ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 97. Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως (381 Καί 382) ή Β' Οικουμενική

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

97. Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως (381 Καί 382) ή Β' Οικουμενική


stylianos


Εισαγωγή 
Α. "Η προσπάθεια τοΰ Μ. Βασιλείου, πού άρχισε τό 372 (Έπιστ. 92), γιά νά συνέλθουν οί επίσκοποι Ανατολής καί Δύσεως πρός ένίσχυση των διωκόμενων ανατολικών (ορθοδόξων) καί πρός αντιμετώπιση των μετανικαϊ κών θεολογικών προβλημάτων, βρήκε απήχηση καί στην Δύση. Άλλ’ αυτό έγινε όταν ό φιλορθόδοξος αύτοκράτορας τής Δύσεως Γρατίανός μπορούσε (από τόν θάνατο τοΰ Ούάλη τό 378) νά ένδιαφερθεΐ άποφασιστικότερα γιά την ένότητα καί τής Εκκλησίας καί τοΰ κράτους μέ βάση τήν πίστη τής Νίκαιας. Τίς ίδιες διαθέσεις είχε καί ό Ισπανός στρατηγός Θεοδόσιος, τόν όποίο πρόβαλε (379) ό Γρατίανός ώς αύτοκράτόρα τής ’Ανατολής. Συγκυρίες ιστορικές καί τό γεγονός ότι ό Θεοδόσιος προτιμούσε στην ’Αντιόχεια τόν Μελέτιο, ένώ ό Γρατιανός τόν ύποστηριζόμενο άπό τούς δυτικούς Παυλΐνο, όδήγησαν τελικά στην σύγκληση δύο συνόδων, μιας στήν Κωνσταντινούπολη (381) καί μιας στήν Ρώμη (382), πού όμως είχαν τήν ίδια πίστη.
Θεολογικά τό έδαφος είχε προετοιμαστεί τό φθινόπωρο τοΰ 379 στήν ’Αντιόχεια, όπου ό Μελέτιος ’Αντιόχειας κάλεσε σύνοδο 153 επισκόπων. Αύ τοί, όπως έγινε καί στήν μικρή σύνοδο τοΰ Ίκονίου (376), κατακύρωσαν τήν τριαδολογία των καππαδοκών (θεότητα τοΰ άγ. Πνεύματος, «μία φύ σις εν τρισίν ύποστάσεσιν» ό Θεός) καί προσυπέγραψαν κείμενα δυτικών συνόδων, στά όποια εκφραζόταν ή πίστη τής Νίκαιας καί δέν ταυτίζονταν όπως πριν οϊ όροι ουσία καί υπόσταση (γιά τόν Θεό). Σέ χαμένο «Τόμο» της ή σύνοδος ’Αντιόχειας εξέθετε αναλυτικά τήν όρθόδοξη διδασκαλία καί αναθεμάτιζε παλαιούς καί μετανικαϊκούς αιρετικούς. ’Αλλά καί ό Θεοδόσιος, τόν Φεβρουάριο τοΰ 380 (codex Theodos. 16, 1, 2), ζητοΰσε νά επιβάλει πίστη στήν κοινή θεότητα τών τριών θείων προσώπων, ένώ τόν ’Ιανουάριο τοΰ 381 (codex Theodos. 16, 5, 6), μέ άλλο διάταγμα, καταδίκαζε όσους αρνοΰνταν τήν όμοουσιότητα τοΰ άγ. Πνεύματος.
Επειδή όμως τά θέματα πίστεως δέν αντιμετωπίζονται μέ αύτοκρατορι κά διατάγματα, επειδή πλήν τοΰ θέματος περί αγίου Πνεύματος είχε άνα κύψει καί τό χριστολογικό κιέπειδή έμεναν άλυτα ζητήματα έκκλησιαστι κής εύταξίας, ό Θεοδόσιος κάλεσε γιά τόν Μάιο τοΰ 381 σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη. Έλαβαν μέρος 150έπίσκοποι, όλοι άπό τήν ’Ανατολή καί μάλιστα οί 70 άπό τίς περιοχές έπιρροής του Μελετίου ’Αντιόχειας. Προή δρευσαν διαδοχικά ό Μελέτιος, πού πέθανε μόλις άρχισαν οί έργασίες τής Συνόδου, ό Γρηγόριος Θεολόγος, πού παραιτήθηκε άπό τόν θρόνο Κωνσταντινουπόλεως καί άπό τήν προεδρία, καί ό Νεκτάριος, πού διαδέχτηκε τόν Γρηγόριο.
Ό Θεοδόσιος καί οί έξέχοντες συνοδικοί ήλπιζαν στην μεταστροφή των μακεδονιανών, πού ήταν κυρίως όμοιουσιανοί καί πνευματομάχοι. Στίς πηγές, άπό τόν Ε' ai., οΐ μακεδονιανοί ταυτίζονται συχνά μέ τούς πνευματο μάχους, οί όποίοι όμως άρνούνταν μόνο τού άγ. Πνεύματος την όμοουσιότητα (Στυλ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ό Θεολόγος καί προϋποθέσεις πνευματολογίας αύτοϋ, σσ. 5258). Μέ τούς μακεδονιανούς έγιναν προσυνοδικά πολλές διαβουλεύσεις, άλλά χωρίς άποτέλεσμα καί αύτοί Αποχώρησαν. Μ’ έγκύκλιο μάλιστα συνέστησαν στους όπαδούς τους νά μην δέχονται τό Σύμβολο Νίκαιας (Σωζομενοϋ, Έκκλησ. ιστορία Ζ' 7, 5).
Ή σύνοδος υιοθέτησε κι επικύρωσε τό Σύμβολο Νίκαιας, τό όποίο αύξησε καί συμπλήρωσε, καταδίκασε τούς εύνομιανούς (άνομοίους), τούς ή μιαρειανούς πνευματομάχους, τούς σαβελλιανούς, τούς μαρκελλιανούς (όπαδούς τοΰ Μαρκέλλου Άγκύρας) καί τούς άπολιναριστές, καί συνέταξε τούς Κανόνες 14. Μνημείο τεράστιας θεολογικοεκκλησιαστικής σημασίας άπέβη τό Σύμβολό της, τό όποίο άνέδειξε τήν τοπική αύτή σύνοδο σέ Οικουμενική (τήν δεύτερη) καί ήνωσε τήν Εκκλησία, λειτουργώντας ώς πυξίδα πίστεως.
Κείμενα
Σύμβολον. Στήν Σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως απαρτίστηκε οριστικά τό αναλλοίωτα ίσχΰον έκτοτε Σύμβολο πίστεως, γνωστό ώς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως. ’Ήδη ό Μ. Βασίλειος, τό 372, είχε παρατηρήσει ότι τό Σύμβολο Νίκαιας ήταν επαρκές γιά τήν ομολογία όρθής πίστεως καί χρειαζόταν μόνο νά προστεθεί αναθεματισμός εκείνων, πού δίδασκαν ότι τό άγ. Πνεύμα είναι κτΐσμα (Επιστολές 114· 125· 140). Τό 377 πρότεινε θετική σχετική προσθήκη, δηλαδή τήν προσθήκη τής «δοξολογίας» τοϋ άγ. Πνεύματος (Έ/πστ. 258, 2), ή όποια προσθήκη τονίζει τήν όμοουσιότητα τοΰ Πνεύματος. Ό Γρηγόριος Θεολόγος, πού διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στήν αύξησηδιάρθρωση τοϋ Συμβόλου Κωνσταντινουπόλεως, βεβαιώνει ότι οί συνοδικοί τό 381 έμειναν πιστοί στό Σύμβολο Νίκαιας, «προσ διαρθροΰντες» όμως αύτό ώς πρός τό άρθρο περί αγίου Πνεύματος, διότι τό άρθρο ήταν «έλλιπώς είρημένον». ’Όφειλαν, λοιπόν, νά προσθέσουν σ’ αύτό κάτι πού νά δείχνει ότι ό Πατέρας, ό Υιός καί τό Πνεύμα είναι «μιας θεότητος», εφόσον οί πατέρες τής Νίκαιας, επειδή δέν είχε εμφανιστεί τότε ή κακοδοξία των πνευματομάχων, άφησαν τό σχετικό άρθρο «ελλιπές» (Έπιστ. 102: PG 37,192).
Άπό αύτά καί άλλες πληροφορίες γίνεται σαφές ότι τό 381 οί συνοδικοί δέχτηκαν Ασυζητητί τό Σύμβολο Νίκαιας, τό όποίο μάλιστα υπήρξε ή βάση των συζητήσεων μέ τούς μακεδονιανούς όμοιουσιανούς, καί συζήτησαν κυρίως τήν προσθήκη περί άγ. Πνεύματος, ή όποια θεολογικά είχε προετοιμαστεί στήν δεκαετία τοϋ 370 κυρίως άπό τόν Βασίλειο καί τόν Γρηγό ριο Θεολόγο: «Καί εις τό Πνεύμα τό "Αγιον, τό Κύριον, τό Ζωοποιόν, τό εκ τοϋ Πατρός έκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υίω συμπροσκυνούμε νον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλήσαν διά των προφητών». Ό Βασίλειος ιόν Υιό καί εϊχε άναλύσει θεολογικά την «κυριότητα» τοΰ άγ. Πνεύματος (Περί τοΰ άγ. Πνεύματος Θ'ΚΔ' καί ιδίως ΚΑ'). Ό Γρηγόριος όμως χρησιμοποίησε, τό 379, μέ σαφήνεια σέ ούδέτερο γένος τό επίθετο κύριος ώς χαρακτηριστικό του Πνεύματος: «ερχόμενον ώς Κύριον» (Εις τήν Πεντηκοστήν 11). Ό πλέον αποφασιστικός έπομένως όρος τού αύξημένου διευρυμένου άρθρου περί άγ. Πνεύματος όφείλεται στόν Γρηγόριο Θεολόγο.
’Ακόμη τό Σύμβολο τοΰ 381, σέ σχέση μέ αύτό του 325, έχει τά έξης νέα στοιχεία: («σαρκωθέντα) έκ Πνεύματος άγιου καί Μαρίας τής Παρθένου», «σταυρωθέντα τε ύπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου», «καθεζόμενον έκ δεξιών του Πατρός», «ού τής βασιλείας ούκ έσται τέλος», «είς μίαν, άγίαν, καθολικήν καί άποστολικήν ’Εκκλησίαν όμολογοϋμεν έν βάπτισμα είς ά φεσιν άμαρτιών προσδοκώμεν άνάστασιν νεκρών καί ζωήν τοΰ μέλλοντος αίώνος».
Τά κύρια επί μέρους αύτά νέα στοιχεία έπισημαίνονται μέ κάποιες παραλλαγές ή αύτούσια σέ σύμβολα τής εικοσαετίας 341360, τά όποια συντάσσονταν πρός υποκατάσταση τοΰ Συμβόλου Νίκαιας, αλλά πού συχνά περιλάμβαναν καί ορθόδοξες προσθήκες σ’ αύτό. Τό γεγονός ότι ό Γρηγό ριος Θεολόγος εντοπίζει τό έργο τής Συνόδου (381) στήν προσθήκη τοΰ άρθρου περί άγ. Πνεύματος καί ότι ό Βασίλειος τό 373 παραθέτει τό Σύμβολο Νίκαιας χωρίς τήν φράση «Θεόν έκ Θεοΰ» (Έπιστ. 141), ή όποια λείπει καί από τό Σύμβολο τοΰ 381, σημαίνει ότι τά νέα στοιχεία (πλήν τοΰ περί άγ. Πνεύματος) είχαν γίνει δεκτά πρίν άπό τήν Σύνοδο στήν συνείδηση τών ορθοδόξων. Καί προφανώς κάποιοι ορθόδοξοι είχαν ανεπίσημα παρουσιάσει μέ τέτοια όρθά καί χρήσιμα στοιχεία σύμβολο ή σύμβολα, τά όποια ούτε ύποκαθιστοΰσαν τό Σύμβολο Νίκαιας ούτε προσέκρουαν στήν πίστη τών ορθοδόξων. ’Αντίθετα, μέ ορισμένα στοιχεία δινόταν θετική απάντηση στίς μετανικαϊκές κακοδοξίες τοΰ Μαρκέλλου Άγκύρας καί του Άπολιναρίου. Αύτά έχοντας ενώπιον τους οί συνοδικοί τοΰ 381 πρόσθεσαν καί τά περί άγ. Πνεύματος. ’Άλλωστε συγκρίνοντας τό Σύμβολο Νίκαιας καί τό Σύμβολο Κωνσταντινουπόλεως, παρατηρούμε δευτερεύουσες γλωσσικές αλλαγές στό πρώτο, έπιβεβλημένες γιά λόγους ύφους, εύφωνίας καί μάλιστα ρυθμοΰ, πού διευκολύνει τήν άπομνημόνευση καί τήν έμμελή ανάγνωση. Τό έργο αύτό ήταν φιλολογικό καί δέν θά μπορούσε νά τό έπιτελέσει ένα πολυπληθές σώμα.
Άπό τό Σύμβολο Νίκαιας άφαιρέθηκαν οί τρεις φράσεις: «τουτέστιν έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός», «Θεόν έκ Θεοΰ» καί «τά τεέν τω ούρανω καί τά έν τή γή». Καί οί τρεις μπορούν νά θεωρηθούν περιττές έπαναλήψεις, ένεκα τών άνάλογων λέξεων καί φράσεων: «όμοούσιον», «Θεόν άληθινόν έκ Θεοΰ άληθινοΰ» καί «δι’ ού τά πάντα έγένετο». Άφαιρέθηκαν όμως καί οί άναθεματισμοί, κάτι πού έξηγεΐται βέβαια άπό τήν ήδη συντελεσθεϊσα υπέρβαση τοΰ κλασικού αρειανισμού καί τής διαμάχης γιά τήν ύπόσταση καί ούσία. Τό εγχείρημα όμως καίρια αιτία έχει μάλλον τό ότι: μέ τό Σύμβολο ομολογεί ό πιστός ό,π είναι, τήν αλήθεια. Αντίθετα, οί άναθεματι σμοί άπορρίπτουν ό,τι δέν είναι, τήν κακοδοξία. Τό Σύμβολο έπρεπε ώς όμολογία πίστεως νά περιλαμβάνει μόνο θέσεις (όχι αρνήσεις). ’Άλλωστε καί στήν Νίκαια οί άρνήσειςάναθεματισμοί τέθηκαν μετά τό Σύμβολο  όμολογία γιά ποιμαντικούς λόγους. Τό 381 οί άρνήσειςάναθεματισμοί καταδίκες τέθηκαν στους κανόνες τής Συνόδου.
Στό Σύμβολο ΝικαίαςΚωνσταντινουπόλεως μέ την προσθήκη περί άγ. Πνεύματος καί τά νέα στοιχεία δηλώνεται ή άλήθεια, την όποια είχαν παρεξηγήσει οί μετανικαϊκοί αιρετικοί, όπως ό Μάρκελλος Άγκύρας, γιά τήν κακοδοξία του όποίου τέθηκε ή φράση «οΰ τής βασιλείας ούκ έσται τέλος».
Ή κακοδοξία τού Άπολιναρίου, ύποστηρίζεται, προκάλεσε τήν φράση «σαρκωθέντα έκ Πνεύματος άγιου καί Μαρίας τής Παρθένου». Παρατηρούμε όμως ότι αυτή βρίσκεται καί στό σύμβολο τής Νίκης (Θράκη) τού 359, όταν ακόμα ή κακοδοξία τού Άπολιναρίου δεν είχε διαδοθεί. Καί στόν χαμένο Τόμο τής Συνόδου, καθόσον συμπεραίνουμε από τήν Επιστολή τής συνόδου του 382, ή απάντηση στόν Άπολινάριο δόθηκε μέ τήν θεολογία τού ’Αθανασίου, όπως τήν διατύπωσε τό 362 στόν «Τόμο πρός Άντιοχεϊς», όχι μέ στοιχεία μεταθανασιανά. Στόν 'ίδιο χαμένο Τόμο, στόν όποίο μάλλον καταχώρισε ή Σύνοδος καί τό Σύμβολο, έδωσε συγκεκριμένη θετική απάντηση καί στόν Εύνόμιο καί στούς ταυτίζοντες ουσία καί υπόσταση στόν Θεό. Δέν περιέλαβε όμως τά στοιχεία αύτά στό Σύμβολο.
Επειδή, παρά τίς επίμονες έρευνες, δέν έπισημάνθηκε στίς πηγές κάποιο σύμβολο, πού νά μπορεί νά θεωρηθεί ακριβές πρότυπο τού Συμβόλου τού 381, πολλοί ερευνητές θεώρησαν ώς τέτοιο τό πρώτο σύμβολο τού Έπιφα νίου Κύπρου (Άγκυρωτός 118), πού όντως είναι ΐδιο μ’ εκείνο τού 381, εάν άφαιρέσει κανείς τούς νικαϊκούς άναθεματισμούς καί τήν φράση «τουτέ στιν έκ τής ουσίας τού Πατρός». Ή φιλολογική όμως ανάλυση έδειξε πειστικά ότι ό Έπιφάνιος είχε παραθέσει στό έργο του τό Σύμβολο Νίκαιας καί πολύ άργότερα τούτο άντικαταστάθηκε στά χειρόγραφα μέ τό πληρέστερο τού 381.
Τό Σύμβολο ΝικαίαςΚωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα μέ άμεσες κι έμμεσες αναφορές, υιοθετήθηκε από ’Ανατολή καί Δύση (Γρηγόριος ό Μέ γας), εΐσήλθε στήν λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας, τουλάχιστον άπό τό 476, καί μάλιστα μνημονεύεται ώς επίσημο Σύμβολο άπό τήν Δ' Οικουμενική Σύνοδο τού 451 (Ε' συνεδρία).
Γιά ευχερέστερη σύγκριση παραθέτουμε τά δύο κείμενα, τής Νίκαιας πρώτα καί τής Κωνσταντινουπόλεως μετά, υπογραμμίζοντας στό πρώτο ό,τι λείπει άπό τό δεύτερο καί στό δεύτερο ό,τι αποτελεί προσθήκη (κατά τήν έκδοση Καρμίρη: ΛΣΜ, σσ. 8788): 
Τόμος. Χάθηκε, άλλά μνημονεύεται στην Επιστολή τής συνόδου τού 382, όπου έχουμε καί τό περιεχόμενό του σέ κύριες γραμμές.
Κανόνες. Έκδίδονται ώς κείμενα τής Συνόδου 7 Κανόνες, από τούς οποίους δικοί της είναι μόνο οί 4 πρώτοι. Οί Αλλοι οφείλονται στην σύνοδο τού 382, στην ίδια πόλη. Επιβάλλεται ή «πίστις» τής Νίκαιας καί καταδικάζονται οί μετανικαϊκοί αιρετικοί (καν. 1). Οί δικαιοδοσίες τών επισκόπων ’Αλεξάνδρειάς, ’Αντιόχειας καί Κωνσταντινουπόλεως περιορίζονται στίς εκκλησιαστικές περιοχές τους καί τά θέματα (χειροτονίας κ.α.) λύονται στην επαρχιακή σύνοδο (καν. 2). Ό επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως άποκτά «πρεσβεία τιμής μετά τόν τής Ρώμης» (καν. 3). ’Ακυρώνεται ή έκ λογή τοϋ Μαξίμου Κυνικοΰ ώς Κωνσταντινουπόλεως καί οί πράξεις του (καν. 4). Μεταφράσεις στην λατινική καί τίς άνατολικές γλώσσες (CPG IV 8600).
Γράμμα πρός τόν αύτοκράτορα Θεοδόσιον. Σύντομο κείμενο, μέ τό οποίο οί συνοδικοί πληροφορούν τίς αποφάσεις τους καί ζητούν γι’ αυτές νομική αύτοκρατορική κάλυψη.
Β. ’Ενώ τά θεολογικά προβλήματα είχαν λυϋει με τήν Σύνοδο τού 381, οί δυτικοί καί μάλιστα ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου άντέδρασαν στήν χειροτο νία τού Φλαβιανού ώς επισκόπου Αντιόχειας, πράξη στήν οποία είχε προ βει ή ίδια ή Σύνοδος. Οί δυτικοί αναγνώρισαν ώς ’Αντιόχειας τόν Παυλΐνο. Ή επιμονή τού ’Αμβροσίου στό θέμα τούτο έπεισε τόν αύτοκράτορα τής Δύσεως Γρατιανό νά προσκαλέσει στήν Ρώμη, τό 382, γενική σύνοδο, στήν όποια δεν προσήλθαν οί άνατολικοί κι έτσι δεν έπιτέλεσε σπουδαίο έργο (ώς κείμενό της σώζεται μόνο ή Έπιστολήπρόσκληση πρός τούς άνατολι κούς: Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 9, 10). Συνήλθαν όμως κατά τό θέρος τού ίδιου έτους στήν Κωνσταντινούπολη κι έστειλαν μεγάλης σημασίας «Επιστολή... Δαμάσω, Άμβροσίφ, Βρίττωνι...». Σημασία τό κείμενο τούτο άπέκτησε, έπειδή σέ περίληψη διασώζει ό,τι περιείχαν ό «Τόμος» τής συνόδου Αντιόχειας (379) καί δή ό «Τόμος» τής Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (381), πού καί οί δύο χάθηκαν. Οί συνοδικοί τού 382 έπέμειναν σέ ό,τι οί ίδιοι άποφάσισαν τό προηγούμενο έτος στήν Σύνοδο, τήν όποια μάλιστα χαρακτήρισαν «οικουμενική», εύχαρίστησαν γιά τήν πρόσκλησή τους στήν σύνοδο τής Ρώμης, άλλ’ εξήγησαν ότι πρακτικοί λόγοι τούς έμ ποδίζουν νά μεταβούν στήν Ρώμη καί ή μετάβασή τους αύτή δέν θεωρείται αναγκαία, διότι τά θέματα πίστεως όπως καί τά ζητήματα τάξεως λύθηκαν τό 381.
Τά θέματα πίστεως, πού αντιμετωπίζονταν στόν χαμένο Τόμο τοϋ 381 καί άναφέρονταν στήν Επιστολή τού 382, αφορούσαν στήν σαφή διάκριση τών τριών ύποστάσεων καί τής μιας φύσεως τής αγίας Τριάδας, ή όποια γιά πρώτη φορά σέ σύνοδο καλείται «όμοούσιος», καί στόν άπολιναρισμό, στόν όποίο δίνεται ή απάντηση ότι ό Κύριος είναι ό «τέλειος» «πρό αιώνων» Λόγος καί ό «τέλειος» άνθρωπος (έχει προσλάβει καί νοΰν ανθρώπινο): «Θεότητος καί δυνάμεως καί ούσίας μιας τοϋ Πατρός καί τού Υιού καί τοϋ άγιου Πνεύματος πιστευομένης, όμοτίμου τε τής αξίας καί συναϊδίου τής βασιλείας, έν τρισί τελειοτάταις ύποστάσεσιν, ήγουν τρισί τελείοις προσώποις, ώς μήτε τήν Σαβελλίου νόσον χώραν λα βεΐν συγχεομένων τών ύποστάσεων, εϊτ’ ούν τών ιδιοτήτων άναι ρουμένων, μήτε τήν εύνομιανών καί άρειανών καί πνευματομάχων
βλασφημίαν ίσχύειν, τής ουσίας ή τής φύσεως ή τής θεότητος τε μνομένης καί τή άκτίστω καί όμοουσίω καί συναϊδίω Τριάδι μεταγενέστερος τινός ή έτερουσίου φύσεως έπαγομένης. Καί τόν τής ένανθρωπήσεως δέ τοϋ Κυρίου λόγον άδιάστροφον σώζειν, ούτε άψυχον οϋτε άνουν ή ατελή τήν τής σαρκός οικονομίαν παραδεχόμενου όλον δέ είδότες τέλειον μέν πρό αιώνων όντα Θεόν Λόγον, τέλειον δέ άνθρωπον έπ’ εσχάτων των ήμερων διά τήν ήμετέραν σωτηρίανγενόμενον» (Θεοδώρητου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 9, 1012).
Καί γιά τά ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως (διοικήσεως) οί συνοδικοί του 382 έπιμένουν ότι εφαρμόζουν τήν άπόφαση τής Νίκαιας (κανόνας 6) καί τοϋ 381, στήν όποια ορίστηκε νά ενεργούν οί μεγάλοι εκκλησιαστικοί θρόνοι μόνο στά γεωγραφικάέκκλησιαστικά όριά τους καί νά μήν επεμβαίνουν άμοιβαΐα (κανόνας 2). Αυτά τονίστηκαν, διότι έπέμεναν οί δυτικοί νά άναμιγνύονται στό θέμα τής χειροτονίας τοϋ επισκόπου ’Αντιόχειας. Οί σχετικοί συνοδικοί κανόνες έπιβλήθηκαν καί πρακτικά, με τήν έφαρμογή τους.
Κανόνες. Ή έρευνα προσγράφει στους συνοδικούς τοϋ 382 καί τούς κανόνες 56, πού συνήθως άποδίδονται στήν Σύνοδο τοϋ 381. Στούς ίδιους συνοδικούς οφείλεται ίσως καί ό κανόνας 7, διότι κατανοεΐται στό πλαίσιο των προβληματισμών καί των αποφάσεων τοϋ 381 καί 382, μολονότι τό κείμενο τοϋ κανόνα βρίσκεται σ’ Επιστολή (έτους 428) άντιοχειανοϋ έπισκό που πρός τόν Νεστόριο. Ό κανόνας 6 αφορά στούς όρους πού πρέπει νά εκπληρώνει ό κατήγορος ένός επισκόπου καί στό σώμα πού θά κρίνει τόν έπίσκοπο. Γ0 καν. 7 καθορίζει τόν τρόπο άποδοχής στήν Εκκλησία τών διάφορων αιρετικών. Μέ λίβελλοάποκήρυξη τής αίρέσεώς τους καί χρίσμα γίνονται δεκτοί στήν ’Εκκλησία οί πρώτοι άρειανοί, οί μακεδονίανοί, οί νοουατιανοί, οί τεσσαρεσκαιδεκατίτες καί οί άπολιναριστές. ’Αντίθετα, . άναβαπτίζονται οί εΰνομιανοί, επειδή τελούν βάπτισμα μέ μία κατάδυση (άρα όχι στήν αγία Τριάδα), οί μοντανιστές, οί σαβελλιανοί καί άλλοι ακραίοι αιρετικοί. Ό κανόνας 7 έπαιξε σπουδαίο ρόλο στήν ζωή τής Εκκλησίας καί ή Σύνοδος τοϋ Τρούλλου (691) τόν έξέδωσε ώς δικό της (καν. 95). 
  
Β. Άφοΰ τό 381 δέν έπιτεύχτηκε σύνοδος ενιαία, ’Ανατολής καί Δύσεως, άποφασίστηκε σύγκληση οικουμενικής στην Ρώμη, τό καλοκαίρι τού 382, πού καί αυτή έμεινε μόνο δυτική. Προήδρευσε ό Δάμασος (366384) καί έλαβαν μέρος ισχυροί δυτικοί επίσκοποι, όπως ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου, ό Ούαλεριανός Άκυληίας κ.ά. Οί άνατολικοί δέν προσήλθαν.
Τό μόνο άπόλυτα γνήσιο κείμενο τής συνόδου τής Ρώμης είναι Έπιστολή όμολογία πίστεως («Confessio fidei catholicae») πρός τούς ανατολικούς (Θεοδώρητου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 9, 10), στήν οποία ύπάρχει γιά τήν ’Εκκλησία τής Ρώμης ό χαρακτηρισμός «άποστολική καθέδρα», όρος γνωστός άπό τόν Ρώμης Λιβέριο ( + 366).
Έάν όμως είναι μερικώς έργο τής συνόδου καί τού Δαμάσου, όπως ύπο στηρίζουν σήμερα μερικοί ερευνητές, τό τρίτο κεφάλαιο τού Decretum Ge lasianum (συμπιληματικοΰ κατασκευάσματος άγνωστου συγγραφέα τού ΣΤ' αί.), ή σύνοδος τής Ρώμης αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι θεμελιώνει γιά πρώτη φορά τόν αύταρχισμό, πού ένίοτε εξέφραζε ό επίσκοπος Ρώμης. Στό κείμενο δηλαδή τούτο διατυπώνεται τό πρωτείο (primatus) τιμής τής Εκκλησίας τής Ρώμης μέ τήν πρωτοεμφανιζόμενη θεμελίωση στό γεγονός ότι ό Κύριος έδωσε τό πρωτείο στόν Πέτρο μέ τούς λόγους «σύ εΐ Πέτρος καί επί ταύτη τή πέτρα οικοδομήσω μου τήν ’Εκκλησίαν...» (Ματθ. 16, 1819). Τό τρίτο κεφάλαιο τού Decretum Gelasianum, έάν γράφηκε άπό τόν Δάμα σο, αποτελεί ασφαλώς άντίδραση στούς κανόνες 2ο καί 3ο τής Β' Οίκουμ. Συνόδου (381), ή όποια όρισε τά πρεσβεία τιμής γιά τούς μεγάλους θρόνους: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, ’Αλεξάνδρεια, ’Αντιόχεια. Χωρίς νά άρνεϊται τά πρεσβεία των άλλων θρόνων καί μολονότι άπλώς χαρακτηρίζει τήν Ρώμη «πρώτην έδραν τού Πέτρου», παρατηρεί ότι: τά πρεσβεία οί λοιπές Έκκλησίεςθρόνοι έχουν μέ συνοδικές αποφάσεις, ενώ ή Ρώμη μέ λόγους τού Κυρίου· τήν Εκκλησία τής Ρώμης έθεσαν στήν πρώτη θέση μαζί ό Πέτρος καί ό Παύλος, πού μαρτύρησαν εκεί· ό Πέτρος, τού όποίου πρώτη (σέ σημασία) έδρα είναι ή Ρώμη, έχει έδρα καί τήν ’Αλεξάνδρεια, διά τού Μάρκου, καί τήν ’Αντιόχεια, όπου έδρασε πρίν έλθει στ ν Ρώ η (μέ τ ν παρατήρηση αυτή έναντιωνόταν στήν προαγωγή σέ δεύτερη θέση τής Κωνσταντινουπόλεως, άλλα όμολογοΰσε ότι ό Πέτρος είχε καί δύο άκόμα έδρες πλήν τής ρωμαϊκής).
”Αν, λοιπόν, τό κείμενο συνδέεται μέ τήν σύνοδο καί τόν Δάμασο, κάτι πού δεν είναι βέβαιο, έχουμε τό 382 γιά πρώτη φορά θεωρία περί τού πρωτείου (οί λόγοι εις Ματθ. 16, 1819), ή όποια όμως τότε (στό κείμενο) περιε λάμβανε μόνο τήν έννοια τής πρώτης θέσεως καί ή όποια μέ τόν χρόνο θά περίλάβει καί τήν απαίτηση εξουσίας. Τήν εποχή μάλιστα εκείνη ό Δάμα σος, όσο αύταρχικός καί άν ήταν, θά δυσκολευόταν ν’ απαιτήσει κατοχύρωση κανονική καί συνοδική κάποιας εξουσίας, εφόσον ενώπιον του βρισκόταν ό μεγάλου κύρους ’Αμβρόσιος, στόν όποίο οφείλονταν οί σπουδαιότερες συνοδικές πρωτοβουλίες τής εποχής καί ό όποίος δροΰσε πολύ συχνά ερήμην τού επισκόπου Ρώμης.
Στό ίδιο κείμενο ύπάρχει καί κανόνας (κατάλογος) τής 'Αγίας Γραφής, στόν όποίο συμπεριλαμβάνονται άδιακρίτως καί τά δεύτερο κανονικά βιβλία.
Πιθανότατα ή ρωμαϊκή σύνοδος τού 382 έχει σχέση μέ τόν λεγόμενο Τόμον Δαμάσου, δηλαδή τήν «Ομολογίαν πίστεως ήν ό πάπας Λάμασος ά πέστειλε πρός τόν έπίακοπον Παυλΐνον» ( Αντιόχειας). Έδώ αναθεματίζονται διάφορες αιρέσεις, όμολογεΐται ή όμοουσιότητα των θείων προσώπων, άποφεύγεται ή ταύτιση ουσίας καί ύποστάσεως καί αναθεματίζονται όσοι φρονούν ότι τό άγιο Πνεύμα «διά τού Υιού γεγενήσθαι». Τό τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι γιά πρώτη φορά μέ τρόπο έμμεσο καταδικάζεται συνοδικά καί δή στήν Ρώμη ή διδασκαλία τού filioque, μολονότι δέν υπάρχει σαφήνεια στό περιεχόμενο τής φράσεως.
99. ULFILA έπίσκοπος ΓΟΤΘΩΝ ( + 383).
ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΔΟΡΟΣΤΟΛΟΥ. ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ RATIARIA
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Ulfila (ή Vulfila ή Wulfila) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στόν έκχριστιανισμό γερμανικών φύλων ιδιαίτερα των Βησιγότθων καί ονομάστηκε «ό επίσκοπος των Γότθων». ’Ενωρίς, ίσως πρίν τό 340,
στράφηκε στόν άρειανισμό, τόν όποίο μέχρι τό 378 προστάτευαν οί αύτοκράτορες. ’Έχει τεράστια σημασία ότι ό Ulfila, γιά ιεραποστολικούς λόγους καί από αγάπη γιά τούς ομοεθνείς του, κατασκεύασε νέο αλφάβητο, μέ βάση τά κεφαλαία έλληνικά στοιχεία καί τήν έλ ληνική όρθογραφία καί τήν βοήθεια τοΰ ύποτυπώδους καί περιθωριακού ρουμανικού άλφαβήτου, τό όποίο παραμέρισε τελείως. “Ετσι λοιπόν άνύψωσε τό γοτθικό γλωσσικό Ιδίωμα σέ γοτθική γλώσσα, πού, εμπλουτισμένη μέ ελληνικούς άλλά καί λατινικούς όρους, μπορούσε νά έκφράσειγραπτώς ύψηλά νοήματα. Καί πρώτος αύτός μετέφρασε τήν ΚΑ καί ίσως τμήματα τής ΠΑ στήν γοτθική. Μέ τήν παρουσία τού Ulfila παρατάθηκε ή επιβίωση τού αρειανισμού στους κύκλους των Γότθων καί άρχισε μικρή έρμηνευτικοθεολογική γραμματεία, ή οποία φυσικά ήταν άρειανική Καί ή όποια δυστυχώς παραδόθηκε άνώνυμα.
Ό Ulfila καταγόταν από καππαδοκική οικογένεια (τουλάχιστον άπό τήν πλευρά τής μητέρας του), πού περί τό 257/8 σύρθηκε αιχμάλωτη στά βόρεια, πέρα άπό τόν Δούναβη, ίσως στήν Κριμαία. Γεννήθηκε περί τό 311 σέ περιβάλλον γοτθικό, μάλλον άπό γονείς ορθοδόξους. "Εγινε κληρικός κι εργάστηκε μέ ζήλο γιά τόν έκχρι στιανισμό τών ειδωλολατρών Γότθων ομοφύλων του. "Αγνωστο πώς γνωρίστηκε μέ τούς κρατούντες άρειανόφρονες καί τό 340 χειροτονήθηκε επίσκοπος, ίσως άπό τόν Ευσέβιο Νικομήδειας (τότε Κωνσταντινουπόλεως). "Ενας διωγμός στις γοτθικές περιοχές (ή καί μετακίνηση μεγάλης ομάδας όμοεθνών του) τόν άνάγκασε, μέ πολυάριθμη ομάδα, νά περάσει τόν Δούναβη καί μέ άδεια τού αύτο κράτορα Κωνσταντίου νά εγκατασταθεί νότια τού ποταμού, στήν ρωμαϊκή κάτω Μοισία, όπου συνέχισε τήν δράση του, μέ τό φωτοστέφανο τώρα τού ομολογητή καί τό κύρος τοΰ φυλετικού ηγέτη. "Ελαβε μέρος στήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως (360), όπου καί ύποστήριξε τις προσπάθειες τών άρειανοφρόνων «όμοιων», πού τότε μέ τόν ’Ακάκιο Καισαρείας εξέφραζαν τήν πολιτική τής αύλής. Βέβαια ό Ulfila δέν φαίνεται νά είχε άρχικά θεολογική κατάρτιση. Οί συνεχείς όμως επαφές του μέ επισκόπους (στό Ιλλυρικό δροΰ σαν οί άρειανόφρονες Ούρσάκιος καί Ούάλης, πού γειτνίαζαν τοπικά καί θεολογικά μέ τόν Ulfila) καί πρόσωπα τοΰ κράτους άσφαλώς τόν ύποχρέωσαν νά γνωρίσει έστω καί επιδερμικά τήν θεολογική προβληματική τής εποχής. Επομένως είχε συνείδηση τής θεολογικής του τοποθετήσεως, πού άντανακλούσε στόν χριστιανισμό τών Γότθων, οί όποίοι έτσι στήν πλειονότητά τους ήταν κι έμειναν άρειανό φρονες μέχρι τήν έποχή τών Φράγκων, τών «δυτικών» Γερμανών, πού μέ τόν βασιλιά τους Χλοδοβίκο (496) βαπτίστηκαν ορθόδοξοι.
Τό μόνο θεολογικό κείμενο πού έχουμε άπό τόν Ulfila είναι μία «Όμολο γία» πίστεως (Testamentum), γραμμένη τό 383, λίγο πριν πεθάνει στην Κωνσταντινούπολη. ’Από τό 381 ό Θεοδόσιος είχε έκθρονΐσει τούς άρειανόφρο νες έπισκόπους. Ό Ulfila όμως άσκοΰσε φαίνεται κάποια έπιρροή στην αυλή καί τό 383 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, γιά νά έπέμβει στόν αύτο κράτορα χάριν καταδικασμένων (στήν σύνοδο τής Άκυληίας, τό 381) ά~ ρειανοφρόνων έπισκόπων. Τότε, άφοΰ τοϋ ζητήθηκε μάλλον, συνέταξε λατινικά τήν όμολογία πίστεως, ή όποια τυπικά έκφράζει τήν θεολογία των «όμοιων», ένώ πράγματι πλησιάζει πολύ τίς άντιλήψεις τοϋ Εύνομίου, ά κραίου νεοαρειανοϋ. Τό κείμενο τοϋτο περιλαμβάνεται στό έργο τοϋ Αύ ξεντίου Epistula de fide, vita et obitu Ulfilae, γιά τό όποίο μιλάμε πιό κάτω. ’Αγέννητος καί άόρατος είναι μόνο ό Πατέρας. Ό Υιός είναι κατώτερος άπό τόν Πατέρα, άλλά «όμοιος» πρός αύτόν (όπως άναφέρει ό Αύξέντιος). Τό άγιο Πνεύμα δέν είναι οΰτε Θεός οΰτε Κύριος.
Ή γοτθική μετάφραση τής Κ.Α. Ό Αυξέντιος πληροφορεί ότι ό Ulfila συνέταξε έργα καί υπομνήματα στήν γοτθική, τήν ελληνική καί τήν λατινική, άπό τά όποια δέν σώθηκε τίποτα. Σέ χειρόγραφο (Codex argenteus στήν Ουψάλα) τοϋ ΣΤ' αί. περιέχεται μόνο ή γοτθική μετάφραση τών τεσσάρων Ευαγγελίων, ένώ σέ δύο παλίμψηστα χειρόγραφα σώθηκαν αποσπάσματα άπό τήν μετάφραση τοϋ Αουκά, μεγάλο μέρος τής πρός Ρωμαίους (κώδικας Carolinus εις Wolfenbuttel), μεγάλο μέρος άπό τίς λοιπές επιστολές τοϋ Παύλου (πλήν τής πρός 'Εβραίους) (τής μονής Bobbioσήμερα στό Μιλάνο καί Τουρίνο) καί τρία φύλλα άπό τό βιβλίο τοϋ Νεεμία (επίσης τής μονής Bobbio). Ή μετάφραση τοϋ Ulfila είναι εντυπωσιακά δουλική, επιδιώκει τήν γλωσσική ομοιομορφία καί στηρίζεται στό ελληνικό κείμενο. Πρόλογος στήν γοτθική μετάφραση τών Ευαγγελίων είναι κείμενο τοϋ Ε'ΣΤ' αΐ.
Skeirein. ’Ονομάστηκε έτσι μία συλλογή έρμηνευτικών ομιλιών (στήν γοτθική) σέ έπτά κεφάλαια του Ευαγγελίου τοϋ Ιωάννη. ’Έχουν καί δογματικοοικοδομητικό ενδιαφέρον. ’Αποδόθηκαν, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, στόν Ulfila. Είναι άπό τά ελάχιστα δείγματα γοτθικής χριστιανικής γραμματείας.
ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΔΟΡΟΣΤΟΑΟΥ (Dorostorum). Υπήρξε ίσως μαθητής τοϋ Ulfila καί στούς χρόνους τοϋ αύτοκράτορα Ούάλη μάλλον (364378) έγινε επίσκοπος Δοροστόλου (Σιλιστρία, Βουλγαρία) γιά τούς έκεΐ άρειανόφρονες Βησιγότθους. Τό 383 έζησε στήν Κωνσταντινούπολη τις τελευταίες στιγμές τοϋ δασκάλου του Ulfila, γιά τόν όποίο έγραψε άργότερα τήν Epistula de fide, vita et obitu Ulfilae. To έργο έχει χαρακτήρα έπικηδείου, περιέχει καί τήν περίφημη ομολογία πίστεως, τήν Testamentum, όπως τήν ονομάζει, του Ulfila καί σώζεται άπό τόν γότθο Μαξιμΐνο (+ μετά 428) στό έργο του Dissertatio contra Ambrosium. Ή πίστη τοϋ Αυξεντίου είναι άνάλογη πρός τήν πίστη τοΰ Ulfila, γιά νά μήν έμφανίζεται άκραΐος, κινείται δηλαδή μεταξύ τών «όμοιων», τοϋ συμβόλου τοΰ Ρίμινι καί τής διδασκαλίας τοΰ Εύνομίου.
Τό 383 ή 384 ό Αυξέντιος, άφοΰ έπρεπε νά έγκαταλείψει τήν επισκοπή του, όπως όλοι οί άρειανόφρονες, εγκαταστάθηκε στό Μιλάνο με τήν σαφή κάλυψη τής αύτοκράτειρας Ίουστίνας, χήρας τοΰ Ούαλεντινιανοΰ Α'. Έκεΐ έδρασε ώς έπικεφαλής τών άρειανοφρό νων καί μέ τήν βοήθεια τής Ίουστίνας προσπάθησε μάταια νά άπο κτήσει έναν άπό τούς ναούς τής πόλεως. Τά γεγονότα αύτά κακώς οδήγησαν πολλούς νά τόν ονομάσουν Αυξέντιο Β' Μιλάνου.
ΠΑΛΛΑΔΙΟν. Ό άρειανός έπίσκοπος Ratiaria Παλλάδιος, πού καταδικάστηκε στήν σύνοδο τής Άκυληΐας (381), έγραψε άμέσως μετά δύο έργίδια μέ τόν τίτλο De fidei, άπό τά όποια σώθηκαν έλάχιστα αποσπάσματα στήν Dissertatio contra Ambrosium τοΰ Μαξίμου Γότθων: PLS 1, 693-703 (βλ. βιβλιογραφία: J. Zeiller).
100. AMBROSIASTER (μεταξύ 363/384)
Ανώνυμος άπολογητήςέρμηνευτής
ΓΕΝΙΚΑ
Μεταξύ του 363 καί 384 έζησε κι έγραψε στήν Ρώμη ένας πολύ μορφωμένος χριστιανός, πού θέλησε νά κυκλοφορήσει τά έργα του, άγνωστο γιά ποιό λόγο, ανώνυμα. Γνήσια είναι τά έργα του Υπόμνημα εις τάς έπιστολάς τοϋ Παύλον (πλήν τής πρός Εβραίους) καί Quaesli ones Veteris et Novi Testamenti (είδος έρωτοαποκρίσεων γιά προβλήματα Π καί ΚΔ). Οί συγγραφείς τού Ε' αί. γνώριζαν τά κείμενα αυτά κι έπωφελήθηκαν από τό περιεχόμενό τους, άλλ’ αγνοούσαν τόν συντάκτη. ’Αργότερα, στήν χειρόγραφη παράδοση τό πρώτο από τά έργα προσγράφεται άλλοτε στόν ’Αμβρόσιο Μιλάνου (+ 397) καί άλλοτε σέ κάποιον Ίλάριο, ενώ συχνά δίνεται ανώνυμα. ’Από τόν "Ερασμο καί μετά τό «Υπόμνημα» χαρακτηρίζεται Ambrosiaster (= ψευδοΆμβρόσιος) κι έτσι δηλώνεται μέχρι σήμερα, διότι άπέτυ χαν όλες οί προσπάθειες νά προσδιοριστεί ό συντάκτης του, πού ζητήθηκε στούς ’Ισαάκ (τόν εξ Εβραίων αντίπαλο τού πάπα Δαμάσου), Ίλαριανό, Ίλάριο διάκονο, Εύάγριο ’Αντιόχειας, Ίλάριο Παβίας κ.ά. Τό δεύτερο έργο ήταν γνωστό στήν έρευνα μεταξύ των νόθων τού Αυγουστίνου, άλλά ό A. Souter έδειξε πειστικά ότι προήλθε από τόν συγγραφέα τού «Υπομνήματος» (τού Ambrosiaster).
Τά δύο άνώνυμα έργα κατέχουν σπουδαία θέση στήν εξέλιξη τής λατινικής χριστιανικής γραμματείας. ’Επηρέασαν τήν σκέψη καί τού Αυγουστίνου καί τοϋ άντιπάλου του Πελάγιου. Τό ύπόμνημα ιδιαίτερα είναι όχι μόνο τό πρώτο λατινικό ύπόμνημα στίς Επιστολές τού Παύλου άλλ’ ίσως καί τό σημαντικότερο τής άρχαίας λατινικής χριστιανικής γραμματείας, χρήσιμο καί γιά τήν γνώση τού βιβλικού λατινικού κειμένου.
Ό άγνωστος Ambrosiaster ήταν μεγάλης μορφώσεως εθνικός πού έγινε χριστιανός. 'Υποστηρίχτηκε όμως καί ή εβραϊκή του προέλευση. Εμφανίζεται ώς ικανός ερμηνευτής, άλλά στό βάθος του μένει άπολογητής τού χριστιανισμού μέ ρηχή θεολογία, ή όποια προϋποθέτει δυνατότητα στούς εθνικούς νά γνωρίσουν τόν ένα καί δημιουργό Θεό. Γνωρίζει πολλούς προγενέστερους έκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τόν Ειρηναίο, τόν Τερτυλλιανό, τόν Κυπριανό, τόν Ίλάριο Poitier, τόν Μ. Victorinus, μερικά άπόκρυφα κ.ά. Δέν συνεχίζει όμως τήν παράδοση κανενός. Αισθάνεται τήν άνάγκη (σέ μιά έποχή στήν όποια δέν φαίνεται άπαραίτητο καί κατά τήν όποια ή θεολογία πλέον είναι πολεμικήάντιαιρετική) νά άπολογηθεΐ γιά τόν χριστιανισμό καί νά δείξει π.χ. ότι οί χριστιανοί δεν είναι μικροί καί άνόη τοι (Quaestiones 114, 511), ότι πολλοί σοφιστές καί άξιωματοΰχοι μεταστρέφονται στον χριστιανισμό. Τό ισχυρό επιχείρημα γιά την ύπεροχή του χριστιανισμού είναι τά θαύματα των Εύαγγελίων, πού άρκοΰν γιά νά πείσουν. "Εχει μάλιστα την περίεργη άποψη ότι τά θαύματα, εφόσον έγιναν άπαξ, στό έξης δεν χρειάζεται νά γίνονται ούτε καί γίνονται (Εις τήν πρός Κορινθίους 12, 31. Quaestiones 114, 19 καί 22). Ό Ambrosiaster μέ όσα (πλήν των καθαρά έρμηνευτικών του σχολίων) γράφει: δικαιολογεί τήν μεταστροφή του άπαντά στά εναντίον των χριστιανών επιχειρήματα, όπως ίσως τά έβρισκε σέ άν τιχριστιανίκά κείμενα (τού Πορφυρίου;)· γράφει κατά των Ιουδαίων, γιά νά στηλιτεύσει όσους χριστιανούς διατηρούσαν σχέσεις μέ τήν Συναγωγή' καταπολεμεί μέ γνωστά μάλιστα φιλοσοφικά επιχειρήματα τήν αστρολογία, γιά νά κακίσει τούς χριστιανούς πού συνέχιζαν ν’ ασχολούνται μέ αυτήν δείχνει τήν μωρία των μυστηριακών τελετών ρωμαϊκών καί δή ανατολικών θεοτήτων, όπως τού Μίθρα, τής Κυβέλης κ.ά. ’Επειδή γνώρισε προσωπικά τά έθνικά θρησκεύματα, τίς λαϊκοαστρολογικές καί φιλοσοφικές άντιλήψεις, τόν ιουδαϊσμό τής εποχής καί τήν ρωμαϊκή διοίκηση, τά έργα του είναι πηγή χρήσιμων καί κάποτε μοναδικών πληροφοριών γιά τά ρωμαϊκά πράγματα άπό τά μέσα τού Δ' αΐ. καί μετά, μέχρι τό 384.
Ώς έρμηνευτής ό Ambrosiaster είχε μεγαλύτερη έπιτυχία. ’Ακολουθούσε τήν ίστορικογραμματική μέθοδο, άναγνώριζε τήν τυπολογική καί αγνόησε τήν άλληγορική ερμηνεία. Προσπάθησε καί κατανόησε όρθά τήν σκέψη τού Παύλου γιά τήν σχέση Νόμου καί Ευαγγελίου, γράφοντας τρεις φορές τό υπόμνημα του στήν Πρός Ρωμαίους. Κάνει αξιόλογες κριτικές παρατηρήσεις, αλλά γενικά ή έρ μηνεία του έχει σκοπούς πρακτικούς, δηλαδή τήν ηθική διάπλαση τών πιστών, καί σχεδόν καθόλου θεολογικούςθεωρητικούς.
Ώς θεολόγος δεχόταν τήνόρθοδοξία τής Α' Οίκουμ. Συνόδου, ά ποκαλούσε τά διακεκριμένα πρόσωπα τής άγ. Τριάδας consubstan tivi ( = όμοούσια ή τής αυτής ύποστάσεως) καί τόνιζε τήν πλήρη θεότητα καί τήν πλήρη ανθρωπότητα στόν Χριστό, μολονότι δέν φαίνεται νά γνώριζε καλά τήν εκκλησιαστική Παράδοση, τήν όποια δέν κατανοούσε ώς άπόλυτον προσδιοριστικό παράγοντα. Γι’ αυτό καί τήν θεολογική του σκέψη χαρακτηρίζει κάποιος νομικισμός καί νοησιαρχία, αφού τά δεδομένα τής Γραφής ύποστηρΐζει ενίοτε μέ συλλογισμούς καί συχνά μέ νομικιστικά εύρήματα. Παράλληλα απορρίπτει σαφώς όλόκληρο τό νομικότυπικό μέρος τής ΠΔ, αναγνωρίζοντας μόνιμη έγκυρότητα μόνο στό ήθικό της περιεχόμενο, ενώ εισάγει στήν έκκλησιαστική όρολογία τόν δρο Jus ecclesiasticus (έκ κλησιαστικό δίκαιο) (Quaestiones 93,2 κ. ft.) καί μιλάει γιά τόν γάμο μέ τήν έπήρεια τοΰ ρωμαϊκού Δικαίου. "Ετσι θεωρεί την γυναίκα κατώτερη άπό τόν άνδρα, ό όποίος μόνο είναι εικόνα τοϋ Θεοΰ. Μόνο ό άνδρας, παίρνοντας διαζύγιο γιά λόγους πορνείας καί άπιστίας, μπορεί νά συνάψει δεύτερο γάμο, κάτι πού συνιστά τήν μόνη αρχαία μαρτυρία στην Δύση γιά τό δυνατόν του δεύτερου γάμου. Επίσης μέ νομικιστικό πνεύμα κατανοεί τό προπατορικό αμάρτημα καί τήν θεία δικαιοσύνη.
ΕΡΓΑ
Commentarius in XIII epistulas Paulinas ( Υπόμνημα εις τάς 13 παυλείους έπιστολάς). Ή χειρόγραφη παράδοση γνωρίζει τρεις μορφές (όλες άπό τόν συγγραφέα) τοΰ υπομνήματος στήν Πρός Ρωμαίους (πού είναι τό εκτενέστερο καί άξιολογότερο) καί τουλάχιστον δύο τοΰ υπομνήματος στίς Πρός Κορινθίους. Τήν Πρός Εβραίους δέν θεωρεί έργο τοϋ Παύλου καί δέν τήν υπομνηματίζει.
Quaestiones Veteris et Novi Testament! (Ζητήματα Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης). Τό έργο τοϋτο πού κυκλοφορούσε ώς νόθο τοϋ Αυγουστίνου, γράφηκε σέ διάφορα χρονικά διαστήματα, πάντως μέχρι τό 384 (έτσι χρονολογεί ό Ruggini τά στοιχεία τής Quaestio 115, 49), καί δέν έχει ενότητα. ’Ανήκει στό είδος των έρωτοαποκρίσεων, αλλά μερικά ζητήματα αποτελούν εκτεταμένες διατριβές. Ό ίδιος ό συντάκτης μάλλον σύναξε τά κείμενά του σέ δύο συλλογές, τήν μία μέ 127 καί τήν άλλη μέ 150 Ζητήματα, ενώ στόν μεσαίωνα συγκροτήθηκε τρίτη μέ 115 ζητήματα. Ό A. Souter, πού απέδωσε τό έργο στόν ανώνυμο Ambrosiaster, ύποστήριξε ότι ή μικρή συλλογή, τήν όποια έξέδωσε, είναι ή μεταγενέστερη.

ΙΣΑΑΚ Ο ΕΞ ΕΒΡΑΙΩΝ.
 Σκοτεινό πρόσωπο των χρόνων τοϋ Δαμάσου Ρώμης (366384), τόν όποίο καταπολέμησε, βοηθώντας τόν άντίπαπα Ούρσΐνο. Ό χριστιανός Ισαάκ, πού προερχόταν από 'Εβραίους αλλά πού επανήλθε στην αρχική του θρησκεία μάλλον πριν τό 378, προτάθηκε αρχικά (G. Morin) ώς συντάκτης των γνωστών μέ τό όνομα Ambrosiaster έργων, κάτι πού δεν έγινε δεκτό. Τού άποδίδονται όμως δύο σύντομα κείμενα, τό πρώτο μέ βεβαιότητα καί τό δεύτερο μ' ερωτηματικά: De Trinitatc ei Incarnatione ή Fides Isaatis ex Judaeo καί Expositio fidei catholicae: PG 33, 15411543. CCL 9 (1957) 335343 καί 345348. PLS I, 654 καί 670672 (CPI. 189190). Στό De Trinitate ό Ισαάκ εμφανίζει γενικά ορθόδοξη τριαδολο γία καί χριστολογία. Τά τρία πρόσωπα είναι διακεκριμένα κι έχουν μία φύση. Ό Πατέρας είναι άναρχος (sine origine), ό Υιός γεννητός άλλ’ όχι κτιστός (genitus et non factus) καί τό Πνεύμα είναι έμφυτοέμφυόμενο από τόν Πατέρα (innatus ex Patre cst).
101. ΕΓΕΡ1Α (Αιθέρια): 'Οδοιπορικόν
ΓΕΝΙΚΑ
Τό 1884 ό Gamurrini ανακάλυψε τό ακέφαλο καί κολοβό κείμενο Peregrinatio ad loca sancta, πού συντάχτηκε από την Egeria, όπως πρόσφατα κατέληξε ή έρευνα, παραμερίζοντας τά παλαιότερα ονόματα Σιλβία, Αιθέρια, Εύχερΐα, κ.λπ. Τό κείμενο είναι ltinerarium ή Peregrinatio δηλαδή «'Οδοιπορικό» στους άγιους τόπους με όδη γό την Γραφή καί τό ’Ονομαστικόν τοΰ Ευσεβίου Καισαρείας, καί στέλλεται ώς επιστολή ή ανταπόκριση στίς αδελφές τής Έγερίας, στήν πατρίδα (Γαλλία;). Είναι καταγραφή όσων ή Έγερία νόμιζε ότι άξιζε νά καταγράψει άπό όσα έβλεπε καί άκουγε, ταξιδεύοντας, από τό 381 μέχρι τό 384, στό Σινά, τήν Αίγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Μεσοποταμία καί άπό έκεΐ στήν Κωνσταντινούπολη. ’Από τό αρχικό κείμενο σώζεται ή περιγραφή των ταξιδιών μόνο τού έτους 384. Γιά τά προηγούμενα ταξίδια παίρνουμε ιδέα άπό τό έργο τοΰ Βαλέριου τοΰ Bierzo (+ λίγο μετά τό 691) Epistola beat. Egerie..., 6 όποίος γνώριζε τό έργο τής Έγερίας άκέραιο. Σημείωνε μόνο ό,τι γινόταν διαφορετικά άπό τήν πατρίδα της καί ό,τι τήν εντυπώσιαζε. Οί πληροφορίες της άφοροΰν τήν τοπογραφία, τήν γεωγραφία, τήν ναοδομία καί δή τόν λειτουργικό βίο στήν Εκκλησία των 'Ιεροσολύμων. Είναι τό σπουδαιότερο άρχαΐο σχετικό κείμενο καί άποτελεΐ μία άπό τις πρωταρχικές πηγές, άπό τις όποιες άντλοΰμε πληροφορίες γιά τίς ίεροσολυμιτικές άκολουθίες, τήν λειτουργία των κατηχουμένων (γιά τήν όποια σιωπά ό Κύριλλος Ιεροσολύμων), τά αναγνώσματα καί τούς ύμνους (πού άλλαζαν άνάλογα μέ τόν ιερό τόπο στόν όποίο γινόταν ή άκολονθία), την μετάφραση στά συριακά τοϋ αναγνώσματος ή τοϋ κηρύγματος του έπισκόπου, γιά τό πώς καί που γίνονταν οί Κατηχήσεις (Φωτιζομένων και Μυσταγωγικές) καί τό βάπτισμα, γιά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή πού εΐχε όκτώ έβδομάδες, γιά τίς άκολουθίες τού Σαββάτου τοΰ Λαζάρου, τής Κυριακής των Βαΐων, τής Μεγάλης έβδομάδας καί άναλυτικότερα τής Μ. Πέμπτης, τής Μ. Παρασκευής καί δή τού Μ. Σαββάτου καί τής Κυριακής τοϋ Πάσχα. Πληροφορεί άκόμη γιά τις έορτές των Επιφανίων (όπότε έορ ταζόταν ή Γέννηση τοϋ Κυρίου) καί τής Πεντηκοστής, γιά τίς άκολουθίες των Ωρών καί διάφορες λιτανείες καί άκολουθίες, πού τελούνταν μόνο στά Ιεροσόλυμα καί γενικά στούς ιερούς τόπους. Οί περισσότερες ειδήσεις άφοροϋν σέ ό,τι γινόταν στό μέγα κωνσταν τίνειο συγκρότημα, πού περιλάμβανε κυρίως τόν ναό τής Άναστά σεως (όπου ό Πανάγιος Τάφος) καί τόν ναό τοΰ Μαρτυρίου (τήν μεγάλη πεντάκλιτη Βασιλική), στόν ναό τής Βηθλεέμ, στόν ναό τής Σιών (των ’Αποστόλων), στόν ναό τοΰ ορούς των Ελαίων καί στόν ναό τής Βηθανίας (τοϋ Λαζάρου).
Τά προβλήματα πού άφοροϋν στήν καταγωγή, στήν παιδεία καί στήν Ιδιότητα τής Έγερίας δέν έχουν λυθεί οριστικά καί οί άπόψεις ποικίλλουν. Καταγόταν άπό τήν νότια Γαλλία (Bordeaux) ή τήν Γαλικία (Ισπανία) καί είχε μικρή παιδεία. Διέθετε όμως φιλομάθεια, περιέργεια καί διηγηματικό ταλέντο κι έγραψε στήν όμιλούμενη λαϊκή λατινική. Ό λόγος της είναι απλός, επηρεασμένος πολύ άπό τά λατινικά τής Γραφής, μέ έπαναλήψεις, μέ τύπους κλασικούς, μέ πολλές έλληνικές λέξεις καί νέους τύπους. Οί περισσότεροι θεωροϋν τήν Έγερία μονάστρια καί ίσως ήγουμένη κάποιας μονής, άλλά ήταν μάλλον λαϊκή, μία κυρία τής άριστοκρατίας, πού τήν συγκινοϋσε ιδιαίτερα ή έκκλησιαστική ζωή, ό μοναχικός βίος καί τά ταξίδια. Τό 'Οδοιπορικό (Peregrinatio) της τό έγραψε όταν άπό τήν Μεσοποταμία έφθασε στήν Κωνσταντινούπολη, τό 384.
102. ΔΑΜΑΣΟΣ ΡΩΜΗΣ (366-384)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Δάμασος έζησε κι έδρασε σ’ εποχή κρίσιμη καί γιά τόν θρόνο του καί γιά τήν ορθή διδασκαλία τής Εκκλησίας. ’Ηταν εξαιρετικά θεληματικός, άδίστακτος έναντι των αντιπάλων του, άρκετά μορφωμένος καί λίγο θεολόγος. Καταγόταν άπό τήν 'Ισπανία, γεννήθηκε στήν Ρώμη (303/4), έγινε διάκονος τού Ρώμης Λιβερίου, τόν όποίο έγκατέλειψε (όταν αυτός εξορίστηκε γιά τήν αρχική του έμμονή στήν όρθοδοξία τό 356), γιά νά προσκολληθεΐ στόν άντίπαπα Φήλικα (+ 365). Τό 366, όταν πέθανε καί ό Λιβέριος, πού επανήλθε (358) στήν Ρώμη, άφοϋ ύπέγραψε φιλοαρειανικό σύμβολο, ό διάκονος Δάμασος πέτυχε νά εκλεγεί επίσκοπος Ρώμης μέ τήν βοήθεια των όπα 6ών τού Φήλικα. Ή μειοψηφία όμως των κληρικών έπέλεξε ώς Ρώμης τόν Ursinus, τόν όποίο άντιμετώπισε ό Δάμασος μέ τήν βοήθεια τής άπρόθυμης αρχικά κρατικής εξουσίας καί προπαντός καί άποτελε σματικά μέ όμάδες κρούσεως, πού έπιτέθηκαν κατά των οπαδών τοΰ Ursinus. Αύτό έγινε συχνά καί μερικές φορές πήρε δυστυχώς τήν μορφή φοβερών σφαγών εκατοντάδων ανθρώπων μέσα κι έξω από ναούς, γεγονός πού στιγμάτισε τήν σταδιοδρομία του Δαμάσου, ό όποίος όμως έστω καί μέ τόν τρόπο αυτόν έπιβλήθηκε.
Ό Δάμασος κατά τήν πατριαρχία του καταπολέμησε άποτελεσμα τικά τούς άρειανόφρονες, καταδίωξε τούς οπαδούς τοΰ Loucifer Cagliari, τόν δονατισμό καί τόν πρισκιλλιανισμό, έπιδόθηκε στήν ναοδομία καί τήν ανακαίνιση καί επαναλειτουργία τών κατακομβών, καθιέρωσε έτήσια σύνοδο επισκόπων, συνέταξε πολλές ’Επιστολές (μερικές τών όποιων συνοδικές) καί συνέθεσε έμμετρες επιγραφές γιά μάρτυρες (τών κατακομβών) καί συγγενικά του πρόσωπα. Ιδιαίτερα ένΐσχυσε τό κϋρος τοΰ ρωμαϊκού θρόνου, τόν όποίο ονόμασε «πρώτη έδρα τοΰ Πέτρου», μολονότι αναγνώριζε ότι ό Πέτρος χρονικά πρώτη έδρα είχε τήν ’Αντιόχεια καί μετά, διά τοΰ Μάρκου, τήν Αλεξάνδρεια. ΓΗ Εκκλησία τής Ρώμης έχει πρωτεΐον, τό όποίο έδωσε ό Κύριος στόν Πέτρο, ενώ τά πρωτεία άλλων Εκκλησιών οφείλονται σέ συνόδους, εννοώντας τήν Β' Οικουμενική. Οί απόψεις αύτές διατυπώνονται σέ κείμενο τοΰ Decretum Gelasianum, τοΰ οποίου όμως αμφισβητείται ή δαμασιανή προέλευση (Turner: ΕΟΜΙΑ 1 155). ’Αξιοσημείωτο είναι άκόμα ότι ό Δάμασος χρησιμοποιεί τόν όρο «ά ποστολική καθέδρα» γιά τόν θρόνο του.
Άπό τό 371/2 μέχρι τό 378 ό Μ. Βασίλειος κινήθηκε δραστήρια γιά τήν ενότητα τής άνατολικής καί δυτικής Εκκλησίας μέ άφορμή τό άντιοχειανό σχίσμα καί μέ βαθύτερη αιτία τήν επιμονή τής Δύσε • ως καί δή τοΰ Ρώμης στήν θεολογική διατύπωση «μία ούσία, μία υπόσταση» γιά τήν θεότητα. Τήν θέση αυτή συναντάμε π.χ. στήν έκθεση πΐστεως τοΰ Δαμάσου καί άλλων συνοδικών (τοΰ έτους 371;) Πρός τούς Ίλλυρούς έπισ κόπους (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Β' 22, 312 καί απόσπασμα Mud sane miramur: Denzinger, Enchiridion symbolorum..., 146). ’Αλλά ή διατύπωση αυτή μέ τό έργο τοΰ Μ. Βασιλείου είχε άποδειχτεΐ κακόδοξη καί είχε προταθεΐ καί υιοθετηθεί ή διατύπωση «μία ούσία, τρεις υποστάσεις». Άπό τό 376/7 ό Δάμασος ώς άπάντηση μάλλον στήν Έπιστ. 263 τοΰ Βασιλείου, παύει νά χρησιμοποιεί τό «μία ούσία, μία ύπόσταση» (βλ. Θεοδωρήτου, αύ τόθι Ε' 10 καί 11, 11. Denzinger, αύτόθι 147, όπου γράφει ότι τά τρία θεία πρόσωπα είναι: μιας καί τής αύτής ούσίας, χωρίς νά προσθέτει «καί ύποστάσεως», όπως έκανε παλαιότερα). Τότε πίστεψε ό Βασίλειος ότι μπορεί νά έπέλθει συνεννόηση μέ τήν Δύση. Αύτό δείχνει ότι τό κλειδί τής ένότητας των Εκκλησιών ήταν τό νά δεχτεί ό Δά μασος (καί ή Δύση όλη) την όρθή πίστη καί θεολογία, δεδομένου μάλιστα ότι ό Δάμασος είχε στήν ’Αντιόχεια ώς προστατευόμενό του τόν Παυλΐνο «Άντιοχείας», πού κοινωνοΰσε με τούς όπαδούς τοΰ Μαρκέλλου Άγκυρας καί άσπαζόταν άντιλήψεις τους, όπως πληροφορούσε σαφώς ό Βασίλειος τόν Δάμασο (Έπιστ. 263, 5). Γι’ αύ τό καί στό ίδιο γράμμα (έτους 377) ό Βασίλειος κατήγγειλε στόν Δάμασο τούςΕύστάθιο Σεβάστειας, Άπολινάριο καίΜάρκελλο, προσθέτοντας καί τόν Παυλΐνο, γιά τούς όποίους «άξιούσε» καταδίκη ώς όρο γιά τήν ένότητα τών Εκκλησιών. Ζητούσε μάλιστα ή καταδίκη νά γίνει άπό όσους περισσότερους ήταν δυνατό καί όχι μόνο άπό τόν Δάμασο.
Πάντως ό Δάμασος, χωρίς νά τό θελήσει άρχικά καί χωρίς νά είναι Ικανός θεολόγος, άναμίχτηκε στά θέματα τής ’Ανατολής καί μέ σύνοδο στήν Ρώμη (377) καταδίκασε (γιά πρώτη φορά στήν Δύση) τήν διδασκαλία τών Άπολιναρίου, Μαρκέλλου Άγκύρας καί πνευ ματομάχων. Βέβαια δέν παραμέρισε καί τόν Παυλΐνο, όπως υποδείκνυε ό Βασίλειος, αλλά οι παραπάνω καταδίκες, σέ συνδυασμό μέ τήν ταυτόχρονη άπό μέρους τού ίδιου τού Δαμάσου έγκατάλειψη τής κακόδοξης πλέον διατυπώσεως «μία ουσία, μία ύπόσταση», άνοιξε τόν δρόμο γιά τήν πλήρη ένότητα τών Εκκλησιών, πού έγινε πρώτα στήν σύνοδο τής ’Αντιόχειας (379), όπου ό Μελέτιος υιοθέτησε τίς παραπάνω αποφάσεις τού Δαμάσου, καί τελικά στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (381). Στήν Σύνοδο αύτή ό Δάμασος όχι μόνο δέν έλαβε μέρος, αλλά καί ό κατά κάποιο τρόπο έκεΐ έντολοδόχος του Άσχό λιος Θεσσαλονίκης δέν έπαιξε κανένα ρόλο. Επειδή μέ τίς άποφά σεις τής Συνόδου, πού άφοροϋσαν τήν εκκλησιαστική κατάσταση, δέν συμφωνούσε ό Δάμασος, έπεισε τόν αύτοκράτορα νά καλέσει γενική σύνοδο στήν Ρώμη τό 382. Οί άνατολικοί επίσκοποι, πού τότε βρίσκονταν στήν Κωνσταντινούπολη, άρνήθηκαν ευγενικά νά πα ραστοΰν, δηλώνοντας έκτος άλλων ότι τό δογματικό θέμα, πού θά έκανε άναγκαία τήν σύνοδο, είχε λυθεί (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 9, 13) στήν σύνοδο ’Αντιόχειας καί δή στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο, όπως είχαν ρυθμιστεί καί τά θέματα τοΰ επισκόπου ’Αντιόχειας καί Κωνσταντινουπόλεως. Γιά τά τελευταία όμως (καί δή γιά τήν εκλογή τοΰ Φλαβιανοϋ στόν θρόνο τής Αντιόχειας καί τόν παραγκωνισμό τού Παυλίνου) διαφωνούσε ό Δάμασος κι έτσι μέ τήν σύνοδο τής Ρώμης ερχόταν σέ άντίθεση πρός τίς αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου (τής Β'), πού όρισε ότι κάθε μία επαρχία αποφασίζει αύτή τίς χειροτονίες έντός του χώρου δικαιοδοσίας της μέ τήν σύμπραξη, άν κριθεΐ άναγκαία, τών γειτονικών επαρχιών: «θεσμός κεκράτηκε καί τών έν Νικαία πατέρων όρος, καθ’ έκάστην έ παρχΐαν τούς τής επαρχίας καί εϊπερ εκείνοι βούλοιντο, σύν αύτοΐς τούς όμορους πρός τό συμφέρον ποιεϊσθαι τάς χειροτονίας...» (9,14). Στην πράξη, λοιπόν, καί μέ θεολογική θεμελίωση, οί ανατολικοί άρ νήθηκαν κάθε είδους πρωτείο έξουσίας στόν Δάμασο, αλλά έκείνος προχώρησε καί άνέτρεψε τά τής ’Αντιόχειας, άναγνωρίζοντας ώς κανονικό επίσκοπο τόν Παυλΐνο. Ό Φλαβιανός, πού κλήθηκε στην Ρώμη επίσης, άρνήθηκε καί νά πάει καί νά αναγνωρίσει τό δικαίωμα τής ρωμαϊκής συνόδου νά αποφασίσει γιά την θέση του. Τά γεγονότα αύτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, διότι ό Δάμασος είναι από τούς πρώτους ισχυρούς έπισκόπους Ρώμης, πού συνειδητά πρόβαλε αξιώσεις γιά τόν θρόνο τής Ρώμης, χωρίς πάντως νά θέτει τόν έαυτό του ύπεράνω συνόδων καί χωρίς νά θεωρεί τόν έαυτό του κριτή όλων.
Στά δύο τελευταία έτη (382384) τής ζωής του ό Δάμασος ευτύχησε νά έχει γραμματέα τόν σπουδαίο καί έλληνομαθή θεολόγο Ιερώνυμο, τόν όποίο καί προέτρεψε νά αναθεωρήσει καί νά μεταφράσει στην λατινική τήν ΚΔ.
Ή ρωμαιοκαθολική ’Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
ΕΡΓΑ
Ό Δάμασος έγραψε μόνο ’Επιστολές (προσωπικές καί συνοδικές) καί σύντομες έμμετρες ’Επιγραφές, πού όμως δέν προϋποθέτουν σπουδαίο ποιητικό ταλέντο. Μερικοί ερευνητές διατύπωσαν τήν άποψη ότι τό πρώτο μέρος τοΰ Decretum Gelasianum ίσως οφείλεται στόν Δάμασο.
Επιστολές. Σώθηκαν εννέα, ενίοτε ώς συνοδικές αποφάσεις πού φέρουν τό όνομά του καί άναφέρονται στις έκκλησιαστικές καί θεολογικές διαμάχες τής εποχής. Δύο, Πρός τούς Ίλλνρούς έπισκόπους καί Πρός Παυλϊ νον, άποτελοϋν έκθεση καί ομολογία πίστεως (καί οϊ δύο σώζονται στην ελληνική: Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Β' 22, 312 καί Ε' 11 αντίστοιχα). Σ’ αυτές προσθέτουμε καί τήν ’Επιστολή Ad Gallos, τήν όποια πολλοί προσγράφουν στόν Δάμασο καί ή όποια είναι συμβουλευτικό, προτρεπτικό κι έπιτιμητικό προσωπικό κείμενο, τό αρχαιότερο τοϋ είδους, ένα decretale (έκδιδόταν ώς ’Επιστολή 10 τοϋ Ρώμης Σιρικίου).
Επιγραφές έμμετρες. Περίπου 59 έμμετρες έπιγραφές (καί 13 άποσπά σματα) σέ ηρωικό μέτρο, χαραγμένες όλες σέ πλάκες τάφων μαρτύρων καί συγγενών του, θεωρούνται έργα τού Δαμάσου, πού έτσι συνέβαλε αποφασιστικά στην ιστορική γνώση των αρχαίων μαρτύρων. Είκοσι ακόμη επιγραφές θεωρούνται άμφιβαλλόμενες ή νόθες. Τά σύντομα αυτά (έμμετρα) κείμενα λίγων πάντοτε στίχων έκτιμώνται πολύ ώς ιστορικές πηγές, οί όποιες μάλιστα δίνουν τό όνομα τού μάρτυρα, την ήμερομηνία μαρτυρίου καί τό είδος τού μαρτυρίου, στοιχεία χρήσιμα γιά ν’ αρχίσει τό φιλολογικό είδος των Μαρτυρολογίων.
Decretum Gelasianum. Κανονιστικό καί θεολογικό συμπιληματικό έργο τού ΣΤ' μάλλον αΐ. Άποτελεΐται από δύο μέρη, τό πρώτο τών οποίων (I III) υποστηρίχτηκε ότι πιθανόν νά όφείλεται μερικώς στόν Δάμασο, δεδομένου ότι καί σέ πολλά χειρόγραφα έχει τόν τίτλο: Incipit concilium urbis Romae sub Damaso papa. De explanatione fidei. Τό πρώτο λοιπόν τούτο μέρος αναφέρει περί αγίου Πνεύματος πού αναπαύεται στόν Χριστό (I), παραθέτει τόν κανόνα τής Γραφή, (II) καί προβάλλει τήν ύπεροχή τού ρωμαϊκού θρόνου (III).

103. ΠΡΙΣΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ( + 385). ΠΡΙΣΚΙΛΛΙΑΝΙΣΤΑΙ
καί ΑΝΤΙΠΡΙΣΚΙΛΛΙΑΝΙΣΤΑΙ
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Πρισκιλλιανός, τόν όποίο Αποκεφάλισαν ώς αιρετικό (385) μέ αύτοκρατορική άπόφαση στά Τρέβιρα τής Γερμανίας, γεννήθηκε άπό εύγενεΐς περί τό 340/5 στην Ισπανία. ’Απέκτησε καλή παιδεία καί είχε σπουδαία διανοητικά χαρίσματα, αυτοπεποίθηση, τάσεις Ανανεωτικές καί ταλέντο δημαγωγού. Περί τό 370-75 άρχισε ή έγινε γνωστή ή δράση του στίς περιοχές Emerida καί Kordoba τής Ισπανίας. Τό γεγονός προκάλεσε Αντιδράσεις, διότι ό λαϊκός Πρισκιλλιανός εμφανιζόταν ώς πνευματέμφορος καί χαρισματοΰχος, διδάσκαλος προφητικός μέ φωτισμό τού Αγ. Πνεύματος, πού Απέβλεπε σέ είδος άνανεώσεως του χριστιανικού βίου, προβάλλοντας γενικευμένο μοναχισμό καί ασκητισμό μέ τήν πρόφαση τής επιστροφής στήν ευαγγελική απλότητα καί τήν αυστηρή εγκράτεια (Αποχή γάμου κ.λπ.). Αυτό συνδυαζόταν έμμεσα μέ Αποδέσμευση άπό τήν ιεραρχία καί μέ εκλεκτικισμό (έλιτισμό), πού άναζητήθηκαν σέ γνωστικές, μανι χαϊκές, έγκρατιτικές καί προφητικομοντανιστικές τάσεις, οί όποιες δέν είχαν λησμονηθεί στόν Ισπανικό χώρο.
Τά έργα πού αποδίδονται στόν Πρισκιλλιανό δέν περιέχουν σαφείς Αποδείξεις γιά τίς ιδέες αυτές, ή διότι τά έγραψε μέ διάθεση συγ καλύψεως των ιδεών του ή διότι Αργότερα άφαιρέθηκε άπό αύτά ό,τΐ θεωρήθηκε ύποπτο καί κακόδοξο. Ή έρευνα έχει τεράστιες δυσκολίες νά διακριβώσει την διδασκαλία του καί δή τούς παράγοντες πού συνέβαλαν στήν διαμόρφωσή της (Η. Chadwick). Καί μολονότι σήμερα δεν μπορούμε νά προσγράψουμε στόν Πρισκιλλιανό μέ σαφήνεια ούτε γνωστικισμό, ούτε μανίχαϊσμό ή μοντανισμό  καί πολύ περισσότερο άσκηση μαγείας γίνεται δεκτό ότι κάποια στοιχεία τους τόν συγκινούσαν. ’Έτσι κατανοούμε γιατί εκτιμούσε πολύ τά απόκρυφα βιβλία, γιατί άναζητοΰσε στήν Γραφή κρυμμένες αλήθειες, γιά τις όποιες ήταν άξιοι αυτός καί οί οπαδοί του, καί γιατί διακρί θηκεξεχώρισε από τήν Καθολική Εκκλησία καί τήν παραδοσιακή της εύσέβεια, προτιμώντας γιά τήν όμάδα του ιδιαίτερες συνάξεις. Πάντως τά φαινόμενα αυτά, τό σαγηνευτικό κήρυγμα καί ό άνανε ωτισμός τού Πρισκιλλιανοΰ, προκάλεσαν τόν θαυμασμό πολλών Ισπανών (εύγενών, λίγων επισκόπων, ανθρώπων τού λαού καί μάλιστα γυναικών) καί πήραν χαρακτήρα κινήματος παρά θεολογικής διδασκαλίας, δηλαδή έγιναν πρίσκιλλιανίσμός μέ ασαφή θεολογικά ερείσματα. Καί αύτό σέ μία εποχή πού μόλις είχε ησυχάσει από τόν αρειανισμό καί πού τά πιό ανήσυχα πνεύματα ζητούσαν κάτι τό νέο στόν χώρο τής δυτικής Εκκλησίας, ή όποια τότε δέν είχε νά έπιδεΐ ξει μεγάλες μορφές, ούτε στόν ασκητικό βίο ούτε στήν θεολογία.
'Η γρήγορη έξάπλωση τού κινήματος μέχρι τήν Λουζιτανία, τήν Γαλικία καί τήν Ν. Γαλλία άκόμη, προκάλεσε τήν έντονη αντίδραση τών έπισκόπων. Πρώτος ό Ύγΐνος Κορδούης παρουσίασε καί κατήγγειλε τήν δράση καί τήν διδασκαλία τού Πρισκιλλιανοΰ, στόν όποίο πάντως άπέδιδε, όπως καί οί λοιποί πολέμιοί του, μαγείες, μα νιχαϊσμό καί άποκρυφιστικές συνάξεις, πού δέν βρίσκουμε στά πρί σκιλλιανικά έργα. Αύτά έγιναν τό κατηγορητήριο στήν σύνοδο (380) τής Saragossa, τήν όποια κάλεσε ό Ύδάτιος Emerida καί ή όποία αναθεμάτισε τόν Πρισκιλλιανό καί τούς όπαδούςφίλους του επισκόπους Ίνστάντιο καί Σαλβιανό, πού όμως δέν παρουσιάστηκαν ν’ άπολογηθοΰν, ούτε άποδέχτηκαν τήν απόφαση. ’Αντίθετα, οί δύο τελευταίοι χειροτόνησαν τόν ήδη λαϊκό Πρισκιλλιανό ώς επίσκοπο Α vila (Ισπανίας), οπότε τό κίνημα πήρε χαρακτήρα σχισματικής εκκλησίας. Ό ’Υδάτιος καί ό Ίθάκιος Ossonoba έπεισαν τόν αύτο κράτορα Γρατιανό νά εξορίσει (381) τούς τρεις τώρα πρισκιλλιανούς επισκόπους, οί όποίοι κατέφυγαν γιά βοήθεια στόν Δάμασο Ρώμης καί τόν ’Αμβρόσιο Μιλάνου, χωρίς νά γίνουν κάν δεκτοί. Οί ύπόδι κοι κατάφεραν παρά ταΰτα νά ακυρωθεί τό διάταγμα τού Γρατια νού, έπέστρεψαν στήν Ισπανία καί άρχισαν έντονη δράση. Αυτή διακόπηκε τό 384, όταν ό σφετεριστής τού θρόνου Μάξιμος, μέ εισήγηση τού Ίθακίου, κάλεσε στό Bordeaux (Γαλλία) σύνοδο, στήν όποία ό Πρισκιλλιανός δέν παρουσιάστηκε ν’ άπολογηθεϊ, αλλά ζήτησε νά κριθεΐ άπό τόν αύτοκράτορα στά Τρέβιρα (Γερμανία). Οί συνοδικοί δέχτηκαν κακώς τήν αίτηση τοΰ Πρισκιλλιανοΰ, ό όποίος μετά καταδικάστηκε σέ άποκεφαλισμό γιά μαγεία καί άνηθικότητα μέ κρατικό διάταγμα, τό 385. Στό φοβερό γεγονός άντέδρασαν συνετοί επίσκοποι, όπως ό Martin τής Tours καί ό Αμβρόσιος Μιλάνου.
'Έτσι ό Πρισκιλλιανός, ό μόνος κακόδοξος στην άρχαία Εκκλησία πού καταδικάστηκε σέ θάνατο, απέκτησε γιά τούς οπαδούς του τόν φωτοστέφανο μάρτυρα καί ηρώα. Τό τραγικό γεγονός συνετέ λεσε στην επιβίωση τοϋ πρισκιλλιανισμοϋ σχεδόν γιά έναν αιώνα καί προκάλεσε τήν σύνταξη πολλών έργων υπέρ καί κατά τοϋ κινήματος αύτοΰ καί τήν σύγκληση συνόδων, πού όλες τόν καταδίκασαν. Ιδιαίτερα στήν Τσπανία έγινε άφορμή γιά ευρύτερη θεολογική διεργασία, ή όποια βρισκόταν σέ χαμηλό επίπεδο. Θεμελιώδης πηγή γιά τήν δράση τοΰ Πρισκιλλιανοΰ παραμένει τό Chronicum (II4651) τοΰ Sulpicius Severus.
ΕΡΓΑ
Ή συγγραφική δραστηριότητα τοϋ Πρισκιλλιανοΰ είναι μικρή καί χωρίς μεγάλο θεολογικό ενδιαφέρον, τουλάχιστον διότι στήν σημερινή της μορφή δέν περιέχει όσα τοΰ κατηγορούσαν οί σύγχρονοί του. Τό 1889 ό G. Schepss έξέδωκε άπό μοναδικό χειρόγραφο τά Wiirzburger Traktate, δηλαδή II μικρές καί ανώνυμες πραγματείες, πού άπέδωσε στόν Πρισκιλλια νό, κάτι πού, παρά τούς κάποιους δισταγμούς, γίνεται σήμερα δεκτό. Διατυπώθηκε μάλιστα ή άποψη ότι είναι δυνατόν νά προέρχονται άπό τόν Ίνστάντιο ή άλλον οπαδό τοΰ Πρισκιλλιανοΰ. Πάντως είναι βέβαιο ότι άμεσα ή έμμεσα οί πραγματείες έχουν σχέση μέ τόν Πρισκιλλιανό καί ότι άκόμη καί άν τίς έγραψε ό Πρισκιλλιανός τίς επεξεργάστηκε καί άλλος συγγραφέας.
Traclatus. Περιλαμβάνει II κείμενα πραγματεΐες:
α) Liber apologeticus. Τό έγραψε τό 380 ή τό 384 γιά νά καταρρίψει τίς έναντίον του κατηγορίες.
β) Liber ad Damasum cpiscopum. Γράφηκε μάλλον τό 381, όταν ζήτησε στήν Ρώμη άκρόαση άπό τόν Δάμασο.
γ) De fide (et) de apocryphis. Διατυπώνει τίς απόψεις του γιά τά άπόκρυ φα βιβλία, πού δέν πρέπει νά άπορρίπτονται, διότι περιέχουν καί χρήσιμα στοιχεία.
Οί λοιπές πραγματείες (ομιλίες καί μία προσευχή) έχουν μικρότερη σημασία:
δ) Tractatus Paschae. ε) Tractatus Genesis, στ) Tractatus Exodi (12). ζ) Tractatus primi Psalmi. η) Tractatus Psalmi tertii. Θ) Tractatus ad populum (γιά τόν Ψαλμό 14). i) Tractatus ad populum (γιά τόν Ψαλμό 59). ια) Benedictio super fideies.
Canones 90 in Pauli apostoli Lpistulas. Συναγωγή καί διάταξη παυλείων χωρίων, χρήσιμων στους ιεροκήρυκες καί κατάλληλων νά στηρίξουν τίς θέσεις του. Τό κείμενο επεξεργάστηκε ό άγνωστος έπίσκοπος Περεγρΐνος, που άσφαλώς τό απάλλαξε καί άπό επικίνδυνες ή καταδικασμένες αντιλήψεις τοΟ ΠρισκιλλιανοΟ.
Επιστολή. Σώζεται απόσπασμα.
ΠΡΙΣΚ1ΑΑΙΑΝ1ΣΤΑ1
Άπό τόν κύκλο τών οπαδών του ΠρισκιλλιανοΟ έγραψαν απολογητικά έργα ύπέρ του ΠρισκιλλιανοΟ ή τών άπόψεών του οί Tiberianus, Latroriianus καί Dictinius. Μόνο τοΰ τελευταίου σώζονται τμήματα ή άπόψεις άπό τό έργο του Libra, πού άνέτρεψε ό Αύγουστΐνος (Fr. Lezius, Die "Libra" des priszillianisten Dictinius von Astorga: Abband lungen fur A. von Oettingen, Miinchen 1898, σσ. 113124). '0 Dictinius μάλιστα στήν σύνοδο του Τολέδου (400) άπαρνήθηκε τά πρισκιλ λιανίκά του έργα, πού συνεχίζονταν όμως νά διαβάζονται καί νά ενισχύουν τόν πρισκιλλιανισμό,
Μέ οπαδούς τού ΠρισκιλλιανοΟ σχετίστηκε άμεσα ή έμμεσα αριθμός σύντομων έργων:
ΑΝΤΙΠΡΙΣΚΙΑΑ1ΑΝ1ΣΤΑΙ
Στήν εποχή του ΠρισκιλλιανοΟ καί μέχρι τό τέλος τοΰ Δ' αί. συντάχτηκαν άντιπρισκιλλιανικά έργα άσήμαντων θεολογικά έπισκό πων, όπως των Ύδατίου Emerida, Ίθακίου Ossonoba, Audentius καί 'Ολυμπίου (τού τελευταίου σώζονται μόνο άποσπάσματα τοΰ έργου του Sermo ecclesiasticus: PL 44, 644645 · CPL 558). Τά έργα αυτά χάθηκαν, άλλα σώθηκαν άνάλογα κείμενα τοΰ Ε' αί., γραμμένα άπό τούς επισκόπους Pastor, Syagrius καί Turibius. Πρόσφατα χαρακτηρίστηκε άντίπρισκιλλιανικό έργο καί τό ψευδοάθανασιανό De Tri nitate, πού γράφηκε στό τέλος τοΰ Δ' αί.
104. ΦΑΥΣΤΙΝΟΣ (380/5)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Φαυσχΐνος, πού έγινε ό θεολόγος των λουκιφερίανών, υπήρξε ρωμαίος πρεσβύτερος, οπαδός τού άντίπαπα Ούρσίνου, πολέμιος τού Ρώμης Δαμάσου (366384) καί ακόλουθος τού Έφεσίου, λουκιφερία νοΰ επισκόπου Ρώμης. Συμμεριζόταν τήν στείρα άντίθεση στούς ορθοδόξους καί τόν βίαιο άντιαρειανισμό του Λουκίφερ, μολονότι ό ίδιος δήλωνε περί τό 384 ότι τό σχίσμα των λουκιφερίανών εΐχε ήδη έκλεί ψει. Σε άντίθεση μέ τόν πνευματικό του πάτρωνα Λουκίφερ (+ 370/1) εΐχε κάποια θεολογική κατάρτιση κι έγραψε γιά νά δικαιώσει κυρίως τή στάση του έναντι τών ορθοδόξων τής εποχής, τούς όποίους κατηγορούσε γιά άρειανισμό, καί γιά νά ενημερώσει θεολογικά τήν σύζυγο τού αύτοκράτορα Θεοδοσίου Φλακίλλα (+ 386). Μέ τήν βοήθεια μάλιστα τής Φλακίλλας, τήν όποια επηρέαζε, ό Θεοδόσιος έδωσε έντολή νά σταματήσουν οί περιορισμοί τών οπαδών τού Λουκίφερ. Πηγή τής θεολογικής του δομής είναι ό Γρηγόριος Έλβίρας κυρίως, άλλά καί ό Ίλάριος Poitiers, τούς οποίους υπερβάλλει μόνο κατά τό ότι παρακολουθεί τίς μετά τόν Ίλάριο θεολογικές εξελίξεις, τίς όποιες πάντως δέν αντιμετωπίζει μέ πρωτοτυπία. Τό γεγονός ότι σχεδόν άρνήθηκε τήν ορθοδοξία στούς 'Όσιο Κορδούης, Ίλάριο Poitiers καί στόν ’ίδιο τόν ’Αθανάσιο δείχνει ότι ό Φαυστίνος εΐχε πλέγμα ύπερορθοδοξίας καί άμετρο φανατισμό, τά όποια στό μέτρο τής επιρροής τού φορέα τους δημιουργούσαν σύγχυση στήν Εκκλησία τής Δύσεως.
Fides Theodosio Imperatori oblata (Πίστις κατατεθεΐσα εις τόν αύτοκράτορα Θεοδόσιον). Συντάχτηκε περί τό 384.
De confessione verae fidei et ostentatione sacrae communionis el persecutione adversantium veritati (Περί όμολογίας όρθής πίστεως...): Γνωστό ώς Libellus precum ad lmperatores. Συντάχτηκε τό 384 μέ τήν σύμπραξη τού έπίσης λου κιφεριανού Μαρκελλίνου. Παραδόθηκε στόν Θεοδόσιο καί είναι μοναδικό γιά τίς λίγες πληροφορίες του περί τών λουκιφερίανών. Εκθέτει τήν πίστη του, διαμαρτύρεται γιά τίς ταλαιπωρίες τού ίδιου καί τών όμοφρόνων του καί ζητά τήν προστασία τοΰ αύτοκράτορα, ένώ παρέχει χρήσιμες πληροφορίες γιά τούς λουκιφεριανούς σχισματικούς ’Ανατολής (Αιγύπτου, Παλαιστίνης κ.ά.) καί Δύσεως (Ιταλίας, Γερμανίας, Ισπανίας κ.ά.).
Ό Τιμόθεος έδρασε πολλά έτη ώς κληρικός στήν Αλεξάνδρεια καί ήταν αδελφός τοϋ Αλεξάνδρειάς Πέτρου Β', τόν όποίο καί διαδέχτηκε. Μέ εντολή τοϋ τελευταίου, προφανώς, χειροτόνησε μέ άλλους τόν Μάξιμο Κυνικό επίσκοπο στήν Κωνσταντινούπολη (380). Στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (ΜάιοςΊούλιος 381) έφτασε καθυστερημένα μέ τούς αΐγύπτιους καί τούς μακεδόνες επισκόπους, οί όποίοι πρόβαλαν τήν δήθεν άντικανονικότητα τοϋ Γρηγορίου Θεολόγου, ώς άρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καί άρα καί ώς προέόρου τής συνόδου, θέσεις άπό τίς όποιες ό ιερός άνδρας προτίμησε νά παραιτηθεί. Σέ διάταγμα τοϋ αύτοκράτορα Θεοδοσίου (30 Ιουλίου 381), πού έπαναλήφτηκε τό 384 (Cod. Theodos. XVI 1, 3), βεβαιώνεται ή όρθοδοξία μερικών επισκόπων, μεταξύ τών οποίων καί ό Τιμόθεος, πού πέθανε τό 385.
'Η συγγραφική του δράση υπήρξε μικρή. Μέ ασφάλεια τοϋ αποδίδονται μόνο 15 άπαντήσεις σέ θέματα ήθικοεκκλησιαστικοϋ βίου καί μία σύντομη επιστολή.
’Αποκρίσεις κανονικαί 18. Οί τρεις τελευταίες είναι αμφιβαλλόμενες ή νόθες. Μεταφράστηκαν στήν συριακή, τήν κοπτική, τήν άρμενική, τήν γε ωργιανή καί τήν άραβική (CPG Π 2520). Απέκτησαν «κανονικό» κϋρος.
Επιστολή πρός Διόδωρον Ταρσοϋ. Σύντομο χωρίς ιδιαίτερη σημασία κείμενο. Σώζεται στήν λατινική.
Ό Ώρσίσιος ή Ώρσιέσιος (περίπου 305386) ήταν εκλεκτός μαθητής του ΓΙαχωμίου (+ 346) καί ό πιό παραγωγικός συγγραφέας του παχωμιανοΰ κύκλου. ’Έγινε ήγούμενος τού εξαρτημένου κοινοβίου στό Χηνοβοσκίο (Scheneset) καί τό 346 ό Πετρώνιος, ό πρώτος διάδοχος τοΰ Παχωμίου, στήν επιθανάτια κλίνη, τόν όρισε διάδοχό του. Ό Ώρσίσιος δίστασε, άλλά δέχτηκε. Ή παχωμιανή «κοινωνία» γνώρισε τότε ισχυρή κρίση τής ένότητάς της. Παλαιοί μοναχοί, μερικοί ήγούμενοι καί ιδιαίτερα ό ’Απολλώνιος τοΰ κοινοβίου τής Μονχό σεως, άντέδρασαν στήν κεντρική εξουσία τοΰ γενικού ηγουμένου (αρχιμανδρίτη), πού είχε πάντα τήν έδρα του στήν μονή Βαϋ (Faou), ζητώντας άνεξαρτησία. Τοΰτο θά σήμαΐνε τήν διάλυση τής «κοινωνίας», όπως τήν είχε έμπνευστεϊ καί συστήσει ό Παχώμιος. ’Ενώπιον του κινδύνου αύτοΰ ό Ώρσίσιος κάλεσε, περί τό 350/1, τόν Θεόδωρο ώς συνηγούμενό του καί ό ίδιος άποσύρθηκε τελικά στό Χηνοβοσκίο. Ό Θεόδωρος ξεπέρασε τήν κρίση, ένισχύοντας τήν θέση τοΰ γενικοΰ ήγουμένου. Τό 368, όταν ό Θεόδωρος κοιμήθηκε, άνέ λαβε ό Ώρσίσιος καί πάλι τήν γενική ηγουμενία, μέ τήν προτροπή καί τοΰ Μ. ’Αθανασίου. Κοιμήθηκε περί τό 386ή λίγο μετά, αφήνοντας στήν «κοινωνία» των παχωμιανών είδος πνευματικής διαθήκης,
δηλ. σύντομο πνευματικό όδηγό τοΰ κοινοβιάτη, τόν γνωστό ώς Liber Horsiesi, πού μάλιστα επηρέασε πολύ τόν δυτικό μοναχισμό. 'Ο Βε νέδικτος Άνιανός περιέλαβε αυτόν στόν Codex regularum. Είναι άξιο μνείας, ότι την ίδια περίπου έποχή, στις δεκαετίες τοΰ 360 καί 370, κρίση μορφής γνώρισε καί ό μοναχισμός στίς περιοχές Πόντου Μ. ΆρμενίαςΚαππαδοκίας, όπου τούς μοναχούς ένέπνεε ό άστατος Ευστάθιος Σεβαστείας καί όπου γιά την όργάνωση καί μορφοποίηση τοΰ άσκητικοΰ καί κοίνοβιακοΰ βίου εργάστηκε ό Μ. Βασίλειος.
ΕΡΓΑ
Ό Ώρσίσιος είναι συγκριτικά ό πληθωρικότερος συγγραφέας τής παχω μιανής «κοινωνίας». “Εγραψε στην κοπτική (προϋποθέτοντας τούς «Κανόνες» του Παχωμίου) Κατηχήσεις, Κανόνες, Επιστολές καί την Βίβλον Ώρσισίον. Τό τελευταίο, πού είναι τό σπουδαιότερο καί εκτενέστερο έργο του, δείχνει τήν σχέση του μέ τούς Κανόνες τοΰ Παχωμίου, άλλά καί την διαφορά, ιδιαίτερα στό ΰφος καί τήν φιλολογική δομή.
Έπιστολαί. Σώζονται στήν κοπτική δύο, μία ακέφαλη καί μία πρός τόν Θεόδωρο Ταβεννησιώτη. Γίνεται πληθωρική παράθεσησύνθεση βιβλικών χωρίων.
Κατηχήσεις. Σώζονται αποσπασματικά στήν κοπτική 5 καί είναι οίκο δομητικοσυμβουλευτικά κείμενα. Έδώ πρέπει νά άναφέρουμε καί τίς «Αι δασκαλίες» του, πού έδώ κι έκεΐ συναντάμε στούς Βίους Παχωμίου (καί μετά στό Γεροντικό: PG 65. 316). δπακ καί Όιιιλία πεοί φιλίας.
Κανόνες. Σώζονται (χωρίς άρχή καί τέλος) στήν κοπτική καί συνιστοϋν υποδείξεις γιά τόν κοινοβιακό βίο καί κανόνες πού άφοροϋν στά διάφορα διακονήματα των μοναχών.
Βίβλος Ώρσισίου (Doctrina de institutione monachorum). Γράφηκε κοπτικά καί σώζεται σέ λατινική μετάφραση (άπό τά ελληνικά) τοΰ 'Ιερωνύμου. Είναι τό έκτενέστερο έργο του, πολύ χρήσιμο γιά τήν γνώση τοΰ παχωμιανοΰ μοναχισμού καί συνοπτικός όδηγός τού κοινοβιάτη. Κι έδώ γίνεται εύρεία χρήση βιβλικών χωρίων.
Νόθα. Έσφαλμένα αποδόθηκαν στόν Ώρσίσιο λατινικό κείμενο περί των έξ λογισμών τών άγιων (Libellus de sex cogitationibus sanctorum) (PC 40, 895) καί κοπτικό, πού δήθεν άποδίδει διάλογο τού Ώρσισίου μέ τούς αλεξανδρινούς Φαύστο καί Τιμόθεο (W. Ε. Crum, Der Papyruscodex saec. VIV1I der Philippsbibliothek in Cheltenham, Strassburg 1915, σσ. 1721 καί 7276 Ιμετάφρ.]).
107. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ( + 387)
Ο κατηχητής
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
"Εδρασε στην εποχή τών σφοδρών αγώνων τής Εκκλησίας καί τών μεγάλων θεολογικών άνακατατάξεων. Τό έργο καί ή δράση του ερμηνεύονται από τό έντονο ενδιαφέρον του γιά τήν κατήχηση τών πιστών καί τήν άνάγκη έπιβιώσεως στόν έκκλησιαστικό χώρο, τόν όποίο κυρίως όριζαν οί άρειανικές ομάδες μέ τήν βοήθεια τής αύτο κρατορικής αυλής. Καί ή μεγάλη σημασία τού έργου του έγκειται: α) στό ότι αυτό άποτελεΐ τόν μάρτυρα αναπτυγμένης λειτουργικής πράξεως καί β) στό ότι έκφράζει τόν μυστηρίακό ρεαλισμό.


H στάση τον Κυρίλλου στό Θεολογικό πρόβλημα τής έποχής
Στά μέσα τής δεκαετίας τοϋ 340, οπότε μάλλον ό Κύριλλος άρχισε την δράση του, οί όρθόδοξοι διώκονταν καί οί άρειανόφρονες εμφανίζονταν ήπιότεροι, άλλοτε γιατί όντως ήταν ηπιότεροι καί άλλοτε γιά λόγους τακτικής, γιά νά παραπλανήσουν δηλαδή τούς πιστούς καί τόν αύτοκράτορα. Καί όπωσδήποτε ό Κύριλλος, μολονότι δέν άπέφυγε τόν διωγμό άπό μέρους των άρειανών καί δή τών όμοιων, άπέφευγε νά χρησιμοποιεί τόν κρίσιμο όρο όμοούσιος, πού δήλωνε έμμονή στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο (325). Ή στάση του αύτή τόν έκανε άφ’ ένός ανεκτό στούς άρειανόφρονες καί τόν αύτοκράτορα σχεδόν μέχρι τό 360, άφ’ έτέρου ύποπτο στούς ορθοδόξους μέχρι τό 381, όταν ή Β' Οικουμενική Σύνοδος επιβεβαίωσε τήν ορθοδοξία του. Τό γεγονός άπασχόλησε τούς έρευνητές καί τούς προβληματίζει μέχρι σήμερα.
Εντούτοις όσο είναι σαφές ότι άποφεύγει τόν όρο όμοούσιος, τόσο είναι σαφής καί ή ορθοδοξία του. Δέν έχουν προσεχτεί στόν Κύριλλο τά έξής πολύ σπουδαία στοιχεία:
α) Θεμελίωνε τήν τριαδολογία του μέ ορθόδοξη προνίκαΐκή ορολογία, πού βρίσκεται στήν άθανασιανής προελεύσεως β' Επιστολή του ’Αλεξάνόρου ’Αλεξανδρείας καί στό κείμενο τής συνόδου τής Αντιόχειας (324). Έκεΐ ή σχέση τοϋ Υίοϋ πρός τόν Πατέρα κρινό ταν μέ τά επίθετα «φυσικός» (Υιός), «άληθινός» καί «μονογενής». Μέ αύτά δηλωνόταν ή όμοουσιότητα τοϋ Υίοϋ, τοϋ όποίου τήν άι διότητα τόνιζαν μέ επιχειρήματα, όπως ότι ό Πατήρ ήταν πάντα (προ αιωνΐως) Πατήρ. Στόν Κύριλλο βρίσκουμε τήν ίδια ορολογία, λίγο πιό άναπτυγμένη καί εμπλουτισμένη μέ τήν διάκριση τής υίότητας σέ «φύσει» καί «θέσει». “Ετσι έχουμε «φύσει Υιόν» μόνο τόν Μονογενή καί «θέσει υιούς» τούς άνθρώπους, έχουμε δηλαδή «φυσικόν Υιόν» καί «θετούς» υιούς. Στήν πρώτη περίπτωση ό Υιός έχει «απαράλλακτους» τούς «χαρακτήρας» τής θεότητας, δηλαδή τήν φύση τοϋ Θεοΰ, καί ή γέννηση γίνεται άπαθώς, φυσικά, πρίν άπό κάθε έννοια χρόνου. Στήν δεύτερη οί άνθρωποι γινόμαστε κατά χάριν υιοί σέ ορισμένο χρόνο, γιατί είμαστε κτίσματα.
β) Ό Μ. ’Αθανάσιος άπό τήν δεκαετία τοϋ 350 έδειξε ότι μπορεί κανείς νά όρθοδοξεϊ χωρίς τόν όρο όμοούσιος, άρκεΐ νά χρησιμοποιεί όρους πού άποδΐδουν τό περιεχόμενο τοϋ όρου αύτοϋ. Τήν τακτική αύτή επέβαλε συνοδικά τό 362 στήν σύνοδο ’Αλεξάνδρειάς. Καί ό Κύριλλος εφάρμοσε μέ συνέπεια τήν τακτική αύτή.
γ) Συνήθως κατατάσσουν τόν Κύριλλο στήν ομάδα τών όμοιου σιανών καί διότι ζήτησε κι έλαβε μέρος στήν σύνοδό τους τής Σελεύκειας, τό 359. Δέν έπισημάνθηκε όμως ότι οί επικεφαλής τών όμοιουσιανών Γεώργιος Δαοδικείας καί Βασίλειος Άγκυρας, μολο νόπ απομακρύνθηκαν πολύ από τόν Αρειανισμό, αρνούνται ρητά την άιδιότητα τοϋ Υίού (βλ. σχετικό κεφάλαιο). ’Αντίθετα ό Κύριλλος τονίζει έμφαντικά την άιδιότητα τού Υιού, κάτι πού, σε συνδυασμό μέ τόν όρο «φύσει Υίός», τόν άποδεικνύει απόλυτα καί άθανασιανά ορθόδοξον, ό όποίος όμως άπέφευγε τόν όρο όμοούσιος ή επειδή ήταν «άγραφος» ή, τό πιθανότερο, γιά νά επιβιώσει στην ταραγμένη καί άρειανοκρατούμενη εποχή, δηλαδή γιά νά μην προκαλεΐ. Περιέργως μάλιστα δέν γνωρίζουμε άλλον θεολόγο, πού νά ήταν άκρακρ νής ορθόδοξος, χωρίς νά χρησιμοποιεί γιά τόν Υιό τόν όρο όμοούσιος.
Ή σχέση τον Υίον πρός τόν Πατέρα
Ενδεικτικό τού ότι ή στάση του αποτελεί άπλώς τακτική μή προ κλήσεως των άρειανοφρόνων είναι καί ή χρήση άρχαϊκοΰ ίεροσολυ μιτικού Συμβόλου πΐστεως, άντί σύγχρονων, πού παρουσίασαν οί διάφορες σύνοδοι από τό 341 καί μετά. Όπωσδήποτε όμως ξεπερνά τό άρχαϊκό Σύμβολο, όχι μόνο μέ τούς όρους πού μνημονεύσαμε, αλλά καί μέ λέξεις ή φράσεις πού λίγο παραλλαγμένες βρίσκονται στά σύμβολα ’Αντιόχειας (341) καί Σιρμίου (359) (τέταρτο). Στό πρώτο έχουμε π.χ. τήν λέξη του «απαράλλακτος» (εικών ό Υίός) καί τήν αναφορά του στις τρεις υποστάσεις. Στό δεύτερο τήν πολυσυζητημένη φράση του «όμοιον τω γεγεννηκότι κατά πάντα» γιά τόν Υίό καί τήν φράση «Πατρός νεύματι» (ό Υίός δημιούργησε). Ή γνώση καί ή χρήση άπό τόν Κύριλλο συμβόλου τού 359 άποδεικνύει ότι επεξεργάστηκε τίς Κατηχήσεις του καί μετά τό 359. Μένει όμως τό ερώτημα, γιατί δέν επεξεργάστηκε τίς Κατηχήσεις του καί μετά τό 381, οπότε είχε απόλυτα υιοθετήσει τόν όρο όμοούσιος, γιά νά εξαλείψει τήν άσαφή κι επικίνδυνη έκφραση όμοιος κατά πάντα:
«Πίστευε δε καί εις τόν Υιόν του Θεού... τόν έκ τού Θεού Θεόν γεν νηθέντα... τόν όμοιον κατά πάντα τω γεννήσαντι. Τόν ούκ έν χρό νοις τό είναι κτησάμενον, άλλά πρό πάντων τών αιώνων ά ι δ ί ω ς καί άκαταλήπτως έκ τού Πατρός γεγεννημένον... ( = ό Υίός είναι) Ανελλιπής εις θεότητος άξίαν καί γινώσκων τόν γεγεννηκό τα, καθώς γινώσκεται ύπό τού γεγεννηκότος» (Κατήχησις Δ' 7). «Υίόν δέ πάλιν άκούων, μή νομίσης θετόν, άλλά φυσικόν Υιόν, Υιόν μονογενή...» (Κατήχησις ΙΑ' 2). «Υίόν άληθώς, Υίόν φυσικόν, άναρχον, ούκ έκ δουλείας εις προκοπήν υιοθεσίας άνελθόν τα» (4). «Υίός τοίνυν τού Θεού έστι φύσει καί ού θέσει... Μεσίτης δέ τής έκ Πατρός Υίού γεννήσεως χρόνος ούκ έστι» (7). «Καί τό είπεΐν, ότι χρόνοις σκεψάμενος ύστερον Πατήρ έγένετο, τής αύ τής έστιν άσεβείας» (8). «Ημείς δέ οϊδαμεν τόν Χριστόν γεννη θέντα λόγον ού προφορικόν άλλά Λόγον ένυπόστατον, ζώντα ού χείλεσι λαληθέντα καί διαχυθέντα, άλλ’ έκ Πατρός άιδίως καί άν εκφράστως καί έν ύποστάσει γεννηθέντα» (10). Ό Υιός «ούκ έκ προκοπής αύξηθείς, άλλά τοϋτο γεννηθείς, δπερ έστί νΰν» (13). «Άίδιος ών ό Πατήρ, άιδίως έγέννησε καί άνεκφράστως Υίόν... Οϋτε δύο εισίν άρχαί· άλλά κεφαλή τοΰ Υίοϋ ό Πατήρ, μία ή άρ χή» (14). «άπαράλλακτοι τής θεότητος οί χαρακτήρες είσιν έν τφ Υίφ» (18).
Τό άγιο Πνεύμα
Γιά τό άγιο Πνεϋμα ό Κύριλλος δεν χρησιμοποιεί έκφράσεις άνά λογες μέ αύτές πού χρησιμοποιεί γιά τόν Υίό. Τονίζει όμως ότι τό άγιο Πνεύμα δέν είναι κοινό λαλούμενο πνεϋμα, δηλαδή απλή ένέρ γεια, άλλά σαφώς «ένυπόστατον», «πάντοτε Πατρί καί Υίφ συμπα ρόντι». Τιμάται μέ τόν Πατέρα καί τόν Υίό, είναι «άγιαστικόν καί θεοποιόν», παρέχει χάρη χωρίς νά μερίζεται, είναι ένα όπως ό Πατέρας καί ό Υιός, φωτίζει προφήτες καί διδασκάλους, διδάσκει όσα δέν δίδαξε ό Κύριος, έκπορεύεται άπό τόν Πατέρα καί πέμπεται από τόν Υίό καί αύτό ένεργεΐ στήν Εκκλησία τά πάντα (βλ. Κατηχήσεις Α' 16’ ΙΣΤ' 3, 12, 14 ΙΖ' 2, 5, 11, 29). Ό Κύριλλος έχει συνείδηση τής διακεκριμένης ύποστάσεως των τριών θείων προσώπων. Τονίζει όμως ότι δέν πρόκειται γιά τριθεΐα, όπως τονίζει ότι δέν μπορούμε νά περιγράφουμε «άκριβώς» τήν υπόσταση τού άγ. Πνεύματος. Γι’ αύτό καί, όπως ό ’Αθανάσιος, προτρέπει νά μήν πολυπραγμονούμε γιά τήν φύση ή τήν υπόσταση τών θείων προσώπων.
«Ού τρεις θεούς καταγγέλλομεν, φιμούσθωσαν γάρ μαρκιωνισταί, άλλά σύν άγίφ Πνεύματι δι ένός ΥίοΟ ένα Θεόν καταγγέλλομεν. ’Αδιαίρετος ή πίστις, αχώριστος ή εύσέβεια» (Κατήχησις ΙΣΤ' 4). «Βουλόμεθα λοιπόν τι να είπεΐν περί τού άγιου Πνεύματος, ούχΐ δι ηγήσασθαι τήν ύπόστασιν αύτοϋ άκριβώς, αδύνατον γάρ...» (5). «Ό Πατήρ δι’ Υιού σύν άγίφ Πνεύματι τά πάντα χαρίζεται. Ούκ άλλα Πατρός χαρίσματα καί άλλα Υιού καί άλλα άγιου Πνεύματος. Μία γάρ ή σωτηρία, μία ή δύναμις, μία ή πίστις. Εις Θεός ό Πατήρ, εις Κύριος ό μονογενής αύτοΰ Υιός, έν τό Πνεύμα τό άγιον ό Παράκλητος καί αϋταρκες ήμΐν ταΰτα είδέναι, φύσιν δέ ή ύπό στασιν μή πολυπραγμονεί» (24).
Τό κατηχητικό έργο
Τά κείμενα τοΰ Κυρίλλου έχουν τεράστια σημασία γιά τήν ιστορία τής κατηχήσεως καί τήν τέλεση τών μυστηρίων τού Βαπτίσμα τος, τού Χρίσματος καί τής θείας Ευχαριστίας. Τό ενδιαφέρον μάλιστα στά έργα του είναι κυρίως κατηχητικό καί πρακτικό. Πρώτος αυτός μάς άφησε συγκροτημένα κατηχητικά μαθήματα καί πρώτος ονόμασε αυτά Κατηχήσεις. Τό γεγονός ότι δέν ύπήρξε μέγας θεολόγος άλλ’ ούτε καί άπαίδευτος επίσκοπος επιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς Κατηχήσεις αντιπροσωπευτικές των μαθημάτων πού γίνονταν περί τά μέσα τοϋ Δ' αι. στούς υποψηφίουςγιά τό βάπτισμα. ’Έτσι τά μαθήματα αύτά είχαν χαρακτήρα εισαγωγής στήν ιστορία τής θείας οικονομίας, στήν ερμηνεία τοϋ κακοϋ καί τής πτώσεως των πρωτοπλάστων, στήν ενανθρώπηση τοϋ Υίοϋ, στό γεγονός τής Εκκλησίας καί των Μυστηρίων της, στό ήθος καί τόν τρόπο ζωής των χριστιανών.
Οί Κατηχήσεις τοϋ Κυρίλλου έκφωνήθηκαν στά Ιεροσόλυμα καί δή στήν εντυπωσιακή βασιλική τοΰ Μαρτυρίου καί στόν Ναό τής Ά ναστάσεως (οί πέντε Μυσταγωγικές) κατά τό διάστημα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής καί τής Διακαινησίμου εβδομάδας. Οί άκροατές ήταν πολλοί, άνδρες καί γυναίκες, ποικίλης προελεύσεως, κοινωνικής θέσεως καί μορφώσεως. "Ολοι όμως ήταν προετοιμασμένοι καί έξακριβωμένης ειλικρίνειας.
Ή δομή τής κατηχήσεως οριζόταν: α) από τό περιεχόμενο τής πί στεως, πού συνοψιζόταν στό τοπικό βαπτιστήριο Σύμβολο, αλλά σαφώς αυξημένο β) από τήν ανάγκη νά οπλιστούν οί φωτιζόμενοι μέ επιχειρήματα, πού θά χρησιμοποιούσαν κατά τών εχθρών τής Εκκλησίας, δηλαδή κατά τών αιρετικών, τών εθνικών καί τών Ιουδαίων καί γ) άπό τήν θεολογική κατάρτιση τοϋ κατηχητή, πού εδώ ήταν ό επίσκοπος Κύριλλος, άλλά μπορούσε νά είναι καί λαϊκός κατά τίς Διαταγές ’Αποστόλων (Η' 32).
Ή τέλεση τών Μυστηρίων
Ό Κύριλλος δέν περιγράφει τά Μυστήρια τοϋ Βαπτίσματος, τοϋ Χρίσματος καί τής Ευχαριστίας, ούτε καταγράφει τήν άκολουθία («τυπικόν») τελέσεώς τους. Σημειώνει όμως στις Μυσταγωγικές κυρίως Κατηχήσεις στιγμές εξαιρετικές τών Μυστηρίων. ’Έτσι παρέχει γενική ιδέα γιά τό πώς αύτά τελούνταν στήν εποχή του καί μάλιστα στό νεόδμητο άπό τόν Μ. Κωνσταντίνο μεγαλοπρεπές ναϊ κό συγκρότημα τοϋ Παναγίου Τάφου, τό όποίο άσφαλώς επηρέασε καί τό τυπικό τών Μυστηρίων.
Τό Βάπτισμα γινόταν τήν νύχτα τοϋ Μ. Σαββάτου. Οί υποψήφιοι οδηγούνταν στό προαύλιο τοϋ βαπτιστηρίου, στρέφονταν πρός δυ σμάς καί άποκήρυτταν τόν Σατανά, τά έργα του καί τήν λατρεία του. Μετά στρέφονταν πρός άνατολάς, άπήγγελλαν τό Σύμβολο τής πί στεως (Μυσταγωγική Α'), οπότε προχωρούσαν στό βαπτιστήριο. Εκεί έβγαζαν τά ένδύματά τους, έμεναν γυμνοί, συμβολίζοντας τήν αποξένωσή τους άπό τόν παλαιό άνθρωπο, καί άλείφονταν άπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια μέ έπορκιστό έλαιο, πού συμβολίζει τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, τήν κάθαρση άπό τίς αμαρτίες καί τήν εκδίωξη των πονηρών δυνάμεων. Οί διάκονοι, πού δεν βάπτιζαν, καί επιτετραμμένες γυναίκες τούς κατέβαζαν μετά στην κολυμβήθρα γιά τό άγιο βάπτισμα. Τρεις φορές ομολογούσαν πίστη στην άγια Τριάδα καί τρεις φορές βυθίζονταν (ίσως ολόκληροι) στό νερό καί αναδύονταν, συμβολίζοντας τήν τριήμερη ταφή τού Κυρίου καί τήν άνάστασή του (Μυσταγωγική Β').
Τό Χρίσμα γινόταν αμέσως μετά τό βάπτισμα μέ Μύρο, πού είχε άποκτήσει θεία δύναμη μέ ειδική έπίκληση τοϋ άγ. Πνεύματος. Οί βαπτισμένοι, πού είχαν γίνει σύμμορφοι τού Χριστού, χρίονταν μέ άγιο Μύρο στό μέτωπο, στά αυτιά, στήν μύτη καί στό στήθος, ώστε όλα τά αισθητήρια νά αγιαστούν. "Οπως ό Κύριος, βγαίνοντας άπό τά νερά τού ’Ιορδάνη, δέχτηκε τήν «ουσιώδη έπιφοίτησιν» τού άγ. Πνεύματος, έτσι καί οί βαπτιζόμενοι, βγαίνοντας άπό τήν κολυμβήθρα, δέχονται τό Χρίσμα ώς «άντίτυπον» εκείνου πού δέχτηκε ό Κύριος (Μυσταγωγική Γ'). Οί βαπτισμένοι καί χρισμένοι μέ λευκά ενδύματα οδηγούνταν μετά καί σέ άτμόσφαιρα χαρμόσυνη στόν Ναό τής Άναστάσεως, έπέστρεφαν πάλι στόν ναό τού Μαρτυρίου καί έπαιρναν μέρος στήν θεία Λειτουργία καί στό μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας (Κατήχησις ΙΗ' 32).
Ή θεία Εύχαριστία καί ή Λειτουργία γενικά παρουσιάζονται στά κύρια σημεία τους άπό τήν στιγμή τής νίψεως των χειρών τού επισκόπου καί των πρεσβυτέρων, πρίν τήν αναφορά, κάτι πού πρώτος αναφέρει ό Κύριλλος (Μυσταγωγική Ε' 1). Πρώτος επίσης άναφέρει σαφώς ότι στήν λειτουργία λεγόταν ό έπινίκιος ύμνος «άγιος, άγιος» (6), ή Κυριακή προσευχή (τήν όποια έρμηνεύει καί ή οποία άπαγγελ λόταν άπό παλαιότερα στήν Δύση) (1118), ή εκφώνηση τού ιερέα «τά άγια τοις άγίοις» (19) καί ή ευχαριστήρια εύχή μετά τήν θεία Μετάληψη (22), πού γινόταν ακόμη χωριστά γιά τό σώμα (τό έπαιρναν στήν παλάμη) καί τό αίμα τού Κυρίου (τό έπαιρναν μέ λαβίδα ) (21). Αυτά καί άλλα στοιχεία άποδεικνύουν ότι ό Κύριλλος ζεΐ καί παρουσιάζει εποχή άναπτύξεως καί σχεδόν διαμορφώσεως τής λειτουργικής πράξεως τής Εκκλησίας. Σέ κάποιο βαθμό, μικρόν πάντως, επηρέασε καί ό ίδιος τήν άνάπτυξη αυτήν, πού άφορά ακόμη στις ακολουθίες (δεσποτικών εορτών καί άγιων) καί στά δευτερεύοντα έθιμα στό ναϊκό συγκρότημα τού Παναγίου Τάφου καί τών λοιπών ναών τής Παλαιστίνης. "Ετσι π.χ., πλήν τών εορτών, μνημονεύει πρώτος αυτός τήν χρήση ιερατικών άμφιων καί θυμιάματος, στοιχεία πού τό 384 περιγράφονται άπό τήν Egeria (Αίθερία).
Μνστηριακός ρεαλισμός
Τό κύριο μέλημα του κατηχητή Κυρίλλου, μετά τήν διδασκαλία τής πίστεως, ήταν νά καταδεΐξει τήν δραστικότητα καί τήν ενέργεια των τριών Μυστηρίων, στά όποια είχαν μυηθεΐ καί είχαν μετάσχει οί νεοφώτιστοι. Εξηγούσε πώς καί γιατί ελευθερώνονται οί πιστοί από τίς δαιμονικές δυνάμεις, πώς καί γιατί ενώνονται μέ τόν Χριστό διά τού άγ. Πνεύματος. Δεν άρκέστηκε μόνο νά θεμελιώσει τά τρία Μυστήρια στήν Π καί τήν ΚΔ, άλλά τόνισε καί τόν ρεαλισμό τους, τήν πραγματική τους δύναμη, τήν οποία στά Μυστήρια αποκτούν τά αισθητά στοιχεία τού ϋδατος, τού ελαίου, τού άρτου καί τού οίνου, μέ τήν έπίκληση τού άγ. Πνεύματος. Αυτό έπιφοιτά, επεμβαίνει καί τά μεταβάλλει σέ όντως άγιαστικά, ώστε οί κοινωνοί τους νά γίνονται κάτι άλλο, νά μεταστοιχειώνονται σέ υιούς Θεού, σέ χριστούς, σέ σωσμένους.
"Ετσι, όπως τά νερά τού Ιορδάνη άγιάστηκαν μέ την κάθοδο σ’ αύτά τού Κυρίου, τό ύδωρ τού βαπτίσματος άγιάζεται όντως. Τό έ πορκιστό έλαιο, μέ τό όποίο άλείφονταν οί προσερχόμενοι στό βά πτισμα, είχε άποκτήσει μέ τήν έπίκληση τού Πνεύματος πραγματική δύναμη νά καθαρίζει από τίς άμαρτΐες καί νά διώχνει τίς δαιμονικές δυνάμεις, ή αίσθηση τών όποιων ήταν πολύ έντονη, συνδυασμένη μέ τόν εκτός Χριστού κόσμο (Μυσταγωγική Β' 3). Ή δραστικότητα τού Βαπτίσματος έχει σαφώς καί θετικό αποτέλεσμα, πού είναι ή υιοθεσία, ή μετοχή στό πάθος καί τήν ανάσταση τού Κυρίου. Ή μετοχή αυτή είναι τόσο πραγματική όσο πραγματικά ήταν τό πάθος καί ή άνάσταση τού Κυρίου. Μόνο πού στό Βάπτισμα ή μετοχή αυτή γίνεται «έν όμοιώματι», μέ σημεία αισθητά καί πράξεις πού όμως έχουν δραστικότητα, γιά νά κάνουν τήν σωτηρία άληθινή (6,7).
Η χρίση τού βαπτισμένου μέ άγιο Μύρο ολοκληρώνει τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν μετοχή σ’ αυτόν (Μυσταγωγική Γ' 2). Μέ τήν επέμβαση τού άγ. Πνεύματος τό κοινό έλαιομύρο γίνεται χάρισμα Χριστού καί ενεργεί τήν παρουσία τής θεότητας τού άγ. Πνεύματος στόν πιστό:
«"Ωσπερ γάρ τά έμφυσήματα τών άγιων καί ή του ονόματος του Θεού έπίκλησις, ώσπερ σφοδροτάτη φλόξ καίει καί έκδιώκει δαίμονας, ουτω τό έπορκιστόν τούτο έλαιον, έπικλήσει Θεού καί ευχή, δύναμιν τηλικαύτην λαμβάνει, ώς ού μόνον καΐον τά ίχνη άμαρτημάτων άποκαθαίρειν, άλλά καί τάς άοράτους τού πονηρού έκδιώκειν δυνάμεις» (Μυσταγωγική Β' 3). «Μή ύπονοήσης έκεΐνο τό μύρον ψιλόν είναι. "Ωσπερ γάρ ό άρτος τής Ευχαριστίας, μετά τήν έπίκλησιν τού άγιου Πνεύματος, ούκ έτι άρτος λιτός, άλλά σώμα Χριστού, οϋτω καί τό άγιον τούτο μύρον ούκ έτι ψιλόν, ούδ’ ώς άν εϊποι τις κοινόν μετ’ έπικλήσεως, άλλά Χριστού χάρισμα καί Πνεύματος άγιου παρουσίας τής αύτοΰ θεότητος ένεργητικόν γινόμενον» (Μυσταγωγική Γ' 3).
Ό ρεαλισμός τής θείας Ευχαριστίας είναι εξαιρετικά έντονος στήν σκέψη καί τήν θεολογία τοΟ Κυρίλλου. Πρώτος αυτός περιγράφει τόσο άναλυτικά τήν μεταβολή του κοινού άρτου καί του κοινού οίνου σέ σώμα καί αίμα Κυρίου, εκκινώντας άπό τά σχετικά βιβλικά χωρία. "Οσο άσφαλές καί μαρτυρημένο είναι ότι ό Κύριος μετέβαλε τό νερό σέ κρασί γιά τήν τέρψη τών καλεσμένων στόν γάμο τής Κανά, τόσο αξιόπιστη είναι καί ή μεταβολή τού οϊνου σέ αίμα Κυρίου. Τό γεγονός τής μεταβολής τών στοιχείων στήν Ευχαριστία άποδίδει σαφώς στήν επίκληση τού άγιου Πνεύματος, πού πρώτος τήν τονίζει τόσο, ώστε νά θεωρείται άπολύτως απαραίτητη καί πλέον νά μή λείπει άπό μεταγενέστερα σχετικά κείμενα. Τήν μεταβολή τού άρτου καί τού οίνου αποδίδει μέ τά ρήματα «μεταβάλλεται», «είναι», «ποιεί» καί «γίνεται». ’Ακόμη μέ κάθε τρόπο τονίζει τήν πραγματικότητά της καί τήν δραστικότητα τής Ευχαριστίας, κάτι πού γίνεται αυτονόητο ένεκα τής θείας δυνάμεως τού άγιου Πνεύματος πού μεταβάλλει ό,τι έγγίσει:
«Ό άρτος καί ό οίνος τής Εύχαριστίας πρό τής αγίας έπικλήσεως τής προσκυνητής Τριάδος άρτος ήν καί οίνος λιτός. Έπικλήσεως δέ γενομένης, ό μέν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ό δέ οίνος αίμα Χριστού» (Μυσταγωγική Α' 7).
«Μή πρόσεχε ούν ώς ψιλοΐς τω άρτω καί τω οϊνω, σώμα γάρ καί αίμα κατά τήν δεσποτικήν τυγχάνει άπόφασιν. Εί γάρ καί ή αΐσθη σίς σοι τούτο υποβάλλει... άπό τής πΐστεως πληροφορούν άνενδοιά στως, σώματος καί αίματος Χριστού καταξιωθείς» (Μυσταγωγική Δ' 6).
«παρακαλούμεν τόν φιλάνθρωπον Θεόν τό "Αγιον Πνεύμα έξαπο στεΐλαι έπΐ τά προκείμενα, ΐνα ποιήση τόν μέν άρτον σώμα Χριστού, τόν δέ οίνον αίμα Χριστού· παντός γάρ ού άν έφάψηται τό "Αγιον Πνεύμα, τούτο ήγίασται καί μεταβέβληται» (Μυσταγωγική Ε' 7).
Τά «εύχαριστηθέντα» δώρα, πού είναι σώμα καί αίμα Χριστού, χαρακτηρίζει «τύπον» άρτου καί οίνου καί όχι σύμβολα (Μυσταγωγική Δ' 3). Κοινωνία μέ τόν θεάνθρωπο Χριστό σημαίνει άπόλυτα ότι ό πιστός γίνεται «σύσσωμος καί σύναιμος Χριστού» μέσω τού άρτου καί τού οϊνου τής Ευχαριστίας (Μυσταγωγική Δ' 3), ή όποια, επειδή αποτελεί σώμα τού Λόγου, είναι ή μόνη κατάλληλη τροφή τής ψυχής, όπως ό κοινός άρτος γιά τό κοινό σώμα (5).
Ή μετάληψη τής Ευχαριστίας άπό τόν πιστό γίνεται «μετά πά σης πληροφορίας» (3), δηλαδή ό πιστός μπορεί νά έχει συνείδηση τής μυστηριακής πράξεως καί νά αισθάνεται εσωτερικά τήν άποτε λεσματικότητά της. Ό όρος «πληροφορία» λίγο αργότερα, στά Μα καριανικά έργα, θά σημαίνει κυρίως τήν αίσθηση τής χάρης πού ό προσευχόμενος αποκτά.
Τό μυστήριο τής θείας Εύχαριστίας χαρακτηρίζεται θυσία πνευματική, λατρεία άναΐμακτη, θυσία ίλασμοΟ (εξιλασμού) καί γιά πρώτη φορά θυσία φρικωδεστάτη. Περιλαμβάνει καί προϋποθέτει ολόκληρη τήν Εκκλησία, διότι σ’ αύτήν άναφέρονται οί ζώντες αλλά καί οί τεθνεώτες πιστοί, τούς όποίους μνημονεύει, κάνει γι’ αυτούς μνημόσυνο, δηλαδή παρακαλεΐ τόν προκείμενο «έσφαγιασμένον» Χριστό νά τούς έλεήσει.
ΒΙΟΣ
Οί πληροφορίες γιά τήν ζωή καί τήν δράση τοϋ Κυρίλλου 'Ιεροσολύμων είναι πενιχρές καί συχνά Αντιφατικές. Γεννήθηκε στά 'Ιεροσόλυμα ή κάπου στήν Παλαιστίνη, μάλλον περί τό 313, καί χειροτονήθηκε πρεσβύτε ρος άπό τόν Μάξιμο 'Ιεροσολύμων (333348). Πώς, ποΰ καί τί σπούδασε δέν γνωρίζουμε. Βέβαιο είναι ότι απέκτησε καλή γνώση της Γραφής καί τών έκκλησιαστικοθεολογικών προβλημάτων τής έποχής του. Κατά τόν Θεοδώρητο (Έκκλησ. ιστορία Β' 22) διαδέχτηκε κανονικά τόν Μάξιμο (τό 348), ενώ κατά τούς Σωκράτη (Έκκλησ. ιστορία Β' 38) καί Σωζομενό (Έκκλησ. ιστορία Δ' 20) έγινε επίσκοπος, όταν  δ ’Ακάκιος Καισαρείας έκθρόνισε τόν Μάξιμο.
Πάντως επίσκοπος έγινε μέ τήν ύποστήριξη τοϋ ’Ακακίου Καισαρείας μεταξύ 348 καί 350, έποχή πού έκφώνησε καί τίς περίφημες κατηχητικές όμιλίες του, ανεξάρτητα έάν τίς αναθεώρησε Αργότερα.
'Η ύποστήριξη τοϋ Αρειανόφρονα ’Ακακίου, ίκανοϋ παρασκηνιακοϋ Ανδρα καί Αρχηγού των όμοιων, προβλημάτισε Από τόν Δ' αΐ. καί μετά τούς εκκλησιαστικούς άνδρες. Φαίνεται όμως ότι ό Κύριλλος ύποκρίθηκε τόν συνεργάσιμο στόν ’Ακάκιο κι έτσι αύτός τόν βοήθησε, γιατί ούτως ή άλλως ή όλη  δομή καί τό περιεχόμενο τών ομιλιών του, τής έποχής τοϋ 350, προϋποθέτουν όρθόδοξο θεολόγο, πολέμιο τουλάχιστο τών Ακραίων άρεια νικών θέσεων. ΟΙ καλές σχέσεις τών δύο άνδρών έγιναν γρήγορα πολύ κακές, διότι, παρά τόν ζ' (Ασαφή πάντως) κανόνα τής ΑΌικουμ. Συνόδου, πού έδινε πρωτεία τιμής στήν έπισκοπή Αίλίας ('Ιεροσολύμων), ό ’Ακάκιος έπέμενε σέ μητροπολιτικά δικαιώματα επί τής Αίλίας, κάτι πού άπέρριπτε ό Κύριλλος. "Οταν σ’ έναν λιμό ό Κύριλλος έκποίησε εκκλησιαστικά σκεύη γιά νά δώσει τροφή στούς πτωχούς, ό ’Ακάκιος πέτυχε μέ Αφορμή τήν πράξη αυτή νά τόν καθαιρέσει, περί τό 357. Ό Κύριλλος τό 358 έγινε δεκτός άπό τόν Σιλουανό Ταρσού καί τό έπόμενο έτος, άγνωστο άν μέ όρους, τόν δέχτηκαν στήν σύνοδο τών όμοιουσιανών στήν Σελεύκεια, όπου πρωτοστατούσε δ Βασίλειος Άγκύρας. Έκεΐ Αθωώθηκε ό Κύριλλος καί καταδικάστηκε ό ’Ακάκιος, πού όμως πέτυχε, μέ τήν βοήθεια τοϋ Αρειανόφρονα Κων σταντίου, νά καταδικάσει καί πάλι τόν Κύριλλο στήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως (360). Μέ τήν άνοδο στόν θρόνο τοϋ Ίουλιανοΰ (361363) έπανηλθε ό Κύριλλος στήν έπισκοπή του. Τότε μάλιστα προεΐπε τήν καταστροφή του έπανιδρυμένου ναού τοϋ Σολομώντα, κάτι πού δντως έγινε άπό φοβερό σεισμό. Έδρασε μέχρι τό 367, όταν  ό Ούάλης τόν έξόρισε μέ δ λους τούς δρθοδόξους. Ό Γρατιανός τό 378 έπανέφερε στις έπισκοπές τους όλο υς τούς δρθοδόξους καί τόν Κύριλλο, πού βρήκε τό ποίμνιό του διηρη μένο καί Αναστατωμένο άπό τήν δράση των άπολιναριστών. Γιά τήν Αποκατάσταση τής ένότητας στάλθηκε μάλιστα τό έπόμενο έτος στά Ιεροσόλυμα καί ό Γρηγόριος Νύσσης, πού δέν πέτυχε σπουδαία πράγματα {«Περί τών άπιόντων είς Ιεροσόλυμα» 3).
Παρά τούς διωγμούς πού ό Κύριλλος ύπέστη ώς ορθόδοξος, πολλοί Αμφέβαλλαν γιά τήν όρθοφροσύνη του καί γι’ αύτό, φαίνεται, ή Β' Οΐκουμ. Σύνοδος τό 382 θεώρησε καλό νά έπιβεβαιώσει τήν κανονικότητα τής χει ροτονίας του καί τά δσα έπαθε άπό τούς άρειανούς (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 9). Στήν Σύνοδο αύτή τάχτηκε μέ τούς όμοουσιανούς. Ό θάνατός του τοποθετήθηκε πρόσφατα (Ρ. Nautin) στό 387 (όχι 386) καί ή μνήμη του έορτάζεται στίς 18 Μαρτίου.
ΕΡΓΑ
Ή συγγραφική δραστηριότητα τοϋ Κυρίλλου δέν είναι μεγάλη. Άφησε (ή σώθηκαν) μόνο κατηχητικά μαθήματα, δηλαδή 19 Κατηχήσεις φωτιζο μένων, 5 Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, μία "Ομιλία καί μία Επιστολή. Οί Κατηχήσεις του μαρτυρούν εύρύτατη γνώση τής Γραφής καί αγάπη στήν τυπολογική έρμηνεία. Συχνά τό κείμενό τους αποτελεί Απλή παράθεση καί συρραφή βιβλικών κειμένων, πού χρησιμοποιούνται Αποδεικτικά καί πολεμικά. Αύτό κουράζει τόν αναγνώστη, πού Ανταμείβεται καί συγκροτείται ή προσοχή του μέ τήν σέ άλλα σημεία παραστατικότητα καί Απλότητα τοϋ ύφους, μέ τήν ενδιαφέρουσα θεματική, πού όμως δέν τήν συνοδεύουν θεολογικές Αναλύσεις, μέ τήν συγκίνηση καί τήν έντονη μετοχή τοϋ κατηχητή Κυρίλλου σέ ό,τι λέγει.
Εις τόν παραλυτικόν τόν επί τήν κολυμβήθραν. Ομιλία πού έκφωνήθηκε πρίν ό Κύριλλος γίνει επίσκοπος (348350) κι έχει χαρακτηριστικά άλληγο ρικής έρμηνείας.
Κατηχήσεις φωτιζομένων. Πρόκειται γιά 18 Ανισομερή κατηχητικά μαθήματα πρός αυτούς πού έτοιμάζονταν γιά τό βάπτισμα, τούς φωτιζομέ νους. Τών μαθημάτων αύτών προηγήθηκε ή Προκατήχησις ώς γενικό εισαγωγικό μάθημα. Καί τά 19 εκφωνήθηκαν στήν Αρχή τής έπισκοπείας τοϋ Κυρίλλου, δηλαδή περί τό 348 ή 350. Προφανώς τά προφορικά μαθήματα συντάχτηκαν μετά τήν εκφώνησή τους, γιά νά διαβάζονται καί νά χρησιμοποιούνται. ’Ασφαλώς ό Κύριλλος τά έπεξεργάστηκε τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τής δεκαετίας τοΰ 350, διότι έχουν στοιχεία άπό συνόδους τής εποχής αύτής, όπως άπό τό τέταρτο σύμβολο τοΰ Σιρμίου (359) (τό «όμοιος κατά πάντα», τό «νεύματι πατρικφ»). Σώζονται των 18 Κατηχήσεων μεταφράσεις στην άρμενική, την άραβική, την γεωργιανή, την παλαιοσλαβική καί την παλαιορωσική καί αποσπάσματα στην κοπτική (βλ. CPG II 3585, 2).
Μυσταγωγικά! κατηχήσεις. Πέντε σύντομες διδασκαλίες γιά τά Μυστήρια τοΰ Βαπτίσματος, του Χρίσματος καί τής θείας Εύχαριστίας. Εκφωνήθηκαν στούς ακροατές των προηγούμενων Κατηχήσεων, όταν αύτοί πλέον είχαν βαπτιστεΐ καί είχαν μετάσχει στήν θ. Ευχαριστία, γιά νά τούς έξηγη θεΐ ό,τι συνέβη στήν τέλεση των Μυστηρίων, επειδή πρίν τελεστοϋν δέν έπρεπε νά τά γνωρίζουν Ακριβώς. Οί 5 αύτές Κατηχήσεις, πού τυχαία καί αργότερα χαρακτηρίστηκαν μυσταγωγικές ή μυσταγωγίες, έχουν ανώμαλη χειρόγραφη παράδοση καί μερικά άρχαΐα χειρόγραφα τίς αποδίδουν στόν διάδοχο του Κυρίλλου, τόν ’Ιωάννη (387417), ή καί στούς δύο άνδρες. Έ πισημάνθηκαν ακόμη διαφορές ΰφους μεταξύ τών 19 Κατηχήσεων καί τών 5 Μυσταγωγικών, όπως έπισημάνθηκαν στίς τελευταίες καί λειτουργικά στοιχεία μεταγενέστερα τοΰ 350. Οί διαφορές όμως αύτές ούτε απόλυτες είναι ούτε μικραίνουν τήν σημασία τών πολλών όμοιοτήτων τους. “Αλλωστε ή μεταγενέστερη έπεξεργασία τους άπό τόν ίδιο τόν Κύριλλο είναι πάρα πολύ πιθανή. Πέρα τούτων ό ’Ιωάννης είχε ώριγενιστικές άντιλήψεις, πού λείπουν τελείως άπό τίς Μυσταγωγικές. Μεταφράστηκαν στήν άρμενική (στήν οποία ό μεταφραστής κατονομάζει ώς συντάκτη τόν Κύριλλο: Mu 85 [1972] 147153) καί τήν άραβική (βλ. CPG II 3586).
Επιστολή πρός Κωνστάντιον. Γράφηκε στήν άρχή τής έπισκοπείας του (περί τό 351), γιά νά πληροφορήσει τό θαυμαστό γεγονός τής έμφανίσεως παμμεγέθους φωτεινού σταυρού στόν ούρανό. Τό φωτεινό σημείο εκτεινόταν άπό τόν Γολγοθά μέχρι τό όρος τών Έλαιών καί τό είδαν γιά πολλές ώρες όλοι οί κάτοικοι τών 'Ιεροσολύμων. Τό γεγονός μαρτυρεΐται καί άπό μεταγενέστερους συγγραφείς. Στό τέλος τής Επιστολής ύπάρχει ό όρος «ό μοούσιος», πού είναι ασφαλώς παρέμβλητος. Σώζεται άρμενική καίγεωρ
Νόθα. Ενωρίς αποδόθηκαν στόν Κύριλλο καί τά έξης έργα:
Λόγος εις τήν Ύπαπαντήν τού Κυρίου: PG 33, 11881204. ΒΕΠ 39, 278282. Μεταφράστηκε στήν γεωργιανή καί την αραβική (CPG II 3592).
Έπιστολαί Κυρίλλου πρός Ιούλιον Πάπαν καί Ιουλίου πρός τόν Κύριλλον, περί των δύο έορτών Χριστουγέννων καί Φώτων, τελουμένων έν μιφ ημέρα: PG 33, 12081209. ΒΕΠ 39, 282283.
Επιστολή s. Augustini ad Cyrillum et CyriUi ad Augustinum: PL 33, 11201153 καί 22, 281326.
’Αποσπάσματα όλΐγων άράδων, σαφώς μεταγενέστερα:
α) Δύο εις τό ότι «ό Κύριος τό ύδωρ οίνον έποίησε» καί ένα είς τό «δόξα σόν με»: PG 33, 1181. F. Diekamp, Doctrina Patrum, Munster i. W. 1907, σ. 20, 92 IV, 93 V καί 104 XLV. ΒΕΠ 39, 274.
β) Είς τό «έγώ πορεύομαι είς τόν Πατέρα μου»; PG 33, 1181. F. Diekamp, Analecta Patristica, Roma 1938, σσ. 1012. ΒΕΠ 39, 274.
Μεταφράσεις σέ άρχαΐες άνατολικές γλώσσες. Τά κείμενα αύτά είναι γενικώς νόθα, αλλά χρειάζεται ακόμη έρευνα.
Στήν κοπτική: 'Ομιλίες Εϊς τό πάθος τού Κυρίου (τρεις), Εις τήν Καινήν Κυριακήν, Εις τήν Άνάστασιν τού Κυρίου, Εις τόν Σταυρόν καί Είς τήν Παρθένον Μαριάμ (CPG II 35983604 καί έκδοση: An. Campagnano, Cirillo di Gerusalemme, Omilie Copte. Sulla Passione, sulla Croce e sulla Vergine, Milano CisalpinoGoliardica 1980).
Στη γεωργιανή: 'Ομιλίες Περί τής έμφανίσεως τού Σταυρού είς τούς χρόνους Κωνσταντίου, Περί εύρέσεως των ήλων τού Σταυρού, Περί εύρέσεως τού Σταυρού, Περί της σιωπής τού Ζαχαρίου, Εις τήν Πεντηκοστήν (CPG 11 36073611).
Στήν άραβική: ’Αποδίδονται στόν Κύριλλο ποικίλα έργα καί όμιλία Εις τήν ΰψωσιν τού Τιμίου Σταυρού (G. Graf, Geschichte der christlichen arabischen Literatur, I, Citt& del Vaticano 1944, σσ. 3357). Β. Ψευτογκά, Ai περί Σταυρού καί Πάθους τού Κυρίου όμιλίαι..., Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 139140.
Στήν άρμενική: Ποικίλα κείμενα (G. Zarbhanalian, Catalogue des anciennes traductions armSniens, Venise 1889, σσ. 524-529). 


Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/
















Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |