ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 8.Κατηγορούσε πολύ το Νέο Ημερολόγιο

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

8.Κατηγορούσε πολύ το Νέο Ημερολόγιο


christ

Παντελής Άγγελόπουλος, 88 έτών, άπό τή Φλεσιάδα Τριφυλλίας, κάτοικος Καλαμάτας: Θυμάμαι τό Χαραλάμπη πάντοτε ξυπόλητο, άχτένιστο, μ' ένα τσουβάλι στή μέση. Ό κόσμος τόν έλεγε «Ζουρλοχαραλάμπη».
Δέν ήταν όμως τρελλός. Ήταν πολύ έλεήμων άνθρωπος καί πάρα πολύ άθώος. Θυμάμαι ότι πήγαινε στά περιβόλια, ζητούσε σπόρους, διάφορα έποχιακά κηπευτικά καί λάδι. Όλα αύτά τά μοίραζε σέ σπίτια, πού είχαν πραγματικά άνάγκη. Κοιμόταν στά χωράφια καί πάντοτε είχε μαζί του λάδι καί άναβε τίς έκκλησίες στίς περιοχές πού περνούσε. Έλεγε παντού:
Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή μέ τό Παλαιό. Κατηγορούσε πολύ αύτούς πού άκολουθούσαν τό Νέο Ημερολόγιο.
22.       ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙΤΕ ΠΑΤΙ ΑΛΛΑΞΟΠΙΣΤΗΣΑΤΕ
'H Αλίκη Ζερβέα, 74 έτών, άπό τό Έξωχώρι τής Μάνης, άφηγεϊται:
Γνώριζα τό Χαραλάμπη άπό κοπέλλα δεκαπέντε έτών. Εκείνη τήν έποχή, κάποια ήμέρα, πήγα τρόφιμα στά μικρά μου άδέρφια καί στή μητέρα μου, πού παραθέριζαν στήν περιοχή «Δράκος» κοντά στόν Άγιο Παντελεήμονα. Κάποια στιγμή ακόυσα τόν κόσμο, πού παραθέριζε, νά φωνάζει:
Έρχεται ένας ξυπόλητος!

Τότε είδα τό Χαραλάμπη, πού ήταν νέος, πολύ όμορφος,
ξυπόλητος, αχτένιστος, μ' ένα τσουβάλι στή μέση του. Θυμάμαι ότι τό πουκάμισο καί τό παντελόνι πού φορούσε ήταν πολύ λερωμένα. Πάνω άπό τό παντελόνι φορούσε τό τσουβάλι καί στό λαιμό του φορούσε δύο Σταυρούς. Μπροστά του είχε κρεμασμένα μπουκάλια μέ Αγιασμό καί στόν ώμο του ένα παλιοσάκκουλο. Τό πρόσωπό του έλαμπε όπως λάμπει ό ήλιος, άλλά ή κακουχία έπάνω του ήταν άπερίγραπτη. Άρχισε νά μαλώνει τόν κόσμο, γιατί έτρωγαν κρέας καί δέ νήστευαν. Ήταν τότε ή νηστεία τού Δεκαπενταύγουστου μέ τό Παλαιό.
Μόλις πλησίασε τήν καλύβα μας, έδειξε έμένα καί είπε στή μάννα μου καί στ' άδέρφια μου.
Νά καί μιά άθώα ψυχή. Αυτή σοϋ κρατάει τό σπίτι σου.
Τού έδωσα νά φάει χωριάτικο παξιμάδι μέ έλιές. Όταν έφαγε, είπε:
Φυλαχτείτε, σέ τρεις ήμερες θά πάρει φωτιά τό δάσος, γιατί άμαρτήσατε.
Τήν ίδια ημέρα, πού άνέβηκα στό βουνό, έπρεπε νά κατεβώ στό χωριό στό σπίτι. "Ολοι οί παραθεριστές μου είπαν νά πάρω μαζί μου τό Χαραλάμπη. Εγώ φοβήθηκα, γιατί ήμουν κοπέλλα κι’ έκείνος νέος άνθρωπος. Κάναμε μαζί πορεία τεσσάρων μέ πέντε ώρών μέχρι νά κατεβούμε στό χωριό. Σ' όλη τή διαδρομή μέ άκολουθούσε σάν άρνάκι. Οί κουβέντες του ήταν άγιες καί μετρημένες. Έγώ φορούσα γουρνοτσάρουχα, γιατί δέν μπορούσα νά περπατήσω ξυπόλητη πάνω στις καυτερές πέτρες. Ό Χαραλάμπης πατούσε ξυπόλητος έπάνω σέ κοφτερές καί καυτερές πέτρες, σέ ξύλα καί σέ χώμα. Τόν λυπόμουν. Γύρισα καί τού είπα:
Πώ, πώ, Χαραλάμπη, θά κάηκες.
Αύτός μού άπάντησε:
Μή μού λές πώς κάηκα. Έγώ είμαι σέ μιά μεγάλη
δροσιά.
Όταν κατεβήκαμε στό χωριό, του έδωσα ψωμί καί ελιές νά φάει. Όλοι οι χωρικοί τόν δέχτηκαν μέ χαρά καί του έδωσαν λάδι, τό οποίο ό Χαραλάμπης μοίρασε στις έκκλησίες τού χωριού. Άλλη φορά, θυμάμαι, μετά άπό πολλά χρόνια, ξαναήρθε στό χωριό καί τόν φιλοξενούσε ή κυρία Σταυρούλα Φιλιππίδου.
Στό έπάνω χωριό, στά Πρίπιτσα, παράγγειλα στην κυρία Σταυρούλα νά τού πει νά έρθει καί στό σπίτι μου. Πράγματι ήρθε. Όταν μέ είδε, μέ γνώρισε κι’ εύχαριστήθηκε. Θυμόταν ότι κάποτε κατεβήκαμε μαζί άπό τό βουνό. Έμεινε στό σπίτι μου οχτώ ήμέρες. Έτρωγε ψωμάκι, βραστές πατατούλες, Τετάρτη και Παρασκευή χωρίς λάδι. Ό άντρας μου, έγώ, τά παιδιά μου καί ή πεθερά μου κοιμόμαστε μέσα στό σπίτι, ένώ ό Χαραλάμπης κοιμόταν έξω στόν κήπο, δίπλα άπό τήν πόρτα τού κήπου. Τή νύχτα άκούγαμε πού έλεγε κάτι λόγια, άλλά δέν καταλαβαίναμε τί έλεγε. Θυμάμαι μόνο τή λέξη «γάρ». Αυτές τίς ήμέρες πού έμενε στό χωριό, γύριζε όλα τά σπίτια. Τά παιδιά τόν κοιτούσαν μέ άπορία καί οί γυναίκες τού έδιναν λάδι, πού τό πήγαινε στις εκκλησίες καί στά έρημοκκλήσια τού χωριού.
Μιά μέρα τόν ρώτησα:
Χαραλάμπη, έσύ πού ξέρεις καί προφητεύεις, γιά
πές μου· μέ πειράζει ό διάβολος;
Κάθε λεπτό, άλλά σέ φοβάται, μου είπε.
Θυμάμαι άκόμη ότι μέ τούς Σταυρούς πού φορούσε, σταύρωνε τά παιδιά μου καί τά παιδιά τού χωριού.
Τόν έβλεπα στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, όταν πήγαινα νά έκκλησιαστώ. Κάποτε, πού μέ είδε στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, μού έδωσε πορτοκάλλια καί μού είπε:
Θά καταστραφείτε, γιατί άλλαξοπιστήσατε.
Όλο τό χωριό μου πήγαινε μέ τό Ορθόδοξο Εορτολόγιο
καί μετά όλοι γύρισαν μέ τό Νέο. Γι' αυτό μοϋ τό είπε αυτό ό Χαραλάμπης.
Εγώ πιστεύω ότι ό Χαραλάμπης είναι Άγιος.
23.       ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΙ ΚΡΑΤΑΙΟΙ, ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΦΟΔΡΑ ΕΠΗΡΘΗΣΑΝ (ΨαΛμός μς’ 10)
Ο ’Αναστάσιος Μπαζάνης, 57 έτών, άπό τήν Καλαμάτα, μάς είπε τά έξής:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό παιδί. Τόν έβλεπα πού έρχόταν στην έκκλησία, στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Ήταν ξυπόλητος, άχτένιστος, μ' ένα σακκί στή μέση του, Σταυρό στό λαιμό καί φανάρι στό χέρι.
Ακόυσα άπό τό θείο μου, τόν Ιωάννη Χανδρινό, πού ήταν γεωργός καί κτηνοτρόφος, ότι κάποιοι κτηνοτρόφοι τού είχαν πεϊ:
Είδαμε μπροστά ατά μάτια μας τό Χαραλάμπη νά περνάει τό ποτάμι περπατώντας ψηλά, πάνω άπό τό νερό!
Έλεγαν στό θείο μου ότι αύτό τούς έκανε μεγάλη έντύπωση καί τό συζητούσαν πολύ. 'Ακόυσα άκόμη, ότι στόν καιρό τής κατοχής ό Χαραλάμπης περνούσε άπό κάποια άγροτική περιοχή νυχτερινές ώρες. Οι Γερμανοί προσπάθησαν νά τόν σταματήσουν. Αύτός όμως προχωρούσε καί δέν έδινε σημασία στά παραγγέλματα τών Γερμανών μέ άποτέλεσμα νά τόν πυροβολήσουν κατ' έπανάληψη άπό πολύ κοντά. Δέν τόν χτύπησε καμμιά σφαίρα. Αύτό προκάλεσε θαυμασμό στούς Γερμανούς πού, άφού τόν πλησίασαν καί τόν είδαν, τόν άφησαν έλεύθερο.
Μιλούσε άραβικά γιά νά μήν καταλαβαίνουν οι άλλοι τί έλεγε καί, άν δέν ήθελε ό ίδιος, δέν μπορούσες νά τόν πλησιάσεις.
24.       ΕΙΧΕ ΚΑΤΙ ΤΟ ΑΓΙΟ
Χρίστος Άλεκρέρης, πρώην Δ/ντής Τραπέζης Ελλάδος Καλαμάτας:
Γεννήθηκα τό 1913 στή Μεσσήνη καί κατοικώ στήν Καλαμάτα. Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό τό 1938, πού ήμουν τότε είκοσιπέντε έτών, ένώ αυτός θά ήταν σαράντα. Ήταν όμορφος, μέτριου άναστήματος, μέ σγουρά καί άχτένιστα μαλλιά. Περπατούσε ξυπόλητος, μ' ένα Σταυρό καλαμένιο στό λαιμό του. Στή μέση του, πάνω άπό τό παντελόνι, ήταν ζωσμένος μ’ ένα τσουβάλι. Ήταν νηφάλιος καί σώφρων άνθρωπος καί είχε κάτι τό άγιο, κάτι τό όποιο σ' έφερνε σέ προβληματισμό. Όποτε τόν έβλεπα, σέ άραιά χρονικά διαστήματα, τόν ρωτούσα:
Ποιος είμαι;
Εκείνος μού άπαντοϋσε:
Έχεις δυό ψυχές καλές καί μιά άλλη καλή στό χωριό Καρβέλι.
Συχνά τού έδινα χρήματα. Άλλες φορές τά έπαιρνε καί άλλες όχι. Όσες φορές όμως τά πήρε, μοϋ έλεγε ότι θά τά έδινε έλεημοσύνη σέ κάποιον. Δέν κρατούσε χρήματα γιά τόν έαυτό του. Ακόμη μού έλεγε:
Αύριο είναι τής Υπαπαντής ή ή τάδε γιορτή μέ τό Παλαιό.
Σέ όποιες περιοχές περνούσε, άναβε τά έξωκκλήσια.
25.       ΤΟΝ ΒΛΕΠΑΜΕ ΓΙΑ ΑΓIO
E λένη Άλειφέρη, 65 έτών, κάτοικος Καλαμάτας:  Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό παιδάκι, ξυπόλητο, άχτένιστο, μ' ένα Σταυρό στό λαιμό του, σακκούλι οτόν ώμο καί μ' ένα φανάρι στό χέρι του. Ερχόταν στό Γ Δημοτικό Σχολείο Καλαμάτας κι έμεϊς τά παιδιά δέν τόν φοβόμαστε. Άντιθέτως, τόν βλέπαμε γιά άγιο άνθρωπο, τρέχαμε γύρω του καί μάς έλεγε χριστιανικά λόγια. Κόβαμε κλωστές άπό τό σακκούλι του. Εγώ θυμάμαι είχα κόψει μιά κλωστή άπό τό σακκούλι του καί τήν είχα βάλει μέσα σ' ένα βιβλίο μου γιά εύλογία. Πήγαινε περπατώντας κι άναβε όλα τά έξωκκλήσια. Όταν περνούσε άπό τίς γειτονιές, έλεγε:
 Αύριο είναι τού Σωτήρος μέ τό Παλαιό. Αύριο (ή μεθαύριο) είναι ή τάδε γιορτή μέ τό Παλαιό.
8. Ό Χαραλάμπης μέ τά παιδάκια. Δέν τόν φοβόντουσανάντίθετα, κόβανε κλωστές άπό τό σακκούλι του γιά εύλογία.
9. Ό Χαραλάμπης ατό μοναστήρι τού Παναγουλάκη.
26.       ΘΑ ΓΙΝΕΙ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
‘Αθανάσιος Τσάκωνας, 79 έτών, άπό τήν Καλαμάτα, μάς λέει:
Από μικρό παιδί, πού θυμάμαι τό Χαραλάμπη, ήταν έτσι, όπως ήταν μέχρι τελευταία. Δέν ήταν ντυμένος ποτέ σάν πλούσιος. Ήταν φτωχός, μέ μιά λινάτσα, ξυπόλητος καί μέ λινάτσες έδενε τά παπούτσια του καί γύριζε έτσι.
Όλες τίς νύχτες πήγαινε στά μοναστήρια, άναβε τά καντήλια καί ξενυχτοϋσε. Οί Γερμανοί τόν κυνηγούσαν, γιά νά τόν χτυπήσουν. Τόν χτυπούσαν άπό δώ κάτω, άλλά δέν μπορούσαν νά τού κάνουν τίποτα.
Οί έλεημοσύνες του είναι πολλές. Ό,τι τού έδιναν, δέν τά έπαιρνε γιά δικά του. Τά έπαιρνε γιά μιά ώρα, τήν άλλη ώρα τά μοίραζε έναγύρω στούς φτωχούς. "Αν ζητούσε καμμιά φορά 10 δραχμές, έλεγε:
Δώστε μου, νά πάω νά κάνω μιά παράκληση στό όνομα σας.
Αύτός πήγαινε πάντα μέ τό Παλαιό καί κοροΐδευε τούς Νεοημερολογίτες ότι είναι Μασσώνοι. Έτσι τούς έλεγε. Έλεγε ότι θά κηρυχτεί πόλεμος, όπως καί κηρύχτηκε, ό πόλεμος τής 'Αλβανίας. Έλεγε άκόμη ότι ό πατέρας θά σκοτώνει τό παιδί, τό παιδί τόν πατέρα καί ό άδελφός τόν άδελφό. Όλα αύτά τά είχε πεί προπολεμικώς τό 1928 μέ 1934, κάπου έκεϊ. Από τότε τόν γνώριζα, άπό μικρό παιδί καί, όπως τά είπε, έτσι καί έγιναν.
Καί έλεγε καί γιά τόν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι θά γίνει ό Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, άπό τόν οποίο δέ θά μείνει τίποτα. Καί μάς έλεγε Μασσώνους όλους, σκυλιά έλεγε τούς πλούσιους, γιατί δέν νηστεύουνε.
Δέν έχω ύπ’ όψιν μου άπό ποιό μέρος ήταν. Άλλοι λένε, ότι ήταν συγγενής μέ τόν παπαΚαίσαρη, άλλά έγώ δέν έχω ρωτήσει. Πάντως πήγαινε, έπαιρνε δένδρα, έπαιρνε άπ' αύτούς πού είχανε καί τά πήγαινε στούς φτωχούς καί τούς τά φύτευε. Καί καλοκαίρι νά ήταν, τά έβανε καί πιάνα'νε άμέσως. Όπου έβανε τό χεράκι του ήταν εύλογία.
27.       ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΟΨΑΝΕ ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΘΟΥΝ
Ο Παναγιώτης Γιαννουλέας, 78 ετών, άπό τό Έξωχώρι της Μάνης, αναφέρει τά έξης:
Από παιδάκι πού ήμουν, είχα βάλει μέ τό μυαλό μου ότι ό Χαραλάμπης ήταν ένας άγιος άνθρωπος, παρ' όλο πού στό καφενείο τόν έβριζαν. "Οταν περνούσε άπό τό χωριό, πήγαινε κι’ άναβε τά μοναστήρια. Πήγαινε στή Βαϊδενίτσα, στόν Άγιο Νικόλαο καί στό μοναστήρι τού Σαμουήλ. Κάποια ήμερα μέ έρώτησε:
Τού Σαμουήλ είναι μακρυά άπό δώ;
Είναι, τού είπα, γύρω ατά είκοσι λεπτά μέ μισή ώρα. Μέ ρωτάει:
Ποιος τό έφτιαξε;
Τού λέω:
Ή οίκογένειά μου, οί Πετρουλαϊοι. Τότε χάλασαν 80 καμίνια, γιά νά φτιάξουν τό μοναστήρι τού Σαμουήλ.
Πότε;
Τό 800 μετά Χριστόν.
Στό μοναστήρι αύτό στή μέση ήταν ή έκκλησία καί γύρωγύρω άπό τή μάντρα τά κελλιά τών καλογέρων. Ό παππούλης μου ήταν ό παπαΓιαννούλης καί πήγε νά ύποδεχτεί τόν Άγιο Πατέρα. Έκεϊ ήθελε νά πάει. Καί τήν ήμερα πού πήγε, βρήκε μέσα τό Θωμά Ευδέα μέ τό Χρίστο τόν Πριτανέα, πού προσπαθούσαν νά κόψουν δύο κυπαρίσσια, τά όποια ήταν μέσα στό ρέμα καί τά οποία ή βασίλισσα τά είχε γράψει στή φωτογραφία. Πέρασε λοιπόν ό Άγιος Πατέρας, ό Χαραλάμπης, καί τούς είπε νά μήν κόψουν τά κυπαρίσσια, γιατί αύτά ήταν καί στή φωτογραφία τής βασίλισσας. Αύτοί όμως τά έκοψαν. Σέ όσα σπίτια μπήκαν τά κομμένα κυπαρίσσια, κάηκαν, κι’
έκεϊνοι οί άνθρωποι πού τά έκοψαν, σκοτώθηκαν. Τά σπίτια πού έβαλαν πατώματα άπό τό ξύλο αύτών τών δέντρων, τά έκαψαν οί 'Ιταλοί. Ό Χαραλάμπης ήρθε στό σπίτι μου καί μού είπε:
Κόψανε τά κυπαρίσσια, κι'αυτοί πού τά κόψανε θά τιμωρηθούν.
Εγώ όμως έπιασα, τού φίλησα τό πόδι καί τού είπα: Παππούλη μου, έγώ είμαι παιδάκι έδώ πέρα είμαστε λίγοι καί δέν μπορούμε νά βρούμε νά τρώμε. Έχετε ύπομονή, μού είπε.
Έγώ όμως καί τώρα πού τόν συλλογίζομαι, τόν έχω δεϊ καί δυό φορές στόν ύπνο μου. Κλαίω μέσα μου, γιατί αύτός ό άνθρωπος δέν ύπάρχει στόν κόσμο. Υποστήριζε τή φτώχεια καί όπου πήγαινε προσκυνούσε τά μοναστήρια. Οί άνθρωποι τόν έλεγαν τρελλό. Μέ ρώτησε καί γιά τόν Άγιο Πατέρα, άν ξέρω τίποτα νά τού πώ.
Ποιόν Άγιο Πατέρα; τόν ρώτησα.
Τόν Προφήτη Ή λ ία, μού είπε.
28.       ΤΟΝ ΣΗΜΑΔΕΥΑΝ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΝΝΟ
Eύαγγελία Μπάκα, 75 έτών, άπό τήν Καλαμάτα:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη όταν ήμουν είκοσιπέντε έτών. Τόν είδα νά έρχεται άπό τόν Ταΰγετο. Ήταν ξυπόλητος, άχτένιστος, μέ μιά λινάτσα στή μέση. Θυμάμαι μού έδωσε βελόνα καί κλωστές γιά νά ράψω τά ρούχα μου, άν σκιστούν, γιατί έγώ έμενα στό χωριό καί φύλαγα τά πρόβατα.
Κάποια φορά είδα κάποιον νά σημαδεύει τό Χαραλάμπη μέ τό δίκαννο. Τού φώναξα νά τόν άφήσει νά φύγει, άλλά αύτός έπέμενε νά τόν σημαδεύει. Άργησε πολύ έκεϊ, μέ άποτέλεσμα νά κοιμηθεί στό δάσος.
29.       ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ Ο ΑΛΛΟΣ ;
Η Ευγενία Παπαδόγιαννη, 94 έτών, συγγενής έξ άγχιστίας του Χαραλάμπη, άπό τό Δυρράχι Αρκαδίας, μάς είπε:
Ό Χαραλάμπης, παιδάκι μου, ήτανε πρώτος ξάδερφος τού άντρα μου Λάμπρου Παπαδόγιαννη. Τή μάννα τού Χαραλάμπη τή λέγανε Ελένη, τόν πατέρα του δέ θυμάμαι. Δέν είχε άλλα άδέρφια. Όταν όμως πέθανε ό πατέρας του, ή μάννα του ξαναπαντρεύτηκε κι’ άπόκτησε κι άλλα παιδιά. Δέ θυμάμαι, παιδάκι μου, άν είχε πάει στό Σχολαρχείο. Ο Χαραλάμπης έλεγε τού άντρα μου νά μήν παντρευτεί καί, όταν μέ παντρεύτηκε, τόν μάλωνε. Ό άντρας μου μιά φορά ήτανε σ' ένα μαγαζί στό χωριό "Αμφεια. Μόλις τόν είδε έτσι, όπως ήτανε κουρελιάρης καί ρυπαρός, άρπαξε μιά τριχιά νά τόν δέσει γιά νά τού άλλάξει ρούχα καί νά τόν ντύσει μέ καλά. Αύτός όμως έβαλε τίς φωνές. Τότε ήρθαν κι' άλλοι καί δέν άφησαν τόν άντρα μου νά τόν δέσει.
Τόν συνάντησα μετά τό θάνατο τού άντρα μου στήν Καλαμάτα καί τόν ρώτησα:
Πού είναι τώρα ό άλλος;
Ό Χαραλάμπης έβαλε τά κλάματα κι’ έκλαιγε γιά τό Λάμπρο. Θυμάμαι, μού έδωσε τότε καί λιβάνι νά τό δώσω σέ μιά συγγενή του, στό χωριό. Άκουγα ότι τού δίνανε ρούχα νά φορέσει κι' έκεϊνος τά έδινε άλλου.
Δέ θυμάμαι τίποτα άλλο, παιδάκι μου.




Πρώτη δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής Παναγουλάκη, Καλαμάτα.

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 http://www.alavastron.net/



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |