Μαρία Τριαντοπούλου, 55
ετών, άπό τή Χελωναριά Πεταλιδίου:
Γνώρισα τό Χαραλάμπη όταν
ήμουν οχτώ χρονών κοριτσάκι. Τόν είδα γιά πρώτη φορά μέσα στην έκκλησία Αγία
Τριάδα, πού μέ είχε στείλει ή γιαγιά μου ν' άνάψω τά καντήλια μέ άλλα παιδάκια.
Κοιμόταν στό πίσω μέρος τής έκκλησίας. Μόλις τόν είδαμε, φοβηθήκαμε. Εγώ πήγα
στό σπίτι μου καί είπα:
Γιαγιά, στήν έκκλησία
είναι ένας άγριος άνθρωπος. Ή γιαγιά μου μοϋ είπε:
Ό μπάρμπαΧαραλάμπης
είναι.
'Ερχόταν στό σπίτι μας κι΄έτρωγε, άλλά κοιμόταν έξω στό χωράφι, μακρυά. Τού δίναμε ρούχα νά στρώσει, άλλά
δέν τά έπαιρνε.
Ή έμφάνισή του μοϋ έκανε
έντύπωση. Ήταν σάν άσκητής. Φορούσε λινάτσες στή μέση καί ήταν πάντοτε
ξυπόλητος, μ' ένα Σταυρό κι' ένα μπουκάλι μέ Αγιασμό νά κρέμονται άπό τό λαιμό
του.
Στό χωριό μου πήγαινε σέ
ορισμένα σπίτια καί ζητιάνευε καί ό,τι τού έδιναν, τά έδινε σέ άλλα φτωχά
σπίτια. Όταν ό Χαραλάμπης έρχόταν στό
χωριό μου, όλα τά έξωκκλήσια ήταν αναμμένα. Έρχόταν στό σπίτι μας συχνά καί μάς
άγαποϋσε, γιατί όλη ή οίκογένειά μας πήγαινε μέ τό Παλαιό, τό Ορθόδοξο
Εορτολόγιο, θεσπισμένο άπό τήν Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.
Θυμάμαι πού έλεγε τού
πατέρα μου:
Πρίν έρθω έγώ, δέ θά
τρυγήσουτε.
"Ηξερε πότε θά
τρυγήσουμε κι' έρχόταν άπό τό βράδυ. Τό πρωί έρχόταν στό άμπέλι, τό εύλογούσε
κι' έκοβε αύτός πρώτος τό πρώτο σταφύλι. Καθόταν, τρυγούσαμε καί, όταν θέλαμε
νά τό πατήσουμε, τό σταύρωνε καί τό εύλογοΰσε. Έστιβε αύτός μέ τά χέρια του
μερικά σταφύλια κι' έλεγε στόν πατέρα μου:
Πάτησέ το τώρα καί μή
ρίξεις τίποτα άπό φάρμακο μέσα, μόνο ρετσίνι.
Καί είχαμε πάντοτε ώραίο
κρασί καί ποτέ, όσο έρχόταν ό Χαραλάμπης, δέν είχε χαλάσει.
Τό χειμώνα έρχόταν στό
σπίτι μας. Τόν λυπόμαστε καί ή μητέρα μου τού έλεγε:
Έλα νά κοιμηθείς στην
κουζίνα, γιατί κάνει κρύο. Όχι, έλεγε.
Τότε πήγαινε σ' ένα
έξώσπιτο πού είχαμε καί κοιμόταν, όχι μέσα, άλλά έξω άπό τήν πόρτα. Κάποιες
φορές τού έλεγα:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, τά
καντήλια είναι γεμάτα λάδι, αλλά δέν τό καίνε, σβήνουν.
Μοϋ έλεγε:
Ή τό λάδι είναι
μαγαρισμένο ή αύτός πού τ' άναψε. Ό Χαραλάμπης πήγαινε καί στό πανηγύρι τής
Νέας Κορώνης. Γύριζε τις παράγκες κι' έλεγε:
Σήμερα δέν είναι τά
Γενέθλια τής Παναγίας. Είναι μετά άπό δεκατρείς ήμέρες.
Εκεί στίς παράγκες τού
πανηγυριού, πού περνούσε, τού
έδιναν διάφορα πράγματα.
Τά έφερνε στό σπίτι μας καί μου έλεγε:
Άδειασέ τα.
Τ' αδέιαζα χάμου σ' ένα
άλλο σακκί κι' έβλεπες κουβαρίστρες, λεφτά, παπούτσια καί διάφορα άλλα
μικροπράγματα.
Διάλεξ' τα καί βάλ' τα
χώρια, μοϋ έλεγε.
Μετρούσα πόσα είναι τά
λεφτά καί τού τά έλεγα:
Είναι τόσα.
Μήν τά μελετάς πόσα
είναι, μοϋ έλεγε.
Τά δίπλωνα σ' ένα πανάκι
καί τά έπαιρνε.
Μιά φορά ό Κώστας, ό γιός
τού πάτερ Παΐσιου, είχε έρθει στό πανηγύρι νά πουλήσει κουλούρια. Έμενε κι
αύτός στό σπίτι μας, όπως ό Χαραλάμπης. Ό Κώστας μοϋ είπε: Μαρία, έχω άκούσει
ότι ό Χαραλάμπης χορεύει. Δέν τού λές νά χορέψει νά τόν δούμε;
Πήγα κι εγώ καί τού είπα:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, είναι
άλήθεια ότι χορεύεις; Ναί, μού είπε.
Θέλω νά χορέψεις, νά σέ
δώ.
Δέν κάνει νά χορεύουμε,
γιατί είναι αμαρτία.
Γιατί πάς άλλου καί
χορεύεις; Θέλω νά σέ δώ, τού είπα.
Αφού τό θέλεις, θά πάω.
Πήγε μπροστά στά όργανα,
έβγαλε τό Σταυρό καί τόν Αγιασμό, τά έβαλε σ' ένα τραπέζι κι' άρχισε νά
χορεύει. Χόρευε πολύ ώραϊα, άνέβηκε πάνω στήν καρέκλα, όχι έκεϊ πού καθόμαστε,
άλλά στήν κόψη τής πλάτης. Ό κόσμος χειροκροτούσε, γιατί ένθουσιάστηκε καί φώναζε:'
Γειά σου Χαραλάμπη, γειά σου Χαραλάμπη!... Κάποια στιγμή μιά τραγουδίστρια πήγε
νά τόν βοηθήσει στό χορό. Μόλις τήν είδε, τής έδωσε δυνατά χαστούκια, πήρε τό
Σταυρό καί τόν 'Αγιασμό κι' έφυγε. Εγώ έφυγα
γρήγορα γιά τό σπίτι μου.
Ήρθε καί ό Χαραλάμπης. Με είδες; μου είπε.
Σε είδα κι' ευχαριστήθηκα
πολύ, άλλα αφού είναι αμαρτία, έσύ γιατί χορεύεις;
Τό θέλει ό Θεός νά μέ
λένε τρελλό καί νά μέ κοροϊδεύουν.
Γιατί έβγαλες τό Σταυρό
καί τόν Αγιασμό μόλις πήγες νά χορέψεις;
Γιατί ό Θεός δέν
κοροϊδεύεται.
Όταν είχε τό χωριό μου
πανηγύρι, δέν πήγαινε ν' άνάψει τήν έκκλησία.
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, σήμερα
νά πάμε ν' άνάψουμε τά καντήλια, τού έλεγα.
Όχι. Άλλη ήμέρα. Σήμερα
γιορτάζουν οί Κακόδοξοι.
Στό χωριό μου ήταν δύο
κοπέλλες ορφανές καί πολύ φτωχές πού έβοσκαν μιά κατσικούλα. Στό δρόμο ε’ιδαν
τό Χαραλάμπη, τού φίλησαν τό χέρι καί ό Χαραλάμπης τούς είπε:
Όταν μέ βλέπουτε νά μού
λέτε: Αύτό πού έταξες δέ μάς τόφερες.
Αύτά τά κορίτσια ήρθαν σ'
έμένα καί μού είπαν: «Τό καί τό» μάς είπε ό Χαραλάμπης. Εσύ πού τόν γνωρίζεις
καλά, ρώτα τον τί έννοοϋσε μέ αύτά πού μάς είπε. Κι' έγώ τόν ρώτησα:
ΜπάρμπαΧαραλάμπη, γιατί
τό είπες αύτό στά κορίτσια;
Είναι ορφανά καί πρέπει
νά τά θυμάμαι.
Πού τό ξέρεις έσύ ότι
είναι ορφανά;
Μού τό είπε ό Θεός,
άπάντησε.
Όπου κι' άν περνούσε,
έκήρυττε κι’ έλεγε:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό.
Γυρίστε μέ τήν Ορθοδοξία. Σήμερα είναι αύτή ή γιορτή. Νηστέψτε, μετανοείστε,
16. «Τό θέλει ό Θεός νά
μέ λένε τρελλό καί νά μέ κοροϊδεύουν.»
θά κολαστείτε.
Θυμάμαι, τότε είχε μιά
μακρυά γενειάδα καί τήν έκρυβε μέσα στή λινάτσα καί στά παλιόρρουχα πού
φορούσε. Από τή μητέρα μου είχα άκούσει, ότι κάποιοι στό χωριό της είχαν τό
κλειδί τής έκκλησίας "Αγιος Γεώργιος κΓ όταν πήγαιναν ν' άνάψουν τήν
έκκλησία, τήν έβρισκαν άναμμένη, άλλά κλειδωμένη! Τότε φύλαξαν νά δούνε ποιος έχει
κλειδιά καί μπαίνει στην έκκλησία. Βλέπουν τό Χαραλάμπη άπ' έξω... Μιά άόρατη
δύναμη τόν σήκωνε, τόν άνέβαζε στά κεραμίδια καί τόν κατέβαζε μέσα στήν
έκκλησία! Τότε έτρεξαν, άνοιξαν τήν έκκλησία καί τόν είδαν ν' ανάβει τά
καντήλια. Τόν ρώτησαν πώς μπήκε. Αύτός τούς είπε:
Μέ άνεβάζει ό Θεός.
Αυτό τούς έκανε τρομερή
έντύπωση καί τό έλεγαν παντού. Ό Θεός έβαζε τό Χαραλάμπη στήν έκκλησία άπό τά
κεραμίδια καί τόν ξανάβγαζε μέ τόν ίδιο τρόπο, χωρίς νά ξεκλειδώνει τήν πόρτα!
Έχω ακούσει ότι τόν είχαν
δεϊ νά περπατάει στήν Αγία Παρασκευή στό Ασπρόχωμα (Καρέλια), χωρίς νά πατάει
στό έδαφος.
Είμαι πενήντα έννιά έτών.
Γεννήθηκα στό χωριό Ίσνα τής Μάνης καί είμαι μοναχή στό μοναστήρι Γεννήσεως τής
Θεοτόκου στήν Καλαμάτα.
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό κοριτσάκι, πού έρχόταν στό μοναστήρι τής Παναγίας Εύαγγελίστριας στόν
Κάμπο Άβίας, όπου ήταν μοναχή ή θεία μου.
51. ΤΑ ΦΙΔΙΑ... ΕΚΑΝΑΝ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ
Η μοναχή Ματθαίο
Χρυσομάλλη άφηγείται:
Τον θυμάμαι πάντα
ξυπόλητο, άχτένιστο, μ' ένα Σταυρό στό λαιμό του κι’ ένα σακκούλι στόν ώμο του.
Ερχόταν συχνά στό μοναστήρι τής Γεννήσεως στήν Καλαμάτα. Στήν άρχή τότε είμαστε
λίγες καλόγριες. Θυμάμαι ότι χαιρόμαστε πολύ όταν ερχόταν νά φάει στό τραπέζι
μας ό Χαραλάμπης. Τό πρόσωπό του έλαμπε καί μάς έλεγε πάντοτε λόγια
χριστιανικά, ψυχωφελή.
Ό καλόγερος πρέπει νά
είναι στό βουνό, νά λέει πέντε λέξεις την ή μέρα καί τό βιβλίο νά τό έχει
πάντοτε στή μασχάλη του.
Εννοούσε ότι ό καλόγερος
δέν πρέπει νά έρχεται σ' επαφή μέ πολύ κόσμο, νά μή λέει πολλά λόγια καί νά
μελετάει πάντοτε τό λόγο τού Θεού.
Γύριζε όλα τά
έρημοκκλήσια κι' άναβε τά καντήλια. Θυμάμαι, κάποτε μάς είπε, ότι πήγε σέ
κάποιο έρημοκκλήσι ν' άνάψει τά καντήλια καί ότι είδε τό σατανά.
Έλεγε ότι, έπειδή
κοιμόταν στήν ύπαιθρο, πολλές φορές είχαν περάσει φίδια άπό πάνω του, χωρίς νά
τόν τσιμπήσουν! Στις άρχές τότε είμαστε πολύ φτωχές. Ό Χαραλάμπης διακόνευε σέ
σπίτια καί μάς έφερνε διάφορα πράγματα. Άλλες φορές μάς άφηνε πράγματα καί
περνούσε μετά άπό λίγες ήμέρες, τά έπαιρνε καί τά μοίραζε άλλου. Θυμάμαι,
κάποιες φορές πού έρχόταν στό μοναστήρι, μάς ζητούσε καθαρό κουβά καί νερό άπό
τή βρύση γιά νά κάνει Αγιασμό. Έβαζε τό Σταυρό πού φορούσε, στόν κουβά μέ τό
νερό πού τού δίναμε κι' έψελνε τροπάρια στά έλληνικά, άλλά καί σέ μιά άλλη
γλώσσα, πού δέν καταλαβαίναμε. Αφού έκανε τόν Αγιασμό, μετά τόν βάζαμε σέ
μπουκάλια, πού είχαμε προηγουμένως πλύνει. Μάς έλεγε ότι ή άλλη γλώσσα, πού δέν
καταλαβαίναμε, ήταν ή Συριακή. Κάποιες φορές έρχόταν καί μάς ζητούσε μπουκάλια
μέ Αγιασμό.
Θυμάμαι μιά φορά, πήγα νά
τού φωνάξω νά ξυπνήσει γιά
νά έρθει στήν άγρυπνία.
Τόν είδα νά πηγαίνει στήν έκκλησία περπατώντας μισό μέτρο πάνω άπό τό έδαφος.
Έτριβα, ξαναέτριβα τά μάτια μου, μήπως δέ βλέπω καλά, ό Χαραλάμπης όμως
έξακολουθοϋσε νά περπατάει πάνω άπό τό έδαφος. Αύτό μοΰ έκανε μεγάλη έντύπωση
καί τό είπα στις άλλες άδελφές τοϋ μοναστηριού.
Ό Χαραλάμπης γύριζε κάθε
μέρα τή Λαϊκή άγορά καί τις γειτονιές. Διακόνευε κι έλεγε:
Νά γυρίσουτε μέ τό
Παλαιό, νά νηστεύουτε, νά μήν είσαστε σάν τά σκυλιά. Θά έρθει καταστροφή, άν
δέν κάνουτε τό θέλημα τοϋ Θεού. Θά κάνω άναφορά στά Ιεροσόλυμα.
Εννοούσε ότι θά μιλήσει
στό Θεό στήν Άνω Ιερουσαλήμ. "Ο,τι τού έδιναν άπό τή διακονιά πού έκανε,
τυρί, σαρδέλλες, χόρτα καί διάφορα άλλα, τά έρριχνε μέσα στό σακκούλι πού είχε
στόν ώμο του. Μετά γύριζε τίς γειτονιές καί τά μοίραζε σέ φτωχούς.
Σαράντα μέρες άπό τότε
πού κοιμήθηκε, τόν είδα στόν ύπνο μου. Ήταν, λέει, πολύς κόσμος στό προαύλιο.
Είδα τό Χαραλάμπη έξω άπό τήν εκκλησία, χαμογελαστό, ώραία ντυμένο. Τόν
προσκύνησα καί φώναξα:
Αδελφές, ό πάτερ Χαράλαμπος, άδελφές, ό πάτερ
Χαράλαμπος!
Θυμάμαι κάτι, πού μού
είχε πεί ή άδελφή μου. Ό Χαραλάμπης πήγαινε καί τούς βοηθούσε σ’ ένα κτήμα, πού
φύτευαν κρεμμύδια. Τό κτήμα είχε ένα έκκλησάκι, τόν Άγιο Νικήτα. Τήν ώρα πού
δούλευαν, ό Χαραλάμπης είπε στήν άδερφή μου.
Έσύ νά μήν πάρεις ούτε ένα
μαντήλι άπό τά λεφτά τοϋ Αγίου Νικήτα.
Αύτό τό είπε, γιατί ό
πατέρας μου είχε πάρει μέ νοίκι τόν Άγιο Νικήτα, φύτευε κρεμμύδια καί τά
πουλούσε.
Καί αυτόν άσ' τον, πού
δέν έργάζεται τό θέλημα του Θεού.
Αύτό τό είπε γιά τόν
πατέρα μου.
52. ΤΩΡΑ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ !
Η μοναχή Γοργονία, άπό τό
ίδιο έπίσης μοναστήρι: Είμαι πενήντα έξη έτών. Γεννήθηκα στόν Κάμπο Άβίας καί
είμαι μοναχή άπό τό 1955. Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό μικρή. Όλα τά παιδάκια, όταν
τόν βλέπαμε, τρέχαμε κοντά του καί φωνάζαμε:
Ό Χαραλάμπης, ό
Χαραλάμπης!
Τά μαλλιά του ήταν γεμάτα
κολλητσίδες, ξυπόλητος, μ' ένα Σταυρό στό λαιμό, μιά λινάτσα στή μέση κΓ ένα
σακκούλι στόν ώμο του. Όποιον έβλεπε, του έλεγε:
Νά γυρίσεις μέ τό Παλαιό.
Ή έμφάνισή του μοϋ είχε
κάνει εντύπωση. Ό Σταυρός πού φορούσε στό λαιμό του ήταν άπό έλιά καί τόν είχε
φτιάξει μόνος του. Όταν ήμουν κοπέλλα είχα πάει μέ τή μητέρα μου στήν Καλαμάτα.
Στό σταϋλο τού μοναστηριού (Παναγουλάκη) είχαμε τή φοράδα μας, ή οποία είχε
άρρωστήσει. Ή μητέρα μου έκλαιγε. Ό Χαραλάμπης όλη τή νύχτα ξενύχτησε μαζί μας
στό σταϋλο, σταυρώνοντας πολλές φορές τή φοράδα. Καί θυμάμαι πού έλεγε στή
μητέρα μου.
Μή φοβάσαι, θά γίνει
καλά.
Πράγματι, ή φοράδα μας
έγινε καλά.
Όταν έγινα μοναχή στό
μοναστήρι Γεννήσεως τής Θεοτόκου, θυμάμαι πού έρχόταν ό Χαραλάμπης κάποιες
φορές κι έτρωγε μαζί μας. Ζητιάνευε καί μάς έφερνε ό,τι τού έδιναν, γιατί τότε
είμαστε πολύ φτωχές. "Αλλες φορές μάς έφερνε πράγματα καί μάς έλεγε νά τά
φυλάξουμε, γιατί θά έρχόταν νά τά πάρει άλλη μέρα. Κάποιες φορές
έρχόταν, τά έπαιρνε καί
τά μοίραζε σέ φτωχούς καί άλλες φορές άργοϋσε νά περάσει καί σάπιζαν. Δέν ήθελε
νά κοιμάται σέ καθαρό κελλί, άλλά τού άρεσε νά κοιμάται πάνω ατά σακκιά μέ τά
κουρέλια, πού είχαμε στό έργαστήριό μας. Θυμάμαι ότι μιλούσε μιά ξένη γλώσσα.
"Αν τόν προσέχαμε, συνέχιζε νά μιλάει στά ξένα, άν δέν τού δίναμε σημασία,
σταματούσε. Θυμάμαι, μάς έλεγε: Τώρα μιλάει ό Αρχιστράτηγος.
Εννοούσε τόν ’Αρχάγγελο
Μιχαήλ.
Τώρα μιλάει ή Αγία
Παρασκευή.
'Εμείς όμως άκούγαμε τήν
ξένη γλώσσα πού μιλούσε καί όχι τούς Αγίους, πού άκουγε αύτός.
Μιά φορά στό μοναστήρι
είχαμε πειρασμούς. Όταν ήρθε ό Χαραλάμπης τού είπα:
Χαραλάμττη μου, κάνε
προσευχή γιά τόν πάτερ Παΐσιο, πού είναι στενοχωρημένος.
Τόν πάτερ Παΐσιο τόν
άγαπάει ή Παναγία, μοϋ είπε. Ό Χαραλάμπης πήγαινε στά έρημοκκλήσια κι' άναβε τά
καντήλια. Μάς έκανε έντύπωση πού χειμώνακαλοκαίρι ήταν ξυπόλητος. Τό πρόσωπό
του είχε μιά πραότητα καί άκτινοβολοϋσε χαρά. Ήταν πάρα πολύ έλεήμων καί όπου
κι' άν βρισκόταν έλεγε:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό, ή
Σήμερα είναι ή τάδε
γιορτή μέ τό Παλαιό.
Τούς Νεοημερολογίτες τούς
έλεγε Μασσώνους. Μετά τό θάνατό του είδα στόν ύπνο μου, έναν σάν Άγγελο νά
πετάει άπό κορυφή σέ κορυφή βουνού. Τό πρόσωπό του έλαμπε όπως ό ήλιος καί είχε
γύρω του φωτοστέφανο. Σέ κάθε κορυφή βουνού πού έφτανε, φωτιζόταν τό βουνό,
όπως όταν άνατέλλει ό ήλιος. Μέσα στόν ύπνο μου ρώτησα: Ποιος είναι αύτός πού
λάμπει;
Τότε ακόυσα μιά φωνή πού
μού είπε:
Ό Χαραλάμπης!
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου