Σάββατο 13 Αυγούστου 2016
1. Πτυχές τού Μεσιτευτικοΰ ’Έργου τής Θεομήτορος
1 Η Θεοτόκος ως υπέρμαχος
τής Ορθοδοξίας
Ή Παναγία είναι, κατά την
ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, σύμφωνα μέ όσα άποφάσισε περ'ι αυτής ή Γ' έν
Έφέσω Οικουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.): Ύπεραγία, Θεοτόκος, Αειπάρθενος και
Μεσίτρια. Είναι ή Μητέρα τού Θεού καί τών άνθρώπων, βασίλισσα γής καί ούρανοΰ.
Πολύ όμως πριν από τίιν οικουμενική αύτή απόφαση, οί πιστοί είχαν διαμορφώσει
τη συνείδηση ότι ή Μαρία είναι τό δοχεϊον τοϋ Πνεύματος, διάκονος τής
προαιώνιου βουλής τού Θεού «δί ημάς τούς ανθρώπους καί διά την ήμετέραν
σωτηρίαν», άκαταίσχυντος προστάτιδα τών χριστιανών. Διά τούτο καί τιμάται ήδη
από τούς πιστούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων, ενίοτε με δόση, υπερβολής,
τίιν όποια εγκαίρως (καί πριν ακόμη από τό 431 μ.Χ.) οί Πατέρες επιχείρησαν νά
περιορίσουν στο ορθό πλαίσιο, όπως τούτο άποδεικνύεται καί από τον άγιο
Έπιφάνιο, έπίσκοπο Σαλαμίνος Κύπρου (κοιμήθηκε τό 403 μ.Χ.), ό όποίος
συνιστοΰσε ότι «εις μεν τον Κύριον πρέπει λατρεία, εις δε την Θεοτόκον τιμή και
προσκύνησις». Ό άγιος Πατέρας ψέγει μέ παρρησία την παρατηρούμενη στις ημέρες
του ύπερβολή έναντι τού τιμίου προσώπου τής Παναγίας, καί τούτο τον άναδεικνύει
αληθινό Ποιμένα τής Εκκλησίας, πού αγρυπνεί, κατά τον Απόστολο Παύλο, ύπέρ των
ψυχών τού ποιμνίου του. Μάλιστα στον Άγκυρωτόν λεγόμενο λόγο του άποκαλεϊ την
Παρθένο, πολύ πριν από την Οικουμενική Σύνοδο τής Εφέσου, Θεοτόκο.
Ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία μας
ούτε ύπερτιμά τό πρόσωπο τής Ύπεραγίας Θεοτόκου, τοποθετώντας το στη θέση τής
θεότητος, ούτε την ύποτιμά, θεωρώντας την κοινή θνητή γυναίκα, διότι είναι ή Κεχαριτωμένη,
όπως ακριβώς τήν προσφώνησε ό απεσταλμένος τού Θεού Αρχάγγελος (Λουκ. 1, 28,
30, 35). Μάλιστα ή Παρθένος μετά τήν επί τής γής Κοίμησή της καί τήν εις
ούρανούς Μετάστασή Της, βρίσκεται σέ κατάσταση δόξας καί τιμής, όπως τούτο
γίνεται φανερό καί από τό όραμα πού περιγράφεται στήν Αποκάλυψη (κεφ. 12,1-6).
Βασικό στοιχείο τής
ορθόδοξης πίστης είναι ή θέση τής Μαρίας, ώς Μητέρας τού Χριστού. Μία παρθένος
έπιλέχθηκε από τον Θεό ώς λειτουργός στο καινοποιητικό θείο μυστήριο. Ό Λόγος
έπρεπε νά έχει μητέρα γιά νά είναι πραγματική ή άνθρώπινη φύση Του. Αφού · δε
δεν ήταν δυνατόν νά έχει πατέρα (ήταν «άπάτωρ εκ μητρός»), ή Μητέρα Του έπρεπε
νά είναι παρθένος, δηλαδή κόρη άπείρανδρος. Τόν παρθενικό τόκο τής Μαρίας
προείδε ό Ήσάΐας στήν παλαιά εποχή, φωτιζόμενος άπό τό Πνεύμα τού Θεού- «’Ιδού
ή παρθένος έξει εν γαστρί καί τέξεται υιόν...». Ή προφητική φωνή προμήνυε τήν
απόρρητη, θεία βουλή. Ή Μαρία ύπήρξε «παρθενομήτωρ», συνταιριασμένη στον
καινούργιο ρυθμό της νέας φύσεως. Ό ρόλος Της δέ αύτός ήταν απαραίτητος για τήν
οικονομία της λυτρώσεως. ’Ηταν ή ταπεινή συνεισφορά τοϋ ξεπεσμένου γένους στο
έργο της σωτηρίας του. Ή ανθρωπότητα παρείχε τήν Κόρη της, για νά έχει διαμέσου
αυτής τον Σωτήρα της. Ή πεσμένη φύση έπρεπε νά συμβάλει καί αυτή στο έργο τής
σωτηρίας της. Ή συνεισφορά δέ αυτή ήταν ή «θεόπαις Μαριάμ», ή ταπεινή Κόρη τής
Ναζαρέτ, ή γυναίκα ή άσπιλη καί καλή, πού θά δάνειζε τή σάρκα της για νά
προέλθει άπ’ αύτήν ή ανθρώπινη φύση τοΰ Εμμανουήλ, τό άπαστράπτον δοχείο τοϋ
Δεσπότου, ή «Κεχαριτωμένη», τής όποιας ή καθαρότητα καί ή πνευματική καλλονή
οδήγησαν σε έκσταση τό λειτουργικό πνεύμα τοΰ Θεοϋ· ό θρόνος τοϋ Παμβασιλέως, ή
Πλατυτέρα τών ουρανών, ή Βασίλισσα τοΰ ούρανοΰ καί τής γής. Ή παρθενία τής
Μαρίας δέν λειτούργησε μονάχα στή Σύλληψη τοϋ Υίοϋ Της, αλλά καί στή Γέννησή
Του. Ή Μαρία όντως γέννησε, αλλά έμεινε παρθένος. Ό τόκος της δέν κατέλυσε τά
σήμαντρα τής παρθενίας Της. Όπως παρθένος συνέλαβε, έτσι καί παρθένος γέννησε.
Αλλά καί μετά τόν τόκο δέν έχασε τήν παρθενία Της, παραμένοντας έσαεί παρθένος,
αειπάρθενος. Όπως δέ λέγει ό ιερός Αυγουστίνος- «Παρθένος συνέλαβε, παρθένος
έτεκε καί μετά τόκον παρθένος διέμεινεν». Τέλος, ένα άλλο σημείο συναφές μέ τά
πιο πάνω είναι ό ανώδυνος καί άλόχευτος τόκος τής Παρθένου. Ή Μητέρα τοϋ Θεοϋ
δέν ένιωσε πόνους κατά τή γέννα Της. Οί πόνοι είχαν έπιβληθεΐ σάν κατάρα άπό
τόν Θεό προς τήν Εΰα γιά τόν μοιραίο ρόλο της στό τραγικό δράμα τής Έδέμ. Ή
έπώδυνη γέννηση άκολουθοΰσε τήν ένήδονη σύλληψη. Τέτοια όμως σύλληψη δέν έγινε
στή Θεοτόκο. Ό τόκος Της συνεπώς ήταν έξω άπό τήν κατάρα. "Ηταν ό τοκετός
πού θά γινόταν αν ή Εϋα έμενε πιστή στήν εντολή τοΰ Θεοϋ. Αλλά καί τά φυσικά
λόχια δέν είχε ό τόκος τής Μαρίας. ’Ηταν τόκος άλόχευτος.
Τίποτε, λοιπόν, δεν
γνώρισε ή Μαρία από τίιν παλαιά φυσική γέννηση, γιατί ώς μητέρα λειτουργούσε ώς
Απαρχή στίιν ανακαινισμένη Ανθρωπότητα, στους καινούργιους ρυθμούς στους
όποίους μπήκε ή φύση τών Ανθρώπων με τίιν καινοφανή γέννηση τού τόκου Της.
Τό ζήτημα τής παρθενίας
και Αειπαρθενίας τής Μαρίας είναι πολύ σημαντικό στην ορθόδοξη παράδοση, γιατί
εκφράζει όσο κανένα άλλο την πνευματικότητα και τό σωτηριολογικό ήθος τής
"Ορθοδοξίας. Παρόμοιες ιδέες είναι Ανήκουστες σέ συμπαγείς κύκλους τής
ετερόδοξης Δύσεως. Τα περί Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου διδάγματα τής ’Ορθόδοξης
Ανατολής δεν Αγγίζουν την ψυχή όρθολογιστών θεολόγων τού Προτεσταντισμού με τον
φιλελεύθερο ύποκειμενισμό καί τή λογοκρατία πού τούς διακρίνουν. Την παρθενία
τής Μαρίας τή βλέπουν Από άποψη εξωτερική. Δέν έχουν τή δύναμη να είσδύσουν στο
βάθος τού θεομητορικού θαύματος, να πιάσουν τα βαθύτερα μηνύματά του καί να
νιώσουν τούς τόσο πλούσιους μυστηριακούς του κραδασμούς. Καί δέχονται μεν τήν
παρθενική σύλληψη τού Υίοΰ τού Θεού- όχι όμως καί τήν άειπαρ- θενία τής
Πάναγνης. Τό δόγμα αύτό τό Απορρίπτουν -για να μήν πούμε τό περιφρονοΰν-
Αποκομμένοι Από τό σώμα τής Αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως καί ερμηνεύοντας
αύθαίρετα όσα χωρία παρέχει σχετικώς ή Αγία Γραφή. ’Έτσι, ερμηνεύοντας κακώς
όσα λέγονται περί Αδελφών τού Κυρίου καί άπορρίπτοντας τή μαρτυρία τής
εκκλησιαστικής παράδοσης πού εξηγεί τή Γραφή, ισχυρίζονται ότι ή Μαρία, μετά τή
Γέννηση τού Κυρίου, είχε γαμική σχέση με τον Ιωσήφ, Από τήν όποια Απέκτησε τούς
Αδελφούς τού ’Ιησού!
Στους Ρωμαιοκαθολικούς
Αντίθετα έχουμε δογματικές εκκεντρικότατες γύρω Από τό μαριολογικό δόγμα τής
πίστεως. ’Έχοντας τήν αίσθηση ότι είναι κύριοι τής παραδόσεως (ό Πάπας) καί
Ανέκαθεν έπιρρεπείς σέ καινοτομίες καί νεωτερισμούς, έπλασαν δόγματα πού καμιά
σχέση δέν έχουν μέ τή διδασκαλία τής Γραφής καί τήν άποστολική παράδοση τίϊς
Εκκλησίας. Έτσι είσήγαγαν ώς δόγμα την ’Άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου, ότι δηλαδή
ή Μαρία, ένόψει τοϋ μεγάλου θεομητορικού ρόλου Της, άξιώθηκε άπό τον Θεό να
γεννηθεί χωρίς να φέρει τό προπάτορικό άμάρτημα. Θεωρία φυσικά εσφαλμένη, διότι
ή Μαρία, ώς άληθινή απόγονος τοΰ Άδάμ καί γεννημένη κατά τούς νόμους τίίς
φυσικής γεννήσεως (είχε γονείς τον Ιωακείμ καί την ’Άννα), δεν μπορούσε νά
μείνει έξω άπό τη φυσική συνέχεια τοΰ Άδάμ, φέροντας καί αυτή τό άμάρτημα τοϋ
προπάτορα, άπό τό όποίο τήν καθάρισε ή τελειωτική χάρη τοΰ Πνεύματος τοΰ Θεοΰ,
όταν τήν έπισκίασε τήν ώρα τοΰ Ευαγγελισμού καί κατέβαλε στή μήτρα Της τήν
άνθρώπινη φύση τοΰ Σωτήρα. Όμοια δίδαξαν ότι
ή Μαρία δεν γεύτηκε τον φυσικό θάνατο, άλλά λίγο πριν έλθει τό φυσικό
τέλος Της, ό Θεός τή μετέθεσε έν σώματι στον ουρανό. Καί τό δόγμα αυτό είναι
εσφαλμένο, γιατί ξεχωρίζει άπότομα τή Μητέρα τοΰ Θεοΰ άπό τον φυσικό κύκλο τής
άλήθειάς Της, άφοΰ γνωρίζουμε ότι κανένας άνθρωπος, άπόγονος τοΰ Άδάμ, δεν
έξαιρεΐται άπό τον θάνατο, ό οποίος είναι τό καθολικό τίμημα τής άμαρτίας.
Είναι φανερό ότι μέ τά διδάγματα αύτά οί Παπικοί έχουν χάσει τή δογματική
ισορροπία τους καί έχουν περιπέσει σε δογματικές εκκεντρικότατες, έχοντας
άπομακρυνθεί άπό τή γνήσια περί Θεοτόκου διδασκαλία τής άρχαίας παράδοσης τής
’Εκκλησίας. Θέλοντας δε νά τονίσουν υπέρμετρα τό πρόσωπο τής Θεοτόκου, στο
τέλος τό άμαυρώνουν μέ κακόηχα διδάγματα καί θεωρήματα, άντικείμενα στο πνεΰμα
τής ορθής πίστεως. Τό δόγμα περί Θεοτόκου κατέχει καίρια θέση στήν ευσέβεια καί
τή ζωή τής ’Ορθόδοξης ’Εκκλησίας. Οί ’Ορθόδοξοι τιμοΰν τήν Παναγία τους, τή
Μητέρα τοΰ Θεοΰ, τής ’Εκκλησίας καί τοΰ γένους τών άνθρώπων. Τήν τιμοΰν πιο
πάνω άπό τούς άγγέλους, τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Στή δόξα Της βλέπουν τή
δόξα τοΰ άνάρχου τόκου Της. Τή νιώθουν πολύ κοντά τους ώς μητέρα στοργική, ή
όποια, πονεμένη άπό τό μαρτύριο τοΰ Υιού Της, μπορεί νά νιώσει τον δικό τους
πόνο και να βοηθήσει στη δική τους περίσταση. Τη νιώθουν ώς προστάτιδα και
βοηθό· ώς τείχος τοϋ γένους προστατευτικό καί άπροσμάχητο ενάντια στους
πολυποίκιλους εχθρούς του· ώς σύμμαχο στον αγώνα τους κατά των δαιμονικών
δυνάμεων καί ώς πρέσβειρα στον Θεό καί μεσίτρια υπέρ τής σωτηρίας τών
πνευματικών τέκνων Της. Τιμούν πολυειδώς την Παναγία τους καί φυλάσσουν τό
δόγμα της ώς κόρην οφθαλμού, δείχνοντες εξαιρετική εύαισθησία στις όποίες άπόπειρες αιρετικής διαστροφής του. Τό δόγμα,
τέλος, τής Θεοτόκου κατέχει περίοπτη θέση στην ορθόδοξη λατρεία καί την
άσματική άκολουθία τής Εκκλησίας μας.
[Ή δογματική διδασκαλία
τής ’Ορθόδοξης Εκκλησίας για τή Θεοτόκο παρουσιάζεται άναλυτικά στό βιβλίο μας
Ή Ύπερευλογημένη, στίς σελίδες 171-189].
Νεστοριανισμός
Αίρεση πού πήρε τό όνομά
της άπό τόν Νεστόριο, Πατριάρχη Κων/πόλεως.
'Ο Νεστόριος, ξεκινώντας
άπό τή φιλοσοφική άρχή ότι δεν υπάρχει φύση άπρόσωπη, δηλαδή ότι στον Χριστό
υπάρχουν δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις (θέση τήν όποια τόνιζαν οί θεολόγοι τής
Αντιόχειας σύμφωνα με τό αναλυτικό πρακτικό πνεύμα τους) οδηγούνταν στήν
αποδοχή καί δύο φυσικών προσώπων, ένα για κάθε φύση άντίστοιχα. Στον Χριστό
ύπήρχαν δύο αύτοτελή καί τέλεια πρόσωπα, ένα τοΰ Θεού Λόγου καί ένα τοΰ
ανθρώπου Χριστού.
Ή αίρεση τοΰ Νεστορίου
άναφερόταν στή διάσπαση τής ένότη- τος τού προσώπου τού Χριστού. Τά δύο φυσικά
πρόσωπα ύπάρ- χουν έπιμέρους, αλλά είναι ξεχωριστά τό ένα άπό τό άλλο. Ή ένωση
τών φύσεων δεν μπορεί νά είναι φυσική (δηλαδή βαθιά και εσωτερική, όπως έλεγε ό
άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειάς), άλλα ένωσα ηβική, ένας χαλαρός και εξωτερικός
δεσμός, μία προσέγγιση και επαφή «κατ’ ευδοκίαν καί ομωνυμίαν». Δηλαδή τά δύο
πρόσωπα, στα όποια αντιστοιχούσαν οί δύο φύσεις, είχαν ψιλή μεταξύ τους επικοινωνία,
άπλή επαφή καλής θελήσεως καί άγάπης, ένα είδος ηβικής συνεργασίας. Αύτοΰ τού
είδους τή σχέση έννοοΰσε ό Νεστόριος όταν έ'κανε λόγο περί τού ηβικού προσώπου
τής ένώσεως, καί τίποτε περισσότερο.
Ό Νεστόριος, «μερίζων τό
ενιαίο πρόσωπο τού Χριστού», μίλησε στή συνέχεια περί δύο ξεχωριστών καί
ανεξάρτητων Υιών, όσα δηλαδή καί τά πρόσωπα τού Κυρίου. ’Άλλος ήταν ό Υιός τού
Θεού καί άλλος ό Υιός τής Παρβένου. Ή Μαρία γέννησε μόνον τόν άνθρωπο Χριστό,
γι’ αύτό καί τήν ονόμαζε «Χριστοτόκον». Τόν Θεόν δέν μπορούσε νά γεννήσει,
διότι, γιά νά γίνει αύτό, βά έπρεπε καί ή ’ίδια νά είναι θεά. Στούς δύο δε
Υιούς άπένειμε δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις.
Στο πλέγμα τών
χριστολογικών άπόψεων τού Νεστορίου ή άντίδοση τών ιδιωμάτων τών φύσεων είναι
κάτι αδιανόητο. Ποια άντίδοση, άλήθεια, μπορεί νά νοηθεί σέ περίπτωση πού
ύπάρχουν δύο φυσικά, πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, ξεχωριστά τό ένα από τό άλλο,
καί τά όποια είναι τό καθένα φορέας τών ιδιωμάτων τής φύσεως στήν όποια
αντιστοιχεί; Αλλά καί ποιά θέωση τής ανθρώπινης φύσεως μπορεί νά υιοθετήσει ένα
τέτοιο σύστημα, τό οποίο τόσο απότομα διαστέλλει καί άποκόπτει φύσεις καί
πρόσωπα; Ενδεικτική τής νοοτροπίας αύτής είναι καί ή κακοποίηση τής άνθρώπινης
φύσεως τού Χριστού, στήν όποια προχωρούσαν ορισμένοι άκραίοι θεολόγοι μέ επικεφαλής
τόν Θεόδωρο Μοψου- εστίας. Άνέφεραν, δηλαδή, ότι ή φύση τού Κυρίου,
άπογυμνωμένη άπό τή δύναμη πού προέρχεται από τήν άντίδοση τών ιδιωμάτων τών
φύσεων, μένει ανοικτή στις φυσικές της δυνάμεις, όχλούμενη από πάθη καί
άγωνιζόμενη κατά της άμαρτίας, εξελισσόμενη βαθμηδόν στό πεδίο τής αρετής και
τής ηθικής τελειώσεως.
Ό Νεστοριανισμός άποτελεϊ
εκλογίκευση τού μυστηρίου τής θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, τό οποίο
τελικά καί καταργεί. Έπέφερε αναστάτωση στην Εκκλησία, ή όποια καί τον
καταδίκασε.
Οί Μάρτυρες τοϋ ’Ιεχωβά
(η Χιλιαστές)
Οί Χιλιαστές δέν
άναγνωρίζουν την Παναγία ώς Θεοτόκο καί παρερμηνεΰοντας, όπως τό συνηθίζουν,
διάφορα χωρία τής Γραφής, άπορρίπτουν ότι υπήρξε Αειπάρθενος.
'Η θαυματουργή εικόνα
«ΧΑΙΡΟΒΟ»
Ή θαυματουργή εικόνα τής
Παναγίας τοϋ Ακαθίστου («Χαίροβο»), πού βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ζωγράφου ,
σχετίζεται με τά γεγονότα πού συνέβησαν στό 'Άγιον ’Όρος μέ την άφιξη σ’ αύτό
τών άπεσταλμένων τοϋ αύτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου καί τοϋ Πάπα, γιά νά
φροντίσουν γιά τήν εφαρμογή τής λεγάμενης Ένωσης τών δύο Εκκλησιών (’Ορθοδόξων
καί Παπικών), ή οποία άποφασίστηκε καί ύπογράφτηκε στή Σύνοδο τοϋ Λουγδούνου
(σημερ. Λυών) τό 1274. ’Εκείνη τήν έποχή Πατριάρχης ήταν ό ’Ιωάννης Βέκκος, ό
όποίος, ενώ στήν άρχή όρθοδοξοϋσε όσο λίγοι, στή συνέχεια άλλαξε γνώμη καί
έγινε ύποστηρικτής τής ένώσεως, πολέμιος τών άνθενωτικών καί ’ιδιαίτερα σκληρός
καί άμείλικτος κατά τών Αγιορειτών.
Ό Μιχαήλ Παλαιολόγος,
άνθρωπος φιλόδοξος καί πανούργος, όταν στις 25 ’Ιουλίου 1261 ό στρατηγός
Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Πόλη, επωφελούμενος άπό τίιν άπουσία των
Λατίνων σέ εκστρατεία στον Πόντο, έκανε τα έξης: χωρίς χρονοτριβή στέφθηκε
αύτοκράτορας στην Αγία Σοφία άφοϋ προηγουμένως φρόντισε νά τυφλώσει τον νόμιμο
κληρονόμο τοΰ θρόνου Ιωάννη Λάσκαρη. Για νά μπορέσει νά έξευμενίσει τούς
Λατίνους καί κυρίως τόν Πάπα, πού ποτέ δεν θά συγχωρούσε τίιν τόσο
έξευτελιστικίι άπώλεια τής Κων/πολης, προχώρησε σέ φιλοφρονήσεις, άναγνω-
ρίσεις πρωτείων καί προνομίων, γεγονός πού ουσιαστικά ίσοδυ- ναμοΰσε με την
ύποταγή τής ’Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας στην παπική δικαιοδοσία. Στην
εξουσία τού Μιχαήλ ΙΙαλαιολόγου θά έμενε ή διοικητική αρμοδιότητα καί Λ
πολιτειακή κυριαρχία τής αυτοκρατορίας. ’Έτσι προχώρησε σέ όλα εκείνα τά λυπηρά
καί έπώδυνα γιά τήν ένωση, τά όποια είναι γραμμένα στή Βυζαντινή καί τήν
’Εκκλησιαστική Ιστορία. Έτσι βρέθηκαν άνθρωποι του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου στο
Άγιον ’Όρος και μετά τό Πρωτάτο κατευθύνθηκαν πρός «επίσκεψη,» στΐιν 'Ιερά Μονή
Ζωγράφου.
Σέ μιά τοποθεσία, ή όποια
άπέχει άρκετή άπόσταση άπό τό μοναστήρι τοϋ Ζωγράφου καί κοντά σέ έ'ναν δρόμο
που οδηγεί σ' αύτόν, άσκήτευε ένας πολύ ενάρετος γέροντας, ό όποίος επειδή
αισθανόταν μεγάλη ψυχική ευφροσύνη άπό τό περιεχόμενο των τροπαρίων καί των
Χαιρετισμών τοϋ Ακαθίστου "Υμνου, άπέκτησε τή συνήθεια νά τον διαβάζει
όρθιος μπροστά άπό τήν εικόνα τής Θεοτόκου (στήν όποια άναφερόμαστε) πολλές
φορές τό εικοσιτετράωρο. Εκείνην τή μέρα καί ενώ αύτός βίωνε ύπερκόσμιες
καταστάσεις καί τά χείλη του πρόφεραν δυνατά τό «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», ακούσε
τήν Παναγία νά τοϋ άντιφωνεί άπό τήν ιερή εικόνα Της:
«Χαίρε καί σύ, Γέρων τοϋ
Θεοΰ. Μή φοβοΰ, αλλά άπελθών ταχέως είς τήν Μονήν, άνάγγειλον τοίς άδελφοίς καί
τώ Καθηγου- μένω, ότι οί εχθροί έμοϋ τε καί τοϋ Υίοϋ μου έπλησίασαν. Όστις ούν
ύπάρχει άσθενής τώ πνεύματι έν ύπομονή κρυβήτω, έως τοϋ παρελθεΐν τον
πειρασμόν. Οί δέ στεφάνων μαρτυρικών έφιέμενοι παραμενέτωσαν έν τη Μονή.Άπελθε
ούν ταχέως...».
Μόλις συνήλθε ό Γέροντας
άπό τό θαυμαστό γεγονός, άφησε τό ησυχαστήριό του καί έτρεξε πρός τό μοναστήρι
γιά νά έξαγγείλει τά δεινά πού πλησίαζαν καί τις οδηγίες τής Θεομήτορος. Αλλά
στά προπύλαια τής Μονής γνώρισε καί βίωσε καί δεύτερο θαυμαστό γεγονός. Στήν
πύλη τής Μονής στεκόταν καί τον περίμενε ή εικόνα τής Παναγίας τοϋ κελιοϋ του,
μπροστά στήν όποια έδώ καί χρόνια άπήγγειλε τούς άρχαγγελικούς Χαιρετισμούς καί
άπό τήν όποια ακούσε τήν ίδια φωνή καί εντολή. Μέ βαθύτατη συγκίνηση έπεσε καί
τήν προσκύνησε καί άφοΰ τήν πήρε στά χέρια του παρουσιά- σθηκε στον ηγούμενο
καί στους άδελφούς, εξιστόρησε τό θαύμα καί γνωστοποίησε τήν προειδοποίηση τής
Θεοτόκου.
Μέ έντονη ανησυχία άλλα
καί βαθιά ευγνωμοσύνη οί Ζωγραφιές πατέρες προσκύνησαν την Ιερά καί θαυματουργή
εικόνα και έπραξαν δ,τι τούς ύπέδειξε ή Παναγία. Οί άσθενέστεροι και πιο δειλοί
κρύφθηκαν στα γειτονικά δύσβατα καί δασώδη μέρη, είκοσι έξι δμως θαρραλέοι, μέ
πρώτο τόν ηγούμενο, κλείστηκαν στον Πύργο της Μονής καί ετοιμάστηκαν γιά
μαρτυρικό θάνατο σύμφωνα μέ τίιν πρόρρηση τής Παναγίας.
Σέ λίγο κατέφθασαν καί οί
ένωτικοί τού αύτοκράτορα Μιχαήλ καί οί παπικοί συνοδοί τους καί άρχισε μεταξύ
αύτών καί των εγκλείστων διάλογος. Κολακευτικοί καί μέ πολλές ύποσχέσεις οί
πρώτοι, γιά «καλά καί ωφέλιμα» γιά τη Μονή καί τό Όρος. Απόλυτα άρνητικοί οί
έγκλειστοι καί αύστηρότατα έπικριτικοί γιά τις ένωτικές προσπάθειες,
άπορρίπτοντας πλήρως τήν άποδοχή τού Πάπα ώς κεφαλής τής Εκκλησίας καί ώς
άντιπροσώπου τού Χριστού στή γή. Ή τελευταία δήλωσή τους ήταν ότι προτιμούσαν νά πεθάνουν παρά νά άνοίξουν τις
πύλες καί νά παραδώσουν τή Μονή τους στήν ύποταγή τού Πάπα καί στήν αιρετική
βεβήλωση. Όταν τά ακόυσαν αύτά οί Λατίνοι, έφρυξαν άπό θυμό καί οργή καί, άφοΰ
περικύκλωσαν τόν Πύργο μέ μεγάλες ποσότητες φρυγάνων καί ξύλων, τόν πυρπόλησαν.
Οί πατέρες προσευχόμενοι κάηκαν, πεθαίνοντας μέ φρικτό τρόπο. Τό γεγονός αύτό
συνέβη στις 10 ’Οκτωβρίου 1274, ημερομηνία κατά τήν όποια ή Εκκλησία εορτάζει
τή μνήμη τους κατατάσσοντάς τους στούς ιερομάρτυρες. Σέ κώδικα τής Μονής
ύπάρχει κατάλογος μέ τά ονόματα τών ιερομαρτύρων.
Όταν μετά τή συμφορά καί
τήν άπομάκρυνση τών κακούργων έπέστρεψαν οί πατέρες πού είχαν κρυφτεί,
άπομακρύνοντας τά άποκαίδια άπό τόν Πύργο καί τά άγια λείψανα τών μαρτύρων,
βρήκαν άκέραια καί άβλαπτη τή θαυματουργή εικόνα τής Παναγίας, πού είχαν πάρει
μαζί τους όταν κλείστηκαν στον Πύργο γιά βοήθεια καί ενθάρρυνση στο μαρτύριό
τους. Μέ πολλή εύλάβεια τή μετέφεραν και τίιν τοποθέτησαν στό τέμπλο τού ιερού
ναού τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, όπου υπάρχει έως σήμερα. Οί Ζωγραφί- τες
πατέρες φροντίζουν ώστε τό κανδήλι της νά καίει «άκοιμήτως». Την άποκαλοΰν
«Χαίροβο», πού είναι τό άρχαγγελικό Χαίρε στα βουλγαρικά. «Χαίροβο» έπίσης
άποκαλοΰν και την τοποθεσία πού ησύχαζε ό άγιος εκείνος Γέροντας, ό όποίος
καταξιώθηκε νά άπο- λαύσει τον θεομητορικό χαιρετισμό. Προς τιμήν τής
Άειπαρθένου καί σέ άνάμνηση τού θαύματος καί τής εύνοιας προς τη Μονή
καθιερώθηκε στή Θεία Λειτουργία άντί τού Κοινωνικού νά διαβάζεται μπροστά άπό
τή θαυματουργή εικόνα ό Ακάθιστος 'Ύμνος.
Διήγηση για τον μοναχό
πού κατείχε τά αιρετικά κείμενα τού Νεστορίου
Μερικοί προσκυνητές
έπισκέφθηκαν τον άββά Κυριάκό τον πρε- σβύτερο, στή Λαύρα τού Καλαμώνος κοντά
στον ’Ιορδάνη, καί ακόυσαν τήν παρακάτω διήγηση γιά ένα γεγονός πού συνέβηκε
στον ίδιο.
"Ενα βράδυ είδα σάν
ζωντανό όραμα στόν ύπνο μου μιά γυναίκα πολύ σεμνή, ντυμένη στά πορφυρά,
έχοντας κοντά Της δύο τίμιους καί ιεροπρεπείς άνδρες. Στεκόντουσαν καί οί τρεις
έξω άπό τό κελί μου. Καθώς έβλεπα τή σεμνοπρεπή γυναίκα, τήν πήρα γιά τή
Δέσποινά μας, τήν Κυρία Θεοτόκο, καί τούς δύο άνδρες, πού ήταν μαζί της, γιά
τόν άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο καί τον άγιο ’Ιωάννη τόν Θεολόγο. Βγήκα έξω καί
παρακαλοΰσα τήν Παναγία νά μπει στό κελί μου καί νά μοΰ δώσει τήν εύχή καί τήν
ευλογία Της, μά ’Εκείνη δεν ήθελε νά μπεί. Έγώ έπέμενα καί κάποια στιγμή άκούω
τή Θεοτόκο νά μοΰ λέει:
«Μέσα στό κελί σου έχεις
τόν έχθρό μου καί έρχεσαι νά με καλέσεις νά μπώ καί έγώ εκεί;». Καί λέγοντας
αύτά στράφηκε άλλοΰ καί έφυγε. Ξύπνησα τρομαγμένος καί προβληματισμένος,
προσπαθώντας να βρώ τί έδιωξε τΐιν Παναγία από το κελί μου. Πέρασε πολλίι ώρα
ερευνώντας τον εαυτό μου, τίς πράξεις, τις σκέψεις μου άλλα δεν έβρισκα νά έχω
κάνει ίί νά έχω πεί κάτι βλάσφημο για την Παναγία, ή πού νά είναι φταίξιμο καί
προσβολή για Εκείνην. Προκειμένου νά διώξω τΐι λύπη καί τούς στενόχωρους
λογισμούς πού με κατέλαβαν πήρα στά χέρια μου ένα βιβλίο τού μακαρίου Ησυχίου
τού πρεσβυτέρου νά διαβάσω. Άνοίγοντας όμως τό βιβλίο εκείνο, βρίσκω, μέ πολύ
μεγάλη μου έκπληξη, στις τελευταίες σελίδες, δυο λόγους τού ύβριστοϋ της
Θεοτόκου, τοΰ αιρετικού Νεστορίου. Τότε κατάλαβα πώς αύτοί οί λόγοι ήταν ό
εχθρός τΠ,ς Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Σηκώθηκα καί τό έπέστρεψα τό
βιβλίο σέ εκείνον πού μοΰ τό δάνεισε, άφοϋ τού εξήγησα τί άκριβώς συνέβη. Χωρίς
νά χάσει καιρό ό ευλογημένος εκείνος άδελφός έκοψε από τά βιβλίο τά φύλλα πού
είχαν τούς λόγους τοΰ Νεστορίου καί τά έριξε στη φωτιά λέγοντας:
«Δεν θά άφήσω νά παραμείνει
ούτε μιά στιγμή μέσα στο κελλί μου ό εχθρός της Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών
Θεοτόκου».
Παναγία τοΰ Πόπσκαγια
(Παπαδική - 'Ιερά Μονή
Χιλανδαρίου )
Στην Ιερά μονή
Χιλανδαρίου ύπάρχει ή εικόνα τής Παναγίας μέ τήν ονομασία «Πόπσκαγια», πού
σημαίνει Παναγία τών παπάδων. Κάποτε λοιπόν παρουσιάστηκε στή μονή ένας
άγνωστος παπάς, ό όποίος αύτοσυστήθηκε μέ τό όνομα Ιερώνυμος. Ήταν όμως
αιρετικός καί στόχος του ήταν νά παρασύρει καί άλλους μοναχούς στήν κακοδοξία
του. Όταν κάποτε κρατούσε κατά τή λιτανεία τήν εικόνα τής Θεοτόκου άκούστηκε
φωνή άπό τό θείο βρέφος νά τον άποκαλεΐ υποκριτή, ασεβέστατο κα'ι αιρετικό. Τό
θείο βρέφος μάλιστα σήκωσε άπειλητικά τό χέρι του σαν νά ήθελε νά τόν ραπίσει.
Αμέσως ό αιρετικός Ιερέας έπεσε κάτω νεκρός. ’Έτσι ή εικόνα έλαβε τήν ονομασία
Παναγία τών παπάδων, έπειδή τους προστάτευσε από τόν αιρετικό.
Θαύματα τής Παναγίας τής
Σκουπιώτισσας
’Ορθόδοξη χριστιανη
σώζεται άπο την Παναγία άπο την αίρεση τών μαρτύρων τού ’Ιεχωβά
Υπάρχουν πολλές
θαυματουργικές εικόνες τής Παναγίας μας. Μερικές έχουν ιστορία καί παράδοση
πολλών αιώνων, φθάνουν έως τα χρόνια τών άγιων ’Αποστόλων. Μία δέ άπό τίς
σεβάσμιες καί θαυματουργικές εικόνες τής Παναγίας, πού κατά τήν παράδοση
χρονολογείται άπό πολύ π:αλαιά, τήν εποχή τών Αποστόλων, είναι καί ή Παναγία
πού βρίσκεται τώρα στο χωριό Νέα Ρόδα τής Χαλκιδικής. Αύτή ή θαυματουργός
εικόνα τής Θεοτόκου προέρχεται άπό τό χωριό Σκουπιά Προκονήσου Προποντίδος, ενώ
σήμερα βρίσκεται στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής. Εορτάζει στις 23 Αύγουστου.
Τά Σκοπιά ή Σκουπιά
συγκαταλέγονταν μεταξύ τών προοδευτικών χωριών τής ’Επαρχίας Προκονήσου.
Σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις τών ντόπιων κατοίκων, τό χωριό παλιά ήταν κτισμένο σέ
ύψωμα άπ’ όπου πήρε καί τό όνομα Σκοπιά, δηλαδή παρατηρητήριο.
Το ιστορικό τής
θαυματουργού Εικόνος
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση καί ή έν λόγω εικόνα
άνάγεται στον Ευαγγελιστή Λουκά. Στο πίσω μέρος τής είκόνος είναι ζωγραφισμένη
ή Σταύρωση τού Κυρίου μέ κηρομαστίχη.
Όταν έγινε ή Μικρασιατική
καταστροφή, τότε καί οί κάτοικοι τών Σκουπιών έφεραν μαζί τους, σάν θησαυρό
πολύτιμο καί ιερό κειμήλιο, την θαυματουργή εικόνα της Κεχαριτωμένης Θεοτόκου,
της προστάτιδος των χριστιανών, πρώτα στον Μοϋδρο Λήμνου και τον ’Οκτώβριο τοϋ
1933 στα Νέα Ρόδα.
Ή διήγηση, με ελεύθερη
διασκευή, προέρχεται από τον δάσκαλο Ιωάννη Δελήμπαση. Τό 1956 ήλθαμε με τον
Νικόλαο Σαββίδη και τήν έλληνοαμερικανίδα σύζυγό του Μαίρη (Έλληνοαμερικανίδα)
στα Νέα Ρόδα οικογενειακά. Μόλις φθάσαμε στο χωριό μου τα Νέα Ρόδα, αμέσως
πήγαμε στήν εκκλησία για νά προσκυνήσω τήν Παναγία, όπως συνηθίζω πάντοτε κατά
τήν άφιξή μου. Όταν ήλθε ή σειρά τής κ. Μαίρης νά προσκυνήσει καί μόλις έκαμε
τον σταυρό της, έπιασε τήν εικόνα με τά δυό της χέρια, γονάτισε καί μέ αναφιλητά
άρχισε νά φωνάζει: «Νίκο μου (τον σύζυγό της) αύτή είναι, τή γνώρισα». Μέ πολύ
κόπο τήν άπομακρύναμε άπό τήν εικόνα καί άφοϋ ηρέμησε μάς άνέφερε τό έξης
καταπληκτικό:
Τό 1935 προσπάθησαν
ειδικοί διαφωτιστές τής αίρέσεως των Μαρτύρων τοϋ ’Ιεχωβά νά τήν προσηλυτίσουν
καί κατά κάποιον τρόπο άρχισαν νά τήν πείθουν. Τό βράδυ τής ημέρας πού
συνειδητά είχε άποφασίσει νά προσχωρήση στήν αίρεση, είδε στον ύπνο της μιά
φτωχική μαυροφορεμένη γυναίκα, ή οποία τήν άπέτρεψε νά γίνει μάρτυρας τοϋ
’Ιεχωβά, διότι θά έχανε τήν ψυχή της καί μέ πολλά επιχειρήματα τής απέδειξε τό
άβάσιμο τής αίρεσης. Τότε Λ κ. Μαίρη τήν εύχαρίστησε καί ζήτησε νά κάμη καί
αύτή κάτι γιά τή φτώχιά αύτή γυναίκα.
«Δέν θέλω τίποτε» τής
είπε «άλλα όταν μέ συναντήσης άλλη φορά, θέλω νά μέ ντύσης». Καί άφοϋ στράφηκε
προς τον σύζυγόν της τοϋ είπε μέ παράπονο: «Νίκο μου, συνάντησα τήν γυναίκα πού
μέ έσωσε τήν ψυχήν μου, άλλά πώς θά τήν ντύσω;» Τότε παρενέβη ό άείμνηστος
ίερεύς τοϋ Ίεροϋ Ναοϋ παπα-Ζηνόδης καί τής είπε ότι οί εικόνες ντύνονται μέ επαργύρωση ή μέ
έπιχρύσωση. Αμέσως ό σύζυγός της ζήτησε λεπτομερώς πληροφορίες καί εκείνην τή
στιγμή κατέβαλε ολόκληρο τό ποσό για την έπενδυτική εργασία. Τό έπίχρυσον
ένδυμα τής εικόνας είναι αύτή ή δωρεά τής οικογένειας Νικολάου καί Μαίρης
Σαββίδου. Άπό τότε ή κ. Μαίρη έγινε περισσότερο φιλόπτωχη και γενναιόδωρη.
ΤΗταν ένα άπό τα πολλά πραγματικά θαύματα τής Παναγίας μας.
2. Θεοτόκος η
Παρηγορήτισσα
Ή Παναγία μας είναι ή
βασίλισσα τού πόνου, γιατί αύτή περισσότερο άπό όλους τούς άνθρώπους πόνεσε
πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής έπίγειας ζωής Της.
Ό πρόωρος άπογαλακτισμός
Της, ή όρφάνια, ή καχυποψία τών ανθρώπων, όταν βρέθηκε «εν γαστρί έ'χουσα εκ
Πνεύματος αγίου», οί απειλές τών υποκριτών Φαρισαίων κατά τού Υίοϋ καί Θεού
Της, ή άχαριστία τού όχλου απέναντι σέ ’Εκείνον πού ποικιλοτρόπως τούς
εύεργέτησε, μά προ πάντων τά άγια Πάθη Του και ή Σταύρωσή Του ήταν άφορμή νά
πονέσει όσο λίγοι καί νά πληγωθεί.
Η Θεοτόκος πόνεσε πολύ
καί μάλιστα γιά τη Σταύρωση τού Κυρίου καί τούτο διότι εκείνη γνώριζε καλύτερα
άπό κάθε άλλον την άγιότητα καί την άθωότητά Του.
Είδε μέ τά μάτια της τον
Αρχάγγελο νά την ευαγγελίζεται, είδε άγγέλους στη Γέννηση νά τον ύμνολογοΰν,
παρακολούθησε τη σωματική εξέλιξή Του, τά πρώτα βήματά Του, διαπίστωσε τήν
άνωθεν σοφία Του, κρατούσε στή μνήμη Της δ,τι ωραίο άκουγε άπό τό πανάγιο στόμα
Του, βίωνε κάθε ημέρα τήν αρετή Του πού είχε καλύψει τούς ουρανούς καί τή γή.
Σκόρπιζε μέ άπλοχεριά τήν αγάπη, τήν καλοσύνη καί
τις ποικίλες ευεργεσίες.
’Άκουγε και έβλεπε μύρια θαύματα στην άλογη φύση, στα σώματα τών ανθρώπων και
προ πάντων στην ψυχή τους, πού πραγματικά άναγεννοϋσε, και ήταν πεπεισμένη για
την άγιότητα, την αθωότητα και την τελειότητά Του. Και ξαφνικά τον βλέπει να
προδίδεται από τον μαθητή, νά έγκαταλείπεται από τούς εκλεκτούς φίλους Του, πού
μαζί τους έζησε τρία ολόκληρα χρόνια, νά υβρίζεται άπό τον εύεργετημένο λαό, νά
ραπίζεται άπό τον άνθρωπο, ό όποίος σύμφωνα μέ την παράδοση κάποτε είχε
παράλυτο τό χέρι του καί τό θεράπευσε ό Κύριος, καί τέλος νά σταυρώνεται
άνάμεσα σέ δύο ληστές ώς κακούργος.
Όλη αυτή ή αδικία τη
συντρίβει καί την κάνει νά πονάει καί νά υποφέρει, γί αύτό καί μητέρα τού πόνου
καί βασίλισσα τής οδύνης την ονομάζουμε.
Όμως αύτός ο πόνος Της
είναι καί τό ένδοξο στεφάνι Της, ή άφθαρτη δόξα Της καί τό σημείο τής έπαφής
καί τής επικοινωνίας Της μέ τούς ανθρώπους.
Τρέχομε όλοι οί πονεμένοι
κοντά Της, γιατί μάς μοιάζει, γιατί προηγήθηκε στη δοκιμασία άπό μάς, γιατί
έχει εμπειρία καί είναι σέ θέση νά μάς κατανοήσει καί αποτελεσματικά νά μάς
βοηθήσει.
Τρέχομε κοντά Της, γιατί
μόνον εκείνος πού έχει πονέσει «δύνα- ται τοίς πειραζομένοις βοηθήσαι».
Κοντά Της τρέχει ή μάνα
πού έχει άρρωστο ή άτακτο καί άσωτο παιδί. Κοντά Της τρέχει ο νέος πού
κινδυνεύει νά θανατωθεί άπό τά πεπυρωμένα βέλη τού πονηρού «τά κατ’ αύτοΰ
δολίως κινούμενα» ή ο πληγωμένος άπό αύτά, ό οποίος αισθάνεται πλέον τον ψυχικό
πόνο έντονα, γιά νά τής πει: «Φθάσε, Παναγία μου».
Κοντά Της βρίσκεται
συνέχεια ό άρρωστος, ό κατάκοιτος, ό καρκινοπαθής πού πονάει σωματικά καί έχει
καταβληθεί ψυχικά, γιά νά τής ζητήσει δυο χάρες, ή μία γιά νά μεσιτεύει στον
Υίό καί Θεό Της γιά τή θεραπεία του καί ή άλλη, γιά νά τής πει, αν δεν είναι
θέλημα τοϋ Κυρίου να θεραπευθεί, τότε νά του δώσει δύναμη νά σηκώσει αύτόν τό
σταυρό έως τό τέλος, γιατί ό πιστός γνωρίζει ότι ο Θεός η μάς σώζει άπό τη δοκιμασία η μάς
σώζει μέ τη, δοκιμασία.
Όπως όλοι οί αθλητές
τρέχουν κοντά στον πρωταθλητή, γιά νά δείξουν τόν θαυμασμό τους καί νά μάθουν
τά μυστικά της επιτυχίας του, έ'τσι καί εμείς, πού είμαστε άθλητές, τρέχομε
κοντά στην Παναγιά μας πού είναι Πρωταθλήτρια καί γιά νά τή θαυμάσουμε, γιά την
υπομονή καί την καρτερία της στον πόνο καί στη θλίψη καί γιά νά μάθουμε τό
σωτήριο μυστικό, άφοΰ κανείς δεν είναι άπείραστος ή δεν θά μείνει έως τό τέλος
τής ζωής του χωρίς θλίψεις, όπως δέν ύπάρχει νησί πού νά μη βρέχεται γύρω γύρω
άπό θάλασσα. «Τέρας όστις διά παντός τοϋ βίου αύτοϋ ηύτύχηκε» έλεγαν οί σοφοί
πρόγονοί μας.
Διηγήσεις άπο τον βίο τής
άγιας Θεοδώρας τής Κομνηνής, Βασίλισσας τού Δεσποτάτου τής ’Ηπείρου καί
Πολιούχου τής Αρτας (1222-1270)
«Έπεί δε καί την αύτής
προέγνω τελευτήν, δάκρυσιν ήτήσατο τή πανάγνω Θεομήτορι καί τω πανενδόξω
μάρτυρι Γεωργίω έξαμηνιαίον αύτής προς τόν Θεόν διαπρεσβεύσασθαι χρόνον προς
την τού ναού τελείαν άπάρτησιν, δ καί γέγονε».
Βρισκόμαστε στο 1280 μ.Χ.
Ή βασίλισσα Θεοδώρα ή Κομνηνή, δέκα χρόνια άπό τόν θάνατο τού Δούκα Μιχαήλ Β',
ώς μοναχή καί Ήγουμένη, βρίσκεται στή μονή τού άγιου Γεωργίου. ’Ήδη οίκοδομεί
καί τό καθολικό τής Μονής τό άφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Όμως ή ευθραστη
υγεία της, έπειτα άπό χρόνια δράσης καί μοναχικής ζωής, βρίσκεται σέ οριακό
σημείο. Όλοι όσοι τήν άγαποϋσαν είχαν καταλάβει ότι πλησίαζε τό τέλος της θεσπέσιας αύτής
γυναίκας, πού έκλεινε τόσο διακριτικά και ταπεινά τον κύκλο της επίγειας δράσης
της. Μπήκε ό Όκτώβρης και τότε απότομα χειροτέρεψε Λ υγεία τής Ήγουμένης
Θεοδώρας. Τά τελευταία λόγια πού είπε στη μοναχή Μαρία, ή οποία τής
παραστεκόταν, ήταν:
«Κόρη μου Μαρία, φεύγω
δίχως νά τελειώσει ό ναός μας. Παρα- κάλεσα την Θεομήτορα και τον άγιο Γεώργιο
νά μέ· άφήσουν λίγους μήνες ακόμα, ώσπου νά τελειώσουμε τό έργο. Μά εκείνοι με
θέλουν κοντά τους. ’Άς είναι ευλογημένο τό όνομά τους. Τούς εύχαριστώ».
Άπό εκείνην τη στιγμή τό
πρόσωπό της στεφανώθηκε από μιά άγγελική χλομάδα καί βυθίστηκε σέ ατελείωτο
ύπνο. Δίσταζες νά πείς αν ήταν πεθαμένη ή ζωντανή. Ή άκούραστη, ή γενναία καί
φιλάνθρωπη μητέρα τού λαού τής Ηπείρου είχε κληθεί νά παραβρεθεί στόν Μεγάλο
Δείπνο τού Κυρίου μας, όπως έλεγαν οί μοναχές. Σίγουροι όλοι γιά τή μοιραία
στιγμή, οί ιερωμένοι, οί άρχοντες καί άξιωματοΰχοι τού Παλατιού, είχαν
ετοιμάσει τά τής κηδείας τής πρώτης καί τής πιο σημαντικής γυναίκας τής’Άρτας
καί τών Κομνηνοδουκάδων. Πάνω άπό δύο βδομάδες κράτησε αύτή ή κατάσταση. Έφτασε
στή μέση ό Όκτώβρης. "Ηταν παραμονή τής έορτής τού αγίου Συμεών τού Νέου
Θεολόγου. Καί τότε άνατράπηκε ξαφνικά όλο το σκηνικό τής επιθανάτιας αναμονής.
Ή άγια Ήγουμένη συνήλθε, άνοιξε τά μάτια της καί μίλησε. Τό πρόσωπο τής
Θεοδώρας ακτινοβολούσε μιά ύπερκόσμια λάμψη, ένα παράξενο φως ύγείας καί
μυστηρίου. 'Ένα άληθινό θαύμα βρισκόταν σέ εξέλιξη. Κάλεσε κοντά της τις
άδελφές καί άρχισε νά τούς διηγείται:
«Άδελφές μου, ή Παναγία
Θεοτόκος καί ό άγιος Γεώργιος φαίνεται ότι άκουσαν τις παρακλήσεις μου καί
άποφάσισαν νά μέ άφήσουν νά ζήσω, γιά νά τελειώσω τόν ναό μας. Νομίζω ότι μοΰ
τό είπε καθαρά μέ σημαδιακό όνειρο ή Κυρία μας Θεοτόκος. ’Ήμουν λέει στα Σερβία
και περίμενα νά έρθει ό Δοΰκας για νά πάμε στίιν εκκλησία νά στεφανωθούμε. Όμως
αργούσε και εγώ άρχισα νά αγωνιώ καί νά φοβάμαι. Τότε ξαφνικά παρουσιάζεται
μπροστά μου μιά αιθέρια γυναίκα, ντυμένη στά λευκά, με πλησιάζει καί μοΰ λέει:
“Θεοδώρα, παιδί μου, ό Μιχαίιλ πού περιμένεις δεν θά έρθει. ’Έφυγε στον πόλεμο
καί θά γυρίσει σέ έξι έβδομάδες. Μη στενοχωριέσαι όμως, γιατί θά γυρίσει
οπωσδήποτε”.
Ξύπνησα καί άρχισα νά
σκέφτομαι τη σωστή έρμηνεία τού ονείρου. Φαίνεται ότι θά άποτελειώσουμε μαζί το
Μοναστήρι καί ύστερα θά μέ καλέσει κοντά του ό Κύριός μας».
Παράγγειλε ό Μητροπολίτης
καί χτύπησαν άναστάσιμα όλες οί καμπάνες τής Άρτας. Όλοι δοξολόγησαν καί
πανηγύρισαν γιά τό θαύμα. ’Έφτασαν στην Μονή ό βασιλιάς γιός της Νικηφόρος καί
ή γυναίκα του Άννα. Καί τή ρώτησαν:
Νικηφόρος: Ποιά νομίζεις
ότι ήταν ή γυναίκα μέ τά λευκά, πού σέ παρηγόρησε;
Άγ. Θεοδώρα: Μά είναι
φανερό, γιέ μου. Ή παρηγορήτισσα Θεοτόκος μας.
Νικηφόρος: Τότε νά
αφιερώσουμε τον μεγάλο ναό τής Άρτας σέ αύτήν.
Άγ. Θεοδώρα: Πολύ θά τό
ήθελα, γιέ μου. Καί μάλιστα νά τον άφιερώσεις στον Εύαγγελισμό.
Βασίλισσα Άννα:
Σκεφτόμαστε νά κτίσουμε καί μιά εκκλησία γιά νά τιμήσουμε τό Γενέθλιο τής
Θεοτόκου.
Άγ. Θεοδώρα: Νά τή
χτίσετε στά Τζουμέρκα, σέ έκείνα τά μέρη πού μάς προστάτεψε ή χάρη Της, όταν σέ
έφερα στον κόσμο καί γυρνούσαμε άπό σπηλιά σέ σπηλιά καί άπό φαράγγι σέ φαρράγι
γιά νά σωθούμε.
Ό Κων/νος Στρατής στο
βιβλίο του Χρονικόν τής’Άρτης, 1969, υποστηρίξει ότι ή, Θεοδώρα γέννησε τον γιό
της Νικηφόρο στο ασκητήριο τοΰ Άνανία Σέλτσου. Γράφει σχετικά τά έξης:
«Εις μικράν σχετικώς
άπόστασιν και εις την απέναντι όχθην τοΰ παρακείμενου παραποτάμου τοΰ Αχελώου
ύψοΰται όρος μέ άκρως απότομον κατωφέρειαν. Εις ικανόν ΰψος εύρίσκετο και
εύρίσκεται σπήλαιον ένθα τό αρχικόν άσκητήριον τοΰ άσκητοΰ Τέλτσου. Λόγω δε τοΰ
ότι εύρίσκετο εντός τοΰ σπηλαίου ό Ναός τής Θεοτόκου ώνομάσθη Σπηλιώτισσα. Είς
τό σπήλαιον αυτό έμεινεν ή Θεοδώρα κατά την εξορία της. [...] Είς τό σπήλαιον
αύτό ή Θεοδώρα, όταν ήλθε τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, έγέννησε υιόν τον όποίον
ονόμασε Νικηφόρον. [...] Πολλοί τελευταίως έτοποθέτουν την θέσιν τής εξορίας
τής Αγίας είς χωρίον άπέχων δύο περίπου ώρας τής ’Άρτης όνομαζόμενον Μπρένιστα.
’Ίσως τό όνομα νά έχη, περιπλεχθή μέ την ονομασίαν τής τότε θέσεως Πρέντα.
Έκτος τούτου ήτο αδύνατον νά εύρίσκεται εν εξορία ή Θεοδώρα τόσον πλησίον τής
πόλεως καί νά μένη άγνωστος ή θέση τής εξορίας της...».
Ή Θεοδώρα είχε άναγκαστεί
νά έγκαταλείψει τά ανάκτορα, όταν κατά τη διάρκεια τοΰ γάμου τούς ό φιλόδοξος
καί άνήσυχος σύζυγός της παρασύρθηκε σέ πορνεία από την άρτινή άρχόντισσα,
Γαγγρινή.
Αρχικά μέ ενέργειες τής
Θεοδώρας είχε άπομακρυνθεί ή Γαγγρινή από τό Παλάτι. Ή απομάκρυνση όμως αύτή
δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μιά καλοστημένη παγίδα γιά νά καθησυχαστεί ό λαός,
πού σεβόταν καί άγαποΰσε πολύ τη Δούκισσα Θεοδώρα.
Είχε περάσει αρκετός
χρόνος καί πλήρης ησυχία έπικρατοΰσε στο Παλάτι. Διαδιδόταν ότι ή Θεοδώρα
άνέλαβε νά ιδρύσει μεγάλο ναό στην περιφέρεια, πού δεν διέθετε ναό. Μιά μέρα
τετραμελής επιτροπή ζήτησε άκρόαση άπό τή Δούκισσα. Τέταρτο μέλος τής επιτροπής
ήταν κάποια γερόντισσα, πού είχε άναλάβει νά αναπτύξει τό τί έπιθυμοΰσε ή
επιτροπή. Αύτή είχε έπιμελώς διδαχθεί άπό τον Δούκα Μιχαήλ τί θά έλεγε στή
Θεοδώρα. Άποφασίζεται δήθεν ή ανέγερση Ναού στην περιφέρεια Πρέντα, που
υπέδειξε ή έπιτροπή. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άγρια, δασώδη κα'ι
άκατοίκητη περιοχή. Σε αρκετή άπόσταση άπ’ αύτή την περιοχή υπήρχε τό χωριό
Βρέστιν-Νίτσα, τό λεγόμενο σήμερα «Πηγές». Και ενώ ή έπιτροπή άνέφερε ότι
πρόκειται για τρίωρη άπόσταση με ζώο, στήν πραγματικότητα ή άπόσταση ήταν πάνω
άπό δέκα ώρες. Κατά τή διάρκεια τής συζήτησης άναφέρθηκε ότι σέ αυτήν τή θέση
υπάρχει άσκητής που ζεΐ σέ μιά σπηλιά. Θά πρέπει νά σημειώσουμε επιπλέον ότι
έκείνη τήν εποχή ή Θεοδώρα ήταν τριών μηνών έγκυος. Τή μεθεπομένη [...] ή
όργανωθεϊσα έπιτροπή με άρχηγό τον άξιωματοΰχο Άλγέριο και τή Δούκισσα Θεοδώρα
ξεκινά γιά τήν περιοχή Πρέντα. Καθ’ οδόν, γιά νά διασκεδαστεί ή άπόσταση καί οί
ώρες πορείας, οί συνοδοί άσχολοΰνται καί μέ τό κυνήγι. Γύρω στις τέσσερις τό
άπόγευμα οί τρεις συνοδοί έγκαταλείπουν τήν κατάκοπη καί έγκυμονοϋσα Θεοδώρα,
άφοϋ παίρνουν μαζί τους καί τό άλογο τό όποίο τή μετέφερε. Ή Θεοδώρα μόνη στήν
έρημική τοποθεσία άναψε φωτιά γιά νά μετριάσει τό ψύχος καί άποκοι- μήθηκε
κουρασμένη όπως ήταν, στή ρίζα ένός δένδρου. Κατά τον ύπνο της, ένώ φλέγονταν
τό δένδρο στή ρίζα τού όποίου κοιμόταν, ή Θεοδώρα είδε όνειρο άπό τό όποίο
πληροφορήθηκε άπό τήν Παναγία, όπως θά φανεί στή συνέχεια, ότι τήν έγκατέλειψαν
γιά νά καταφαγωθεί άπό τά θηρία τού δάσους. Τό όνειρο τή συντάραξε, ξύπνησε καί
άρχισε νά προσεύχεται. ’Ήδη είχε σκοτεινιάσει, τού δε φλεγομένου δένδρου ή
άνταύγεια ήταν πολύ μεγάλη. Σέ άρκετή άπόσταση καί σέ άπότομο ύψος σέ σπηλιά
άσκήτευε ό άσκητής Άνανίας Τέλτσος (Σέλτσος). Αυτός βλέποντας τό φλέγόμενο
δένδρο, νόμισε ότι κάποιος άνθρωπος καλεί σέ βοήθεια. Αναχωρεί άπό τό άσκητήριο
καί μέ τήν άνατολή τού ήλιου βρίσκεται στή θέση τής φωτιάς καί βρίσκει τήν
Θεοδώρα ημιθανή. Τή συνεφέρνει καί τήν οδηγεί στο άσκητήριο. ’Ήδπ είχε
καταλάβει από την ενδυμασία της ότι πρόκειται για κάποια άρχόντισσα.
Μετά τίιν επιστροφή της
από την εξορία δεν έπαυσε νά σκέπτεται τη θέση που είχε έγκαταλειφθεί και
ταρασσόταν όταν σκεφτόταν τα ουρλιαχτά των θηρίων πού την περιστοίχιζαν καί την
άπει- λοΰσαν νά την κατασπαράξουν, άλλα και τη θεομητορική παρουσία, πού τη
συντρόφευε εκείνην τή δύσκολη νύκτα καί έξαιτίας της την έσωσε ό άσκητής
Άνανίας Τέλτσος (Σέλτσος), ό όποίος καί την περι- έθαλψε για άρκετό διάστημα. Για
τούς παραπάνω λόγους άνεγείρει Μονή της Θεοτόκου (Μονή Σέλτσου) στή θέση πού
έγκαταλείφθηκε. Εκεί πέθανε σε βαθιά γεράματα ό άσκητής Σέλτσος.
Ό Θεοδώρα δικαιώθηκε
άργότερα, όταν ό αύτοκράτορας, μετανοημένος, τήν ξανακάλεσε στο παλάτι. Μετά
άπό σαράντα χρόνια περίπου έγγαμου βίου ό Μιχαήλ Β' έκοιμήθη καί ή Θεοδώρα
περιεβλήθη τό μοναχικό σχήμα καί έ'ζησε στή Μονή τού Αγίου Γεωργίου, πού, κατά
τήν παράδοση, εκείνη ίδρυσε.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου