ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η μοναχική κλίμαξ του Γέροντος Αιμιλιανού

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Η μοναχική κλίμαξ του Γέροντος Αιμιλιανού


ΜΙΚΡΟΣ

ΑΡΧΙΜ. ΕΛΙΣΑΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι.Μ. ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
Είναι μεγάλη και βαθειά η συγκίνησίς μας που με την ευκαιρία της εκδόσεως χαριστηρίου τόμου προς τιμήν του πατρός ημών, του Γέροντος Αιμιλιανού, έχομε την ευλογία να δώσωμε  «ως κοινόν κτήμα», χάριν αγάπης και ωφελείας, μερικά στοιχεία, στοιχεία ζωντανής εμπειρίας και πατερικού φρονήματος, από την ζωή και την διδαχή του, ολίγα από τα πάμπολλα, όσα έγιναν ανάμεσα μας και όσα τα αυτιά μας άκουσαν.
Το εγχείρημα σε θέλγει, αλλά, καθώς το επιχειρείς, ταπεινώνεσαι. Ενώ εντρυφώντας στις διδαχές του νοιώθεις ανάπαυσι, ευφροσύνη στην ψυχή σου, υιοθεσία θεϊκή και επιθυμία Θεού, εν τούτοις
όταν αγωνίζεσαι να διατύπωσης αυτά, αισθάνεσαι την ευτέλεια και την πτωχόνοιά σου. Αντικρύζεις μπροστά σου μακρύ δρόμο,τον δόλιχον της θαυμαστής διαγωγής των αγίων πατέρων, και βρίσκεσαι να περιπατής επι τα ίχνη «των την ουράνιον πολιτείαν εθελοντών κατορθείν και την εις βασιλείαν ουρανών άγουσαν βουλομένων οδεύειν οδόν».

Όντως έτι και έτι νοιώθαμε πτωχοί και πένητες να διαχειρισθούμε την βαρύτιμη κληρονομιά του Γέροντος, συστελλόμενοι φόβω μπροστά στο πνευματικό βάρος της βιοτής του και στην απόπειρα να ψηλαφήσωμε πράγματα ανώτερα μας. Έχοντας όμως ως σκέπη την πατρική ευλογία του και ως βακτηρία την επίμονο παρότρυνσι των αδελφών και πατέρων συμμοναστών μου, θα ανέλθωμε για να συλήσωμε τρόπον τινά το θεόκτιστο σπήλαιο του και να προσφέρωμε τους θησαυρούς του.
Η όλη άσκησις μοιάζει με ιχνηλασία δυσπρόσιτων τόπων, με αθωνική ανηφορική οδοιπορία, με ανάβασι βιβλικής κλίμακος. Αλλά μήπως η ίδια η ζωή του Γέροντος δεν είναι μία ιχνηλασία, μία ανάβασις, μία κλίμαξ; Πώς είδαμε λοιπόν εμείς την πορεία του Γέροντος Αιμιλιανού; Ας ιστορήσωμε με αδρές γραμμές αυτή την εικόνα.

1. ΜΥΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΑΝΟΔΟΥ

«Κλίμακι προσέοικεν η άσκησις», λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος υπήρξε βάσις και αφετηρία και αναγωγική έλξις της πνευματικής πορείας του Γέροντος.
Βλαστός της αγιοτόκου Καππαδοκίας και αυτός, «μύστιν έχων ψυχήν ουρανίης ανόδου», ανατραφείς με τα παραδοσιακά ήθη των δημοδιδασκάλων παππούδων του, στο ιδιωτικό παρεκκλήσιο των οποίων «λειτουργούσαν» συχνά οι Τρεις Ιεράρχαι, ο μικρός Αλέξανδρος ακτινοβολούσε καθαρότητα ψυχής και πνεύματος. Η εκ παιδός αγάπη και ο θαυμασμός του προς τον ουρανοφάντορα Ιε¬ράρχη τον είλκυσαν από πολύ νωρίς προς μία ζωή υπεράνω των συνήθων μέτρων. Η κατανόησις της μοναχικής κλήσεως και η βαθεία άρνησις της φύσεως προς επιτυχίαν των υπέρ φύσιν τον κα¬τέστησαν κοινωνό του αγίου και οριοθέτησαν τον σκοπό της κοινο¬βιακής ζωής και τάξεως.
Τότε, στην πρώιμη εκείνη εποχή, αναζητώντας ζωντανές μαρ¬τυρίες της κατά Θεόν ζωής, επισκέφθηκε τον παπα-Εφραίμ, τον ερημίτη των Κατουνακίων, για να τον ερωτήση περί νοεράς προσευχής. Ο Γέρων Εφραίμ δίσταζε ν' ανοίξη τους θησαυρούς της καρδίας του, εάν πρώτα δεν ελάμβανε «πληροφορίαν» από την Παναγία. Εκείνος ανεχώρησε. Ο παπα-Εφραίμ, όπως συνήθιζε, αποσύρθηκε σε προσευχή και αναπαύθηκε επ' αυτόν το πνεύμα του, ώστε να δεχθή τον πατέρα Αιμιλιανό ως «άλλον Βασίλειον». Από τότε συνάφθηκε ο άρρηκτος πνευματικός δεσμός των δύο πατέρων.
Λίγο αργότερα τον ακούσαμε εμείς κηρύττοντα στην Μητρόπολι των Τρικάλων. Την αλησμόνητη εκείνη πρώτη εντύπωσί μας την αναγνωρίσαμε αργότερα στα λόγια του Οσίου Εφραίμ: «ακήκοα φωνής και είπε προς με ιδού εν τω οίκω μου το βασιλικόν σκεύος. Και αναστάς κατέλαβαν τον ναόν του Υψίστου, και είδον εις τα άγια των αγίων το σκεύος της εκλογής λαμπρώς τεταννυμένον έμπροσθεν του ποιμνίου, λόγοις θεοπρεπέσι πεποικιλμένον, και πάντων τους οφθαλμούς αυτώ ατενίζοντας».
Ήδη στις πρώτες οικογενειακές συνάξεις της τότε νεοπαγούς αδελφότητός μας στο Μεγάλο Μετέωρο, μας ανέπτυσσε με μια θεία γαλήνη και γλυκύτητα τα «περί , του Αγίου Πνεύματος» του Μεγάλου Βασιλείου, διαπλάθοντας με πολλή σοφία «εραστάς δογμάτων Χριστού».
Έτσι, όχι απρόσωπα κινούμενος από κάποια ιδανικά, ή για να εφαρμόση κάποιες αντιλήψεις περί μοναχικής ζωής, αλλά από την βασιλειανή πνοή εμπνεόμενος -«εγώ σε πνέω μάλλον ή τον αέρα», όπως θα έλεγε ο φίλος Γρηγόριος- και «προσλαμβάνων κέντρον και βέλος πυρός και ζήλον εν καρδία» φλέγεται να ακολουθήση τον Χριστό με τον τρόπο που τον ακολούθησε, αγάπησε, ελάτρευσε και εδόξασε το «βασίλειον άγαλμα», το «σκεύος το βασιλικόν».

2. Η ΛΕΛΗΘΥΙΑ ΑΝΑΒΑΣΙΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

«Όταν ήμουνα μικρός» -μας έλεγε κάποτε ο Γέροντας- «επειδή και ο χαρακτήρας μου ήταν ζωηρός, η γιαγιά μου -μετέπειτα Ευταξία μοναχή- ως δασκάλα που ήταν, μου θύμιζε συχνά: Αλέξανδρε, όσο θα σιωπάς, τόσο θα φωνάζη μέσα σου ο Θεός. Έτσι άπλα έμαθα από πολύ μικρός να σιωπώ, για να αφουγκράζωμαι την φωνή του Θεού».
Στο απλοϊκό αυτό μάθημα ήλθαν βεβαίως, σαν πάνω σε γερό υπόβαθρο, να προστεθούν τα εντάλματα της χάριτος· οι λόγοι των θεοφόρων Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, τους οποίους ο Γέρον-τας είχε το σπάνιο προνόμιο, αλλά και χάρισμα, να μελετά και να κατανοή από νηπιακής ηλικίας. Έτσι, πριν ακόμη αρχίση να πηγαίνη στο Σχολείο, η καθαρά του ψυχή είχε απορροφήσει όλα τα κυκλοφορούντα την εποχή εκείνη πνευματικά βιβλία· τον Ευεργέτινο, την Κλίμακα, το Γεροντικό.
Ασφαλώς θα είχε αναγνωρίσει την άσκησι, που με παιδική αφελότητα εκτελούσε, στα διακριτικά λόγια του αγίου Ιωάννου του Σιναίτου: «σιωπή εν γνώσει, μήτηρ προσευχής λογισμών επίσκο¬πος- παρρησίας έχθρα· ησυχίας σύζυγος· φιλοδιδασκαλίας αντίπα¬λος· αφανής προκοπή· λεληθυΐα ανάβασις» (=ανεπαίσθητος πνευ¬ματική ανάβασις).
Σιωπηλά λοιπόν και αθόρυβα ετελεσιουργείτο στο βάθος της ψυχής του «η συμπλήρωσις του λόγου» κατά Βασίλειον. Διότι ο Γέροντας έλαβε από τον Θεό και χάρισμα λόγου, σπανίας δυνάμεως και κάλλους. Εγνώριζε όμως «λόγου μέτρα και σιωπής», ώστε να μπορή να καρποφορή «ώσπερ εύλογον σιωπήν, ούτω και λόγον ένθεον».
Και όταν άρχισε ο Θεός να του στέλνη ανθρώπους, όπως έλεγε ταπεινοφρονών, για να τους βοηθήση, εμιμείτο και σ' αυτό τον ελλογιμώτατο Βασίλειο, νομοθετούντα στους αρχαρίους την έλλογο άσκησι: «πρώτον πάντων σπουδάζειν προσήκει περί την του λόγου χρήσιν μη αμαθώς έχειν, αλλ' ερωτάν μεν αφιλονείκως, αποκρίνεσθαι δε αφιλοτίμως, μη διακόπτοντα τον προσδιαλεγόμενον όταν τι χρήσιμον λέγη, μηδέ επιθυμούντα τον εαυτού λόγον επιδεικτικώς παρεμβάλλειν, μέτρα ορίζοντα λόγω και ακοή, μανθάνειν δε ανεπαισχύντως και διδάσκειν ανεπιφθόνως...».
Η σιωπή, μας έλεγε αργότερα, είναι η μόνη φωνή της ερήμου του μοναχού. Μία τελεία σιωπή στο περιβάλλον του, μία τελεία σιωπή μέσα στην ψυχή του, μέσα στο πνεύμα του, μέσα στην καρδιά του. Μόνον ένας σιωπηλός άνθρωπος μπορεί να εικονίζη αληθινά τον Θεόν και ο μοναχός είναι ο τέλεια σιωπηλός. Αύτη η σιωπή του μοναχού είναι η αιώνια κραυγή του ενώπιον του Θεού.

3. ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ

Ο Γέροντας ακτινοβολούσε από χαρά όταν διεπίστωνε σε κάποιον νέον άνθρωπο ένα σπινθήρα έστω ησυχαστικού πόθου και μεριμνούσε ακούραστα για να του εξασφαλίση τις δυνατές συνθήκες μιας ησυχαστικής βιοτής. Την μόνωσι την θεωρούσε σαν μια προϋπόθεσι ζωής που δεν μπορεί να εκλείψη ποτέ από τον άνθρωπο, τον οποίο έκτισε ο Θεός έτσι, ώστε να μπορή κατ' ιδίαν να διαλέγεται μετά του Δημιουργού του. Αυτή η μόνωσις τον καθιστά δυνατόν να γίνεται τρόπον τινά ισόθεος· να μπορή δηλαδή κατά μία, κατά χάριν, ίση μοίρα να συνομιλή με τον θεό ενώπιος ενωπίω.
Αλλά την μόνωσι, έλεγε, η Εκκλησία μας δεν την έθεσε ποτέ μακράν της κοινότητος. Η κοινωνία είναι το σκαλοπάτι που ανε¬βάζει τον μοναχό στη ζωή της μονώσεως, η οποία με την σειρά της είναι μία τελεία πλέον κοινωνία με τον Θεό.
Εντεύθεν πίστευε οτι κάποιος που δεν μπορεί να ζήση μέσα στην κοινωνία, σημαίνει ότι είναι ένας ασθενέστατος άνθρωπος, ανίκανος να βιώση όχι μόνο τα κοσμικά, αλλά πολύ περισσότερο και τα πνευματικά.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει στην κοινωνική μας ζωή να είμαστε επιτυχημένοι. Εάν αποτύχωμε στην κοινωνική σχέσι με τους αδελφούς μας, δεν θα μπορέσωμε ποτέ να συνάψωμε κοινωνία ούτε με αγίους, ούτε με αγγέλους, ούτε με την Αγία Τριάδα.
Την αυταπάρνησι, την κένωσι της ιδίας υπάρξεως, η οποία μας καθιστά ελκυστικωτάτους και στον θεό και στους ανθρώπους, την ονόμαζε «αιχμαλωσία της αγάπης» και την εστίαζε κυρίως στην
καθημερινή πρακτική διακονία.
Ανάμεσα στα βιβλία, από τα οποία ερμήνευε στις συνάξεις της αδελφότητος, υπήρχε και κάποιο, το οποίο και μόνο από την γλυκύτητα, με την οποία ο Γέροντας το ξεφύλλιζε, καταλαβαίναμε ότι σίγουρα θα περιέχη κάτι σπάνιο και ξεχωριστό. Ήταν οι αρχαίοι Κανονισμοί των Μεγάλων Καθηγητών του μοναχισμού, Αντω¬νίου και Παχωμίου, πάνω στους οποίους ο Γέροντας θεμελίωσε και οικοδόμησε όλο το συγκρότημα των μοναστηριών του.
Διάβαζε λοιπόν πέντε λέξεις από τον βίο ή τον Κανονισμό του Μεγάλου Παχωμίου και σαν να άρπαζε πυρκαϊά ένα ολόκληρο δάσος, άρχιζε να λέγη: Η μοναχική μας εργασία δεν είναι δουλειά κοινωνικής συμβάσεως, ούτε απλώς ενα μέσο βιοποριστικό.
Είναι προ πάντων το εργαλείο, το οποίο παρέχει ο Θεός στα χέ¬ρια μας, για να μπορέσωμε να ανοίξωμε τον ουρανό. Είναι μία καρδία μεταδίδουσα στον οργανισμό τη δυνατότητα του βιούν όχι μόνο κατ' άνθρωπον, αλλά και κατά Θεόν. Το διακόνημα μας κα¬θιστά ικανούς να αγαπώμεν τον Θεόν, γι' αυτό και οι Πατέρες το ονομάζουν «σαγήνην αρετών». Θυμηθείτε τον όσιο Παλάμωνα και τον Παχώμιο ανέβαζαν και κατέβαζαν πέτρες για να μπορέσουν να συνηθίσουν την αγρυπνία. Ήταν μία πνευματική διακονία αυτό, κι ο ένας ταυτοχρόνως υπηρετούσε τον άλλο για την έξι της αγρυ¬πνίας.
Και παρατείνονταν μέχρι αργά οι κατηχήσεις αυτές· οψίας δε γενομένης, ο Γέροντας, απέλυε την σύναξι, διότι «ησύχου σιγής περιεχούσης τα πάντα, και νυκτός μεσαζούσης», άρχιζε η πρόσκλησις και ο ερχομός του παντοδυνάμου Λόγου για να διαυγάση το φως το άληθινόν.  .

4. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ

Όταν άρχισε να σχηματίζεται στα Μετέωρα ο πρώτος κύκλος γύρω από τον Γέροντα, εκείνος είχε ήδη απηρτισμένη την πνευματική του προσωπικότητα. Γι` αυτό και τα θέματα, τα οποία ανέπτυσσε στις συνάξεις μας, ήσαν ενδεικτικά των αναβάσεων, τις οποίες «διέθετο εν τη καρδία του».
Μας είχε τότε αναλύσει, σε διαδοχικές αλησμόνητες συνάξεις, το βιβλίο του προφήτου Αββακούμ. Τι παράξενα λόγια! Αλλά και τι παράξενη δύναμη μας μετέδιδαν! Με την ανάλυση του Γέροντα, όλα αποκτούσαν έναν φυσικό ρυθμό και ειρμό, και έμοιαζαν τόσο οικεία, τόσο ειπωμένα ακριβώς για μας, που αρχίζαμε τότε την μοναχική μας ζωή.
Επί της θείας φυλακής του προφήτου Αββακούμ ιστάμενος δια βίου, αναζητούσε πάντοτε τον τόπο του απόκρυφου, του σκότους, του μυστηριακού γνόφου, όπου μπορεί κανείς να κρύπτεται από τα όμματα πάντων και να ζη μόνος στον μυστικό του περίκοσμο, εν μέσω αγίων και αγγέλων.
Η νύχτα, έλεγε, είναι ο χώρος μέσα στον οποίο βυθίζεται και ζει αληθινά ο μοναχός. Η νύχτα έχει μια πολύ μεγάλη σημασία, διότι είναι η ώρα και ο τόπος των μυστικών συναντήσεων, η βίωσις του πόνου και του αγώνος μας, είναι και το σκοτάδι των ψυχών μας και η ελπίδα του φωτός μας. Η νύχτα είναι μια μετωπική συνάντησις με τον εαυτό μας, ο οποίος δεν είναι παρά μια γύμνια και μια φτώχεια. Την νύχτα δεν υπάρχει κάποιος να του μιλήσης, δεν υπάρχει ο φίλος, η κάποια ανάπαυσις του άλλου, δεν υπάρχει ο έπαινος, ή και η αντίδρασις, που και αυτή είναι μία αγάπη. Σαν να είναι ένας χώρος γυμνός από δένδρα και βλέποντας αυτή την ατέρμονα διάστασι σε πιάνει απελπισία. Γι' αυτό και πολλοί δεν έχουν το σθένος και την αντοχή και την μαρτυρική επιμονή και υπομονή να προχωρήσουν αυτό το αγώνισμα της νυκτός.
Μέσα λοιπόν στον ατέρμονα ορίζοντα της νυκτός εδαπανάτο μαρτυρικώς ο Γέροντας για να απλώνη τις πνευματικές του ρίζες, να πιάνεται από τον Θεόν και να ανέρχεται από δυνάμεως εις δύναμιν το ευσκιόφυλλόν του δένδρον.
Την νυκτερινή αγραυλία και αποσκόπευσι του ουρανού ένοιωθε ταυτοχρόνως και ως υψίστη αποστολή έναντι του πληρώματος της Εκκλησίας.
Οι αγρυπνούντες μοναχοί, έλεγε, είναι η φωνή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εύχεται «υπέρ των εν νυκτί βοώντων», αλλά και εύχεται δια «των εν νυκτί βοώντων»· εμπιστεύεται δηλαδή στους μοναχούς τις προσευχές της. Σε μας εμπιστεύεται «τας φύλακας της». Εαν λοιπόν η Εκκλησία μας υψοΐ τόσο πολύ και μας έχη στο ιδιαίτατο μέρος του τείχους της, του πύργου, της βαρέως, όπως λέγει ο προφήτης, τότε δεν μπορούμε εμείς να εφησυχάζωμε, παρά να αγραυλούμε και να αγρυπνούμε γι' αυτόν τον ουρανό, για τον οποίο έχομε κληθή.

5. ΕΝ ΠΥΛΗ, ΚΑΡΔΙΑΣ

«Το τίμιον σκεύος της ψυχής εν πολλή βαθύτητι τυγχάνει, ως που φησιν Άβυσσον και καρδίαν αυτός ερευνά. και αυτή δε η χάρις νομήν λαμβάνει εν τη ψυχή και έως των (Βαθύτατων αυτής μερών και διαλογισμών ερριζούται, έως ου όλη η ψυχή περιληφθή υπό της επουρανίου χάριτος, λοιπόν βασιλευούσης εν αύτω τω σκεύει». Είναι από τον άγιο Μακάριο, είπε ο Γέροντας, αφού πρώτα έκανε την ευχαριστία της εξ οσπρίων και ελαίων μοναστηριακής μας τραπέζης. Συνήθιζε τότε, μετά το ολιγόλεπτο όχι γεύμα, αλλά απλώς σκάλισμα του φαγητού του, να μας διαβάζη κάτι πατερικό.
Ήθελε να μεταδώση και σε μας την βαθεία εσωτερική του ζωή, ή τουλάχιστο την επιπόθησί της. Ζητούσε πάντοτε να εργαζώμεθα στο μυστικό βάθος της ψυχής, και τ’άλλα πάντα προστεθήσεται ημίν.
Έτσι, χωρίς να συνειδητοποιούμε τότε την μεγίστη δωρεά , του Θεού, καθημερινό μας εντρύφημα ήταν οι ασκητικοί και νηπτικοί Πατέρες, στους οποίους ο Γέροντας με μία θαυμαστή άνεσι και οικειότητα μας μυσταγωγούσε.
Ιδιαιτέρως επέμενε στο θέμα της νήψεως, την οποία ταύτιζε με την μοναχική και αποστολική μας κλήσι, την πράξι μας και την ζωή μας· την ονόμαζε δε «αναπνοή» μας. Όπως αν προς στιγμήν, έλεγε, σταματήσωμε να αναπνέωμε, ο ζωτικός αήρ δεν εισέρ¬χεται μέσα μας και αποθνήσκαμε· έτσι και αν για μία στιγμή λειψή από τον νουν μας η νήψις, σημαίνει ότι σταματάει η είσο¬δος του ζωαρχικού άνεμου, του αγίου Πνεύματος· και κινούμεθα σε μία ατμόσφαιρα πνικτική, που πολύ απέχει από του να είναι χαρισματική και αποστολική, και η οποία μας στερεί την χαρά, την άνεσι, την ειρήνη, την βεβαιότητα της ζωής μας.
Συναφώς δε, πάλιν και πολλάκις επανερχόταν με ποικίλα πα¬ραδείγματα στο θέμα της «αλλοτριότητος» των λογισμών: Περιπίπτομε, έλεγε, σ' ένα είδος πνευματικού λήθαργου και νομίζομε ότι επικίνδυνοι λογισμοί είναι μόνον οι λογισμοί της αμαρτίας. Οι Πατέρες ομως τονίζουν ότι είναι τελείως αλλότριο πράγμα οι λο¬γισμοί, αν και εμείς τους νοιώθομε ότι είναι δικοί μας. Είναι αλλό¬τριοι και του Θεού, στον οποίο ανήκει ο ναός της καρδιάς, και του ιδίου του εαυτού μας. Πρέπει να είμεθα ελεύθεροι από κάθε λογισμόν όταν προσευχόμεθα, ώστε να παριστάμεθα ημείς αυτοί ενώπιον του Θεού. Αφ' ης στιγμής μπαίνει λογισμός, διασπάται η ενό¬τητα της προσευχής, καταργείται η παράστασίς μας, και αυτό που καταλαμβάνει μίαν θέσι ενώπιον του Θεού είναι ο λογισμός.
Και δεν παρέλειπε ασφαλώς να υποδεικνύη τον πονηρό δάκτυλο,ο οποίος κινεί όλον αυτόν τον συρφετό: Πάσα φαντασία, πάσα ροπή η οποία ζει ακόμη μέσα μας, πάσα κατάφασις μιας στιγμής, η οποία δεν ανήκει στην αιωνιότητα, είναι προβολή και υποβολή ενός όντος, διότι το κακό δεν έχει ουσία και οντότητα, κι επομένως πρέ¬πει από κάπου να προέρχεται. Γι' αυτό και οι Πατέρες πάντοτε το απέδιδαν στο πονηρό πνεύμα, το οποίο στην ενέργεια του μας είναι «συμπαθέστατον»· πάντοτε μας περιβάλλει με μίαν αγάπησι φαινομενική βεβαίως. Εισηγείται μέσα στο μυαλό μας και στην καρδιά μας «δεξιοστρόφως»
Αλλά οι αναλύσεις και ερμηνείες του Γέροντος πάνω σε νη-πτικά θέματα, θα προσέθεταν ολόκληρο τόμο στους ήδη υπάρχοντας της Φιλοκαλίας.

6. ΑΕΙ ΦΙΛΟΠΟΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΙΝ

«Μην αγνόησης, αγαπητό μου παιδί, το μέτρον της χάριτος. Επίφθονος τω πονηρώ γεγονώς δια την καθαρότητα, μη πάλιν σεαυτόν ελεεινόν κατάστησες δια της αμαρτίας· μη τω αγαθώ περιχαρείς και υψωθείς άμετρα, καταπέσης εν τω επαρθήναι' αεί φιλοπόνει την κάθαρσιν, αναβάσεις εν τη καρδία τιθέμενος· και ης έτυχες κατά δωρεάν-αφέσεως, ταύτην επιμέλεια συντήρησαν ίνα το μεν αφεθηναί σοι παρά Θεού, το δε συντηρηθήναι και παρά σου γένηται».
Ο Γέροντας ίστατο στην Ωραία Πύλη του Καθολικού της Σιμωνόπετρας. Το σεπτό πρόσωπο του, από χλωμό και ιλαρό λόγω της ολονυκτίου αγρυπνίας του -όπως το συνήθιζε πάντοτε οταν επρόκειτο να κείρη μοναχό- είχε μεταμορφωθη κατά την Θείαν Λειτουργίαν σε μία αγγελοπρεπή φαιδρότητα· και τώρα, προσ¬φωνώντας τον κειρόμενο με τα παραπάνω λόγια Γρηγορίου του Θεολόγου, προσελάμβανε είδος πύρινο.
Πάντοτε στις κούρες αποκαλύπτετο ένας άλλος, βαθύτερος Αιμιλιανός, πυρ πνέων και ένας άλλος λόγος, ανερχόμενος από βαθύ¬τερα ταμιεία των πατρικών του είτε σπλάγχνων είτε εγκάτων, προκαλούσε «τον φόβον και τον έλεον». Στις περιπτώσεις αυτές φαινόταν και κάπως ευρύτερα το πόσο ο Γέροντας έπασχε τα θεία, και πόσο έπασχε για τα παιδιά του. Ήτο πάσχουσα και μαρτυ¬ρική η αγάπη του προς τον Θεό και τους ανθρώπους.
Ηταν οι καλύτερες ευκαιρίες αυτές για να αναθεώρηση κανείς, είτε μοναχός είτε λαϊκός, την προσωπική του ζωή και την σχέσι του με την Εκκλησία και με την αγιότητα. Καταλάβαινε κάτι από το υψηλό επίπεδο στο οποίο ζούσε ο Γέροντας και αποφάσιζε να βάλη αρχή, να μετανοήση. Ενώ ο Γέροντας, λαμπάδα καιομένη μπροστά στο λαό του Θεού, συνέχιζε: «Κανένας μας δεν γεν¬νήθηκε για άλλο λόγο, παρά για να εξαγγέλλη την αγάπη και την μεγαλειότητα του Θεού. Λαμβάνοντες κούρα αγαπητό μου παιδί, αποκαθιστάμεθα εις έναν έτερο κόσμο και όχι στον δρώμενο. Ως μοναχοί στον κόσμον αυτόν είμεθα ξένα δράματα. Θα πρέπει οι ενέργειες μας να είναι απόρροιες του Θεού, να είναι θεοειδείς ενέρ¬γειες, οι οποίες φθάνουν εις ένα βάθος, εις ένα ύψος, εις μίαν δύναμι, εις μίαν ζωηρότητα, εις μίαν απολυτότητα».
Έκανε μια μικρή παύσι και με αλλοιωμένη φωνή συνέχισε:
«Η Παναγία μας εισήλθε στο άδυτο του ναού για να ανατραφή, να παιδαγωγηθή, να πληροφορηθή, να ωριμάση, να καλλιεργηθή, να φθάση στο σημείο που την θέλει ο Yιός της, που την θέλει ο Πατήρ ο ουράνιος, που την θέλει η ίδια η Εκκλησία.
»Αυτή είναι και η δική μας αποστολή μέσα στο μοναστήρι: να παραμένωμε, όπως η Παναγία, σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκεκριμένο τρόπο, "καθήμενοι", για να ελκύωμε το πρόσωπο του ουρανίου Πατρός.
»Αφ' ης στιγμής εκάρημεν μοναχοί μοιάζομε σαν το ζυμάρι που το βάλανε επάνω στην πυρά και αρχίζει πλέον να δέχεται θερμότητα μέχρι να καταστή άρτος. Εν συνεχεία ο άρτος να γίνη πρόσφορο και αυτό να γίνη σώμα Χριστού. Αυτή η τελείωσις, που είναι ένας ολόκληρος αγώνας σκότους και φωτός, καταχθόνιων και ουρανίων, θανάτου και ζωής μέσα στη Θεία Λειτουργία, αυτός ο αγώνας πρέπει να γίνη και στην προσωπική μας λειτουργία, ώστε να "τελειώσωμε" το δώρο μας».

7. ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΗΤΤΩΜΕΝΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ

Όσο περισσότερο το δωρηθέν τω Κυρίω τελειούται, τόσο δραματικώτερος γίνεται ο αγώνας της τελειώσεως. και ήδη στην κορυφή της μικράς μας κλίμακος αναχθέντες, πρέπει μετά πάσης ευλά-βειας να προσβώμεν στον ιερό αυτό χώρο.
Ο Γέροντας τα τελευταία χρόνια συνείχετο από τον αγώνα και την αγωνία της τελειώσεως. Έτρεχε αγαλλομένω πόδι προς την «τελείαν των τελείων ατέλεστον τελειότητα»· δια μιας τελειώσεως όμως μαρτυρικής, περι της oποίας ο ίδιος ο Κύριος έλεγε: «βάπτι¬σμα έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελέσθη».
Οριστικά και αποφασιστικά ο Γέροντας είχε εστηριγμένο το  πρόσωπο προς την άνω Ιερουσαλήμ και δεχόταν ταπεινώς τη μαρ¬τυρική του πορεία. Αλλά ποιος μπορεί να εξιχνίαση τους κόσμους που κινούνταν αυτή την εποχή εντός του; Ποιός μπορεί να διαζωγραφήση τα μεγάλα κινήματα του νοός του;
Ο ίδιος παλαιότερα έλεγε προβλεπτικώς ότι σ' αυτό το προ¬χωρημένο στάδιο, κριτήριο πλέον της υπάρξεως του μοναχού είναι το κατά πόσον δύναται «τω νοϊ προϊέναι τω Θεώ». Κατά πόσον δια του νοός -διότι νοερά είναι η κοινωνία μας με τον Θεό- μπο¬ρεί να προχωράη μέσα στα άβατα του Θεού, τα οποία άβατα τα έχει για να μπαίνωμε μέσα εμείς. και τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας του τα κρατάει, για να γινώμαστε εκπορθηταί των θυρών εμείς και να έχωμε την χαρά ότι εγενώμεθα δεκτοί μέσα σ' αυτά. Για να έχωμε κάτι, το οποίο θα μπορεί να υποκινή την πνευματική μας υπερηφάνεια, τουτέστι τον ζήλο του Θεού. Για να μας υποκινή στο να εισχωρούμε νοϊ στην ζωή του Κυρίου.
Το να εισέλθης και να εισέρχεσαι στην εν Χριστώ κεκρυμμένη ζωή, στον μυστικό χώρο όπου άγγελοι και μοναχοί αμιλλώνται στην ανάβασι της ιεράς Κλίμακος, απαιτεί τιτάνιον αγώνα και πάλη, ισοσθενή εκείνης του πρώτου μύστου της ουρανοδρόμου ζωής, του πατριάρχου Ιακώβ.
Ο Γέροντας λάτρευε τον πατριάρχη και τον είλκυε ιδιαίτερα η γεμάτη προφητικό μυστήριο ζωή του. «Επαινώ την Ιακώβ κλί¬μακα» -έλεγε με τον μυστηπόλο Γρηγόριο- «και την στήλην ην ήλειψε τω Θεώ και την προς αυτόν πάλην η τις ποτέ ην οίμαι δε του ανθρωπείου μέτρου προς το θείον ύψος αντιπαρέκτασις και αντί-θεσις, όθεν και άγει τα σύμβολα της ηττωμένης γενέσεως».
Ο ίδιος αποσιωπώντας εν γένει τα προσωπικά του βιώματα, κρυβόταν πάντοτε πίσω από τον Ιακώβ, και όλος ηλλοιωμένος περιέγραφε τον αγώνα του να ευλογηθή από τον Θεό. Πάντοτε δε, τις δεκάδες φορές που αναφερόταν στην πολυσήμαντη αυτή συμπλοκή, την παρουσίαζε σαν πρότυπο βαθείας μοναχικής εμπει¬ρίας. Και από υπέρμετρη αγάπη ακολούθησε αυτήν την οδό.
Σήμερα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το πύρινο στόμα έχει αποσυρθή στην αγαπημένη παιδιόθεν σιωπή του· ο δυναμικός Γέ¬ροντας που ανώρθωσε χιλιάδες ψυχές φέρει επάνω του «τα σύμ¬βολα της ηττωμένης γενέσεως», αλλά και την θεϊκή ευλογία και χάρι, την οποία αφειδώς διανέμει καθ' έκάστην στα παιδιά του, στα μοναστήρια του, στον μοναχισμό, στην τροφό αγία μας Εκκλησία.
Σύμφωνα λοιπόν με την «ψιλήν γνώσιν μας», όπως θα έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης, «ως ου σοφός αρχιτέκτων, κλίμακα αναβάσεως του Γέροντος πεπελέκηκα», ως ελάχιστο αντίδωρο ευγνωμοσύνης και μικρό εγχείρημα ψηλαφήσεως σημείων της πνευ¬ματικής του πορείας για την κατάκτησι της ποθητής «πόλεως»· την φερέπονο και ζείδωρο άσκησι, την ηδύλαλο σιωπή, την ταπεινοποιό διακονία, την αγνιστική αγρυπνία, την ευκτική νήψι, την τελειοποιό κάθαρσι, το κενωτικό πάθος και καινοποιό' και στην κο¬ρυφή την θείαν αντίληψι της δεξιάς του Υψίστου, την οποία τεί¬νει με χαρά και αγάπη και ευαρέσκεια για να μας εισαγάγη στην βασιλεία Του.
Δεύτε αναβώμεν προθύμως.


Βιβλιογραφία. Σύναξις ευχαριστίας. Χαριστηρια εις τιμήν , του γέροντος Αιμιλιανού. Εκδόσεις ινδίκτος 2003.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |