Αμέσως έτρεξαν νά δουν
μήπως τόν έχουν σκοτώσει ή τραυματίσει, γιατί άμέσως μετά κατάλαβαν ποιος ήταν.
Όμως δέν τόν είχε πάρει καμμιά σφαίρα!
Θυμάμαι, κάποια παραμονή
τής Γεννήσεως τής Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου, ήρθε στό περιβόλι. Ή θεία μου τού
είπε:
Καλώς τόν Χαραλάμπη!
Απόψε κάθησε έδώ νά κοιμηθείς. Μ ή φύγεις.
Όχι, θά φύγω καί θά πάω
στήν Παναγία τή Φανερωμένη στην Αναβρντή.
Τί λες μωρέ; Πού θά πάς
τέτοια ώρα μέσα στή νύχτα στά φαράγγια; Θά σέ φάνε τά τσακάλια.
Ιδού γάρ καί λέγομε ν καί
λέγομεν...
Δέν έδωσε σημασία στά
λόγια τής θείας μου καί έφυγε. Θυμάμαι, ότι φεύγοντας μάς έρριξε άπό τό
σακκούλι του έξη πατάτες, γιά νά τις μαγειρέψουμε. Ξεχάσαμε τό γεγονός αύτό γιά
τό Χαραλάμπη καί τήν Παναγία τή Φανερωμένη. Κάποια μέρα ήρθε στό σπίτι ή κυρία
Ελένη Άλοίμονου κι' έλεγε ότι είχε πάει, όπως κάθε χρόνο, στήν Παναγία τή
Φανερωμένη. Ή θεία μου άμέσως ρώτησε:
Ο Χαραλάμπης ήταν στην
έκκλησία;
Ή κυρία Ελένη είπε ότι
ήρθε μέ τό φώτημα. Δηλαδή είχε κάνει μεγάλη διαδρομή, δύοτριών ήμερων, σέ έλάχιστο
χρόνο περπατώντας νύχτα στόν Ταΰγετο.
Θυμάμαι άκόμη ότι πήγαινε
στό σπίτι τής πεθεράς μου, ή οποία κοιμήθηκε καλόγρια. Τήν έκτιμοϋσε πάρα πολύ,
γιατί πήγαινε μέ τό Παλαιό Εορτολόγιο καί είχε μεγάλη πίστη. Ή πεθερά μου, όσες
φορές πήγαινε στό σπίτι της, τόν έλουζε, τού έκοβε τά νύχια ή κάποιες φορές τού
έβραζε γάλα. Δύο ή τρεις ήμέρες πρίν πεθάνει ή πεθερά μου, ή όποια είχε πάθει
έγκεφαλικό έπεισόδιο καί ήταν σέ κωματώδη κατάσταση, ήρθε ό Χαραλάμπης. Πήγε
στό δωμάτιο τής πεθεράς μου, σήκωσε τό άναμμένο φαναράκι του καί τό έφερε πάνω
άπό τό κεφάλι της, κοντά στά μάτια της. Ή πεθερά μου, παρ' όλο ότι τά είχε
χαμένα, έβγαλε μιά μεγάλη κραυγή.
Άαααα....
Αναταράχτηκε ολόκληρη κι'
έγώ τού είπα:
Χαραλάμπη τήν τρόμαξες.
Πάρε τό φώς.
Κάποια φορά οί άντάρτες
τόν έπιασαν καί τόν κούρεψαν. Γιά νά τόν κουρέψουν, τόν κρατούσαν πέντε καί τόν
χτυπούσαν, γιατί δέν καθόταν. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, πού πήγε κι' έπεσε έξω
άπό μία παράγκα κάποιας Εύθυμίας Παρακίνη κι' έμεινε έκεϊ μέχρι νά μεγαλώσουν
τά γένεια του καί τά μαλλιά του. Τό κεφάλι του τό είχε διπλώσει μέ μιά πετσέτα
κι' έλεγε:
Δέν μέ πείραξαν οί
άλλόφυλοι. Αυτό τό έπαθα άπό τούς Έλληνες.
Όταν τού πρωτόβαλαν
παπούτσια καί κάλτσες, τά έβγαλε καί τά πέταξε. Ο Σεβασμιώτατος Χρυσόστομος
Πουλουπάτης τόν είχε σέ πολύ εύλάβεια καί τόν κοινωνοϋσε στό Ιερό τής
Εύαγγελίστριας. Θυμάμαι κάποια γυναίκα, πού τήν έλεγαν Σταθούλα, πήγε στό
Σεβασμιώ
τατο Χρυσόστομο καί του
είπε:
'Αν είναι νά μέ
κοινωνήσεις, κοινώνα με. "Αν όχι, πές μου το, γιατί βιάζομαι νά πάω ατό
χωριό μου, στην Αρτεμίσια.
Ό Σεβασμιώτατος τής είπε:
Πήγαινε νά ρωτήσεις τό
Χαραλάμπη, κι’ άν σοΟ πει νά σέ κοινωνήσω, θά σέ κοινωνήσω. "Αν πεί όχι,
δέ θά κοινωνήσεις.
Ό Χαραλάμπης γύριζε όλη
τή Μεσσηνία, Αρκαδία καί Λακωνία. Περπατούσε πάντοτε τή νύχτα καί δέν ύπήρχε
έξωκκλήσι, πού νά μήν τό έχει έπισκεφτεί. Πιό πολύ τού άρεσε νά πηγαίνει στόν
προφήτη Ήλία κάθε περιοχής πού έπισκεφτόταν. Θυμάμαι άκόμη, ότι μετά τό θάνατο
τής θείας μου άποφασίσαμε νά χτυπήσουμε στό πηγάδι γιά άρτεσιανό. Χτυπήσαμε,
άλλά δέ βγάλαμε τίποτα. Τότε ήρθε ό Χαραλάμπης στό περιβόλι καί τού είπα:
Χαραλάμπη μου, χτυπάμε,
άλλά νερό δέ βγάζουμε. Αύτός άπάντησε:
Θά βρούμε, θά βρούμε.
Τό βράδυ πού κοιτάξαμε τό
πηγάδι, είχε γεμίσει νερό. Έβγαινε πολύ νερό, άφθονο. Τήν άλλη μέρα ήρθε ό
Χαραλάμπης καί είπε:
Άγιασμα, ευλογία Θεού.
Ό άντρας μου δούλευε
οδηγός στό ΚΤΕΛ τής Μεσσηνίας. Κάποιες φορές ό Χαραλάμπης, τά παιδιά μου κι'
έγώ τρώγαμε στό ίδιο τραπέζι. Αύτός όμως έτρωγε μόνο ρύζι βραστό ή ντομάτα ψητή
στό τηγάνι. Όταν ό Χαραλάμπης έβλεπε τόν άντρα μου νά έρχεται, άφηνε τό τραπέζι
κι' έφευγε άμίλητος. Ό άντρας μου τού έλεγε:
Τί σού έκανα Χαραλάμπη
καί φεύγεις;
Κάποιες φορές τού έρριχνα
νερό καί τόν έλουζα. Αύτό πού μοϋ είχε κάνει έντύπωση ήταν, ότι δέν είχε πιάσει
ποτέ του ψείρες. Σέ όποια γειτονιά περνούσε, φώναζε:
2. «Γυρίστε μέ τό Παλαιό,
νηστέψτε, άθεοι, άσωτοι.»
Αύριο είναι τής Παναγίας
μέ τό Παλαιό. Γυρίστε μέ τό Παλαιό, νηστέψτε, άθεοι, άσωτοι.
6. ΑΥΡΙΟ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ...ΨΕΥΤΟΓΙΟΡΤΑΣΑΤΕ ΕΣΕΙΣ
Η Παναγιώτα Μπεζαντέ, 63 έτών, κάτοικος Καλα11
μάτας:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη όταν
ήμουν κοπέλλα γύρω στά δεκαοχτώ. ’Ερχόταν συχνά στό χωριό μου, τό Κορυφάσιο.
'Επειδή ήξερε ότι ό πατέρας μου είχε πρόβατα, έρχόταν στό σπίτι μας καί ζητούσε
μόνο άπό μένα, λάδι, τυρί, μυτζήθρα καί τού τά έδινα. Ό λογισμός μου μού έλεγε
ότι αύτός πρέπει νά ήταν ό Χριστός. Αύτά πού τού έδινα, τά έδινα κρυφά άπό τή
μητέρα μου καί τόν πατέρα μου. Κάποτε, πού πήγα νά τού δώσω παστό, μού είπε:
Αυτό νά τό δώσεις νά τό φάνε τά σκυλιά.
Θυμάμαι ότι τά παιδιά τού
χωριού μας τόν πετροβολούσαν. Αύτός είχε ένα καλάμι στό χέρι του, τούς τό έδινε
καί τούς έλεγε νά τόν χτυπούν μέ τό δικό του καλάμι. Τόν θυμάμαι πάντοτε
άχτένιστο, ξυπόλητο, ζωσμένο ένα τσουβάλι στή μέση, μ' ένα μεγάλο Σταυρό στό
ένα χέρι καί στό άλλο ένα φαναράκι. Όταν γύρισα μέ τό Παλαιό, τόν συνάντησα
στού Παναγουλάκη. Κάποια μέρα τόν είδα στό δρόμο μ' ένα σακκί γεμάτο ντομάτες,
κολοκύθια κι’ ένα μπουγέλο μέ λάδι. Μού τά έδωσε καί μού είπε:
Νά φάς έσύ καί τά παιδιά
σου, καί σ’ αυτούς, πού είναι μέσα στό σπίτι σου, νά μή δώσεις, γιατί είναι
παλιόσκυλα.
Συνέχιζε νά μού δίνει
πράγματα, οπουδήποτε μέ συναντούσε. Έρχόταν στό νοσοκομείο πού δούλευα, μέ
ζητούσε κι έλεγε:
Θέλω τήν Παναγιώτα.
Χαραλάμπη μου, ποιά
Παναγιώτα; Υπάρχουν πολλές μέ αύτό τό όνομα, του έλεγαν.
Μιά είναι ή Παναγιώτα, έλεγε.
Μέ αύτό εννοούσε, ότι
ύπάρχουν πολλές μέ αύτό τό όνομα, αλλά μία είναι ή Ορθόδοξη.
Στούς δρόμους φώναζε κι
έλεγε:
Αύριο ανοίγουν τά
Ουράνια, αύριο είναι τών Φώτων ή αύριο είναι τού Τιμίου Προδρόμου.
Ψευτογιορτάσατε εσείς.
Κάποτε είχε πάει στό
πανηγύρι τής Χώρας. Μόλις τόν είδε ό κόσμος, άρχισε νά φωνάζει:
Ό Χαραλάμπης, ό
Χαραλάμπης!
Ό Χαραλάμπης όμως τούς
έλεγε δυνατά.
Αύριο είναι τού Τιμίου
Σταυρού.
Ό κόσμος καταλάβαινε ότι
αύριο είναι τού Σταυρού μέ τό Παλαιό. Όλοι όμως τόν έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη.
7. ΕΒΛΕΠΕ ΑΠΟ ΜΑΚΡΥΑ !
Η Ελένη Κόντου, 47 έτών, άπό τή Χώρα
Τριφυλλίας: Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
παιδάκι. Ερχόταν στό χωριό μου καί κοιμόταν στά έξωκκλήσια. Έλεγε στις κοπέλλες
νά μήν κόβουν τά μαλλιά τους καί νά μήν κάνουν κομμώσεις. Στήν αύλή κάποιας κυρίας
άπό τό χωριό μου, πού έμενε στή Μεσσήνη, άπάνω σ' ένα δέντρο είχε φτιάξει
κρεββάτι, κι έκεί είχε ό,τι τού έδιναν, διάφορα πράγματα καί τρόφιμα. Αύτός
έφυγε καί γύρισε μετά άπό ένα μήνα. Στό μεταξύ κάποια κοινή γυναίκα τής
περιοχής έμαθε ότι ό Χαραλάμπης είχε διάφορα πράγματα πάνω στό κρεββάτι τού
δέντρου κί άνέβηκε νά το δεί. "Οταν, στό μήνα απάνω, ήρθε ό Χαραλάμπης,
είπε στή συγχωριανή μου:
Γί ήθελε αύτή ή βρωμιάρα
καί μού πείραξε τά πράγματα;
Ή συγχωριανή μου
άναρωτιόταν πώς ήξερε ό Χαραλάμπης ότι κάποια γυναίκα άνέβηκε στό κρεββάτι, πού
είχε φτιάξει πάνω στό δέντρο.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου