Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016
7. Ενας ζητιάνος με Αρχιερατικά Αμφια
Εύρυδίκη Φαληδέα, 68
έτών, άπό τήν Καστανέα, κάτοικος Καλαμάτας:
Πρωτογνώρισα τό Χαραλάμπη
όταν πέρασε άπό τό χωριό μου έρχόμενος άπό τόν Ταΰγετο.
Θυμάμαι, όταν ήρθα στήν
Καλαμάτα καί έμενα μαζί μέ τ' άδέρφια μου κοντά στόν Άγιο 'Ισίδωρο, ήρθε στό
σπίτι καί μοϋ είπε:
Έχουτε μιά έκκλησιά.
Τού είπα:
Στό χωριό μας έχουμε
πολλές έκκλησιές.
Έχουτε στό δικό σας
κτήμα;
Ναί, τού είπα.
Πάτε νά τήν άνάβουτε;
Όχι, άλλα ή μητέρα μου
κάτι είδε στον ύπνο της καί άπό τότε πάμε καί τήν άνάβουμε.
Τί έκκλησία είναι;
Άγιος Νικόλαος, του είπα.
Τό πέτυχα κι’ αυτό, είπε.
Στό σπίτι μας είχαμε
συζήτηση μέ τόν πατέρα μας νά φτιάξουμε τήν έκκλησία.
Καί τόν Παντοκράτορα νά
μήν τόν χαλάσουτε, μου είπε.
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, έμεϊς
είμαστε φτωχοί άνθρωποι, δέν έχουμε χρήματα γιά νά ρίξουμε τσιμέντα, τοΰ είπα.
Ζητιανιά θά κάνουτε, τήν
έκκλησία θά τή φτιάξουτε.
Καί πράγματι, φτιάξαμε
τήν έκκλησία κρυφά άπό τήν 'Αρχαιολογική Ύπηρεσία.
Θυμάμαι, κάποια φορά
μάθαμε ότι τόν χτύπησαν στή Θουρία καί τόν σκότωσαν. Μιά γειτόνισσα πού τόν
είδε νά έρχεται πρός τό σπίτι μου, μου φώναξε:
Ευρυδίκη, ό Χαραλάμπης
έρχεται. Νότος!
Τόν είδα νά στέκει στό
παράθυρό μου. Τού είπα:
Χριστιανέ μου, είσαι
καλά; Μάθαμε ότι σέ σκότωσαν.
Τά βουνά βαράγανε, μοϋ είπε.
Ζήτησε πουκάμισο καί
καθαρό παντελόνι, γιά νά πάει νά κοινωνήσει. Τού τά έδωσα καί τού είπα νά μού
τά έφερνε, γιατί ήταν τού άδερφού μου. Όταν κοινώνησε, μοϋ τά έφερε. Κράτησα
μόνο τό πουκάμισο καί τού έδωσα τό παντελόνι.
Ερχόταν συχνά στήν
έκκλησία, στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Κάποτε πήγε νά κοινωνήσει πρώτος, καί
ό ιερέας τού είπε ν’ άφήσει κάποιον καλόγερο νά κοινω
νήσει πρώτα.
Στενοχωρήθηκε, έκανε πρός τά πίσω καί έφυγε... δέν κοινώνησε. "Οταν βγήκε
έξω άπό τήν έκκλησία κι έφευγε, έπεσε τό καντήλι τής Παναγίας! Κάποια μέρα πού
είχε έρθει στό σπίτι μου, μού είπε ότι είχε πάει στό Χαλασμένο. Έκανε δέ τόσο
πολύ κρύο, πού κρύωνε πολύ. Ή Παναγία μας τού έρριχνε ρούχα άπό ψηλά καί τόν
σκέπαζε. Χαλασμένο λένε ένα βουνό τού Ταΰγετου, έπειδή έχουν πέσει σ' αύτό
πολλά άστροπελέκια καί είναι πραγματικά χαλασμένο.
Κάποια κυρία Άνθούλα, πού
ήταν άπό τήν Ύδρα καί ό άντρας της έργαζόταν στά νταμάρια, έμενε σέ μιά σπηλιά
στις Κιτριές. Ή κυρία αύτή ήταν γνωστή μου. Κάποια μέρα πού συναντηθήκαμε μού
είπε ότι ένα βραδάκι πήγε ό Χαραλάμπης στή σπηλιά πού έμεναν. Μόλις τόν είδε ή
κυρία Ανθούλα φοβήθηκε καί είπε στόν άντρα της ότι ένας τρελλός έρχεται. Ό
άντρας της τής είπε:
Μή φοβάσαι, είναι ό
Χαραλάμπης.
Τού έβαλαν κι' έφαγε. Τήν
ώρα πού έτρωγε, άπό τό στήθος του άνέβαιναν μεγάλα γράμματα, άλλά ή Άνθούλα δέν
ήξερε γράμματα, γιά νά τά διαβάσει. Μού είπε ότι ό άντρας της δέν τά έβλεπε
καθόλου.
Όταν τελείωσε τό φαγητό,
ό Χαραλάμπης έκανε τό σημείο τού Σταυρού μέ τήν μπουκιά στό πιάτο του καί τό
πιάτο βρέθηκε πλυμένο. Ή Άνθούλα τού είπε ότι θά τού στρώσει νά κοιμηθεί στή
σπηλιά. Ό Χαραλάμπης τής είπε:
Θά φύγω. Θά πάω νά
κοιμηθώ σέ καθαρό μέρος. •Ή γυναίκα νόμισε ότι θά πάει στό περιβόλι πού ήταν
κοντά στή σπηλιά. Ό Χαραλάμπης έφυγε καί ή κυρία Άνθούλα βγήκε έξω άπό τή σπηλιά
γιά κάποια δουλειά της. Τότε είδε τό Χαραλάμπη όρθιο στήν άκροθαλασσιά, ντυμένο
Δεσποτικά, νά στέκει ψηλότερα άπό τό έδαφος! Όταν ό Χαραλάμπης ήρθε στήν
Καλαμάτα, τού είπα ότι
ή κυρία Άνθούλα μοϋ είπε,
ότι σέ είδε Δεσπότη. Μοϋ άπάντησε:
Γράφ' τα, γιατί θά
χρειαστούν.
Κάποιο παιδί τόν είδε νά
περπατάει ψηλά στόν άέρα. Άλλος πάλι κάποτε περπατούσε καί είδε μπροστά του ένα
φώς νά λάμπει. Όταν έτρεξε καί πλησίασε, είδε τό Χαραλάμπη. Κάποιος άλλος τόν
είδε τήν ώρα τής Λειτουργίας σάν μικρό παιδί μαζί μέ τούς ιερείς στό Ιερό τής
εκκλησίας, ένώ ήταν στόν κυρίως ναό μέ τούς άλλους χριστιανούς.
Ό άδερφός μου Γεώργιος
πήγαινε άπό τήν Καλαμάτα στή Μεσσήνη μέ τό λεωφορείο τού ΚΤΕΛ, καί στό δρόμο
συνάντησαν τό Χαραλάμπη. Επειδή έξω έβρεχε πολύ, ό οδηγός σταμάτησε τό λεωφορείο
νά τόν πάρει, γιατί τόν λυπήθηκε. Όταν μπήκε στό λεωφορείο, όλοι είδαν μέ
έκπληξη ότι δέν είχε πέσει έπάνω του ούτε σταγόνα βροχής·
Κάποια μέρα είπα στό
Χαραλάμπη ότι θά άνέβαινα μέ άλλους χριστιανούς στόν Ταΰγετο, στόν Προφήτη
Ήλία. Νά πάρεις καθαρό κερί, μού είπε.
Θά πάρω άπό τό μοναστήρι
τού Παναγουλάκη, τού είπα.
‘Οχι, θά πάρεις άπό τό
χωριό σου.
Πήγα στό χωριό μου, στό
μελισσοκόμο, ν' άγοράσω κερί, άλλά δέν είχε. Είχε φτιάξει όμως μιά μεγάλη
λαμπάδα γιά τήν 'Αγία Τράπεζα τής έκκλησίας τού χωριού καί τού τή ζήτησα. Μού
τήν έδωσε καί, έπειδή ήταν μεγάλη, τήν έκοψα σέ τρία κομμάτια.
Όταν άνεβήκαμε στόν
Προφήτη Ήλία κι' άνάψαμε όλα τά κεριά πού είχαμε, όλα έσβησαν άπό τόν άέρα.
Αυτά πού μού είχε πεί ό Χαραλάμπης ν' άγοράσω άπό τό χωριό μου, δέν έσβησαν.
Κάηκαν μέχρι τό τέλος.
Μιά άλλη φορά είχε έρθει
στό σπίτι μου. Μού έφερε κάτι
χαρτιά γραμμένα, μιά
φωτογραφία του καί μου είπε: Πάρ' τη καί φύλαξέ τη, γιατί θά χρειαστεί.
"Οταν ήρθε τό τέλος
του, ειδοποιήθηκαν οι πατέρες νά πάνε νά τόν κοινωνήσουν καί ζήτησαν καμμιά
φωτογραφία του. Οί πατέρες όμως δέν είχαν κι' έδωσα έγώ έκείνη, πού μου είχε
δώσει ό ίδιος νά φυλάξω. Αυτή τή φωτογραφία δημοσίευσαν στόν τοπικό Τύπο τήν
ημέρα πού θά γινόταν ή κηδεία του. Στήν κηδεία του, θυμάμαι, είχε τόσο πολύ
κόσμο, πού δέν έπεφτε μήλο. Δέν είχαμε ξαναδεί στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη
τόσο πολύ κόσμο σέ κηδεία. Είχε έρθει καί ό πρώην δήμαρχος τής Καλαμάτας
Κωνσταντίνος Κουτουμάνος.
"Αα..., θυμήθηκα καί
κάτι άλλο. Κάποια φορά ήθελα νά πάω νά κάνω έγχείρηση στήν κλινική τού Κυβέλου.
Θά έβγαζα τίς άμυγδαλές μου. "Οταν ό Χαραλάμπης ήρθε στό σπίτι μου, τού
είπα:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, αύριο
θά πάω γιά έγχείρηση, νά βγάλω τις άμυγδαλές μου.
Κράτα τό φανάρι μου, μου
είπε, καί μού τό έδωσε νά τό κρατήσω λίγη ώρα.
Μετά τού τό ξανάδωσα.
"Οταν έγινε ή
έγχείρηση καί ήμουνα στό θάλαμο, πέρασε ό γιατρός νά μέ ξαναδεί καί μού είπε:
Καλά είσαι;
Καλά, τού άπάντησα.
Ό γιατρός τά έχασε, γιατί
δέν περίμενε νά μιλήσω. Τότε μού είπε μέ έκπληξη:
Μιλάς;
Ήταν ή Χάρις τού Θεού,
πού είχα πάρει άπό τά φανάρι τού Χαραλάμπη.
Έχω άκούσει ότι είχε πάει
στό πανηγύρι τού Πεταλιδίου τήν ήμέρα τού Σταυρού μέ τό Νέο Ημερολόγιο καί
βρήκε κάποια γυναίκα άπό τή Μάνη νά τρώει νηστήσιμα. Τότε
5. Ή φωτογραφία πού, μέ
προφητικό τρόπο, διάλεξε καί φύλαξε ό Χαραλάμπης γιά τή νεκρώσιμη αγγελία του
στον Τύπο.
τής είπε:
Τί τρώς αύτοΰ; Πάρε νά
φάς ψάρια. Σήμερα δέν είναι τού Σταυρού.
Πήγαινε στήν άγορά τής
Καλαμάτας, έπαιρνε μόνος του ή ζητούσε, φρούτα ή λαχανικά άπό τούς
περιβολάρηδες καί μετά γύριζε στά σπίτια, πού ήξερε ότι είχαν άνάγκη καί τά
μοίραζε.
Είπε κάποτε στήν άδελφή
μου.
Έχεις τάξιμο στήν
Παναγία.
Ή άδερφή μου σκεφτόταν:
Τί έχω, τί έχω; Άα...,
κάτι έχω τάξει.
Τότε τής είπε:
Στήν Παναγία ατό
Προάστιο. Νά τό πάς, γιατί ή Θεότητα τό γυρεύει.
Πώς ήξερε ό Χαραλάμπης τό
τάξιμο τής άδερφής μου καί ότι τό ζητούσε ή Θεότητα;
Μιά φορά, θυμάμαι, ό
άδερφός μου ό Παναγιώτης ύπηρετούσε στρατιώτης στά σύνορα καί πήρε άδεια, γιά
νά έρθει νά μάς δει. Μετά άπό λίγες μέρες έφυγε μέ τό τραίνο γιά τή Μονάδα του.
Πρωΐπρωΐ ήρθε ό Χαραλάμπης καί μάς είπε:
Μή φοβόσαστε, τό παιδί
είναι καλά. Δέν έπαθε τίποτα.
'Αργότερα μάθαμε ότι τό
τραίνο, μέ τό όποιο ό άδερφός μου πήγαινε στή Μονάδα του, συγκρούστηκε μέ άλλο
τραίνο. "Οπως μάς είχε πεί ό Χαραλάμπης, ό άδερφός μου δέν έπαθε τίποτα.
Μάς έκανε όμως έντύπωση καί τό συζητούσαμε στήν οίκογένειά μας πώς τό έμαθε
αύτό ό Χαραλάμπης.
18. ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ ΕΔΩ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΝΕ...
Η Καλιρρόη Βουρεξή, 75
έτών, άπό τή Θουρία Καλαμάτας:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη άπό
μικρό κοριτσάκι. Ερχόταν στό σπίτι μας, γιατί είμαστε Ορθόδοξοι. Ή μητέρα μου
ήταν άγράμματη, άλλά πολύ πιστή. Ακολουθούσε τό Ορθόδοξο 'Εορτολόγιο.
Ό Χαραλάμπης ερχόταν στό
σπίτι πάντα ξυπόλητος, μέ μιά λινάτσα στή μέση, άχτένιστος καί άλουστος.
Κάποιες φορές κρατούσε φανάρι στό χέρι καί στό λαιμό του φορούσε ένα ξύλινο
Σταυρό μέ σπάγγο. Ή μητέρα μου είχε κρατήσει στό σπίτι Μεγάλο Αγιασμό σ' ένα
μπουκάλι. Μέσα στό μπουκάλι είχε σχηματιστεί ένα συννεφάκι σέ σχέδιο δέντρου. Ή
μητέρα μου τό είχε βάλει στό εικόνισμα. Σκεφτόταν νά ρωτήσει τόν ιερέα τί νά τό
κάνει. Πέρασε ό Χαραλάμπης καί τό είδε. Ζήτησε καί πήρε σέ δικό του μπουκάλι
λίγο Αγιασμό. Ξαναήρθε δεύτερη φορά νά πάρει, καί ή μητέρα μου τού είπε:
Χαραλάμπη, τί τόν κάνεις
τόν Αγιασμό; Πρόσεχε μήν τόν χύσεις πουθενά, γιατί θά καούμε.
Ο Χαραλάμπης
στενοχωρήθηκε μ' αύτό πού τού είπε ή μητέρα μου καί άργησε πολύ νά έρθει πάλι
στό σπίτι μας. "Οταν έρχόταν στό σπίτι μας, θυμάμαι, άρχιζε νά ψέλνει,
άλλά μέ τό δικό του τρόπο. 'Εμείς δέν καταλαβαίναμε τίποτα.
Ιδού γάρ καί λέγομεν καί λέγομεν, γάρ, γάρ,
γάρ... Κάποια φορά, τή Σαρακοστή, ήρθε καί βρήκε τή μητέρα μου νά μαγειρεύει
κρέας. Στενοχωρήθηκε καί άργησε νά περάσει πάλι άπό τό σπίτι μας.
Μιά φορά, θυμάμαι, θά
ήμουν τότε έντεκα χρόνων, όταν είχε έρθει στό σπίτι μας. Είχε νυχτώσει κι'
έκανε κρύο, έβρεχε καί φυσούσε. Τού είπα:
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ
Χαραλάμπη, μείνε στό
σπίτι μας άπόψε. Μή φεύγεις, γιατί έξω βρέχει, κάνει κρύο καί φυσάει.
Μου είπε:
Εκεί πού θά κοιμηθώ έγώ
ούτε βρέχει ούτε φυσάει. Καί μοϋ έδειξε μέ τό χέρι του τή μάντρα έξω από τό
σπίτι μας.
Τόν καιρό τής κατοχής ό
ίδιος ό Χαραλάμπης έλεγε στή μητέρα μου ότι ή γερμανική περίπολος τόν είδε καί
του έρριξε. Καμμιά σφαίρα όμως δέν τόν πήρε. ’Αφού τόν πλησίασε ή περίπολος,
κάποιοι τόν κοίταξαν, είπαν κάτι στά γερμανικά μεταξύ τους, τόν άφησαν κι'
έφυγαν. Άκουγα πού τά έλεγε ό ίδιος κι έδειξε στή μητέρα μου τήν τσέπη τού
παντελονιού του καί τής είπε:
"Ολες οι σφαίρες έδώ
μαζευτήκανε...
Έχω άκούσει ότι πολλοί
περιβολαραίοι, πού πήγαιναν πρωί, νύχτα, τά κηπευτικά τους νά τά πουλήσουν,
έβλεπαν άπό μακρυά φώς καί μόλις πλησίασαν, είδαν τό Χαραλάμπη.
Πριν πάει στό σπίτι τού
Π. Ήλιόπουλου, όπου καί πέθανε, τόν είχε πάρει ένα ζευγάρι άπό τή Θούρια στό
σπίτι του. Πήγαμε μέ τήν έξαδέλφη μου Εύτυχία νά τόν δούμε, γιατί μάθαμε ότι
ήταν άρρωστος.
Τί κάνεις Χαραλάμπη; τού
είπα.
Δέν μπορώ, δέν μπορώ, δέν
είμαι έγώ γιά τέτοια. Αύτό τό είπε, γιατί τό ζευγάρι πού τόν περιέθαλπε τόν
είχε βάλει σέ ώραϊο κρεββάτι μέ καθαρά σεντόνια. Ό Χαραλάμπης όμως δέν τά ήθελε
αύτά, σηκώθηκε κι' έφυγε. Όταν έμαθα ότι ήταν στού κουμπάρου μας, τού Παναγιώτη
Ήλιόπουλου τό σπίτι, πήρα τήν έξαδέλφη μου Εύτυχία καί πηγαίναμε περπατώντας
στό σπίτι, νά τόν δούμε. Κοντά στήν έκκλησία Αγία Τριάδα καλημερίσαμε μιά
γυναίκα καί τής είπαμε ότι πηγαίναμε νά δούμε τό Χαραλάμπη. Εκείνη μάς είπε:
Αυτός ό άνθρωπος είναι
Αγιος! "Οπότε τόν έβλεπα, του έλεγα:
Τί κάνει τό παιδί μου;
Καλά είναι καί θά έρθει,
μου έλεγε.
Ένα πρωί τόν συνάντησα
στό δρόμο καί τού είπα: Χαραλάμπη, δέν έχω καμμιά είδηση άπό τό παιδί μου πολύν
καιρό καί άνησυχώ, τί κάνει. Είναι μέσα στό σπίτι σου καί κοιμάται, μου είπε.
Πήγα στό σπίτι μου καί βρήκα τό γιό μου νά κοιμάται.
Τό παιδί αυτής τής κυρίας
ήταν στρατιώτης. Είχε έρθει τή νύχτα καί, γιά νά μήν ξυπνήσει τούς γονείς του,
μπήκε στό σπίτι κι έπεσε στό κρεββάτι γιά ύπνο.
Όταν φτάσαμε στό σπίτι
τού Ήλιόπουλου καί μάς είδε, χάρηκε πολύ.
Τώρα είμαι ώραϊα, μου
είπε.
Ό κουμπάρος μου,
Παναγιώτης Ήλιόπουλος, είχε χωρίσει ένα δωμάτιο στήν άποθήκη καί έκεϊ είχε
βάλει τό Χαραλάμπη. Ό Χαραλάμπης δέν ήθελε πολυτέλειες. Γι' αύτό μοϋ είπε ότι:
Τώρα είμαι ώραία.
Ήταν όμως στενοχωρημένος,
γιατί κάποια γυναίκα τού είχε κόψει τά μαλλιά του. Κατόπιν έμαθα ότι αύτή ή
γυναίκα τού ζητούσε συγγνώμη. "Οταν τή ρώτησε πού πέταξε τά μαλλιά του,
αύτή τού είπε σέ μιά κουφάλα δέντρου. Μόλις τό άκουσε, άνακουφίστηκε.
Τά πόδια του τόν πονοϋσαν
καί καταλάβαινε ότι ό θάνατος πλησίαζε. Έβγαλε καί μού έδωσε τό Σταυρό πού
φορούσε.
Πάρ' τον γιά ευλογία, μοϋ
είπε.
Τού φίλησα τό χέρι κι'
έφυγα. Δέν πέρασε μιά εβδομάδα καί πέθανε. Ήμουν στήν κηδεία του καί θυμάμαι
ότι τόν είχαν ώραϊα ντυμένο καί ήταν πάρα πολύς κόσμος.
19. ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΠΑ, ΔΕΝ ΖΥΜΩΝΟΥΝ
ευκή Άγγελοπούλου, 62
έτών, άπό τή Θουρία Κα
ν λαμάτας:
"Ακόυσα άπό τή
γιαγιά μου ότι ό Χαραλάμπης είχε πάει ένα βράδυ καί είχε κοιμηθεί μέσα στό
φούρνο. Τό πρωί ή γιαγιά μου είχε ζυμώσει καί πήγε ν' άνάψει τό φούρνο. Ξαφνικά
βλέπει μέσα τό Χαραλάμπη καί τής λέει:
Σιγά Παναγιώταινα, θά μέ
κάψεις.
Καί άμέσως βγήκε άπό τό
φούρνο.
"Αλλη φορά ή μητέρα
μου έκαιγε τό φούρνο, γιά νά ψήσει τό ψωμί. Πέρασε ό Χαραλάμπης καί τής φώναξε:
Σήμερα είναι τών Αγίων
Σαράντα. Ούτε ζυμώνουν, ούτε καίνε φούρνο.
Ήταν τών Αγίων Σαράντα
Μαρτύρων μέ τό Παλαιό.
20. ΖΗΤΙΑΝΕΥΕ... ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΕΙ !
Στέφανος Πολυχρονόπουλος,
63 έτών, άπό τή Θουρία Καλαμάτας:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
παιδάκι. Ήταν πάντοτε ξυπόλητος, άχτένιστος, μ' ένα τσουβάλι στή μέση του.
Πήγαινε στίς σπηλιές, πού ήταν κοντά στόν Άγιο Γεώργιο καί τήν Παναγίτσα.
Εγώ μαζί μέ τόν πατέρα
μου φυλάγαμε τά πρόβατά μας. Τόν λυπόμαστε καί τού δίναμε νά πιει γάλα. Αύτός
τό έπαιρνε καί τό πήγαινε στό Σανατόριο, στόν Προφήτη Ήλία, στούς φυματικούς.
Ήταν πολύ έλεήμων
άνθρωπος. Ζητούσε άπό κάποιες οικογένειες πού είχαν άγαθά καί τά πήγαινε έκεϊ
πού πραγματικά είχαν άνάγκη.
"Ολος ό κόσμος όμως
τόν έλεγε «Ζουρλοχαραλάμπη».
7. Ζητιάνευε άπό έκείνους
πού είχαν καί τά πήγαινε σ' έκείνους πού δέν είχαν.
Πρώτη δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
© Πρώτη Έκδοσις 1993 Δευτέρα "Εκδοσις 1994 Τρίτη
Εκδοσις 1998
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου