Έχω άκούσει ότι άπό τό
1924 ό Χαραλάμπης άρχισε τή ζωή τού ερημίτη, όταν δηλαδή γύρισε τό 'Ημερολόγιο
καί μετά. Ό Χαραλάμπης ήταν συγγενής τού πατέρα μου. Ή γιαγιά μου ήταν τό γένος
Ρούμπου καί καταγόταν άπό τό Νιοχώρι Αρκαδίας, ένώ ό Χαραλάμπης άπό τό Δυρράχι
Αρκαδίας. Ερχόταν συχνά στό σπίτι μας μέ τά μαλλιά του άπλυτα καί άχτένιστα καί
μ' ένα σακκί στή μέση του. Πολλές φορές έτρωγε καί συζητούσε μέ τόν πατέρα μου.
Κάποιες φορές τού έρριχνα νερό νά λουστεί καί θυμάμαι κάποτε, πού τού έρριχνα
νερό, τού είπα:
Νά, πού μέ άξίωσε ό Θεός
νά λούσω έναν προφήτη. Αύτός μού άπάντησε:
Το έχεις καταλάβει;
Τού έδωσα καινούργια,
καθαρή πετσέτα νά σκουπιστεί καί μού είπε:
Σ' έμένα, τό κτήνος, θά
τό δώσεις αύτό;
Δέν ήθελε νά φορέσει,
ούτε νά σκουπιστεί μέ καινούργιο ρούχο. Ταπείνωνε πολύ τόν εαυτό του.
Κάποιο Πάσχα τόν είχε
καλέσει στό σπίτι του κάποιος μέ τό έπώνυμο Δημητρακόπουλος. Τό παρατσούκλι του
ήταν Καραχάλιος. Αφού έκαναν ‘Ανάσταση, ό Δημητρακόπουλος ή Καραχάλιος τού
έλεγε νά καθήσει κι’ άλλες ήμέρες. Τότε ό Χαραλάμπης τού είπε:
Θά φύγω, δέν πρέπει νά
μείνω. Αλλά θά φύγω στίς δύο τή νύχτα. Σήκω νά μέ δεις.
Πράγματι ό
Δημητρακόπουλος σηκώθηκε, καί τόν είδε νά φεύγει... χωρίς νά πατάει στό έδαφος.
Περπατούσε στόν άέρα!
Μιά Κυριακή μετά τή
Λειτουργία, έξω στήν αύλή τής
λένη Πράστου, 58 έτών,
κάτοικος Καλαμάτας:
έκκλησίας, μέ πλησίασε
καί μου είπε:
Βράσε μου ρύζι μέ
ντομάτα, άλλά νά μή βάλεις λάδι. Του είπα:
Σίγουρα θά έρθεις;
Ναί, στή μία θά είμαι έκεί,
μοϋ είπε.
Τό φαγητό του ήταν τσάι
καί ρύζι. Πήγα στό σπίτι μου κι' άρχισα νά μαγειρεύω. Έρριξα περισσότερο ρύζι,
γιά νά βγει περισσότερο φαγητό. Μόλις είπα τής άδερφής μου ότι ό Χαραλάμπης μού
είπε νά μήν τού ρίξω λάδι, μού είπε:
Τό μουρλό, ρίχτου λάδι.
Σήμερα είναι Κυριακή. Τρώνε καί λάδι καί κρέας, απ' όλα τρώνε.
Εγώ όμως τού έτοίμασα γιά
φαγητό δύο πιάτα, ένα μεγάλο κι' ένα μικρό, χωρίς νά τού ρίξω λάδι. Όταν ήρθε,
έκανε τό σταυρό του, κάθισε στό τραπέζι καί μοϋ είπε: "Ας γίνει συχώριο.
Μέ ρώτησε:
Μήπως έβαλες λάδι στό
φαγητό;
Εγώ τού είπα:
Όχι, Χαραλάμπη.
Αμέσως μοϋ είπε:
Ξέρεις γιατί σ' τό λέω;
Γιατί ή άδελφή σου σοϋ είπε νά ρίξεις λάδι καί μέ είπε μουρλό!
Κάποιο βαρύ χειμώνα ό
Χαραλάμπης ήταν στό σπίτι τού κουμπάρου μας τού Βλαχογιώργη καί καθόταν δίπλα
στό τζάκι. Κάποια στιγμή πήγα μαζί μέ τήν κουμπάρα μας νά τού στρώσουμε νά
κοιμηθεί. Μόλις είδα τά κουρελιασμένα λιόπανα πού θά κοιμόταν, τόν λυπήθηκα
τόσο πολύ, πού ή καρδιά μου άρχισε νά χτυπά μέ ταραχή. Είπα μέσα μου:
Τό κακόμοιρο...
Αμέσως κατάλαβε τό πώς
αισθανόμουν καί τό λογισμό πού είχα καί μοϋ είπε:
Έτσι ζούσαν oi προφήτες
κι' όλοι ο'ι Άγιοι.
Ό διευθυντής του
Σανατορίου στόν Προφήτη Ήλία ήξερε Γαλλικά. Κάποια μέρα βλέποντας τό Χαραλάμπη
άρχισε νά του μιλάει στά Γαλλικά. Αμέσως ό Χαραλάμπης άρχισε νά τού μιλάει κι
αυτός στά Γαλλικά! Μόλις τόν άκουσε ό διευθυντής, τά έχασε καί ταράχτηκε πολύ.
Κάποια φορά είχε κυκλοφορήσει μιά φήμη, ότι ό Χαραλάμπης πέθανε. Ήταν Μεγάλη
Σαρακοστή. Οί φήμες έλεγαν ότι πέθανε στόν Άγιο Χαράλαμπο καί βρωμούσε. Εγώ τό
άκουσα, άλλά δέν πίστεψα τίποτα. Δέν πέρασε πολύς καιρός καί είδα τό Χαραλάμπη.
Τού είπα: Χαραλάμπη, καλά είσαι;
Μοϋ είπε:
Καλά είμαι. Όλοι είπαν
ότι πέθανα, μόνο έσύ δέν τό πίστεψες.
Όταν τόν είδε ό πάτερ
Χριστόφορος, τού είπε:
Χαραλάμπη, πού ήσουν; Έγώ
σέ μνημόνευα γιά πεθαμένο.
Καλύτερα, είπε μέ
ταπείνωση.
Κάποιος Έλληνας
Καλαματιανός, πού κατοικούσε στήν Αμερική, έδωσε σέ κάποιον Ιωάννη Χανδρινό
καινούργια καί άκριβά παπούτσια, γιά νά τά δώσει στό Χαραλάμπη. Αύτός σκέφτηκε
ότι ό Χαραλάμπης δέν θά τά φορούσε, καί πήγε καί τού άγόρασε άλλα, πιό φθηνά,
άπό τήν Καλαμάτα. Μιά μέρα βρίσκει τό Χαραλάμπη καί τού είπε: Χαραλάμττη, έχω
νά σοΰ δώσω κάτι παπούτσια. Τά έστειλε ό τάδε άπό τήν Αμερική.
Τότε τού είπε:
Θέλω τά παπούτσια άπό τήν
'Αμερική, όχι αυτά πού άγόρασες άπό τήν Καλαμάτα!
Όταν είχε άρρωστήσει ό
άείμνηστος Σεβασμιώτατος Χρυσόστομος Πουλουπάτης, πήγε νά τόν δεϊ καί ό
άρχιμανδρίτης Ίωήλ Γιαννακόπουλος, ό όποιος είχε έξωμόσει
«Έτσι ζούσαν οϊ προφήτες
κι' όλοι οί Άγιοι.»
καί γυρίσει μέ τό Νέο
Ημερολόγιο. Δίπλα στό κρεββάτι του Σεβασμιωτάτου ήταν ό πάτερ Αντώνιος καί ό
Χαραλάμπης. Μόλις ό πάτερ 'Αντώνιος είδε τόν Ίωήλ, είπε: Τό αίμα νερό δέ
γίνεται...
Ό Χαραλάμπης είπε στόν
Ίωήλ:
Αυτός (γιά τό
Σεβασμιώτατο) κάθησε έδώ, ένώ έσύ είσαι άρνητής τού Χριστού!
Όταν ένας άπό τ' άδέλφια
μου, ό Ήλίας, έφυγε γιά στρατιώτης, ό Χαραλάμπης ήρθε στό σπίτι μας καί μου
είπε: Πάμε μέσα ν' άνάψουμε τό καντήλι τού σπιτιού, γιά νά πάει φώς στό
στρατιώτη.
Πράγματι, άναψε ό ίδιος
τό καντήλι μέ τό δικό του λάδι καί μου είπε:
Θά περάσει καλά στό
στρατό καί θά βρει ένα συγγενή σας μέ κορώνα.
Ο άδερφός μου
παρουσιάστηκε στήν Καλαμάτα καί μόνο αυτός πήρε άπόσπαση γιά τήν Αθήνα. Στή
Μονάδα πού πήγε, βρήκε δεύτερο έξάδερφο τής μητέρας μου, συγγενή μας
άξιωματικό, όνόματι Χριστόφορο Βαλσαμάκη. Καί πράγματι, όπως είχε πεί ό
Χαραλάμπης, πέρασε πολύ καλά.
Ένας οδηγός, όνόματι
Μαλαβάζος, έλεγε ότι έρχόταν στήν Καλαμάτα μέ τό λεωφορείο τού ΚΤΕΛ, πού
έργαζόταν καί είπε στόν είσπράκτορα:
Φώναξε τό Χαραλάμπη νά
έρθει μέσα, γιατί θά γίνει μούσκεμα άπό τή βροχή.
Όταν ό Χαραλάμπης άνέβηκε
στό λεωφορείο, όλοι είδαν μέ έκπληξη ότι δέν είχε βραχεί καθόλου!
Στό σπίτι μου έχω μιά
εικόνα χάρτινη, τή Σταύρωση τού Χριστού, τήν όποια ή μητέρα μου είχε άγοράσει
άπό κάποιον πλανόδιο, ό όποιος έλεγε ότι οϊ εικόνες πού πουλούσε ήταν άπό τό
"Αγιον Όρος. Μιά μέρα, πού ό Χαραλάμπης ήρθε στό σπίτι μας, είδε μιά
εικόνα άπ' αυτές καί μου είπε:
Αυτή ή εικόνα πρέπει νά
είναι σέ έκκλησία, γιατί έχει έρθει άπό άγιο μέρος.
Στήν κατοχή ό Χαραλάμπης
έρχόταν άπό τόν ΤαΟγετο. Οί χωροφύλακες έβλεπαν κάποιο φώς καί έτρεξαν νά δουν
ποιος είναι αυτός μέ τό φώς, διότι ήταν διαταγή νά μή φαίνεται πουθενά φώς.
Όταν πλησίασαν, δέν είδαν φώς, άλλά μόνο τό Χαραλάμπη.
Έρχόταν καί μοϋ έδινε νά
μνημονεύω τά όνόματα Καλλιόπη καί τή μητέρα του 'Ελένη. Στήν έκκλησία τού
Παναγουλάκη, πού πήγαινε, κάποιοι δέν τόν σέβονταν καί τόν έλεγαν μουρλό. Δέ
φορούσε ποτέ του παπούτσια· φόρεσε μόνο τά τελευταία χρόνια τής ζωής του.
Κάποια έξαδέρφη του, πού έμενε κοντά στό έλαιοτριβείο τού παπαΚαίσαρη, μοϋ είχε
πεί ότι άπό τήν οίκογένειά τους είχαν βγει έφτά παππάδες. Κάποια μέρα καθόταν
έξω άπό τό σπίτι μας. Μόλις είδε τόν άδερφό μου Κωνσταντίνο νά έρχεται, τού
είπε:
Γιατί έργάζεσαι ατούς
Μασσώνους; Νά φύγεις άπό 'κεί.
Εκείνη τήν ήμέρα ό
άδερφός μου είχε πάει, κατά διαταγή τού άφεντικού του, νά φτιάξει τά φώτα στή
στοά τών Μασσώνων τής Καλαμάτας. Ό άδερφός μου, πού μάθαινε ήλεκτρολόγος, είδε
στήν αίθουσα πού μπήκε, άνθρώπινο σκελετό καί πάνω στό τραπέζι τά όνόματα τών
Μασσώνων. Ό άδερφός μου άναρωτιόταν πού ήξερε ό Χαραλάμπης ότι έργάστηκε στούς
Μασσώνους.
Καιρό πριν πεθάνει, μοϋ
έδωσε τό Σταυρό πού φορούσε καί μοϋ είπε:
Σού δίνω τό Σταυρό μου νά
μέ θυμάσαι καί νά ξέρεις, τό κακό θά έρθει άπό τό Ισραήλ.
5. Θα γίνει πόλεμος ο Θεός μας εγκατέλειψε
Καλλιόπη Στραβόλεμου, 62
ετών, κάτοικος Καλαμάτας:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη όταν
ήρθα στήν Καλαμάτα, τό 1938. Τότε ήμουν δώδεκα χρονών. Αυτός έρχόταν στή θεία
μου Ελένη Λιναρδάκη, πού άκολουθοϋσε τό Παλαιό Εορτολόγιο. Τόν θυμάμαι νέο μέ
τά μαλλιά του άχτένιστα. Φορούσε παντελόνι μέ μιά λινάτσα στή μέση, είχε ένα
ξύλινο Σταυρό στό χέρι ή τόν κρεμούσε στό λαιμό του, καί στό σακκουλάκι του
είχε λάδι γιά τά έρημοκκλήσια. Εκείνο όμως πού μέ εντυπώσιαζε περισσότερο καί
έχει τυπωθεί στή μνήμη μου ήταν τά μάτια του. Είχαν μιά μεγαλοπρέπεια, ένέπνεαν
ένα φόβο καί μιά αύστηρότητα. Στό διάστημα 193840 τόν έβλεπα στήν έκκλησία, στό
μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Έρχόταν συχνά στό περιβόλι τής θείας μου. Κάποτε,
θυμάμαι, ήρθε καί μάς βρήκε πολλές 'Ορθόδοξες μαζεμένες, πού συζητούσαμε. Όταν
μάς είδε, άρχισε νά λέει:
Θά γίνει πόλεμος, θά
γίνει καταστροφή. Θά σάς έγκαταλείψω γενεά άπιστη.
Εμείς γελάσαμε καί τού
είπαμε:
Χαραλάμπη, σταμάτα έσύ
τόν πόλεμο.
Αύτός άπάντησε:
Τόν σταμάτησα τόσες
φορές. Τώρα θά σάς έγκαταλείψω.
Θυμάμαι, άλλη φορά,
παραμονές τού πολέμου 1940, ήμέρα Κυριακή, ήμουν στήν έκκλησία μέ τή θεία μου.
Όταν τελείωσε ή Λειτουργία, ήμουν μέ άλλες κοπέλλες κάτω άπό τόν πολυέλαιο.
Δίπλα μας ήρθε ό Χαραλάμπης κΓ άρχισε νά λέει:
Ιδού γάρ καί λέγομεν καί λέγομεν, έρχεται ό
πόλεμος. Τόσες φορές σταμάτησα τόν πόλεμο, τώρα ό Θεός μάς έγκατέλειψε.
Όταν κηρύχτηκε πόλεμος,
θυμηθήκαμε τά λόγια τού Χαραλάμπη, πού είχαν βγεί αληθινά.
Στό διάστημα τού πολέμου
ό Χαραλάμπης χάθηκε. Ούτε στό μοναστήρι πήγαινε, ούτε στό περιβόλι τής θείας
μου. Άν θυμάμαι καλά, τό Πάσχα τού 1941 ή 1942 ήλθε στό περιβόλι καί ζήτησε
κάτι. Γύριζε τά σπίτια, τά μαγαζιά, τά περιβόλια κι' έλεγε:
Δώσε μου μία ντομάτα ή
ένα άγγούρι ή κάτι άλλο. Ζητούσε κάτι πού ήξερε ότι είχες, άλλά μόνο ένα
ζητούσε. Αφού τού τό έδινες, έβγαζε άπό τό σακκούλι του καί σού έδινε ένα
κρεμμύδι, μιά πατάτα, κάτι άπό αύτά πού είχε. Θυμάμαι έλεγε:
Δώσε μου ένα μπουκάλι
γάλα νά τό πάω σ' έκείνο τό χτικιάρη (κάποιον πού είχε φυματίωση ή άλλη σοβαρή
άρρώστια).
Όλα όσα μάζευε, τά έκανε
έλεημοσύνη. Δέν κρατούσε τίποτα γιά τόν έαυτό του. Η θεία μου τόν έκτιμούσε
πολύ καί άνοιγε ή καρδιά της όταν ό Χαραλάμπης έρχόταν στό σπίτι. Άν είχε πολύ
καιρό νά έρθει στό σπίτι, θυμάμαι τή θεία μου πού έλεγε:
Νά έρθει ό Χαραλάμπης, νά
πάνε όλα καλά στό σπίτι μας.
'Ακόυσα άπό τό στόμα τού
χωροφύλακα Λεωνίδα Κατραμάνου, ότι κάποτε βγήκε περιπολία πρός τόν Αλμυρό μέ
άλλους συναδέλφους του. Ό Χαραλάμπης περπατούσε καί νύχτα καί ήμέρα, άλλά πιό
πολύ τή νύχτα. Όταν πέρασε μπροστά άπό τόν Κατραμάνο καί τούς χωροφύλακες, ό
Κατραμάνος τόν χαιρέτησε:
Γειά σου, Χαραλάμπη.
Γυρίζοντας όμως τό βλέμμα
του πίσω νά τόν ξαναδεϊ σέ
δευτερόλεπτα τόν είδε πολύ μακρυά.
Περπατούσε πάνω
άπό τό έδαφος καί τά
πόδια του δέν πατούσαν κάτω. Όταν έφυγαν οί Γερμανοί άπό τήν Ελλάδα, άρχισαν τή
δράση τους οί άντάρτες. Δύο ή τρεις φορές χτύπησαν τό Τμήμα τής Χωροφυλακής στά
Γιαννιτσάνικα. Τό κράτος είχε έπιστρατεύσει παιδιά τής περιοχής γιά φρούρηση.
Άπό τή γειτονιά μας είχαν επιστρατεύσει ένα παιδί πού τό έλεγαν Δημήτρη
Κοσσυφολόγο. Ένα βράδυ, ένώ φύλαγε σκοπός μαζί μέ άλλους, είδαν έναν άνθρωπο μ'
ένα φαναράκι νά πηγαίνει πρός τό μέρος τους. Τού φώναξαν «’Αλτ», άλλά αύτός
προχωρούσε καί δέ μιλούσε καθόλου. "Ωσπου, στό τέλος, τού έρριξαν κατά
ριπάς καί άκουσαν τό Χαραλάμπη νά λέει:
Πρώτη δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
© Πρώτη Έκδοσις 1993 Δευτέρα "Εκδοσις 1994 Τρίτη
Εκδοσις 1998
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου