Η Πηνελόπη Λάσκαρη, άπό
τό Ψλομοχώριο Λακωνίας, κάτοικος Καλαμάτας, άναφέρει χαρακτηριστικά:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό τό 1936, ήταν νέος τότε καί πολύ ώραιότατος. Πάντοτε ξυπόλητος καί
άχτένιστος, φορούσε παντελόνι καί πουκάμισο, άλλά στή μέση ήταν ζωσμένος ένα
σακκί. Στό λαιμό του είχε ξύλινο Σταυρό καί στό ένα του χέρι κρατούσε άλλο
Σταυρό, μέ τόν όποιο σταύρωνε τόν κόσμο. Έγώ άπό τότε πίστευα ότι άγιόφερνε,
ένώ άλλοι τόν έλεγαν τρελλό, συγκεκριμένα τόν έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη.
Τόν θυμάμαι στην
Καλαμάτα, στό δρόμο πού ήταν τό μεταξουργείο τού Χριστόπουλου, έβαζε κήρυγμα
καί είχε μαζευτεί κόσμος. Παντού καί πάντοτε έλεγε λόγια χριστιανικά καί
προφητικά, άκολουθοϋσε τό Παλαιό Εορτολόγιο, έκκλησιαζόταν καί κοινωνοϋσε μόνο
στοϋ Γιαναγουλάκη τό μοναστήρι. Όταν πήγαινα γιά μπάνιο, τόν έβλεπα νά κηρύττει
στούς λουομένους καί μερικούς νά τούς έλέγχει. Γύριζε όλα τά έξωκκλήσια καί
άναβε τά καντήλια.
Μιά φορά, πού είχα στό
σπίτι μου τά μικρά παιδιά τής άδελφής μου, πέρασε ό Χαραλάμπης καί μοϋ άφησε
κάτι ρεταλάκια.
Πόρτα αυτά.
καί έφυγε σάν σίφουνας.
Έγώ τά φύλαξα μέσα στό μπαούλο μου. Μετά άπό δύο χρόνια ήλθε ό Χαραλάμπης καί
μού είπε:
Δώσ' μου έκεϊνα τά
ρεταλάκια, θέλω νά τά πάω κάπου.
Τά δύο τελευταία χρόνια
τής ζωής του έμενε στού κουμ
πάρου μου του Ήλιόπουλου.
Σχεδόν κάθε μεσημέρι του πήγαινα φρέσκο φαγητό καί θυμάμαι μοϋ έλεγε:
ΟΙ αμαρτίες τών άνθρώπων
έχουν φτάσει μέχρι τό λαιμό καί μιά μέρα θά τούς κουκουλώσουν καί θά
καταστραφούνε.
Μιά μέρα πήγα πολύ
στενοχωρημένη καί τού είπα:
Πατερούλη είμαι πολύ
στενοχωρημένη, γιατί δέν έχω καμμιά είδηση γιά τό παιδί τής κουμπάρας μου, πού
ϋπΐ]ρετεϊ στό Πεζικό. Λέω ατούς γονείς του, πού μέ παίρνουν τηλέφωνο άπό τό
έξωτερικό, ότι είναι καλά. Τί θά γίνει πατερούλη, λέω πολλά ψέμματα καί αύτό
δέν μοϋ άρέσει.
Μή στενοχωριέσαι, σήμερα
θά λάβεις γράμμα του. Πήγα μετά στό σπίτι μου καί βρήκα γράμμα άπό τό
στρατιώτη. Πατερούλη, είπα μέσα μου, πώς τόξερες ότι θά λάβω γράμμα;
Επειδή δέν μπορούσα νά
πηγαίνω συνέχεια νά τόν καθαρίζω, συνεννοηθήκαμε μαζί μέ άλλες κυρίες καί
δίναμε κάποιο χρηματικό ποσό σέ μιά κυρία Σταθούλα καί τόν περιποιόταν. Μέ
έλεγε «μαννούλα μου» καί τόν ρώτησα, Γιατί μέ λές «μαννούλα μου»;
Γιατί ή μάννα μου μέ
έγκατέλειψε μικρό καί τό χω παράπονο δέν έπρεπε νά μέ έγκαταλείψει ή μαννούλα
μου. Εσείς οί Μανιάτες κάποτε εϊσαστε οί καλύτεροι άνθρωποι, τώρα χαλάσατε,
γίνατε οί χειρότεροι.
Πολλά μοϋ έλεγε, πού δέν
τά θυμάμαι. Κάποια φορά, πού είμαστε πολλές γυναίκες στό δωμάτιο τού Χαραλάμπη,
είπε στήν κουμπάρα μου:
Πήγαινε ν' άνάψεις τό
καντήλι, γιατί έσβησε.
Πήγε καί τό βρήκε σβηστό,
ένώ ή ίδια πρό ολίγου τό είχε άνάψει. "Ολες οί κυρίες άναρωτιόμαστε πώς τό
είδε ό Χαραλάμπης ότι έσβησε.
Μιά μέρα κάποια κυρία
προθυμοποιήθηκε νά τόν λούσει. Όταν όμως τόν έλουζε τού έκοψε λίγα μαλλιά καί γένεια.
Τό μεσημέρι πού πήγα, άρχισε νά μού λέει:
Έλα μαννούλα νά σου πώ τί
έπαθα, μέ έλουσε καί μού έκοψε τά μαλλιά καί τά γένεια, στενοχωρήθηκα πολύ καί
τήν καταράστηκα.
Έμαθα άργότερα ότι ή
κυρία αύτή, πριν πεθάνει ύπέφερε άπό τήν κατάρα του.
Δύο μέρες, έπειδή είχα
κάποιες δουλειές, δέν πήγα νά τόν ίδώ. Κάποια στιγμή μιά γειτόνισσα μού φώναξε:
Πηνελόπη, ήρθε ό Χαραλάμπης.
Βγαίνω στό μπαλκόνι καί
τόν βλέπω νά στέκει στόν τοίχο.
Είσαι καλά; μέ ρώτησε.
Δέν ήρθες καί άνησύχησα. Θά έκανε ώρα νά φτάσει στό σπίτι μου. Περπατούσε σάν
τό μικρό παιδάκι, βήμαβήμα, άκουμπώντας τά χέρια του στούς τοίχους, γιά νά μήν
πέσει...
Όταν τόν παραστέκαμε νά
πεθάνει, έρχόντουσαν άπό διαφόρους τόπους γυναίκες καί έλεγαν κλαίγοντας:
Χαραλάμπη, έσύ μάς
έθρεψες, έσύ μάς έντυσες... έσύ μεγάλωσες τά παιδιά μας...
Κάποια άλλη φορά μού
είπε:
Θά γίνει πόλεμος μεταξύ
‘Αμερικής καί Ρωσσίας, θά νικήσει ή Αμερική, άλλά δέ θά βρεθούν χέρια νά τή
χειροκροτήσουν.
Όταν πέθανε, τόν στόλισαν
σάν γαμπρό, τόν κηδέψαμε στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη καί θυμάμαι ήταν
λαοθάλασσα ό κόσμος στήν κηδεία του.
20. «Χαραλάμπη εσύ μάς
έθρεψες, έσύ μάς έντυσες... έσύ μεγάλωσες τά παιδιά μας...»
61. ΔΕΝ ΓΕΛΟΥΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥ
Γεώργιος Βασιλάκης,
κάτοικος Καλαμάτας:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό δεκαπέντε έτών παιδί. Γνώριζε τόν παππούλη μου, ό όποιος ήταν ιερέας στό
Δυρράχιο Αρκαδίας.
Ό Χαραλάμπης γύριζε τά
έρημοκκλήσια καί άναβε τά καντήλια. Ήταν πάντοτε ξυπόλητος, άχτένιστος, φορούσε
παντελόνι, πουκάμισο καί άπό τή μέση καί κάτω ένα τσουβάλι. Στό χέρι κράταγε
μπαστούνι καί πολλές φορές τόν είχα δει νά κρατά φανάρι.
Θυμάμαι, τό 1954
ύπηρετοϋσα στήν Καβάλλα μέ τό βαθμό τού έφέδρου άνθυπολοχαγοϋ τού Μηχανικού.
Περίμενα νά φύγω μέ τό λεωφορείο γιά κάποια άνάκριση στή Δράμα, οπότε βλέπω
μπροστά μου τό Χαραλάμπη καί τόν ρωτάω:
Τί θέλεις έδώ Χαραλάμπη
καί πώς ήρθες;
'Ηρθα μέ τά πόδια μου καί
αύριο μέ τό Ορθόδοξο Ημερολόγιο είναι τού Άγιου Διονυσίου. Δώσε μου ένα τάλληρο
νά μνημονεύσω τόν παπαΝίκο τόν παππούλη σου.
Φυσικά τού έδωσα καί μετά
άπό έκεΐ τόν έχασα. Έχω ύποδηματοποιεϊο άπό τό 1960 σέ μιά πάροδο κοντά στήν
παλαιά άγορά. Ό Χαραλάμπης έρχόταν συχνά καί μοϋ ζητούσε χρήματα νά μνημονεύσει
τόν παππούλη μου, πού πέθανε τό 1913. Στεκόταν στήν πόρτα ή καθόταν στήν
καρέκλα γιά λίγα λεπτά καί μοϋ έλεγε:
Αύριο είναι τών Αγίων
Αποστόλων ή σήμερα νηστεύουνε, είναι ή τάδε γιορτή.
Ό Χαραλάμπης άκολουθοϋσε
τό Παλαιό Εορτολόγιο· τίς γιορτές τίς έννοούσε όλες μέ τό Παλαιό. Πήγαινε στούς
μπαξέδες στήν Καλαμάτα, έπαιρνε λεμόνια καί τά πήγαινε στό άσυλο, στόν Προφήτη
Ήλία. Άλλη ήμέρα
περνούσε άπό τόν
ιδιοκτήτη καί τού έλεγε:
Έκοψα λεμόνια καί τά πήγα
ατό άσυλο.
Πήγαινε σέ όλα τά
πανηγύρια· κάποιοι τόν έβαζαν νά χορέψει· άλλος τόν καλούσε στήν παρέα του νά
τόν κεράσει άπό σεβασμό καί άλλος γιά νά τόν περιγελάσει. Ήταν σωστός
Χριστιανός ό Χαραλάμπης, προσπαθούσε μέ διαφόρους τρόπους νά βοηθήσει τούς
φτωχούς καί τούς άρρώστους. Είχε τεράστιο μνημονικό καί δέν τόν είχα δεϊ ποτέ
μου νά γελάσει. Θυμάμαι ότι κάποιες μητέρες, άν τό παιδί τους δέν έτρωγε τό
φαγητό του, τού έλεγαν:
Φάε παιδάκι μου τό φαγητό
σου, γιαή θά φωνάξω τό Χαραλάμπη νά σέ πάρει.
Κατάγομαι άπό τό χωριό
Καστανέα Μεσσηνίας. Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι άπό τότε πού ήμουν μαθητής στό
Δημοτικό σχολείο. Είχε έρθει κάποτε ατό σπίτι μας καί ή μάννα μου τόν έβαλε νά
κοιμηθεί μέσα στό δωμάτιο, αύτός όμως τής ζήτησε λιόπανο, τό πήρε καί πήγε καί
κοιμήθηκε έξω άπό τό σπίτι.
Θυμάμαι μάλιστα ότι ή
μάννα μου έπέμενε νά κοιμηθεί στό δωμάτιο, άλλά ό Χαραλάμπης τής φώναζε:
Τ' άκοϋς; Εκείνο, πού σού
λέω έγώ!
Στό χωριό μου είχε έρθει
γιά νά μαζέψει λάδι, έπρεπε όμως κάποιος νά πάει μαζί του, γιά νά τού δείχνει
ποιά σπίτια είναι κατοικήσιμα. Οί γονείς μου είπαν σ' εμένα. Εγώ όμως δέν ήθελα
νά πάω, γιατί ντρεπόμουνα δίπλα του. Αφού τόν άκολούθησα καί τού έδειξα μερικά
σπίτια, έφυγα, γιά νά πάω νά παίξω. Μέ τό πού άρχισα τό παιγνίδι, στραμπούληξα
τό πόδι μου.
62. ΕΣΥ ΓΙΑΤΙ ΒΑΦΕΣΑΙ ;
Δημήτριος Φαληδέας,
κάτοικος Καλαμάτας:
Ερχόταν νά λειτουργηθεί
καί νά κοινωνήσει στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Κάποιες φορές καθόταν στήν
είσοδο τού μοναστηριού καί όταν έβλεπε γυναίκα έλεγε: Φοράτε μαντήλια. Έσύ
γιατί βάφεσαι; Μή φοράτε παντελόνια, είναι αμαρτία.
Τά λόγια πού έλεγε ήταν
άνάλογα μέ τή γυναίκα πού έβλεπε, σέ μερικές γυναίκες έλεγε πολλά. Στους Αγίους
Αναργύρους (Θούριας) πού πήγαινα, θυμάμαι ότι τά κεριά, πού άναβαν οί γυναίκες,
ό Χαραλάμπης τά έσβηνε καί τά άναβε άπό τό δικό του φανάρι πού είχε "Αγιο
Φώς.
Κατάγομαι άπό τό χωριό
Πήδημα, ό πατέρας μου ήταν ιερέας τών Γνησίων 'Ορθοδόξων Χριστιανών
(Παλαιοημερολογιτών). Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι άπό παιδάκι, μού έκανε πολύ
μεγάλη έντύπωση ή έμφάνισή του. ΤΗταν πάντοτε άχτένιστος καί ξυπόλητος, μέ ένα
σακκί στή μέση, σακκούλι στόν ώμο, Σταυρό στό λαιμό, μέ ένα φανάρι άναμμένο
νύχταμέρα στό χέρι του. Εκείνο πού θυμάμαι έντονα είναι τό ότι έλεγε πώς τό
"Αγιο Φώς πού έχει τό φανάρι του, τό έφερε ό ίδιος περπατώντας άπό τούς
Αγίους Τόπους.
Μάζευε πράγματα άπό
πλούσιες οικογένειες καί τά έδινε σέ φτωχούς, δέν κράταγε τίποτα γιά τόν έαυτό
του. Ερχόταν μόνο στού Παναγουλάκη τό μοναστήρι καί στόν "Αγιο Ισίδωρο νά
λειτουργηθεί καί νά κοινωνήσει.
63. ΑΓΙΟ ΦΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ
64. ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΠΙΑΝΕ Η ΒΡΟΧΗ !
Θεόδωρος Γιαννακόπουλος,
άπό τήν Καλαμάτα:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό παιδάκι. Περπατούσε πάντοτε ξυπόλητος καί άχτένιστος. Στή μέση του ήταν
ζωσμένος μέ ένα σακκί, στό λαιμό του κρεμόταν ένας ξύλινος Σταυρός καί στό χέρι
του κρατούσε ένα φανάρι άναμμένο ημέρα καί νύχτα.
Θυμάμαι κάποτε, τήν έποχή
τού διωγμού, γινόταν άγρυπνία στό έκκλησάκι τής Αγίας Παρασκευής στό Ασπρόχωμα
(δίπλα στό νέο έργοστάσιο τού Καρέλια). Έξω έπεφτε πολύ νερό καί φυσούσε
δυνατός άέρας, ήταν χειμώνας, κοντά στά Χριστούγεννα. Ό Χαραλάμπης ήταν καί
αύτός στό έκκλησάκι. Κάποια στιγμή έφυγε μέ τό φανάρι άναμμένο στό χέρι του,
χωρίς όμπρέλλα, καί είπε πώς θά πάει νά άνάψει τόν παλαιό Άγιο Γεώργιο. Πήγε,
άναψε τόν παλαιό Άγιο Γεώργιο καί, όταν γύρισε, τόν κοιτάζαμε όλοι μέ έκπληξη
καί θαυμασμό. Στό χέρι του κρατούσε τό φανάρι άναμμένο καί δέν ήταν καθόλου
βρεγμένος!!!
65. ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ
Η Βασιλική Γιαννακοπούλου
άπό τήν Πελεκανάδα Μεσσηνίας άφηγεϊται:
Τόν Ιούνιο τού 1991 είχα
πάει στό Νοσοκομείο Μεταξά στόν Πειραιά, γιά νά δώ τή μοναχή Κικιλία, ή οποία
ήταν σοβαρά άρρωστη. Εκεί γνωρίστηκα μέ τόν κύριο Σταύρο Φαληδέα, συγγενή τής
μοναχής. Σέ κάποια στιγμή έβγαλα άπό τήν τσάντα μου φωτογραφία τού Χαραλάμπη
καί τήν έδωσα στή γερόντισσα Κικιλία, γιατί τόν σεβόταν καί τόν άγαποϋσε πολύ.
Ό κύριος Σταύρος βλέποντας τό
Χαραλάμπη στή φωτογραφία
άρχισε νά μοϋ λέει:
"Οταν ήμουν μαθητής
στό Γυμνάσιο Παραλίας στήν Καλαμάτα, κάποια μέρα περνούσε άπό έκεί ό
Χαραλάμπης. Ένας συμμαθητής μου, όταν τόν είδε, άρχισε νά τόν κοροϊδεύει. Ό
Χαραλάμπης πλησίασε καί τού είπε:
Πήγαινε στό σπίτι σου καί
θά δεις τι σέ περιμένει... Ό συμμαθητής μου καταγόταν άπό κάποιο χωριό τής
Μάνης. "Οταν πήγε τήν άλλη ήμέρα στό χωριό του, βρήκε τόν πατέρα του καί
τόν άδελφό του νεκρούς. Ό πατέρας του σκότωσε τόν άδελφό του καί μετά
αύτοκτόνησε. Αυτό τό περιστατικό τό συγκρατώ στή μνήμη μου, γιατί καί τότε καί
τώρα άκόμη άναρωτιέμαι πώς ήξερε ό Χαραλάμπης τί έγινε έκείνη τήν ήμέρα στό
σπίτι τού συμμαθητή μου.
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό τότε πού ήμουν μαθητής· ή έμφάνισή του ήταν έντυπωσιακή, μιά φορά νά τόν
έβλεπες ήταν άδύνατο νά τόν ξεχάσεις. Περπατούσε πάντοτε ξυπόλητος, χειμώνα καί
καλοκαίρι, στή μέση ήταν ζωσμένος ένα σακκί, φορούσε ξύλινο Σταυρό καί τά
μαλλιά του ήταν μακρυά καί άχτένιστα. Πήγαινε στίς έκκλησίες καί τά
έρημοκκλήσια καί άναβε τά καντήλια. Ό,τι τού έδιναν δέν τό κρατούσε γιά τόν
έαυτό του, άλλά τό έδινε σέ φτωχές οικογένειες ή σέ ορφανά, πού είχαν άνάγκη.
66. ΑΠΡΟΣΒΛΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΥΒΟΛΑ !
Συγκλονιστική ή διήγηση
τού Αναστάσιου Μανουσόπουλου:
Είμαι ογδόντα ετών,
γεννήθηκα στά Πετράλωνα Ολυμπίας καί κατοικώ στόν Αλμυρό Μεσσηνίας.
Ό Χαραλάμπης ήταν
άνθρωπος τού Θεού, τόν θυμάμαι
άπό τό 1929. Γύριζε
πόλεις καί χωριά περπατώντας κΓ άναβε τά καντήλια στά έξωκκλήσια τών περιοχών
πού έπισκεπτόταν. Πήγαινε σέ πλούσιες οικογένειες, τού έδιναν διάφορα πράγματα
καί τά πήγαινε σέ άλλες οικογένειες φτωχές ή ορφανά παιδιά. Ή έμφάνισή του ήταν
έντυπωσιακή, ξυπόλητος χειμώνα καί καλοκαίρι, τά μαλλιά του μακρυά, στριμμένα
καί γεμάτα κολλητσίδες. Φορούσε Σταυρό στό λαιμό του, στό χέρι του κρατούσε ένα
φανάρι άναμμένο ήμέρα καί νύχτα, στή μέση ήταν ζωσμένος μέ σακκιά.
Λειτουργιόταν καί κοινωνοϋσε μόνο ατού Παναγουλάκη τό μοναστήρι, γιατί μόνο
έκεί κρατάνε Ορθοδοξία.
Όταν έπρόκειτο νά
κοινωνήσει, έβγαζε τά ράκη πού φορούσε, διπλωνόταν ένα άσπρο σεντόνι καί
γονάτιζε μπροστά στήν Ωραία Πύλη τού Ιερού, γιά νά κοινωνήσει. Θυμάμαι ότι τήν
έποχή τού διωγμού τών Ορθοδόξων (Παλαιοημερολογιτών) πηγαίναμε μέ τό Χαραλάμπη
καί τόν πάτερ Νικόλαο Σμυρλή καί κάναμε Λειτουργίες ατούς Αγίους Αναργύρους καί
στόν "Αγιο Ιωάννη τό Θεολόγο (Καλαμάτας).
Ή πεθερά μου μού είχε πεί
ότι πήγε κάποια χρονιά νά σπείρει σιτάρι σέ ένα κτήμα της στόν Αλμυρό. Έσπερνε
όμως πολύ άργά καί ήταν στενοχωρημένη, γιατί φοβόταν ότι αύτή τή χρονιά δέ θά
κάνει σιτάρι. Πέρασε όμως ό Χαραλάμπης άπό τό χωράφι, βλέπει τήν πεθερά μου
στενοχωρημένη καί τής λέει:
Σώπα, τό δικό σου τό
σιτάρι θά γίνει καλύτερο άπό τά άλλα.
Ζήτησε μιά λεκάνη μέ νερό
άφού τό έφερε ή πεθερά μου, ό Χαραλάμπης έβγαλε τό Σταυρό πού φορούσε,
προσευχήθηκε καί τό νερό έγινε Αγιασμός! Μετά τής είπε: Νά βουτάς τό σιτάρι
λίγολίγο στή λεκάνη καί μετά νά τό σπέρνεις.
Ή πεθερά μου ντρεπόταν νά
τό κάνει αύτό, έπιασε τή λεκάνη μέ τόν Αγιασμό καί τήν άδειασε στό σακκί, πού
είχε τό σιτάρι, γιά νά σπείρει. Ό Χαραλάμπης τή μάλωσε πολύ γι' αύτό πού έκανε
καί ή πεθερά μου έκλαιγε. Εκείνη τή χρονιά έκανε τό περισσότερο σιτάρι άπό
όλους τούς συγχωριανούς της, πού είχαν σπείρει έγκαιρα. Καί τήν καλή σοδειά τήν
άπέδιδε στόν Αγιασμό πού τής έκανε ό Χαραλάμπης.
Άλλο γεγονός, πού κρατώ
στή μνήμη μου, είναι άπό τήν εποχή τού άντάρτικου. Κάποια μέρα καί ένώ είχε
τελειώσει ό έμφύλιος πόλεμος, βρέθηκα σέ ένα τσαγκάρικο στήν Καλαμάτα καί
γνωρίστηκα μέ ένα πρώην άντάρτη, πού καταγόταν άπό τά Τρίκαλα, καί μάς είπε τό
έξής θαυμαστό γιά τό πρόσωπο τού Χαραλάμπη:
Τό 1946, όταν είχε
φουντώσει ό έμφύλιος πόλεμος, μάς κυνηγούσαν οί Χίττες άπό τήν Καλαμάτα καί
φεύγαμε γιά τήν περιοχή Βελανιδιάς. ’Εγώ, όπως βάδιζα γρήγορα καί φοβισμένα,
βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ ένα σακκί στόν ώμο του. Τού έρριξα μέ τό
πολυβόλο άπό πολύ κοντά καί ήμουν σίγουρος ότι τόν σκότωσα. Τόν είδα πού έπεσε
κάτω, μά... τόν βλέπω νά σηκώνεται άμέσως... τινάχτηκε καί ξαφνικά βλέπω μιά
λάμψη... μετά τόν έχασα τελείως άπό τά μάτια μου. Πήγα κοντά μήπως δώ αίματα,
άλλά τίποτα δέν είδα, ούτε άνθρωπος υπήρχε ούτε αίματα. Αύτό τό περιστατικό μοϋ
είχε κάνει τρομερή έντύπωση. Μόλις τελείωσε ό έμφύλιος πόλεμος πήγα στά Τρίκαλα
καί τό γεγονός αύτό τό είπα στή μάννα μου. Εκείνη μοϋ είπε:
’Αφού γλύτωσες στόν
έμφύλιο, νά πάς στήν Καλαμάτα νά μάθεις γιά τόν άνθρωπο αύτό.
Όταν τελείωσε τήν άφήγησή
του ό πρώην άντάρτης, έμεϊς όλοι, όσοι βρισκόμαστε έκείνη τή στιγμή στό
τσαγκάρικο, καταλάβαμε καί τού είπαμε:
Ό άνθρωπος αυτός είναι
άκόμη στή ζωή, ή πολιτεία μας τόν έχει γιά μεγάλο Άγιο καί προφήτη καί τόν λένε
Χαραλάμπη.
Ό Ιδιος ό Χαραλάμπης μου
είχε πει ότι όταν κηρύχτηκε ό ΈλληνοΊταλικός πόλεμος, τό χειμώνα τού 1940, καί
ένώ όλος ό Ταΰγετος ήταν χιονισμένος, ανέβηκε στην κορυφή τού Ταΰγετου, στό
έκκλησάκι Προφήτης Ήλίας, γυμνώθηκε καί παρακαλοϋσε τό Θεό νά σταματήσει ό
πόλεμος.
Θυμάμαι άκόμη ότι κάποιες
προσφυγοποΰλες, πού δούλευαν στό παλαιό έργοστάσιο τού Καρέλια, πήγαιναν στό
προαύλιο τής Μονής Παναγουλάκη καί έτρωγαν. Εκεί είχα δει τό Χαραλάμπη νά
κάθεται ήσυχαήσυχα καί οί προσφυγοπούλες νά τού βγάζουν άπό τά μαλλιά του τις
κολλητσίδες καί τά άχυρα.
Ήταν έποχή γύρω στό
193233 όταν μέ βρήκε ό Χαραλάμπης έξω στό προαύλιο τής Μονής Παναγουλάκη καί
μου είπε:
Πάμε ν’ άνάψουμε τά
καντήλια τής 'Αγίας Μαρίνας, γιά ό,τι όμως δεις, μή γελάσεις καί μή φοβηθείς.
Πήγα μαζί του στήν έκκλησία Αγία Μαρίνα, πού είναι δίπλα άπό τή Μονή
Παναγουλάκη. Ό Χαραλάμπης καθάρισε τις εικόνες, άναψε τά καντήλια καί συνεχώς
σέ μιά ξένη γλώσσα έλεγε κάτι... Σέ κάποια στιγμή μέ ένα σάλτο βρέθηκε
κρεμασμένος άνάποδα στό πάτερο τής σκεπής τής έκκλησίας. Αξίζει νά σημειωθεί
ότι τό ύψος ήταν 2,80 μ, καί εύκολα άνθρωπος νά πηδήξει τόσο ύψος ήταν άδύνατο.
Εγώ, νεαρός τότε, μόλις είδα αύτό τό θέαμα γέλασα... ό Χαραλάμπης πήδηξε άμέσως
κάτω καί μού είπε:
Είσαι άνάξιος νά δεις τά
μεγαλεία τού Θεού.
Τώρα πού τό σκέπτομαι,
φαντάζομαι ότι άν δέν γελούσα, ό Θεός πιθανόν νά μού έδειχνε πόσο άγιος ήταν ό
Χαρα
λάμπης ή θά έβλεπα
κάποιον "Αγιο μαζί μέ τό Χαραλάμπη. Αλλά πώς νά μήν γελούσα άφοϋ είχα
άκούσει τόσα πολλά άστεία γιά τό Χαραλάμπη;
Στά πανηγύρια πού πήγαινε
έβαζε έπάνω του κουδούνια καί χόρευε, άλλά μετά τούς έλεγε:
Νά γυρίσουνε μέ τό Παλαιό
Εορτολόγιο, τό όποιο είναι ευλογημένο άπό τούς 'Αγίους Πατέρες.
Ό Χαραλάμπης ήταν
άνθρωπος τού Θεού, κήρυκας τής Ορθοδοξίας, έλεήμων καί ήθικότατος. Έκανε όμως
πολλές άνοησίες, γιά νά τόν περνάμε γιά τρελλό καί μέ αύτό τόν τρόπο έκρυβε τήν
αγιότητα του.
67. ΗΜΟΥΝΑ ΠΑΡΕΑ... ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
Θαυμαστά γεγονότα
διηγείται ή Ουρανία Κωνσταντοπούλου, 70 έτών, άπό τό Λατζωνάτο Τριφυλλίας,
κάτοικος Καλαμάτας:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό τότε πού ήμουν κοριτσάκι τού Δημοτικού σχολείου. Ερχόταν στό χωριό μου καί
άναβε όλα τά καντήλια τών έκκλησιών. Είχε ξανθά, μακρυά μαλλιά, φορούσε
παντελόνι καί πουκάμισο μέ γιλέκο.
Δίδασκε τούς συγχωριανούς
μου καί θυμάμαι, πού τούς έλεγε:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό, τό
Παλαιό είναι τό Ορθόδοξο Εορτολόγιο.
Αργότερα παντρεύτηκα καί
έφυγα άπό τό χωριό μου. Στήν Καλαμάτα, στό σπίτι πού έμενα, έρχόταν πολύ συχνά
καί, έπειδή είχα πολλά παιδιά καί ήμουν πολύ φτώχειά, μού έφερνε χρήματα,
τυριά, ψωμιά, λαχανικά, φρούτα καί ό,τιδήποτε άλλο μπορείτε νά φανταστείτε σέ
τρόφιμα.
Μιά φορά ήρθε στό σπίτι
μου, έφερε δύο φανάρια, καντηλήθρες καί λάδι, τά έδωσε στον άντρα μου καί τού
είπε: Άντώνη, όταν πάς στό χωριό σου, στό Σελά, νά πάς στό μοναστήρι τού Αγίου
Μηνά καί νά άνάψεις αυτά τά δύο φανάρια.
Κάποιες φορές, μαζί μέ
τόν άντρα μου, έπαιρναν τό γαϊδούρι, πήγαιναν στά περιβόλια, τό φόρτωναν
πορτοκάλλια, λεμόνια, λαχανικά καί τά πήγαιναν στόν Προφήτη Ήλία ατούς
φυματικούς.
Ένα μεσημέρι ήλθε στό
σπίτι καί μου είπε:
Ό άντρας σου πού είναι;
Μαγερέψατε; ΜπάρμπαΧαραλάμπη, δέν έχουμε τι νά μαγειρέψουμε καί ό άντρας μου
λείπει.
Έχεις κατσαρόλα καί
κρεμμύδι; Φέρτα έδώ.
Τού έδωσα τήν κατσαρόλα,
έκοψε τό κρεμμύδι, έρριξε λάδι, καθάρισε ένα πολύ μικρό κουνουπιδάκι, έρριξε
αλάτι, ένα κατσαρολάκι νερό, τό έβαλε στή φωτιά καί μού είπε:
Άσ' το νά βράσει.
Έβρασε τό κουνουπίδι,
γέμισε ή κατσαρόλα, φάγαμε τά έξη παιδιά μου, ό Χαραλάμπης, εγώ, καί έμεινε καί
γιά τόν άντρα μου. Θυμάμαι καλά αύτό τό περιστατικό, γιατί μού είχε κάνει άπό
τότε μεγάλη έντύπωση. Καί άναρωτιόμουνα τό πώς μ' αύτό τό μικρό κουνουπιδάκι
γέμισε ή κατσαρόλα καί φάγαμε τόσα άτομα. Ή δέ νοστιμιά του ήταν άπερίγραπτη.
Είχα έξη κορίτσια, ήθελα
άγόρι, στενοχωριόμουνα καί έκανα προσευχή στήν Παναγία νά μού δώσει άγόρι.
Έμεινα έγκυος καί τήν προηγούμενη μέρα άπό τή γέννα πέρασε ό Χαραλάμπης άπό τό
σπίτι μου, άλλά, επειδή έγώ είχα πάει νά φέρω νερό, δέν μέ βρήκε. Είδε τις
μικρές κόρες μου καί τούς είπε:
Πείτε στή μάννα σας ότι,
αύτό πού ζήτησε, θά τής
τό δώσει ό Θεός σέ λίγες
ώρες.
Πράγματι, τήν άλλη μέρα
γέννησα τό γιό μου τόν Ευστάθιο. Μετά άναρωτιόμαστε μέ τόν άντρα μου πώς ό
Χαραλάμπης ήξερε τήν ήμέρα πού θά γένναγα καί ότι τό παιδί θά ήταν άγόρι!
Κάποια φορά κάναμε
άγρυπνία στό μοναστήρι Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. Έκανε πολύ κρύο καί χιόνιζε. Ό
Χαραλάμπης κάποια στιγμή έφυγε άπό τήν άγρυπνία καί βγήκε έξω. Όταν τελείωσε ή
άγρυπνία καί βγήκαμε άπό τήν έκκλησία, τόν είδαμε ξαπλωμένο κατά γής· κοιμόταν
πολύ βαθειά καί έπάνω του ήταν ένα παχύ στρώμα άπό χιόνι. Όλοι οί Χριστιανοί
τόν λυπηθήκαμε καί τόν ξυπνήσαμε· αύτός, θυμάμαι, μάς είπε τό έξής θαυμαστό:
Άχ... τί μού κάνατε...
Ήμουνα παρέα μέ τούς αγγέλους!
Πήγαν κάποιοι στήν
ήγουμένη Καλλίνικη καί τής είπαν ότι ό Χαραλάμπης δέν είναι καλός άνθρωπος,
γιατί δέχεται καί τού ρίχνουν νερό τά κορίτσια καί λούζεται καί γιατί χορεύει
στά πανηγύρια. Όταν πήγε ό Χαραλάμπης στό μοναστήρι, ή ήγουμένη τόν μάλωσε καί
τού είπε νά μήν ξαναπατήσει στό μοναστήρι. Ό Χαραλάμπης, άφοϋ τήν άκουσε μέ
προσοχή, μετά άπό λίγο τής είπε:
Κάνω τόν Άνδρέα τό σαλό.
Μού χρειάζεται ταπείνωση, γι ' αυτό κάθομαι νά μέ χλευάζουν. Τί θέλεις; Νά
φορέσω κουστούμι καί γραβάτα καί νά κάνω τόν κύριο;
Η ήγουμένη Καλλίνικη,
όταν άκουσε αύτά, τού ζήτησε συγχώρεση καί τού έβαλε μετάνοια.
Στήν κορυφή τού Ταΰγετου
είναι ένα έκκλησάκι Προφήτης Ήλίας· θυμάμαι κάποτε μού είχε πει:
Μέ πήρε σύννεφο, μέ πήγε
στό έκκλησάκι καί άναψα τά καντήλια, ούτε κατάλαβα πώς πήγα...
Τήν έποχή τής κατοχής
πήγαινε πρός τόν Αλμυρό καί στό
21. «Κάνω τόν Άνδρέα τό
σαλό, γιατί μοϋ χρειάζεται ταπείνωση.»
χέρι του κρατούσε τό
φαναράκι του. Οί Γερμανοί, όταν τόν είδαν τού φώναξαν «Άλτ... Άλτ... Άλτ...»,
άλλά αυτός συνέχιζε τό βάδισμα τού έρριξαν πολλές σφαίρες καί θυμάμαι μου είπε:
Γέμισε τό σακκάκι μου,
άλλά δέν μέ πήρε καμμία... Οί Γερμανοί τόν πλησίασαν, τόν σταμάτησαν καί τόν
κοίταξαν, ό Χαραλάμπης τούς είπε:
Νά πιστεύουτε ατό Χριστό.
Ιδού γάρ καί λέγομεν καί λέγομεν, γάρ... γάρ... γάρ.
Καί συνέχισε τό δρόμο
του. Οί Γερμανοί έμειναν άκίνητοι καί τόν κοίταζαν μέ άπορία καί θαυμασμό.
Κάποια φορά, πού ήταν
άρρωστος, τόν φιλοξενούσα στό σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, άκόμη
καί τό νερό. Δέ δεχόταν νά κοιμηθεί σέ κρεββάτι, διπλωνόταν μό ένα σακκί,
έβγαινε έξω άπό τό σπίτι καί κοιμόταν στήν αυλή. Κάποιες φορές μέ κοίταζε καί
μου έλεγε: Ήμουνα στή Μακεδονία καί δέν ξέρω μέ ποιό τρόπο, ούτε μέ λεωφορείο,
ούτε μέ ζώο, ούτε μέ τά πόδια, βρέθηκα στήν Ομόνοια στήν Αθήνα.
Θά ρθεϊ καιρός, πού θά
δεις τά σκυλιά δεμένα μέ τά λουκάνικα. Ηθική δέ θά υπάρχει! Αγάπη δέ θά
υπάρχει! Εμπιστοσύνη πουθενά δέ θά υπάρχει! Ό κόσμος θά πέσει σέ μεγάλη
άνηθικότητα, χωρίς όρια, ούτε συγγενικά.
Καί ποιος θά κρατάει
Ορθοδοξία μπάρμπαΧαραλάμπη;
Βλέπεις αύτό τό βουνό καί
δίπλα τό άλλο; Θά μείνει μιά γιδούλα στό ένα καί μιά στό άλλο καί θά χτυπάει τό
κουδουνάκι της τσίν, τσίν, τσίν. Τόσοι θά μείνουτε, πολύ λίγοι...
Όλοι οί θεοφοβούμενοι
άνθρωποι τόν σεβόντουσαν καί τόν άγαπούσαν λίγοι άσεβείς τόν κοροΐδευαν καί τόν
έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης
άπ' όπου καί άν περνούσε
κήρυττε τήν Ορθοδοξία καί έλεγε δυνατά:
Σήμερα είναι ή τάδε
γιορτή μέ τό Παλαιό, μετανοεϊστε, γυρίστε στήν Ορθοδοξία.
Κάποια έποχή είχα πάει μέ
τήν οίκογένειά μου στήν Αθήνα καί έκεϊ δούλευα. Όταν ήρθα γιά κάποιο λόγο στήν
Καλαμάτα, έμαθα ότι ό Χαραλάμπης είναι πολύ άρρωστος στό σπίτι τού Ήλιόπουλου.
Ξεκίνησα καί πήγα νά τόν δώ. Μόλις μέ είδε χάρηκε καί μου είπε:
Σήμερα σέ περίμενα, ήξερα
ότι θά έρθεις.
Γιά μένα ό Χαραλάμπης
ήταν ό σωτήρας μου, αυτός μού άνάστησε τά παιδιά μου μέ τά τρόφιμα πού μού
έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας τής Ορθοδοξίας καί πολύ έλεήμων, αίωνία
του ή μνήμη!
68. ΠΑΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ο Παναγιώτης Ήλιόπουλος,
κάτοικος Καλαμάτας, στό σπίτι τού όποιου κοιμήθηκε τελικά ό Χαραλάμπης, μάς
είπε τά έξής:
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό τό 1930, ήμουν τότε τεσσάρων έτών παιδάκι. Ερχόταν συχνά στό σπίτι μας,
γιατί οί γονείς μου άκολουθούσαν τό. Παλαιό Ημερολόγιο. Είχε έμφάνιση άσκητική,
τόν έβλεπα πάντοτε ξυπόλητο, άχτένιστο, μέ ένα σακκί στή μέση, Σταυρό στό λαιμό
καί στό χέρι τό φαναράκι του άναμμένο ήμέρα καί νύκτα. Πήγαινε στήν άγορά,
έπαιρνε μόνος του καί μέ θάρρος φρούτα καί λαχανικά άπό τούς μανάβηδες καί τά έδινε
σέ φτωχούς καί άρρώστους. Περπατούσε μεγάλες άποστάσεις, χειμώνα καί καλοκαίρι,
γιά νά άνάβει έξωκκλήσια ή γιά νά δώσει διάφορα πράγματα σέ φτωχές
οικογένειες. Κάθε μέρα,
άπ' όπου καί άν περνούσε έλεγε: Γυρίστε μέ τό Παλαιό Ημερολόγιο. Μετανοείστε, νηστέψτε,
γιατί φραγκέψατε!
Στήν καλύβα τών
Καραχαλαίων, όπου έμεινε λίγους μήνες, πήγα καί τόν είδα καί τού είπα, όποτε
θέλει, νά έρθει στό σπίτι μου.
Κάποια μέρα μέ
ειδοποίησαν, πήγα, τόν πήρα καί τόν έφερα στό σπίτι μου. Δέν ήθελε νά κοιμάται
σέ δωμάτιο μέ έπίπλωση καί ώραία ρούχα. Γι' αυτό τού έφτιαξα ένα δωμάτιο στήν
άποθήκη καί έκεϊ αισθανόταν άνετα. Έμεινε στό σπίτι μου περίπου ένα χρόνο. Τόν
περιποιόμασταν μέ τή γυναίκα μου όσο μπορούσαμε καί τόν πηγαίναμε στό μοναστήρι
τού Παναγουλάκη, γιά νά λειτουργηθεί καί νά κοινωνήσει.
Νήστευε, έτρωγε πολύ λίγο
καί έλεγε:
Τά γουρούνια τρώνε πολύ.
Ερχόταν πολύς κόσμος γιά
νά τόν δει τούς δεχόταν όλους μέ χαρά, κυνηγούσε μόνο τίς γυναίκες, πού ήταν
άσεμνα ντυμένες.
Θυμάμαι κάποια μέρα πήγα
στόν μαστροΗηρόκωστα νά φτιάξω τό άλέτρι μου. Στή συζήτηση πού είχα μέ τόν
Ξηρόκωστα, τού είπα ότι στό σπίτι μου έχω τό Χαραλάμπη. Όταν τ' άκουσε, μου
είπε τό εξής θαυμαστό: Κάποια φορά ό Χαραλάμπης πήγαινε στό Τρίκορφο. Μόλις
έφτασε στό χωριό Κλήμα, τόν είδαν κάποιοι Τρικορφιώτες, πού τρύγαγαν τ' άμπέλια
καί τόν ρώτησαν: Πού πάς μπάρμπαΧαραλάμπη;
Τούς άπάντησε:
Πηγαίνω στό Τρίκορφο νά
βγάλω τά γουρούνια άπό τήν έκκλησία.
Μετά άπό πέντε λεπτά
γύρισε· όταν τόν είδαν γέλασαν καί μέ περιέργεια τόν ρώτησαν:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, γιατί
γύρισες; Δέν είπες ότι
πάς νά βγάλεις τά
γουρούνια άπό τήν έκκλησία;
Ό Χαραλάμπης τούς
άπάντησε:
Πήγε ένα παιδί καί τά
έβγαλε.
Οί Τρικορφιώτες πήγαν τό
βράδυ στό χωριό τους καί ακόυσαν ότι στήν έκκλησία είχαν μπει γουρούνια καί τά
έβγαλε τού προέδρου τό παιδί. Απορούσαν πώς ό Χαραλάμπης είδε άπό τόσο μεγάλη
άπόσταση τά γουρούνια μέσα στήν έκκλησία καί ότι τάβγαλε τό παιδί.
"Αρχισαν νά τό συζητούν μεταξύ τους καί νά θαυμάζουν τό Χαραλάμπη πολύ.
Όταν τελείωσα άπό τό
μάστορα, πηγαίνω στό σπίτι μου καί τού λέω:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, έτσι
καί έτσι μού είπε ό Ξηρόκωστας, είναι Αλήθεια;
Ναί, τά γουρούνια ήταν
μέσα στήν έκκλησία καί τά έβγαλε τό παιδί τού προέδρου.
Κάποιο βραδάκι ή γυναίκα
μου άναψε τό καντήλι, μετά κατέβηκε νά δει τό Χαραλάμπη καί νά τόν ρωτήσει
μήπως θέλει κάτι. Ό Χαραλάμπης, όταν τήν είδε, τής είπε: Πήγαινε ν’ Ανάψεις τό
καντήλι.
Τώρα τό άναψα,
μπάρμπαΧαραλάμπη, τού είπε. Πήγαινε ν' Ανάψεις τό καντήλι, γιατί έσβησε!
Πήγε ή γυναίκα μου καί τό
βρήκε στ' άλήθεια σβηστό! Ό Χαραλάμπης προσευχόταν ήμερα καί νύκτα. Κάποιες
φορές τόν είχα άκούσει νά προσεύχεται σέ μιά ξένη γλώσσα, πού δέν καταλάβαινα.
Ήταν άγιος άνθρωπος, έζησε άσκητική ζωή, έλεούσε τούς φτωχούς καί κήρυττε
παντού τήν 'Ορθοδοξία. Πέθανε στίς 10 Οκτωβρίου τού 1974 καί ή κηδεία του έγινε
στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη καί θυμάμαι, λαοθάλασσα κόσμος άπό όλη τή
Μεσσηνία είχε έρθει νά τόν άποχαιρετήσει.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου