Σάββατο 13 Αυγούστου 2016
2. Ή Θεοτόκος Βοηθός εν καιρώ πειρασμών
Στήν Παλιά Ρώμη ζοΰσε
κάποιος πλούσιος, ό όποίος ήταν πολύ σπάταλος.
Ή σύζυγός του όμως ήταν
θεοσεβούμενη καί είχε πολλή εΰλά- βεια στήν Παναγία στήν όποια καθημερινά
προσευχόταν μέ πόθο καί κατάνυξη. Ό πλούσιος αύτός δαπανώντας τήν περιουσία του
σέ συμπόσια καί γλέντια, «ζών άσώτως», έπτώχευσε. Επειδή δέν μπορούσε νά υποφέρει
τήν ντροπή τών άνθρώπων, έ'φυγε άπό τό σπίτι του καί πήγε σέ άλλο τόπο,
σκεπτόμενος πώς θά μπορούσε νά ξαναποκτήσει πλούτο. Κάποια μέρα εκεί πού
καθόταν περίλυπος, τού παρουσιάζεται ό διάβολος σέ ένα μαύρο άλογο
Πήγαινε, πάρτην άπό τΐιν
εκκλησία και νά φοβάστε τον Θεό για νά σωθείτε. Τον πλούτο πού βρήκες, άφησε
τον στον διάβολο καί εγώ σάς στέλνω τά άναγκαία καί άπαραίτητα, διότι τά
περισσεύματα είναι αιτία σέ πολλούς νά κολάζονται καί καλύτερα νά μίιν έχετε
πλούτο καί νά σωθείτε».
Λέγοντας αυτά άναλήφθηκε.
'Ο άρχοντας πήγε στον ναό, βρήκε τη σύζυγό του καί της διηγήθηκε τά συμβάντα.
Αυτή κλαίγοντας ευχαρίστησε την Ύπεραγία. Καί έπιστρέφοντας στο σπίτι τους
βρήκαν δλο τον θησαυρό νά έχει γίνει στάκτη. Άπό τότε πέρασαν θεάρεστα τή ζωή
τους μέχρις δτου κλήθηκαν στην Ούράνια Βασιλεία.
4· Η Παναγία Μητέρα και
τροφός
Άπο τη ζωή τοϋ
παπα-Τύχωνα, όταν ήταν λαϊκός
Ό παπα-Τύχων γεννήθηκε
στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα, τό 1884.
Οί γονείς του, ό Παύλος
καί ή Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι, καί έπόμενο ήταν καί ό καρπός τους, ό
Τιμόθεος κατά κόσμον, νά έχει κληρονομική τήν εύλάβεια καί τήν αγάπη πρός τον
Θεό καί νά θέλει νά άφιε- ρωθεί στον Θεό άπό μικρό παιδί. ’Έβλεπαν οί γονείς
τόν μεγάλο θείο ζήλο τού παιδιού τους, αλλά δίσταζαν νά τού δώσουν τήν εύχή
τους νά πάει σέ Μοναστήρι, επειδή τό έβλεπαν εύσωμο καί μέ ζωηρή φύση. ’Ήθελαν
νά ωριμάσει καί στή σκέψη καί μετά νά αποφασίσει μόνος του ό Τιμόθεος. Τού
έδωσαν όμως ευλογία νά επισκέπτεται τις Μονές τό διάστημα τών τριών ετών, άπό
δεκαεπτά έως είκοσι χρόνων. Τότε εκανε τα μεγάλα και άτέλειωτα προσκυνήματα στα
Μοναστήρια τής Ρωσίας καί πέρασε περίπου άπό διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια
πού πήγαινε, παρ’ όλο πού ήταν κατάκοπος καί εξαντλημένος άπό την οδοιπορία
του, άπέφευγε μέ τρόπο τη φιλοξενία, για να ασκείται ό ίδιος καί να μην
έπιβαρύνει τούς άλλους.
Σε μια επαρχία όμως είχε
ταλαιπωρηθεί πολύ, γιατί οί κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί άπό βρίζα (σίκαλη).
Επειδή δέ ό Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο έκτος άπό ψωμί, καί τό ψωμί τής
σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά καί είναι σαν λάσπη, δέν μπορούσε να τό
φάει. Γέ αύτό είχε εξαντληθεί ό νέος. Πηγαίνει λοιπόν στόν φούρναρη, άπό τον
όποίο είχε ζητήσει καί άλλη φορά, να τον ξανα- παρακαλέσει για λίγο άσπρο ψωμί,
επειδή νόμιζε ότι θά έχει γιά τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε
τον Τιμόθεο άπό μακριά άκόμη, τού είπε νά φύγει. Λυπημένος καί εξαντλημένος
όπως ήταν ό νέος, έπιασε μιά άκρη καί μέ όλη τήν παιδική του απλότητα έκανε
προσευχή στήν Παναγία: «Παναγία μου, θέλω νά μέ βοηθήσεις, γιατί θά πεθάνω στό
δρόμο, πριν νά γίνω καλόγηρος, δέν μπορώ νά τό φάω αύτό τό ψωμί». Δέν πρόλαβε
νά τελειώσει τήν προσευχή του καί ξαφνικά τού παρουσιάζεται μιά Κόρη μέ λαμπερό
πρόσωπο, τού δίνει μιά φραντζόλα άσπρο ψωμί καί άμέσως εξαφανίζεται! Εκείνην τή
στιγμή τάχασε ό Τιμόθεος. Δέν μπορούσε νά τό εξηγήσει αύτό τό γεγονός! Τού
περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον άκουσε ή κόρη τού
φούρναρη καί τον λυπήθηκε καί είπε στόν πατέρα της νά τού δώση λίγο καλό ψωμί.
Σηκώνεται πάλι ό νέος καί πηγαίνει νά τον εύχαριστήση. ’Άλλα ό φούρναρης νόμιζε
πώς τον κοροΐδευε ό Τιμόθεος καί τον έβρισε θυμωμένος:
«’Άντε, φύγε άπό εδώ!
Ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη».
Αφού έφαγε έπειτα άπό τό
εύλογημένο εκείνο ψωμί ό Τιμόθεος καί δυνάμωσε καί πνευματικά, συνέχισε τό
προσκύνημά του καί στά υπόλοιπα Μοναστήρια, άλλ όμως τό άνεξήγητο εκείνο
γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νοϋ του. Πέρασε άρκετό διάστημα μέ τΐιν απορία
αύτή, άλλα αργότερα, όταν τού έ'δωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο μέ τίς
θαυματουργικές εικόνες τής Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία τοϋ
Κρεμλίνου, σκίρτησε ή καρδιά του από εύλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν άπό
δάκρυα ευγνωμοσύνης καί είπε: «Αύτή ή Παναγία μοϋ έδωσε τό άσπρο ψωμί!» Άπό
τότε πια τΐιν Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως τό παιδί τη μάνα του.
Άπό τά θαύματα τής
Παναγίας τού Κύκκου
Κατά την περίοδο τοΰ
καλοκαιριού ένας μοναχός (Κυκκώτης) βγήκε για εργασία καί, περνώντας πάνω άπό
τη Βασιλική, ή όποια είναι περιβόλι στην τοποθεσία Πυργί, εξαντλημένος άπό τόν
καύσωνα καί τή δίψα, λιποθύμησε καί έπεσε κάτω. Αμέσως παρακάλεσε την Παναγία,
λέγοντας: «Παναγία Θεοτόκε, σώσε με, διότι θά πεθάνω άπό τή δίψα».
Ή Παναγία, ή όποια
πάντοτε εισακούει έκείνους πού την παρα- καλοϋν μέ πίστη, τοϋ άπάντησε αμέσως.
Τότε ό μοναχός άκουσε μία φωνή νά του λέγει: «Κτύπησε μέ τό χέρι σου τήν πέτρα,
στήν όποια άκούμπησες, και θά βρεις νερό». Ή πέτρα ήταν πολύ μεγάλη και
βρισκόταν σέ μέρος τελείως ξηρό, χωρίς νερό καί βλάστηση. Ό μοναχός έκανε όπως
τοΰ είπε ή φωνή καί άμέσως άνάβλυσε γλυκύτατο νερό, άπό τό όποίο ήπιε. Όταν ό
μοναχός αυτός έπα- νέκτησε τίς δυνάμεις του, σηκώθηκε καί γύρισε πίσω στή Μονή.
Γεμάτος χαρά διηγήθηκε στους πατέρες όσα συνέβησαν.
Μέ τό λάδι τής Παναγίας
Μπροστά άπό μισό περίπου
αιώνα ξοΰσε ένας άγροφύλακας, πού τόν έλεγαν Άντώνη καί ήταν γνωστός σέ πολλά
χωριά της Κόνιτσας, Ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια. Είχε εννιά παιδιά, από
δύο έως δεκαεπτά χρόνων. Έξι ήταν κορίτσια καί τρία αγόρια. ’Ηταν άνθρωπος
διαφορετικός, μέ ξεχωριστό ήθος και άσυνήθιστη συμπεριφορά. Όσοι τον γνώριζαν,
τον περιέγραφαν μέ υπερβολικά λόγια. Οί περισσότεροι τον επαινούσαν και τον
συμπαθούσαν. 'Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι πού τον άντίπαθοΰσαν χωρίς αιτία καί
μιλούσαν περιφρονητικά. Ό ίδιος, άδιαφορώντας γιά τό τί λένε οί άλλοι, ήταν
ορμητικός στη ζωή του. Απ' τούς άνθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια. Προσπαθούσε μέ
τίς δικές του δυνάμεις νά καλύπτει τις βασικές άνάγκες τής οίκογένειάς του.
Εΐχε τό μικρό μισθό του, τά χωράφια, τό κυνήγι καί μερικά εύκαιριακά
μεροκάματα.
[...]. Ό Άντώνης, κάθε
φορά πού γυρνοΰσε άπ’ τά χωριά στά όποια υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του.
Οί άνθρωποι πάντα τού έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν καί τόν άγαποΰσαν. Τά παιδιά
τού άνοιγαν τόν τορβά, γιά νά δούν τί είχε μέσα. Τα λουκούμια, οί καραμέλες καί
τά φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, δταν έβρισκε ευκαιρία, τά καταβρόχθιζε
μόνος του ό ζωηρός καί σωματώδης Νικόλας, τό τρίτο παιδί τής οικογένειας.
[...]. Ό Άντώνης ήταν
άγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος καί άποφασιστικός. Αγωνιζόταν
άδιάκοπα γιά την οίκογένειά του, γι’ αύτό καί βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες
τίς εποχές. Καί τό χειμώνα, πού δέν υπήρχε κανένας λόγος νά τρέχει άπό χωριό σέ
χωριό γιά τυχόν άγροτοζημιές. ’Ήθελε νά γεμίζει καθημερινά τόν τορβά του, γιατί
καθημερινά έ'πρεπε νά θρέφει δέκα στόματα. Μιά φορά τό μήνα πήγαινε καί στη
χαράδρα τού Αώου, όπου υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα. Έφτανε μέχρι την τοποθεσία
Μύγα. Περνούσε πάντα άπ’ τό μοναστήρι τού Στομίου, όπου έκανε στάση, ιδίως δταν
γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ό μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει άπ’
τόΆγιο Όρος. Ό Άντώνης γνώριζε τό μοναχό καί συχνά τού έκμυστηρευόταν δ,τι τόν
απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε μέ πολλούς τρόπους νά
βοηθάει τον πολύτεκνο άγροφύλακα.
Στο μοναστήρι ό Άντώνης
ήθελε νά άνάβει μόνος του τά καντήλια και νά προσεύχεται μπροστά στήν εικόνα
τής Παναγίας γιά την οίκογένειά του. Ό μοναχός Παΐσιος άφηνε τον Άντώνη
έλεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση καί τη βαθιά του πίστη. Δεν
μπορούσε, όμως, νά εξηγήσει τόν πυροβολισμό πού άκουγε κάθε φορά πού
άπομακρυνόταν άπ’ τό μοναστήρι ό Άντώνης. ’Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο
κοντά του, άλλά δεν γνώριζε τί σημάδευε. Δεν τόν είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε
νά φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αύτή ή τακτική γιά άρκετούς μήνες. Κάποτε,
όμως, ό μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Άντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή καί
τόν ρώτησε:
— Βρέ Άντώνη, κάθε φορά πού φεύγεις άπ’ τό μοναστήρι, άκούω καί
μιά ντουφεκιά. Τί βρίσκεις καί σημαδεύεις;
Ό Άντώνης, λίγο άνήσυχος,
άποκάλυψε:
— Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια καί τά οικονομικά
μου είναι λιγοστά. Δεν φτάνουν ν’ άγοράσω κρέας γιά τά παιδιά μου. Έτσι παίρνω
κοντά καί τό δίκαννο κι όταν βρώ κάτι στο βουνό, τό σκοτώνω.
— Μά εσύ ντουφεκάς κάθε φορά πού έ'ρχεσαι έδώ.
— Πρέπει νά στο φανερώσω, παππούλη, τί κάνω. Όταν άνάβω τά
καντήλια, κάνω την προσευχή μου καί ζητάω άπ' την Παναγία νά μέ βοηθήσει νά πάω
στά παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Έγώ παίρνω λάδι άπ’ τό
καντήλι της καί αλείφω κάθε φορά τό στόχαστρο, πού είναι πάνω στήν κάννη καί
όλο κάτι βρίσκω.
— Πιστεύεις ότι σέ βοηθάει ή Παναγία σ’ αύτό;
— Βέβαια, παππούλη. Σέ μιά συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον
Άσπρόλακκο, τίς περισσότερες φορές μέ περιμένει κάποιο άγριο- κάτσικο, σταλμένο
άπ' τήν Παναγία. Τό σκοτώνω καί τό παίρνω.
Ό μοναχός Παΐσιος είχε
μείνει κατάπληκτος άπ’ αύτό πού ακούσε. Ζήλευε τον Άντώνη για την πίστη του,
άλλα καί τον καθαρό του νοϋ. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το
κρέας των παιδιών του.
Ό Άντώνης, όταν σκότωνε
τό άπαγορευμένο άπ’ τό νόμο ζώο, τό σήκωνε στην πλάτη του καί κατηφόριζε από
ένα δικό του μονοπάτι κοντά στην όχθη τοΰ ποταμού Αώου, σ’ ένα κρυφό σημείο,
όπου κανένας δεν μπορούσε νά τον δει. 'Ηταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν
σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω-γύρω υπήρχαν Ιτιές καί
διάφοροι θάμνοι. Εκεί ό Άντώνης έγδερνε τό αγριοκάτσικο, τό κομμάτιαζε καί τό
έβαζε μέσα στούς τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε άπ’ τό σπήλαιο,
εμφανίζονταν οί άλεποΰδες καί τα τσακάλια, πού έτρωγαν ό,τι άφηνε ό λαθροκυνηγός.
Συγχρόνως κατέβαιναν καί τα κοράκια, πού ζητούσαν τό δικό τους μερίδιο.
Ό Άντώνης, φορώντας την
ύπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν τό κρέας, πού κάποτε έφτανε καί τα είκοσι
κιλά καί οδοιπορούσε πολλές ώρες, γιά νά φτάσει στό σπίτι του. Ή ικανοποίησή
του ήταν βαθιά καί ή εύχαριστία προς την Παναγία άδιάκοπη.
Όταν ό μοναχός Παΐσιος
έφυγε άπ’ τό μοναστήρι τοΰ Στομίου, ό Άντώνης συνέχισε γιά λίγα χρόνια την ίδια
διαδρομή, όσο άντε- χαν οί σωματικές του δυνάμεις. Πολύ άργότερα, συνταξιούχος
πιά, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στό 'Άγιο Όρος καί
θέλησε νά τον έπισκεφθεΐ. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. 'Ο φημισμένος πιά
μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τά παλιά καί συμβούλεψε τό γερασμένο Άντώνη:
— Νά διατηρήσεις την
εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια τού Θεού καί νά ’σαι σίγουρος ότι όλα θά πηγαίνουν
καλά.
Παναγία ή Έλαιοβρύτισσα
('Ιερά Μονή Βατοπαιδίου)
Βρίσκεται στο «δοχείο»
(άποθήκη ύγρών: λαδιοϋ, κρασιού) τής Μονίίς Βατοπαιδίου καί διηγούνται τό εξής
θαύμα γι’ αυτήν: Όταν κάποτε ό όσιος Γεννάδιος ό Βατοπαιδινός έχοντας το
διακόνημα τού «δοχειάρη», γνωστοποίησε στον ηγούμενο ότι τό λάδι είχε τελειώσει καί θά έ'πρεπε νά
περικοπεί η χρήση του άπό τούς άδελφούς, για νά μείνει τδ τελευταίο άγγεϊο για
τις άνάγκες τής εκκλησίας, έκείνος τού άπάντησε νά μην μεριμνά αύτός, αλλά νά
συνεχίσει νά τό παρέχει ελεύθερα όπως πρώτα. Όταν λοιπόν μιά μέρα πήγε νά
άντλήσει καί την τελευταία ποσότητα πού, όπως νόμιζε, είχε άπομείνει στο
άγγείο, τό βρήκε ξεχειλισμένο καί τό λάδι νά έχει φθάσει μέχρι την πόρτα τού «δοχειοΰ».
Ή εικόνα έχει μία θαυμάσια εύωδία καί λέγεται άλλιώς καί «Δοχειάρισσα».
Ευλογίες άπό την Παναγία
Διηγήθηκε ό γέροντας
Παίσιος:
«Όταν Δεκαπενταύγουστος.
"Υστερα άπό την Θεία Λειτουργία μέ έστειλε ό Γέροντας γιά μιά εργασία.
"Ημουν εξαντλημένος άπό την νηστεία καί την προηγούμενη άγρυπνία καί μετά
την θεία Λειτουργία δεν έφαγα γιατί δεν μοΰ είπε ό Γέροντας. "Εφτασα στην
Ίβήρων καί περίμενα τό μοτόρι (καραβάκι). Ένώ θά έρχόταν τό μεσημέρι, έφθασε τό
βράδυ καί άκόμα νά φανεί. "Ημουν τελείως εξαντλημένος. Λέω νά κάνω ένα
κομποσχοίνι στην Παναγία κάτι νά μοΰ οικονομήσει. Αλλά μετά λέω στον εαυτό μου.
— Βρε χαμένε, γιά τέτοια μικροπράγματα θά ενοχλείς τήν Παναγία;
Δεν πρόλαβα νά τελειώσω
καί έρχεται ένας αδελφός άπό μέσα.
Μοΰ δίνει ένα δεματάκι
καί λέει.
— Νά άδελφέ, γιά τήν χάρη τής Κυρίας Θεοτόκου.
Τό άνοιξα. Είχε μέσα μισό
ψωμάκι, σύκα και σταφύλια. Μόλις κρατήθηκα άπό τα κλάματα μέχρι να φύγει ό
άδελφός. Αύτό συνέβη στο κιόσκι της Ίβήρων».
Κα'ι άλλοτε έλαβε
άμεσότερη πείρα της Θεομητορικές Προνοίας στον άρσανά τού ίδιου μοναστηριού.
Διηγήθηκε ό γέροντας:
«Άπό την εξάντληση δεν
αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νά μην λιποθυμήσω εκεί και με δουν οί έργάτες. Γι’
αύτό έκανα κουράγιο καί πήγα πίσω άπό μια ντάνα ξύλα. Σκέφθηκα πρός στιγμή νά
παρακαλέσω τήν Παναγία καί άμέσως είπα στον εαυτό μου.
— ’Άθλιε, τήν Παναγία για
τό ψωμάκι τήν έχουμε;
Καί μόλις είπα αύτά, νά ή
Παναγία καί μοΰ έδωσε ζεστό ψωμί καί σταφύλι. Έ, άπό κεί καί πέρα μετά......
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου