.
Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016
117. Αντιοχειανή Σχολή
Οί έρευνητές,
γενικεύοντας καί Απλοποιώντας, χρησιμοποίησαν τόν όρο άντιοχειανή σχολή, γιά νά
δηλώσουν τίς θεολογικές καί τις έρμηνευτικές τάσεις τοΰ εύρύτερου άντιοχειανοϋ
χώρου, οί όποιες όμως δεν καλλιεργήθηκαν σέ κάποια όργανωμένη σχολή (σχολείο)
τής Εκκλησίας. Ή χρήση τοϋ όρου, πού μόνο συμβατικά είναι δεκτός, έπιβλήθηκε
καί ώς Αντίστοιχος τοϋ όρου «αλεξανδρινή σχολή», ή όποία είχε μακρόχρονη
λειτουργία, γνωστή Από τό τέλος τοΰ Β' αιώνα, καί ή όποία λειτούργησε Αρχικά μέ
τήν προσωπική ευθύνη τοϋ Πανταίνου, τοϋ Κλήμη καί τοϋ ’Ωριγένη (ώς ένα σημείο).
Στην Αντιόχεια έδρασε ό
πρώτος μεγάλος θεολόγος τής Εκκλησίας, ό Ιγνάτιος ( + π. 115), καί Ακολούθησαν
ό Θεόφιλος ’Αντιόχειας (169188), ό Σεραπίων ’Αντιόχειας, ό Παύλος Σαμοσατέας (
+ 272) μέ τόν πρεσβύτερο Μαλχίωνα τήν ίδια έποχή, ό Δωρόθεος στίς Αρχές τοϋ Δ'
αί. μέ τόν Λουκιανό ( + 312), τόν όποιο οί άρειανοί πρόβαλαν ώς πνευματικό τους
πρόγονο, δ Εύστάθιος ’Αντιόχειας ( + 331/7), ό Μελέτιος Αντιόχειας (+ 381), ό
Διόδωρος Ταρσού (+ 392) καί οί άμεσοι ή έμμεσοι μαθητές του ’Ιωάννης
Χρυσόστομος ( + 407), Θεόδωρος Μοψουεστίας (+428), Νεστόριος ( + 451/2), καί ό
Θεοδώρητος Κόρου ( + 466).
Ό αριθμός των θεολόγων
αύτών, άπό τούς οποίους οί περισσότεροι έμειναν άσημοι, δέν ήταν μικρός.
Εντούτοις ή μόνη χρονική στιγμή, πού διαπιστώνουμε λειτουργία σχολής στήν
’Αντιόχεια, είναι ή δεκαετία τού 360, όταν ό Διόδωρος, λαϊκός ακόμη, συνέστησε μέ τόν
Καρτέριο τό «ά σκητήριον», έξω άπό τήν ’Αντιόχεια. Στήν ιδιωτικής πρωτοβουλίας
αύτή σχολή μορφώθηκαν πολλοί, μεταξύ των όποιων καί δύο σπουδαίοι άνδρες, ό
’Ιωάννης Χρυσόστομος καί ό Θεόδωρος Μοψουεστίας. Τό γεγονός ότι γενικά στήν
θεολογία καί τήν Εκκλησία οί δύο αύτοί άνδρες ακολούθησαν διαφορετική πορεία
ύπογραμμίζει τήν ποικιλία τάσεων, πού κρατούσαν στόν άντιοχειανό χώρο. Κάτι
ανάλογο παρατηρούμε καί γιά τίς πρώτες δεκαετίες τού Δ' αιώνα. Ό Λουκιανός ( +
312) ήταν ό εισηγητής τρόπον τινά τής άντιοχειανης σχολής καί οί άρειανοί τόν
θεωρούσαν προπάτορα τους, αύτοχαρακτηρίζονταν μάλιστα «συλλουκιανισταί».
Ό Εύστάθιος ’Αντιόχειας
(331) όμως είχε άλλη θεολογική κατεύθυνση καί πολέμησε τούς άρειανούς. Τό ίδιο
καί στόν Γ' αιώνα μέ τούς δύο γνωστούς θεολόγους τής περιοχής, τόν Παύλο
Σαμοσατέα (272) καί τόν πρε σβύτερο Μαλχίωνα. Ό δεύτερος, πού έπαιξε μεγάλο
άλλά δυσκαθόριστο ρόλο στά θεολογικά πράγματα, άνέτρεψε τήν διδασκαλία τού
πρώτου, μεταξύ 264/5 καί 268.
Ή περίπτωση, τέλος, των
δύο πρώτων άντιοχέων θεολόγων, τού Ιγνατίου καί τού Θεοφίλου, είναι πολύ
ένδεικτική. Ό πρώτος ήταν φορέας τής Παραδόσεως καί ή θεολογία του υιοθετήθηκε
άπό τήν Εκκλησία. Ό δεύτερος επηρεαζόταν πολύ άπό ΐουδαιοελληνικές άντιλήψεις
καί ή θεολογία του παραμερίστηκε άπό τήν Εκκλησία. Τό φαινόμενο αυτό
συνεχίστηκε στις μεταγενέστερες εποχές. Τό γεγονός μάς ύποχρεώνει νά κάνουμε
θεμελιώδη διαπίστωση: ή πρώτη διάκριση στούς άντιοχειανούς θεολόγους (καί άρα
στήν άντιοχειανή θεολογία) άφορά τήν παραδοσιακότητα ή τήν μή πα ραδοσιακότητά
τους. "Οσο παραδοσιακότεροι είναι οί θεολόγοι, τόσο λιγότερο άκραΐες
τάσεις δημιουργούν στήν θεολογία καί τήν ερμηνεία. Τούτο ισχύει άπόλυτα καί γιά
τήν άλεξανδρινή σχολή.
Δυστυχώς ή άνεπάρκεια τών
πηγών καί ή έλλειψη πληροφοριών εμποδίζουν τήν άκριβή παρακολούθηση τών
θεολογικοερμηνευτικών τάσεων στήν ’Αντιόχεια. Μπορούμε όμως, μέ τά υπάρχοντα
στοιχεία, νά κάνουμε κάποιες άσφαλεϊς διαπιστώσεις. "Οταν, λοιπόν, μιλάμε
γιά άντιοχειανή θεολογία, εννοούμε δύο πράγματα συνδεόμενα άλλά μή ταυτιζόμενα:
τήν ερμηνευτική τακτική (ή έρμηνευτικές άρχές) καί τήν θέση στό χριστολογι κό
θέμα. Ποιά προηγήθηκε είναι δυσκαθόριστο.
Θεολογικές τάσεις
Φαίνεται ότι ό Παύλος
Σαμοσατέας προβληματίστηκε πρώτιστα γιά τό πρόσωπο τού Χριστού καί γι’ αυτό δέν
κατανοούσε τήν σχέση Του μέ τον Θεό Πατέρα. Νόμισε ότι ό άνθρωπος Ίησοϋς
«συνηπτο» μέ τόν μή έχοντα ύπόσταση θείο Λόγο. Αύτό όδηγεΐ στην ιδέα των δύο
υιών, τοϋ «έκ Θεού» καί τοϋ «έκ τού Δαβίδ», δηλαδή τής Μαρίας, όπως δίδαξε μετά
έκατόν είκοσι περίπου χρόνια ό Διόδωρος Ταρσού. Αύτά προϋποθέτουν τό έρώτη μα:
πώς ό Χριστός έχει θεία δύναμη καί συγχρόνως ανθρώπινες αδυναμίες; "Αρα
ζητείται λύση στό πώς τής συνάφειας ή τής συνυπάρξεως θείας καί άνθρώπινης
φύσεως, ενώ κυριαρχούσε ή ιδέα ότι ή άβυσσος μεταξύ Θεού καί κτίσεως (άρα καί
ανθρώπου) είναι Αγεφύρωτη.
Ή προσπάθεια γιά την λύση
στό πρόβλημα γινόταν χωρίς τήν ορθή διάκριση κτιστού καί άκτιστου καί χωρίς τήν
θεολογική διάκριση τριών υποστάσεων καί μιας φύσεως, πού διατύπωσε ό Μ.
Βασίλειος (+ 379). Παράλληλα δέσμευε τούς άντιοχειανούς ή Αριστοτελική Αρχή ότι
δύο τέλεια δέν μπορούν νά γίνουν ένα (Μεταφυσικά 1039α, 910), Αρχή πού γινόταν
φιλοσοφικό έρεισμα τής ιδέας γιά τό Αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Θεού καί κτίσεως. Ή
απουσία τών διακρίσεων αύτών καί ή έπήρεια τής Αριστοτελικής Αρχής έκανε
Αδύνατη τήν λύση τής ένότητας τών φύσεων στόν Χριστό. Πολύ περισσότερο πού
άντιοχειανοί, όπως ό Παύλος Σαμοσατέας καί ό Διόδωρος Ταρσού, δέν διέκριναν
φύση καί ύπόσταση. Ό δεύτερος, πού, έστω χωρίς νά έχει συνείδηση τών συνεπειών
τής θεολογίας του, έγινε καί ό εισηγητής τής λεγόμενης άντιοχειανης
χριστολογίας, δίδασκε ότι ό Υιός τού Θεού Απλώς «ένοίκησεν» εις τόν υίό τής Μαρίας.
Έτσι ό Διόδωρος νόμιζε ότι περιέσωζε τήν Ανθρώπινη φύση τού Χριστού. ’Αλλιώς,
νόμιζαν ότι ή Ανθρώπινη φύση θά διαλυόταν στήν θεία φύση. Κύριο στόχο, λοιπόν,
δ Διόδωρος, ό Θεόδωρος Μοψουεστίας, ό Νεστόριος καί οί όπαδοΐ τους είχαν τήν
διάσωση τής άνθρώπινης φύσεως. Τό έκαναν όμως εις βάρος τής πραγματικής
ένότητας τής ένώσεως τών δύο φύσεων καί γι’ αύτό άπέβησαν δυοφυσΐτες. Μέ άλλα
λόγια δέν νοούσαν πραγματική τήν ένωση τών δύο φύσεων καί γι’ αύτό
καταδικάστηκαν ή διδασκαλία ή καί οί Ιδιοι στίς Γ' Δ' καί Ε' Οικουμενικές
Συνόδους.
Τήν προβληματική αυτή καί
τήν συγκεκριμένη τάση στήν χριστολογία δέν τήν είχαν τουλάχιστον σέ βαθμό
έπικίνδυνο οί άντιοχειανοί Εύστάθιος, Μελέτιος, ’Ιωάννης Χρυσόστομος,
Θεοδώρητος Κύρου καί άλλοι. Επομένως τήν τάση αύτή δέν εξέφραζαν όλοι οί
άντιοχειανοί· τήν εξέφραζαν οί λιγότερο παραδοσιακοί. Παλαιοί αλλά καί
σύγχρονοι ερευνητές κατανοούν τίς χριστολογικές αύτές αποκλίσεις τών
άντιοχειανών ώς αποτέλεσμα τού αριστοτελισμού τους καί άρα τής νοησιαρχίας
τους. Δέν μπορούμε όμως νά δείξουμε σαφώς στά κείμενα τών άντιοχειανών αύτών
κάτι από τό περιεχόμενο τής φιλοσοφίας αύτής, εκτός Από τήν αρχή πού άναφέραμε
καί από συνήθη στήν εποχή διαλεκτικά στοιχεία. Καί οί νοησιαρχικές τάσεις τών
άντιοχειανών είναι μάλλον συνέπεια τοϋ ήθικισμοϋ τους καί τής άσκή σεως
έρμηνείας βάσει μόνο θύραθεν Αρχών, όπως θά δούμε.
Ερμηνευτικές τάσεις
Οί έρμηνευτικές τάσεις ή
Αρχές τών άντιοχειανών Απασχόλησαν έπίσης τήν αρχαία Εκκλησία καί τήν σύγχρονη
έρευνα, ιδιαίτερα μέ τήν έξαρση τού ιστορισμού, πού αύτονόητα έκτίμησε πολύ τό
ίστορικογραμματικό έν διαφέρον των άντιοχέων έρμηνευτών τοϋ Δ' καί του Ε'
αιώνα. Καί στό θέμα των έρμηνευτικών τάσεων παρατηρούμε διαφορές μεταξύ τών
άντιοχέων. Σχέση συγγένειας μέχρι ταυτότητας ύπάρχει κυρίως μεταξύ Διοδώρου Ταρσού
καί Θεοδώρου Μοψουεστίας, ενώ π.χ. ό Ιωάννης Χρυσόστομος έχει καί άλλες
προϋποθέσεις στην έρμηνεία του, μολονότι δέν παύει νά έρευνα καί
ίστορικογραμματικά τό κείμενο, κάτι πού συνιστά θεμελιώδες γνώρισμα όλων τών
άντιοχέων.
Εισηγητής στόν
άντιοχειανό χώρο τής ίστορικογραμματικής μεθόδου θεωρείται ό Λουκιανός (+ 312),
πού, όντας γνώστης καί τής έβραϊκής, έργά στηκε Ιδιαίτερα γιά ό,τι σήμερα
χαρακτηρίζουμε κριτική έκδοση τού βιβλικού κειμένου, τής ΠΑ καί από τήν ΚΑ
τουλάχιστον τών Ευαγγελίων. Τό κριτικό ή αναθεωρημένο αυτό κείμενο επικράτησε
από τήν Παλαιστίνη μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη. Ό Εύσέβιος έκτιμά πολύ καί
κάποιον Δωρόθεο, τόν όποϊο μάλιστα ακούσε καί ό ίδιος νά έρμηνεύει τίς Γραφές,
αλλά εντός τοϋ ναοϋ (Έκκλησ. ίστ. Ζ' 32, 24). Αυτός είχε αξιόλογη έλληνική
παιδεία, γνώριζε καλά τήν έβραϊκή καί ήταν πρεσβύτερος στήν εποχή τοϋ Κυρίλλου
’Αντιόχειας (277-279). Προηγήθηκε λοιπόν τοϋ Λουκιανού καί ίσως έπαιξε ρόλο στήν
εισαγωγή τής ίστορικογραμματικής έρμηνείας, δεδομένου ότι, καθώς βεβαιώνει ό
Εύσέβιος, μπορούσε νά μελετά «έπιστη μόνως» «τίς έβραϊκές Γραφές» (αυτόθι 3).
Άπό τίς έρμηνευτικές καί άνα θεωρητικές προσπάθειες τοϋ Λουκιανοϋ ή καί τού
Δωροθέου επηρεάστηκαν πολλοί, μεταξύ τών όποιων πρώτος ό Εύσέβιος Καισαρείας (+
339), ό κατά τά άλλα οπαδός τοϋ ’Ωριγένη.
Πρέπει όμως νά περάσουν
πολλές δεκαετίες γιά νά βρεθεί ό έρμηνευτής, πού θά διευρύνει, θά τελειοποιήσει
καί θά καθιερώσει ό,τι άρχισε ό Λουκιανός ή καί ό Δωρόθεος. Καί αύτός ήταν ό
Διόδωρος ( + 392) πού, περί τό 360 μάλλον, ίδρυσε μέ τόν Καρτέριο στήν
’Αντιόχεια ιδιωτική σχολή, τό «άσκητήριον». Έκεΐ αποσαφήνισε τά χαρακτηριστικά
καί τίς θεμελιώδεις αρχές τής έρμηνείας τών άντιοχειανών. 'Ένεκα τούτου τόν
θεωρούμε θεμελιωτή τής άντιοχειανής μεθόδου έρμηνείας, ενώ ένας τών μαθητών
του, ό Θεόδωρος Μοψουεστίας ( + 428), άπέβη ό κορυφαίος καί ό πλέον άντι
προσωπευτικός έφαρμοστής τής μεθόδου αύτής. Μέ τόν Διόδωρο όμως αρχίζει
περίοδος, κατά τήν όποια οί άντιοχειανοί έρμηνευτές αγνοούν τήν εβραϊκή γλώσσα,
πού γνώριζαν οί προηγηθέντες Λουκιανός, Δωρόθεος κ.ά.
Τά χαρακτηριστικά καί τίς
τάσεις τών έρμηνευτών τούτων μπορούμε νά συνοψίσουμε στά εξής:
α. Τό έργο τής έρμηνείας
τοϋ βιβλικού κειμένου ασκείται σύμφωνα μέ τήν μέθοδο καί τήν τεχνική τών
ρητόρων, οί όποιοι καλλιέργησαν σέ μεγάλο βαθμό τό άξΐωμα, πού διατύπωσε ό
γραμματικός Άρίσταρχος: «"Ομηρον έξ 'Ομήρου σαφηνίζειν». Διερεύνηση σέ
βάθος καί πλάτος τών ιστορικών, κοινωνικών κ.λπ. δεδομένων, έντός τών όποιων
γράφηκε τό συγκεκριμένο κείμενο. ’Ανάλυση λεπτομερή τής δομής, τής γλωσσικής
μορφής καί τών κάθε είδους φιλολογικών προβλημάτων τού κειμένου μέ τήν βοήθεια
λεξικών καί άλλων σχετικών μέσων. Οί προϋποθέσεις αύτές, πού οδηγούσαν τούς
έθνικούς ρήτορες στήν κατανόηση τού Όμήρου καί τούς αντιόχειανούς στήν ακριβή
«έννοια» τοϋ βιβλικού κειμένου, δηλώνονταν μέ τόν δρο «ύπόθεσις». "Εχουμε
λοιπόν κοινή γιά τήν έποχή εκείνη τέχνη (καί τεχνική) έρμηνευτική, τήν οποία
μάλιστα ό Θεόδωρος Μοψουεστίας έφάρμοσε τελειότερα καί από τούς έθνικούς.
β. Οί άντιοχειανοί
έρμηνευτές μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις σκόπευαν στήν «θεωρία». Ζητοϋσαν όχι
μόνο τήν γνώση των δηλωμένων έννοιών τοϋ παλαιοδιαθηκικοϋ κειμένου, άλλα μέσω
αύτών τό έσώτατο πνεϋμα τοϋ προφήτη, αύτό πού ό προφήτης είχε έμπνευστεΐ, τήν
θέα των πραγμάτων πού εκείνος είχε ή τήν σημασία πού είχαν γι’ αύτόν τά ιστορικά
γεγονότα καί τά πρόσωπα.
γ. "Ενα μέρος των
ιστορικών δεδομένων καί προσώπων τής ΠΔ καταγράφονταν καί παρουσιάζονταν
ένσυνείδητα (ή μή) από τούς ιερούς συγγράφεις ώς τύποι κάποιων μελλοντικών
άντιτύπων, ως εικόνες κάποιων έπερχόμενων πραγματικοτήτων, δηλαδή ώς
προτυπώσεις μελλόντων προσώπων καί γεγονότων τής ΚΔ. "Ετσι, λοιπόν,
όρισμένα κείμενα τής ΠΔ είναι συγχρόνως καί ιστορία καί προφητεία, πού
κατανοοϋνται μέ ίστορι κογραμματική άνάλυση.
δ. 'Η απόλυτη άξία τής
ίστορικογραμματικής έρευνας γιά τούς άντιο χειανούς είχε ώς αποτέλεσμα (ή
προϋπόθεση;) τήν αντίθεσή τους πρός τήν άλληγορική έρμηνεία τών αλεξανδρινών,
οί όποιοι νοηματοδοτοϋσαν λέξεις τής ΠΔ, δηλαδή εφεύρισκαν έννοιες πού ένίοτε
δέν είχαν οί λέξεις αύ τές. Στόν διαμορφωτή τής άντιοχειανής σχολής Διόδωρο
ανήκει ή φράση: «τοΰ άλληγορικοϋ τό ιστορικόν πλεΐστον όσον προτιμώμεν» (Εις
τήν Γένε σιν κεφ. 49: PG 33, 1580Α). Ή έμμονή στήν ίστορικογραμματική μέθοδο
καί ή άπολυτοποίησή της δέν ήταν βέβαια θετικό στοιχείο, άλλά τουλάχιστον τούς
κρατούσε κοντά στά κείμενα καί τούς έκανε πιό ρεαλιστές άπ’ δσο ή άλληγορική
έρμηνεία τούς άλεξανδρινούς.
ε. Οί άντιοχειανοί, καί
μάλιστα οί παλαιότεροι, άπέφευγαν κατά κανόνα τίς θεωρητικέςθεολογικές
συζητήσεις. Αναζητούσαν ήθοπλαστικά στοιχεία στό βιβλικό κείμενο, πού τά
παρουσίαζαν έπαγωγικά πρός παιδαγωγία ηθική τών πιστών, όπως άκριβώς έκαναν οί
έθνικοί έρμηνευτές γιά τήν ποίηση τοϋ Όμήρου καί τών τραγικών, από τόν Πλάτωνα
(Πολιτεία 10, 606Ε’ Πρωταγόρας 325D326A) έως τόν Πλούταρχο, πού έγραψε καί τήν
σχετική διατριβή: «Πώς δεΐ τόν νέον ποιημάτων άκούειν», κ.ά.
Ή έρμηνευτική τών
παραδοσιακών Άντιοχέων
Οί παραδοσιακοί
Άντιοχεΐς, δηλαδή αύτοί πού ήταν γνήσιοι φορείς τής Παραδόσεως τής Εκκλησίας
καί συγχρόνως δημιούργησαν μεγάλο έρμη νευτικό έργο, όπως ό Ιωάννης Χρυσόστομος
καί ό Θεοδώρητος Κύρου. διακρίθηκαν ούσιαστικά από τούς προηγούμενους. Έν
τούτοις καί οί δύο παραδοσιακοί έκμεταλλεύτηκαν πολύ τήν ίστορικογραμματική
μέθοδο τών εθνικών, δηλαδή τήν «ύπόθεση», πού έξασφάλιζε μεταλλείο παντοίων
γνώσεων. Τά στοιχεία πού διακρίνουν τούς έρμηνευτές τούτους καί τούς
διαφοροποιούν σαφώς άπό τούς ακραιφνείς έκπροσώπους τής άντιοχειανης σχολής
είναι τά έξής:
Ή ίστορικογραμματική
μέθοδος άποτελεΐ άπλώς βοηθητικό μέσο πρός γνώση τής μορφής καί των Ιστορικών
πλαισίων τοΰ βιβλικού κειμένου. Τό νόημα, τό πνεΰμα τοϋ Θεοϋ στό κείμενο, τά
«έν τω βάθει κεκρνμμένα» (PG 53, 187), ή ό «έναποκείμενος πλούτος» (PG 53,
206), προσεγγίζονται μέ την καθοδήγηση καί τόν φωτισμό του άγ. Πνεύματος. Ό
Χρυσόστομος πρέπει νά είχε σκεφτεΐ πολύ την μέθοδο τοϋ δασκάλου του Διοδώρου,
δηλαδή τήν άπολυτοποίηση τής ίστορικογραμματικής έρμηνείας μέ σκοπό τήν ηθική
παιδαγωγία. Καί ή αντίδρασή του σ’ αύτήν ύπήρξε σαφής κι έντονη. Τά λεγάμενα
τής Γραφής δέν κατανοοϋνται μέ ανθρώπινη σοφία (μέθοδο ίστορι κογραμματική πού όμως
είναι αναγκαία), άλλά μέ «άποκάλυψιν», μέ «έλλαμψιν», μέ καθοδήγηση τοϋ άγ.
Πνεύματος:
«Διά τοι τοϋΐο προσήκει
ήμάς ύπό τής άνωθεν χάριτος όδηγουμένους καί τήν παρά τοϋ άγιου Πνεύματος
έλλαμψιν δεξαμένους, οϋτως έπιέναι τά θεία λόγια. Ούδέ γάρ σοφίας άνθρωπίνης
δεΐται ή θεία Γραφή πρός τήν κατανόησιν των γ ε
γραμμένων, άλλά τής τοϋ Πνεύματος άποκα λ ύ ψ ε ω ς, ΐνα, τόν άληθή νοΰν
των έγκειμένων καταμαθόντες, πολλήν έκεΐθεν δεξώμεθα τήν ώφέλειαν» (Εις τήν Γένεσίν
ΚΑ'α': PG 53, 175).
Στόν ιερό Χρυσόστομο
είναι τελείως αυτονόητα ή ίστορικοφιλολογική έρευνα των Γραφών, ή ΰπαρξη
πλούτου καί βάθους νοημάτων κάτω άπό τό γράμμα της καί ή ενέργεια τού άγ.
Πνεύματος πρός κατανόηση τοΰ βάθους αύτού καί πρός συμπλήρωση έτσι τής γνώσεως
τής άλήθειας άπό τόν άνθρωπο:
«Μή τοίνυν άπλώς
παρατρέχωμεν τά έν ταΐς θείαις Γραφαΐς κείμενα, μη δέ έξ έπιπολής τοϊς
λεγομένοις προσέχομεν, άλλ’ εις τό βάθος έαυτούς καθέντες καί τόν έναποκείμενον
πλούτον καταμαθόντες, δοξάσωμεν τόν Κύριον» (ΕΙς τήν Γένεσιν SB' 3: PG 54, 535.
Βλ. καί PG 53, 100). «Άπό τής έντεΰθεν (= τοΰ Άγ. Πνεύματος) πηγής καί
άποκαλύψεως δω ρεαί καί ιαμάτων χαρίσματα» (Εις τήν Πεντηκοστήν β': PG 50,
464). Καί τό άγιο Πνεϋμα «θαυματουργεί καί τήν τελείαν εΙσάγει γνώσιν» (PG 59,
424).
«Έπειδάν ΐδη (= ό Θεός)
μεριμνώντας ήμάς... πρός τήν των θείων λογίων κατανόησιν, ούκ άφίησιν έτέρου
τινός δεηθήναι, άλλ’ εύθέως φωτίζει τόν ήμέτερον λογισμόν καί τήν παρ’ αύτοϋ
έλλαμψιν χαρίζεται καί κατά τήν εύμήχανον αύτοϋ σοφίαν πάσαν τήν άγαθήν
διδασκαλίαν έντίθησι τή ή μετέρςι ψυχή» (PG 53, 222).
Καί ό Θεοδώρητος Κύρου
άκολουθεΐ τά ϊχνη τοϋ Χρυσοστόμου. Θεωρεί δηλαδή απαραίτητη κάθε είδους
φιλολογική προπαρασκευή πρός γλωσσική κατανόηση κι έκφραση τοϋ κατανοηθέντος,
άλλά οί αποφασιστικές προϋποθέσεις εισόδου στό πνεϋμα τής Γραφής είναι: πρώτον,
ή άσκηση κάθαρση τής ψυχής, ώστε ή διάνοιά της νά μπορεί νά «καθορα» τήν θεία
άλήθεια δεύτερον, ή θεία έπέμβαση, μέ τήν οποία μόνο φθάνει κανείς στήν
«διάνοια» τών «θείων λογίων», έπέμβαση πού είναι αποτέλεσμα θείας βουλής καί
προσευχής μόνο έτσι ξεσκεπάζει, ελευθερώνει («άποκαλύπτει»), ό Θεός τούς
όφθαλμούς τοϋ ανθρώπου, γιά νά «κατανοούν» τόν θειο «νόμο»; «Ή τών θείων λογίων
έξήγησις δεΐται μέν ψυχής κεκαθαρμένης καί ρύπου παντός άπηλλαγμένης, δεΐται δέ
καί διανοίας έπτερωμένης καί κα θοράν τά θεΐα δυναμένης, κατατολμώσης τών
άδύτων τοϋ Πνεύματος· χρήζει δέ καί γλώττης ύπουργούσης τή διανοίςι καί τήν
έκείνης θεωρίαν
άξΐως έρμηνευούσης... ( =
προκειμένου νά μεταφράσουμε τό ΤΑσμα τών άσμάτων) εις τό βάθος τοϋ γράμματος
καταβήναι τετολμήκαμεν... Έλά βομεν δέ ούκ έλαιον έν τώ στόματι, ϊν’ είς
έρευναν τοϋ ζητουμένου συνεργώ χρήσωμαι χειροποιήτφ φωτί, άλλ’ εύχήν καί
Ικετείαν ής ότι μάλιστα χρήζουσιν οί τής τών θείων λογίων διανοίας έφικέσθαι
ποθοϋντες. Έδίδα ξεγάρ ήμάς ό μακάριος Δαβίδ λέγειν 'άποκάλυψον τούς όφθαλμούς
μου καί κατανοήσω τά θαυμάσια έκ τοϋ νόμου σου’. Ταΰτα δεδιδαγμένοι τήν θείαν
Ικετεύσωμεν χάριν, ύποδεΐξαι ήμΐν τήν τοΰδε τοϋ βιβλίου διάνοιαν» (Είς τό Άσμα
άσμάτων, Πρόλογος:
Παρόμοιες απόψεις
διατυπώνει ό Θεοδώρητος καί στόν Πρόλογο τοϋ Υπομνήματος του εις τούς Ψαλμούς Έδώ μάλιστα πληροφορεί ότι μελέτησε ανάλογα
ύπομνήματα, πού άλλα έφάρμοζαν τήν άλληγορική έρμηνεία καί άλλα τήν
ίστορικογραμματική. Αύτός όμως εργάστηκε άποφεύγοντας τις ακρότητες καί τών δύο
(«καί τούτων κάκείνων τήν άμετρίαν φυγεΐν»). Τό ίδιο έχει κάνει καί ό
Χρυσόστομος, γεγονός πού δείχνει ότι οί δύο αύτοί μεγάλοι έρμηνευτές
ακολούθησαν διαφορετική μέθοδο από τούς άντιοχειανούς Διόδωρο καί Θεόδωρο
Μοψουεστίας. Ή άλληγορική έρμηνεία δέν αποτελεί πλέον τό αντίπαλο δέος γιά τούς
παραδοσιακούς άντιοχειανούς, οί όποιοι έχουν συνείδηση καί τών ακροτήτων καί
τής χρησιμότητάς της, μολονότι βέβαια οί άντιοχειανοί συχνά συγχέουν τήν
αλληγορία μέ τήν τυπολογία. Πολύ χαρακτηριστικά ό Χρυσόστομος βεβαιώνει ότι ή
προφητεία γίνεται βέβαια μέσω γεγονότων άλλά κυρίως εκδηλώνεται μέ λόγους:
«Ή προφητεία ή διά του
τύπου ή διά πραγμάτων έστΐ προφητεία ή δέ άλλη προφητεία ή διά τών ρημάτων έστί
προφητεία. Τούς μέν γάρ συνετω τέρους διά τών λόγων έπειθε, τούς δέ
άναισθητοτέρους καί διά τής τών πραγμάτων δψεως έπληροφόρει» (Περί νηστείας: PG
49, 323).
Αυτά, πού είναι συνέπεια
τής άναζητήσεως τοϋ κεκρυμμένου βάθους τών λέξεων τής Γραφής, συντελούσαν στήν
άμβλυνση τής μεγάλης άντιθέσεως μεταξύ ίστορικογραμματικής καί άλληγορικής
έρμηνείας καί στήν αναγνώριση ακροτήτων καί στήν ίστορικογραμματική μέθοδο.
Ηθικολογία καί θεολογία
Οί Χρυσόστομος καί
Θεοδώρητος ξεπέρασαν άποφασιστικά τόν ήθικι σμό τών Διοδώρου καί Θεοδώρου
Μοψουεστίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ό θεμελιωτής τής άντιοχειανής σχολής
κύριο στόχο τής έρμηνείας του έθετε τήνήθική συμμόρφωση τών πιστών. Γιά τόν
στόχο αυτό δσο επηρεαζόταν άπό τούς έθνικούς δέν χρειαζόταν βαθιά θεολογική
ανάλυση τών βιβλικών κειμένων καί συνεπής, άπέφευγε τίς θεολογικές αναλύσεις.
Τό ήθικιστικό του λοιπόν ένδιαφέρον προσδιορίζει τόν χαρακτήρα τής έρμηνείας
του καί τά μέσα, μέ τά όποια φθάνει στήν κατανόηση τής Γ ραφής. Γιά μιά
ηθικολογία, κοινή λίγο πολύ καί στούς ήθικολογούντες στωικούς καί πλατωνικούς,
είναι αρκετή ή ίστορικογραμματική κατανόηση τού βιβλικού κειμένου.
Βέβαια, γιά τήν οικοδομή
τών πιστών ένδιαφερόταν καί ό Χρυσόστομος. ’Ασκούσε όμως μέ τήν έρμηνεία καί
θεολογία, διότι μέ αύτήν μόνο μπο ροΰσε νά κατανοήσει τόν καινό άνθρωπο. Με
αύτήν μπορούσε νά δώσει έρεισμα στην ηθική καί νά τής προσφέρει ρεαλισμό. Σέ
καμμία περίπτωση δεν τοΰ άρκοΟσε ή ήθικολογία των έλλήνων φιλοσόφων. Γιά νά
διαφωτίσει καί νά φανερώσει πειστικά τό ήθος καί τό πρόσωπο τοϋ ανθρώπου, ό όποίος
πλέον μετέχει στήν θεωμένη ανθρώπινη φύση τοΰ Χρίστου, οφείλε νά θεολογήσει
εύρύτατα, νά εξηγήσει τήν τριαδικότητα τοϋ Θεοϋ, τό έργο τής θείας οικονομίας
καί προπαντός έπρεπε νά μιλήσει γιά τό πρόσωπο τοΰ Χριστού, δηλαδή οφείλε
απαραίτητα νά θεολογήσει, όπως καί θεολόγησε.
Τέτοια όμως θεολογία
χρειαζόταν όχι απλή γνώση των ΐστορικοφιλολο γικών δεδομένων, άλλά καί είσοδο
βαθύτερη στήν άλήθεια πού δηλώνει τό γράμμα τής Γραφής, είσοδο στό κεκρυμμένο
βάθος, όπως έλεγε ό ίδιος ό Χρυσόστομος. Ή βαθύτερη αυτή είσοδος, όπως ορθά
έμαθε από τούς καπ παδόκες καί τόν ’Αθανάσιο, μπορούσε νά γίνει μόνο μέ τήν
καθοδήγηση καί τόν φωτισμό του άγ. Πνεύματος. ’Έτσι, τό έργο του είχε
προϋποθέσεις διαφορετικές, δηλαδή παραδοσιακές, καίγΓ αύτό έφάρμοσεέρμηνεία
διαφορετική από τόν Διόδωρο Ταρσού. ’Αποτέλεσμα ήταν: τοΰ Χρυσοστόμου τό έργο
ν’ άποβεΐ στήν Εκκλησία ύπεριστορικό, τού Διοδώρου νά μείνει έφήμερο.
.Συνεχιστές των
καππαδοκών
Ή ερμηνευτική τακτική των
παραδοσιακών άντιοχέων Χρυσοστόμου καί Θεοδωρήτου πρακτικά καί θεωρητικά
βρίσκεται σέ σχέση ταυτότητας και συνέχειας πρός τήν τακτική των καππαδοκών καί
δή τού Μ. Βασιλείου, τού πρώτου δηλαδή μεγάλου καππαδόκη, πού έγραψε πριν από
τούς άντιοχεια νούς. "Ετσι π.χ. καίό Βασίλειος μιλάει γιά τήν ανάγκη
καθάρσεως τοΰ ερμηνευτή, γιά «άποκεκρυμμένο βάθος» καί «διάνοια» των Γραφών,
γιά τό ότι «κατατολμα τών αδύτων» καί γιά τό ότι μέ τήν βοήθεια τού άγ.
Πνεύματος κατανοεί κανείς τό βιβλικό κείμενο. Τού κειμένου όμως αυτού πρέπει νά
γνωρίζει τά ιστορικά πλαίσια, τόν συγκεκριμένο σκοπό τού συγγραφέα καί τήν
σημασία καί τών πιό απλών λέξεων:
«Καθαρεύουσαν τών παθών
τής σαρκός... φιλόπονον, έξεταστικήν, πάν τοθεν περισκοπούσαν εί ποθεν λάβοι
άξίαν έννοιαν τοϋ Θεοϋ. Άλλά πρίν έξετάσαι τήν έν τόΐς ρήμασιν άκρίβειαν καί
διερευνήσασθαι ήλίκα τών μικρών φωνών τούτων έστί τά σημαΐνόμενα, ένθυμηθώμεν
τίς ό διαλεγόμε νος ήμΐν» ( = 6 συγγραφέας) (Βασιλείου, Είς τήν Έξαήμερον A' 1:
ΒΕΠ 51, 185).
«Μικρός έωθεν
ένδίατρίψαντες ρήμασι, τοσοϋτον άποκεκρυμμένον τό βάθος τής διανοίας εύρομεν,
ώστε τών έφεξής παντελώς άπογνώναι... Καί τις Ικανός κατατολμήσαιτών άδύτων; ”Η
τίς έπόψεται τά Απόρρητα; Απρόσιτος μέν γάρ αυτών καί ή θέα, δυσερμήνευτος δέ
παντελώς τών νοη θέντων ό λόγος... Εί γάρ καί τής άξίας άπολειπόμεθα, άλλ’ έάν
τοΰ βουλήματος τής Γραφής μή έκπέσωμεν τή βοηθείφ τοϋ Πνεύματος, καί αύτοί ούκ
Απόβλητοι παντελώς κριθησόμεθα καί τή συνεργίςι τής χάρίτος οίκοδομήν τινα τή
Έκκλησίςι τοϋ Θεοϋ παρεξόμεθα» (μν. έργ. Β' 1: ΒΕΠ 51, 195).
“Ας προστεθεί άκόμα ότι ό
Βασίλειος, ένώ ένδιαφέρεται γιά τήν πρακτική «ωφέλεια» των πιστών μέσω τής
έρμηνείας, απορρίπτει τήν χρήση στήν θεολογία άλληγορικής έρμηνείας (βλ. Εις
τήν Έξαήμερον), τήν όποια όμως γιά οίκοδομητικούς αποκλειστικά λόγους
χρησιμοποιεί, όταν ύπομνηματίζει τούς Ψαλμούς.
Καί ό έτερος μεγάλος
καππαδόκης, ό Γρηγόριος Θεολόγος, πού έπίσης έγραψε πρίν άπό τόν Χρυσόστομο,
είχε γιά τήν έρμηνεΐα καί τήν θεολογία τίς ίδιες άπόψεις μέ τόν Βασίλειο άλλά
βελτιωμένες:
(τήν όρθή πίστη γιά τό
άγιο Πνεϋμα έχουν) «δσοι μή ραθύμως μηδέ πα ρέργως ταΐς θείαις Γραφαΐς
έντυχόντες, άλλά διασχόντες τό γράμμα καί εϊσω παρακύψαντες, τό άπόθετον κάλλος
ίδεϊν ήξιώθησαν καί τω φωτι σμφ τής γνώσεως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΑ' 21: PG
36, 156. ΒΕΠ 59, 276).
Μέ τά παραπάνω ένδεικτικά
έγινε φανερό ότι ή έρμηνευτική τακτική των Χρυσοστόμου καί Θεοδωρήτου αποτελεί
συνέχεια καί έπέκταση τής τακτικής των καππαδοκών, οί όποιοι πάλι συνεχίζουν
καί βελτιώνουν τόν Μ. ’Αθανάσιο. Μπορούμε, λοιπόν, νά υποστηρίξουμε ότι οί δύο
παραδοσιακοί άντιοχεΐς δέν ανήκουν στήν έρμηνευτική σχολή τής Αντιόχειας ώς
δήθεν άκόλουθοι ό ένας τού Διοδώρου Ταρσού καί ό άλλος τού Θεοδώρου
Μοψουεστίας. Είναι οί άντιοχειανοί εκείνοι έρμηνευτές πού, μολονότι έχουν
χαρακτηριστικά τής άντιοχειανής σχολής, ακολουθούν τήν έρμηνευτική τακτική των
φορέων τής Παραδόσεως καί γι’ αύτό άπέβησαν μεγάλοι δημιουργοί, ειδικά ώς
έρμηνευτές καί γενικά ώς θεολόγοι.
118. ΤΥΚΟΝΙΟΣ (+ λίγο μετά τό 392). ΠΑΡΜΕΝΙΑΝΟΣ
Α. ’Ιδιόμορφη, ανεξάρτητη
κι ευγενική φυσιογνωμία ό Τυκόνιος (Tychonius, Tichonius καί ορθότερα Tyconius)
άναπτύχτηκε σέ περιβάλλον δονατιστών στην Β. ’Αφρική (Νουμιδία). ’Απέκτησε
πλούσια παιδεία, θύραθεν καί βιβλική, καί άπό τό 370 άμφισβήτησε άπό ψεις των
δονατιστών, μέ άποτέλεσμα ό τότε έπικεφαλής τους Παρ μενιανός νά γράψει
άναιρετική έπιστολή των θέσεων τοΰ Τυκονίου. Ό τελευταίος μέ τήν σειρά του,
μεταξύ 370 καί 375, άπάντησε μέ τά χαμένα έργίδια De bello intestino καί
Expositiones diversarum causarum. Προσπάθησε κυρίως νά εξηγήσει τήν
παγκοσμιότητα τής Εκκλησίας, τήν οποία οί δονατιστές περιόριζαν σέ ομάδα
τέλειων καί αυστηρών χριστιανών. "Ενεκα τούτου, άργότερα, περί τό 380,
καταδικάστηκε άπό σύνοδο τών δονατιστών καί άποστασιοποιήθηκε άπό αυτούς, χωρίς
όμως καί νά εισέλθει στήν καθολική Εκκλησία, ένεκα τών δονατιστικών καταλοίπων
του.
Ό Τυκόνιος μετά τήν
καταδίκη του έπιδόθηκε στήν συγγραφή ερμηνευτικών έργων, άπό τά όποια σώζονται
δύο. Τό πρώτο, ύπόμνη μα στήν ’Αποκάλυψη, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα καί κατά
λέξη άπό τούς μεταγενέστερους λατίνους, μέσω τών όποιων συγκροτείται μεγάλο
μέρος του. Ό Τυκόνιος έδώ προτιμάει τήν άλληγορική ερμηνεία, ξεπερνάει τήν
προγενέστερη σχετική παράδοση καί άπορρΐπτει τήν ιδέα τής σύντομης συντέλειας
τοΰ κόσμου. Στόν κόσμο καί στήν ίδια τήν Εκκλησία διακρίνει δύο «πόλεις», τήν
πόλη τοΰ Θεοΰ καί τήν πόλη τοΰ διαβόλου, σχήμα πού λίγο άργότερα ύψωσε σέ
σύστημα ό Αυγουστίνος, ό όποίος έκτιμοΰσε πολύ τό έργο τοΰ Τυκονίου.
Τό δεύτερο έργο του, πολύ
σπουδαιότερο αυτό, γραμμένο περί τό 392, έχει τόν τίτλο Liber regularum
(Βιβλίον κανόνων). Ό Τυκόνιος επιχειρεί πρώτος, στόν δυτικό χριστιανισμό, νά
συντάξει κανόνες ή έγχειρίδιο βιβλικής ερμηνευτικής. Δυστυχώς όμως άγνοοΰσε τήν
τεράστια σχετική διεργασία ατούς κόλπους τής άνατολικής Εκκλησίας καί οί
«κανόνες» του έμειναν στοιχειώδεις καί άπλοϊκοί, άλλά έστω καί τέτοιοι
χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα καί μάλιστα άπό τόν Αυγουστίνο (De doctrina
Christiana 1 3).
Οί κανόνες αύτοί είναι οί
έξής επτά: De Domino et corpore ejus. Δηλαδή ό,τι στήν Γραφή λέγεται γιά τόν
Χριστό, εφαρμόζεται καί γιά τήν Εκκλησία καί άντΐστοιχα. De Domini corpore
bipartito. Δηλαδή ή ιστορική Εκκλησία περιλαμβάνει καλούς καί κακούς καί γΓ
αυτό ή Γραφή άναφέρεται πότε στήν μία καί πότε στήν άλλη πλευρά. Depromissis et
lege. Δηλαδή ό Νόμος (ΠΔ) δεν άντιφάσκει στήν ΚΔ. De specie et genere. Δηλαδή
ό,τι λέγεται γιά τό είδος ή τό μέρος, μπορεί νά αφορά καί τό γένος ή τό όλον
καί άντΐστοιχα. "Ετσι π.χ. ή προφητεία γιά την Νινευΐ ισχύει καί γιά την
Εκκλησία. De tempo ribus. Οί αριθμοί γενικά στήν Γραφή έχουν μυστικό καί
κρυμμένο τό νόημά τους, πού όμως μπορεί νά άποκαλυφθεΐ, κάτι πού βοηθά στήν
έξήγηση φαινομενικών αντιθέσεων στήν Γραφή. De recapitula tione. "Ενα
χωρίο δηλαδή μπορεί νά έχει σημασία μόνο Ιστορική ή μόνο τυπολογική ή καί τίς
δύο. De diabolo et ejus corpora Οι προφητείες πού άναφέρονται στόν διάβολο
άναφέρονται συχνά καί ατούς κακούς χριστιανούς, έπειδή αυτοί αποτελούν τό σώμα
τού διαβόλου. Έάν κανείς γνωρίζει άκριβώς κι έφαρμόζει τούς κανόνες αυτούς,
έχει τό κλειδί, πού άνοίγουν καί αποκαλύπτονται τά μυστικά τής Γραφής (§ I).
ΕΡΓΑ
Commentarius in
Apokalypsim ('Υπόμνημα εις την Άποκάλυψιν). Σώθηκε Αποσπασματικά στό μεγαλύτερο
μέρος του.
Άπολεσθέντα. ’Ήδη
άναφέραμε τά έργίδια De bello intestino καί Expositions diversarum causarum,
τών όποιων γνωρίζουμε μόνο τήν θεματική από μεταγενέστερους συγγραφείς.
Ό Ε. Pose Romero θεωρεί
τόν Τυκόνιο ή κάποιον δονατιστή τών χρόνων πιθανόν συντάκτη τής όμιλίας In
natali sanctorum innocentium, πού Αποδόθηκε στόν Όπτάτο Μιλέβης.
Β. Ό Παρμενιανός
(Parmenianus episcopus Carthaginensis) ( + 391) υπήρξε δονατιστής Αφρικανός
θεολόγος, λίγο πρεσβύτερος τού Τυ κονίου, κι έγινε έπίσκοπος Καρθαγένης.
Συνέθεσε Ψαλμούς γιά λειτουργική χρήση καί δύο Αντιρρητικά έργίδια, τό ένα κατά
τών καθολικών χριστιανών γενικά (περί τό 362) καί τό άλλο, έπιστολικό αυτό,
περί τό 378, κατά τού Τυκονίου. "Ολα χάθηκαν (Ρ. Monceaux, Parmenianus,
primat donatiste de Carthage: Journal des savants 1909, σσ. 19 έξ., 157 έξ.),
Αλλά τό περιεχόμενο τών δύο τελευταίων συνάγουμε Από τό Contra Parmenianum
Donatistam τού Όπτάτου Μιλέ βης καί τό Contra epistulam Parmeniani τού
Αύγουστίνου. Ό
Παρμενιανός προσπαθεί νά
δικαιώσει τήν έκκλησιαστική κατάσταση, πού δημιούργησε τό σχίσμα των
δονατιστών, γιά τό όποιο ύπεύ θυνοι ήσαν οί όρθόδοξοι. Ξεπερνά τό έπιχείρημα
τών τελευταίων ότι οί δονατιστές περιορίζουν τήν Εκκλησία μόνο στήν ’Αφρική, μέ
τήν ύπόδειξη ότι Εκκλησία ύπάρχει καί στήν Ρώμη, έπειδή έκεΐ (Urbs)
συγκροτήθηκε ήδη μικρή κοινότητα δονατιστών. ’Απορρίπτει τά μυστήρια τής
καθολικής Εκκλησίας, τήν όποια κατηγορεί γιά χρήση πολιτικών μέσων κατά τών
δονατιστών, έξαίρει τήν καρτερικότητα τών δονατιστών στούς έναντίον τους
διωγμούς καί άναπτύσσει τίς άπόψεις του γιά τό βάπτισμα.
119. ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ (393)
Τό άντιοχειανό σχίσμα δεν
είχε λήξει, μολονότι γιά την ’Ανατολή (Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως 381 καί 382),
πλήν τοϋ ’Αλεξάνδρειάς καί ολίγων επισκόπων, κανονικός έπίσκοπος ’Αντιόχειας
ήταν ό διάδοχος τοϋ Μελετίου Φλαβιανός. Οί δυτικοί μέ τόν Ρώμης καί τόν
’Αμβρόσιο Μιλάνου συνέχιζαν νά υποστηρίζουν στήν Αντιόχεια τόν Παυλΐνο, ό όποίος
τό 388, λίγο πριν πεθάνει, έπέλεξε καί χειροτόνησε μόνος του ώς διάδοχό του τόν
Εύάγριο. Οί δυτικοί άναγνώρισαν τήν αντικανονική χειροτονία τοϋ τελευταίου,
άλλά έπέμεναν στό ότι ή διαμάχη έπρεπε νά κριθεΐ σε σύνοδο στήν Δύση. Γι’ αύτό
έγινε σύνοδος (391/2) στήν Capua (’Ιταλία), όπου όμως ό Φλαβιανός άρνήθηκε νά
προσέλθει, όπως άρνήθηκε νά άνταποκρι θεΐ σέ προσκλήσεις τής Ρώμης, επειδή
θεωρούσε τό θέμα του λυμένο κι επειδή εκλογή έπισκόπων καί τά σχετικά
προβλήματα, κατά τούς κανόνες, αναλαμβάνονταν μόνο από τίς τοπικές συνόδους.
Τά διαβήματα τού
’Αμβροσίου Μιλάνου καί τού Σιρικίου Ρώμης πρός τόν αύτοκράτορα Θεοδόσιο εις
βάρος τού Φλαβιανού έγιναν άφορμή νέας εύ θαρσοΰς άπαντήσεως τού τελευταίου
(Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 23, 6) καί συγκλήσεως συνόδου στήν Καισάρεια
τής Παλαιστίνης τό 393. Οί επίσκοποι εκεί έπισήμαναν τήν άντικανονικότητα τού
Εύαγρίου, έπήνε σαν όσους δυτικούς Αναγνώριζαν τήν άντικανονικότητα καί δήλωσαν
ότι γι’ αυτούς κανονικός έπίσκοπος ’Αντιόχειας είναι μόνο ό Φλαβιανός.
Τής άποφάσεως τής συνόδου
σώθηκε στήν συριακή άπόσπασμα σ’ Επιστολή τού Σεβήρου ’Αντιόχειας.
120. ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (394)
Πρός τό τέλος Σεπτεμβρίου
τού 394, ό ισχυρός έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως Ρουφΐνος κάλεσε 37 επισκόπους νά
παραστούν στά εγκαίνια τού ναού των Αγίων ’Αποστόλων, πού ό ίδιος οικοδόμησε
στήν Χαλκηδόνα, έναντι τής Κωνσταντινουπόλεως. Παρέστησαν πλήν άλλων οί
επίσκοποι Αλεξάνδρειάς Θεόφιλος, ’Αντιόχειας Φλαβιανός καί Νύσσης Γρηγόριος. Μέ
τήν ευκαιρία αύτή οί συγκεντρωθέντες επίσκοποι καί μέ πρόεδρο τόν Νεκτάριο
Κωνσταντινουπόλεως συγκρότησαν στό βαπτιστήριο τής άγ. Σοφίας (;) σύνοδο, στήν
όποια συζήτησαν καί αποφάσισαν περί «παραπεσου
σών αμφισβητήσεων», ή
σπουδαιότερη των οποίων ήταν ή διεκδίκηση τής επισκοπής Βόστρων από τόν ’Αγάπιο
καί τόν Βαδάγιο (ή Βαγάδιο). Ό δεύτερος είχε καθαιρεθεΐ από δύο μόνο
έπισκόπους. Οί δύο διεκδικητές είχαν προσφύγει στόν Ρώμης, ό όποίος άπέστειλε
την ύπόθεση στόν ’Αλεξάνδρειάς καί αυτός στην σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως.
Σώθηκαν Πρακτικά
(«πραχθέντα ύπομνήματα») μόνο τής συνεδρίας τής 29ης (ή 30ης) Σεπτεμβρίου τοΰ
394. Άποφασίστηκε νά μην εκθρονίζεται επίσκοπος, έάν είναι απών στην δίκη, ή
οποία πρέπει νά γίνεται όχι μόνο από τρεις, αλλά, έάν είναι δυνατό, άπ’ όλους
τούς έπισκόπους τής έπαρ χίας, αρχή πού έπαιξε σημαντικό ρόλο στούς
μεταγενέστερους συναφείς κανόνες.
121. ΕΥΝΟΜΙΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ (+ 392/5) ό
«άποκαλυπτικός» νεοαρειανός
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Εύνόμιος αναστάτωσε τήν
Εκκλησία γιά ένα σχεδόν αιώνα καί απασχόλησε δικαιολογημένα τούς μεγαλύτερους
θεολόγους της από τό 360 καί μετά. Μέ τό έργο του ανανέωσε τόν αρειανισμό, τήν
στιγμή πού αυτός είχε ύποχωρήσει, καί τόν διηύρυνε σημαντικά μέ αποκαλυπτικά
καί νεοπλατωνικά στοιχεία, τά όποια υποστήριξε μέ, διαλεκτική μέθοδο,
εντυπωσιακά εύλογοφανή. Χαρακτηρίστηκε ώς «τεχνολόγος», άλλά είχε βαθύτερο
προβληματισμό καί ήταν περισσότερο νεοπλατωνικός άπ’ όσο άριστοτελικός. Είχε
έντονη θρησκευτικότητα καί κατηγορούσε τόν Μ. Βασίλειο ώς οπαδό των άθεων
φιλοσόφων. Στράφηκε όμως στήν άποκαλυπτική γραμματεία, στήν όποια οί
άναζητήσεις του έχαναν βάθος καί προβληματισμό.
Ξεκίνησε άπό τόν
άρειανισμό, διδάσκοντας ότι ό Υίός είναι κτί σμα, άφοΰ δύο άναρχες άρχές είναι
άδύνατες. Νόμισε όμως ότι ό "Αρειος δεν έχει απάντηση στό πρόβλημα τής
«φύσεως» του ΘεοΟ καί των πραγμάτων, στό πώς τής προελεύσεως του Υίοΰ καί του
Πνεύματος καί μάλιστα στό πώς τής γνώσεως τού ΘεοΟ. Στά ερωτήματα αυτά
επιχείρησε ν’ απαντήσει με τήν βοήθεια τοϋ σοφιστή Άετΐου, του κλίματος τών
μαθητών τοϋ νεοπλατωνικού ’Ιάμβλιχου καί τών αποκαλυπτικών χαλδαϊκών χρησμών,
σύμφωνα μέ τούς όποιους ό Θεός άποκάλυψε στόν άνθρωπο τήν γλώσσα καί δή τά
καίρια όνόματα πού χρησιμοποιούμε γι’ αύτόν. Τήν ιδέα βρίσκουμε αργότερα στόν
νεοπλατωνικό Πρόκλο (+ 485) καί δή στό υπόμνημά του στόν Κράτυλο. 'Υποθέτουμε
ότι οί Εύνόμιος καί Πρόκλος άν τλοΟν άπό κοινή πηγή, άν ό δεύτερος δέν αντλεί
από τόν πρώτο.
Ποιές είναι εκτός άπό τόν Άέτιο οί απόλυτα συγκεκριμένες πηγές τοϋ Εύ. δέν
γνωρίζουμε. Ό ίδιος μιλάει πολύ αόριστα γιά πατέρες, αγίους καί παράδοση. Ό
Γρηγόριος Νύσσης τόν κατηγορεί ότι είχε «απόρρητη» διδασκαλία καί «μυσταγωγία»
(PG 45, 265), κάτι πού προϋποθέτει άποκαλυπτικούς θεουργικούς (νεοπλατωνικούς)
κύκλους. Σ’ αύτούς άσφαλώς οφείλει τόν ελιτισμό του, δηλαδή τήν τάση νά
διακρίνει τούς πιστούς σέ άπλούς, πού άρκοϋνται στά βασικά στοιχεία τής
πίστεως, καί σέ εκλεκτούς, πού άναζητοϋν λεπτομερείς αναλύσεις καί ακριβή γνώση
δογμάτων. Τήν άναζήτηση ακριβώς αυτήν, μέ τήν οποία «συμπληροϋται» «ό τών
δογμάτων λόγος» (PG 45, 296/7), έπιχειρεϊ ό ίδιος, προσφέροντας έτσι νέο
σύστημα γνώσεως, νέο ακόμα καί σέ σχέση πρός τόν κλασικό αρειανισμό, καθώς
διαπιστώνουμε στά τρία διασωθέντα έργα του 5Απολογία ( = Α), Απολογία ύπέρ
Απολογίας ( = ΑΑ) καί "Εκθεσις πίστεως (= Ε)
.
.
Τό σύστημα
Πρωταρχικό μέλημα τοϋ Εύ.
είναι ή γνώση τής φύσεως τοϋ ενός Θεοϋ, τών θείων ύποστάσεων τοϋ Υίοϋ καί τοϋ
Πνεύματος καί τών δημιουργημάτων, όπως καί ή γνώση τής μεταξύ αύτών σχέσεως.
Τήν γνώση αύτή, πού ταυτίζει μέ τά όνόματα ή τίς προσηγορίες κάθε Αντικειμένου,
δέν αναμένει άπό τόν Ανίκανο γιά τέτοια γνώση άνθρωπο, άπό τούς «άθέους»
φιλοσόφους. Τήν λαμβάνει άπό τόν ίδιο τόν Θεό. Ό άνθρωπος δηλαδή έχει μέ
Αποκάλυψη τά όνόματα, πού Αφορούν στόν Θεό καί γι’ αύτό τά όνόματα αυτά
προηγούνται άπό τόν γνωρίζοντα άνθρωπο:
«παρά τοϋ δημιουργήσαντος
τήν φύσιν δεδωρεΐσθαι τοΐς άνθρώ ποις τών όνομαζομένων καί τών όνομάτων τήν
χρήσιν καί τήν γε τών δεδομένων τήν κλήσιν άνωτέραν είναι τής τών χρωμένων» (ΑΑ
= Γρηγ. Νύσσης, Κατά Εύνομίου, II 262: PG 45, 1000Α). «παρά τοϋ Θεοϋ τοΐς
πράγμασι τά όνόματα τεθεΐσθαι» (ΑΑ = Κ Εύ. II 423. Βλ. καί 398, 413/4 καί 417).
Ή αποκάλυψη των προσφυών,
δηλαδή των κατάλληλων, όνομά των εξασφαλίζει άπόλυτη γνώση, διότι προέρχεται
άπό τόν Θεό καί άφορά τήν ούσία των άντικειμένων. Τό κάθε όνομα άποδίδει την
ουσία του δηλουμένου,
«ούχ έτερον μέν τι τήν
ούσίαν νοοΟντες, έτερον δε τι παρ’ αύτήν τό σημαινόμενον, άλλ’ αύτήν είναι τήν
ύπόστασιν, ήν σημαίνει τοϋ νομα» (A 12).
«παρηλλαγμένων των
ονομάτων, παρηλλαγμένας όμολογεΐν καί τάς ούσίας» (Λ 18),
γι’ αύτό καί όποίος
γνωρίζει τό όνομα του Θεού ή τού Υιού γνωρίζει τήν ούσία τους. Τό κατ’ εξοχήν
όνομα τού Θεού είναι άγέννητος καί τού Υιού γεννητός. Τά ονόματα τους
διαφέρουν, γιατί διαφέρουν οι ουσίες
φύσεις τους. Έάν άρνηθοΰμε τήν ούσιαστικότητα των ονομάτων, θά πρέπει νά
δεχτούμε δύο «άγέννητα» (Λ 21), πράγμα άλογο, άφοΰ άγεννησία = φύση τού Θεού
καί φύση τού Θεοΰ= άγεννησΐα (ΑΑ =Κ Εύ. II 23). Είναι προφανές ότι, όπως
δίδασκε ό δάσκαλός του Άέτιος, τά προσφυή ονόματα, όπως άγεννησία καί γεννητός,
είναι άπόλυτοι ορισμοί τού Θεού καί τού Υίοΰ καί όχι άπλά χαρακτηριστικά τους ή
ίδιώματά τους. Ό Θεός Πατέρας άποτελεΐ τό μοναδικό άγέννητο. Αύτό, μέ τήν
θέλησή του, εν χρόνω, γεννά τόν μονογενή Υιό, ό όποίος δέν έχει τήν φύση καί
άρα τήν δόξα τού Θεού απλώς ό Πατέρας τού παρέχει δόξα, χωρίς ν’ άφαιρεΐ αύτήν
άπό τήν δική του τού δίνει θεότητα καί σοφία, χωρίς νά πρόκειται γιά τήν δική
του θεότητα καί σοφία. Στό σημείο αύτό ό Εύ. διαφέρει άπό τόν ’Άρειο, πού
δίδασκε ότι ό Υιός θεώθηκε, υψώθηκε άπό τόν Θεό ένεκα των άρετών του. Διαφέρει
όμως καί πρός τούς γνωστικούς καί νεοπλατωνικούς, διότι ή γέννηση τού Υίοΰ δέν
γίνεται μέ άπορροή τής ούσίας τού ενός Θεού. Ή γέννηση τού Υιού άπό τόν Πατέρα,
όπως καί ή δημιουργία τού Πνεύματος άπό τόν Υίό, γίνεται μέ ενέργεια.
Ή ενέργεια γίνεται
πολυσήμαντος όρος, μέ τόν όποιο εξηγεί πώς προήλθαν άπό τόν άγέννητο Θεό οί
ύποστάσειςούσίες καί τά πολλά όντα. Διακρίνει (άντΐθετα πρός τόν ’Αριστοτέλη)
τήν ενέργεια άπό τήν ούσία, ή όποια μένει άμέτοχη σέ κάθε είδους διαδικασία,
καί ταυτίζει τήν πρώτη μέ τήν θέληση τού Θεού. Τελικά στήν θέληση πρέπει ν’
άναζητηθεΐ ή πηγή τής ένέργειας. Ή πρώτη ενέργεια τού Θεού είναι ό Πατέρας. Τό
πρώτο έργο τού Πατέρα είναι ό γεννητός Υιός. Τό πρώτο έργο τού γεννητοΰ Υίοΰ
είναι τό κτιστό Πνεύμα. ’Έτσι έχουμε τις τρεις τάξεις, τίς τρεις ύποστάσεις,
ταυτόσημες μέ τήν ούσία τους, πού προήλθαν άπό τρεις διαδοχικές καί
Ιεραρχημένες μεταξύ τους ένέργειες ή μία κατώτερη άπό τήν άλλη, ή κατώτερη
υποταγμένη στήν άνώτερη. Γι’ αύτό καί τά πρόσωπα τής Τριάδας είναι στήν φύση
τους άνισα καί άνόμοια μεταξύ τους. Έν συνεχεία κτίστηκαν τά λοιπά όντα, έπίσης
ιεραρχημένα από άνώτερα σε κατώτερα, με ενέργειες μεταξύ τους ιεραρχημένες καί
άνόμοιες, άντΐ στοιχες πρός τά διάφορα όντα (ΛΛ = Κ Εύ. II 152/4). "Ολες
οί ένέρ γειες έχουν ονόματα πού εκφράζουν την φύση των συγκεκριμένων οντων.
"Αρα ή γνώση τής φύσεως τού Θεού καί ή διαδικασία προε λεύσεως των πολλών
κατώτερων φύσεων από τό έν είναι άπόλυτα γνωστή καί άληθινή.
Μεθοδολογικά διακρίνει
δύο «οδούς» έρευνας (Α 20) των θείων πραγμάτων: μία διά τής ουσίας, την όποια
φανερώνουν τά θεόσδο τα ονόματα, δεύτερη διά των ένεργειών ή των έργων (Α 23).
Τά έργα στήν περίπτωση των τριών υποστάσεων καί τών όντων φανερώνουν την ουσία
τους, ένώ στήν περίπτωση τού Θεού φανερώνουν μόνο τήν βούλησή του (Α 23), αφού
τήν ουσία του φανερώνει μόνο τό όνομα άγεννησία — ούτε καν τό όνομα Πατήρ, πού
καί αυτό δηλώνει ενέργεια (Α 24). Πρακτικά, ή διαδικασία τής γνώσεως ακολουθεί
τήν σειρά: όνομα, ενέργεια, ούσία.
Ό Ευ. διατύπωσε τό
σύστημά του πρίν από τούς καππαδόκες, αλλά τό συμπλήρωσε καί τό θεμελίωσε μετά
τίς εναντίον του επιθέσεις έ κείνων καί δή τού Βασιλείου. "Ετσι, στήν
«επίνοια» τών θεολογικών όρων, στήν προσπάθεια δηλαδή τών θεολόγων νά βρούν μέ
τήν βοήθεια τής έμπειρίας τής αλήθειας καί τής έρευνας τούς κατάλληλους όρους
γιά έκφραση τής αλήθειας, ό Εύ. άντιτάσσει τήν άμεση, άν τιερευνητική καί αφελή
άποκάλυψη τού όνόματος όρου, προσδιο
ριστικού τής ουσίας, ώστε νά επιτυγχάνεται ή «ασφαλής» αυτοματική της γνώση.
Ένώ οί καππαδόκες ξεκινούσαν άπό τό θείο είναι, από τίς θείες ύποστάσεις, γιά
νά φτάσουν στήν απλή παραδοχή τής απρόσιτης ουσίας τού Θεού, ό Εύ. στηριζόταν
στήν απόλυτη γνώση τής ουσίας, τών θείων ύποστάσεων, γιά νά εξηγήσει
νεοπλατωνικά καί γνωστικά τίς τρεις ύποστάσεις. Πρόκειται γιά δύο είδη σκέψε ως
τελείως διαφορετικά, μολονότι ό Εύ. δέν έπαυε νά μιλάει μέ τήν γλώσσα τής
Εκκλησίας γιά τό έργο στόν κόσμο τών τριών θείων προσώπων.
Στό σύστημά του ό Εύ.
έδωσε τόνο αύτάρκειας σωτηριολογικής, όπως άλλοτε οί διδάσκαλοι τού γνωστικισμού,
καί δέν τό διέπτυξε στό πλαίσιο τής όλης χριστιανικής διδασκαλίας, μέ τήν όποια
διατήρησε σχέση έπιφανειακή. Γι’ αύτό καί διατήρησε ό ίδιος τήν ΰψι στη
αύθεντΐα μεταξύ τών οπαδών του (τήν ομάδα τών άνομοίων), τούς οποίους, μέ τόν
Άέτιο άρχικά, οργάνωσε σέ έκκλησίες μέ έπισκό πους, όταν πλέον ό ίδιος δέν εΐχε
δική του έπισκοπή. Ή προσωποπαγής αύτή κατάσταση καί οί επίσημες καταδίκες τού
Εύ. καί τής διδασκαλίας του όδήγησαν γρήγορα στήν φυλορροή τών άνομοίων, ίχνη
τών όποιων όμως ύπήρχαν καί στά μέσα τού Ε' αί.
Ό Εύ. γεννήθηκε μεταξύ
330 και 335 στήν Όλτήσιρι τής Καππαδοκίας άπό χωρικό πατέρα, πού όμως δίδαξε
στόν γιό του τά στοιχειώδη γράμματα καί ταχυγραφία. Εργάστηκε ώς δάσκαλος στήν
πατρίδα του κι έπειτα στήν Κωνσταντινούπολη. Έπισκέφτηκε τήν ’Αντιόχεια, όπου
μυήθηκε ό ριστικά στόν άρειανισμό μέ τήν βοήθεια τού Σεκούνδου Πτολεμαΐδας. Τό
ενδιαφέρον του γιά τόν Άέτιο (τόν νέο αύστηρό θεωρητικό τού άρειανισμοΰ) έφερε
(354/6) τόν Εύ. στήν ’Αλεξάνδρεια. Έκεΐ γνώρισε τήν φιλοσοφική κίνηση τής
πόλεως κι έγινε μαθητής καί γραμματέας τού Άετίου, μέ τόν όποιο άργότερα θά
συστήσουν τήν όμάδα των Άνομοίων.
Τό 358 επανήλθε στήν
’Αντιόχεια, όπου επικρατούσαν οί άκραίοι άρεια νοί (άνόμοιοι) καί όπου ό
’Αντιόχειας Εύδόξιος τόν χειροτόνησε διάκονο. Τό ϊδιο έτος, άλλοι άρειανοί, οί
όμοιοι, πέτυχαν τήν έξορία των Άετίου καί Εύ. Τό 360 ό Εύδόξιος, επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως τώρα, τόν χειροτόνησε επίσκοπο Κυζίκου. Έκεΐ τό πλήρωμα τής
Εκκλησίας άντέδρασε στήν διδασκαλία του τόσο έντονα, ώστε ό Εύ. αναγκάστηκε νά
εγκαταλείπει γιά πάντα τήν επισκοπή Κυζίκου. Άπό τό 360 καί δή άπό τήν σύνοδο
Κωνσταντινουπόλεως τού έτους αύτοϋ, έμφανίστηκε μέ τόν Άέτιο συναρ χηγός των
άνομοίων, πού δίδασκαν ότι ούδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ τής ούσίας τού
Πατέρα καί τού Υιού. Οί όμοιοι (μεταξύ των όποιων τώρα καί ό Εύδόξιος) τόν
καταδίωξαν (361), άλλ’ αύτός, κινούμενος μεταξύ πρωτεύουσας καί Χαλκηδόνας,
οργάνωσε εκκλησιαστικά τούς άνομοίους, των όποιων έμεινε μοναδικός αρχηγός τό
366, όταν πέθανε ό Άέτιος. Γνώρισε
ταλαιπωρίες, διωγμούς κι εξορίες, ταξίδευε συνεχώς γιά τήν όργάνωση τής ομάδας
του καί τό 383 κλήθηκε άπό τόν αύτοκράτορα Θεοδόσιο νά δώσει 'Έκθεσιν πίστεώς
του, βάσει τής όποιας καί καταδικάστηκε. Συνέχισε όμως τήν δράση του καί τά
ταξίδιά του, μέχρι πού άποτραβήχτηκε στά κτήματά του, στά Δάκορα τής
Καππαδοκίας. Έκεΐ πέθανε μεταξύ 392 καί 395, χωρίς ή όμάδα του νά βρει νέο
ισχυρό άρχηγό.
ΕΡΓΑ
Ό Εύ. μέ τήν πλούσια
θύραθεν παιδεία του καί τήν έμφυτη διαλεκτική του ικανότητα έγραψε άρκετά έργα,
τά όποια, επειδή καταδικάστηκαν, εξαφανίστηκαν εκτός άπό τήν πρώτη 'Απολογία
καί τήν ’Έκθεσιν πίστεως, τήν ’Απολογίαν ύπέρ 'Απολογίας, πού σώθηκε μερικώς,
καί λίγα ’Αποσπάσματα.
Απολογητικός (Απολογία).
Γράφηκε τό 360 (καί όχι περί τό 366, όπως υποστηρίχτηκε άπό τόν Spanneut).
Εξέθετε γιά πρώτη φορά έκτενώς τίς άντιλήψεις του. Άποτελεΐται άπό 28 κεφάλαια,
τό τελευταίο των όποιων δέν είναι δικό του.
’Απολογία υπέρ
’Απολογίας. Γράφηκε ολόκληρο ή έν μέρει τό 378 ώς ά πάντηση στην άναίρεση πού
δημοσίευσε τό 364 ό Μ. Βασίλειος στόν ’Απολογητικό του Εύ. Σώθηκε άποσπασματικά
στό τριμερές κυρίως έργο τού Γρηγορίου Νύσσης Κατά Εύνομίου καί γΓ αύτό ή
πραγματική του έκταση Αγνοείται. Φαίνεται όμως οτι τό συγκροτούσαν 5 μέρη, στά
όποια Αναλύονταν περαιτέρω οί θέσεις τού ’Απολογητικού. Τά Αποσπάσματα στην έκδοση
Jaeger είναι τυπωμένα Αραιά καί αρα ευδιάκριτα.
’Έκθεσις πίστεως. Είναι
τό κείμενο πού ύπέβαλε τό 383 (καί κατά τόν Cavalcanti τό 381) στόν αύτοκράτορα
Θεοδόσιο. Περιληπτική έκθεση πίστεως καί διδασκαλίας. Σώθηκε ολόκληρο.
’Αποσπάσματα. Δύο
έκδεδομένα καί μερικά ανέκδοτα, των όποιων ή γνησιότητα δεν είναι ασφαλής. PG
28, 1165ΑΒ καί PG 89, 1181C. Ό G. Wagner θεωρεί τόν Εύ. πιθανό συμπιλητή των
Διαταγών των ’Αποστόλων (Zur Herkunft der Apostolischen Konstitutionen:
Melanges R.P. Dom Bernard Botte, Louvain 1972, σσ. 525537).
Άπολεσθέντα. Ό Σωκράτης
(Έκκλησ. ιστορία Δ' 7) αναφέρει Υπόμνημα στήν Πρός Ρωμαίους καί ό Φώτιος
(Μνριόβιβλον 138) μέ τόν Φιλοστόρ γιο (Έκκλησ. ιστορία 10,6 έξ.) 40 Επιστολές
του. ’Από τά κείμενα αυτά δεν σώθηκαν ούτε ΐχνη.
122. PHOEBADIUS AGEN (+
393 ή λίγο μετά)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Phoebadius (ή
Foebadius, Foegadius, Segatius) υπήρξε πριν τό 357 επίσκοπος στό Agen (Aginnum)
τής Γαλλίας. ’Ακολουθούσε θε ολογικά τήν τακτική τοΰ Ίλαρΐου Poitiers κι έγινε
ή κεφαλή των ορθόδοξων έπισκόπων τής Γαλλίας, όταν ό Τλάριος εξορίστηκε στήν
’Ανατολή. Με σύνοδο στήν Γαλλία (358) καταδίκασε τό δεύτερο φι λοαρειανίκό
σύμβολο τοϋ Σιρμίου, όταν είχαν ύποκύψει ακόμη καί ό "Οσιος Κορδούης μέ
τόν Ρώμης Λιβέριο. Μεταξύ 357 καί 358 έγραψε τό Contra Arrianos, έργο σύντομο
καί κατατοπιστικό γιά τούς άγνοοϋντες τόν άρειανισμό δυτικούς. Πηγές του,
εφόσον άγνοοΰσε τήν έλληνική, ήταν τό Adversus Praxeam τού Τερτυλλιανού καί ό Ί
λάρίος. Μέ τήν επεξεργασία τής άντιμοναρχιανικής επιχειρηματολογίας τοΰ
Τερτυλλιανού, κατόρθωσε ό Phoebadius νά προσφέρει πολλές υπηρεσίες. Μέ τήν
επίδραση μάλιστα τού Τερτυλλιανού, πρώτος ό Phoebadius στήν Δύση διακρίνει
σαφώς τό τρίτο πρόσωπο τής 'Αγ. Τριάδας, κάτι πού άπέφευγαν οί δυτικοί από τά
μέσα τοΰ Γ' αιώνα, ένεκα τού μοντανισμοΰ καί ένεκα τοΰ ενδιαφέροντος τους νά
εξασφαλίσουν πρώτιστα τήν ένότητα τής ουσίας. Είναι ακόμη σημαντικό ότι ό
Phoebadius, όπως ό Ποτάμιος, χρησιμοποιεί τόν όρο substantia, γιά νά δηλώσει
τήν θεία φύση, καί τόν όρο persona, γιά νά δηλώσει τήν ατομικότητα τοΰ Πατέρα
καί τού Υιού. Παραταΰ τα, στήν σύνοδο τού Rimini (359), υπέγραψε καί αυτός
φιλοαρειανι κό σύμβολο μέ κάποιες επεξηγήσεις πρόσθετες, ορθόδοξης χροιάς.
Ό 'Ιερώνυμος (De viris illustr. 108), τό 393, τόν
χαρακτηρίζει πολύ ήλικιωμένο καί σημειώνει ότι, έκτος άπό τό παραπάνω, έγραψε
καί άλλα σύντομα έργα, γιά τά όποια δεν γνωρίζουμε τίποτα, όπως δεν έχουμε καί
καμμΐα είδηση γιά την λοιπή δράση του.
123. ΣΥΝΟΔΟΣ 1ΠΠΩΝΟΣ
(393)
Μεγάλος άριθμός
επισκόπων, άπ’ όλες σχεδόν τίς βορειοαφρικανικές εκκλησιαστικές έπαρχίες,
συγκρότησαν, στις 8 ’Οκτωβρίου τοϋ 393, στήν Ιππώνα Σύνοδο, των έργασιών τής
όποιας προήδρευσε ό Αύρήλιος Καρθα γένης. Οί επίσκοποι αντιμετώπισαν μέ
παλαιότερες καί νέες αποφάσεις τους την χαλάρωση τής εκκλησιαστικής τάξεως,
έπέτρεψαν την εισδοχή στον κλήρο αύτών πού ώς παιδιά βαπτίστηκαν ή
άναβαπτΐστηκαν μέ απόφαση των δονατιστών γονέων τους (σέ αντίθεση μέ την
τακτική της Ρώμης, πού άπέκλειε άπό τήν ίερωσύνη όλους όσους είχαν βάπτισμα
δονατιστών), επικύρωσαν την άρχαία τους τακτική νά έκδικάζονται οί υποθέσεις
των βο ρειοαφρικανών κληρικών στό πλαίσιο τής τοπικής τους Εκκλησίας καί όρισαν
τήν σύγκληση συνόδου όλων τών έπισκόπων κάθε Αύγουστο. ’Ακόμη επέβαλαν στόν
έπίσκοπο τής πρώτης έδρας νά όνομάζεται «επίσκοπος τής πρώτης έδρας» καί όχι
«άκρος ιερέας» (summus sacerdos), άναφέρθηκαν στις σχέσεις τών έγγαμων
έπισκόπων πρός τά τέκνα τους, όνομάτισαν τά κανονικά βιβλία τής άγ. Γραφής καί
στήν άρχή παρέθεσαν τό Σύμβολο Νίκαιας (χωρίς τά άρθρα, πού προσέθεσε ή Β'
Οίκουμ. Σύνοδος).
Στήν σύνοδο τής Ίππώνας
κρατήθηκαν πρακτικά καί έκδόθηκαν κανόνες, άπό τούς όποιους φαίνεται αύτούσιοι
σώθηκαν μόνο 7. ΟΙ λοιποί (41) παραδόθηκαν περιληπτικά σέ κείμενο τών έπισκόπων
τής έπαρχίας Βυζα κηνής, οί όποιοι ζητούσαν νά έπικυρωθοϋν οί άποφάσεις τής
συνόδου τής
Ίππώνας άπό την σύνοδο
της Καρθαγένης (397). Τό κείμενο τοϋτο όνομά στηκε breviatio ή breviarium
hipponense καί τό περιεχόμενό του βρίσκεται σχεδόν όλόκληρο στην εύρεία
κωδικοποίηση τοΰ 419, πού έπιχείρησε τότε σύνοδος τής Καρθαγένης.
124. ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 393/4)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό άσκητής καί Ιερέας των
Κελλίων Μακάριος καταγόταν άπό τήν ’Αλεξάνδρεια, διό καί όνομάστηκε Άλεξανδρέας
ή Πολιτικός (άπό τήν πόλη). Γεννήθηκε περί τό 293, έγινε χριστιανός σέ ηλικία
40 έ τών, άφιερώθηκε στήν άσκηση καί χάριν των έρημιτών χειροτονήθηκε ιερέας.
Στήν περιοχή Κελλία, 70 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τής ’Αλεξάνδρειας,
μεταξύ Νιτρίας καί Σκήτης (Vadi Natrun, όπου έγκατέστησε μοναχισμό ό Μακάριος ό
Αιγύπτιος), συνάντησε τόν Μακάριο Άλεξανδρέα ό Παλλάδιος Έλενουπόλεως τό 391 κι
έμεινε κοντά του μέχρι τό 393/394, έτος πού ό μεγάλος άσκητής κοιμήθηκε, σέ
ήλικία περίπου έκατό έτών. Ό Μακάριος έπηρέ ασε πολύ τόν μοναχισμό των Κελλίων,
τά όποια πρώτος ίδρυσε ό νιτριώτης άσκητής Άμούν καί κατέστησε άργότερα ύποπτα
ό πολύς Εύάγριος Ποντικός (399). Δέν φαίνεται όμως νά έγραψε τίποτα. "Ετσι
τά παρακάτω άναφερόμενα σύντομα κείμενα είναι όλα νόθα. Πιθανόν νά προέρχονται
άπό τό στόμα του λίγα άποφθέγματα, πού τοΰ προσγράφουν οί όμώνυμες συλλογές (PG
34, 261264 καί ΒΕΠ 42, 281. Βλ. καί άρθρο τοΰ A. Guillaumont, πού προσπαθεί νά
διακρίνει ποια άπό τά άποφθέγματα πού παραδίδονται μέ τό δνομα των δύο Μακαρίων
άνήκουν στόν έναν καί ποια στόν άλλον
Περί έξόδου ψυχής δικαίων
καί άμαρτωλών
Μεταφράσεις: συριακή,
γεωργιανή, Αραβική
Διατάξεις: Στην λατινική.
Μοναστικοί κανόνες τοΰ Ε' αΐ., γραμμένοι μάλλον στην Γαλλία καί μικρό μέρος
τους ίσως άπό τόν διάκονο Βιργίλιο
Συριακά κείμενα (πού
ένίοτε προσγράφονται καί στόν Μακάριο τόν Αιγύπτιο): Όμιλίαι τρεις, Έπιστολαί
έξ, Περί ένεδρων τοΰ Σατανά, Κατήχη σις πρός παρθένον. Βλ. Ortiz de Urbina,
Patrologia Syriaca, Roma 1965, σσ. 236237.
125. ΕΥΘΑΛΙΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ( ήμισυ Δ' αιω.)
Ο καινοδιαθηκολόγος
Ό Εύθάλιος ύπήρξε μάλλον
αλεξανδρινός. Γιά τό πρόσωπό του λείπουν άσφαλεΐς ειδήσεις, άλλα μπορούμε νά
τόν τοποθετήσουμε στό β' ήμισυ τοΰ Δ' αι. Στό κείμενό του εμφανίζεται ώς
διάκονος, ό όποίος, παρακληθείς άπό κάποιον ’Αθανάσιο, έπιχειρεΐ έκδοση των
Πράξεων καί των Επιστολών τοΰ Παύλου (καί των Καθολικών). Σημαντικότερο είναι όμως
ότι ό Εύθάλιος άνήκει στούς πρωτοπόρους καινοδιαθηκολόγους, πού έκτος άλλων
έπιχείρησαν νά διευθετήσουν τό κατά στίχους ισοσύλλαβους βιβλικό κείμενο των
χειρογράφων. "Οπως ό ίδιος όμολογεΐ (PG 85, 652Β), γιά τόν σκοπό αυτό
έπωφε λήθηκε παλαιότερων προσπαθειών. Είναι γνωστό ότι άνάλογη προσπάθεια είχαν
κάνει ό Άμμώνιος Άλεξανδρέας (Γ' αι.), ό Ησύχιος Ά λεξανδρέας (π. τό 300), ό
Πάμφιλος ( + 309), ό Ευσέβιος Καισαρείας (+ 339) κ.ά. Γιά πρώτη φορά όμως μέ
τόν Εύθάλιο έχουμε πληρέστερη διευθέτηση καί μάλιστα περιγραφή ακριβή τοΰ έργου
πού έπιτελεΐ ό έπιμελητής τής έκδόσεως.
Τό έργο τοϋ Εύθαλίου
συνιστά είδος εισαγωγής ατά συγκεκριμένα βιβλικά κείμενα καί περιλαμβάνει:
«Πρόλογον», όπου έξηγεΐ
γενικά τόν σκοπό του, τόν τρόπο έργασίας του καί τό θέμα του κειμένου
«Άνακεφαλαίωσιν», όπου
καταγράφει τίς «άναγνώσεις», δηλαδή την άρ χή τής περιόδου τοΰ κειμένου (π.χ.:
«Τόν μέν πρώτον λόγον»), τόν αριθμό άπλώς των κεφαλαίων τής περιόδου αύτής, τόν
άριθμό των «μαρτυριών» (δηλαδή τών παντός είδους βιβλικών ή μή παραπομπών τής
περιόδου) καί τόν άριθμό τών στίχων (γραμμών) πού έχει ή περίοδος
«Πρόγραμμα», δηλαδή
σημείωμα γιά τό ποια στοιχεία τοϋ κειμένου γράφει μέ «μέλαν» καί ποια μέ
«κιννάβαριν» (κόκκινο) μελάνι
«Άνακεφαλαίωσιν», δηλαδή
έπισήμανση τών «μαρτυριών»παρα πομπών
«Άνακεφαλαίωσιν», δηλαδή
καταγραφή τών βιβλικών καί μή «μαρτυριών»
«Ύπόθεσιν», δηλαδή
σύντομη παρουσίαση τοϋ περιεχομένου τών Πράξεων ή τών Επιστολών
«”Εκθεσιν», δηλαδή
άναγραφή τών τίτλων τών κεφαλαίων καί τών ύπο διαιρέσεών τους (π.χ. γιά τίς
Πράξεις τά κεφάλαια είναι 40 καί οί ύποδιαι ρέσεις 48) καί τών άρχών (incipit)
τών 36 περιόδων.
"Ετσι λοιπόν ό
Εύθάλιος διήρεσε τό βιβλικό κείμενο σέ περιόδους καί κεφάλαια καί τό έστιξε
νοηματικά μέ κόμματα, άνω στιγμές καί τελείες, ώστε νά γίνει ευανάγνωστο,
προπαντός στήν λειτουργική χρήση. Ή νοηματική στίξη άποτελεΐ ιδιαίτερη προσφορά
ως έγχείρημα, διότι τά βιβλικά κείμενα γράφονταν σέ ΐσομήκεις γραμμές καί χωρίς
σημεία, πού νά βοηθούν τήν κατανόησή τους. Καθρέπτης τής προσπάθειας τοϋ
Εύθαλίου θεωρείται ό παρισινός κώδικας Η (Euthalianus ή Coisl. τοϋ ΣΤ' αΐ.:
περιέχει Επιστολές τοΰ Παύλου), πού έχει 41 περγαμηνά φύλλα, τά όποια
βρίσκονταν άρχικά στήν Μ. Λαύρα τοϋ 'Αγίου Όρους. Στό τέλος τής έκθέσεως γιά
τήν έκδοση τών καθολικών Επιστολών υπάρχει σημείωση, ή όποια ό πωσδήποτε
προέρχεται άπό τόν Εύθάλιο καί σύμφωνα μέ τήν όποια έκανε «άντιβολή» τών
κειμένων τούτων πρός τά άντίγραφα πού ύπήρχαν στήν βιβλιοθήκη τοϋ Εύσεβίου
Παμφίλου στήν Καισάρεια.
Διατυπώθηκε όμως ή άποψη ότι
ή άρίθμηση τών στίχων καί ό κατάλογος τών κεφαλαίων μέ τίς υποδιαιρέσεις τους
άποτελοϋν μάλλον μεταγενέστερες (τοϋ Ε' αΐ.) προσθήκες, όπως άσφαλώς
μεταγενέστερη προσθήκη άποτελεΐ καί τό «ΜαρτύριονΠαύλου τοϋ άποστόλον» μέ τήν «Αποδημίαν Παύλου», κείμενα πού άκο
λουθοϋν τό έργο τοϋ Εύθαλίου στά χειρόγραφα.
Γιά τήν έξακρίβωση τοϋ
προσώπου τοϋ Εύθαλίου προτάθηκαν πολλές λύσεις, άλλά καμμία δέν έγινε γενικά
δεκτή. Πάντως ό ’Αθανάσιος, πού κατονομάζεται ώς άποδέκτης τοϋ έργου τοϋ
Εύθαλίου, άποκλείεται νά είναι ό Μέγας ’Αθανάσιος (+ 373), διότι δύο φορές τόν
άποκαλεΐ «άδελφόν» καί μία «πατέρα». "Ενας διάκονος ποτέ δέν θά μπορούσε
νά προσφωνήσει «άδελφόν» τόν Μέγα ’Αθανάσιο.
Ή εύρεία διάδοση καί
πρωτοποριακή σημασία τής έκδοτικής προσπάθειας τού Εύθαλΐου άποδεικνύεται καί
άπό τό γεγονός ότι ό «Πρόλογός» του στις Επιστολές τού Παύλου μεταφράστηκε τόν
Ε' αΐ. στήν άρμενική καί τόν ΣΤ' στήν συριακή.
Τό έργο έκδόθηκε μερικώς
γιά πρώτη φορά τό 1698 καί συνδέθηκε έσφαλ μένα μέ κάποιον έπίσκοπο Σούλκης
(Σαρδηνία) Εύθάλιο τού Ζ' αί.
Έκθεσις κεφαλαίων των
Πράξεων
Έκθεσις κεφαλαίων των
Καθολικών έπτά Επιστολών
Πρόλογος προτασσόμενος
τών 14 Επιστολών Παύλου
Καί ή μετάφραση στήν
άρμενική τόν Ε' ήδη αΐ.: A. Vardanian, Euthalius Werke. Untersuchungen
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου