ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός


theotokos


Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔζησε στὰ χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου (717741), καθὼς καὶ τοῦ διαδόχου του Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου.

Πατρίδα του ἦταν ἡ Δαμασκὸς τῆς Συρίας, ἕδρα τότε τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Οἱ γονεῖς του, ἐπιφανεῖς Ἑλληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στοὺς ἐλάχιστους χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν ὑπουργὸς στὴν κυβέρνηση τοῦ χαλίφη, ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῶν χριστιανῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ ὅσιος ἀκολούθησε τὶς ἐγκύκλιες σπουδὲς κοντὰ στὸν σοφὸ δάσκαλο Κοσμᾶ, αἰχμάλωτο ἕλληνα μοναχὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Μὲ τὴν ὀξύνοια καὶ ἐπιμέλειά του ἀπέκτησε σύντομα ἄρτια παιδεία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, μπαίνει κι αὐτὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ χαλιφάτου σὰν πρωτοσύμβουλος. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ἴσαυρο ὁ Ἰωάννης ἀποδύεται μὲ τὴν πέννα του στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ «μαχαίρα τοῦ Πνεύματος» στηλιτεύει τὸ δόγμα τοῦ Λέοντος. Τεκμηριώνει τὶς θέσεις του μὲ θεολογικὲς ἀποδείξεις, Ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ ἁγιολογικὰ παραδείγματα, καὶ ἀποκαλεῖ τοὺς εἰκονομάχους αἱρετικοὺς καὶ ἀντίθεους.

Ὁ Λέων θέλησε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Πλαστογραφεῖ λοιπὸν μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴ στέλνει στὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ζητοῦσε τάχα ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ χαλίφη.

Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος καλεῖ τὸν Ἰωάννη καί, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει ν᾿ ἀπολογηθεῖ, διατάζει νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξὶ χέρι. Σὲ λίγο τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο χέρι ποὺ στηλίτευε τοὺς εἰκονομάχους κόπηκε, καὶ βαμμένο στὸ αἷμα τοῦ κρεμάστηκε στὴν ἀγορὰ σὲ δημόσια θέα.

Τὸ βράδυ ὁ ὅσιος στέλνει μεσίτες καὶ ζητᾶ τὸ χέρι του νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Μόλις τὸ φέρνουν, τὸ παίρνει καὶ κατευθύνεται στὸ ἐκκλησάκι ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του. Πλησιάζει στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς, τοποθετεῖ τὸ κομμένο χέρι στὴ θέση του καὶ παρακαλεῖ καὶ θρηνεῖ καὶ στενάζει:

«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου, ἡ δεξιά μου κόπηκε γιὰ τὶς σεπτὲς εἰκόνες. Δὲν ἀγνοεῖς τὴν ἀφορμὴ π᾿ ὀργίστηκε ὁ Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπὸν καὶ γιάτρεψε τὸ χέρι. Ἡ δεξιὰ τοῦ Ποιητοῦ, ποὺ εἶν᾿ ἐκ τῆς σαρκός σου, πολλὲς δυνάμεις ἐνεργεῖ μὲ τὴν παράκλησή σου. Τώρα λοιπὸν τὸ δεξιὸ θεράπευσέ μου χέρι, γιὰ νὰ συγγράφει μὲ ρυθμὸ καὶ ἁρμονία ὕμνους, ὅσους μοῦ δώσεις νὰ ποιῶ γιὰ σὲ καὶ τὸν Υἱό σου καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση πίστεως ὀρθοδόξου. Ὅσα ζητήσεις δύνασαι ὡς τοῦ Θεοῦ μητέρα!» Αὐτὰ εἶπε μὲ δάκρυα ὁ ὅσιος κι ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τὴ Θεομήτορα στὴν εἰκόνα της, νὰ τὸν κοιτάζει μὲ Ἱλαρότητα καὶ πονετικὰ νὰ τοῦ λέει:

Γιὰ κοίτα! Τὸ χέρι σου θεραπεύτηκε. Μὴ στενοχωριέσαι ἄλλο. Κάνε τὸ ὅμως, καθὼς μοῦ ὑποσχέθηκες,
«κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου».

Ξυπνᾶ ὁ Ἰωάννης καὶ βλέπει κατάπληκτος τὸ χέρι τοῦ θεραπευμένο καὶ συγκολλημένο. Ἦταν τόση ἡ χαρά του, ὥστε ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα ἔψαλλε ἐγκώμια καὶ εὐχαριστίες στὴν Παναγία.

Ἡ θαυμαστὴ θεραπεία τὸν ἔχει συγκλονίσει βαθιὰ καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία μεγάλη ἀπόφαση. Ἐλευθερώνει τοὺς δούλους του, μοιράζει τὴν περιουσία του καὶ ξεκινᾶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε βιοτικὸ γιὰ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα μὲ τὸν σκοπὸ νὰ μονάσει.

Ἐκεῖ δείχνει ἀπαράμιλλη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση στὸν γέροντά του. Δὲν κάνει τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία του. Κάποτε ὅμως ὁ γείτονάς του μοναχὸς τὸν πίεσε νὰ γράψει ἕνα νεκρώσιμο ὕμνο. Ἐκεῖνος συνέθεσε τὸ τροπάριο «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα...» καὶ τὸ ἔψαλλε κατανυκτικὰ στὸ κελί του.

Ὁ γέροντας τυχαῖα τὸν ἄκουσε. Κι ἐπειδὴ τοῦ εἶχε ἀπαγορεύσει νὰ συγγράφει καὶ νὰ ψάλλει, τὸν κανόνισε μὲ τὸ ἐπιτίμιο νὰ καθαρίσει ὅλα τὰ ἀποχωρητήρια τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε πρόθυμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ ἀποχωρητήριο τοῦ μοναχοῦ ποὺ ἔμενε στὸ διπλανὸ κελί.

Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες παρουσιάζεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὸν γέροντα, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν, καὶ τοῦ λέει:

Γιατί ἔφραξες τέτοια πηγή, ποῦ ἀναβλύζει οὐράνιο νέκταρ; Ἄφησέ τη νὰ τρέξει, γιὰ νὰ ποτίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ὁ Ἰωάννης θὰ ὑπερβεῖ τὴ λύρα τοῦ Δαβίδ, θὰ συνθέσει ὕμνους καλύτερους ἀπ᾿ τὴν ὠδὴ
τοῦ Μωυσῆ καὶ θὰ μελωδήσει πιὸ τεχνικὰ ἀπὸ τὸν Ὀρφέα. Θὰ στηλιτεύσει τὶς αἱρέσεις καὶ θὰ ὀρθοτομήσει τὰ δόγματα τῆς πίστεως.

Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος, μὲ τὴν εὐλογία πιὰ τοῦ γέροντά του, σὰν ἄλλος χείμαρρος πνευματικός, ἄρχισε νὰ ψάλλει, νὰ στιχουργεῖ, νὰ μελοποιεῖ καὶ νὰ συγγράφει πρὸς δόξαν Θεοῦ, τῆς Παναγίας Μητέρας Του καὶ τῶν ἁγίων.

Καὶ ὅταν «ἐτελείωσε τὸ ἔργον, ὃ δέδωκεν αὐτῷ ὁ Κύριος ἵνα ποιήσῃ», μετοίκησε στὸν οὐρανό, γιὰ ν᾿
ἀπολαύσει ἐκεῖ πολλαπλάσια τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων του.

Τὸ ἀπόστημα τοῦ σχολάρχη

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντὴς στὴν Ἀθωνιάδα σχολὴ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰ. Στὴν ἱερὰ μονὴ Διονυσίου ὁ σοφὸς αὐτὸς ἄνδρας δοκίμασε τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκάθιστου, ἡ ὁποία τὸν θεράπευσε ἀπὸ ἕνα ὀδυνηρὸ ἀπόστημα.

Θὰ διηγηθῶ, σημειώνει ὁ ἴδιος, τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε σὲ μένα ἡ Παναγία, γιὰ νὰ τῆς ἀποδώσω ἔτσι τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ τῆς ὀφείλω. Δὲν τὸ γράφω γιὰ νὰ ὑπερηφανευθῶ ὅτι δέχτηκα τάχα θεία ἐπίσκεψη, κι οὔτε μὲ πειράζει, ἂν θὰ μὲ χαρακτηρίσουν ἀνόητο γιὰ τὴ διήγηση.

Τὸ 1758, λοιπόν, ἤμουν σχολάρχης στὴν Ἀθωνιάδα. Ὅταν ἦρθε ἡ ἄνοιξη, παρουσιάστηκε στὸ βάθος τῆς ἀριστερῆς μου μασχάλης ἕνα ἐπικίνδυνο ἀπόστημα. Μὲ ταλαιπωροῦσε ἕνας ἐλαφρὸς πυρετὸς κι ἔνοιωθα ἐξάντληση. Τὸ ἀπόστημα διαρκῶς μεγάλωνε καὶ σκλήραινε. Ὅλο τὸ κοίλωμα τῆς μασχάλης καὶ ὁ ἀριστερὸς μαστὸς εἶχαν σκληράνει σὰν τὴν πέτρα.

Πονοῦσα φοβερά. Δὲν μποροῦσα ὄχι μόνο νὰ σταθῶ, μὰ οὔτε νὰ καθίσω, νὰ ξαπλώσω, νὰ κοιμηθῶ ἡ νὰ ἀναπνεύσω ἐλεύθερα. Ἔνοιωθα ἀπογοήτευση καὶ προτιμοῦσα τὸν θάνατο ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ταλαιπωρία.

Μερικοὶ φίλοι μὲ συμβούλευαν νὰ νοσηλευθῶ σὲ νοσοκομεῖο τῆς Χίου, τῆς Σμύρνης ἡ τῆς Θεσσαλονίκης.
Κάθε ὅμως μετακίνηση ἦταν δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη.

Πάνω στὴν ἀπελπισία μου μαθαίνω ὅτι κάποιος Διονυσιάτης μοναχὸς Νικηφόρος εἶναι εἰδικὸς στὸ νὰ χειρουργεῖ ἀποστήματα. Παίρνω τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Μὲ βάλανε μὲ πολὺ κόπο σὲ μία μικρὴ βάρκα, κι ἀφοῦ κάναμε τὸν περίπλου τοῦ Ἄθωνα φθάσαμε στὴ μονὴ Διονυσίου.

Ὁ π. Νικηφόρος ἐξέτασε προσεκτικὰ τὸ ἀπόστημα καὶ μοῦ εἶπε:

Ἔχε θάρρος. Τὴ θεραπεία ὅμως νὰ τὴν περιμένεις ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, τὸν προστάτη τῆς μονῆς. Ἐγὼ μόνο σὰν Βοηθός του θὰ σοῦ χρησιμεύσω.

Συγχρόνως ἔβαλε στὸ πονεμένο μέρος μαλακτικά, γιὰ νὰ μαλακώσουν τὴ σκληρότητά του. Μέσα μου φούντωσε ἡ ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου θὰ μὲ θεράπευε.

Ὁ π. Νικηφόρος μου ἔβαζε χίλια δυὸ καταπλάσματα. Καὶ τί δὲν ἐπινοοῦσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φροῦτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Τὸ ἀπόστημα ὅμως οὔτε ὑποχωροῦσε οὔτε μαλάκωνε. Ἀντίθετα, χειροτέρευε.

Τότε ὁ γέροντας ἀποφάσισε νὰ μὲ χειρουργήσει. Ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸ κακὸ στὴ ρίζα, ἡ ὁποία, καθὼς ἔλεγε, ἦταν μεγάλη σὰν ρεβίθι. θὰ βύθιζε λοιπὸν στὸ βάθος τὸ μαχαίρι καί, βγάζοντας τὴ ρίζα ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, σύντομα θὰ ἐξαφανιζόταν καὶ ὅλο τὸ ἀπόστημα.

Ἐγὼ ὅμως φοβήθηκα τὴν τόλμη τοῦ χειρούργου. Ἀπόστημα ποὺ δὲν εἶχε ὡριμάσει δὲν ἔπρεπε καὶ νὰ χειρουργηθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ἀρνήθηκα τὴν ἐπέμβαση. Ἔτσι ὁ π. Νικηφόρος ἀπελπίστηκε γιὰ τὴ θεραπεία μου, ἐνῶ ἐγὼ γιὰ τὴ ζωή μου.

«Ἀπογοητευμένος τελείως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια, στράφηκα πρὸς τὴ Μητέρα τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ τὴν ἱκέτευα ἐπίμονα μὲ δάκρυα νὰ μοῦ γίνει ἰατρὸς καὶ θεραπευτῆς.

«Βλέψον ἰλέῳ ὄμματί σου καὶ ἔπισκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω», θρηνοῦσα μὲ χαμηλὴ φωνή.

Ὕστερα γυρίζω στοὺς παρόντες καὶ τοὺς λέω:

Πηγαίνετε μὲ στὸ παρεκκλήσι τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ ἀφῆστε μὲ μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα της.

Πράγματι, μὲ πῆγαν ἐκεῖ σηκωτό. Κι ἐνῶ ὁ παπὰς ἔψαλλε γιὰ χάρη μου τὴ μεγάλη Παράκληση, ἐγὼ διαρκῶς ἔκλαιγα. Τέλος ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κι ἀφοῦ ἔβρεξα τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά μου, ἱκέτευσα θερμὰ καὶ εἶπα:

Μὴ μ᾿ ἀφήσεις, Μητέρα, νὰ χαθῶ. Σταμάτησε τὴ συμφορά μου. «Πάντα γὰρ δύνασαι ὡς μήτηρ οὖσα τοῦ τὰ πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ».

Αὐτὸ ἦταν! Ἀμέσως ἔνοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα καὶ βγῆκα χαρούμενος ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι. Μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀδελφοῦ καὶ τοῦ μπαστουνιοῦ μου ἀνέβηκα στὸ κελί μου καὶ κοιμήθηκα ἐπὶ τέλους ὅλη τὴ νύχτα ἐγώ, ποὺ πέρασα τόσες νύχτες ἄυπνος ἀπὸ τοὺς πόνους.

Τὸ πρωὶ ἤμουν ἤρεμος. Τὸ ἀπόστημα σὲ λίγο μαράθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε.

Ἀπὸ τότε αἰσθάνομαι ὀφειλέτης στὴ Θεομήτορα καὶ κηρύττω παντοῦ τὸ θαῦμα της».


Ἡ μοναχὴ Ἐρμιόνη

Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια.
Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.

Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.

Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!

Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.

Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.

Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.

Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.

Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!

Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.

Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.

Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.

Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἐρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.

Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης

καὶ τῆς εἶπε:

Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.

Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.

Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.

Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.

Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.

Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.

Ἐρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτό μου συνέβη.

Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.

Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.

Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.

Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.

Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.

Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.

Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.

Καὶ τότε τί θὰ γίνει;

Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.

Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας
«ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».

Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.

Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ σὰν Ἐρμιόνη μοναχὴ ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὁ ἐπονομαζόμενος «ἀγγελόφωνος» γιὰ τὴν ὄντως ἀγγελική του φωνή,
γεννήθηκε στὸ Δυρράχιο τὸ 1270, στὰ χρόνια της βασιλείας τῶν Κομνηνῶν.

Γιὰ τὴν ἐξαίρετη φωνὴ τοῦ τὸν προσέλαβαν σὲ βασιλικὸ σχολεῖο μουσικῆς. Ἦταν ἐξαίρετος καὶ στὸ ἦθος, γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ πρόσκαιρη δόξα τοῦ στερήσει τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση, σχεδίαζε ν᾿ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Κάποτε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθω ἐπισκέφθηκε τὸν βασιλιὰ γιὰ ἀναγκαία ὑπόθεση. Ἡ θέα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ κοσμιότητά του φούντωσαν στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία. Ἀδιαφορεῖ λοιπὸν γιὰ τὴ βασιλικὴ εὔνοια, ἀλλάζει τὰ μεταξωτὰ ροῦχα του μὲ τρίχινα, παίρνει ἕνα ραβδὶ καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ Λαύρα.

Ὁ θυρωρὸς τῆς μονῆς τὸν ρωτάει:

Τί ζητᾶς καὶ ποιὰ τέχνη γνωρίζεις;

Κι ἐκεῖνος, κρύβοντας τὴν πραγματική του τέχνη γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀνακαλύψει ὁ βασιλιάς, ἅπαντα:

Βοσκὸς εἶμαι καὶ ποθῶ νὰ γίνω μοναχός.

Ὁ ἡγούμενος τὸν δέχθηκε, τὸν δοκίμασε γιὰ λίγο καιρὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκειρε μοναχὸ τὸν ἔστειλε στὸ βουνὸ νὰ βόσκει τράγους. Ἔτσι ὁ ὅσιος πραγματοποίησε τὸν πόθο του καί, ἐκτελώντας τὴ διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως ἀπερίσπαστος μέσα στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἡσυχία.

Μία μέρα ἔβοσκε τοὺς τράγους σ᾿ ἕνα ἀκρωτήριο. Κοίταξε δεξιὰ κι ἀριστερά, βεβαιώθηκε πὼς δὲν ὑπάρχει κανένας, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει ἕναν ὕμνο μὲ περισσὴ τέχνη καὶ κατάνυξη.

Κάποιος ἀσκητὴς ἐκεῖ κοντὰ ἄκουσε τὴν οὐράνια μελωδία καὶ βγῆκε ἀπορημένος ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Βλέπει τότε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα: οἱ τράγοι εἶχαν σταματήσει τὴ βοσκὴ καὶ παρακολουθοῦσαν τὸν ἐξαίρετο ψάλτη.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθει ὁ ἡγούμενος. Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος ἀξιοποίησε τὸ σπάνιο χάρισμά του, ψάλλοντας στὸν δεξιὸ χορὸ τοῦ καθολικοῦ της Λαύρας. Ἦταν Σάββατο τοῦ Ἀκάθιστου καὶ ὁ Κουκουζέλης, ἀφοῦ ἔψαλε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἰδιόμελα καὶ τὸν κανόνα τῆς Θεοτόκου, ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κούραση, ὄρθιος στὸ στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστὰ τοῦ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀκούει τὴ γλυκεία φωνή της:

Χαῖρε Ἰωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω.

Καὶ λέγοντας αὐτά, τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ξυπνᾶ ἀμέσως ὁ ὅσιος καὶ βλέπει γεμάτος χαρὰ στὸ δεξί του χέρι τὸ φλουρί. Εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν εὔνοιά της καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἐκκλησία. Τὸ νόμισμα αὐτὸ εἶχε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ τελοῦσε μεγάλα θαύματα.

Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος Ἰωάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὸν δεξιὸ χορό, ψάλλοντας μὲ προθυμία καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο καὶ τὴ Μητέρα Του. Ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο καὶ τὴν ὀρθοστασία σάπισε τὸ πόδι του κι ἔβγαζε μία δύσοσμη ὀσμή. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἐμφανίζεται πάλι καὶ τοῦ λέει:

Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ὑγιής.

Ἀμέσως ὁ ὅσιος θεραπεύθηκε καὶ παρέμεινε ὑγιὴς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προεῖδε μάλιστα τὸν θάνατό του, ζήτησε συγχώρηση ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκοιμήθη ὀσιακῶς τὴν 1η Ὀκτωβρίου.

Ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου

Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (1η καί, ἀργότερα, 28η Ὀκτωβρίου) ἀντλεῖ τὴν ὑπόθεσή της ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στὸν ὅσιο ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καθιερωθεῖ ἡ ἑορτὴ αὐτή.

Τὸ περιστατικὸ συνέβη στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, στὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σωροῦ,
ὅπου φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καὶ μέρος τῆς ζώνης τῆς Θεοτόκου.

Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του ἅγιο Ἔπιφανιο.

Ἦταν ἡ ὥρα περίπου 10 τὸ βράδυ, ὅποτε ὁ ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.

Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσα τοὺς ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἀπὸ τοὺς λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά.

Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἔπιφανιο:

Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;

Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.

Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα. Παρακαλοῦσε τὸν Υἱὸ τῆς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπό της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν.

Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ τῆς τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια τῆς πάνω στὸ ἐκκλησίασμα.

Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα θεϊκή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη του. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγολίγο καὶ νὰ χάνεται.


Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

Ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ρώσων ἁγίων, ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Παναγία ἔτρεφε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη εὔνοια, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ πολλές της ἐμφανίσεις σ᾿ αὐτόν.

Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία,
γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:

Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστός με τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.

Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:

Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!

Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.

Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:

Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.

Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:

Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.

Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:

Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.

Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.

Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.

Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν
καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας.
Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.

Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:

Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!

Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:

Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ
Παχωμίου.

Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».


Γέρων Γελάσιος

Στὶς Φώκιες τῆς Μικρασίας πρωτοεῖδε τὸν ἥλιο ὁ γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε τὸ 1902, καὶ μέχρι τὸν φρικτὸ

διωγμὸ τοῦ 1922 γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς μικρασιατικῆς εὐσέβειας.

Μικρὸς πήγαινε στὰ ἐξωκλήσια τῶν νησιῶν ποὺ ἦταν μπροστὰ στὸ λιμάνι, κι ὅταν γύριζε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του:

Μάνα, ποιὰ εἶναι ἡ γυναίκα ποῦ κρατάει τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μέσα στὴν ἐκκλησία;

Ἡ κυρὰ Παναγιά, ἀπαντοῦσε ἐκείνη γλυκά, μὲ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστό.

Ἀπὸ μικρὸς ὁ γέροντας ἔβλεπε χειροπιαστὴ στὴ ζωὴ τοῦ τὴν προστασία τῆς Παναγίας καὶ τὴν καθοδήγησή της. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν κατατάσσεται ἐθελοντὴς στὸν συμμαχικὸ στρατό, φλεγόμενος ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε σ᾿ ἕνα ναυάγιο στὴ Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀφοῦ πάλεψε τρία μερόνυχτα στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.

Στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, εἶχε παρηγοριὰ τοῦ τὴν Παναγία τῆς Ἁγιάσου. Τὰ τάματα ποὺ τῆς εἶχε κάνει σὰν ψαρὰς καὶ ναυτικός, τὰ ξεπλήρωσε ἀργότερα σὰν μοναχός, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν εὐχαριστία καὶ εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ βοήθειά της.

Τὸ 1928, διηγεῖται ὁ ἴδιος, ταξίδευα μὲ τὸ καΐκι μας ἔξω ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς καὶ τὸ καΐκι ἔτρεχε μὲ 8 μίλια.

Βρὲ Ἀντώνη, εἶπα στὸν ἀδελφό μου, ἐπιθυμῶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγία.

Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε:

Τέτοιον καιρὸ δὲν θὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἐμεῖς τὸ πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸν Πειραιά.

Τί νὰ ἔλεγα; Ὁ Ἀντώνης ἦταν μεγαλύτερος. Ἔκανα λοιπὸν βόλτες στὸ κατάστρωμα, μέχρι ποὺ πλησιάσαμε 300400 μέτρα στὸ λιμάνι. Τότε ξαφνικὰ κόπηκε ὁ ἀέρας. Ἡ θάλασσα ἔγινε λάδι γύρω ἀπ᾿ τὸ καΐκι. Κρέμασαν τὰ πανιά. Τί παράξενο ὅμως! Ἡ μπουνάτσα ἔγινε μόνο νιά μας. Πιὸ πέρα ὁ ἀέρας βούιζε. Ἦταν, φαίνεται, ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία μου.

Ἄντε, νὰ γίνει τὸ χούι σου, εἶπε ὁ Ἀντώνης.

Ἦταν Πάσχα. Βγήκαμε καὶ προσκυνήσαμε. Ἐκεῖ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Ὁ ἄγγελος ἔβοα».

Ἀργότερα ἡ Παναγία κάλεσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν π. Γελάσιο ἀπὸ τὸ καΐκι τοῦ στὸ περιβόλι της.

Μία νύχτα στὸν ὕπνο μου, διηγεῖται ὁ γέροντας, μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν πολὺς λαὸς συγκεντρωμένος γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὴ βασίλισσα. Ἀπὸ μακριὰ φάνηκαν «τ᾿ ἀλόγατα» ποὺ τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσὴ ἅμαξα. Πάνω τῆς καθόταν ἡ βασίλισσα μὲ πλῆθος δορυφόρων καὶ ἀξιωματικῶν. Ξαφνικὰ κάποιος μὲ ἅρπαξε καὶ μὲ ἀνέβασε στὴν ἅμαξα, στὸ πίσω μέρος. Σὲ λίγο φθάσαμε σ᾿ ἕνα κάστρο μὲ πύργους καὶ λαμπρὸ παλάτι. Ἐκεῖ ἡ βασίλισσα κατέβηκε. Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ τὴ δῶ καθαρά. Πρόσεξα μόνο τὸ ἕνα μέρος τοῦ προσώπου της, καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες τοῦ παλατιοῦ.

Ξύπνησα! Βγῆκα ἔξω καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο, ὅπου ἦταν καὶ ἄλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στὸ Πασαλιμάνι μὲ τὸ καΐκι μου φορτωμένο. Ὁ νοῦς μου ὅμως εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασίλισσας. Ἀργότερα συνάντησα κάποιον Ἁγιαννανίτη μοναχό. Τοῦ διηγήθηκα τ᾿ ὄνειρό μου κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε πὼς μὲ καλεῖ ἡ Παναγία στὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ γίνω πιστός της ἀκόλουθος.

Ἡ καρδιά μου γιὰ λίγο διχάστηκε. Νίκησε ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς βασίλισσας. Τὴν ἴδια μέρα ἐγκατέλειψα κι ἐγώ, σὰν τοὺς Ἀποστόλους, πλοῖο φορτωμένο, ἀδελφό, γονεῖς, καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸν Ἄθωνα. Τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ μονὴ Γρηγορίου. Μπῆκα στὸ καθολικὸ νὰ προσκυνήσω. Τὴν ὥρα ἐκείνη ψαλλόταν ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισα τὴ βασίλισσα τοῦ ὀνείρου μου! Ἔσπευσα νὰ τὴν ἀσπασθῶ, ὅποτε ὁ διάκοΘεόδωρος, ποὺ στεκόταν ἐκεῖ, μοῦ εἶπε:

Χάθηκαν οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, παιδί μου, καὶ ἦρθες στὸ τέμπλο νὰ προσκυνήσεις;

Ἀλλά, βέβαια, ποὺ νὰ ἤξερε τὴ δική μου καρδιά...».




ἘΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓίΑΣ
(ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου)

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |