ΗΣτυλιανή Ζαγαρέλου, 79
έτών, άπό τό Νιοχώρι τού Δήμου Φαλαισίας, κάτοικος Καλαμάτας, άφηγεϊται:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρή πού έρχόταν στό
πατρικό μου σπίτι. Ήταν
ξυπόλητος, μέ μιά λινάτσα στή μέση, άχτένιστος καί μ' ένα σακκούλι στόν ώμο
του. Πήγαινε σ’ όλα τά έρημοκκλήσια κι άναβε τά καντήλια. Κοιμόταν στόν Άγιο
Χαράλαμπο καί στόν Άγιο Αθανάσιο, πού είναι λίγο έξω άπό τήν Καλαμάτα.
Κάποτε πού είχα τήν κόρη
μου άρρωστη, ήρθε ό Χαραλάμπης, τή σταύρωσε, τής έφτιαξε λεμονάδα καί τής έδωσε
νά πιει. Συγχρόνως έψελνε έλληνικά, άλλά καί μιά άλλη γλώσσα, πού δέν
καταλάβαινα. Μετά άπό λίγο ή κόρη μου ήταν καλά.
Μιά άλλη φορά έγώ τού
είπα κοροϊδευτικά:
Αγαπητό μου τέκνο Χαρίλαε, τί νά κάνω νά σώσω
τήν ψυχή μου;
Ό Χαραλάμπης κατάλαβε ότι
τόν ειρωνεύτηκα καί άπό τότε δέ μου μιλούσε γιά πολλά χρόνια. Γνώριζε τό
Χαραλάμπη καί ό άντρας μου. Κάποια φορά είχαν πάει μέ τόν πατέρα του νά σκοτώσουν
κάποιον άσβό. Ήταν νύχτα καί δέν έβλεπαν. Κατά λάθος χτύπησαν τό Χαραλάμπη καί
αύτός φώναξε:
Βοήθεια... άδέρφια! Μέ
σκοτώσατε!
Ό πεθερός μου καί ό
άντρας μου έτρεξαν, τόν πήραν, τόν πήγαν στό σπίτι τους καί μέ διάφορα πρακτικά
τόν γιάτρεψαν. Απ' αύτό τό γεγονός, τό οποίο έγινε όταν ό άντρας μου ήταν
παιδί, ό Χαραλάμπης γνώρισε καί τήν οικογένεια τού άντρα μου.
Μετά άπό πολλά χρόνια,
μιά μέρα πέρασε άπό τό σπίτι μου καί μου είπε νά τού βράσω ρύζι μέ ντομάτα καί
πιπέρι, χωρίς όμως λάδι, γιατί ήταν Τετάρτη. Όταν έβρασε τό ρύζι, ό Χαραλάμπης
κι έγώ φάγαμε. Τό ρύζι αύτό ήταν τόσο νόστιμο, πού τό θυμάμαι άκόμη.
Ό Χαραλάμπης γύριζε
παντού, σ' όλες τίς γειτονιές καί τούς έλεγε νά γυρίσουν μέ τό Παλαιό, τό
Ορθόδοξο Εορτολόγιο. Γιά νά λειτουργηθεί καί νά κοινωνήσει, πήγαινε
στό μοναστήρι του
Παναγουλάκη. Ζητιάνευε άπό σπίτια πού είχαν καί ό,τι τού έδιναν, τά πήγαινε σέ
άρρώστους, σέ φτωχούς, σέ χήρες καί σέ ορφανά. Μού έλεγε:
Δώσε μου χρήματα νά τά
στείλω ατό Άγιον Όρος, νά μνημονέψουμε καί τόν πατέρα σου.
Τού έδινα. Κάποιες φορές
όμως μού έδινε φράγκο ή πενηνταράκι, γιά ν' άνάψω κερί στήν έκκλησία τού
Παναγουλάκη, πού πήγαινα.
Όταν πέθανε, τόν κήδεψαν
στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Είχε δέ τόσο πολύ κόσμο ή κηδεία του, πού ό
πάτερ Χριστόφορος θαύμαζε, πού έβλεπε σέ όλων τά μάτια άγάπη, σεβασμό καί
έκτίμηση γιά τό Χαραλάμπη.
Είμαι πενήντα επτά έτών.
Γεννήθηκα στό Έλαιοχώρι (Γιάννιτσα) Μεσσηνίας καί κατοικώ στήν Καλαμάτα.
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
παιδάκι, γιατί έρχόταν στό χωριό μου. Μιά φορά πήγε στήν πηγή, πού είναι κοντά
στά περιβολάκια στόν "Αγιο Βασίλειο καί βούτηξε τό κεφάλι του μέσα στή
λούμπα πού πίναμε νερό. Εμείς όμως μετά δέν πηγαίναμε νά πιούμε νερό, γιατί
διαδόθηκε στό χωριό ότι ό Χαραλάμπης ό κολλητσιδιάρης είχε βουτήξει τό κεφάλι
του μέσα.
Από τό 1948 είμαι
φωτογράφος κι* έχω τό φωτογραφείο μου στά σκαλιά τού Αγίου Νικολάου Καλαμάτας.
’Από τότε ό Χαραλάμπης έρχόταν συχνά στό φωτογραφείο μου. Ήταν ξυπόλητος,
άλουστος καί άχτένιστος, μ' ένα σακκί στή μέση του, ένα σακκούλι στόν ώμο του
κι* ένα μεγάλο
43. ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
εώργιος Ντεκελές,
κάτοικος Καλαμάτας:
ξύλινο Σταυρό στό λαιμό
του. Πολλές φορές έφερνε κι' ένα μεγαλύτερο Σταυρό στό χέρι του, άλλες φορές
ένα φανάρι άναμμένο άκόμα καί τήν ημέρα.
Τό φώς αύτό είναι άπό
τούς 'Αγίους Τόπους, μοϋ έλεγε.
Ζητούσε ό ίδιος νά τόν
φωτογραφίσω καί μοϋ έλεγε:
Θά πάρεις πολλά χρήματα
άπό τή φωτογραφία μου. Πραγματικά πούλησα καί πουλάω πολλές φωτογραφίες τού
Χαραλάμπη. Καθόταν στήν καρέκλα, μέσα στό φωτογραφείο μου κι' άν έμπαινε καμμιά
γυναίκα, τή μάλωνε καί συγκεκριμένα έλεγε:
Οι γυναίκες εϊσαστε
αμαρτωλές κι άκάθαρτες. Κάποια φορά μοϋ είπε ότι, άν καί δέν έχει πάει σέ
σχολείο, ξέρει πολλές γλώσσες. Τόν ρώτησα πού τις έμαθε καί μοϋ είπε:
Μέ φωτίζει τό Αγιο
Πνεύμα.
13. «Θά πάρεις πολλά
χρήματα άπό τή φωτογραφία μου.»
Πολλές φορές τού έλεγα:
Μίλησέ μου άράβικα.
Αυτός άρχιζε νά μιλάει,
χωρίς έγώ νά καταλαβαίνω τί λέει. Στό φωτογραφείο πού έρχόταν, τού δίναμε ένα
μικρό βοήθημα (χρήματα) κι αύτός, όταν έβγαινε έξω, τό έδινε στό φτωχότερο
ζητιάνο πού ήταν στά σκαλιά τής έκκλησίας. Εκείνη τήν έποχή περνούσε πολύς
κόσμος. Έξω άπό τόν Άγιο Νικόλαο ήταν κεντρικό σημείο τής πόλης, γιατί ή
Καλαμάτα δέν ήταν όπως είναι τώρα. Τά σκαλιά ήταν γεμάτα ζητιάνους. Μάς έκανε
έντύπωση πού έδινε τά χρήματα στό φτωχότερο ζητιάνο. Ακολουθούσε τό Παλαιό
Ημερολόγιο κι' έλεγε στό φωτογραφείο πού έρχόταν:
Μετά άπό δεκατρείς ημέρες
γιορτάζει ό Άγιος, όχι σήμερα.
Σήμερα είναι ή γιορτή τού
τάδε Αγίου.
Αύριο γιορτάζουμε τόν
τάδε Άγιο.
Ήξερε κάθε ήμέρα ποιος
Άγιος γιόρταζε μέ τό Παλαιό Ημερολόγιο καί τό έκήρυττε μέσα στό φωτογραφείο.
Είχα άκούσει ότι νήστευε πολύ καί ότι κοιμόταν σέ κάτι σπηλιές κοντά στούς
Αγίους Αναργύρους. Πήγαινε στά έξωκκλήσια τής Καλαμάτας κι' άναβε τά καντήλια,
μέ τά πόδια καί ξυπόλητος, χειμώνακαλοκαϊρι.
Ό Χαραλάμπης ζητιάνευε
στά χωριά καί μετά έρχόταν μέ τό σακκούλι γεμάτο στόν ώμο του καί τά μοίραζε.
Έλεγαν ότι στήν κατοχή κάποιες φτωχές οικογένειες περίμεναν νά περάσει ό
Χαραλάμπης, γιά νά τούς δώσει κάτι νά φάνε. Έχω άκούσει ότι στήν κατοχή, ένώ
άπαγορευόταν ή κυκλοφορία μετά άπό κάποια ώρα, ό μόνος πού κυκλοφορούσε χωρίς
νά φοβάται κανέναν καί χωρίς νά τόν πειράζει κανένας, ήταν ό Χαραλάμπης.
44. ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΜΟ
Η Σταυρούλα Καπέα, 81
έτών, άπό τά Τσέρια τής Μάνης, μάς είπε:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
κοπέλλα. Κάποτε έμενα κι' ένα άλλο κορίτσι κάποιος μάς είχε πάρει στό κτήμα
του, γιά νά τόν βοηθήσουμε. Εκεί κοντά όμως ήταν ένα έκκλησάκι τής 'Αγίας
Παρασκευής. Μόλις ήρθε ό Χαραλάμπης καί μάς είδε, φώναξε δυνατά:
Μέ τό Παλαιό σήμερα είναι
τής 'Αγίας Παρασκευής. Έγώ ήρθα νά σάς φωτίσω κι έσεϊς δουλεύουτε;
Τότε τόν πρωτοείδα. Ήταν
ξυπόλητος, άχτένιστος, ζωσμένος στή μέση του μέ μιά λινάτσα καί στό χέρι του
κρατούσε μιά μποτίλια μέ λάδι.
Κάποια φορά, θυμάμαι,
άνθρωποι άπό τό χωριό μου πήγαιναν στόν Προφήτη Ήλία, στόν Ταΰγετο, νά
λειτουργήσουν, άλλά μέ τό Νέο Ημερολόγιο. Ό Χαραλάμπης πέρασε άπό τό χωριό λίγο
πριν βασιλέψει ό ήλιος. Οι συγχωριανοί μου τόν ρώτησαν πού πήγαινε τέτοια ώρα
κι' αύτός άπάντησε:
ΙΊάω στόν Προφήτη Ήλία,
στόν Ταΰγετο, νά πώ σ' αυτούς πού άνέβηκαν, ότι ό προφήτης δέ γιορτάζει αύριο,
άλλά μετά άπό δεκατρείς ήμερες.
Μόλις κατέβηκαν έκείνοι
πού ήταν έπάνω στόν Προφήτη, είπαν:
Ήρθε ό Χαραλάμπης, μάς
άλώνισε καί μετά μάς είπε:
Φύγετε άπό δώ. Δέ
γιορτάζει ό Προφήτης αύριο. Μαγαρίσατε τήν έκκλησία, βρωμεροί!
Είπαν καί κάτι άλλο, πού
έκανε μεγάλη έντύπωση σ' όλο τό χωριό, ότι δηλαδή ό Χαραλάμπης έφτασε στό
έκκλησάκι λίγο πρίν σουρουπώσει. "Ολοι άναρωτιόμαστε πώς έφτασε στόν
Προφήτη Ήλία σέ τόσο λίγο χρόνο,
γιατί ή διαδρομή άπό τό
χωριό μου μέχρι τόν Προφήτη Ήλία είναι οχτώ ώρες.
Άλλη φορά τόν είδα στήν
Καλαμάτα. Γύρωγύρω στή μέση του είχε ζώσει τενεκέδια, σουρωτήρι κι’ άλλα
διάφορα παλιοντενεκέδια. Μόλις τόν είδα, τόν ρώτησα γιατί τά έβαλε στή μέση
του, καί μου είπε:
Γιά νά γελάει ό κόσμος μέ
μένα.
Μιά φορά πήγα στό
μοναστήρι τού Παναγουλάκη νά τόν ίδώ, γιατί ήταν άρρωστος. Μαζί μου ήταν καί
μιά γυναίκα άπό τήν Αθήνα μέ τό παιδί της. Μόλις μπήκαμε μέσα στό κελλί πού
ήταν, μου είπε:
Έσύ έρχεσαι άπό τή Μάνη,
ένώ αυτή άπό τήν ’Αθήνα. Παίρνε Μεγάλο Αγιασμό καί μήν έρχεσαι καί κουράζεσαι.
Στή γυναίκα είπε:
Έσύ έχεις μεγάλο τάξιμο.
Έχεις τάξει νά πάς τό παιδί σου χρυσό στήν Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, γιατί
ήταν μισοπεθαμένο καί μόλις τό πήγες έγινε καλά.
Στή γυναίκα αυτή έκανε
μεγάλη έντύπωση τό πώς ήξερε ό Χαραλάμπης τό τάξιμό της. Ξέχασα όμως νά πώ ότι,
πρίν μιλήσει στή γυναίκα άπό τήν Αθήνα, έκλεισε τά μάτια, σήκωσε τά χέρια καί
κάτι έλεγε σέ μιά γλώσσα, πού έμείς δέν καταλαβαίναμε. Μετά τής είπε ότι είχε
μεγάλο τάξιμο. Μιά φορά έγώ τόν ρώτησα πόσο χρονών ήταν κι' αμέσως μού έβαλε
τίς φωνές:
Φύγεφύγε, δέν έπρεπε νά
τό ρωτήσεις αυτό.
Άλλη φορά, μέ τή νύφη
μου, πήγαμε νά τόν δούμε στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη. Μόλις μάς είδε, είπε:
Καλώς τες. Έσύ δέν έχεις
τάξει τίποτα. Ετούτη όμως έχει ταξίματα. Τό ένα είναι πολύ μακρυά καί τό άλλο
κοντά.
Τότε ή νύφη μου είπε:
Ναί, τώρα θυμήθηκα. Όταν
ήμουν κορίτσι, ό πατέρας μου ήταν άρρωστος κι'έταξα μιά λαμπάδα στήν
Ευαγγελίστρια τού χωριού μας, καί νά πάω λιβάνι στόν Προφήτη Ήλία στόν Ταΰγετο.
Ό Χαραλάμπης τής είπε:
Ναί, νά πάς τή λαμπάδα.
Όσο γιά τό λιβάνι, νά τό κάψεις σέ άντίκρυ λόφο, πού νά βλέπει πρός τόν προφήτη
Ήλία.
Στή νύφη μου καί σ' έμένα
μάς έκανε εντύπωση πώς ήξερε ό Χαραλάμπης γιά τό τάξιμο αύτό, πού είχε γίνει
πριν άπό πολλά χρόνια. Πάντως ή νύφη μου έκανε ύπακοή σέ όσα τής είπε ό
Χαραλάμπης. Καί τή λαμπάδα πήγε καί τό λιβάνι έκαψε.
Μιά φορά είχα πάει στό
Χαραλάμπη, στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη καί τού έδωσα λίγα αυγά. Τά πήρε καί
μοϋ είπε:
Θά τά δώσω σέ κάτι φτωχά
νά τά φάνε.
Κάποια άλλη φορά τού πήγαινα
μελομπουκιές. Ένας καλόγερος πού μέ είδε, μοϋ είπε:
Καί νά τού τά δώσεις, δέ
θά τά φάει. Θά τά μοιράσει. Πήγαινε στό παζάρι, ζητιάνευε καί ό,τι τού δίνανε,
τά μοίραζε σέ φτωχές οικογένειες. Μιά γειτόνισσά μου μοϋ είπε ότι ό Χαραλάμπης
τής πήγε μιά μεγάλη μπουκάλα μέ λάδι καί διάφορα άλλα πράγματα. Ή γυναίκα τόν
ρώτησε γιατί τά έφερε κι' έκείνος τής είπε:
Γιατί σάς έδιωξαν οί
άντάρτες καί δέν έχουτε νά φάτε.
45. ...ΘΑ ΡΘΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΠΕΙΝΑ, ΘΑΝΑΤΟΣ
λένη Πανούση, 75 έτών,
άπό τούς Γαργαλιάνους:
Θυμάμαι τό Χαραλάμπη άπό
μικρό κορίτσι. Όταν ερχόταν στό σπίτι μας, ή μητέρα μου τού έδινε νά φάει άπό
τό φαγητό πού είχαμε. Ό,τι άλλο τού έδινε τό μοίραζε σέ φτωχές οικογένειες. Τό
πρόσωπό του είχε μιά πραότητα, ήταν σάν "Αγιος. Παρ’ όλο πού ήταν ρυπαρός,
μοσχοβολούσε λιβάνι. Ήταν ξυπόλητος πάντοτε, χειμώνακαλοκαϊρι. Τά μαλλιά του
ήταν γεμάτα κολλητσίδες. Στόν ώμο του είχε ένα σακκούλι καί στό λαιμό του
φορούσε Σταυρό. Είχε κρεμάσει στό λαιμό του καί μιά μπουκάλα μέ Αγιασμό καί μάς
έδινε νά πίνουμε. Έκανε τό σαλό (τρελλό) καί χόρευε τρελλά, γιά νά τόν
κοροϊδεύουν καί νά έχει μισθό άπό τόν Κύριο. Όταν μάς έδινε Αγιασμό, μάς έλεγε:
Μετανοείτε, ήγγικεν ή
βασιλεία τών ουρανών. Μετανοείτε, Θά έρθει πόλεμος, πείνα, θάνατος. Προσέχετε,
νά σάς βρει ό θάνατος σέ μετάνοια. Αύτά μάς τά έλεγε, πριν τό Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκαν όλα, καί ό πόλεμος καί ή πείνα καί ό θάνατος.
Πήγαινε σ' όλες τις
έκκλησίες καί τά έρημοκκλήσια κι' άναβε τά καντήλια. Προσευχόταν πολύ κι έλεγε
ότι μιλούσε μέ τό Θεό. Έλεγε παντού, όπου καί νά πήγαινε: Νά γυρίσουτε μέ τό
Παλαιό. Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή μέ τό Παλαιό.
Στήν περιοχή τόν έλεγαν
«ό μπάρμπαΧαραλάμπης ό κολλητσιδιάρης». Τόν έβαζαν νά χορεύει καί μετά τού
έδιναν χρήματα. Αύτός τά έδινε άμέσως σέ κάποιο φτωχό πού τά είχε άνάγκη. Τού
δίναμε καί ρούχα νά φορέσει, κι’ αύτά τά μοίραζε. Δέν κρατούσε τίποτα γιά τόν
εαυτό του. Στό σπίτι μας τόν πιστεύαμε γιά "Αγιο τού Θεού.
14. Μετανοείτε, θά έρθει
πόλεμος, πείνα, θάνατος. Προσέχετε, νά σάς βρει ό θάνατος σέ μετάνοια.»
μάννα μου καί ή άδερφή
μου ή καλόγρια τόν σεβόντουσαν πολύ.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου