Ο πρώην Δήμαρχος
Καλαμάτας (1964-1972) Κωνσταντίνος Κουτουμάνος, 60 έτών, κάτοικος Καλαμάτας, μάς
είπε:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό παιδάκι. Ερχόταν στό κτήμα μας στήν Καλαμάτα, γιατί γνώριζε τή μητέρα
μου, τής όποιας ή καταγωγή ήταν άπό τό Δυρράχιο Αρκαδίας. Όταν τόν βλέπαμε, τ'
άδέρφια μου καί τά γειτονόπουλα, φώναζαμε:
Ό Χαραλάμπης, ό
Χαραλάμπης! καί τρέχαμε κοντά του.
Έχει τυπωθεί άνεξίτηλα
στή μνήμη μου ή έμφάνισή του: Ήταν ξυπόλητος, άχτένιστος, μ' ένα σακκί στή μέση
του. Στό λαιμό του φορούσε Σταυρό, στό χέρι του είχε ένα φανάρι καί στόν ώμο
του ένα σακκούλι. Ή έμφάνισή του μάς προκαλούσε δέος, καί μάς έλεγε πάντοτε
χριστιανικά λόγια. Όταν έρχόταν στό σπίτι μας, ή μητέρα μου τού έδινε φαγητό
καί άκουγα, πού τής έλεγε:
Μωρή, μήν έχεις κάτι νά
μού δώσεις νά πάω σ' αυτόν τό χτικιάρη;
Ή μητέρα μου τού έδινε
ό,τι είχε καί έφευγε. Όταν πέθανε, μέ ειδοποίησαν τήν τελευταία στιγμή καί πήγα
στήν κηδεία του. Τήν έποχή πού ζούσε, ό κόσμος έλεγε ότι τάχα είχε πάθει άπό
έρωτική άπογοήτευση.
37. ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΣΠΟΡΑ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΘΕΡΙΣΜΟΣ
ΟΔημήτριος Κουκούτσης, 80
έτών, άπό τά Πηγάδια Λακωνίας, κάτοικος Καλαμάτας, έξιστορεί: Γνώριζα τό
Χαραλάμπη άπό μικρό παιδάκι. Ήταν πάντοτε ξυπόλητος, άχτένιστος, κακοντυμένος,
μέ τά μαλλιά του γεμάτα κολλητσίδες. Στό λαιμό του φορούσε Σταυρό καί στό χέρι
του κρατούσε ένα φανάρι, πάντοτε άναμμένο. Στόν ο’ιμο του είχε ένα σακκούλι καί
μέσα έβαζε διάφορα πράγματα, πού τού έδιναν.
Θυμάμαι, όταν ήμουν
παιδί, ό πατέρας μου, ό παππούς μου καί οί γέροντες, μόλις τόν έβλεπαν νά
έρχεται, έλεγαν:
Έρχεται ό Άγιος Πατέρας.
Όλοι τόν σεβόντουσαν
πολύ.
Όταν έρχόταν στό σπίτι
μας, τόύ δίναμε ό,τι είχαμε στό φτωχικό μας κΓ έτρωγε. Μάς ζητούσε ψωμί, λάδι
καί ό,τι άλλο έποχιακό είχαμε. Τά έβαζε μέσα στό σακκούλι του καί τά έδινε έκεί
πού είχαν άνάγκη, σέ φτωχούς, σέ ορφανά ή σέ άρρώστους.
Θυμάμαι, μού έλεγε:
Στό σπίτι σου βλέπω
ευλογία. Θά αυξηθούν τά πλούτη σου.
Αυτό τό έλεγε, γιατί όλοι
στην οίκογένειά μας είμαστε άγαπημένοι.
Κάποια φορά μαζί μέ τή
γυναίκα μου, Αγλαΐα, σπέρναμε σιτάρι. Ό Χαραλάμπης ήρθε στό χωράφι καί μάς
είπε: Δώστε μου τό σποροσάκκουλο νά σπείρω έγώ, νά είναι ευλογημένο.
Ό Χαραλάμπης έσπειρε καί
πράγματι τό σιτάρι έκείνη τή χρονιά ήταν πολύ ώραίο. Αέγαμε μέ πίστη ότι είναι
καλό, γιατί ό Χαραλάμπης τό ευλόγησε. Πήγαινε στά σπίτια κΐ έλεγε:
Δώστε μου λίγο λάδι ν'
ανάψω τά έξωκκλήσια. Κοιμόταν σέ βουνά, σέ καλύβια, σέ αχούρια καί ποτέ δέν τόν
είδα νά φοράει παπούτσια. Δέν είχε τή φήμη άνθρώπου μέ αμαρτίες. Άντιθέτως ήταν
άγιος άνθρωπος. Μιλούσε μέ πολλή λογική καί σοφία κι’ έλεγε σπουδαία
χριστιανικά λόγια. Μάς έλεγε:
Νά πηγαίνουνε μέ τό
Παλαιό, τό Ορθόδοξο Εορτολόγιο, όχι μέ τούς Μασσώνους.
Κάποιες φορές πού μάς
βρήκε νά τρώμε κρέας, μάς είπε: Μήν τρώτε κρέας, μήν πηγαίνουνε μέ τούς
μασσώνους. Είναι άκόμη Σαρακοστή. Μετά άπό τόσες ημέρες είναι τής Παναγίας. Εγώ
δέν είμαι μασσώνος. Φέρτε μου νά φάω έλιές καί ψωμί.
Τού δίναμε έλιές καί ψωμί
κΓ έτρωγε. Μέ άέρα, μέ ζέστη, μέ χιόνι, μέ βροχή, περπατούσε χωρίς νά έχει
κανένα πρόβλημα. Στήν κατοχή μάς έλεγε:
Μέ βαράνε οί Γερμανοί,
άλλά οί σφαίρες γίνονται πλάκα έπάνω μου.
Θυμάμαι κάποτε ότι τά
μαλλιά του ήταν γεμάτα άγκάθια. Κάποιοι πού τόν είδαν, τόν λυπήθηκαν καί ήθελαν
νά τού τά βγάλουν, άλλά αύτός έλεγε:
Όχι, όχι, άφήστε τα έπάνω
μου.
Κάποτε είχε σταματήσει σέ
μιά μυρμηγκοφωλιά, κοίταζε τά μυρμήγκια κι' έλεγε:
Τά κακομοίρα τά
μυρμηγκάκια! Νά τούς ρίξω λίγο ψωμάκι νά φάνε.
Κι' έρριχνε άπό τό
σακκούλι του ψίχουλα ατά μυρμήγκια. Ένα βράδυ ό Χαραλάμπης πήγε νά κοιμηθεί
στόν άχυρώνα τού Παναγιώτη Πουλέα ή Μπανάκου. 'Αργά τό βράδυ ή γυναίκα τού
Παναγιώτη πήγε νά πάρει άχυρο άπό τόν άχυρώνα, νά τό ρίξει στά βόδια. Ή
γυναίκα, μή γνωρίζοντας ότι μέσα στόν άχυρώνα κοιμόταν ό Χαρα
λάμπης, έβαλε τά χέρια
της καί έπιασε τά πόδια του. Τότε φοβήθηκε, έβαλε τίς φωνές καί φώναξε τόν
άντρα της. Όταν ήρθε ό άντρας της, έδιωξε τόν κακομοίρη τή νύχτα.
Στην περιοχή μας ήταν ένα
καλό κορίτσι, πού τό έλεγαν Άννα. Μιά μέρα ήρθε ό Χαραλάμπης καί μοϋ είπε:
Καλό κορίτσι ή Άννα. Μ'
έλουσε χτές. Πρέπει νά τό παντρέψουμε. Πρέπει νά πάρει καλόν άντρα, όχι σεμ
προύμ ξεσεμ προύμ.
Όσες φορές ή Άννα τόν
έλουζε, τού έλεγε μέ πολλή αγνότητα καί άγάπη:
Νά σέ φιλήσω Χαραλάμπη;
Ό Χαραλάμπης τής έλεγε:
Όπως θέλεις, Άννα μου,
όπως θέλεις.
Κάποια φορά θυμάμαι,
ήμουν σ' ένα καφενείο στήν Καλαμάτα καί πέρασε ό Χαραλάμπης. Κάποιος τόν
φώναξε: Χαραλάμπη, έλα νά σέ κεράσω.
Ό Χαραλάμπης τόν
πλησίασε, κάθησε στήν καρέκλα κΓ έβαλε πάνω στό τραπέζι τό σακκούλι του. Εγώ
ήμουν στό διπλανό τραπέζι κι' άκουσα, πού ρώτησε ό Χαραλάμπης:
Πώς πάει αυτό πού
φτιάξαμε κάποτε;
Μιά χαρά, μιά χαρά, λέει
ό άλλος.
Δέ σού είπα ότι, όταν θά
τό ευλογήσω, θά γίνει θησαυρός; είπε ό Χαραλάμπης.
"Ηπιε τή γκαζόζα πού
τόν κέρασε ό γνωστός του, άφοϋ πρώτα, άνοίγοντάς την, έχυσε πολλή έπάνω του.
38. ΧΤΥΠΟΥΣΕ ΤΑ... ΑΟΡΑΤΑ !
Μαρία Γιαννακοπούλου, 53
ετών, άπό τήν Πελεκανάδα Μεσσηνίας:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
κοπέλλα. Ερχόταν στό χωριό μου ντυμένος μέ παλιόρρουχα, μέ μιά λινάτσα στή μέση
καί μέ τά μαλλιά του άλουστα καί άχτένιστα. Διακόνευε στά σπίτια του χωριού καί
ό,τι τού έδιναν, τά έβαζε σ' ένα σακκούλι πού είχε στόν ώμο του. Τόν είχα
ακούσει νά λέει κάτι μόνος του, αλλά δέν καταλάβαινα τί έλεγε.
Κάποτε φύλαγα τά πρόβατα
κοντά στό έξωκκλήσι τού χωριού μας Άγιος Αθανάσιος. Τότε είδα τό Χαραλάμπη.
Είχε κόψει σφερδούκλια καί χτυπούσε δεξιάάριστερά γιά νά βάλει κάτι μέσα στήν
έκκλησία. Εγώ πάντως δέν έβλεπα τίποτε άλλο. Έβαλε μέσα τά άόρατα πού χτυπούσε,
μπήκε κι' αυτός καί σέ λίγο ξαναβγήκε.
Έχω άκούσει ότι, όταν
έβρεχε, ό Χαραλάμπης δέν βρεχόταν. Τόν είχαν δει άνθρωποι χωρίς σταγόνα βροχής
έπάνω του. Ξέρω ότι κοιμόταν σέ έξωκκλήσια καί σέ έρημιές. Στό χωριό μου τόν
έλεγαν ό Ζουρλοχαραλάμπης ή ό Χαραλάμπης ό κολλητσιδάς, έπειδή τά μαλλιά του
ήταν γεμάτα κολλητσίδες.
39. Η ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΗ ΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
ΟΔημήτριος Άλεβίζος, 43
έτών, άπό τήν Καλαμάτα, λέει γιά τό Χαραλάμπη:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό παιδάκι. Ήταν σοβαρός, δέ γελούσε καθόλου, τά λόγια του ήταν μετρημένα κΓ
έλεγε χριστιανικά λόγια. Τό ντύσιμό του ήταν μια λινάτσα στή μέση, ένα σακκί
στήν πλάτη, στό οποίο έβαζε διάφορα τρόφιμα, ένα μπουγελάκι, πού έβαζε τό λάδι
πού διακόνευε, καί συνάμα ήταν ξυπόλητος χειμώνακαλοκαίρι.
Γύριζε άπό χωριό σέ χωριό
καί δίδασκε τόν κόσμο νά πηγαίνει στό δρόμο τού Θεού. Ο Χαραλάμπης ήταν πολύ
έλεήμων. Ήξερε σέ κάθε χωριό, πού πήγαινε, ποιό σπίτι είχε άνάγκη. Διακόνευε
στίς πλούσιες οικογένειες καί βοηθούσε τίς φτωχές. Δέν είχε συγκεκριμένο μέρος
νά μένει. Συνήθως κοιμόταν στά έξωκκλήσια καί σέ σπηλιές πρός τούς Αγίους
Αναργύρους καί στόν παλαιό Άγιο Γεώργιο. Δέν ήξερε κανένας πόσο χρόνων ήταν.
Όταν τόν ρωτούσαν:
Χαραλάμπη, πόσο χρονών
είσαι; τούς έλεγε:
Νά μετανοήσετε, γιατί σάς
περιμένουνε πολλά δεινά. Μιά φορά τόν συνάντησα στό έκκλησάκι, στόν παλαιό Άγιο
Γεώργιο, ξαπλωμένο κάτω στό χώμα καί σταμάτησα τή μηχανή, νά ίδώ μήπως έπαθε
τίποτα. Μόλις πήγα κοντά του, τού είπα:
Χαραλάμπη, τί κάνεις;
Μού είπε:
"Οταν θ' άνάβεις τά
καντήλια, νά βάζεις καλούς
λογισμούς στό μυαλό σου,
όχι κακούς.
Τότε ή ώρα ήταν δέκα τό
πρωΐ. Αναρωτιόμουν πώς ήξερε ό Χαραλάμπης τούς λογισμούς μου τήν ώρα πού άναβα
τά καντήλια. Άρα ήταν φωτισμένος άπό τό Θεό.
Τό 1965 μέ '66 πήγαινα
στόν Άγιο Χαράλαμπο μέ μιά παρέα περίπου τά δέκα άτομα. Τό έκκλησάκι Άγιος
Χαράλαμπος είναι βόρεια τής Καλαμάτας, μέσα σέ μιά σπηλιά τού βράχου. Στό
σχολείο τού Μπενάκη συναντήσαμε τό Χαραλαμπη στό δρόμο. Τόν προσπεράσαμε καί
βαδίζαμε πρός τόν Άγιο Χαράλαμπο. Ό δρόμος
ΙΟΙ
12. «Νά μετανοήσετε,
γιατί σάς περιμένουνε πολλά δεινά.»
πρός τό έκκλησάκι ήταν
ένας καί στή διαδρομή δέν συναντήσαμε κανένα αύτοκίνητο. Ενώ άφήσαμε τό
Χαραλάμπη πίσω μας, όταν φτάσαμε, τόν βρήκαμε άπ' έξω άπό τό έκκλησάκι. Αυτό
μάς έκανε μεγάλη έντύπωση καί τό συζητούσαμε μεταξύ μας.
Τήν έποχή τής κατοχής,
πού ήταν οι Γερμανοί στήν Ελλάδα, ό Χαραλάμπης περπατούσε ένα βράδυ μέ τό
φαναράκι του άναμμένο στό χέρι. Οι Γ ερμανοί τόν πυροβόλησαν, άλλά δέν τόν πήρε
καμμία σφαίρα. Ό ίδιος έλεγε σέ όσους τόν ρωτούσαν, ότι οι σφαίρες ήταν
φλούδια. Αύτό τό ακόυσα πολύ άργότερα μετά άπό τήν κατοχή. Όταν κατάπεσε, τόν
πήρε σέ μιά καλύβα ό Αθανάσιος Δημητρακόπουλος ή Καραχάλιος. Εκεί τόν πρόσεχε
εντατικά ό Ιωάννης Άνδρικόπουλος καί οι άλλοι γέροντες. Ένα βράδυ, θυμάμαι, ό
Χαραλάμπης κοιμόταν καί μαζί μέ τόν Άνδρικόπουλο καθόμαστε δίπλα του. Στόν ύπνο
του έλεγε κάτι κουβέντες κι' έκανε διάφορες χειρονομίες, πού έμεϊς δέν
καταλαβαίναμε.
Γάρ, γάρ, γάρ...
Μετά, όταν ξύπνησε, ό
Άνδρικόπουλος τόν ρώτησε τί όνειρο έβλεπε καί ό Χαραλάμπης είπε:
Είδα μιά σκάλα πού έφτανε
μέχρι τόν ουρανό, στήν όποια άνεβοκατέβαιναν άγγελοι καί έψελναν.
Στήν καλύβα πού έμενε,
έρχονταν πολλοί άνθρωποι καί τού έφερναν διάφορα τρόφιμα. Κάποια μέρα τόν
έπισκέφθηκε καί μιά γνωστή κυρία τής καλής κοινωνίας τής Καλαμάτας μαζί μέ
άλλες κυρίες καί τού έφεραν κάλτσες καί μάλλινες φανέλλες. Μόλις τού τά έδωσε,
τής είπε: Είσαι άτιμη, κι αυτά πού μοϋ έφερες είναι άτιμα! Πάρ' τα άπό δώ καί
φύγε!
Ή γυναίκα έφυγε
άποκαλώντάς τον τρελλό. Έλεγε: Εμείς φταίμε, πού ήρθαμε.
Πάντως θυμάμαι, ότι είχε
βρίσει καί άλλους άνθρώπους.
Ό Άνδρικόπουλος του
έλεγε:
Παπουλάκη, δέν κάνει νά
βρίζεις τούς άνθρώπους πού έρχονται νά σέ δούνε.
Ό Χαραλάμπης τού
απαντούσε:
Ξέρω έγώ τί λέω.
Μετά άπό λίγο καιρό,
έπειδή ή καλύβα δέν ήταν άξιόπιστη, τόν πήρε στό σπίτι του ό Παναγιώτης
Ήλιόπουλος κι' έμεινε έκεί, έως ότου πέθανε.
Ή γυναίκα μου Χριστίνα
μού είπε ότι ό Χαραλάμπης πήγαινε στό σπίτι τού πατέρα της, ό όποιος δέν έμπαζε
στό σπίτι άλλο ζητιάνο παρά μόνο τό Χαραλάμπη. Τόν έβαζε στό σπίτι καί τού
έδινε ό,τι είχε, γιά νά φάει. Ό Χαραλάμπης δέν έτρωγε. Έλεγε όμως:
~Αν έχεις νά μού δώσεις
κάτι νά πάρω μαζί μου, έχει καλώς.
Ήξερε ότι ό Χαραλάμπης
πήγαινε μέ τό Παλαιό Εορτολόγιο. Κάποια ήμέρα ένας γνωστός μου τού είπε:
Οί Άγιοι Ταξιάρχες, πού
γιορτάζουν σήμερα, βοήθειά μας.
Ό Χαραλάμπης άπάντησε:
Ό "Αγιος Δημήτριος,
πού γιορτάζει σήμερα, βοήθειά μας!
Ή έμφάνισή του προκαλούσε
συμπάθεια. Στήν Καλαμάτα ήταν πολλοί περιπλανώμενοι, πού ήταν μπεκρήδες,
γυναικάδες καί παλιάνθρωποι. Ό κόσμος άπό τά καφενεία τούς κοροΐδευε καί τούς
έρριχνε ντομάτες. Μόλις όμως έβλεπαν τό Χαραλάμπη, τόν φώναζαν, τού έδιναν τήν
καρέκλα καί τού έλεγαν νά τόν κεράσουν. Ήταν πολύ χριστιανός καί πολύ έλεήμων.
40. ΓΙΑΤΙ ΡΕ, ΦΑΓΑΤΕ ΚΡΕΑΣ ΧΘΕΣ ;
Ελλη Παπαδοπούλου, 60
έτών, άπό τόν Κάμπο Άβίας, κάτοικος Καλαμάτας:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό κοριτσάκι. Ήταν ξυπόλητος, μέ μιά λινάτσα στή μέση, άχτένιστος,
άξύριστος, ντυμένος μέ παλιόρρουχα. Πήγαινε στό μοναστήρι του Παναγουλάκη καί
στήν Κοίμηση τής Θεοτόκου, στό Ασπρόχωμα. Κάποια φορά, θυμάμαι, μέσα στήν
εκκλησία τού Παναγουλάκη, πλησίασε δύο παιδιά γύρω στά δεκαπέντε καί τούς έβαλε
τις φωνές:
Γιατί ρέ, φύγατε κρέας
χθές;
Τά παιδιά δέ μίλησαν
καθόλου. Όταν τελείωσε ή Λειτουργία, έμείς οί γυναίκες ρωτήσαμε τά παιδιά άν
είχαν φάει κρέας. Τά παιδιά μάς είπαν ότι είχαν φάει. Όλοι όμως άναρωτιόμαστε
πού τό ήξερε ό Χαραλάμπης. Γύριζε όλα τά χωριά μέ τά πόδια. Πολλές φορές
κρατούσε στά χέρια του φαναράκι άναμμένο. Διακόνευε άπό διάφορα σπίτια καί τά
πήγαινε στούς άρρωστους στόν Προφήτη Ήλία. Μέ τό λαδάκι πού διακόνευε, άναβε τά
καντήλια στά έξωκκλήσια. Όταν έρχόταν στό χωριό μου, περνούσε καί άπό τό σπίτι
μας καί μάς έφερνε διάφορα σπόρια νά σπείρουμε. Κάποια φορά τόν είδα στήν
Κοίμηση τής Θεοτόκου, στό Ασπρόχωμα. Τότε ή γερόντισσα Καλλίνικη κάτι τού είπε.
Ό Χαραλάμπης θύμωσε καί έχυσε στό χώμα ένα σακκί φυστίκια καί στραγάλια, πού
είχε μαζί του. Μετά μού είπε νά τά μαζέψουμε. Τά βάλαμε πάλι στό σακκί καί τά
πήγε στό Σανατόριο, στόν Προφήτη Ήλία.
Μιά φορά ήρθε στό σπίτι
καί μάς άφησε ένα σακκάκι. Μάς είπε νά τό φυλάξουμε καί θά περνούσε νά τό
πάρει, άλλά δέν πέρασε ποτέ.
Κάποια άλλη φορά, πού
βρέθηκα στό Ασπρόχωμα, στή
γερόντισσα Καλλίνικη,
ήρθε ό Χαραλάμπης καί ήθελε νά τού φτιάξουμε φυτίλια γιά τά καντήλια. Όμως
καμμιά άπό τις κοπέλλες δέν ήξερε. Πήρα έγώ, πού ήξερα, καί τά έφτιαξα. Ό
Χαραλάμπης τότε είπε:
Αυτή είναι γνήσια
Μανιάτισσα.
Έχω άκούσει ότι στήν
κατοχή οί Γερμανοί τόν πυροβολούσαν, άλλά δέν τόν χτύπησε καμμιά σφαίρα. Έχω
άκούσει ότι κάποιοι άλλοι τόν είδαν νά περπατάει καί νά πηγαίνει μπροστά του
φώς.
Μιά φορά τόν άκουσα νά
λέει κάτι, άλλά δέν καταλάβαινα τί έλεγε. Τότε τόν ρώτησα:
Τί γλώσσα είναι αυτή;
Αύτός μοϋ άπάντησε:
Αράβικα.
Θυμάμαι μιά φορά, όταν
ήμουν μικρή, πέρασε άπό τό χωριό μου καί είπε:
Τελευταία φορά ήρθα. Δέν
ξανάρχομαι, γιατί βρωμήσατε.
Ό Χαραλάμπης αύτό τό
είπε, γιατί όλοι οί συγχωριανοί μου γύρισαν μέ τό Νέο Ημερολόγιο καί μόνο ή
οίκογένειά μου κράτησε τό Ορθόδοξο Ημερολόγιο.
41. ΤΑ ΕΒΑΖΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ !
Η εκπληκτική ή διήγηση
τού Βασιλείου Ρούτση, ύπαλλήλου τής Πολεμικής 'Αεροπορίας:
Γεννήθηκα στή Μεσσήνη τό
1932 κι' έκεί κατοικώ. Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό παιδάκι, γιατί έρχόταν στό
πατρικό μου σπίτι. Ή άδερφή μου καί τ' άλλα κορίτσια τής γειτονιάς μαζεύονταν
γύρω άπό τό Χαραλάμπη καί αύτός τούς μιλούσε γιά τή Δύναμη τού Θεού. Τά
κορίτσια τού ζητούσαν διάφορα μικροπράγματα νά τούς φέρει. Τήν
επόμενη φορά πού έρχόταν,
τούς έφερνε αύτά πού τού είχαν ζητήσει: Ψαλλίδι, βελόνια καί διάφορα άλλα.
Φορούσε κουρελιάρικα ρούχα, ήταν πάντοτε ξυπόλητος, άχτένιστος, μ' ένα σακκί
στήν πλάτη του κι ένα ξύλινο Σταυρό, μέ μαύρο σκοινάκι κρεμασμένο στό λαιμό
του. Κάποιες φορές τόν είχα δει καί μέ ραβδάκι στό χέρι του. Μετά τήν κατοχή,
όταν πλέον είχαν φύγει οί Γερμανοί, οί άντάρτες είχαν μαζευτεί στήν πλατεία τής
Μεσσήνης, είχαν απλώσει τά όπλα τους καί περίμεναν κάποιους άλλους, γιά νά πάνε
στό Μελιγαλά. Ό Χαραλάμπης πέρασε άπό μπροστά τους καί τούς είπε:.
Ρέ τεμπέληδες, άστε νά
δουλέψετε. Τό σκοπό πού θέλουτε, δέ θά τόν κερδίσουτε!
Οί άντάρτες τόν έβριζαν
καί όπλιζαν τά όπλα τους. Δέν του έρριξαν όμως. Εμένα, πού ήμουν παιδί, μού
έκανε έντύπωση πού τούς μίλησε δυναμικά· προχώρησε κι’ έφυγε. "Ακόυσα άπό
τό συγχωρεμένο τόν Τραχανά άπό τή Μεσσήνη, ότι στόν άνταρτοπόλεμο, πού τόν
κάλεσε ή πατρίδα φαντάρο, είδε μέσα σ' ένα έρημοκκλήσι, πού ήταν έκεί, τό
Χαραλάμπη γονατισμένο νά προσεύχεται. Ό Χαραλάμπης γύριζε τά έρημοκκλήσια κι'
άναβε τά καντήλια. Ήταν πολύ χριστιανός άνθρωπος, σοβαρός καί ήθικότατος. Ήταν
ξυπόλητος χειμώνακαλοκαϊρι. Εμένα αύτό μού έκανε μεγάλη έντύπώση. Δέν πιστεύω
ότι θά βρεθεί άνθρωπος νά πεϊ κακό λόγο γιά τό Χαραλάμπη.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου