα A' 2).
"Εθεταν λοιπόν καί
πρόβλημα ένότητας ή αδιαιρέτου τής Τριάδας. Τό πρόβλημα προσεγγίζει ό
’Αθανάσιος άπό τήν θεία οικονομία, τήν όποια ορθά θεωρεί κοινό έργο τού Πατέρα,
τού Υιού καί τού άγ. Πνεύματος:
«ένα είναι τόν αγιασμόν,
τόν έκ Πατρός δι’ Υίοϋ έν Πνεύματι άγΐω γινόμενον» (Πρός Σεραπίωνα Α' 20).
"Ετσι, μολονότι
υίοποιούμεθα, επειδή ό Υιός είναι φυσικός Υιός, υίοποιούμεθα διά τού Πνεύματος
καί ζωοποιούμεθα διά τού Πνεύματος, άλλ’ άποκτοϋμε τήν ζωή τού Χριστού.
Φωτιζόμεθα διά τού Πνεύματος, αλλά φωτίζων είναι ό Χριστός (αύτόθι 19).
Ότιδήποτε λοιπόν τό άγ.
Πνεύμα ένεργεΐ στήν πορεία τής θείας οικονομίας γΐά jov άνθρωπο συνιστά
ένέργεια όλης τής Τριάδας. Κάποτε αφήνει τήν υπόνοια ότι ταυτίζει τήν θεία
ενέργεια μέ τό ίδιο τό άγ. Πνεύμα:
«Ενός γάρ όντως τού
ΥΙοϋ...μίαν είναι δει τελείαν καί πλήρη τήν άγιαστικήν καί φωτιστικήν ζώσαν
ένέργειαν αύτοϋ καί δωρεάν, ή τις έκ Πατρός λέγεται έκπορεύεσθαι, έπειδή παρά
τού Λόγου τού έκ Πατρός όμολογουμένου έκλάμπει καί άποστέλλεται καί δίδο ται»
(αύτόθι 20).
γ. Τό Πνεύμα έκ τής
ουσίας τού Θεού
Τό γεγονός ότι τό Πνεύμα
είναι έκ τού Θεού καί θεώνει τόν άνθρωπο δείχνει ότι είναι τής ουσίας καί τής
φύσεως τού Θεού Πατέρα, όπως καί ό Υιός. Χρησιμοποιεί μάλιστα, γιά νά δηλώσει
αυτό, κυρίως τήν άρνητική έκφραση «ού ξένον» ή «ούκ άλλότριον» καί τόν θετικό
προσδιορισμό «ίδιον» (τού Θεού), όπως έκανε καί προ κειμένου νά έξηγήσει ότι ό
Υιός είναι τής φύσεως τού Πατέρα:
«ώσπερ ό Υιός, ό έν τφ
Πατρΐ ών, έν φ καί ό Πατήρ έστιν, ούκ αμα τό έν τώ Υίφ, έν ώ καί δ Υιός
έστι...ίδιον δέ καί έν τής έν Τριά δι θεότητος» (Πρός Σεραπίωνα Α' 21).
«είδέναι άγίαν μέν
Τριάδα, μίαν δέ θεότητα καί μιάν Αρχήν καί Υιόν μέν δμοούσιον τω Πατρί, ώς
εϊπον οί Πατέρες, τό δέ άγιον Πνεύμα ού κτίσμα, ούδέ ξένον, άλλ’ ίδιον καί
αδιαίρετον τής ουσίας τοϋ Υίοϋ καί τοΰ Πατρός» (Πρός Άντιοχεΐς 5).
«τό ΠνεΟμα δέδεικται
μάλλον ίδιον είναι τοΰ Υίοϋ καί ού ξένον τοϋ Θεοϋ. Εί δέ ό Υιός, έπειδή έκ τοΰ
Πατρός έστιν, ίδιος τής ούσίας αύτοϋ έστιν, άνάγκη καί τό Πνεΰμα, έκ τοϋ Θεοϋ
λεγόμενον, ίδιον είναι κατ’ ουσίαν τοϋ Υίοϋ. Ούκ δρα των γενητών έστι τό
Πνεΰμα, άλλ’ ίδιον τής τοϋ Πατρός θεότητος, έν φ καί τά γενητά ό Λόγος
θεοποιεί. Έν φ δέ θεοποιείται ή κτίσις, ούκ δν είη έκτός αύτός τής τοϋ Πατρός
θεότητος» (Πρός Σεραπίωνα Α' 25).
Μολονότι ό ’Αθανάσιος,
όταν έρωτήθηκε (περί τό 358360) γιά τίς πνευματομαχικές αντιλήψεις,
χρησιμοποιούσε γιά τόν Υιό ευρύτατα τόν όρο όμοούσιος, τόν άποφεύγει
προκειμένου περί τοϋ Πνεύματος. Τόν χρησιμοποιεί μία μόνο φορά λίγο έμμεσα
(«ούκ έστι των πολλών τό Πνεύμα, άλλ’ ούδέ άγγελος, άλλ’ έν όν, μάλλον δέ τοϋ
Λόγου ένός όντος ίδιον, καί τοϋ Θεοϋ ένός όντος καί όμοούσιόν έ στιν») (αύτόθι
27), κάτι πού ίσως ύποσημαίνει δισταγμό, άφοϋ μάλιστα δέν χρησιμοποιεί γιά τό
Πνεΰμα καί τόν όρο «ταύτόν», μέ τόν όποίο διασαφηνίζει τήν ταυτότητα ούσίας τοϋ
Πατέρα καί τοϋ Υίοϋ. Παράλληλα όμως δέν διστάζει νά ύπογραμμίσει ότι ή σχέση
(«ιδιότητα»), πού υπάρχει μεταξύ Πατέρα καί Υίοϋ, υπάρχει καί μεταξύ Πνεύματος
καί Υίοϋ. Προφανώς δέν εξειδικεύει τήν σχέση αύτή στόν τρόπο ύπάρξεως τοϋ Υίοϋ
(γέννηση) καί τοϋ Πνεύματος (έκπόρευ ση)· επισημαίνει μόνο τήν σχέση φύσεως:
«οΐαν γάρ έγνωμεν
ιδιότητα τοϋ Υίοϋ πρός τόν Πατέρα, ταύτην έ χειν τό Πνεΰμα πρός τόν Υιόν
εύρήσομεν» (Πρός Σεραπίωνα Γ' 1), Γενικά όμως ή ένέργεια εμφανίζεται ώς κίνηση
τής όλης Τριάδας: «μία άρα... ή τής Τριάδος ενέργεια δεΐκνυται» (Πρός Σεραπίωνα
Α' 31).
Μίλησε μέ σαφήνεια γιά
τήν αναγκαιότητα τής ένότητας τής Τριάδας. Έπισήμανε τόν ρόλο τοϋ Πατέρα ώς
άρχής καί πηγής, τόν ρόλο τοϋ Υίοϋ ώς δημιουργού καί τόν ρόλο τοϋ Πνεύματος πού
ένεργεΐ στά πάντα. Τόνισε τήν ύπαρκτικότητα καί τών τριών προσώπων, χωρίς νά τά
όνομάζει πρόσωπα ή ύποστάσεις. Επίσης εξήγησε επιγραμματικά ότι «αρχή καί πηγή»
είναι ό Πατέρας (αύτόθι 28) καί ότι τό Πνεΰμα «εκπορεύεται» από τόν Πατέρα, ενώ
«άποστέλλεται καί δΐδοται» άπό τόν Υιό (αύτόθι Α' 20). Στήν Α' Επιστολή του
πρός Σεραπίωνα έχουμε τήν πρώτη τόσο έξοχη διατύπωση τής τριαδολογίας:
«Τοίνυν άγια καί τελεία
έστίν. έν Πατρί καί Υίώ καί άγίω Πνεύματι
θεολογουμένη, ούδέν άλλότριονή έξωθεν έπιμιγνύμενον έχουσα ... όμοία δε έαυτή
καί άδιαίρετός έστι τη φύσει καί μία ταύ της ή ένέργεια. Ό γάρ Πατήρ διά του
Λόγου έν Πνεύματι άγίω τά πάντα ποιεί καί ούτως ή ένότης τής Αγίας Τρίάδος
σώζεται καί ούτως εις Θεός έν τή Έκκλησίςι κηρύττεται... έπί πάντων’ ό μέν ώς
Πατήρ, ώς άρχή καί πηγή 'διά πάντων’ δέ διά του Λόγου 'έν πασι’ δέ έν τφ Πνεύματι
τω άγίω. Τριάς δέ έστιν ούχ έως όνόμα τος μόνον καί φαντασίας λέξεως, άλλά
άληθείμ καί ύπάρξει Τριάς. "Ωσπερ γάρ ό ών έστιν ό Πατήρ, ούτως ό ών έστι
καί ό έπί πάντων Θεός ό τούτου Λόγος. Καί τό Πνεύμα τό άγιον ούκ άνύπαρκτόν
έστι, άλλ’ υπάρχει καί ύφέστηκεν άληθως» (28).
δ. Ή υπόσταση ταυτίζεται
μέ τήν ουσία. Άλλά όσοι την διακρίνουν δέν είναι άναγκαστικά αιρετικοί
Είναι γνωστό ότι άπό τά
πρώτα έτη οί άρειανοΐ άνετα πρόβαλλαν τόν όρο δύο ή τρεις υποστάσεις, γιά νά
τονίσουν τήν διαφορά (ρύσεως μεταξύ τού Πατέρα καί των δύο άλλων προσώπων τής
Τριάδας. Τό γεγονός άνάγκαζε τόν ’Αθανάσιο νά μιλάει απολογητικά γιά τήν
ένότητα ύποστάσεως στήν Τριάδα, ταυτίζοντας βέβαια τήν υπόσταση μέ τήν θεία
ουσία ή φύση, γιά νά δείξει ότι ό Υιός έχει τήν ίδια φύση μέ τόν Πατέρα:
«άλλ’ ύπόστασιν μέν
λέγομεν, ήγούμενοι ταύτόν είναι είπεΐν ύπό στασιν καί ούσΐαν. Μίαν δέ
φρονοϋμεν... διά τήν ταυτότητα τής φύσεως» (Πρός Άντιοχεΐς 6).
«όμοούσιον είναι τόν Υιόν
τω Πατρί καί άνεθεμάτισαν τούς λέγοντας έξ έτέρας ύποστάσεως είναι τόν Υιόν»
(Πρός τούς έν Αφρική 9). ’
Γνώριζε παρά ταΰτα τήν
συζήτηση πού άρχισε λίγο πρίν άπό τό 360 γιά τόν όρο «τρεις ύποστάσεις», τόν όποίο
τώρα πρόβαλλαν ορθόδοξοι (αύτόθι 11) μέ όρθόδοξο περιεχόμενο. "Ακούσε μέ
προσοχή τούς ύποστηρικτές τού όρου αυτού. Καί άφού τόν βεβαίωσαν ότι δέν
έννοοϋν τόν Υιό «άλλοτριούσιον» καί ότι προβάλλουν τόν όρο γιά νά τονίσουν τήν
πραγματικότητα των τριών θείων προσώπων, δέχτηκε ότι δέν είναι κακόδοξοι όσοι
τόν χρησιμοποιούν (Πρός Άν τιοχεϊς 5). Ό ίδιος δέν μπόρεσε νά εισέλθει στήν
θεολογική προβληματική τής διακρΐσεως των όρων ύπόσταση καί ούσΐα. Τό άγιο
Πνεύμα θά όδηγοΰσε άλλους στήν διάκριση αυτή, τούς Καππαδό κες καί δή τόν Μ.
Βασίλειο, λίγα μόλις χρόνια μετά.
'Η απολογητική αύτή
προοπτική έγκλωβίζει μάλιστα τόν ’Αθανάσιο στήν φιλοσοφική άντίληψη, ότι μέ τίς
λέξεις Θεός καί Πατέρας σημαίνεται ή θεία ουσία καί όχι κάτι «περί τήν» ούσΐα.
"Ετσι έφθανε στήν όμοουσιότητα τού Υιού, αφού οί έκφράσεις «έκ τού Θεού»
(Γραφή) καί «έκ τής ούσίας τού Πατρός» (Νίκαια) άναγκαστικά σημαΐ νουν ότι ό
Υιός ήταν από αυτό πού μόνο είναι ό Θεός, δηλαδή άπό τήν ούσΐα του. Την άποψη
αυτή, πού έμφαντικά δίδαξε ό Εύνόμιος, άντέκρουσε ό Μ. Βασίλειος καί οί άλλοι
καππαδόκες, πού έδειξαν ότι τό «Πατέρας», τό «Υιός» καί τό «Πνεύμα» δηλώνουν τό
είναι κάθε προσώπου, τήν ύπόστασή τους. ’Αλλά καί ό ’Αθανάσιος, διατυπώνοντας
αυτή τήν άποψη, είχε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις καί γι’ αύτό συγχρόνως
τόνιζε ότι ή θεία ουσία είναι άκατάληπτη, ενώ γιά τόν Εύνόμιο είναι καταληπτή:
«λέγοντες τόν Θεόν καί
όνομάζοντες τόν Πατέρα ούδέν τι ώς περί αύτόν όνομάζομεν, άλλ’ αύτήν τήν ούσίαν
αύτοΰ σημαί νομεν καν γάρ καταλαβεϊν ό,τι ποτέ έστιν ή τού Θεού ούσία μή ή
δυνατόν, αλλά μόνον νοοϋντες είναι τόν Θεόν... όπου ποτέ λέγει ή Γραφή Γό Θεός’
ήμεΐς άναγιγνώσκοντές ούδέν έτερον ή αύτήν τήν άκατάληπτον αύτοϋ ούσίαν
σημαινομένην νοοΰμεν» (Περί Νίκαιας 22,3. Βλ. καί Περί συνόδων 35,2).
Είναι σαφές ότι όσο
άπουσΐαζε άπό τήν θεολογική του σκέψη ή διάκριση είναι καί ουσίας, τόσο
άδυνατοϋσε νά διακρίνει μέ συνέπεια τήν προβληματική των ύποστάσεων των θείων
προσώπων (τό ιδιαίτερο είναι τους) καί τήν κοινή τους φύση.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ
ΣΥΝΟΔΟΥ
Ό ’Αθανάσιος μέ τό έργο
του άπέβη καί ό πρώτος θεολόγος τής Οικουμενικής Συνόδου. Δημιούργησε θεολογικά
τό πορτραΐτο της. Οί σχετικές απόψεις του έγιναν άπόλυτος οδηγός στήν μετέπειτα
συνοδική ζωή τής Εκκλησίας. ’Αφορμή νά θεολογήσει γιά τήν σύνοδο ύπήρξε ή
άρνηση τών άρειανών νά υιοθετήσουν τήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) μέ ποικίλες
προφάσεις. Γιά ν’ αφοπλίσει τούς άρειανούς, έξήγησε τίς προϋποθέσεις, τήν
διαδικασία, τά κριτήρια καί τήν αύ τάρκεια τής Οικουμενικής Συνόδου (Βλ. ειδική
μελέτη μας, ’Αθανάσιος ό Μέγας καί ή θεολογία τής Οικουμενικής Συνόδου, ’Αθήνα
19802).
Ή σύγκληση Συνόδου
γίνεται άπό άνάγκη έπείγουσα, όταν εμφανίζεται νέα κακοδοξΐα, πού παρεξηγεΐ τήν
άλήθεια καί ταράσσει γι’ αύτό καί διαιρεί τό σώμα τής ’Εκκλησίας· όταν δέν έχει
έκφραστεΐ δριστικά στήν Παράδοση τό σημείο εκείνο τής άλήθειας, στό όποίο άφορά
ή νέα κακοδοξία. Αν ή κακοδοξία δέν είναι νέα, τότε ή Εκκλησία καταφεύγει σέ
ό,τι έχει διατυπωθεί ήδη στήν Γ ραφή καί τήν Παράδοση. Μέλη τής Συνόδου είναι
μόνο όσοι έχουν τήν ορθή πίστη, αυτοί πού φρονούν ό,τι καί ή Εκκλησία. Κανένα
θέμα στήν Σύνοδο δέν συζητεΐται, άν γενικά δέν έχει έξασφαλιστεΐ συμφωνία στήν
πίστη.
«ή μέν γάρ έν Νικαίςι
σύνοδος ούχ άπλώς γέγονεν, άλλ’ είχε τήν χρείαν κατεπείγουσαν καί την αιτίαν
εύλογον» (Περί συνόδων 5,1). «Αί δέ νϋν κινούμεναι παρ’ αύτών σύνοδοι (= των
άρειανων) ποιαν έχουσιν εύλογον αιτίαν; εί μεν γάρ καινότερα τις άλλη γέγονεν
αΐ ρεσις μετά τήν άρειανήν, ε’ιπάτωσαν τά τής έπινοίας αύτής ρήματα καί τίνες
οί ταύτην έφευρόντες είσίν... εί δέ μηδέν τι τοιοϋτον γέγονε, μηδέ δύνανται
δεΐξαι τίς ή χρεία των (= άρειανικών) συνόδων, άρκούσης τής έν Νικαίςι
γενομένης πρός τε τήν άρειανήν καί τάς άλλας αΙρέσεις, άς κατέκρινε πάσας διά
τής ύγιαινούσης πίστεως» (αυτόθι 6,1).
«Διά τούτο καί
οικουμενική γέγονεν ή έν Νικαίςι σύνοδος, τριακο σίων δέκα καί οκτώ συνελθόντων
έπισκόπων περί τής πίστεως διά τήν άρειανήν άσέβειαν. Τί γάρ έκείνη λείπει, ΐνα
καινότερα ζητή ση τις»; (Πρός τούς έν ’Αφρική έτησκόπους 2).
«ού γάρ οίόν τε συνόδω
συναριθμηθήναι τούς περί πίστιν άσεβοϋν τας, ούδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος
έξέτασιν τής περί πίστεως έξετάσεως. Χρή γάρ πρώτον πάσαν περί πίστεως
διαφωνίαν έκκόπτεσθαι...» (Περί των γεγενημένων παρ’ άρειανων 36, 34).
Τά μέλη τής Συνόδου, όπως
άλλωστε οί Πατέρες τής ’Εκκλησίας γενικά, έπιτελούν τό έργο τους μέ τόν φωτισμό
καί τήν αποκάλυψη τοΰ άγ. Πνεύματος, έφόσον μετέχουν στην αλήθεια, όπως είδαμε
σέ άλλη παράγραφο. ’Αποτέλεσμα τής άποκαλύψεως καί τής «θεοφα νείας», κατά τήν
έκάστου «χρεία», είναι ότι ή άπόφαση τής Νίκαιας είναι «θειον» «ρήμα Κυρίου»,
πού μόνο γι’ αύτό έχει άπόλυτη ισχύ καί «μένει» στούς αιώνες (Πρός τούς έν
5Αφρική 2· Κατά άρ. A' 63). Ό φωτισμός των Πατέρων είναι συγχρόνως καί ό λόγος
γιά τόν όποίο ή άπόφαση τής Συνόδου είναι σύμφωνη μέ ό,τι δηλώνεται στήν Γραφή.
Οί συνοδικοί όροι δηλαδή άποτελοϋν άποκάλυψη του «νοϋ», τοϋ βαθύτερου
πνεύματος, βιβλικών χωρίων, είναι συναγωγή τής «διάνοιας» τής Γραφής, είναι ανάπτυξη
εκείνου πού απλώς σημειώνει ή Γραφή, είναι ή άναζήτηση τοϋ πνεύματος κάτω από
τό γράμμα τής Γραφής. "Ο,τι νέο εκφράζεται μέ τόν τρόπο τοϋτο καί μέ μή
βιβλικούς όρους δέν πρέπει ποτέ νά άντιτίθεται σέ ό,τι είναι ήδη διατυπωμένο
στήν Γραφή καί τήν Παράδοση. Τό νικαϊκό π.χ. «έκ τής ουσίας τοϋ Πατρός» δέν
είναι αντίθετο πρός τό βιβλικό «έκ τοϋ Πα τρός», άλλά τό βαθύτερο πνεΰμα του, ή
εύρύτερη φανέρωση τής ίδιας αλήθειας. Βέβαια ή Εκκλησία θά μπορούσε νά μένει
μόνο μέ τούς απλούς όρους τής Γραφής, άν δέν τήν άνάγκαζαν οί κακόδοξοι νά
προχωρήσει στήν θεολογία των όρων τούτων , δηλαδή στήν εύρύτερη έκκάλυψη τής
άλήθειας πού δηλώνουν. Θά προτιμούσε ά κόμη νά μή χρησιμοποιεί «άγράφους», μή
βιβλικούς, όρους στήν διατύπωση τής πίστεως. ’Αναγκάζεται όμως νά τό πράξει,
διότι άγραφα καί πιστοί στην Γραφή μένουν καί τό βαθύτερο πνεύμα της
φανερώνουν:
«άποκαλύπτειν χρή τόν
νοΰν τού ( = βιβλικού) ρητού, ώς κεκρυμ μένον τούτον ζητεΐν» (Κατά άρ. Β' 44).
«δ γάρ άγνοοΰμεν έν τοΐς
λογίοις ( = τής Γραφής) ούκ έκβάλλομεν, αλλά ζητοΰμεν οϋς άπεκάλυψεν δ Κύριος
καί παρ’ αύτών μανθά νειν άξιοΰμεν» (Περί συνόδων 40, 23).
«τώ δε πνεύματι
φωτιζόμενων ήμών» (Πρός Σεραπίωνα Α' 19). «έδει καί περί τού Κυρίου έκ των
Γραφών τά περί αύτοΰ γεγραμμέ να λέγεσθαι καί μή άγραφους έπεισάγεσθαι λέξεις...
Ναί έδει, φαί ην άν καί έγωγε... άλλ’... ή άσέβεια ... ήνάγκασε τούς έπισκόπους
λευκότερον έκθέσθαι τά τήν άσέβειαν αύτών άνατρέποντα ρήματα» (Περί Νίκαιας
32,1).
«οί πατέρες, θεωρήσαντες
έκείνων (= τών άρειανών) τήν πανουργίαν, λευκότερον είπεΐν τό 'έκ τού Θεού’ καί
γράψαι 'έκ τής ού σίας τής Θεού’ είναι τόν Υιόν» (αύτόθι 19,2).
«οί έπίσκοποι...
ήναγκάσθησαν ... συναγαγεΐν έκ τών Γραφών τήν διάνοιαν καί άπερ πρότερον
έλεγον, ταϋτα πάλιν λευκότερον είπεΐν καί γράψαι 'όμοούσιον’ είναι τφ Πατρί τόν
Υιόν, ϊνα μή μόνον δμοιον τόν Υιόν, άλλά ταύτόν τή όμοιώσει έκ τού Πατρός είναι
σημαίνωσιν» (αύτόθι 20,3).
«ϊνα... μάθωσιν άπό τού
γράμματος έπιστρέφειν εις τό πνεύμα» (Περί συνόδων 45,3).
Ό χαρακτήρας τής
άποφάσεως τής Οίκουμ. Συνόδου είναι κυρίως θετικός καί δευτερευόντως άρνητικός.
Ή διατύπωση τής άλήθειας γίνεται με τρόπο θετικό (π.χ. «όμοούσιος»), διότι μόνο
μέ τήν θέση, δηλαδή τήν φανέρωση τής άλήθειας, καταρρΐπτεται αύτό, πού δέν
είναι αλήθεια, ή κακοδοξία. Κρίση, κατάκριση καί καταδίκη τής κα κοδοξίας
αποβαίνει άφ’ έαυτής ή αλήθεια. Τήν συνοδική απόφαση (τόν «δρο») άκολουθεΐ
άναθεματισμός τών κακοδόξων, ώστε οί ά θεολόγητοι πιστοί νά ακούουν μέ έμφαση
ποιούς πρέπει νά άπο φεύγουν.
Η Νίκαια «κατέκρινε ( =
τίς αιρέσεις) διά τής ύγιαινούσης πίστε ως» (Περί συνόδων 6).
οί πατέρες τής συνόδου
«έδήλωσαν φανερώς ότι τό 'έκ τής ούσίας’ καί τό 'όμοούσιον’ άναιρετικά τών τής
άσεβείας λογαρίων είσΐν, άπερ έστίν 'κτίσμα’ καί 'ποίημα’ καί 'ούκ ήν πριν
γεννηθή’» (Περί Νίκαιας 20,6).
«ούτω νοήσαντες οί
πατέρες, έγραψαν (= θετικός χαρακτήρας) όμοούσιον είναι τόν Υιόν τώ Πατρί καί
άνεθεμάτισαν (= άρνητικός χαρακτήρας) τούς λέγοντας έξ έτέρας ύποστάσεως είναι
τόν Υιόν» (αύτόθι 20,3).
Ή άπόφαση τής Συνόδου
χαρακτηρίζεται συνήθως «αύτάρκης». Ή Σύνοδος «άρκεΐ» γιά νά όρθοδοξοϋν οί
πιστοί καί νά κατακρί νονται οί κακόδοξοι. Ό ’Αθανάσιος δέν χρησιμοποιεί γιά
τήν Σύνοδο όρους όπως «αυθεντία» ή «άλάθητος». Τό γεγονός έχει μεγάλη σημασία.
Ή άπόφαση, ό δρος ή ή «πίστη» τής Συνόδου, δεν είναι άφ’ έαυτής ή αλήθεια καί
δη όλη ή αλήθεια. ’Αποτελεί άπλώς δήλωση έπισήμανση εκείνου τοϋ μέρους τής
αλήθειας, τό όποίο παρεξήγησε κάποιος κακόδοξος. Ή άπόφαση τής Νίκαιας είναι
«αυτάρκης» «ώς πρός» την άρειανική αίρεση κυρίως. Τό αύτάρκης εδώ είναι
ταυτόσημο πρός τά: «θεόπνευστος», «άποστολική», σύμφωνα με τήν Γραφή, ή οποία
καί αύτή χαρακτηρίζεται «αύτάρκης». Ή «αύτάρκεια» «ώς πρός τι» άφήνει τόν δρόμο
ανοικτό γιά νέα Σύνοδο, αν παραστεΐ ανάγκη, όπως καί παρέα τη.
«ή γάρ έν αύτή ( = τή
συνόδω τής Νίκαιας)... δμολογηθεΐσα πίστις αύτάρκης έστί» (Πρός τούς έν ’Αφρική
1).
«άρκούσης τής έν Νικαίας γενομένης ( = συνόδου) πρός τε τήν ά ρειανικήν
καί τάς άλλας αιρέσεις, άς κατέκρινεν» ( = όσες μέ τά άρθρα τοϋ Συμβόλου
καταδίκασε) (Περί συνόδων 6,1).
Ή άπόφαση τής Συνόδου ώς
«αύτάρκης» καί θεόπνευστη είναι ορθή καί άμετάβλητη. Ώς έκφραση όμως τής
άλήθειας, ώς μορφή δηλαδή, άντιμετωπίστηκε ρεαλιστικά. Ό ’Αθανάσιος είχε
συνειδητοποιήσει ότι άπόλυτη καί άμετάβλητη είναι μόνο ή άλήθεια. Ή γλωσσική
μορφή πού τήν εκφράζει μπορεί νά μεταβληθεΐ:
«ού γάρ αί λέξεις τήν
φύσιν παραιροϋνται, άλλά ή φύσις (ή αλήθεια, τό πράγμα) τάς λέξεις είς έαυτήν
έλκουσα μεταβάλλει. Αί ού σίαι πρώται καί δεύτεραι τούτων αί λέξεις» (Κατά άρ.
Β' 3).
Στην θεολογία
προσδιοριστική άρχή άποτελει τελικά ή άλήθεια. Ή έκφραση είναι τό προσδιοριζόμενο,
τό μεταβαλλόμενο μέ κριτήριο τήν άλήθεια. "Οταν οί όμοιουσιανοί έδειχναν ότι
πιστεύουν όρ θόδοξα καί επιθυμούν νά ένσωματωθοΰν στήν Εκκλησία, άλλά
ύποπτεύονταν τόν δρο «όμοούσιος», ό ’Αθανάσιος έκανε τήν υποχώρηση νά δεχτεί
άπό αύτούς τήν χρήση άλλου όρου (μορφή γλωσσική), πού θά έξέφραζε όμως τήν ίδια
άλήθεια. "Ετσι ό κατ’ εξοχήν έμπνευστής καί ύπερασπιστής τής θεολογίας
(καί των δρων) τής Νίκαιας είχε τήν τόλμη νά προτείνει γιά τούς όρθοδοξούντες
όμοιου σιανούς τόν όρο «φύσει Υιός»:
«εί δέ... προσποιούνται...
τήν λέξιν φοβεΐσθαι τοϋ όμοουσίου, εί πάτωσαν καί φρονείτωσαν άπλούστερον ,..(
= άς χρησιμοποιούν δηλ. τήν διατύπωση) αληθώς τόν Υιόν φύσει Υίόν» (Πρός τούς
έν ’Αφρική 9).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Τό πρόβλημα
Ό ’Αθανάσιος ύπήρξε ό
πρώτος μεγάλος θεολόγος, άφότου ή Εκκλησία απέκτησε «καλές σχέσεις» μέ την
πολιτεία, άφότου βγήκε άπό τίς κατακόμβες καί δέχτηκε την προστασία τής
κοσμικής έξου σίας. Τό γεγονός τής «προστασίας» αυτής δημιούργησε τεράστια
προβλήματα στήν Εκκλησία, όχι μικρότερα ίσως άπό αύτά πού τής προκάλεσαν οι
διωγμοί. Καί πρωταρχικό πρόβλημα έγινε ή ανάμιξη τοΰ χριστιανού αύτοκράτορα στά
πράγματα τής Εκκλησίας, άλλοτε αύτοβούλως καί άλλοτε μέ πρόσκληση
έκκλησιαστικών άνδρών. Ή πρόσκληση αύτή καί ή χρήση τής αύτοκρατορικής έξουσίας
έγινε πληθωρική άπό τούς άρείανόφρονες, πρώτον γιά τήν άνατροπή τής άποφάσεως
τής Νίκαιας καί τής θεολογίας τοΰ ’Αθανασίου καί δεύτερον γιά τήν προσωπική
καταδίκη τού ίδιου τοΰ ’Αθανασίου καί των όμοφρόνων του επισκόπων. Γιά τήν
επίτευξη τού διπλού αυτού σκοπού συγκλήθηκε μεγάλος άριθμός συνόδων μέ τήν
εκβιαστική παρουσία αύτοκρατόρων ή άντιπροσώπων τους. Ή αντίδραση τού
’Αθανασίου, πού γνώρισε διάφορες φάσεις, εκδηλώθηκε έντονα καί άπέβλεπε στήν
στερέωση τού κύρους τής Συνόδου τής Νίκαιας καί στήν άθώωση τοΰ έαυτοΰ του, πού
τόν συκοφαντούσαν γιά εκκλησιαστικά άδικήματα καί συνήθως γιά κοινά ποινικά
εγκλήματα.
Ή διπλή αύτή επιδίωξη τού
επέβαλλε μιά θεολογική θεώρηση τοΰ προβλήματος καί μιά ρεαλιστική τακτική.
β. Θεολογική θεώρηση
Μέ τήν θεολογική θεώρηση διέκρινε
σαφώς μεταξύ επισκόπων καί βασιλέα, μεταξύ τής φύσεως τών
έκκλησιαστικοθεολογικών θεμάτων καί τών άντικειμένων τής βασιλικής φροντίδας.
"Αλλο είναι ή εκκλησιαστική άπόφαση καί άλλο ή «ρωμαϊκή αρχή». Ό βασιλέας
δέν έχει καμμΐα θέση στήν άπόφαση («κρΐσιν») τών επισκόπων. Τό γεγονός ότι ό
αύτοκράτορας είχε τήν βασιλεία (άπό τόν Θεό) δέν τοΰ έξασφάλιζε τό δικαίωμα νά
άποφασίζει γιά τά έκκλησιαστικοθεο λογικά, όπως δίδαξε ό Εύσέβιος Καισαρείας,
θεμελιώνοντας τόν καισαροπαπισμό. Ό ’Αθανάσιος άπέρριψε έντονα τήν ύπερφίαλη
άπαί τηση τοΰ Κωνσταντίου (361): «δπερ έγώ βούλομαι τούτο κανών (=
έκκλησιαστικός) νομιζέσθω» (Περί τών γεγενημένων παρ’ άρεια νών 33,7). 'Η
άπόφαση τών έπισκόπων δέν άποκτά «κύρος» άπό τόν βασιλέα, μολονότι άποφάσεις
συνόδων καί έπισκόπων συνοδεύονταν άπό βασιλικά διατάγματα. Οί έπίσκοποι είναι
οί μόνοι έγγυητές τής όρθότητας τών άποφάσεών τους. Αύτοί κρίνουν έάν ό
βασιλέας πιστεύει ή όχι όρθόδοξα. Αύτοί μπορούν νά τόν συμβουλεύσουν σχετικά,
άκόμη καί νά τόν απειλήσουν μέ θεία τιμωρία. Τήν τακτική προκλήσεως του
κοσμικού άρχοντα νά άναμιχτεΐ στά έκκλησιαστι κά έγκαινίασαν οί άρειανοί μετά
τήν Σύνοδο τής Νίκαιας. “Ετσι, ένώ στήν Σύνοδο τής Νίκαιας ό Κωνσταντίνος άπλως
παρακολούθησε μέ ένδιαφέρον τις έργασίες της, δεχόμενος τίς όρθόδοξες θέσεις,
στις μετέπειτα φιλοαρειανικές συνόδους ό αύτοκράτορας ή ό άντιπρό σωπός του
πίεζε κι έξεβίαζε τούς επισκόπους καί συχνά κατηύθυνε τίς έργασίες τής συνόδου,
οί άποφάσείς τής όποιας γι’ αύτό δέν είχαν κύρος. Ό ’Αθανάσιος βεβαιώνει ότι
πρίν άπό τίς συνόδους αυτές ποτέ ό κοσμικός άρχοντας δέν έπενέβαινε στά
έκκλησιαστικά. Τουλάχιστον αποκρουόταν ή έπέμβασή του, όπως συνέβη στήν
περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, πού μάταια ζητούσε άπό τούς ’Αλέξανδρο καί
Αθανάσιο Άλεξανδρείας νά δεχτούν στήν Εκκλησία τόν "Αρειο:
«εΐ γάρ έπισκόπων έστί
κρίσις, τί κοινόν έχει πρός ταύτην ό βασιλεύς; Εί δέ βασιλέως έστίν άπειλή, τίς
ένταύθα χρεία των λεγομένων έπισκόπων; Πότε γάρ έκ τού αίώνος ήκούσθη τοιαϋτα;
Πότε κρίσις Εκκλησίας παρά βασιλέως έσχε τό κύρος ή δλως έγνώσθη τούτο τό
κρίμα; ... Παύλος απόστολος είχε φίλους τούς τής Καί σαρος οικίας... άλλ’ ούκ
εις κρίματα ( = άποφάσείς, κρίσεις) τούτους κοινωνούς παρελάμβανε. Νύν δέ θέαμα
καινόν καί τού τής άρειανής αίρέσεώς έστιν εύρημα1 συνήλθον γάρ αιρετικοί καί
βασιλεύς Κωνστάντιος, ΐνα... καθ’ ών άν έθέλοι πράττη ... καί ούτοι δέ (= οί
άρειανοί), τήν βασιλέως έχοντες δυναστείαν, έπιβουλεύω σιν οις άν έθέλωσι,
θέλουσι δέ τοΐς μή άσεβούσιν ώς αύτοί» (Περί των γεγενημένων παρ’ άρειανων 52,
35).
«οί έπίσκοποι... μετά
λόγων έχρήσαντο διδάσκοντες μή είναι τήν βασιλείαν αύτού ( = τού Κωνσταντΐου),
άλλα τού δεδωκότος Θεού, δν καί φοβεΐσθαι αυτόν ήξίουν, μή έξαίφνης αύτήν
άφέληται. Ήπείλουν τε τήν ή μέραν τής κρΐσεως καί συνεβούλευον αύτω μή
διαφθείρειν τά έκκλησιαστικά μηδέ έγκαταμίσγει τήν ρωμαϊκήν άρ χήν τή τής
Εκκλησίας διαταγή, μηδέ τήν άρειανήν αϊρεσιν είσά γειν εις τήν έκκλησίαν τού
Θεού» (αυτόθι 34,1).
«Δέσποτα παντοκράτορ,
βασιλεύ των ουρανών... λάμψον είς τήν καρδίαν αύτού (= τού Κωνσταντΐου), ΐνα,
γνούς τήν καθ’ ήμών συκοφαντίαν, εύμενώς μέν αυτός δέξηται τήν άπολογίαν,
πάντας δέ ποιήση γνώναι ότι αί άκοαί αύτού ήσφαλίσθησαν έν άληθεία» (Απολογία
πρός Κωνστάντιον 12).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό
ότι ό ’Αθανάσιος υιοθετεί καί προβάλλει έμφαντικά τίς άνάλογες άπόψεις τού
γηραιού καί πανσέβαστου Όσιου Κορδούης, πού άπέτρεπε τόν βασιλέα Κωνστάντιο νά
άναμι γνύεται στά έκκλησιαστικά, γιατί σ’ αότόν ό Θεός έμπιστεύτηκε μόνο τήν
κοσμική έξουσία:
«μή τίθει σεαυτόν είς τά
έκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ή μΐν παρακελεύου, άλλα μάλλον παρ’ ήμών σύ
μάνθανε ταϋτα. Σοί βασιλείαν ό Θεός ένεχείρισεν, ήμΐν τά τής Εκκλησίας
έπΐστευσε. Καί ώσπερ ό τήν σήν άρχήν υποκλέπτων Αντιλέγει τώ διαταξαμέ νω Θεω,
οϋτω φοβήθητι, μή καί σύ τά τής έκκλησίας εις έαυτόν έλκων ύπεύθυνος έγκλήματι
μεγάλω γένη. ”Απόδοτε γέγραπται, 'τά
καίσαρος καΐσαρι καί τά τού Θεοΰ τώ Θεω’. Οϋτε τοίνυν ήμΐν άρχειν έπί τής γής
έξεστιν οϋτε σύ τού θυμιάν έξουσίαν έχεις, βασιλεύ!» (Περί τών γεγενημένων παρ’
άρειανών 44,7).
γ. Ρεαλιστική τακτική
έναντι τοϋ βασιλέα
Ή ρεαλιστική τακτική τοϋ
’Αθανασίου είχε άφορμή τόν «έναγκα λισμό» Έκκλησίας καί βασιλέα καί τήν
επιτυχία των άρειανών νά συγκαλοΰν αύτοβούλως οί βασιλείς συνόδους. Καί ό
’ίδιος ό ’Αθανάσιος προκάλεσε έπέμβαση των αύτοκρατόρων, όχι όμως γιά νά
κρίνουν τήν ορθότητα των αποφάσεων τής Νίκαιας, άλλα γιά νά άκυρώσουν όσα
έγιναν πρός άνατροπή των άποφάσεων αύτών καί όσα βάσει ψευδών κατηγοριών
άποφασίστηκαν κατά τοϋ ’Αθανασίου σέ συνόδους, πού εργάστηκαν μέ τήν βία τών
αύλικών καί τών άρειανών. ’Ακόμα δέχτηκε νά ζητήσει άδεια βασιλική γιά έγκαίνια
ναοϋ, κάτι όμως πού σχετιζόταν μέ τόν δημόσιο βίο. Επιδίωξε λοιπόν μέ τήν
έπέμβαση τοϋ βασιλέα νά άρθεΐ ό,τι κακό είχε γίνει μέ βασιλική ευθύνη:
«έκεΐνοι μέν ούν οΰτως
έτύρευον καί τάς συσκευάς έπλαττον (= είς τήν σύνοδον τής Τύρου τό 335), ήμεΐς
δέ άνελθόντες έδείξαμεν βα σιλεΐ τάς αδικίας τών περί Ευσέβιον, έπεί καί αύτός
ήν ό τήν σύνοδον γενέσθαι κελεύσας καί κόμης αύτοΰ καθηγείτο ταύτης»
(’Απολογητικός Β' 86,1).
Παρά ταϋτα ή παρουσία τοϋ
βασιλέα στά έκκλησιαστικά πράγματα καί στίς Συνόδους άκόμη δεν Αποκλείεται
άντΐθετα, είναι έπιθυ μητή καί τουλάχιστον δέν ενοχλεί, άλλά μέ τόν όρο ότι ό
βασιλέας όρθοδοξεΐ ή τουλάχιστον δέχεται τήν «κρίσιν» τών έπισκόπων, δ πως
έκανε ό Μ. Κωνσταντίνος στήν Νίκαια. "Οταν όμως ό βασιλέας γίνεται δργανο
τών κακοδόξων, ή παρουσία του στήν σύνοδο είναι Ανεπιθύμητη, όπως καί οί
πρωτοβουλίες του σ’ αυτήν. Τελικά, τό όρ θοδοξεΐν καί ή ειλικρίνεια τοϋ βασιλέα
είναι τό κριτήριο τής σχέσε ως Έκκλησίας καί κοσμικού άρχοντα, πού μάλιστα
είναι καί μέλος της. Γι’ αύτό καί ό ’Αθανάσιος, δσο ήλπιζε ότι θά κατανοούσε
τήν Απόφαση τής Νίκαιας καί τήν τοποθέτησή του ό Κωνστάντιος, τόν άποκαλοϋσε
«θεοφιλέστατον Αύγουστον», «φιλανθρωπότατον» καί «πλήρη θεοσεβεΐας καί
εύλαβείας» (’Απολογία πρός Κωνστάντιον 1). "Οταν όμως πείστηκε Απόλυτα γιά
τήν κακή διάθεση τοϋ ίδιου βασιλέα, τόν χαρακτήρισε «ωμόν», «μή κατά φύσιν
έχοντα τάςφρέ νας» καί «διώκτην θηριώδη», ένώ τοϋ ύπενθύμισε τά φοβερά έγκλή
ματά του κατά τών συγγενών του (Περί τών γεγενημένων παρ’ άρείανών 69, 12).
Τό πρόβλημα έπομένως τής
σχέσεως Εκκλησίας καί κοσμικού άρχοντα τίθεται άπό τόν Αθανάσιο σε προσωπική
βάση. Κανένα πάγιο θεωρητικό σύστημα δέν διανοήθηκε νά προβάλει. "Ολα
έξαρτών ται άπό την ορθοδοξία ή τήν κακοδοξία τών συγκεκριμένων κοσμικών
άρχόντων ή γενικότερα άπό τις εποχές, κατά τίς όποιες οΐ κοσμικοί άρχοντες
έμφοροΰνται άπό φιλορθόδοξη ή άντορθόδοξη νοοτροπία.
ΒΙΟΣ
Ό Μέγας ’Αθανάσιος
γεννήθηκε κατά πάσαν πιθανότητα τό 295 στήν Αλεξάνδρεια. Ειδήσεις γιά τήν
παιδική καί τήν έφηβική του ηλικία έχουμε λίγες καί αυτές όχι άσφαλεΐς. Οί
γονείς του ήταν "Ελληνες καί μάλλον έθνικοί. Απέκτησε ικανοποιητική
θύραθεν παιδεία (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ' 6) στις έκεΐ έθνικές σχολές. Άπό
έφηβος βρέθηκε στό στενό περιβάλλον τοΰ Αλεξάνόρου ’Αλεξάνδρειάς, άπό τόν όποίο
έγινε άναγνώ στης, γραμματέας καί διάκονος (319). "Ετσι γνώρισε άριστα τήν
έκκλη σιαστικοθεολογική κατάσταση τής έποχής, όπως καί τόν άσκητικό βίο. Ζώντας
πλησίον τοΰ Αλεξάνόρου, τόν επηρέαζε ποικιλοτρόπως ήδη άπό τήν εποχή τής
έμφανίσεως τοϋ άρειανισμοΰ (περίπου τό 318). Ηταν τόσο γνωστή ή επιρροή τοΰ
’Αθανασίου στόν Αλέξανδρο, ώστε, όταν ό
δεύτερος άρνιόταν νά δεχτεί στήν Εκκλησία τόν Άρειο μετά τήν καταδίκη του άπό
Αλεξανδρινές συνόδους (320-322/3), οί άρειανόφρονες θεωρούσαν ύ παίτιο τόν
’Αθανάσιο, όπως ό ίδιος πληροφορεί (’Απολογητικός Β' 6,2). Τήν ίδια εποχή
βοήθησε τόν ’Αλέξανδρο νά άναιρέσει τίς άπόψεις τοΰ Ά ρείου (μέ τήν Επιστολή
πρός ’Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης) καί νά υποστηρίξει τήν ορθόδοξη άποψη στήν Α'
Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας τό 325: «Άρείου... τής ’Εκκλησίας έκβληθέντος...
οί περί Ευσέβιον... έγρα φον πολλά παρακαλοΰντες ’Αλέξανδρον τόν επίσκοπον μή
άφεΐναι τόν αιρετικόν Άρειον έξω τής Εκκλησίας. ’Αλεξάνόρου δέ, διά τήν εις
Χριστόν ευσέβειαν μή δεχομένου τόν άσεβή (= ’Άρειον), είς Αθανάσιον, τότε διάκονον
δντα έλυποΰντο, έπειδή τά πλείστα συνάντα Άλεξάνδρορ τω έπισκό πω
πολυπραγμονοΰντες αύτόν ήκουον καί τιμώμενον παρ’ αύτοΰ. Πείραν δέ αύτοΰ ( =
τοΰ Αθανασίου) καί τής εύσεβείας τής είς Χριστόν λαβόντες έκ τής συνόδου τής
κατά Νίκαιαν συγκροτηθείσης, έν οϊς έπαρρησιάζετο κατά τής άσεβείας τών
άρειομανιτών μειζόνως τό μίσος ηΰξανον» (’Απολογητικός Β' 6,2). Έπομένως άπό τό
320 τουλάχιστον σήκωνε τό θεολογι κό βάρος τοΰ άντιαρειανικοΰ Αγώνα, πού
δικαιώθηκε στήν Νίκαια (325). Εκεί έγινε καθολικά γνωστός διότι πρωτοστάτησε
στίς παρασκηνιακές θε ολογικές συζητήσεις, πού όδήγησαν στήν διατύπωση τής
Αλήθειας ότι ό Υιός είναι «Θεός Αληθινός», «έκ τής ουσίας τοΰ Πατρός» καί
«όμοούσιος», μέ τήν όποια άνατράπηκε ό Αρειανισμός. Τήν έποχή αυτή, καί Ασφαλώς
μετά την έμφάνιση του Αρειανισμού, άρχισε την συγγραφική θεολογική του
δραστηριότητα. Οί δύο πολυσήμαντοι λόγοι του «Κατά έλλήνων» καί «Περί
ένανθρωπήσεως» γράφηκαν τότε, όπως τότε πρέπει νά συντάχτηκαν σέ μία πρώτη
μορφή οί «Κατά άρειανών» λόγοι του, μέ τούς όποίους θεμελίωσε τήν θεολογία του
καί τούς όποίους άσφαλώς έπεξεργάστηκε καί μετά τήν έπισ κοποποίησή του.
Λίγο πρίν πεθάνει ό
έπίσκοπος ’Αλέξανδρος (+ 17.4.328) υπέδειξε γιά διάδοχό του τόν ’Αθανάσιο,
γεγονός πού δημιούργησε μεγάλη άντίδραση. Ά ναζωπυρήθηκε τό καταδικασμένο καί
στην Νίκαια μελιτιανό σχίσμα καί προβλήθηκε μελιτιανός γιά τόν θρόνο
’Αλεξανδρείας. Όμάδα δρθοδόξων έπισκόπων, ένθαρρυνόμενη καί πιεζόμενη έντονα
από τό όρθόδοξο πλήρωμα, προχώρησε (8.6.328) στή ' έκλογή καί τήν χειροτονία
του ’Αθανασίου ώς έπισκόπου ’Αλεξάνδρειάς, τόν όποίο αναγνώρισαν άργότερα καί
οί λοιποί έπίσκοποι Αίγύπτου καί Λιβύης. 'Η άντίδραση κατά του ’Αθανασίου
συνεχίστηκε μέ τήν συνεργασία τώρα φίλων του Εύσεβίου Νικομήδειας καί
μελιτιανών, οί όποίοι είχαν δικό τους κλήρο. Σκοπός τους ήταν ή Ακύρωση της
εκλογής τοϋ ’Αθανασίου, ένώ τόν συκοφαντούσαν στόν αύτοκρά τορα ότι π.χ.
επέβαλε φόρο παράνομο στούς ’Αλεξανδρινούς, ότι ένΐσχυσε μέ άφθονο χρυσό τόν
έπικίνδυνο ανώτερο κρατικό υπάλληλο Φιλούμενο καί ότι φόνευσε τόν επίσκοπο ’Αρσένιο.
’Αποδείχτηκε τελικά ότι τόν τελευταίο τόν έκρυβαν οί μελιτιανοί. Τό κλίμα
γινόταν ακόμη δυσμενέστερο από τήν άρνηση τού ’Αθανασίου νά ύποκύψει στίς
υποδείξεις τοϋ αύτοκρά τορα καί νά δεχτεί σέ κοινωνία τόν "Αρειο,
καταδικασμένο στήν Νίκαια όριστικά. Τήν κατάσταση αύτή ό ’Αθανάσιος
Αντιμετώπισε μέ διαφωτιστι κές έγκύκλιες ’Επιστολές καί δή μέ συχνές επισκέψεις
στίς έπισκοπές τής Αίγύπτου καί τά μοναστικά κέντρα, όπως τοϋ Παχωμίου, μέ
αποτέλεσμα νά ένισχύσει τήν ένότητα καί τό όρθόδοξο φρόνημα των πιστών.
Παράλληλα προσπαθούσε ν’
άποδεικνύει άβάσιμες τίς εναντίον του κατηγορίες στόν αύτοκράτορα. Αυτές
αύξάνονταν καί τό 334 ό Μ. Κωνσταντίνος δέχτηκε τήν Απόδειξη των μελιτιανών γιά
σύγκληση συνόδου, πού θά έκρινε συνολικά τό πρόβλημα Αθανάσιος. "Ηδη όμως
ό Κωνσταντίνος είχε Απόλυτα πειστεί ότι ή έμμονή τοϋ ’Αθανασίου στήν όρθοδοξία
καί ή πολεμική κατά τοϋ αρειανισμού, ό όποίος Απλωνόταν όλοένα καί περισσότερο,
Αντιστρατευόταν τήν δική του πολιτική. Τήν τελευταία τοϋ είχαν έμπνεύ σει οί
άρειανόφρονες καί μάλιστα ό Ευσέβιος Νικομήδειας, μέ τόν όποίο είχε μακρινή
συγγένεια. Σύμφωνα μέ τήν πολιτική αύτή θά πετύχαινε στέ ρεη ένότητα τοϋ
απέραντου ρωμαϊκού κράτους μέ βάση τήν έκκλησιαστι κή ένότητα όρθοδόξων καί
άρειανών, ύποτιμώντας βέβαια άφελώς τίς θεολογικές καί δογματικές διαφορές.
Είχε λοιπόν καί ό Κωνσταντίνος ισχυρό λόγο νά λησμονήσει τόν θαυμασμό, πού
όντως είχε γιά τό πρόσωπο τοϋ ’Αθανασίου.
Έτσι οί μελιτιανοί καί οί
άρειανοί, μέ τόν Εύσέβιο Νικομήδειας έπικε φαλής, όργάνωσαν εύρύ κατηγορητήριο
γιά δήθεν έκκλησιαστικοκοινωνι κά καί ποινικά παραπτώματα τοϋ ’Αθανασίου καί ό
Κωνσταντίνος κάλεσε τό 335 σύνοδο στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης μέ σκοπό τήν
έξέταση τών κατηγοριών. Ό ’Αθανάσιος όμως άρνήθηκε νά προσέλθει, έπειδή ό
έπίσκο πος τής πόλεως Ευσέβιος ήταν φίλος καί όργανο τών άρειανοφρόνων καί ή
απόφαση τής συνόδου προδικασμένη. Τότε οι επίσκοποι κλήθηκαν στην Τυρό τής
Φοινίκης, άλλα οί άρειανόφρονες ήταν 60 καί οί ορθόδοξοι μέ τόν ’Αθανάσιο, πού
μέ την βία τόν ανάγκασαν νά προσέλθει, 49, όλοι άπό τήν Αίγυπτο.
Στην σύνοδο άνέτρεψε μέ
άνεση τίς κατηγορίες: ότι ό άποσταλμένος του Μακάριος φέρθηκε βάναυσα στό ιερό
πού λειτουργούσε ό Ίσχύρας, τόν όποίο δήθεν κακοποίησε (άποδείχτηκε ότι ό
Ίσχύρας ήταν αύτοχειροτονη μένος πρεσβύτερος καί τήν ήμέρα πού τάχα συνέβησαν
αύτά ήταν κλινήρης, απών άπό τόν ναό) ότι φόνευσε τόν μελιτιανό έπΐσκοπο στήν
Θηβαΐδα ’Αρσένιο, τού όποίου μάλιστα τό δεξί χέρι χρησιμοποιούσε γιά μαγεία (ό
’Αρσένιος βρέθηκε στό κρησφύγετό του καί μάλιστα μέ τά δύο του χέρια στήν θέση
τους)· ότι παρέσυρε στήν ακολασία γυναίκα (ή ψευδομάρτυς, πού πληρώθηκε γιά νά
παραστήσει τό θύμα καί πού δέν γνώριζε προσωπικά τόν ’Αθανάσιο, έξέλαβε γιά
Αθανάσιο κάποιον Τιμόθεο, τόν όπόΐο καί κατηγόρησε ώς έκπαρθενευτή της).
Τέτοιου είδους κακοήθειες, ενώ άπορρίπτον ταν εύκολα, έπεισαν απόλυτα τόν
’Αθανάσιο γιά τόν σκοπό τών άρειανών, πού πλειοψηφούσαν στήν Σύνοδο. Γι’ αυτό
καί, μετά άπό πληροφορίες ότι οργάνωναν εναντίον του δολοφονική απόπειρα, έφυγε
κρυφά γιά νά συναντήσει προσωπικά τόν Κωνσταντίνο στήν Κωνσταντινούπολη, όπου
έφτασε, αλλά χωρίς νά πετύχει τήν επιθυμητή άκρόαση.
’Απογοητευμένος άπό τά
συμβαίνοντα στήν αυλή τού αύτοκράτορα, μά καί άποφασισμένος νά τού εξηγήσει τήν
κατάσταση, τόν περίμενε σέ κάποιο μέρος, τήν ώρα πού θά έπέστρεφε άπό περίπατο.
Εμφανίστηκε απρόοπτα στόν έφιππο βασιλιά, τόν σταμάτησε, τού ζήτησε νά τόν
άκούσει, άλλά ό βασιλιάς, άν κι εντυπωσιάστηκε βαθιά, δέν είχε τήν δύναμη νά
ξεπερά σει τόν κλοιό, πού είχαν σχηματίσει γύρω του οί άρειανοί. Τό μόνο πού
τότε άποφάσισε ήταν νά καλέσει ολόκληρη τήν σύνοδο (πού είχε ήδη καθαι ρέσει
τόν ’Αθανάσιο βάσει πορίσματος εξεταστικής επιτροπής άπό άρεια νούς) στήν
Κωνσταντινούπολη πρός έπανεξέταση τών πραγμάτων. Πέτυ χαν όμως οί περί τόν
Ευσέβιο Νικομήδειας νά μή μεταβοϋν στήν πρωτεύουσα παρά μόνο μερικοί άπό τούς
φανατικούς άρειανούς έπισκόπους, οί όποίοι συνάντησαν τόσες δυσκολίες στήν
έξουθένωση του ’Αθανασίου, ώστε νά καταφύγουν σέ δραστική συκοφαντία. Ό
’Αθανάσιος δήθεν είπε ότι θά εμποδίσει τήν άποστολή σίτου άπό τήν ’Αλεξάνδρεια
στήν Κωνσταντινούπολη. Ό βασιλέας τότε θύμωσε ή έδειξε ότι θύμωσε καί,
δεχόμενος τήν συνοδική καθαίρεση, έξόρισε τόν ’Αθανάσιο (τόν ’Ιούλιο τού 335)
στά Τρέβιρα (Γερμανία), όπου είχε τήν αυλή του ό όμώνυμος νεώτερος γιός του καί
όπου έπισκόπευε ό Μαξιμΐνος. Καί οί δύο άντρες δέχτηκαν καί τίμησαν πολύ τόν
’Αθανάσιο, πού στά 40 του χρόνια είχε γίνει ό κατ’ έξοχήν εκφραστής καί
ύπερασπιστής τής ’Ορθοδοξίας καίήρωας τής ’Εκκλησίας. Στίς παρακλήσεις
άλεξανδρινών καί μάλιστα τού Μ. ’Αντωνίου γιά άνά κληση τής άποφάσεως δέν ύποχώρησε
ό Κωνσταντίνος. 'Η μόνη χειρονομία του, πού δείχνει ότι παρά ταΰτα έκτιμοϋσε
τόν ’Αθανάσιο, ήταν ότι δέν έπέτρεψε νά χειροτονηθεί άλλος έπίσκοπος
’Αλεξανδρείας καί δέν έμπόδι σε τόν ’Αθανάσιο νά έπικοινωνεΐ μέ τό ποίμνιό του.
Συγχρόνως οί διωγμοί και οί καταπιέσεις εις βάρος των όρθοδόξων αυξάνονταν
έπικίνδυνα στην Ανατολή.
Ό Μ. Κωνσταντίνος πέθανε
τό 337 καί ό γιος του Κωνσταντίνος έδωσε αμνηστία (πού την άναγνώρισε καί ό
Κωνστάντιος) καί υπέγραψε διάταγμα επανόδου όλων των έξόριστων όρθοδόξων καί
του ’Αθανασίου, ό όποίος έπέστρεψε στήν ’Αλεξάνδρεια (23. Π.337) κι έγινε
δεκτός μέ πολύ έν θουσιασμό άπό τόν λαό.
’Εντός του 338 ό
’Αθανάσιος κάλεσε σύνοδο 100 περίπου έπισκόπων τής Αίγύπτου, τής Λιβύης καί τής
Πενταπόλεως. Στήν σύνοδο καταδικάστηκαν οί μέχρι τότε ένέργειες των άρειανών
καί τονίστηκε ή έγκυρότητα των αποφάσεων τής Νίκαιας καί ή κανονικότητα τής
θέσεως τοϋ ’Αθανασίου.
Οί άρειανοί όμως,
στηριζόμενοι καί στήν βοήθεια τοΰ νέου αύτοκράτορα Κωνσταντίου, τόν όποίο είχαν
κάνει άρειανόφρονα, χάλκευσαν πολλές νέες κατηγορίες εναντίον τοϋ ’Αθανασίου
καί τό 339 πέτυχαν σύγκληση συνόδου στήν ’Αντιόχεια, όπου τόν καθαίρεσαν
(’Απρίλιος), άφοϋ είχαν άποτύ χει νά πείσουν τήν Ρώμη νά στραφεί άμεσα κατά τοΰ
’Αθανασίου.
Μέ πολλές δυσκολίες
βρήκαν καί όρισαν αντικαταστάτη του τόν καπ παδόκη Γρηγόριο, πού ήρθε στήν
’Αλεξάνδρεια παρά τήν λαϊκή αντίδραση, αποτέλεσμα τής όποιας ήταν βιαιότητες
καί διωγμοί σέ βάρος ορθόδοξων κληρικών καί λαϊκών. Ό ’Αθανάσιος, όταν είδε νά
έκτραχύνονται τά πράγματα σέ βάρος τών όρθοδόξων πήρε μόνος τόν δρόμο τής
εξορίας.
Αύτή τήν φορά πήγε στήν
Ρώμη (340), όπου τόν δέχτηκαν μέ σεβασμό καί πολλές τιμές. Συνοδευόταν άπό δύο
μοναχούς, μέ τούς όποίους συνέβαλε στήν γνωστοποίηση τοΰ μοναχισμοϋ στήν Δύση.
Ή παρουσία τοΰ ’Αθανασίου στήν Ρώμη άπέβη πολυσήμαντη, γιατί έγινε ή αιτία
ευρύτερου θεολογικοΰ κατατοπισμοΰ τών δυτικών, οί όποίοι γιά πρώτη φορά, μετά
έναν αιώνα, ευτύχησαν νά ακούσουν μεγάλο θεολόγο τής ’Ανατολής. Δέν είναι
υπερβολή αυτό πού ειπώθηκε, ότι (άπό μία άποψη) ή Δύση έγινε άπό τήν εποχή αύτή
άθανασιανή. Τότε κατάλαβε ορθά τά μεγάλα θεολογικά προβλήματα καί τό πνεύμα τοϋ
’Αθανασίου, πού έγινε πίστη καί Παράδοση στήν ’Εκκλησία.
’Από τήν Ρώμη καί μέ
πρωτοβουλία τοΰ επισκόπου της Ιουλίου Α' έγιναν προσπάθειες γιά δικαίωση καί
επιστροφή τοΰ ’Αθανασίου, αλλά χωρίς άποτέλεσμα. ’Επίσης έγινε καί προσπάθεια
καθολικής συνεννοήσεως Δύ σεως καί ’Ανατολής, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, διότι
τελικά οί δυτικοί έπί σκοποι συνάχτηκαν στήν Ρώμη (341), γιά νά δικαιώσουν τόν
’Αθανάσιο καί νά άθωώσουν τόν Μάρκελλο Άγκυρας, ενώ οί άνατολικοί συνάχτηκαν
στήν Αντιόχεια (341), όπου καταδίκασαν τούς παραπάνω δύο επισκόπους καί
διατύπωσαν 4 σύμβολα συμβιβαστικά, σ’ ένα τών οποίων ό Υιός χαρακτηρίζεται
«άπαράλλακτος» εικόνα τής ουσίας τοΰ Πατέρα. Γιά τήν λύση τοϋ σχίσματος
οργανώθηκε νέα σύνοδος γιά τά Μεδιόλανα, πού τελικά έγινε τό 343 στήν Σαρδική
(σημ. Σόφια). Έκεΐ έλαβαν μέρος πολλοί όρ θόδοξοι δυτικοί, ενώ άργότερα ήρθαν
καί οί άνατολικοί άρειανόφρονες. Οί τελευταίοι, μόλις διαπίστωσαν ότι ό
βασιλέας δέν άσκεΐ πίεση, ότι πρόεδρος τής συνόδου ήταν ό φίλος τοΰ Αθανασίου
"Οσιος Κορδούης καί ότι οί ορθόδοξοι πλειοψηφούσαν, βρήκαν μιά πρόφαση καί
άφησαν τήν Σαρ δική· ήρθαν στήν Φιλιππούπολη καί σχημάτισαν σύνοδο, ή όποία
ανανέωσε την καθαίρεση τοΰ ’Αθανασίου καί καταδίκασε σημαίνοντες όρθοδόξους τής
Δύσεως.
Παράλληλα στήν Σαρδική ό
Αθανάσιος άπολογήθηκε, άθωώθηκε καί άποκαταστάθηκε, άλλα ό Κωνστάντιος άπείλησε
ότι θά τόν θανάτωνε, άν έπιχειροϋσε νά έπιστρέψει στήν ’Αλεξάνδρεια. Οί
συνεχείς όμως πιέσεις τοΰ αύτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα, ή βαρβαρική απειλή καί
ό θάνατος τοΰ έπιβήτορα Γρηγορίου έκαναν τόν Κωνστάντιο νά συναινέσει στήν
αποκατάσταση τοΰ ’Αθανασίου. Τόν προσκάλεσε (345) λοιπόν επίμονα καί, μέ
έγγραφες διαβεβαιώσεις γιά τήν άσφάλεια τής ζωής του, τόν προέτρεψε νά
έπανέλθει στήν ’Αλεξάνδρεια. Ό ιεράρχης ταξίδεψε στήν Ρώμη καί σ.τά Τρέβιρα,
γιά νά εύχαριστήσει καί νά άποχαιρετήσει τούς φίλους καί ευεργέτες του. ’Από
έκεΐ ήρθε στήν ’Ανατολή, πέρασε από τήν ’Αντιόχεια, τήν Λαοδίκεια καί τά
'Ιεροσόλυμα καί στίς 21.10.346 έφτασε στήν ’Αλεξάνδρεια, όπου τό πλήθος τόν
ύποδέχτηκε ώς ομολογητή καί σύμβολο τής ’Ορθοδοξίας μέ συγκινητικές εκδηλώσεις.
Στά χρόνια πού
ακολούθησαν εργάστηκε έντονα γιά τήν θεραπεία των ποιμαντικών αναγκών τής
περιοχής, γιά τήν θεολογική διαφώτιση δσων «καλή τή πίστει» παρασύρθηκαν στόν
άρειανισμό καί γιά τήν ύποστήριξη τής ’Ορθοδοξίας σέ όλες κατά τό δυνατόν τίς
τοπικές ’Εκκλησίες.
Ή δράση του έφερε σέ
δύσκολη θέση τούς άρειανούς, πού έβλεπαν νά χάνεται ή κυριαρχία τους στήν
’Ανατολή. Κίνησαν λοιπόν πάλι γή καί ουρανό γιά τήν έξόντωση τοΰ ’Αθανασίου.
Στήν άρχή ό Κωνστάντιος δέν συ ναινοΰσε. "Υστερα όμως, άπό τό 353, όπότε
έξουδετέρωσε τόν Μαξέντιο, φονέα του αδελφού του Κώνστα, άλλαξε στάση
παρασύρθηκε στά σχέδιά τους, διότι έβλεπε καί τήν τεράστια σημασία πού είχε γι’
αυτόν μιά υποχείρια έκκλησιαστικοπολιτική κατάσταση στήν Αίγυπτο. Πρώτα
φρόντισαν νά άπομακρύνουν τόν Αθανάσιο άπό τήν ’Αλεξάνδρεια μέ τέχνασμα, τό όποίο
εκείνος κατάλαβε καί στό όποίο άντέδρασε (ό Κωνστάντιος τόν κά λεσε τόν Μάιο
τοΰ 353 γιά νά τόν δεχτεί σέ ακρόαση, τήν όποία δέν είχε ποτέ ζητήσει ό
’Αθανάσιος).
Στό πλαίσιο τής
προσπάθειας πρός διάλυση τής ορθόδοξης ’Εκκλησίας καί έξόντωση προσωπική τοΰ
’Αθανασίου έγιναν δύο σύνοδοι: Ή μία στήν Άρελάτη (Arles) τό 353 καί ή άλλη στά
Μεδιόλανα (Μιλάνο) τό 355, μέ τετρακόσιους περίπου επισκόπους, κυρίως άπό τήν
Δύση. Οί τελευταίοι καταδίκασαν τόν ’Αθανάσιο καί μάλιστα ώς αιρετικό μαζί μέ
τόν Φωτεινό καί τόν Μάρκελλο Άγκύρας. Ελάχιστοι, πού άντιστάθηκαν στήν θέληση
του Κωνσταντίου, (ό όποίος παρευρέθηκε προσωπικά στήν σύνοδο), εξορίστηκαν. . .
Ό Ρώμης Αιβέριος στήν
άρχή έμεινε πιστός στίς άποφάσεις τής Νίκαιας καί στόν ’Αθανάσιο. Δυστυχώς όμως
κάμφθηκε άργότερα (357) καί υπέγραψε ήμιαρειανικό σύμβολο πΐστεως καί καταδίκη
τοΰ ’Αθανασίου. Τό λυπηρό είναι ότι τό ίδιο έκανε καί ή μεγαλύτερη φυσιογνωμία
τότε στήν Δύση, ό "Οσιος Κορδούης, πού, παρά τούς μέχρι τότε άγώνες του,
ύπέκυ ψε στις πιέσεις καί ύπέγραψε καί αύτός ήμιαρειανικό σύμβολο. Τά γεγονότα
αύτά, πού συνέβησαν όλα στήν Δύση, σήμαιναν κυριολεκτικά ότι καί ή δυτική
Εκκλησία παραδόθηκε ολόκληρη στον αρειανισμό, μολονότι άπό φόβο, ένίοτε καί
άγνοια.
Τίς άποφάσεις των συνόδων
Άρελάτης καί Μεδιολάνων στάλθηκαν νά έφαρμόσουν μέ κάθε μέσο στην ’Αλεξάνδρεια
ό νοτάριος Διογένης (355) καί μάλιστα ό στρατηγός Συριανός (’Ιανουάριος 356),
πού χρησιμοποίησε βίαια μέτρα. Επειδή ό λαός τής πόλεως έμενε πιστός στόν
έπίσκοπό του κι έπέμενε στήν μή έκτέλεση των ληστρικών συνοδικών άποφάσεων, ό
Αθανάσιος έμεινε στήν 5 Αλεξάνδρεια μέχρι καί τήν 8η Φεβρουάριου. Τήν νύχτα όμως
τής 8ης Φεβρουάριου κι ένώ πλήθος πιστών μέ τόν ’Αθανάσιο μαζί παρακολουθούσαν
Αγρυπνία στόν ναό τού 'Αγίου Θεωνά, ό Συριανός, μέ πέντε χιλιάδες στρατιώτες,
κύκλωσε τόν ναό γιά νά συλλάβει τόν ιεράρχη. Αύτός άρνήθηκε νά φυγαδευτεί, πρίν
Απομακρυνθούν οί πιστοί καί Ασφαλιστεί ή ζωή τους. Πολλοί υπάκουσαν καί
Απομακρύνθηκαν. "Αλλοι έμειναν κοντά του. Σέ κάποια στιγμή συγχύσεως οί
στρατιώτες εισέβαλαν στόν ναό, Αλλά μερικοί κληρικοί καί μοναχοί, μέ κάλυψη
πολλών πιστών, άρπαξαν τόν ’Αθανάσιο καί τόν όδήγησαν σέ Ασφαλές μέρος.
"Ετσι άρχισε ή τρίτη έξορΐα τού Αγίου, κοντά στούς μοναχούς τώρα, οι όποίοι
τού παραστάθηκαν Αφάνταστα καί γιά τήν θεολογική ένημέρωση τών όποιων έγραψε
σπουδαία έργα. Τό 354 μάλιστα, πρώτος ό ’Αθανάσιος, καθόσον γνωρίζουμε,
χειροτόνησε μοναχούς σέ έπισκόπους. Τήν φυγή τού ’Αθανασίου Ακολούθησαν
βιαιότητες καί διωγμοί τών όρθοδόξων. Μέ τήν προστασία μοναχών τής "Ανω
Αίγύπτου άλλαζε συνεχώς στήν έρημο κρησφύγετο, γιατί οί άρειανοί κοσμικοί
άρχοντες, μέ προσωπική έντολή τού Κωνσταν τίου, τόν καταδίωκαν καί τόν
Αναζητούσαν παντού.
Πολλοί μοναχοί διώχτηκαν
καί ύπέστησαν πολλά μαρτύρια, γιά νά φανερώσουν τήν καλύβη ή τό σπήλαιο τού
’Αθανασίου. "Αντεξαν όμως όλοι καί δέν πρόδωσαν τόν προστατευόμενό τους.
’Αντίθετα, έκαναν τό παν γιά νά ευκολύνουν τήν δράση του, τήν σύνταξη
απολογητικών καί πολεμικοϊ στορικών έργων καί τήν άπό τά κρησφύγετά του
διαποίμανση τών όρθοδόξων τής ’Αλεξάνδρειας καί τής Αίγύπτου γενικά, πού βέβαια
στέναζαν ύπό τούς αύλικοαρειανούς κοσμικούς καί εκκλησιαστικούς άρχοντες. Οί
άρεια νοί στό μεταξύ έγκατέστησαν (24.2.357) στόν θρόνο τής ’Αλεξάνδρειας τόν
Αγροίκο Γεώργιο, τόν όποίο εκδίωξε ό λαός (2.10.358) μέ έξέγερση. Αύτός όμως
έπανήλθε σέ τρία χρόνια μέ υψηλή προστασία, γιά νά δολοφονηθεί Αργότερα
(24.12.361) άπό έξαγριωμένα πλήθη έθνικών.
Παρά τίς κακουχίες καί
τούς κατατρεγμούς, ή έποχή αύτή, μέχρι τό 361, ήταν έξαιρετικώς καρποφόρα γιά
τόν ’Αθανάσιο. Τότε έγραψε μερικά άπό τά καλύτερα έργα του. Παρακολουθούσε
άγρυπνα καί κατηύθυνε τό ποίμνιό του, τό όποίο μάλιστα έπισκεπτόταν κάποτε
κάποτε κρυφά, μέ τήν βοήθεια τών πιστών. Τήν έποχή αύτή Αρχίζει καί νέα φάση
τής θεολογικής προσφοράς τού ’Αθανασίου. Αύτής πού Αφορά στήν θεολογία καί τήν
προβολή τού μοναχισμού καί τής άσκήσεως γενικά μέ τήν σύνταξη τού Βίου τοϋ Μ.
’Αντωνίου (356). Αύτής πού Αφορά στήν πνευματολογία (Επιστολές πρός Σεραπίωνα
τό 359), μέ τήν όποια έρμήνευε, έπεξέτεινε, έμπλούτι ζε, Αλλά καί στερέωνε
περισσότερο τήν θεολογία τής Νίκαιας. Καί αύτής πού θεμελίωνε τήν στάση τού
έπισκόπου (Εκκλησίας) έναντι τού κοσμι κοϋ άρχοντα (πολιτείας), είτε αύτός
είναι χριστιανός, είτε είναι έθνικός.
Ή άνοδος στόν θρόνο τοϋ
Ίουλιανοϋ (Νοέμβριος 361) σήμανε τό τέλος των μακρών έξοριών τοϋ ’Αθανασίου. Ό
νέος παγανιστής αύτοκράτορας έδωσε άμνηστία στους όρθοδόξους, πού είχε έξορίσει
ό Κωνστάντιος. "Ετσι ό ’Αθανάσιος έπανέρχεται στην ’Αλεξάνδρεια
(21.2.362), γιά νά εγκαινιάσει πολυσήμαντη τακτική μέ τήν περίφημη «Σύνοδο των
όμολογητών» τοϋ ίδιου έτους. Μέ τό αύξημένο κϋρος του σέ ’Ανατολή καί Δύση,
άλλά καί μέ τό κϋρος των συνοδικών μελών, πού καί αύτοί είχαν πολλά ύποστεΐ γιά
τήν ορθοδοξία, προσπάθησε: α) νά δημιουργήσει γέφυρα έπανόδου όσων πίστευαν
όρθά, άλλά δίσταζαν στήν χρήση τοϋ όρου «όμοούσιος» β) νά έπαναβεβαιώσει τήν
«αύτάρκεια» τής συνόδου τής Νίκαιας, από τό σύμβολο τής όποιας προκύπτει έμμεσα
καί ότι τό άγιο Πνεϋμα δέν είναι κτί σμα γ) νά άποτρέψει περαιτέρω συζήτηση γιά
τόν όρο υπόσταση, χωρίς νά εμποδίζει τήν χρήση τοϋ όρου «τρεις ύποστάσεις» καί
χωρίς νά εγκαταλείπει τήν αρχική του θέση ότι ή ύπόσταση ταυτίζεται μέ τήν
ούσία, θέση πού θεολογικά θά ξεπεραστεί μέ τόν Μ. Βασίλειο δ) νά προβάλει
όρθόδο ξη χριστολογία μέ βάση τούς όρους τής Νίκαιας «σαρκωθέντα» καί «έναν
θρωπήσαντα», άντιμετωπίζοντας έτσι τήν πρώτη φάση τοϋ άπολιναρισμοϋ καί ε) νά
δείξει τίς άναγκαϊες έκκλησιαστικοθεολογικές προϋποθέσεις, μέ τίς όποιες θά
μπορούσαν τότε νά ένωθοϋν οί άνατολικοΐ (προπαντός οϊ άν τιοχειανοί) καί οϊ
δυτικοί πού άσπάζονταν τό σύμβολο τής Νίκαιας (Βλ. σχετικά στόν Τόμον πρός
Άντιοχεΐς). Βέβαια, ή συζήτηση γιά τίς ύποστά σεις (τριαδολογία) δέν σταμάτησε.
Τήν σχετική ορθόδοξη θεολογία θά τήν πραγματώσει ό Μ. Βασίλειος δύο χρόνια μετά
στό Κατά Εύνομίου έργο του. ’Επίσης ή χριστολογική διαμάχη θά συνεχιστεί μέ
τούς Καππαδόκες καί θά λυθεί συνοδικά τόν έπόμενο αιώνα.
Άλλά καί στόν ποιμαντικό
καί κατηχητικό τομέα τό έργο τοϋ ’Αθανασίου ύπήρξε εντυπωσιακό. "Ολ’ αύτά
καί τό γεγονός ότι ό ιερός άνδρας κατήχησε γυναίκες τής αλεξανδρινής
αριστοκρατίας έξόργισαν τόν Ίου λιανό, πού έδειξε πόσο επιφανειακά καί σκόπιμα
είχε σκεφτεΐ τήν άμνηστία τών ορθοδόξων. Μέ άστεΐες λοιπόν προφάσεις διέταξε
όχι μόνο νά έκδιωχτεΐ ό ’Αθανάσιος άπό τήν έπισκοπή του, «άλλά καί
άναιρεθήναι», νά φονευτεί.
"Ετσι στις 24.10.362
πήρε γιά τέταρτη φορά τόν δρόμο τής εξορίας. Μπήκε σ’ ένα πλοίο μέ κατεύθυνση,
μέσω Νείλου, τήν Θηβαΐδα. Τόν άκολούθησε όμως πλοίο μέ στρατιωτικό άπόσπασμα μέ
σκοπό νά τόν βρει καί νά τόν φονεύσει. "Οταν ό ’Αθανάσιος άντιλήφτηκε τό
πλοίο, άλλαξε πορεία. Σέ μιά καμπή τοϋ ποταμού πήρε τό δρόμο τής επιστροφής καί
πέρασε έμπρός άπό τό πλοίο τοϋ στρατιωτικού άποσπάσματος. Οί συνοδοί του στήν
ερώτηση τών διωκτών, αν είδαν τόν Αθανάσιο, άπάντησαν ότι προχωρώντας θά τόν
προλάβουν. Έπέστρεψε λοιπόν στήν Αλεξάνδρεια κι έμεινε γιά λίγο έξω άπό τήν
πόλη. Άλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο κι έφυγε γιά τήν Θηβαΐδα, όπου
γνώρισε τούς Ταβεννησιώτες μοναχούς, οί όποίοι μέ τόν ήγούμενό τους Θεόδωρο τόν
φιλοξένησαν δείχνοντας του σεβασμό καί άγάπη.
Κοντά στούς μοναχούς
έμεινε περίπου 10 μήνες. 'Ο Ίουλιανός φονεύτηκε (26.6.363) καί άντικαταστάθηκε άπό
τόν άγαθό καί φιλορθόδοξο Ίοβια νό. Ή Εκκλησία δέχτηκε ώς δώρο Θεοϋ σέ
καταιγίδα τήν άνοδο τοϋ νέου αύτοκράτορα, τόν όποίο αμέσως έπισκέφτηκε ό
’Αθανάσιος στήν έδρα του (’Αντιόχεια). ’Εκεί, σί διαδοχικές συναντήσεις τοϋ
εξήγησε τήνέκκλησια στικοθεολογική κατάσταση (χωρίς νά έρθει σ’ έπαφή μέ τήν
κοινότητα τοϋ Μελετίου). Ό ’Ιοβιανός περιέβαλε μέ τιμή καί σεβασμό τόν
’Αθανάσιο γιά τούς αγώνες του, ένέκρινε τήν τακτική του καί τόν έφοδίασε μέ
έπίσημα έγγραφα γιά τήνέπιστροφή του στήν ’Αλεξάνδρεια (Φεβρουάριος 364).
Δυστυχώς όμως τήν ίδια εποχή πέθανε ό ’Ιοβιανός καί ό αύτοκράτορας Ούα
λεντινιανός όνόμασε συνάρχοντα γιά τήν ’Ανατολή τόν Ούάλη, μέ τόν όποίο τό
σκηνικό άλλαξε ριζικά.
Οί όρθόδοξοι γνώρισαν
τόσους απηνείς διωγμούς, πού ή Εκκλησία δέν έζησε ούτε στήν εποχή των
κατακομβών. Ή άρειανική του τοποθέτηση ήταν γνωστή άπό τό 360 (σύνοδος
Κωνσταντινουπόλεως). 'Υποστήριξε μέ κάθε μέσο τούς άρειανούς όμοιους καί τώρα
(5.5.365) δημοσίευσε διάταγμα, βάσει τοϋ όποίου έξορίζονταν όλοι όσους είχε
εξορίσει ό Κωνστάν τιος καί φυσικά καί ό ’Αθανάσιος, πού ήταν πλέον έβδομήντα
έτών, κουρασμένος, αλλά μέ ακτινοβολία έντονότερη άπό άλλοτε. Τό ποίμνιό του όμως
φαινόταν τώρα άποφασισμένο γιά όλα. Τήν λαϊκή άναταραχή τήν γνώριζε ό έπαρχος
τής Αιγύπτου καί άφηνε νά νοηθεί ότι δέν θά έκτελέσει τό διάταγμα στήν
περίπτώση τοϋ ’Αθανασίου. 'Υποκρινόταν όμως. Γι’ αύτό καί ό ’Αθανάσιος,
άναμετρώντας τίς συνέπειες μιας έξεγέρσεως, έγκατέ λειψε άπροειδοποίητα τήν
’Αλεξάνδρεια στίς 5.10.365, τήν νύχτα μάλιστα πού είχε άποφασΐσει ό έπαρχος νά
τόν συλλάβει, κυκλώνοντας τόν ναό τοϋ αγίου Διονυσίου, στόν όποίο ό ’Αθανάσιος
θά τελοϋσε αγρυπνία μέ πολλούς πιστούς. ’Έτσι, άδικα τό στρατιωτικό άπόσπασμα
εΐσόρμησε τήν νύχτα εκείνη στόν ναό. Ό ’Αθανάσιος κρυβόταν ήδη κάπου κοντά στήν
’Αλεξάνδρεια, ίσως καί μέσα σ’ αύτήν, «έν πατρώω μνήματι», λέει ό ιστορικός
Σωκράτης (Έκκλ. ιστορία Δ' 13).
Ή κατάσταση αύτή κράτησε
μόνο τέσσερες μήνες. Ό Ούάλης διακρινόταν τουλάχιστον γιά τήν πολιτική του
σύνεση. Συνέχιζε τήν αφόρητη καταπίεση τών ορθοδόξων, άλλά, προκειμένου νά
επαναστατήσει ό λαός τής ’Αλεξάνδρειας, πού πράγματι βρισκόταν σέ μεγάλο
άναβρασμό, προτίμησε νά άμνηστεύσει τόν ’Αθανάσιο, πού όπως είπαμε ήταν γιά όλη
τήν ’Εκκλησία σύμβολο τής ορθοδοξίας. Τό ίδιο μάλιστα έκανε άργότερα μέ τόν Μ.
Βασίλειο. Μπορούσε νά τόν εξορίσει καί αύτόν, άλλά κάτι τέτοιο θά ήταν έσχατη
πρόκληση. Τόν άφησε λοιπόν μέ πολλές πιέσεις στήν Καισά ρεια, γιατί, μετά τόν
’Αθανάσιο, σύμβολο τής ’Ορθοδοξίας έγινε ό Βασίλειος. Ό ’Αθανάσιος έπέστρεψε
άπό τήν τελευταία του εξορία τήν 1η Φεβρουάριου τοϋ 366 καί δέν άπομακρύνθηκε
πιά άπό τό ποίμνιό του, παρά γιά λίγες ή μέρες, τόν Σεπτέμβριο τοϋ 367, όταν ό
Λουκιανός, ένας ά ρειανός έπίσκοπος, άποπειράθηκε νά τόν εκθρονίσει.
Στά τελευταία χρόνια τής
ζωής του καί δή άπό τό 370, ένδιαφέρθηκε γιά τήν λύση τοϋ άντιοχειανοϋ
σχίσματος, διατηρώντας έντονη συμπάθεια πρός τούς εύσταθιανούς, πού τούς
εκπροσωπούσε τώρα ώς επίσκοπός τους ό Παυλΐνος. Στό μεταξύ, ό νέος άστέρας τής
Εκκλησίας, ό Βασίλειος Καισαρείας τής Καππαδοκίας, καλοϋσε τόν Αθανάσιο, τόν
μόνο στήν Εκκλησία πού διέθετε τόσο κύρος καί τόσο φωτισμό, νά έπέμβει στήν
Αντιόχεια, γιά δικαίωση τού παρεξηγημένου, άκόμη καί άπό τόν Αθανάσιο,
κανονικού έπισκόπου Μελετίου καί την καταδίκη ώς κακοδόξου τού Μαρκέλλου
Άγκυρας, ό όποίος παλαιό είχε καταπολεμήσει τούς Αρεια νούς, ήταν συμπαθής στόν
Αθανάσιο κι έδειχνε έμμονή στήν πίστη τής Νίκαιας. Άπό τό πλέγμα τούτο δέν
έξήλθε ό Αθανάσιος. Κατά τά άλλα συνέχισε τό άνορθωτικό έργο τής ορθόδοξης
πίστεως, μολονότι μέ τούς διωγμούς τού Ούάλη μόνο νησίδες όρθοδοξίας έμεναν στό
Ανατολικό κράτος. Στίς 2 (ή 3) Μαΐου τού 373 παρέδωσε τό πνεύμα, χωρίς νά δει
την νίκη τής όρθοδοξίας. Τήν προετοίμασε όμως τόσο καλά, ώστε ήρθε όκτώ χρόνια
μετά τήν κοίμησή του μέ τήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (381).
Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη
του στίς 18 Ίανουαρίου καί στίς 2 Μαΐου.
Πηγές
Πολλά στοιχεία γιά τόν
βίο καί τήν δράση τού Αθανασίου βρίσκουμε στά έργα του: Πρός τόν βασιλέα
Κωνστάντιον ’Απολογία, Περί τών δια βαλλόντων τήνέν τφ διωγμώ φυγήν,
’Απολογητικός δεύτερος, Πρός τούς Απανταχού μοναχούς περί τών γεγενημένων παρά
τών Άρειανών έπί Κων σταντίου, Βίος τού Μ. ’Αντωνίου καί σποραδικά σέ άλλα.
Πολύ χρήσιμος είναι ό Λόγος ΚΑ' (στόν Αθανάσιο) τού Γρηγορίου Θεολόγου ό έλλιπής στήν λατινική βίος τού Αθανασίου
(Historia acephala), οί Αναφορές τών Εύσεβίου, Έπιφανίου, Ρουφίνου, Σω ζομενού
καί Σωκράτη, καί νέα κοπτικά κείμενα, όπως έπίσης έπιστολικά κείμενα τής εποχής
(π.χ. Μ. Βασιλείου). Τά πολλά σχετικά αγιολογικά έργα (Βίος καί Εγκώμια τού
’Αθανασίου) έχουν καθαρά οίκοδομητικούς σκοπούς καί γι’ αύτό μικρή ιστορική
αξία.
ΕΡΓΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Αθανάσιος ύπήρξε
γονιμότατος συγγραφέας, μολονότι οί συνθήκες τής ζωής του ύπήρξαν Αποτρεπτικές
γιά συγγραφή. Πέρασε 16 σχεδόν χρόνια σέ εξορίες καί άλλα τόσα ζούσε σέ κλίμα
διωγμού καί μέ τό φάσμα τής έξορίας. Ή ζωή καί ή ποιμαντορία του ταυτίζονται
κυρίως μέ τόν ά^ώνα τής Εκκλησίας κατά τού Αρειανισμού καί τών συνεπειών του.
"Ετσι λοιπόν, ένωρίς έπιδόθηκε στήν συγγραφή, Από τά 25 του περίπου
χρόνια, καί τήν συνέχισε μέχρι τά 78. Τά Αθανασιανά κείμενα λίγες φορές
μαρτυρούν φροντίδα φιλολογική, δεδομένου ότι πολλά γράφηκαν στούς τόπους
έξορίας του. Συντάχτηκαν μέ βία γιά νά προλάβουν τήν ένημέρωση, τήν Αποτροπή
έκκλησιαστικών ένεργειών, τήν δικαίωση ή τήν καταδίκη γεγονότων καί προσώπων.
Αδιαμφισβήτητες Αρετές τού Αθανασιανοΰ κειμένου είναι ή ένάργεια καί ή σαφήνεια
τής φράσεως, ή αίσθηση τού πραγματικού και στην σκέψη, ή σέ βάθος τής αλήθειας
είσοδος καί ή πειστικότητα. Ό ’Αθανάσιος έγραψε κείμενα:
Πολεμικά:
Κατά έλλήνων (ή έθνικών)
Περί ένανθρωπήσεως.
Επιστολικά:
Έορταστικές έπιστολές
Διατριβές πνευματολογικές
καί χριστολογικές (Πρός Σεραπίωνα, Πρός Επί κτητον, Πρός Άδέλφιον)
Εγκύκλιες έπιστολές γιά
έκκλησιαστικές ύποθέσεις Συνοδικές έπιστολές (Τόμος πρός Άντιοχεΐς, Πρός τούς
έν Αφρική επισκόπους).
Άντιαρειανικά:
Κατά άρειανών Α'Γ'
Περί Διονυσίου
Αλεξάνδρειάς
Πρός τούς έπισκόπους
Αίγύπτου καί Λιβύης.
Ίστορικοαντιαρειανικά:
Περί Νίκαιας
’Απολογητικός δεύτερος
περί άρειανών Περί των γεγενημένων παρ’ άρειανών Περί συνόδων (Άριμίνου,
Σελεύκειας κ.ά.).
’Απολογητικά:
’Απολογία πρός τόν
βασιλέα Κωνστάντιον Περί τής φυγής αύτοϋ (τοΰ ’Αθανασίου).
’Ασκητικά:
Βίος Μ. ’Αντωνίου Πρός
μοναχούς Πρός Άμούν
Κοπτικά κείμενα περί
παρθενίας καί ποικίλα.
Ερμηνευτικά:
Πρός Μαρκελλΐνον
Εξηγήσεις (έρμηνεΐαι εις
τούς Ψάλμούς)
Σχόλια έρμηνευτικά είς
τήν ΠΔ καί ΚΔ.
Όμιλίες:
Είς τό πάθος τοΰ Κυρίου
καί είς τόν Σταυρόν Εις τό «πάντα μοι παρεδόθη ύπό τοΰ Πατρός μου».
’Αμφιβαλλόμενα:
Ή σύγχυση τών χειρογράφων
κωδίκων, οΐ έπεξεργασΐες καί νοθείες τών
Αθανασιανών έργων καί ή
άγνοια των έκδοτων δημιούργησαν τό πρόβλημα των άμφιβαλλόμενων έργων, γιά
μερικά άπό τά όποια έχουν γίνει εύρύ τατες συζητήσεις χωρίς γενικώς άποδεκτά
συμπεράσματα. Τό πρόβλημα έπιτείνεται ιδιαίτερα μέ την ανεύρεση κοπτικών
κειμένων, πού δεν σώζονται στην έλληνική. ΓΗ λύση πού προτάθηκε, ότι πολλά άπό
αύτά γράφηκαν άπευθείας άπό τόν ’Αθανάσιο στήν κοπτική, δεν έχει σοβαρά
ερείσματα.
Νόθα:
Μέγας άριθμός κειμένων,
κάποτε συγχρόνων άλλά συνήθως μεταγενεστέρων τοϋ ’Αθανασίου, κυκλοφόρησαν μέ τό
όνομά του, γιά νά έξασφα λίσουν έπιτυχία καί άναγνώριση τοϋ περιεχομένου τους.
Τό πλήθος των διασωθέντων
άποσπασμάτων άπό άδηλα έργα τοϋ ’Αθανασίου ύποδεικνύουν ότι μάλλον έγραψε καί
άλλα έργα (όμιλίες, έρμηνευ τικά, άσκητικά), πού έχουν χαθεί.
ΕΙΔΙΚΑ
Λόγος κατά έλλήνων (ή
έθνικών). Γράφηκε μεταξύ 319/20 καί 325. Εκφράζει πρωτοαθανασιανή θεολογία,
προϋποθέτει τήνβ' Επιστολή τού ’Αλεξάνόρου ’Αλεξάνδρειάς (ή όποια φρονοϋμε πώς
είναι έργο τοϋ ’Αθανασίου, όπως ύποστηρίξαμε στό κεφάλαιο περί ’Αλεξάνόρου) ή
τουλάχιστον τίς ά παντήσεις στήν διδασκαλία τοϋ Άρείου (π.χ. χρησιμοποιεί, όπως
ή παραπάνω Επιστολή, ώς θεολογικούς όρους τά επίθετα «ίδιος», «άληθινός» γιά
τόν Υίό/Λόγο), όπως ϊσως καί στοιχεία πού βρίσκονται στό «Συνταγμάτων» τοϋ
’Αστεριού. ’Έχει χαρακτήρα πολεμικό (καί όχι άπολογητικό). Σέ 47 κεφάλαια
καταπολεμεί τίς έθνικέςέλληνικές άντιλήψεις περί Θεοϋ, κα κοϋ καί
ειδωλολατρίας. Στά κεφάλαια 3047 γίνεται ή θετική παρουσίαση τής γνώσεως τοϋ
Θεοϋ καί δή τοϋ θείου Λόγου.
Λόγος περί τής
ένανθρωπήσεως τοϋ Λόγου καί τής διά σώματος πρός ημάς επιφάνειας αύτοΰ.
Αποτελεί συνέχεια τοϋ προηγουμένου, άνήκει στήν ίδια έποχή, είναι σαφώς
θεολογικότερο εκείνου κι έκτείνεται σέ 57 κεφάλαια, στά όποια ό συγγραφέας
κυριολεκτικά θέτει τίς βάσεις τής θεολογι κής του σκέψεως γενικά καί περί
ένανθρωπήσεως ειδικά. Τό 1925 βρέθηκε μιά σύντομη μορφή τοϋ έργου στόν κώδικα
78 τής μονής Διοχειαρίου (“Αθως) καί άλλοϋ μετέπειτα. Αύτή φιλοτεχνήθηκε
πιθανόν στό β' ήμισυ τοϋ Δ' αί. καί άσφαλώς όχι άπό τόν ’Αθανάσιο, άλλά άπό
κάποιον άπολινα ριστή.
Έπιστολαί έορταστικαί. Γράμματα
μέ τά όποια ό έπΐσκοπος ’Αλεξάνδρειάς γνωστοποιούσε τήν ήμερομηνΐα τοΰ Πάσχα
καί τήν έναρξη της πριν από αύτό νηστείας. Ή συνήθεια είναι παλαιότερη. Ή Α'
Οίκουμενική Σύνοδος, τό 325, ανέθεσε στόν έπίσκοπο ’Αλεξάνδρειάς νά πληροφορεί
έγκαιρα τήν όλη ’Εκκλησία γιά τήν
ήμερομηνΐα τοΰ Πάσχα. Στήν Ρώμη καί στήν ’Αντιόχεια έφθανε ή Επιστολή καί οΐ
έκεΐ επίσκοποι ανακοίνωναν σχετικά στούς επισκόπους των πατριαρχείων τους (Γρ.
Λαρεντζάκης). Οί πρώτες σωζόμενες έορταστικές έπιστολές ανήκουν στόν ’Αθανάσιο,
πού έβρισκε αφορμή νά γράφει καί γιά ποικίλα έκκλησιαστικοθεολογικά θέματα. Ή
πρώτη άπό αύτές γράφηκε τό 329. Σήμερα σώζονται 12 άκέραιες, 2 στό μεγαλύτερο
μέρος τους καί 16 αποσπασματικά. Στό έλληνικό πρωτότυπο, στήν κοπτική
(σαχιδική) καί τήν αρμένική έχουμε μόνο αποσπάσματα, ένώ στά συριακά πλήρες
κείμενο 12 επιστολών. Ή σημασία τους είναι μεγάλη γιά τόν θεσμό τής νηστείας
(πού στήν 1η έπιστολή ορίζεται μόνο σέ έξη ήμέρες καί στίς άλλες σέ σαράντα
ήμέρες), γιά τά κανονικά βιβλία τής Γραφής (στήνΛΘ' έπιστολή τοΰ 367 περιέχεται
ό πρώτοςέπίσημος κατάλογος κανόνας της ΚΔ, αλλά καί κατάλογος τών
παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, στόν όποίο τά δευτεροκανονικά χαρακτηρίζονται ώς μή
«κανονιζόμενα» καί απλώς χρήσιμα γιά τήν κατήχηση) καί άλλα εκκλησιαστικά
θέματα.
Λόγοι κατά Άρειανών
τρεις. Ή χρονολόγησή τους συζητήθηκε καί συ ζητεΐται. Πρόκειται γιά έργο πού
ασφαλώς γνώρισε άπό τόν ’Αθανάσιο πολλές έπεξεργασΐες. Ή τελική του μορφή
δόθηκε μάλλον περί τό 338. Πρόκειται γιά τρεις θεολογικότατες διατριβές, μέ τίς
όποιες, θεολογώντας γιά τήν σχέση Πατέρα καί Υίοϋ καί δή γιά τόν τρόπο
γεννήσεως τοΰ Υίοϋ, άντικρούει τήν διδασκαλία τοΰ Άρείου καί τών οπαδών του
(’Αστεριού κ.ά.). Τό έργο ανήκει στά σημαντικότερα έργα τής καθόλου θεολογίας
καί άποτελεΐ τήν ασφαλή βάση τής τριαδολογίας.
Σώζονται άποσπάσματα
λατινικής μεταφράσεως καί παλαιοσλαβική μετάφραση τοΰ Α' Λόγον.
Εγκύκλιος έπιστολή (Πρός τούς
Απανταχού έπισκόπους). Γράφηκε τό 339 γιά νά έξηγήσει τήν άντικανονικότητα τού
σφετεριστή του Γρηγορίου καί νά διεκτραγωδήσει τίς βιαιότητες, πού συνέβησαν μέ
τήν ένθρόνιση (15.4. 339) τού τελευταίου.
Περί τής έν Νικαίςι
Συνόδου («"Οτι ή έν Νικαία Σύνοδος έωρακυϊα τήν πανουργίαν των περί
Εύσέβιον έξέθετο πρεπόντως καί εύσεβώς κατά τής άρειανικης αίρέσεως τά
όρισθέντα»). Γράφηκε τό 350/1 καί Αποτελεί ίστο ρικοθεολογική δικαίωση καί
έρμηνεία τής άποφάσεως τής Α' Οικουμενικής Συνόδου (325). Δείχνει ότι οί όροι
της έκ τής ούσίας καί όμοούσιος, καίτοι μή βιβλικοί, συμφωνούν Απόλυτα μέ τό
πνεύμα τής Γραφής, τό όποίο μέ φωτισμό τού άγ. Πνεύματος έρμήνευσαν οί πατέρες
τής Συνόδου. Γιά τήν ένίσχυση των θέσεων του παραθέτει στό έργο του δέκα
σπουδαία κείμενα, μεταξύ των όποιων 5 Επιστολές τής γραμματείας τού Μ.
Κωνσταντίνου.
Περί Διονυσίου
Αλεξάνδρειάς («ΠερίΔιονυσίου τον έπισκόπου ’Αλεξάνδρειάς, ότι καί αύτός κατά
τής άρειανικης αίρέσεως έφρόνει ώς ή έν Νίκαια Σύνοδος καίμάτην αυτόν
συκοφαντοϋσιν οι άρειομανΐται ώς όμόδοξον αύτών»). Γράφηκε λίγο μετά τό
προηγούμενο καί Αναιρείτόν ισχυρισμό των Αρειανών ότι δήθεν ακολουθούν τήν
διδασκαλία τού Διονυσίου Αλεξάνδρειάς ( + 264/5), Αναλύοντας Αμφιλεγόμενα
κείμενα τού τελευταίου, τόν όποίο ό Αθανάσιος χαρακτηρίζει «διδάσκαλο» τής
Καθολικής Εκκλησίας.
Πρός Δρακόντιον Επιστολή.
Γράφηκε τό 354 γιά νά πείσει τόν ήγούμενο μοναστηριού Δρακόντιο νά
δεχτείέπισκοπή, μέ τά έξης έπιχειρήματα: δέν πρέπει νά Αμελεί τό χάρισμα πού
τού έδωσε ό Θεός· ή διαποίμανση είναι Ιερό έργο· καί άλλους ήγουμένους είχε
χειροτονήσει ό ’Αθανάσιος σέ έπισκόπους (πρώτη μαρτυρία έπισκοποποιήσεως
μοναχώνήγουμένων)· επίσκοποι άγαμοι υπήρχαν καί άλλοι· μπορούσε καί ώς
επίσκοπος νά ζήσει Ασκητικά.
’Απολογητικός δεύτερος
κατά Αρειανών. Γράφηκε τό 358. ’Όχι νωρίτερα, διότι στήν §89 μνημονεύεται ό
πάπας Λιβέριος ήδη στήν Ρώμη μετά τήν διετή έξορία του (356358). Σπουδαιότατο
έργο γιά τήν συνοδική καί λοιπή δράση των Αρειανών πρός παραμερισμό τής Συνόδου
τής Νίκαιας
’Απολογία πρός τόν
βασιλέα Κωνστάντιον. Επίσης περί τό 358. Ό ’Αθανάσιος μέ ασυνήθιστη γι’ αυτόν
φιλολογική φροντίδα άπολογεΐται καί αναιρεί τήν κατηγορία ότι δήθεν προσπάθησε
νά στρέψει τόν αύτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα εναντίον τοΰ αύτοκράτορα τής
’Ανατολής Κωνσταντίου.
Περί τής φυγής αυτού
(«Περί τών διαβαλλόντων τήνέν τώ διωγμφ φυγήν αύτοΰ»). Μετά τό Πάσχα τού 357.
"Εργο φροντισμένο καί μέ προσωπικό παλμό. Ό ’Αθανάσιος μετά τήν δραματική φυγή
του από τήν ’Αλεξάνδρεια (Φεβρ. 356) κατηγορήθηκε ότι έφυγε από δειλία,
έγκαταλείποντας τό ποίμνιο. ’Απολογείται μέ τήν βοήθεια παραδειγμάτων από τήν
Γραφή.
Βίος ’Αντωνίου («Βίος καί
πολιτεία τοΰ όσιου πατρός ημών ’Αντωνίου»). Περί τό 357. Πολυσήμαντο έργο γιά
τήν γένεση καί τήν πρώτη θεολογική θεμελίωση τού μοναχισμού. Βλ. στό κεφ. περί
’Αντωνίου (+ 356). Σώζονται μεταφράσεις λατινικές, κοπτική, άραβική, αιθιοπική,
συριακή, αρμένική καί γεωργιανή: .
Πρός μοναχούς έπιστολή
(«Τοΐς απανταχού κατά τόπον τόν μονήρη βίον άσκοϋσι... χαίρειν»). Περί τό
357/8, γιά νά υπογραμμίσει τήν θεμελιώδη διδασκαλία τής Εκκλησίας έναντι τών
άρειανών. Ή έπιστολή συνόδευε φαίνεται τό έπόμενο έργο «Περί άρειανών», πού
έγραψε γιά τούς μοναχούς.
Περί τών γεγενημένων παρ’
άρειανών («Πρός άπανταχοΰ μοναχούς περί τών εγενημένων παρά τών άρειανών έπί
Κωνσταντίου»), "Οταν τόν φίλο ξενοϋσαν οί μοναχοί καί όχι πρίν τό 358,
διότι άναφέρονται ό Λιβέριος Ρώμης ώς έπανελθών στόν θρόνο του (τέλος 358) καί
ό "Οσιος Κορδούης ώς μακαρίτης (357/8). Τά γεγονότα τοϋ 356 άφήρεσαν κάθε
έλπΐδα νά κατα νοηθεΐ ό ’Αθανάσιος από τόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο. Άναφέρεται
στην εποχή από τό 335 μέχρι τό 357 καί αναλύει τήν άντορθόδοξη καί φιλοα
ρειανική πολιτική τοϋ αύτοκράτορα. Γιά πρώτη φορά ό ’Αθανάσιος είναι τόσο όξύς
στίς κρίσεις του. Χαρακτηρίζει τόν Κωνστάντιο πολέμιο τής πί στεως, προστάτη
τής αίρέσεως, πρόδρομο τοϋ Αντίχριστου, ώμό καί σφαγέα των συγγενών του.
’Απορρίπτει κάθε είδους ανάμιξη τοϋ κοσμικού άρχοντα στά
έκκλησιαστικοθεολογικά. Καί πάλι καταχωρίζει έπίσημα έγγραφα (δύο Επιστολές τοϋ
ίδιου τοϋ Κωνσταντίου, Επιστολή τοϋ 'Οσίου Κορδούης καί μία Διαμαρτυρία
χριστιανών τής ’Αλεξάνδρειας γιά τά γεγονότα τοϋ 356).
Έπιστολαί πρός Σεραπίωνα
(3 Περί άγ. Πνεύματος καί 1 Περί τοϋ θανάτου τοϋ Άρεΐου). Περί τό 358/9. Οί
Επιστολές περί άγ. Πνεύματος έκδί δονται ώς 4 κείμενα (πράγματι όμως οί
θεωρούμενες ώς Β' καί Γ' είναι μία Επιστολή), ένώ πρόκειται γιά τρεις, πού
συνιστοϋν Απάντηση σέ έρω τήματα τοϋ επισκόπου Θμούεως Σεραπίωνα σχετικά μέ
πνευματομαχικές αντιλήψεις τής περιοχής. Μέ τήν εύκαιρία ό ’Αθανάσιος
δημιουργεί τήν πρώτη αναπτυγμένη πνευματολογία τής Εκκλησίας (Στυλ. Γ.
Παπαδοπούλου, Άθαν. Άλεξ. περί άγ. Πνεύματος..., ’Αθήνα 1971). Ή άλλη Επιστολή
διηγείται δσα γνωρίζει ό ’Αθανάσιος γιά τήν διαδικασία τής δόλιας επιστροφής
τοϋ Άρείου στήν Εκκλησία καί τόν έπελθόντα στό μεταξύ άτυχή θάνατό του. Σώζεται
αρμένική καί συριακή μετάφραση.
Πρός μοναχούς («Τοϊς τόν
μονήρη βίον άσκοϋσι... χαίρειν»). Μάλλον περί τό 358/9. Καί λατινική
μετάφραση:.
Πρός τούς έπισκόπους
Αίγύπτου καί Λιβύης. Επιστολή έγκύκλιος κατά άρειανών. Γράφηκε τό 361 (άναφέρει
ότι πρίν 55 χρόνια οί μελιτιανοί έγιναν σχισματικοί, δηλαδή τό 305: παραγρ. 22)
άπό τίς αιγυπτιακές έρήμους, γιά νά ένθαρρύνει τούς έπισκόπους Αίγύπτου καί
Λιβύης νά μήν υπογράψουν σύμβολο πίστεως διαφορετικό άπό τής Νίκαιας, όπως
επιδίωκαν οί άρειανοΐ.
Περί συνόδων («’Επιστολή
περί τών γενομένωνέν τη Άριμίνφ τής Ιταλίας καίένΣελεύκεια τής Ίσαυρίας
συνόδων»). Γράφηκε μετά τόν θάνατο (βλ. παραγρ. 31)τοϋ Κωνσταντίου (3.11.361)
καί πριν έπιστρέψει στην’Αλεξάνδρεια ό Αθανάσιος (21.2.362) μέ την αμνηστία τοΰ
Ίουλιανοΰ. Μέ τήν έπικουρία 17 σπουδαίων επίσημων συνοδικών έγγραφων καί
ομολογιών άρειανικής πίστεως ιστορεί τήν συνοδική δραστηριότητα τοΰ 359/360,
γιά νά δείξει ότι οί σύνοδοι αυτές δεν είχαν λόγο νά συνέλθουν, άφοϋ νέα αίρεση
δέν είχε εμφανιστεί καί άφοΰ τήν παλαιά, δηλαδή τόν άρειανισμό, τήν είχε
οριστικά αντιμετωπίσει ή Σύνοδος τής Νίκαιας, ή όποια γι’ αύτό πρέπει νά μένει
σεβαστή καί απαρασάλευτη. Παράλληλα στό παρόν έργο κο ρυφώνεται ή
έκκλησιαστικοθεολογική προσπάθεια τοΰ ’Αθανασίου νά προσελκύσει τούς
όμοιουσιανούς, τονίζοντας ότι κριτήριο ένότητας είναι ή ορθή πίστη καί όχι οί
όροι.
Τόμος πρός τούς
Άντιοχεΐς. Συντάχτηκε από τόν ’Αθανάσιο, αλλά είναι απόφαση συνόδου, τήν όποια
συνεκάλεσε ό ίδιος μόλις έπέστρεψε στήν ’Αλεξάνδρεια (362). Πρόκειται γιά
συνοδική κάλυψη τής προσπάθειάς του νά προσελκύσει τούς όμοιουσιανούς, νά
είρηνεύσει τούς Άντιοχεΐς, νά σταματήσει τήν συζήτηση γιά τούς όρους
«ύπόστασις» (ή υποστάσεις) καί «ουσία» καί νά δηλώσει τί ό Λόγος προσλαμβάνει
στήν ενανθρώπησή του. Ό ’Αθανάσιος προτρέπει νά μήν επιμένουν στήν συζήτηση γιά
τούς παραπάνω όρους καί ύποστηρίζει ότι ό Λόγος προσλαμβάνει ολόκληρο τόν
άνθρωπο, μέ νοΰ καί ψυχή. Περιλαμβάνεται καί όμολογία τοΰ Παυλίνου ’Αντιόχειας
γιά τό θέμα τών υποστάσεων. Σώζεται κοπτική, λατινική καί συρια κή μετάφραση.
Επιστολή πρός
Ρουφινιανόν. Περί τό 362, γιά νά συστήσει στόν έπίσκο πο Ρουφινιανό νά δέχεται
στήν Εκκλησία τούς άρειανίσαντες άπό λάθος ή δειλία, αλλά νά μήν αναγνωρίζει
τήν ιδιότητα τοΰ κληρικοΰ σ’ αύτούς πού πρωτοστάτησαν στήν αίρεση στούς άπλoύc
κληρικούς νά άναγνωρί ζει τήν ιδιότητα αύτή. Ή έπιστολή απέκτησε κανονικό κΰρος
στήν Εκκλησία.
Επιστολή πρός Ίοβιανόν.
Γράφηκε τό 363 ως άπάντηση στόν αύτοκρά τορα Ίοβιανό, πού ζήτησε όμολογία
πίστεως άπό τόν ’Αθανάσιο. Τό κείμενο είχε τήν κάλυψη συνόδου τοΰ ίδιου έτους
στήν ’Αλεξάνδρεια. Προηγούνται στά χειρόγραφα καί τίς έκδόσεις ή σχετική
’Επιστολή τοΰ Ίοβια νοΟ καί 4 σύντομα κείμενα Συζητήσεων μέ τόν Ίοβιανό κατά
τοΰ ’Αθανασίου.
Έπιστολαί δύο πρός
Ώρσίσιον. Δύο αποσπάσματα έπιστολών πρός τόν ήγούμενο Ώρσίσιο. Ή μία τό 368 καί
ή άλλη (πρώτη) νωρίτερα.
Πρός τούς έν ’Αφρική
έπισκόπους κατά άρειανών. Μεταξύ 369 καί 371, ’Απόφαση συνόδου 90 επισκόπων
στην ’Αλεξάνδρεια. Συντάχτηκε από τόν ’Αθανάσιο γιά νά έξηγήσει τό άπόλυτο
εκκλησιαστικό καί θεολογικό κύρος τοΰ συμβόλου τής Νίκαιας, τό όποίο
όμοιουσιανοί προσπαθούσαν νά Αντικαταστήσουν μέ τό σύμβολο τού Ρίμινι.
Προτείνει νά χρησιμοποιείται ό όρος «φύσει Υιός» αντί τού όμότιμού του καί
συνοδικού «όμοούσιος» από τούς δυστροποΰντες, πού όμως δφειλαν νά Αναθεματίζουν
τούς Αρειανούς καί νά ομολογούν ότι τό άγ. Πνεύμα δέν είναι κτίσμα. Σώζονται
μεταφράσεις στήν λατινική καί τήν συριακή.
Επιστολή πρός Άδέλφιον
επίσκοπον καί ομολογητήν κατά άρειανών. Μάλλον περί τό 370/1. Ή προσκύνηση τοΰ
Χριστού δέν σημαίνει ότι προσκυνούμε κτιστή σάρκα, διότι αύτή ένώθηκε
πραγματικά μέ τόν Λόγο καί θεώθηκε.
Μεταφράστηκε στήν
λατινική, τήν συριακή καί τήν Αρμενική.
’Επιστολή πρός Έπίκτητον.
Γράφηκε μάλλον περί τό 371/2 μέ αφορμή χριστολογικές κακοδοξίες, συγγενείς μέ
αρειανισμό, άπολιναρισμό καί δο κητισμό, πού κυκλοφορούσαν στήν περιοχή τής
Κορίνθου. Τό κείμενο έχει τεράστια θεολογική σημασία, διότι θεμελιώνει τήν
σωτηριολογική χριστολογία. 'Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) τό θεώρησε θαυμάσια
έκφραση τής θεολογίας της.
Μεταφράστηκε στήν
λατινική (δύο φορές), τήν συριακή, τήν αρμένική (τρεις φορές) καί τήν
γεωργιανή.
Επιστολή πρός Μάξιμον
φιλόσοφον. ’Αρχές τοΰ 372. Επαινεί τόν Μάξι μο, πού άντέκρουσε κακοδοξίες
σχετικές μέ τό πρόσωπο τοΰ Χριστού. Μεταφράστηκε στην λατινική καί την συριακή.
Επιστολή πρός Παλλάδιον
(πρεσβύτερον). Επαινεί τόν Βασίλειο Καισαρείας, μέ αφορμή τήν από μέρους του
τήρηση «οικονομίας» στήν διδασκαλία περί άγ. Πνεύματος. Τό πρόβλημα
δημιουργήθηκε τόν Σεπτέμβριο τού 372. Διατυπώθηκε ή άποψη ότι τό κείμενο δέν
είναι γνήσιο.
Επιστολή πρός Ίωάννην καί
Άντίοχον (πρεσβυτέρους). Καί αυτή χάριν τοΰ Μ. Βασιλείου γραμμένη. Άν είναι
γνήσια, γράφηκε τήν ίδια εποχή.
Epistula ad clerum
Alexandriae. Σώθηκε μόνο στήν λατινική.
Epistula ad easdem apud
Mareotam ecclesias. Σώθηκε μόνο στήν λατινική.
Έπιστολαί Πρός Ποτάμιον
καί Πρός Έπιφάνιον. ’Αποσπάσματα δύο, τής πρώτης στήν λατινική, τής δεύτερης
στήν ελληνική.
Επιστολή πρός Άμούν
μονάζοντα. "Αγνωστο πότε γραμμένη. Συμβουλεύει τόν Άμούν πώς ν’
αντιμετωπίζει ακούσια καί άλλα σαρκικά άμαρ τήματα. 'Υποδεικνύει ότι ή όδός τής
παρθενίας είναι άνώτερη από τήν οδό τοΰ γάμου. Καί μετάφραση συριακή.
Διήγησις Αθανασίου πρός
Άμμώνιον επίσκοπον. Μετά τό 363, διότι ή διήγηση, τήν όποια κάνει ό ’Αθανάσιος,
άναφέρει τόν θάνατο τοΰ Ίουλιανοΰ.
Εις τό «πάντα μοι
παρεδόθη ύπό τοϋ Πατρός...» (Ματθ. 2, 27) (όμιλία;). Είναι μάλλον απόσπασμα
εκτενέστερου έργου. Πάντως τό κεφάλ. 6 γράφηκε μετά τόν Δ' αιώνα.
Εις τό πάθος τοϋ Κυρίου
καί εις τόν Σταυρόν (όμιλία). Σήμερα θεωρείται γνήσια άπό πολλούς.
Πρός Μαρκελλΐνον εις τήν
ερμηνείαν τών Ψαλμών. "Αγνωστο πότε γράφηκε. Είδος γενικής εισαγωγής στους
Ψαλμούς, τούς όποίους διακρίνει σέ όμάδες βάσει τοϋ περιεχομένου, τοϋ χαρακτήρα
καί τοϋ σκοποϋ τους. Εξαίρετοι ή χρησιμότητά τους στήν πνευματική ζωή.
Μεταφράστηκε στήν συριακή καί τήν γεωργιανή: CPG II 2097.
Εξηγήσεις εις τούς
Ψαλμούς. (Ερμηνεία). "Αγνωστο πότε γράφηκε. Τό κείμενο στήν σημερινή του
μορφή έχει συγκροτηθεί άπό Σειρές, κυρίως τοϋ Νικήτα Ήρακλείας, μέ τίς
προσπάθειες παλαιών εκδοτών, αλλά φυσικά δέν είναι συνεχές. Διαπιστώνεται χρήση
άλληγορικής καί τυπολογικής έρ μηνείας. διατυπώθηκαν πολύ σοβαρές αμφιβολίες
γιά τήν γνησιότητα τοϋ έργου (Rondeau). Μεταφράστηκε στήν κοπτική, τήν
γεωργιανή καί τήν αραβική: CPG II 2140. Εσφαλμένα έκδόθηκε (PG 27, 6491340 καί
ΒΕΠ 34) ώς έργο τοϋ ’Αθανασίου τό «Περί έπιγραφής Ψαλμών», πού άνήκει στόν
'Ησύχιο 'Ιεροσολύμων.
’Αποσπάσματα έρμηνευτικών
σχολίων (άπό Σειρές):
Είς Όκτάτευχον καί
Βασιλειών: R. Devreesse, Les commentateurs de P Octateuque, σσ. 104 έξ.
Είς Ίώβ:
Είς Ήσαΐαν
Είς Βαρούχ
Είς Ματθαίον
Είς Μάρκον.
Εις Λουκάν.
Εις Πράξεις
Εις Έπιστολάς Παύλον
Ασκητικά σέ άνατολικές
γλώσσες
Σέ συριακή, αρμένική,
κοπτική καί άραβική μετάφραση παραδίδονται ποικίλα περί παρθενίας κείμενα τοϋ
’Αθανασίου.
Λόγος περί Παρθενίας
(συριακά καί αρμένικά).
Επιστολή πρός παρθένους
(συριακή).
Επιστολή πρός παρθένους
(κοπτική).
Παραινέσεις πρός
παρθένους (αποσπάσματα στή συριακή).
Περί παρθενίας (άκέφαλο,
άποσπάσματα στην κοπτική).
’Ασκητικά άποσπάσματα
(κοπτική).
Έτηστολή πρός παρθένους
(άπόσπασμα στήν άραβική).
Άποσπάσματα ποικίλα:
Περί άσθενείας καί υγείας
Εις τό «νΰνή ψυχή μου
τετάρακται»
Επιστολή συμβουλευτική
πρός παρθένους
Επιστολή πρός Διόδωρον
Τύρον (καί οχι Ταρσού)
Αποσπάσματα σύντομα
Μεγάλος Αριθμός σύντομων
καί πολύ ποικίλων κειμένων τυπώθηκαν στην PG καί άπό έκεΐ στήν ΒΕΠ 33
Προέρχονΐαι άπό γνήσια καί νόθα έργα τοΰ ’Αθανασίου.
’Αμφιβαλλόμενα
Σημαντικός αριθμός
κειμένων, προπαντός στήν κοπτική καί τήν αρμένική, Αποδίδονται στόν ’Αθανάσιο,
γιά τήν πατρότητα τών όποιων ύπάρ χουν σοβαρές αμφιβολίες:
Περί τής σαρκώσεως τον
Κυρίου... κατά ’Απολιναρίου, καί Περί τής σωτηριώδους έπιφανείας τοΰ Χριστού
καί κατά Άπολιναρίου. Ή γνησιότητα τών σημαντικών χριστολογικών καί
άντιαπολιναριστικών αύ τών έργων συζητήθηκε καί συζητεΐται ακόμη. Φαίνεται όμως
ότι ή απόδοσή τους στόν ’Αθανάσιο προσκρούει σέ σοβαρές δυσκολίες. Μεταφράσεις:
λατινική, συριακή καί αρμένική.
Λόγος εις τήν άνάστασιν
τοΰ Κυρίου: ’Ανέκδοτος σέ κώδικα σιναϊτικό.
Κοπτικά: Περί άγάπης καί
διχονοίας. Εις Ματθ. 20, 116. Oratio Athanasii antequam moreretur. Διαθήκη
τών πατριάρχων ’Αβραάμ, Ισαάκ καί Ιακώβ. Εις τό πάθος τού Κυρίου. Περί Λαζάρου
έγερθέντοςέκ νεκρών. Προσλαλιά πρός μοναχούς. 'Ομιλία κατά Άρείον. Νουθεσίαι.
’Επιστολή πρός Ώρσίσιον καί Θεόδωρον. Περί φόνου καί πλεονεξίας. ’Αποσπάσματα
διάφορα. Καί τά ανέκδοτα: Εις τήν Πεντηκοστήν Περί νηστείας Εις τό Λουκά
Ομιλίες 3 εις τόν
’Αρχάγγελον Μιχαήλ (ή 3η καί εις τόν Γαβριήλ)
Περί τής άναλήψεως τοΰ Χριστού.
’Αρμένικά: Κατά
τώνλεγόντων ότι ό άνθρωπος έντολή τοΰ Θεού πράττει τό καλόν καί τό κακόν. Πρός
"Αρειον. Περί Τριάδος. Περί τής γεννήσεως τοΰ Χριστού. Εις τήν Θεοτόκον.
Εις τήν άειπάρθενον Θεοτόκον. Έγκώ μιον εις τόν Σταυρόν. ’Επιστολή πρός
’Ιουστίνον τόν ’Αφρικανόν. "Ορα σις ’Αθανασίου. Έγκώμιον εις τόνάγ.
Στέφανον. Μαρτύριον τών άγ. Μηνά, Έρμογένους καί Εύγραφίου (καί στήν
γεωργιανή)..
Γεωργιανά καί συριακά:
Ερωτήσεις καί άποκρίσεις.
Νόθα.
Κατά άρειανών λόγος
Έκθεσις πίστεως:
’Αποδίδεται στόν Μάρκελλο
Άγκυρας. Περί πίστεως λόγος ό μείζων:
Αποδίδεται στόν Μάρκελλο
Άγκυρας.
Έπιστολαί δύο πρός
Λουκίφερον (λατινικά)
Λόγος περί υπομονής.
Έρμηνεϊαι εις τό Σύμβολον
Περί των άζυμων
Ύπόθεσις εις τούς Ψαλμούς
Εις τό Ασμα ασμάτων
(αποσπάσματα)
Μαρτυρίαι έκ τής Γραφής
τής κατά φυσιν κοινωνίας (Πατρός, Υίοϋ, Άγ. Πνεύματος)
Επιστολή καθολική
Στην PG 28 περιλαμβάνονται
ακόμη: ’Έλεγχος τής ύποκρίσεως των περί Μελέτιον καί Ευσέβιον τόν Σαμοσα τέα
κατά τοϋ όμοουσίου.
Περί τής αιδίου ύπάρξεως
τοϋ Υίοϋ... καί πρός σαβελλιονίζοντας. Περί Σαββάτων καί περιτομής, έκ τής
Εξόδου.
'Ομιλία εις τόν σπόρον.
Εις τό «πορευθέντες εις
τήν απέναντι όχθην...».
Περί παρθενίας.
Σύνοψις έπίτομος τής
θείας Γραφής, Παλαιάς καί Νέας.
Διάλογος εν τή κατά
Νίκαιαν Συνόδω πρός "Αρειον.
Λόγος κατά πασών των
αιρέσεων.
Διατί έκλήθη ό Μελχισεδέκ
άπάτωρ...
Πρός τόν εύσεβέστατον
βασιλέα Ίοβιανόν.
Περί όρων (αβ).
Διδασκαλία πρός Άντίοχον
Δοϋκα.
Έτέρα (διδασκαλία) πρός
τόν αυτόν.
Έτέρα (διδασκαλία) πρός
’Αντίοχον άρχοντα.
"Ετεροι λύσεις άποριών
έκ των ιερών Ευαγγελίων.
Λόγος περί των αγίων
εικόνων (απόσπασμα).
Ρήσεις καί έρμηνεϊαι
παραβολών του άγ. Ευαγγελίου.
Έκ τοϋ παλαιού (=Παλαιάς)
διάφοροι έρμηνεϊαι.
"Ετεροί τινες
έρωτήσεις.
Περί τής είκόνος τοϋ
Κυρίου... καί τοϋ θαύματος έν Βηρυτφ.
Έκ τοϋ κατά Λατίνων
λόγου.
Σύνταγμα διδασκαλίας πρός
μονάζοντας καί πάντας χριστιανούς... Διατύπωσις των θελόντων έν ησυχία διάγειν.
Πρός Κάστορα... περί των
κανονικών των κοινοβίων διατυπώσεων.
Πρός τόν αύτόν... περί
τών οκτώ τής κακίας λογισμών.
Εις τό γενέθλιον του
Προδρόμου.
Κηρυκτικόν εις τόν
Εύαγγελισμόν.
Εις την άπογραφήν τής άγ.
Μαρίας.
Εις την γέννησιν τού
Χριστού.
Εις τήν Ύπαπαντην τού
Κυρίου.
Εις τόν έκ γενετής
τυφλόν.
Εις τό «πορευομένου δέ
αυτού ύπεστρώννυον τά ίμάτια αυτών...».
Εις τήν αγίαν Πέμπτην καί
εις τήν παράδοσιν τού Ιούδα.
Εις τό πάθος τού Κυρίου
τή άγίφ Παρασκευή.
Εις τούς άγιους Πατέρας
καί Προφήτας καί εις τήν... Εκκλησίαν.
Εις τό άγιον Πάσχα.
Εις τό άγιον Πάσχα καί
εις τούς νεοφώτιστους τφ Σαββάτω τής άπο λυσίμου.
Λόγος εις τήν Άνάληψιν
τού Κυρίου.
Έγκώμιον εις τόν άγ.
Άνδρέαν τόν ’Απόστολον.
Λόγος προτρεπτικός.
Διάλογοι περί άγιας
Τριάδος πέντε.
Πρός τινα πολιτικόν
σύνταγμα.
Λόγος διακριτικός καί εις
τάς έντολάς τού Θεού τοϊς άποταξαμένοις... Διδασκαλία πρός μοναχούς πραοτέρα,
πνευματική (τό 1/3 άπό τό Περί βαπτίσματος τοΰ Μ. Βασιλείου καί τά 2/3 άπό τόν
έλλην. Βίο τοΰ άγ. Ίλαρίωνα)
Περί τοΰ Ναού... τών
διδασκαλείων καί τών θεάτρων τών έν Άθήναις. Περί σώματος καί ψυχής.
Βίος καί πολιτεία τής άγ.
καί μακαρίας καί διδασκάλου Συγκλητικής. Επιστολή πρός τόν έν Περσία επίσκοπον.
Σύμβολον Άθανασιανόν
(τέσσερις τύποι).
Περί Τριάδος.
Πίστις τών άγιων 318 άγ.
θεοφόρων Πατέρων τών έν Νίκαια.
Διάλογος Αθανασίου καί Ζακχαίου
Καί μετάφραση γεωργιανη.
Κανόνες Αθανασίου
Περί τού μή κοινωνεϊν άνεξετάστως
τών θείων μυστηρίων τούς ταϊς ϊδίαις γυναιξί μιγνυμένους
’Αναφορά Αθανασίου
(λειτουργική, στην συριακή): A. Baumstark: OC
Πρώτη αποκλειστική εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων
στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου