Ο 'Ανδρόνικος
Καραμπάγιας, 81 ετών, άπό τήν Καλαμάτα, άναπολεί:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό παιδάκι, πού πήγαινε στά πανηγύρια καί χόρευε καί έκανε τόν Άγιο Άνδρέα,
τόν διά Χριστόν σαλό.
Κάποτε ό Χαραλάμπης
πήγαινε στό Μυστρά. Στήν περιοχή Γιαννιές τής Καλαμάτας, τόν συνάντησαν τρεις
καβαλλαρέοι, τού έδωσαν κάτι καί τό έβαλε στό σακκούλι του. Τόν χαιρέτησαν καί
τού είπαν ότι έφευγαν γρήγορα, γιά νά πάνε στό Μυστρά. Ή συνάντηση αύτή έγινε
στίς έννέα τό πρωί. Όταν οι καβαλλαρέοι έφτασαν στό Μυστρά είδαν τό Χαραλάμπη
μπροστά τους. Τούς έκανε τρομερή έντύπωση, αύτοί μέ τ' άλογα νά φτάσουν
άργότερα άπό τό Χαραλάμπη, πού βάδιζε μέ τά πόδια. Ρώτησαν τί ώρα έφτασε ό
Χαραλάμπης καί τούς είπαν στίς έννέα τό πρώΐ. Ό Θεός τόν είχε μεταφέρει σέ
χρόνο μηδέν, άοράτως, στό Μυστρά.
Θυμάμαι κάποτε, τότε πού
είχα τό κυλικείο στό παλαιό ΚΤΕΛ, ό Χαραλάμπης έρχόταν καί τού έδινα μπουκάλια,
πού μοϋ ζητούσε γιά νά βάλει λάδι ή 'Αγιασμό. Κάποιοι
Καλαματιανοί καί ή
Χωροφυλακή ακόμα, μέ κυνηγούσαν πολύ νά μέ έξοντώσουν, έπειδή άκολουθούσα τό
Παλαιό, μιλούσα γιά τό Παλαιό καί στό κυλικείο είχα καί ημερολόγιο μέ τό
Παλαιό. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος καί τό βράδυ, ξημερώνοντας τού 'Αγίου
Χαραλάμπους, έπικαλέστηκα τόν "Αγιο Χαράλαμπο καί είπα:
"Αγιε τού Θεού
Χαράλαμπε, άν έχουν δίκιο οί διώκτες μου, νά τιμωρηθώ έγώ, άν όχι, βοήθησέ με
νά κερδίσω τό λαχείο.
Ζήτησα τό λαχείο, γιατί
κάποιοι έβαζαν στό διαγωνισμό, γιά τό ποιος θά πάρει τό κυλικείο τού ΚΤΕΑ, πολλά
χρήματα μέ σκοπό νά μέ χρεωκοπήσουν ή νά μέ άναγκάσουν νά τό παρατήσω. Τό πρωί
κέρδισα στό λαχείο πενήντα χιλιάδες δραχμές. Αύτό είχα ζητήσει άπό τόν
"Αγιο καί μου τό έδωσε. Μετά πέρασε καί ό Χαραλάμπης καί χωρίς νά ξέρει
τίποτα, μού είπε:
Άπό μένα κέρδισες τό
λαχείο, γιατί σοϋ ζητούσα μπουκάλια, γιά νά βάζω λάδι καί Αγιασμό καί μού τά
έδινες.
Ό Χαραλάμπης έρχόταν καί
στό σπίτι μου. Τού έδινα φαγητό καί ό,τι έμενε στό πιάτο του τό έπαιρνε, τό
έβαζε στό σακκούλι του καί τό έδινε ατούς τσοπαναρέους. Κάποτε είχα πάει νά τόν
δώ στό νοσοκομείο, γιατί ήταν πολύ άρρωστος, γιά πεθαμό. Τού έδωσα κάτι. Μετά
άπό τρεις ήμέρες βγήκε άπό τό νοσοκομείο κι' αύτά, πού τού είχα δώσει, τά
μοίρασε. Πολλοί άνθρωποι τόν σέβονταν καί τόν άγαπούσαν πολύ.
13. Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΝΑ ΦΟΡΑΩ ΠΑΛΙΟΡΡΟΥΧΑ !
Ιλαρή καί συνάμα παράδοξη
ή διήγηση του Παναγιώτη Μπεσή, 81 ετών, κατοίκου Καλαμάτας: Γνώρισα τό
Χαραλάμπη πρίν άπό εξήντα πέντε χρόνια. Είχα καφενείο στήν όδό Φαρών, άπέναντι
άπό τό κρεοπωλείο του Κούτρου. Μέ κάποιους είχαμε προμελετημένο σχέδιο: Μόλις
τόν δούμε, νά τόν πιάσουμε καί νά τόν κάνουμε άνθρωπο. Κάποια μέρα ό Χαραλάμπης
πέρασε έξω άπό τό μαγαζί μου. Μαζί μέ τρίατέσσερα άτομα τόν άρπάξαμε, τόν
γδύσαμε, τού κάψαμε τά ρούχα μέ πετρέλαιο, τόν βάλαμε μέσα σέ μιά σκαφίδα καί
τού κάναμε μπάνιο. Αφού τόν λούσαμε, είχαμε κουρέα καί τόν κουρέψαμε, τόν
ξυρίσαμε, τού φορέσαμε κουστούμι, γραβάτα, παπούτσια καί τόν άφήσαμε έλεύθερο.
"Οση ώρα τού κάναμε όλα αύτά, άντιδροϋσε, άλλά έμείς είμαστε περισσότεροι
καί τού κάναμε ό,τι θέλαμε. Μετά άπό μιά ώρα ό Χαραλάμπης ήρθε στό μαγαζί
ξυπόλητος, μέ μιά λινάτσα στή μέση, κουρελιάρης, όπως ήταν πρίν, καί,
θυμωμένος, μάς είπε:
Ό Θεός μου είπε νά φοράω
παλιόρρουχα, όχι κουστούμια!
Τά ρούχα, πού τού είχαμε
φορέσει, κάπου τά έδωσε.
14. ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΟΧΙ ΤΟΤΕ ΠΟΥ
ΓΙΟΡΤΑΣΑΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΣΣΩΝΟΥΣ
Ιωάννα Μπεσή, 81 έτών,
άπό τήν Άλαγονία, κάτοικος Καλαμάτας:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη πρίν
άκόμα παντρευτώ, δηλαδή πρίν άπό έξήντα χρόνια. "Οταν περνούσε άπό τήν
Άλαγονία, έρχόταν καί άπό τό σπίτι μας. Κάποτε, θυμάμαι, τού είχαμε στρώσει νά
κοιμηθεί στό πατρικό μου σπίτι στό χωριό. Τή νύχτα ξυπνήσαμε καί δέν υπήρχαν
πουθενά ούτε τά ρούχα ούτε ό Χαραλάμπης. Ανησυχήσαμε πολύ. Τό πρώΐ τόν βρήκαμε.
Είχε πάρει τά ρούχα καί είχε πάει νά κοιμηθεί έξω άπό τήν εκκλησία τού επάνω
χωριού, τόν "Αγιο Δημήτριο. Θυμάμαι, όταν έρχόταν στήν Άλαγονία, φώναζε
κι' έλεγε:
Τώρα είναι Δεκαπέντε
Αύγούστου, τής Παναγίας, όχι τότε πού νηστέψατε καί γιορτάσατε έσεΐς μέ τούς
Μασσώνους.
Τούς φοβέριζε όλους καί
τούς έλεγε:
Μετανοείτε, θά γίνει
πόλεμος.
Στίς γυναίκες έλεγε:
Γιατί έρχόσαστε στήν
έκκλησία μέ κοντά φορέματα καί χωρίς μανίκια;
Κάποια έποχή ερχόμαστε μέ
τό σύζυγό μου άπό τήν Άλαγονία στήν Καλαμάτα κι* έκανε, θυμάμαι, πολλή ζέστη.
Όταν φτάσαμε στήν Καλαμάτα, πήγαμε στό οικόπεδό μας, πού ήταν κοντά στό
μοναστήρι τού Παναγουλάκη καί καθήσαμε νά ξεκουραστούμε σέ κάποιες πέτρες.
Είδαμε δίπλα μας πορτοκάλλια καί ρωτήσαμε δυό καλόγριες, πού έμεναν δίπλα στό
οικόπεδό μας, άν ήξεραν τίνος ήταν τά πορτοκάλλια. Μάς είπαν ότι έκεί πού
καθόμαστε έμείς, καθόταν πρό ολίγου ό Χαραλάμπης. Εκείνη τή στιγμή τά
πορτοκάλλια ήταν γιά μάς συχώριο, όπως είμαστε κουρασμένοι άπό τήν οδοιπορία.
Θυμάμαι κάποτε, πού είχε έρθει στό σπίτι μας στήν Καλαμάτα, μοϋ είχε πεί: Ό
σατανάς μέ πήγε χτυπώντας καί μέ βροχή μέχρι τήν κορυφή τού Πάρνωνα.
15. ΘΑ ΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Συγκινητική ή άφήγηση τής
Χρυσαΐδας Σταθοπούλου, 60 ετών, άπό τή Θουρία.
Γνώρισα τό Χαραλάμπη άπό
μικρό παιδί. Όταν ζούσε ό παππούς μου, έρχόταν στό σπίτι μας. Κοιμόταν, έτρωγε,
άφηνε τά πράγματά του καί γύριζε καί τά έπαιρνε.
Τόν θυμάμαι μ’ ένα
τσουβάλι στή μέση, μέ τά μαλλιά του μπερδεμένα καί άλουστα, μέ Σταυρό στό λαιμό
καί στό χέρι, καί μ' ένα σακκούλι στόν ώμο του. 'Ερχόταν στήν έμποροζωοπανήγυρη
τής Θούριας, πού διαρκούσε πέντε μέρες, κάνοντας τόν τρελλό. Χόρευε κρατώντας
ένα ποτήρι στό χέρι, χωρίς όμως νά πίνει. Έλεγε δυνατά στό πλήθος τού κόσμου:
Δέν είναι τώρα τών Αγίων
Αποστόλων, άλλά έπειτα άπό δεκατρείς ήμέρες.
Πάντοτε, όποιαδήποτε
ήμέρα καί ώρα, όποιον έβρισκε, σέ όποιεσδήποτε γειτονιές περνούσε, σέ γνωστούς
καί άγνώστους, τούς έλεγε:
Αυτή ή γιορτή είναι
σήμερα, όχι αυτή πού λέτε έσείς. Τήν έποχή πού άρχισε τήν έρημική ζωή,
κατέβαινε άπό ένα ύψωμα μιά γυναίκα μέ τό μικρό παιδί της καί πήγαινε άπό τή
Θουρία στό χωριό Αίθέα, σέ μιά γιατρίνα πρακτική, γιατί τό παιδί της ήταν
άρρωστο. Βλέποντας ξαφνικά τό Χαραλάμπη μπροστά της φοβήθηκε καί πήγε νά φύγει
γρήγορα. Ό Χαραλάμπης τής είπε:
Στάσου, μή φεύγεις. Μού
δίνεις τό παιδί, νά τό βαφτίσω;
Αύτή τού άπάντησε:
Είναι βαφτισμένο.
Ό Χαραλάμπης τής είπε:
Δέ φτάνει πού δέ μού τό
δίνεις, λές καί ψέμματα. Νά τό βαφτίσεις τό γρηγορότερο, γιατί θά πεθάνει.
Πράγματι, τό παιδί της
πέθανε.
Ό Χαραλάμπης δέν ήθελε νά
τού ρωτάνε τήν ηλικία του. Μιά φορά, πού είχε έρθει στό σπίτι μου νά πάρει τό
λάδι πού είχε άφήσει, μιά δασκάλα τόν ρώτησε πόσων χρόνων είναι, καί αύτός τής
άπάντησε:
Κοίταξε τή δουλειά σου
καί δέ θέλω συζήτηση. Έχω άκούσει ότι μιά νύχτα προσευχόταν στήν παραλία τού
Πεταλιδίου. Οί ψαράδες πού ψάρευαν μέσα στή θάλασσα, είδαν φώς άπό τόν ούρανό
νά κατεβαίνει στήν παραλία. Βγήκαν έξω άπορημένοι νά δουν τί συμβαίνει. Είδαν
τό Χαραλάμπη στήν παραλία γονατισμένο νά προσεύχεται καί νά λούζει τό κεφάλι
του φώς.
Έχω άκούσει άκόμη, ότι
πήγε στό σπίτι κάποιου χωρικού καί τού έστρωσε νά κοιμηθεί. Τό πρωί, νυχτούλια,
είδε τό Χαραλάμπη νά φεύγει χωρίς νά πατάει στό έδαφος.
Τό 1968 πέθανε ή μητέρα
μου. Μέ είδε ό Χαραλάμπης στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη μέ μαύρα ρούχα, μέ
πλησίασε καί μέ ρώτησε γιατί φορούσα μαύρα. Τού είπα ότι πέθανε ή μητέρα μου.
Μόλις τό άκουσε, μοϋ είπε: Περίμενε.
Αφού έλειψε ένα τέταρτο,
γύρισε μέ μιά άγκαλιά κεριά καί μέ άρκετά κέρματα. Μοϋ είπε νά κρατήσω τήν
ποδιά μου καί μού έρριξε μέσα τά κεριά, τά κέρματα καί βαμπάκι άπ' αύτό πού
φτιάχνουμε τά φυτίλια. Τότε μού είπε: Όλα αυτά είναι γιά τή μητέρα σου. Νά τ'
άνάβεις στόν τάφο της, διότι ήταν υπέροχος άνθρωπος, καθώς καί ό πατέρας της, ό
όποιος κράτησε Ορθοδοξία, καί τό σπίτι του ήταν σάν τού Αβραάμ.
Έγώ πήγα νά τού φιλήσω τό
χέρι, άλλά δέ μέ άφησε. Τό τράβηξε καί μοϋ είπε:
Έγώ είμαι αμαρτωλός, δέν
είμαι άξιος νά μού φιλάνε τό χέρι.
Θυμάμαι τό Πάσχα, πριν
άπό τό θάνατό του, τόν έφερε
στήν έκκλησία μέ ταξί ή
οικογένεια Ήλιόπουλου καί κοινώνησε. Τόν είδα πρώτη φορά τόσο περιποιημένο,
λουσμένο, καθαρό, μ ένα ώραίο κουστούμι κι' έλαμπε άπό εύτυχία. Μετά τό
σχόλασμα τής έκκλησίας κάποιος τού είχε δώσει ένα κόκκινο αυγό. Τό είχε
καθαρίσει καί τό κρατούσε στό χέρι του. Στό άλλο χέρι κρατούσε τό φανάρι μέ τό
Άγιο Φώς τής Άναστάσεως. Εμένα μού φαινόταν ότι δέν ήταν άνθρωπος άλλά Άγγελος.
Μόλις μέ είδε, μού είπε:
Πάρ' το αύτό τό αύγό καί
δώσ' το στό μικρό σου γιό νά τό φάει, γιατί έγώ δέν μπορώ νά φάω τίποτα.
Χριστός Ανέστη!
Μετά έφυγε μέ τήν
οικογένεια Ήλιόπουλου. Μετά άπό λίγο καιρό έμαθα ότι ήταν άρρωστος καί
άποφάσισα νά πάω νά τόν δώ χωρίς όμως νά ξέρω πού ήταν τό σπίτι πού έμενε.
Ψάχνοντας καί ρωτώντας βρήκα τό σπίτι. Είχα τόσο πολύ κουραστεί, πού έφτασα στό
δωμάτιο ταλαιπωρημένη. Μπήκα μέσα καί τόν είδα νά είναι σκεπασμένος μ' ένα
σεντόνι καί νά έχει σκεπάσει καί τό πρόσωπό του. Πλησίασα πρός τό κεφάλι του
καί τού είπα:
Πάτερ Χαράλαμπε, βγάλε τό
σεντόνι νά σέ δώ. Αύτός δέν μού άπάντησε. Τότε άρχισα νά τού λέω:
Χαραλάμπη, Χαραλάμπη,
είμαι ή έγγονή τού Βασίλη τού Αποστολάκη. Γιατί δέν ξεσκεπάζεσαι νά σέ δώ;
Όταν άκουσε αύτά,
κατάλαβε ποιά είμαι, ξεσκέπασε τό πρόσωπό του, μού χαμογέλασε καί μού είπε:
Ά, έσύ είσαι; Λοιπόν
άκουσε. Νά πηγαίνεις ν' άνάβεις τά έρημοκκλήσια τής Θούριας. Δέ λυπάμαι πού θά
φύγω. Λυπάμαι πού τά έρημοκκλήσια θά μένουν σβηστά καί πιό πολύ ή Γίαναγίτσα,
πού τήν έχουν καταντήσει γκρέκι.
Κάποιοι πού είχαν
πρόβατα, γιά νά μή βρέχονται τή νύ
χτα, τά έβαζαν μέσα στήν
έκκλησία. Γι' αυτό ό Χαραλάμπης είπε, τήν έχουν καταντήσει γκρέκι. Καί
συνέχισε: Σκύψε νά μέ άσπαστεϊς, γιατί δέ θά μέ ξαναδείς. Μή λυπάσαι πού θά
φύγω. Θά άνταμώσουμε έκεϊ, πού είναι όλα όμορφα, στόν Παράδεισο. Άντε στό καλό.
Τού φίλησα τό χέρι καί τό
μέτωπο καί τά μάτια μου έτρεχαν δάκρυα. Ό Χαραλάμπης σκέπασε πάλι τό πρόσωπό
του μέ τό σεντόνι. Εγώ τότε έφυγα καί, μέχρι νά φτάσω στή στάση τού λεωφορείου,
ούτε φοβόμουν ούτε ένιωθα κούραση. Τά πόδια μου είχαν φτερά. Αύτή ήταν ή
τελευταία φορά πού τόν είχα δεν ζωντανό.
16. ΣΤΡΑΒΗ ΘΑ ΠΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
CT Τ Στυλιανή Άλοίμονου,
71 έτών, άπό τόν Αλμυρό XX Καλαμάτας, άφηγείται:
Ξέρω τό Χαραλάμπη άπό
μικρό παιδάκι. Ερχόταν συχνά στό σπίτι μας κι' έλεγε:
Νά γυρίσουνε μέ τό
Παλαιό.
Τελικά, μέ τά κηρύγματα
πού μάς έκανε, γυρίσαμε. Στό σπίτι μας είχαμε μιά έκκλησία, τόν Άγιο Γεώργιο. Ή
έκκλησία ήταν άπό τήν έποχή τής Τουρκοκρατίας, άλλά δέν είχε καθόλου εικόνες
καί τέμπλο. Μέσα στό Ιερό ό Χαραλάμπης έβαζε μπουκάλια μέ Αγιασμό. Κάποια
βραδυά ή μητέρα μου είχε δει στόν ύπνο της έναν άντρα μ' ένα γρίβο άλογο καί
τής είπε:
Εδώ είναι τό σπίτι μου καί θέλω νά τό
φτιάξεις. Εδώ θά βάλει ό άδερφός σου, πού σκότωσε τόν άντρα σου, τόν πολυέλαιο
καί ό Θεόδωρος, ό άλλος σου άδερφός, θά βάλει τό μανουάλι. Πρέπει νά τό
φτιάξεις.
Ή μητέρα μου του απάντησε
ότι είναι χήρα καί δέν έχει χρήματα. Τό πρωΐ πού ξύπνησε ή μητέρα μου πήγε στήν
έκκλησία ν' άνάψει ένα καντηλάκι, πού έκαιγε μπροστά σέ μιά εικόνα τού Αγίου
Γεωργίου. Καί ξαφνικά βλέπει έκεϊ, πού είχε δει στόν ύπνο της ότι πρέπει ό
άδερφός της νά βάλει τόν πολυέλαιο, νά έχει σχηματιστεί Σταυρός μέ
διαμαντόπετρες καί έλαμπε. Όλοι είδαμε στό σπίτι τό Σταυρό, πού είχε
σχηματιστεί μόνος του. Εγώ τότε ήμουν έντεκα χρονών. Εκείνη τήν εβδομάδα ήρθε
καί ό Χαραλάμπης κΓ έφερε καί άλλα μπουκάλια μέ Αγιασμό. Μόλις είδε τό Σταυρό,
είπε στή μητέρα μου:
Προσέξτε νά μήν τόν
πειράξει κανείς. Εδώ θά γίνονται θαύματα.
Όταν ή μητέρα μου πήγε
στόν κουνιάδο της καί τού τό είπε, ήρθε κι' αύτός νά δεϊ. Ό κουνιάδος της τής
είπε ότι έκείνη τήν εβδομάδα περίμενε δύο άνθρώπους, πού είχαν καμίνι καί
έβγαζαν άσβέστη. Τής είπε ότι θά έδινε αύτός τό δικό του κτήμα, πού είχε πολλά
δέντρα καί τής έλεγε νά δώσει κι' αύτή τό δικό της, γιά νά κάψουν οί άνθρωποι
τό καμίνι καί νά μάς δώσουν άσβέστη. Καί τά δύο κτήματα είχαν πολλά πουρνάρια,
πού θά χρησίμευαν γιά τό κάψιμο τού καμινιού. Πράγματι ήρθαν οί καμινάδες καί
είδαν τά κτήματα μέ τά πουρνάρια. Πήγαν καί στήν έκκλησία νά δουν τό Σταυρό.
Μόλις τόν είδαν τόν θαύμασαν καί ό ένας τόν άκούμπησε μέ τή μαγκούρα του, άλλά
δέν έπεσε ούτε έφυγε. Ό άλλος έπέμενε νά δεί κοντύτερα. Γι' αύτό άνέβηκε
ψηλότερα καί πήγε ν' άκουμπήσει τό χέρι του. 'Αμέσως ό Σταυρός χάθηκε. Δέν τόν
ξαναείδαμε. Ήρθε ξανά ό Χαραλάμπης μετά άπ' αύτό πού έγινε, κι' έβαλε τίς φωνές
στή μητέρα μου:
Γιατί καταραμένη άφησες
καί πείραξαν τό Σταυρό; Στραβή θά πάς στόν άλλο κόσμο!
Πήρε τά μπουκάλια του μέ
τόν 'Αγιασμό κι' έφυγε. Δέν
ξαναήρθε ποτέ πιά.
Πήγαινε στον Αλμυρό, άλλά στό σπίτι μας δέν ερχόταν. Η μητέρα μου έφτιαξε τήν
εκκλησία. "Οταν όμως τήν τελείωσε έχασε τό φώς της. Κάποτε περνώντας άπό
τόν Αλμυρό είδε τή Βάσω τοϋ Χαραλάμπη του μαραγκού νά πλένει. Τής ζήτησε νά τοϋ
ρίξει νερό νά λουστεί. Τήν ώρα πού τού έρριχνε νερό, έπειδή τά μαλλιά του είχαν
στρίψει άπό τήν άπλυσιά καί δέν τά χτένιζε, είχαν δημιουργήσει στριφτάδες. Τότε
αύτή πήρε ένα ψαλλίδι καί τοϋ έκοψε μερικές στριφτάδες. Μόλις ό Χαραλάμπης τό
κατάλαβε, τής είπε:
Γιατί καταραμένη τό
έκανες αύτό; Θά πεθάνεις άπό συγκοπή!
Πράγματι, μετά άπό λίγες
ήμέρες πέθανε άπό συγκοπή. Άλλη φορά, θυμάμαι, πρίν γίνει τό περιστατικό μέ τό
Σταυρό στήν έκκλησία, κάποιος είπε στή μητέρα μου ότι τρεις τσοπαναρέοι έπνιξαν
τό Χαραλάμπη στόν ποταμό Πάμισο. Μετά άπό λίγες ήμέρες ήρθε ό Χαραλάμπης καί,
μόλις τόν είδε ή μητέρα μου, τοϋ είπε:
Είσαι καλά, Χαραλάμπη;
Μάθαμε ότι σ' έπνιξαν. Ναί, μ' έπνιξαν. Μέ πέταξαν μέσα στό ποτάμι, άλλά ή
Χάρις τού Θεού μέ γλύτωσε καί βγήκα στους κόκκινους άμμους.
Είχα άκούσει άπό τόν
άντρα μου ότι κάποια γυναίκα, πού τήν έλεγαν Τουρλομούσαινα, πήγαινε στήν άγορά
μ' ένα άλογο φορτωμένο κηπευτικά, νά τά πουλήσει. Περνώντας κοντά άπό τόν Άγιο
Δημήτριο τοϋ Συντάγματος είδε τό Χαραλάμπη μέ δυό φανάρια άναμμένα στά χέρια
του νά περπατάει, άλλά ψηλά, πάνω άπό τό έδαφος. Χτύπησε τό άλογο γιά νά τόν
φτάσει καί, παρ' όλο ότι τό άλογο άρχισε νά τρέχει γρήγορα, στάθηκε άδύνατο νά
φτάσει τό Χαραλάμπη. Τρόμαξε πολύ καί, όταν έφτασε στήν άγορά, βρήκε τόν άντρα
μου καί τοϋ είπε:
Είδα τό Χαραλάμπη μέ δυό
φανάρια στά χέρια νά
περπατάει ψηλά, χωρίς νά
πατάει ατό έδαφος. Όταν ό άντρας μου ήρθε στό σπίτι, μου τό είπε. Είχα άκούσει
άπό τό στόμα του ότι οι άντάρτες τόν χτύπησαν μέ τό πολυβόλο, αλλά δέν τόν
σκότωσαν.
Τόν θυμάμαι μέ μιά
λινάτσα στή μέση, ξυπόλητο, άχτένιστο, μ' ένα Σταυρό στό λαιμό του. Όταν
τελείωνε ή έκκλησία στοά Παναγουλάκη καί βγαίναμε στήν αύλή, πλησίαζε τά παιδιά
μου καί τά σταύρωνε μέ τό Σταυρό πού φορούσε στό λαιμό του.
Θυμάμαι άκόμη, ότι μάλωνε
τούς πατέρες στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, έπειδή κοινωνούσαν τήν Πόπη τή
Μπεχράκη, πού πήγαινε στήν έκκλησία νά κοινωνήσει φορώντας καπέλλο στό κεφάλι.
Οί πατέρες τή μάλωναν, άλλά αύτή εξακολουθούσε νά πηγαίνει στήν έκκλησία μέ
καπέλλο κάί όχι μέ μαντήλι, όπως φορούσαν όλες οί άλλες γυναίκες.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου