ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 15.Εσύ θα με θάψεις με τα χέρια σου

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

15.Εσύ θα με θάψεις με τα χέρια σου


salos

Ο πατήρ Πάίσιος Μάραντος, ιερομόναχος τής Ίεράς Μονής Παναγουλάκη στήν Καλαμάτα, όπου καί κηδεύτηκε ό Χαραλάμπης, μάς είπε:
Είμαι ιερομόναχος στή Μονή Παναγουλάκη άπό τό 1939. Τό Χαραλάμπη τόν γνώριζα άπό παιδί, γιατί έρχόταν στό χωριό μου.
Μάζευε πράγματα καί τά πήγαινε σέ φτωχές οικογένειες, ήταν πολύ έλεήμων άνθρωπος. Αύτά πού τοϋ έδιναν άπό τή διακονιά πού έκανε, τά μοίραζε όλα, δέν κρατούσε τίποτα γιά τόν έαυτό του. Κοιμόταν σέ έρημιές καί σέ καλύβια, ήταν πάντοτε ξυπόλητος καί άχτένιστος, ζωσμένος ένα σακκί στή μέση του καί ένα Σταυρό ξύλινο στό λαιμό του. Όλη ή ζωή του ήταν άσκητική, πήγαινε σέ όλα τά έξωκκλήσια καί άναβε τά καντήλια. “Οπου γινόταν πανηγύρι, πήγαινε καί φώναζε στούς δρόμους: Γυρίστε μέ τό Παλαιό. Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή καί όχι αυτή πού γιορτάζουτε εσείς.
Έμπαινε στό χορό καί χόρευε, γιά νά τόν λένε τρελλό. Όποιος τόν κοροΐδευε ή τόν έβριζε, πάθαινε αμέσως κακό. Ό λόγος του είχε δύναμη μεγάλη, ήταν προορατικός, προφήτευε διάφορα περασμένα καί μελλούμενα. Κάποτε, θυμάμαι, μοϋ είχε πεί ότι είχε φάει πολύ ξύλο άπό τούς δαίμονες.

Μιά φορά, όταν ήμουν άκόμη κοσμικός, δούλευα στις Κιτριές σέ ένα νταμάρι. Ήλθε ό Χαραλάμπης, μέ πήρε καί πήγαμε όλη τή νύχτα καί άνάβαμε τά έξωκκλήσια, αύτός άναβε τά καντήλια καί έγώ διάβαζα παρακλήσεις. Μόνο στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, πού κρατάει Ορθοδοξία, έξομολογεϊτο, έκκλησιαζόταν καί κοινωνούσε. Θυμάμαι έφερνε στό μοναστήρι πορτοκάλλια, λεμόνια καί διάφορα άλλα πράγματα, μετά τά έπαιρνε καί τά πήγαινε σέ άρρώστους.
Μιά φορά, πού λειτουργούσα στό μοναστήρι τού Τίμιου Προδρόμου τής Κορώνης, σέ όλη τή Λειτουργία ήταν γονατιστός. Κάποτε μοϋ είχε πεί ότι μιά βραδυά έμεινε μέσα στή θάλασσα μέχρι τό πρωΐ καί παρακαλούσε τό Θεό νά σταματήσει ό πόλεμος. Στήν κατοχή τόν πυροβόλησαν οί Γερμανοί, άλλά καμμιά σφαίρα δέν τόν πήρε, τόν πλησίασαν καί, άφοϋ είδαν ότι ήταν άσκητής, τόν άφησαν. Κάποια φορά ό άδελφός τού άειμνήστου Σεβασμιωτάτου Χρυσοστόμου Πουλουπάτη έρχόταν άπό τό χωριό του στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, γιά νά λειτουργηθεί. Στό δρόμο συνάντησε τό Χαραλάμπη καί τόν προσπέρασε, όταν όμως μετά άπό ώρα έφτασε στήν Κα
18. Ο λόγος του είχε δύναμη μεγάλη. Όποιος τόν κοροΐδευε ή τόν έβριζε, πάθαινε άμέσως κακό.
λαμάτα είδε τό Χαραλάμπη μπροστά του! Τό έλεγε καί άναρωτιόταν πώς βρέθηκε μπροστά του, άφού τόν είχε άφήσει πίσω του. Αυτός έρχόταν καβάλλα σέ ζώο, ένώ ό Χαραλάμπης περπατώντας.
Μέσα στήν έκκλησία έρχόταν ρακένδυτος, κανένας όμως δέν μπορούσε νά γελάσει μαζί του. "Οποιος τόν κοροΐδευε έτιμωρεϊτο άπό τό Θεό. Όταν ήταν στό τέλος του, πήγα στό σπίτι τού Ήλιόπουλου καί τόν κοινώνησα. Όταν κοιμήθηκε τόν ένταφιάσαμε στό μοναστήρι.
Στό παιδί τού Άνδριανόπουλου τού Σταύρου είχε πει: Έσύ θά μέ θάψεις μέ τά χέρια σου.
Ή προφητεία του πραγματοποιήθηκε! Μετά άπό είκοσι χρόνια τό παιδί τού Άνδριανόπουλου, ένώ έμενε στόν Καναδά, τήν ήμέρα τής κηδείας τού Χαραλάμπη γύρισε συμπτωματικά στήν Ελλάδα. Φθάνοντας άπόγευμα στήν Καλαμάτα, είδε τή νεκρώσιμη άγγελία κι' έτρεξε άμέσως στό μοναστήρι, όπου μόλις πρόλαβε καί τόν έθαψε μέ τά χέρια του! Μιά φορά, μετά τό θάνατό του, είχε έρθει ένα πούλμαν άπό τήν Αθήνα μέ άνθρώπους πού τόν άγαπούσαν πολύ καί μέ ρώτησαν άν τόν έχουμε ονομάσει Άγιο.
56.       ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ ΘΑ ΠΙΑΣΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ
Σταθούλα Άποστολοπούλου, κάτοικος Καλαμάτας: Γεννήθηκα στήν Πολιανή Μεσσηνίας καί κατοικώ στήν Καλαμάτα περισσότερο άπό έξήντα χρόνια. Άπό μικρή θυμάμαι τό Χαραλάμπη. Πέρναγε άπό τό σπίτι μας στήν Πολιανή, έμεϊς τού δίναμε ό,τι είχαμε καί αυτός μάς ορμήνευε χριστιανικά λόγια. Πάντοτε, παιδάκι μου, περπάταγε ξυπόλητος καί άχτένιστος· στό λαιμό του είχε ένα ξύλινο Σταυρό καί στή μέση του ήταν ζωσμένος μέ
μιά λινάτσα. Γύριζε όλα τά έξωκκλήσια καί άναβε τά καντήλια. Μόνο στοϋ Παναγουλάκη τό μοναστήρι εκκλησιαζότανε καί κοινώναγε, γιατί αυτό κρατάει Ορθοδοξία. Ο Χαραλάμπης, παιδάκι μου, κράταγε τό Ορθόδοξο Εορτολόγιο καί στίς γειτονιές πού πέρναγε, έλεγε:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό, γιατί θά έχουμε μεγάλο πόλεμο.
Ό κόσμος ό περισσότερος τόν κοροΐδευε, λίγοι τόν έκτιμούσανε.
Κάποια βραδυά πήγαινα στό πρακτορείο τών λεωφορείων, νά φύγω γιά τήν Αθήνα. Στά φανάρια τού Παπαδάκου συναντήθηκα μέ τό Χαραλάμπη καί τού λέω:
Χαραλάμπη μου, πηγαίνω στην Αθήνα. Έχω μεγάλο πρόβλημα, τό παιδί μου είναι χωρίς δουλειά. Νά πάς. Καί τή Δευτέρα τό παιδί σου θά πιάσει δουλειά.
Είχα πάει Σαββατοκύριακο στήν Αθήνα. Ό γιός μου γνώρισε κάποιον πλούσιο άπό τό χωριό τού Χαραλάμπη, τό Δυρράχι, ό όποιος τόν κάλεσε άπό Δευτέρα γιά δουλειά. Κάποια Πασχαλιά τόν κάλεσε ό Αθανάσιος Καραχάλιος γιά φαγητό στό σπίτι του. Ό Χαραλάμπης, άφού έφαγε, τού είπε ότι ήθελε νά κοιμηθεί στό άλώνι. Τή νύχτα, μετά τίς δύο, τόν είδε νά φεύγει περπατώντας πολύ ψηλά πάνω άπό τό έδαφος.
Αρκετό καιρό πρίν πεθάνει, τόν είχε ό Ήλιόπουλος στό σπίτι του καί τόν περιποιότανε. Πήγαινα καί έγώ καί τού πρόσφερα βοήθεια. Κάποια φορά θυμάμαι τόν βρήκα νά φοράει μουσκεμένες κάλτσες· τίς πήρα καί τίς έπλυνα, άλλά δέν τίς πήγα άμέσως. ΤΗρθε στό σπίτι μου καί μού είπε: Γιατί δέν μού έφερες τίς κάλτσες; Τό ξέρεις ότι πάγωσα;
Ερχότανε, παιδάκι μου, στό σπίτι τού Ήλιόπουλου πολύς κόσμος καί τόν έβλεπε. Τά χρήματα πού τού δίνανε τά
έδινε σ' έμενα, γιατί ήμουνα πολύ φτώχειά. Στήν κηδεία του ήμουνα κι' έγώ, παιδάκι μου. Είχε πάρα πολύ κόσμο καί άπό τήν Καλαμάτα καί άπό τά χωριά.
57.       ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΡΕΦΕΙ Ο ΘΕΟΣ
Νικολίτσα Άντωνάκου, άπό τό Χατζή Πυλίας, κάτοικος Μεσσήνης:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι άπό μικρό κοριτσάκι. ‘Ερχόταν στό περιβόλι μας στή Μεσσήνη, ορμήνευε τούς γονείς μου καί άκουγα, πού τούς έλεγε:
Μήν άφήνουτε τά παιδιά σας άκοινώνητα.
Έφερνε πολλές φορές στούς γονείς μου φυντάνια, μαρούλια, κουνουπίδια, ντομάτα, γιά νά τά φυτέψουν. Κάποια ήμέρα, πού ήλθε ό Χαραλάμπης στό περιβόλι μας, ή μητέρα μου έκλαιγε, γιατί οί συγγενείς μας πούλησαν κάποιο κτήμα μας καί μάς άδίκησαν. Ο Χαραλάμπης τής είπε:
~Ασ' τους Σταυρούλα, κάποια ήμέρα θά τό πληρώσουν άπό τό Θεό.
Έλεγε στόν πατέρα μου, πού έφευγε τήν Κυριακή τό πρωΐ, γιά νά όργώσει τά χωράφια:
Τήν Κυριακή δέν δουλεύουν. Τούλάχιστον πήγαινε πρώτα στήν έκκλησία καί μετά γιά ζευγάρι.
Μιά φορά ήλθε στό πατρικό μου σπίτι στή Μεσσήνη, καί τά μαλλιά του ήταν δεμένα λίγαλίγα μέ πολύχρωμα φιογκάκια. Μόλις τόν είδα τού λέω.
Χαραλάμπη, τί χάλια είναι αύτά;
Δέν τά έβγαλα όλα;
Όχι.
Βγάλ' τα μου τότε.
Απ' ό,τι κατάλαβα κάποια μοδίστρα τού είχε δέσει τά
μαλλιά του μέ φιογκάκια.
Κάποια φορά, πού έκανε πολύ κρύο καί έρριχνε χιόνι, ό Χαραλάμπης ήρθε στό σπίτι μας στή Μεσσήνη. Ή μητέρα μου τού είπε:
Χαραλάμπη μή φεύγεις. Μείνε στό σπίτι μας απόψε, γιατί έξω ρίχνει χιόνι.
Σέ σπίτι δέν κοιμάμαι.
Ή μητέρα μου τού έδωσε μιά βελέντζα καί πήγε καί κοιμήθηκε στό σταύλο μέ τό άλογο. Άλλη φορά, θυμάμαι, είδε ένα κιούπι καί ρώτησε τή μητέρα μου:
Τί έχεις μέσα στό κιούπι;
 Ελιές, Χαραλάμπη μου. Θέλεις;
Ναι, βάλε μου.
Ή μητέρα μου τού έβαλε σέ δύο μπώλ. Μετά άπό πολλές ήμέρες μάς ξανάφερε τά μπώλ καί σίγουρα τίς ελιές κάπου τίς έδωσε.
Χαραλάμπη έλα νά φάς, έχω φρέσκο, ζεστό φαγητό, τού λέει ή μητέρα μου.
Εμένα μέ τρέφει ό Θεός, βάλτο μου όμως σέ μπώλ. Ή μητέρα μου τού τό έβαλε σέ μπώλ, ό Χαραλάμπης τό πήρε καί κάπου πήγε καί τό έδωσε.
Πολλές φορές στό δρόμο συναντούσε κοπέλλες ή οικογένειες, πού γύριζαν άπό δουλειές καί τούς έλεγε:
Αύριο είναι τής Αγίας Μαύρας μέ τό Παλαιό ή Αύριο είναι ή τάδε γιορτή μέ τό Παλαιό.
Γύριζε όλα τά έξωκκλήσια καί άναβε τά καντήλια, ζητούσε διάφορα πράγματα άπό εύπορα σπίτια καί τά πήγαινε σέ φτωχά.
Ό πατέρας μου καθόταν ώρες καί κουβέντιαζε μέ τό Χαραλάμπη· στην οίκογένειά μου τόν βλέπαμε όλοι σάν άγιο άνθρωπο τού Θεού. Κάποιοι άσεβείς τόν έλεγαν κοροϊδευτικά Ζουρλοχαραλάμπη, τρελλό, κολλητσιδιάρη καί ζητιάνο.
58.       ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Γ πρεσβυτέρα Βασιλική Σακκά διηγείται:
XJL Γεννήθηκα στήν Πολιανή καί κατοικώ στό Πήδημα Καλαμάτας άπό τό 1960.
Ό σύζυγός μου ήταν ιερέας τού Ορθόδοξου 'Εορτολογίου (Παλαιού). Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι άπό κοπέλλα, άλλά περισσότερο άπό τότε πού παντρεύτηκα. Ό πατέρας μου ήταν ιερέας μέ τό Παλαιό καί λειτουργούσε σαράντα χρόνια στήν Καλαμάτα, στόν Άγιο Ισίδωρο. Σ' αύτή τήν έκκλησία καί στοϋ Παναγουλάκη τό μοναστήρι έρχόταν ό Χαραλάμπης νά λειτουργηθεί καί νά κοινωνήσει. Οί γυναίκες, θυμάμαι, τόν μάλωναν, γιατί άναβε πολλά κεριά στά μανουάλια.
Ήρθε μιά φορά στό σπίτι μας στό Πήδημα· έγώ ήμουν μόνη μου. Μοϋ ζήτησε νά μείνει στό σπίτι καί έγώ, έπειδή έλειπε ό ιερέας, δέν τόν κράτησα. Έφυγε..., κάπου όμως βρήκε τόν άντρα μου καί ήρθανε μαζί στό σπίτι. Εγώ άρχισα νά τούς περιποιούμαι, έβαζα φαγητό, νερό, κρασί κτλ. Ό Χαραλάμπης γύρισε καί μοϋ είπε:
Άσταάστα, μήν τά πιάνεις έσύ.
Ήθελε νά τού σερβίρει ό ίερέαςάντρας μου καί όχι έγώ, πού τόν έδιωξα. Μετά άπό αύτό μέ άγάπαγε πολύ καί μιά φορά, πού βρέθηκα στήν άγορά τής Καλαμάτας, μοϋ είπε: Παπαδιά, δώσ μου τό σακκούλι σου.
Καί άμέσως ζήτησε άπό τίς γυναίκες πού πουλούσαν, λάχανα, μαρούλια καί διάφορα άλλα κηπευτικά. Γέμισε τό σακκούλι μου καί μοϋ τό έδωσε. Ήξερε ότι έχω μεγάλη οικογένεια μέ έπτά παιδιά.
Άλλη μιά φορά, στήν έκκλησία Άγιος Ισίδωρος μοϋ είπε: Όλα αυτά πού βλέπεις, κάποτε θά γίνουν έρείπια, τά άμπέλια θά ξεραθούν, άλλά, όπου πάω καί τ' άγιάσω έγώ, θά χορτάσουν σταφύλια.
Κάποτε, πού ήταν άρρωστος ό άντρας μου, μέ ρώτησε: Τί κάνει ό παππάς;
Χαραλάμπη μου, δέν είναι καλά καί μπορεί νά πεθάνει.
Δέν πεθαίνει άκόμη, έγώ θά κουβεντιάσω μέ τήν Παναγία καί δέ θά τόν άφήσουμε νά πεθάνει, γιατί έχει μικρά παιδιά. Αλλά τώρα ή Παναγία δέν είναι έδώ, είναι ατό Περιβόλι, όταν έρθει θά τά πώ όλα. Κάθε χρόνο πήγαινε άπό τό βράδυ στό έκκλησάκι Άγιοι Ανάργυροι καί τό καθάριζε. Τό πρωί πήγαινε ό ίερέαςάντρας μου καί λειτουργούσε. Ό Χαραλάμπης πάντοτε κοινωνούσε, όχι όμως μέ τά κουρελιάρικα ρούχα πού φόραγε. Θυμάμαι ότι πρώτα πήγαινε καί έβρισκε ένα κιλίμι καθαρό, διπλωνόταν καί κατόπιν πήγαινε νά κοινωνήσει. Σέ κάθε τόπο πού πέρναγε, στήν Καλαμάτα ή σέ κάποιο χωριό, έλεγε δυνατά:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό, νηστέψτε, μετανοεϊστε. Διακόνευε σέ πλούσια σπίτια καί μετά τά έδινε σέ φτωχές οικογένειες ή σέ ορφανά. Πήγαινε ατούς ψαράδες στήν παλαιά άγορά, έπαιρνε ψάρια καί τά πήγαινε σέ φτωχούς ή σέ άρρώστους.
Είχα άκούσει ότι κάποιοι, πού είχαν χάσει πράγματα, πήγαιναν στό Χαραλάμπη καί τού έλεγαν:
Χαραλάμπη, χάσαμε αυτό... καί ό Χαραλάμπης άμέσως τό έβρισκε.
Τά μαλλιά του ήταν πάντοτε άχτένιστα, περπατούσε ξυπόλητος, στή μέση του ήταν διπλωμένος μέ μιά λινάτσα, φορούσε ξύλινο Σταυρό, στό χέρι του κράταγε ένα φανάρι άναμμένο ήμέρα καί νύχτα. Μέ βροχή καί μέ ζέστη, ήμέρα καί νύχτα γύριζε καί άναβε όλα τά καντήλια στά έξωκκλήσια τής Καλαμάτας καί τών χωριών τής Μεσσηνίας. Ό Χαραλάμπης ήταν κήρυκας τής Ορθοδοξίας καί πολύ έλεήμων άνθρωπος, αίωνία του ή μνήμη.
59.       ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΣΟΥ
Είμαι έβδομήντα δύο έτών καί τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι από παιδάκι δώδεκα έτών.
Τά μαλλιά του ήταν πάντοτε άχτένιστα καί γεμάτα κολλητσίδες, στό λαιμό του φορούσε ξύλινο Σταυρό μέ πέτσινο λουράκι. Στή μέση ήταν τυλιγμένος μέ ένα σακκί καί περπατούσε πάντοτε ξυπόλητος. Στό ένα του χέρι κράταγε φανάρι άναμμένο καί στό άλλο ένα ξύλο. Ερχόταν στό πατρικό μου σπίτι καί οι γονείς μου πάντοτε τόν φιλοξενούσαν. 'Εκτός άπό φαγητό οί γονείς μου τού έδιναν λάδι, τυρί, ψωμί, έλιές καί χρήματα. Μέ τό λάδι πού τού έδιναν, άλλες φορές άναβε τά έξωκκλήσια καί άλλες τό έδινε σέ φτωχές οικογένειες. Στίς γειτονιές καί στούς δρόμους, όπου καί άν περνούσε, σέ γνωστούς καί άγνώστους, έλεγε:
Μετανοείστε, γιατί θά έρθει ή συντέλεια τού κόσμου. Αύριο είναι τού Αγίου Αντωνίου μέ τό Παλαιό. Μετανοείστε, γυρίστε μέ τό Παλαιό.
Σέ καμμία Νεοημερολογίτικη έκκλησία δέν πήγαινε νά λειτουργηθεί καί νά κοινωνήσει, παρά μόνο στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, πού άκολουθεί τό Ορθόδοξο Εορτολόγιο, στό οποίο καί ένταφιάστηκε.
Ερχόταν στό παντοπωλείο πού είχα στή Μεσσήνη καί μού ζητούσε διάφορα τρόφιμα. Τού έδινα καί άμέσως τά πήγαινε σέ φτωχές οικογένειες. "Αλλες φορές μού έφερνε πράγματα καί έρχόταν μετά άπό είκοσι ήμέρες, ένα μήνα καί τά έπαιρνε. Στό πρόσωπό του έβλεπες ειρήνη καί πραότητα. Ή μακαρίτισσα, ή πρώτη μου γυναίκα, μού έλεγε: Βλέπεις Αντώνη τό πρόσωπο τού Χαραλάμπη, πού μοιάζει σάν τού Χριστού!!!
'Αντώνιος Άντωνάκος μάς είπε τά έξής:
19. Στό πρόσωπό του έβλεπες ειρήνη καί πραότητα. Μέ τό κοίταγμα καταλάβαινε σέ τί αμαρτίες είχε πέσει ό καθένας.
Θυμάμαι, έβλεπε κάποιους άνθρώπους καί έλεγε:
Έσύ νά μετανοήσεις καί νά γυρίσεις μέ τό Παλαιό, γιατί δέν ξέρεις τί σέ περιμένει. Έσύ νά έξομολογηθείς.
Δηλαδή είχε μάτια τόσο διαπεραστικά, πού μέ τό κοίταγμα καταλάβαινε σέ τί άμαρτίες είχε πέσει κάθε άνθρωπος. Τόν γνώριζα έξήντα χρόνια καί πάντοτε τύν έβλεπα σάν άνθρωπο τού Θεού. Ή κοινωνία τόν έβλεπε μέ σεβασμό έκτος άπό μερικούς άσεβεϊς, πού τόν κοροΐδευαν καί τόν έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη καί κολλητσιδιάρη.

Πρώτη δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |