ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα


theotokos

Ἡ μυροβόλος Χίος, ἡ «παιπαλόεσσα», κατὰ τὸν Ὅμηρο, γιὰ τὸ βραχῶδες καὶ ὀρεινὸ ἔδαφός της, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους «ὡς μία τῶν Μακάρων νήσων» γιὰ τὰ φυσικὰ τῆς πλεονεκτήματα

Αὐτὴ ἡ ὀνομασία θὰ τῆς ταιρίαζε μεταφορικὰ καὶ γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της. Στὴν ἀρχαιότητα ἦταν γεμάτη ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐποχὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς κινεῖ τὴν περιέργεια κάθε ἐπισκέπτου. «Ἡ χιακὴ κοινωνία, σημειώνει ὁ Μ. Ἴουσηνιανης τὸ 1606, εἶναι εὐλαβέστατη, ἐνῶ ὁ κλῆρος τῆς πολὺ πιὸ ἀξιόλογος ἀπὸ ἄλλων περιοχῶν». Ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἁγίους καὶ πολλὰ μοναστήρια.

Λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ, στοὺς πρόποδες τοῦ Προβάπου ὅρους, προβάλλει τὸ πιὸ ἀξιόλογο μοναστήρι τῆς Χίου, ἡ παλαίφατη Νέα Μονή. Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σταυροπήνιο, μὲ τὰ βασιλικὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, εἶναι ὀχυρωμένο ἀπὸ φυσικὰ καὶ τεχνητὰ τείχη καὶ πύργους, τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι σήμερα.


Οἱ κτιριακὲς ἐργασίες τῆς μονῆς ἄρχισαν τὸ 1034 ἀπὸ τοὺς Χιῶτες ἀσκητὲς Νικήτα, Ἰωσὴφ καὶ Ἰωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στὴν προσπάθεια τοὺς αὐτὴ εἶχαν τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο.

Στὰ ἱστορικά της μονῆς εἶναι διάχυτη ἡ παράδοση γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αὐτὴ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀνακάλυψαν μέσα σὲ πυκνὸς δάσος οἱ τρεῖς κτήτορες, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀδιαπέραστα βάτα καὶ χαμόκλαδα.

Ἡ θεία μορφὴ τῆς Θεοτόκου παριστάνεται σὲ μία ἰδιότυπη καὶ μοναδικὴ στάση: Κρατᾶ στὰ χέρια τὸ θεῖο
Βρέφος, ἀλλὰ εἰκονίζεται ὄρθια, μὲ ἀνοιχτῆ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ τὰ πόδια σὲ στάση βηματισμοῦ.

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Νιαμονίτισσας σώζεται συχνὰ ἡ ἴδια θαυματουργικὰ ἀπὸ πυρκαγιές, ἀλλὰ καὶ σώζει ἀπὸ σφαγές, ἐπιδρομὲς καὶ λοιπὲς περιπέτειες, ποὺ δοκίμασε ἡ Νέα Μονὴ στὴν ἱστορικὴ διαδρομή της.

Ὁ χρυσοχόος

Κάποτε οἱ μοναχοὶ ἀνέθεσαν σ᾿ ἕνα Χιώτη χρυσοχόο νὰ ἐπενδύσει μὲ χρυσὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς εἰκόνας, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ ἐκκλησιάρχης τὴν τοποθέτησε στὸν κυρίως ναό, καὶ ὁ τεχνίτης ἄρχισε τὴν ἐργασία του μὲ εὐλάβεια.

Ξαφνικὰ ἀκούει μία γλυκεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει ψιθυριστά:

Ἐλαφρὰ χτύπα, ἐλαφρά» νἄχης τὴν εὐχή μου, γιατὶ ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιά!

Σηκώνει τὰ μάπα ὁ χρυσοχόος καὶ βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ ὁλόχρυση φορεσιά. Δὲν πρόλαβε νὰ τὴ ρωτήσει ποιὰ ἦταν, γιατὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ ἱερὸ βῆμα ἀπὸ τὴ νότια πύλη. Τρέχει νὰ τὴν προφθάσει, ἀλλὰ Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μπαίνει στὸ ἱερό, καὶ τότε ἀναγνωρίζει στὴ μορφὴ τῆς πλατυτέρας τὴ γυναίκα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ εἶχε φανερωθεῖ.

Ἡ καμπάνα.

Τὸ καμπαναριὸ τῆς Νέας Μονῆς μοιάζει μὲ τετράγωνο πύργο καὶ ὑψώνεται σχεδὸν τριώροφο μέχρι τὸν θόλο τοῦ καθολικοῦ. Εἶναι στεγασμένο μὲ μολύβι καὶ στολίζεται στὴν κορυφὴ μὲ ὡραῖο σιδερένιο σταυρό. Ἀρχικὰ εἶχε τέσσερις καμπάνες καὶ δυὸ πολυτελέστατα ρολόγια. Ὅλα ὅμως ἐξαφανίσθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ τὶς ἀσιατικὲς ὀρδές.

Κάποτε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οἱ μοναχοὶ τὴ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα βενετσιάνικο πλοῖο καὶ τὴν ἔστειλαν στὴ Βενετία γιὰ νὰ τὴν ξαναχύσουν.

Τὸ πλοῖο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα κουρσάρικο τῶν πειρατῶν τοῦ Βαρβαρόσσα καὶ κινδύνεψε νὰ βουλιάξει. Οἱ ναῦτες, στὴ δύσκολη ἐκείνη στιγμή, ἐπικαλέστηκαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ὕστερα ἔσπασαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν καμπάνα, τὸ ἔβαλαν γιὰ μπάλα μέσα στὸ κανόνι καὶ χτύπησαν τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο. Τὸ χτύπημα ἦταν καίριο καὶ τὸ πειρατικὸ βυθίστηκε.

Τὸ βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τὸ ταξίδι κι ἔφθασε στὸν προορισμό του. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐφτίαξε μὲ δικά του ἔξοδα τὴν καμπάνα καὶ τὴν πρόσφερε στὴν Παναγία. Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καμπάνα αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μελωδικὴ ἀπ᾿ ὅλες.

Τὸ ξύλο καὶ τὸ σκοινί

Ἕνα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος, μπροστὰ στὸν κίνδυνο, φώναξε μὲ τὴ θερμὴ νησιώτικη πίστη του:

Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σῶσε μας! Καὶ σοῦ τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, ὅσο τὸ κατάρτι τοῦ πλοίου!

Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο του, καὶ βλέπει πάνω στὴν ἀφρισμένη θάλασσα τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο,
νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ξύλο κι ἕνα σκοινί. Ὕστερα βυθίστηκε στὸ κύμα.

Ἀμέσως ἡ τρικυμία κόπασε καὶ τὸ πλοῖο προσορμίστηκε σῶο στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ, μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἀνακάλυψαν σία ὕφαλα τοῦ μία τρύπα. Ἡ τρύπα αὐτὴ ἦταν φραγμένη μ᾿ ἕνα κομμάτι ξύλο κι ἕνα κομμάτι σκοινί...

Τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἦταν ὁλοφάνερο. Ἀμέσως ξεκίνησαν ὅλο τὸ πλήρωμα γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ Νέα Μονή. Προσκύνησαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, πρόσφεραν τὸ τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι ἄφησαν στὸν ἐξωνάρθηκα τὸ σωτήριο ξύλο καὶ τὸ σκοινί, τὰ ὁποῖα σώζονται ἐκεῖ μέχρι σήμερα.

Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, καθὼς λέγεται, ὑπάρχει στὸν ἔξω νάρθηκα κι ἕνα σφουγγάρι. Μὲ τὴ χάρη τῆς Νιαμονίτισσας τὸ σφουγγάρι αὐτὸ ἔφραξε τὴ σχισμὴ ἑνὸς ἱστιοφόρου πλοίου, ποὺ κινδύνευε νὰ κανταποντιστεῖ.

Τὸ μουλάρι

Τὸν 17ο αἰώνα, καθὼς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ἡ Νέα Μονὴ ἀριθμοῦσε 100 ἕως 150 μοναχούς, κι ἔμοιαζε μὲ μικρὴ πόλη. Ἀνάλογος ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποζυγίων γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν πολλῶν εἰσοδημάτων.

Κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη παρέδωσε στὸν βουρδουνάρη ἐπιστάτη τῶν ζώων τῆς Νέας
Μονῆς ἕνα φορτίο λάδι γιὰ τὸ μοναστήρι. Ὁ βουρδουνάρης φόρτωσε ἕνα μουλάρι καὶ ξεκίνησε.

Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, σὲ μία κακοτοπιά, τὸ ζῶο παραπάτησε καὶ γκρεμίστηκε στὸ βάραθρο μέχρι τὸ ποτάμι. Ὁ βουρδουνάρης, βέβαιος πὼς σκοτώθηκε, δὲν ἀσχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε ὅμως στοὺς μοναχοὺς τὸ θλιβερὸ ἐπεισόδιο.

Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἀκούστηκαν στὴν πύλη τῆς μονῆς χτυπήματα καὶ χλιμιντρίσματα. Τρέχει ὁ πορτάρης ν᾿ ἀνοίξει, καὶ ἄντικρυζει τὸ μουλάρι ποὺ εἶχε γκρεμιστεῖ. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, πὼς εἶχε φορτωμένα στὴν πλάτη τὰ τουλούμια μὲ τὸ λάδι ἀκέραια. Ὁ πορτάρης τὸ ἔβαλε μέσα καὶ τὸ ξεφόρτωσε. Τότε ὅμως συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ ζῶο ἔπεσε ἀμέσως στὴ γῆ νεκρό. Εἶχε πιὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του.

Ἡ εὐλαβὴς δωρήτρια. Κάποια εὐλαβὴς χιώτισα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλιμασσιά, ἀφιέρωσε ὅλη τὴν περιουσία
της στὴ Νέα Μονή. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε καὶ βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Τότε οἱ συγγενεῖς της, ἀντὶ νὰ τὴ βοηθήσουν, τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ τὴν πίκραιναν μὲ λόγια σκληρά:

«Ἂς ἔρθει, τῆς ἔλεγαν, νὰ σὲ κοιτάξει ἡ Νέα Μονή, ἀφοῦ τῆς ἔγραψες τὴν περιουσία σου.

Ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία ζητώντας τὴ βοήθειά της. Κι ἕνα βράδυ, μέσα στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία της, βλέπει στὸν ὕπνο τῆς μία γυναίκα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ τὴν πλησίασε, τὴν παρηγόρησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε:

Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ ἀσθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αὐτὸ τὸ φλουρὶ καὶ θὰ φροντίζω ἐγὼ γιὰ σένα.

Ποιὰ εἶσαι; ρώτησε ἡ ἄρρωστη.

Εἶμαι ἡ Νέα Μονή.

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξύπνησε ἡ γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στὸ δεξί της χέρι τὸ φλουρί. Πῆγε στὸ μοναστήρι, διηγήθηκε τ᾿ ὄνειρό της στὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ φλουρί, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει ἡ Παναγία.

Θαυμαστὰ γεγονότα.

Ὅταν τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο, οἱ μοναχὲς ἔζησαν ὁρισμένα θαυμαστὰ γεγονότα:

Τὸ 1959, τὰ μεσάνυχτα τῆς 4ης Ἀπριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Χτυποῦσαν μόνες τους, ἐνῶ συγχρόνως ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μία ἐκτυφλωτικὴ λάμψη.

Ἀρκετὲς φορὲς κινοῦνται μόνα τους τὰ καντήλια μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, καὶ συχνά, ἐνῶ οἱ μοναχὲς ψάλλουν στὸ ἀναλόγιο, ἀκούγονται βήματα στὸ ἱερό, δυνατοὶ θόρυβοι καὶ γλυκύτατες ψαλμωδίες. ἀκούγονται κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Θ´ ὠδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστι» καὶ οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.

Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ σημεῖα ἡ Νιαμονίτισσα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς στὸ μοναστήρι καὶ μεταδίδει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα.


Παναγία ἡ Κασσιωπία

Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν

πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.

Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.

Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.

Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.

Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.

Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:

Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.

Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.

Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;

Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:

Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;

Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:

Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!

Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:

Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;

Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!

Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.

Παναγία ἡ Λιμνιά

Σὲ μία γραφικὴ παραλία στὸν βόρειο Εὐβοϊκό, ὅπου τὸ ἀρχαῖο Ἐλύμνιο, εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ κωμόπολη τῆς Λίμνης. Στὸν περικαλλῆ ναὸ τῆς εἶναι θησαυρισμένη ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Στὰ 1560, καθὼς διασώζει ἡ παράδοση, ὅταν ἦταν σουλτάνος ὁ Σουλεϊμᾶν ὁ μεγαλοπρεπής, ἕνα τούρκικο πλοῖο ἔπλεε στὰ μέρη τῆς Κασσάνδρας μὲ κατεύθυνση τὴ Χαλκίδα. Στὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ ἦταν κι ἕνας χριστιανὸς ναύτης, ὁ λοστρόμος Δημητρός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ ἡλικιωμένος.

Τὸ καράβι πλησίαζε στὴ Σκιάθο μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ ἀπὸ τὸν σορόκο. Ξαφνικὰ ὁ ἄνεμος κόπασε. Τότε ὁ Δημητρὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ ρυμουλκήσουν τὸ καράβι. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βλέπει ὁ λοστρόμος στὸ πλάι τοῦ καραβιοῦ, πάνω στὰ κύματα, ἕνα μεγάλο εἰκόνισμα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, κατεβαίνει σὲ μία φελούκα, σηκώνει τὴν ἱερὴ εἰκόνα ἀπ᾿ τὸ νερό, καὶ προσκυνάει τὴν Παναγία ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη πάνω σ᾿ αὐτή. Ὕστερα ἀνεβάζει τὴν εἰκόνα στὸ κατάστρωμα καὶ τὴν παραδίδει στὸν πλοίαρχο, στὸν Τοῦρκο Μεχμέτ. Ἀμέσως σηκώνεται δυνατὸς βοριάς, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά. Τ᾿ ἄλμπουρα τριζοβολοῦν, ἐνῶ ἡ πλώρη σχίζει μὲ ὁρμὴ τ᾿ ἀφρισμένο κύμα.

Παρέκαμψαν τὶς Σποράδες, μπῆκαν στὸν Εὐβοϊκὸ κι ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴ Χαλκίδα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Λίμνης, ὁ ἄνεμος κόπηκε ἀπότομα καὶ τὸ καράβι ἀκινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καὶ πάλι οἱ βάρκες στὴ θάλασσα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ ρυμουλκοῦν. Ὕστερα ἀπὸ ὦρες ἔφθασαν στὴ βάση τοῦ ὅρους Καντήλι. Ἐκεῖ ἀπροσδόκητα ξεσπᾶ καταιγίδα. Τὰ κύματα σηκώνονται ἀπειλητικὰ καὶ σπρώχνουν τὸ σκάφος πάλι στὴ Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν ἐκεῖ, ἡ τρικυμία σταματᾶ καὶ ἡ θάλασσα πάλι γαληνεύει. Τὸ πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια νὰ κατευθύνει τὸ καράβι στὸν προορισμό του. Ξεσπάει ὅμως νέα καταιγίδα, πιὸ ἀπειλητική, καὶ τοὺς σπρώχνει πάλι στὴ Λίμνη. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες ἔχουν ἀπελπιστεῖ. Δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν πίσω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαλασσινὴ περιπέτεια τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Τότε φωτίστηκε ἐπὶ τέλους ὁ εὐλαβὴς λοστρόμος. Πλησιάζει τὸν καπετάνιο καὶ τοῦ λέει:

Δὲν πρόκειται ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία, ἂν δὲν βγάλουμε σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ στεριὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.

Ὁ πλοίαρχος συμφώνησε καὶ εἰδοποίησε τὸ χωριὸ Καστριὰ χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν παραλία νὰ ἔρθουν νὰ τὴν παραλάβουν. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει ὁ πιστὸς λαός, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς ἱερεῖς, μὲ ἑξαπτέρυγα, σταυροὺς καὶ λαμπάδες. Στὴν παραλία τοὺς περίμενε ὁ Δημητρός, ποὺ τοὺς παρέδωσε τὴν ἱερὴ εἰκόνα σὰν ἀτίμητο θησαυρό. Ἀμέσως φύσηξε φρέσκο ἀεράκι κι ἔσπρωξε κατάπρυμα τὸ Ἱστιοφόρο με τοὺς ναῦτες, κατευθείαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Ἦταν τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς Παναγίας, ἡ εὐαρέσκειά της γιὰ τὸν κόπο τους. Στὸ μεταξὺ ἡ πομπὴ ξεκίνησε μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὴν παραλία γιὰ τὸ χωριό. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννης, τριγυρισμένον ἀπὸ γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καὶ κυπαρίσσια, ἀπόθεσαν τὴ σεπτὴ εἰκόνα. Ἔψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη δωρεά.

Τὴν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Τὴν ἀναζήτησαν παντοῦ, καὶ τὴ βρῆκαν στὴν τοποθεσία τῆς σημερινῆς Λίμνης. Τὴν ἐπανέφεραν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννας, ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέστρεψε στὸν ἴδιο τόπο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μερικὲς φορές, κι ἔτσι κατάλαβαν οἱ κάτοικοι πὼς ἦταν θέλημά της νὰ παραμείνει ὁριστικὰ ἐκεῖ. Ἔχτισαν λοιπὸν μία μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὴν τοποθέτησαν μέσα σ᾿ αὐτή. Τὴν Ἱερὴ εἰκόνα ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἴδιοι. Ἐγκατέλειψαν τὰ Καστριὰ καὶ μετοίκησαν στὴ Λίμνη. Ἀργότερα, στὴ θέση τοῦ πρώτου ναΐσκου ἔχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου.
Κάθε χρόνο, στὶς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 95 χ 65 ἐκ. Πάνω σ᾿ αὐτὴ εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ζωγραφισμένη σὲ σκληρὸ καὶ βαρὺ ξύλο καὶ καλυμμένη μὲ ἀσημένια ἐπένδυση.

Ἡ Παναγία σώζει τὴ Λίμνη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς

Ἕνα συγκινητικὸ θαῦμα συνέβη στὶς ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1944. Τὸ γερμανικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ κατέστρεψε τὸ Δίστομο (10 Ἰουνίου 1944) κι ἔσφαξε μέσα σὲ δυὸ ἡμέρες πάνω ἀπὸ ἑξακόσιους κατοίκους, περνᾶ τώρα ἀπέναντι στὴν Εὔβοια. Σκοπός του ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῆς Λίμνης. Ἡ φάλαγγα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Τότε ἀκριβῶς βλέπει ὁ Γερμανὸς διοικητὴς στὴ μέση του δρόμου ἕνα χέρι νὰ ἐμποδίζει τὴ διάβαση τῶν στρατιωτῶν, κι ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει:

Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι δικός μου. Δὲν θὰ τὸν πειράξετε!

Ὁ διοικητὴς φοβισμένος κατεβαίνει στὴ Λίμνη καὶ συναντᾶ τὶς ἀρχές. Ζητᾶ γεμάτος ἀγωνία νὰ μάθει ποιὰ εἶναι ἡ Προστάτιδα τῆς πόλεως.

Ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά, ἀποκρίνονται οἱ προύχοντες. Ἔχουμε ἐδῶ τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε μέσα στὴ θάλασσα.

Μόνο θεϊκὴ δύναμη θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀνατρέψει τὰ σχέδιά μου, ὁμολόγησε ὁ διοικητής, κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ
Λίμνη ἄπρακτος.

Ἡ σωτηρία ἑνὸς εὐλαβοῦς ναυτικοῦ.

Ὁ λιμνιὸς ναυτικὸς Εὐάγγελος Πανταζὴς διηγήθηκε στοὺς ἐφημέριους τῆς πόλεως τὸ ἑξῆς περιστατικό:

Ἦταν 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1960, ὥρα 2.30´, καὶ ταξιδεύαμε στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου μὲ τὸ πλοῖο
«Παγκόσμιος Ἁρμονία» τῆς ἑταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στὴν καμπίνα μου, ὅταν ἄκουσα μία ὑπερκόσμια γυναικεία φωνὴ νὰ προστάζει:

Πέσετε στὴ θάλασσα!

Πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιὰ εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, καὶ τὴν παρακαλοῦσα πρωίβράδυ νὰ μᾶς προστατεύει. Ξαφνικὰ νοιώθω ἕνα ἀπότομο τίναγμα. Τὸ πλοῖο τραντάχτηκε ὁλόκληρο. Κοιτάζω ἀπὸ τὸ φινιστρίνι καὶ βλέπω τὸ καράβι μας μέσα στὶς φλόγες. Εἴχαμε συγκρουστεῖ μ᾿ ἕνα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, ποὺ μετέφερε μαζοὺτ καὶ βενζίνη ἀεροπλάνων. Ἀπὸ τὴ σφοδρὴ σύγκρουση ἡ πλώρη μας κόπηκε στὴ μέση, ἐνῶ τὸ ξένο πλοῖο ἔπαθε ρῆγμα βάθους εἴκοσι μέτρων. Ἐγὼ
στὸ μεταξὺ ἑτοιμάστηκα καὶ ἔπεσα στὴ θάλασσα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας. Ἐνῶ
κολυμπούσαμε, πολλὰ δελφίνια γύρω μας εἶχαν σχηματίσει κλοιὸ καὶ μᾶς προφύλαγαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς καρχαρίες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή. Δυόμισι ὧρες πάλεψα μὲ τὰ κύματα κι ἔφθασα κάποτε στὶς τουρκικὲς ἀκτές. Ἀπὸ τὰ σαράντα ἕνα ἄτομα τοῦ πληρώματος σωθήκαμε μόνο ἕντεκα. Τὴ διάσωσή μας ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιά. Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἀμέσως στὴ Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στὸν ἱερὸ ναό της καὶ τὴν εὐχαριστήσαμε γιὰ τὴ σωτηρία μας».


Ἡ Παναγία τῆς Σκριποῦς

Σεπτέμβριος τοῦ 1943. οἱ Ἰταλοὶ συνθηκολογοῦν. Μία ὁμάδα ἀπὸ κατοίκους τοῦ Ὀρχομενοῦ Βοιωτίας πλησιάζουν στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Λειβαδιᾶς καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ ἰταλικὴ φρουρὰ νὰ παραδώσει τὸν ὁπλισμό της. Διαφορετικά, τοὺς ἀπειλοῦν πὼς θὰ δεχθοῦν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ τοῦ Τζαμαλιοῦ (Διονύσου).

Οἱ Ἰταλοὶ ἀρνοῦνται νὰ παραδοθοῦν καὶ ἐνημερώνουν τοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ κάψουν τὸν Ὀρχομενὸ καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς κατοίκους.

Τὸ βράδυ τῆς 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οἱ Γερμανοὶ στὸν Ὀρχομενὸ καὶ συλλαμβάνουν ἑξακόσιους ὁμήρους. Ἕνα τμῆμα μένει στὴν πόλη, ἐνῶ ἕνα ἄλλο μὲ τρία τὰνκ προχωρεῖ πρὸς τὸν Διόνυσο.

Λίγο ἔξω ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ εἶναι χτισμένη ἡ πιὸ ἀρχαία ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας (874 μ.Χ.), ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου παλιὸ μοναστήρι τῆς Σκριπούς.

Εἶναι ἀκόμη μεσάνυχτα. Ἡ φάλαγγα ἔχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τὸν ναό, ὅταν ξαφνικὰ τὸ πρῶτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται στὴ μέση του δρόμου. Μπροστὰ τοὺς οἱ Γερμανοὶ βλέπουν μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο σὲ ἀπαγορευτικὴ στάση. Τὸ δεύτερο τὰνκ προσπαθεῖ νὰ προσπεράσει τὸ πρῶτο, ἀλλὰ πέφτει σ᾿ ἕνα χαντάκι, ἐνῶ τὸ τρίτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται σ᾿ ἕνα χωράφι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ περάσει.

Ξημέρωσε ἡ 10η Σεπτεμβρίου. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς Χόφμαν ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἕνα τρακτὲρ γιὰ νὰ τραβήξει τὰ τάνκ. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Τὰ βαριὰ αὐτὰ ἅρματα μετακινήθηκαν ἀπὸ τὸ τρακτὲρ σὰν ἄδεια σπιρτόκουτα!

Θαῦμα, θαῦμα! φώναξε ὁ διοικητὴς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.

Ἐκεῖνοι τὸν ὁδήγησαν πράγματι στὸν ναό. Ὁ Γερμανὸς στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα ποὺ ἐμπόδισε τὴ φάλαγγα νὰ προχωρήσει!

Ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα καὶ φώναξε μὲ θαυμασμό:

Αὐτὴ ἡ γυναίκα σας ἔσωσε! Νὰ τὴν τιμᾶτε καὶ νὰ τὴ δοξάζετε.

Ὁ Ὀρχομενὸς σώθηκε. Ὁ Χόφμαν διατάζει νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἑξακόσιοι μελλοθάνατοι καὶ ὑπόσχεται πὼς μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πόλη δὲν θὰ πάθει κανένα κακό. Οἱ κάτοικοι εὐχαριστοῦν καὶ δοξολογοῦν τὴν προστάτιδα Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία τους.

Ὁ ἥλιος γέρνει στὴ δύση. Τὰ τὰνκ φεύγουν μὲ τὰ πυροβόλα κατεβασμένα, γιατὶ νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Ὀρχομενοῦ.

Ἀπὸ τότε ἡ 10η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σὰν ἡμέρα πανηγύρεως. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αὐτὸς σχεδὸν κάθε χρόνο. Ἀφιέρωσε μάλιστα στὴν Παναγία ἕνα μεγάλο καντήλι καὶ χρηματοδότησε τὴν πρώτη ἀπεικόνιση τοῦ θαύματος.

Παναγία ἡ Σπηλιώτισσα

Στὸ μοναστήρι τῆς Σπηλιᾶς τῶν Ἀγράφων ὑπάρχει μία θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ βρέθηκε τὸ 1904 μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Ἀθανάσιο καὶ Παρθένιο. Στὰ χρόνια της τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ὅλος ὁ θεσσαλικὸς κάμπος ἔχει προσκυνήσει τὸν Τοῦρκο. Στὸ μοναστήρι ὅμως τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σὰν ἀετοφωλιὰ σὲ μίαν ἀπρόσιτη κορυφὴ τῶν Ἄγραφων, δὲν ἔχει πατήσει ὁ κατακτητής.

Γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ περάσεις ἕνα κατηφορικὸ μονοπάτι, ἀπότομο καὶ πλαγιαστό, ποὺ ἴσα
ἴσα χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος. Κάτω ἔχασκε ἡ ἄβυσσος.

Στὸ πανηγύρι τῆς μονῆς, τὸν Δεκαπενταύγουστο, μερικοὶ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς ἔβλεπαν τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Τὴν ἔβλεπαν νὰ στέκεται πελώρια στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια, τεῖχος γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν νὰ τὴν τιμήσουν, μὴν ξεγλιστρήσει κανεὶς στὸ βάραθρο. Λένε ἀκόμη πὼς κανεὶς ποτὲ δὲν χάθηκε ἀπ᾿ ὅσους κατευθύνονταν ἐκεῖ.

Τὸ μοναστήρι λοιπὸν εἶχε γίνει καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἀπίστων. Τὸ εἶχαν καημό. Ὁλόκληρη τουρκιὰ νὰ σκοντάφτει σὲ λίγες πέτρες καὶ ντουβάρια!

Μὰ πῶς νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ; Ἕκτος ἀπ᾿ τὴν κοπιαστικὴ πορεία ἤθελαν δυὸ μέρες δρόμο ἀπὸ τὸ Μουζάκι σὲ μέρη ἄγνωστα καὶ ἀφιλόξενα , ἔπρεπε νὰ περάσουν ἐκεῖνο τὸ ἀπόκρημνο μονοπάτι. Κι ἂν κυλήσει κανεὶς στὸν κατήφορο καὶ παρασύρει κι ἄλλους, καὶ γίνει πανικὸς καὶ χαθοῦν οἱ γενίτσαροι;

Σκέφτηκαν νὰ τοὺς κάνουν ἀποκλεισμό. Πόσο ὅμως θὰ κρατοῦσαν; Θὰ ῾ρχόταν ὁ χειμώνας, θὰ ἔπεφτε ἕνα μπόι χιόνι καὶ θά ῾πρεπε νὰ φύγουν. Ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ κατσικάνθρωποι τῶν γύρω χωριῶν θὰ σκαρφάλωναν ἀπὸ ἄλλου καὶ θὰ ἔφταναν ὡς ἐκεῖ. Ἄσε ποὺ τὰ κελάρια τῆς μονῆς θὰ ἦταν γεμάτα. Μὰ κι ἐκεῖνα τὰ σκυλιὰ τὶς πιὸ πολλὲς ἡμέρες τοῦ χρόνου νηστεύουν τοῦ θανατᾶ. Καρφὶ δὲν θὰ τοὺς καιγόταν, ἂν τοὺς πολιορκοῦσαν.

Στέλνουν λοιπὸν μήνυμα στοὺς μοναχούς της Σπηλιᾶς πρᾶγμα ποὺ καὶ παλιὰ τὸ εἶχαν κάνει γιὰ νὰ
῾ρθοῦν νὰ προσκυνήσουν, νὰ ὑποταγοῦν. Κανένα ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὡς κι ὁ δεσπότης τοὺς ἔστειλε μήνυμα νὰ κατέβουν καὶ νὰ ὑποταγοῦν, κρατώντας βέβαια τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:

Ἅγιε Δέσποτα, σὲ νοιώθουμε καὶ σὲ καταλαβαίνουμε. Ὁ δρόμος σου εἶναι Γολγοθᾶς. Κάνε σὺ τὸ χρέος σου, κι ἄσε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας.

Τέλος οἱ τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ τοὺς χτυπήσουν. Ἕνα πρωὶ οἱ καλόγεροι βρέθηκαν ζωσμένοι ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Ἀνοῖξτε! τοὺς φώναξαν. Φίλοι εἴμαστε. Θὰ μποῦμε σὰν ἐπισκέπτες.

Ἄπιστους δὲν δέχεται ἡ χάρη της, ἀποκρίθηκαν οἱ μοναχοί.

Ὕστερα ἀμπάρωσαν τὶς πόρτες, ταμπουρώθηκαν καὶ ἄρχισε ἡ μάχη· οἱ χαράδρες ἀντιλάλησαν ἀπὸ τὸ ντουφεκίδι. Κάποτε ὅμως οἱ βαρεῖες πόρτες ὑποχώρησαν καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ ὄρμισαν μέσα με ἀλαλαγμούς· οἱ καλόγεροι δὲν εἶχαν πιὰ ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Ἅρπαξαν μαχαίρια, ξύλα καὶ πέτρες. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, καὶ τὸ αἷμα δὲν ἄργησε νὰ πορφυρώσει τὰ τριμμένα καὶ σκονισμένα ράσα.

Ὁ ἡγούμενος ἦταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ἱερὸ κι ἔκανε τὴν κατάλυση. οἱ ἄπιστοι τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν βασάνισαν. Ὕστερα ἔκαψαν καὶ ποδοπάτησαν τὶς ἁγίες εἰκόνες καὶ πῆγαν κι ἔφεραν τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ποὺ εἶχε ἀκόμη μέσα τὴν ἁγία μετάληψη. Ἕνας Τοῦρκος τότε τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ πέταξε στὸν γκρεμό.

Σκυλί! οὔρλιασε ὁ γέροντας, καὶ τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Ἕνα χαντζάρι ἀνέμισε στὸν ἀέρα καὶ κατεβαίνοντας ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἡγουμένου.

Τρεῖς ἡμέρες οἱ γενίτσαροι γλεντοῦσαν τὴ νίκη τους. Κι ὅταν κουράστηκαν νὰ γλεντοῦν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κάμπο.

Ἡ εἴδηση τῆς καταστροφῆς ἔπεσε στὴν περιοχὴ σὰν κεραυνός. Οἱ Τοῦρκοι πάτησαν τὸ μοναστήρι τῆς
Παναγιᾶς!

Καὶ θαῦμα;

Δὲν ἔγινε.

Τίποτε;

Τίποτε.

Μπροστά, πάνω σὲ μία λεία πέτρα ἦταν, σφηνωμένο λές, τὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Ἦταν τὸ δισκοπότηρο τῆς Σπηλιᾶς. Μέσα του ἀνέπαφη μοσχοβολοῦσε ἡ τελευταῖα μετάληψη, ποὺ δὲν πρόφτασε ὁ ἡγούμενος νὰ καταλύσει.

Ὁ παπὰς ἔτρεμε. Ὅλοι τους τώρα ἔκλαιγαν. Ἦταν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος.

Ὁ παπὰς σήκωσε εὐλαβικὰ τὸ δισκοπότηρο κι ἄρχισαν τὸν ἀνήφορο. Τὸ τσοπανόπουλο ἀνέβηκε πετώντας, εἰδοποίησε τὸ χωριὸ καὶ χτύπησαν χαρμόσυνα τὴν καμπάνα. Ὕστερα βγῆκαν νὰ τοὺς προϋπαντήσουν.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ παπάδες λαμπροφορημένοι, τὰ ἑξαπτέρυγα, τὰ θυμιατὰ καὶ κόσμος πολύς. Ἐκεῖ ἀποθέσανε τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν καὶ δόξασαν τὴν Παναγία Σπηλιώτισσα γιὰ τὸ θαῦμα της.

Τὸ τσοπανόπουλο ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ἔμεινε στὸ μοναστήρι καὶ τὸ ξανάνοιξε ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἦταν διαλεγμένος ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἔγινε καλόγερος, κι ὅταν ἀργότερα γέμισε ἡ Σπηλιὰ ἀπὸ μοναχούς, ἦταν ἕνας ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἡγούμενος. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ διηγεῖται μὲ ἁπλότητα καὶ ταπείνωση τὸ θαῦμα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.

Ἀπὸ τότε ἡ Παναγία πάντα θὰ κάνει καὶ κάποιο θαῦμα στὸ πανηγύρι της


ἘΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓίΑΣ
(ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου)


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |