Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016
17. Τα κεραμίδια στάζουν δηλητήριο
Δημήτριος Ήλιόπουλος,
ζωγράφος, κάτοικος Καλαμάτας:
Ό Χαραλάμπης, έπειδή είχε
ένα χαρακτηριστικό τρόπο ένδυμασίας καί παρουσία όπλου, φτωχού καί
θρησκευόμενου άνθρώπου, μέ είχε έντυπωσιάσει καί ήθελα νά τόν ζωγραφίσω, έτσι
ρακένδυτο, ξυπόλητο καί μέ τό φαναράκι πού κρατούσε στό χέρι του.
Έμαθα ότι μένει σέ μιά
καλύβα στό Ασπρόχωμα. Έπήγα λοιπόν καί τόν βρήκα μέσα σ' αύτή τήν καλύβα,
ξυπόλητο καί μέ τήν ένδυμασία αύτή άκριβώς πού τόν έχω ζωγραφίσει. Ήταν
καθισμένος πολύ κοντά σέ μιά φωτιά, πού σιγόκαιγε, άκίνητος, μέ σκυμμένο τό
κεφάλι πάνω άπό τήν κάπνα τής φωτιάς. Τόν πλησίασα καί τού είπα: Γειά σου
Χαραλάμπη, τί κάνεις;
Αυτός ούτε μέ κοίταξε,
ούτε μού έδωσε σημασία, ούτε κουνήθηκε. Βγήκα κι’ έγώ τότε έξω νά φύγω. Μέ
βλέπει ένας γέροντας καί μέ ρώτησε τί θέλω. Τού είπα ότι θέλω νά ζωγραφίσω τό
Χαραλάμπη. Ό γέροντας μού είπε: Πές του το, ότι θέλεις νά τόν ζωγραφίσεις,
γιατί είναι τώρα τρεις μέρες σ' αυτή τή στάση, πού τόν βλέπεις, χωρίς νά φάει
ούτε νά πιει.
Ξαναμπήκα μέσα καί τού
είπα ότι είμαι ζωγράφος καί ότι θέλω νά τόν ζωγραφίσω. Τότε αύτός πετάχτηκε
έπάνω καί μού είπε:
Κι έγώ αυτό θέλω!
Βγήκαμε λοιπόν έξω καί
μού ζήτησε νά τόν ζωγραφίσω έτσι όπως ήταν ντυμένος καί νά κρατάει στό χέρι ένα
Σταυρό. Έφτιαξα λοιπόν ένα Σταυρό άπό καλάμι, τού τόν έδωσα καί αύτός πήρε τή
στάση αύτή άκριβώς, πού είναι καί στό πορτραίτο. Μού είπε:
Έτσι θέλω νά μέ
ζωγραφίσεις.
Εγώ τοϋ έφτιαξα τό
σκίτσο, αλλά είχα σκοπό νά τό μετατρέψω στή συνέχεια όπως ήθελα έγώ. Φεύγοντας
μέ συναντάει μιά γυναίκα καί μέ ρώτησε πού μένει ό Χαραλάμπης. Τή ρώτησα τί τόν
θέλει καί μοϋ είπε ότι είναι άπό τήν Αθήνα, δέν τόν ξέρει άκριβώς ποιος είναι
ούτε τόν έχει ξαναδεϊ. Τόν βλέπει όμως συχνά στόν ύπνο της καί τής ζητάει νά
τόν συναντήσει, γιατί θέλει νά τόν βοηθήσει. Είπα λοιπόν στήν γυναίκα αύτή,
όταν τόν δεί καί μετά, νά έρθει νά μέ συναντήσει στή δουλειά μου καί νά μού πεϊ
τί τήν ήθελε. Ήρθε λοιπόν ή γυναίκα καί μοϋ είπε ότι τήν ήθελε νά τόν
γιατρέψει, έπειδή ήξερε ιατρική μέ πρακτικούς τρόπους.
Τού έτριψα, μοϋ είπε, τό
κορμί μέ ένα γιατρικό, άλλά έκείνο πού μού έκανε πολύ έντύπωση είναι ότι τό
δέρμα του ήταν καθαρό καί τρυφερό σάν τού μικρού παιδιού.
Μετά άπό καιρό καί
έχοντας άφήσει κάπου στήν άκρη τό πορτραϊτο του, μέ σκοπό νά τό φτιάξω όπως έγώ
ήθελα, τόν είδα ένα βράδυ στόν ύπνο μου.
Έβλεπα ότι τόν ζωγράφιζα
καί πέταγα τά χρώματα μέ ένα μυστρί καί, ένώ τελείωνα, αυτός άφησε τή στάση πού
τοϋ είχα υποδείξει νά κάθεται καί ήρθε νά δεί πώς τόν φτιάχνω. Έγώ τότε θύμωσα
καί, όπως άνοιξα τά χέρια μου άπό άγανάκτηση, γιατί έφυγε καί μού χάλασε τήν
πόζα, άθελά μου τόν κτύπησα στό μέτωπο καί βλέπω νά άνοίγει τό κεφάλι του καί
νά πλημμυρίζει στό αίμα. Πετάχτηκα άπό τόν ύπνο μου φοβισμένος. Κοίταξα τήν ώρα
καί ήταν δύο τή νύχτα. Μοϋ ήρθε μιά έπιθυμία γιά δουλειά, έπιασα τό σκίτσο του
καί άρχισα νά τόν ζωγραφίζω. Εκείνη τήν νύχτα, μέχρι νά ξημερώσει, τελείωσα τό
πορτραϊτο του, έτσι άκριβώς όπως ήθελε αύτός καί όχι όπως ήθελα έγώ. Τόν πέτυχα
άκριβώς όπως ήταν, παρ' όλο ότι ήμουν άρχάριος ζωγράφος.
22. Ό Χαραλάμπης, όπως
τόν ζωγράφισε ό Δημήτρης Ήλιόπουλος.
Από τή μητέρα μου άκουσα
ότι ό Χαραλάμπης πήγε γιά πρώτη ψορά στό χωριό Άχλαδοχώρι. Πήγε ατό σπίτι μιας
γυναίκας, όνόματι Κριτσάκη καί, όταν μπήκε μέσα, είπε: Πώ, πώ, τά κεραμίδια
στάζουν δηλητήριο. Από τούς έντεκα σ' αυτό τό σπίτι θά μείνει μόνο ένας, κι'
αυτός παράλυτος.
Η γυναίκα τόν έβρισε καί
τόν έδιωξε γι' αυτό πού είπε. Πραγματικά όμως, σέ ένα χρόνο πέθαναν τά δέκα άπό
τά έντεκα παιδιά της καί έκείνο πού έμεινε ήταν παράλυτο.
70. ΠΟΙΟΙ ΚΟΛΑΖΟΝΤΑΙ ;
Πληθωρική ή διήγηση τού
Ιωάννη Άνδρικόπουλου, γεμάτη θαυμαστά καί παράδοξα:
Κατάγομαι άπό τό
Λατζωνάτο Τριφυλλίας καί κατοικώ στό Ασπρόχωμα Καλαμάτας.
Τό Χαραλάμπη τόν θυμάμαι
άπό παιδάκι, γιατί έρχόταν στό χωριό μου καί άναβε τά καντήλια ατά έξωκκλήσια.
Στά χωριά πού περνούσε, σέ γνωστούς καί σέ άγνώστους έλεγε:
Γυρίστε μέ τό Παλαιό.
Σήμερα είναι αυτή ή γιορτή μέ τό Παλαιό. Τό Παλαιό Εορτολόγιο είναι τό σωστό
καί αυτό νά άκολουθήσετε.
Εκκλησιαζόταν καί
κοινωνούσε μόνο στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη καί στόν "Αγιο Ισίδωρο.
Θυμάμαι κάποια φορά, πού
ήμουν στό καφενείο τού Ανδρόνικου Καραμπάγια, ήρθε έκεϊ καί ό Χαραλάμπης. Τόν
φώναξα στό τραπέζι μου, τόν κέρασα καί τού είπα: ΓΙαπουλάκη, λέω νά πάω αύριο
στόν Άγιο Γεώργιο ατούς Χρόνους.
Νά πάς, άλλά νά μήν
άφήσεις φράγκο στήν έκκλησία, γιατί τά παίρνει αύτός ό μπεκρής καί μάς
ξεφτιλίζει.
Παπουλάκη, δέν μπορώ νά
πάω καί νά μήν άφήσω κάτι στήν έκκλησία.
Εκείνο πού σού λέω έγώ νά
κάνεις, γιατί θά διατάξω καί θά σέ κόψει τό τραίνο, άλλά δέν θέλω νά σέ κόψει,
νά σέ σούρει όμως νά γελάσει ό κόσμος. Έφυγα άπό τό καφενείο, πήγα σέ μιά
έξαδέλφη μου στό Νέο Κόσμο καί μετά πήγα στή στάση, γιά νά πάρω τό τραίνο νά
πάω στό σπίτι μου. Εκεί πού περίμενα, χωρίς νά τό καταλάβω, βρέθηκα κοντά στίς
ράγες. Πέρασε τό τραίνο μέ έσουρε, μου έσκισε τό παντελόνι καί, όπως είπε ό
Χαραλάμπης, γέλασε ό κόσμος!
Πρίν πάει στό σπίτι τού
Ήλιόπουλου, έμενε στήν καλύβα τών Καραχαλαίων στό Ασπρόχωμα. Τά βράδυα πήγαινα
συχνά, άναβα τή φωτιά καί τού έκανα παρέα. Κάποια ήμέρα πήγα γύρω στά
μεσάνυχτα, τόν είδα νά κοιτάζει πρός τά έπάνω, δέν άνέπνεε όμως καθόλου, ήταν
σάν νεκρός. Επειδή πίστευα καί πιστεύω ότι ό Χαραλάμπης δέν ήταν ένας απλός
άνθρωπος άλλά ένας μεγάλος άσκητής τής έποχής μας, κάθησα καί περίμενα νά δώ τό
άποτέλεσμα. Μετά άπό άρκετή ώρα ακόυσα ένα «χράκ» άπό τό στόμα του καί άμέσως
μού λέει:
Τί υπέροχα ήταν έκεί!
Τί είδες παπουλάκη; τού
είπα.
Είδα χιλιάδες Αγγέλους,
Αγίους, Αγίες καί τήν Παναγία μας νά υμνούν τό Χριστό. Ό Χριστός δέν βλέπεται,
γιατί λάμπει καί ή Παναγία μας λάμπει, άλλά βλέπεται.
Έλεγε καί άλλα σέ μιά
ξένη γλώσσα, πού έγώ δέν καταλάβαινα· τόν ρώτησα τί σημαίνουν αύτά καί μού
είπε: Είναι οί έπτά λέξεις πού μού έδωσε ό Χριστός!
Είπε τίς λέξεις, άλλά
ήταν ξενικές καί δέν τίς συγκρότησα.
Ένα βράδυ τού άναψα τή
φωτιά καί κάθησα νά τού κάνω παρέα. Αποκοιμήθηκε δμως 6 Χαραλάμπης, καί μετά
άπό λίγο τόν άκουσα πού έλεγε:
Χρήν χρέν μή χρέν ναι
χρέν.
Τις εί;
Αρχιστράτηγος!
Τί ζητάς;
Νά άνοίξει ή κόλαση!
Δέν άνοίγει.
Ποιοι είναι αυτοί πού
κολάζονται;
Μάγοι, μάγισσες καί αυτοί
πού δέν έλεούν.
Ποιόν νά έλεήσουν;
Τό ζητιάνο.
Ποιος είναι ό ζητιάνος;
Πετάγομαι έγώ καί τού
λέω:
Παπουλάκη, είναι ό
Χριστός!
Αμέσως ξύπνησε καί μού
λέει:
Λύθηκε τό πρόβλημα.
Αύτή ή συζήτηση πού είχε
ό Χαραλάμπης στόν ύπνο του καί, κατ' οικονομία Θεού, πήρα μέρος κι έγώ, πού
ήμουν ξύπνιος, μέ συγκλόνισε καί άναλύθηκα σέ πολλά δάκρυα. Ένα άλλο βράδυ
κοιμόμουν στό σπίτι μου. Γύρω στά μεσάνυχτα ξύπνησα καί είχα μεγάλη άνησυχία. Ό
λογισμός μου μού έλεγε νά πάω γρήγορα στό Χαραλάμπη. Σηκώνομαι καί πηγαίνω στήν
καλύβα του, τόν βρίσκω πεσμένο άπό τό κρεββάτι καί ταλαιπωρημένο. Προσπαθούσε
πολλή ώρα ν' άνέβει στό κρεββάτι καί δέν μπορούσε· τόν σήκωσα, τόν έβαλα νά
ξαπλώσει καί θυμάμαι μού είπε:
Ή Παναγία σέ έφερε!
Κάποια μέρα μού είπε:
Στείλε μου τό παιδί σου
τόν Άντώνη, νά τού δώσω νά διαβάσει μιά παράκληση γιά τόν παππού του τό
Σωτήρη, πού είναι
άρρωστος ατό νοσοκομείο. Έστειλα τόν Άντώνη, τό γιό μου, στό Χαραλάμπη, τοϋ
έδωσε τήν παράκληση καί τού είπε νά πάει στόν Άγιο Μόδεστο νά τή διαβάσει. Έγώ
πήγα στό σπίτι καί, όταν έπέστρεψα, ό Χαραλάμπης μοϋ είπε:
Τήν ώρα πού διάβαζε τό
παιδί τήν παράκληση, έλαβα μήνυμα άπό τά Ούράνια ότι ό παππούς του θά γίνει
καλά.
Όπως τό είπε, έτσι καί
έγινε. Ό παππούς βγήκε πολύ σύντομα άπό τό νοσοκομείο καί γιατρεύτηκε άπό τήν
άρρώστια πού τόν ταλαιπωρούσε. Πολλές φορές τού έλεγα νά μ' άφήσει νά τού πλύνω
τά πόδια, άρνιόταν όμως έπίμονα καί μου έλεγε:
Άλλη φορά.
Ένα βράδυ, πού τού
ξαναζήτησα νά μ' άφήσει νά τού πλύνω τά πόδια, άφού άρνήθηκε πρώτα, μοό είπε:
Θά ρθεί άλλος άπό τήν
Αθήνα καί θά μού τά πλύνει.
Άλλη μέρα πού πήγα στην
καλύβα τού Χαραλάμπη, ήρθε ένας κύριος, τού έκοψε τά νύχια καί τού έπλυνε τά
πόδια. Όταν τελείωσε, ζήτησε νά κρατήσει τά νύχια του γιά εύλογία. Ό Χαραλάμπης
γύρισε πρός έμενα καί μέ ρώτησε:
Τί λές, νά τού τά
δώσουμε;
Παπουλάκη, τού λέω, άφού
σού έπλυνε τά πόδια, νά τού τά δώσεις.
Μετά έμαθα ότι αυτός ό
κύριος ήταν καθηγητής άπό τήν Αθήνα, είχε μεγάλη άγάπη στό Χαραλάμπη καί
πίστευε ότι ό παπουλάκης ήταν άγιος άνθρωπος.
Κάποια ήμερα μέ ρώτησε:
Άχ, θά γίνω άραγε καλά;
Είχε φοβερούς πόνους στά
πόδια του καί τό πρόβλημα αύτό δημιουργήθηκε άπό τίς πολλές μετάνοιες καί όδοι
πορίες πού έκανε.
Παπουλάκη, τού λέω, τήν
Κυριακή θά φάμε ατό σπίτι μου καί μετά, δ, τι πει ό Θεός άς γίνει.
Τήν Κυριακή τόν πήγα
κρατώντάς τον στό σπίτι μου καί, άφού φάγαμε, τόν άφησα κάτω άπό μιά συκιά, γιά
νά πάω σέ κάποια δουλίτσα μου. Όταν γύρισα μού φωνάζει: Έλα έδώ, έλα έδώ
γρήγορα.
Πήγα άμέσως, γιά νά δώ τί
μέ θέλει.
Κάθησε νά σού πώ· αυτή τή
στιγμή μόλις έφυγε ή Παναγία μού είπε νά μήν ξαναπάω στήν καλύβα πού μένω,
γιατί θά μέ σκοτώσουν μέ τό τσεκούρι καί θά ένοχοποιήσουν έσένα, πού μ' άνάβεις
τή φωτιά. Πήγαινε νά ειδοποιήσεις τόν Ήλιόπουλο νά μέ πάρει στό σπίτι του.
Έγώ, γιά νά μήν πάθω ότι
έπαθα μέ τό τραίνο, πήγα τρέχοντος, ειδοποίησα τόν Ήλιόπουλο καί τόν πήρε στό
σπίτι του. Στό σπίτι τού Ήλιόπουλου, πού έμεινε μέχρι τό τέλος τής ζωής του,
πήγαινα συχνά καί τόν έβλεπα. Κάποια μέρα είχαν πάει πολλές γυναίκες νά τόν δουν,
ό παπουλάκης όμως δέν μιλούσε μαζί τους καί αύτές, όταν μέ είδαν, μού
παραπονέθηκαν. Ρώτησα τόν παπουλάκη γιατί δέν μιλάει στις γυναίκες, πού ήλθαν
νά τόν δουν καί μιλάει μόνο σέ μένα. Μέ κοίταξε καί μού είπε:
Εσύ έρχεσαι μαζί μέ τήν Παναγία.
Άλλη φορά, πού είχα πάει
νά τόν δώ, μού είπε:
Ήρθε άγγελος καί μού
είπε: Έκανες μεγάλο άγώνα καί σέ ένα μήνα θά άναπαυθείς.
Ό πεθερός μου Αθανάσιος
Δημητρακόπουλος, κάποιο βράδυ φιλοξένησε τόν παπουλάκη στό σπίτι του. Ό
Χαραλάμπης τού είχε πεϊ νά τόν ξυπνήσει στις δύο μετά τά μεσάνυχτα. Ό πεθερός
μου έβαλε καί τό ρολόι, γιά νά μήν άποκοιμηθεϊ. Μόλις χτύπησε τό ρολόι,
σηκώθηκε γιά νά πάει νά ξυπνήσει τό Χαραλάμπη. Τόν είδε όμως νά
φεύγει περπατώντας πολύ
ψηλά πάνω άπό τό έδαφος. Αύτό τόν συγκλόνισε καί τό έλεγε παντού. Στήν κηδεία
τού Χαραλάμπη ό πεθερός μου φώναζε:
Είναι "Αγιος, Άγιος!
Τόν είδα νά περπατάει πάνω άπό τό έδαφος!
Θυμάμαι μιά βραδυά, είχε
έρθει ό Χαραλάμπης στοϋ πεθερού μου τό σπίτι, γιά νά πυρωθεί. Ό κουνιάδος μου ό
Γιάννης έρριχνε στή φωτιά μπαρούτι μέ τις χούφτες. Οι φλόγες τής φωτιάς ήταν
πολύ ισχυρές, ό Χαραλάμπης καθόταν πολύ κοντά, ό κουνιάδος μου συνέχιζε νά
ρίχνει μπαρούτι, γιά νά γελάει μέ τό Χαραλάμπη. Εγώ τόν μάλωνα νά σταματήσει,
γιά νά μήν καούμε. Ό Χαραλάμπης γυρίζει καί μου λέει:
Άφησέ τους, νά καούνε μιά
ώρα άρχήτερα. 'Ακόυσα άπό άλλους ότι πέρασε άπό μιά στάνη καί δυό τσοπαναρέοι
τού έδωσαν σέ πιάτο μυτζήθρα νά φάει. Ό Χαραλάμπης, άφού έφαγε, ευλόγησε τά
πρόβατα καί οι δυό τσοπαναρέοι είδαν ότι άπό τότε τά πρόβατα είχαν πολύ γάλα.
Είπαν στό Χαραλάμπη νά περνάει τακτικά, γιά νά τού δίνουν γάλα, τυρί, μυτζήθρα
καί ότι άλλο ήθελε.
Κάποια μέρα τόν είδαν νά
περνάει έξω άπό τή στάνη περπατώντας πολύ ψηλά πάνω άπό τό έδαφος. Οί
τσοπαναρέοι τόν θαύμασαν καί τού φώναζαν νά τούς πλησιάσει, άλλά ό Χαραλάμπης
έξακολουθούσε νά φεύγει χωρίς νά πατάει στό έδαφος.
Τήν έποχή τής κατοχής οί
Γερμανοί είχαν πολλούς κρατουμένους στό παλαιό Σύνταγμα καί ύπήρχε φήμη ότι
πολύ σύντομα θά τούς έκτελέσουν. Μιά γυναίκα έκλαιγε γιά τόν άντρα της, πού τόν
είχαν κρατούμενο οί Γερμανοί. Πέρασε ό Χαραλάμπης άπό τή γειτονιά της καί τήν
είδε πού έκλαιγε, τή ρώτησε τό λόγο καί έκείνη τού είπε γιά τόν άντρα της.
Μήν κλαίς, θά πάω νά σού
τόν φέρω έγώ τόν άντρα σου, τής είπε.
Πήγε στό Σύνταγμα, πέρασε
τούς Γερμανούς σκοπούς χωρίς νά τούς φοβηθεί καί χωρίς έκεϊνοι νά τόν
έμποδίσουν. Βρήκε τούς κρατουμένους, πήρε αύτόν πού ήθελε καί τόν πήγε στό
σπίτι του!
Κάποια φορά είχα πάει στό
πανηγύρι στό χωριό Χαραυγή. Στό σπίτι πού πήγα, ήρθε καί ό Χαραλάμπης. Σέ
κάποια στιγμή μπήκε στό χορό καί χόρευε μέ τίς κοπέλλες. Τόν πλησίασα καί τού
είπα:
Παπουλάκη, γιατί χορεύεις
μέ τά κορίτσια; Δέν είναι σωστό αυτό πού κάνεις.
Κάνω τόν Άνδρέα τό σαλό,
μού είπε καί συνέχισε τό χορό.
"Ενας όδηγός, πού
είχε φορτηγό, μού είχε πεί ότι πηγαίνοντας κάποτε μέ τό αύτοκίνητο στήν
Καλαμάτα, συνάντησε στό δρόμο τό Χαραλάμπη, στό χωριό Άρφαρά. Όταν έφτασε όμως
στήν Καλαμάτα, βρήκε τό Χαραλάμπη πάνω στή γέφυρα τού παλαιού ΚΤΕΛ. Ό όδηγός
άναρωτιόταν πώς ό Χαραλάμπης περπατώντας καί χωρίς ν' άνέβει σέ αύτοκίνητο ή μηχανάκι
έφτασε στήν Καλαμάτα γρηγορότερα άπό αύτόν. Τού οδηγού τού είχε κάνει μεγάλη
έντύπωση αύτό καί τό συζητούσε στό καφενείο τού Ασπροχώματος.
"Ακόυσα τήν έποχή
τής κατοχής, ότι ό Χαραλάμπης πήγαινε μέ τό φαναράκι του ν' άνάψει τόν Άγιο
Ιωάννη στόν Άντικάλαμο. Οί Γερμανοί είδαν τό φώς καί άρχισαν νά τόν πυροβολούν
μέ τά πολυβόλα τους άπό τή Σπερχογεία. Καμμιά όμως σφαίρα δέν τόν πήρε.
Βλέποντας οί Γερμανοί ότι τό φώς δέν σβήνει, έτρεξαν νά τόν φτάσουν. Μόλις τόν
έφτασαν, άρχισε ό άξιωματικός τους νά τού δίνει κλωτσιές. Όταν σταμάτησε, ό
Χαραλάμπης τού είπε:
Δέν θά γυρίσει κανένας
άπό σάς στό σπίτι του στήν Γερμανία!
Ό ίδιος μου είπε ότι
κάποια φορά είχε πάει σ' ένα μοναστήρι στή Μάνη. Τό βράδυ ξάπλωσε νά κοιμηθεί
στην αυλή του μοναστηριού. Όλη τή νύχτα οί δαίμονες δέν τόν άφησαν νά κλείσει
μάτι, τόν χτυπούσαν καί τόν έπιαναν άπό τό λαιμό νά τόν πνίξουν. Μού είπε
άκόμη:
Ή λέξη τέρας δέν
ταιριάζει ποτέ σέ άνθρωπο· ούτε σέ ζώο ταιριάζει ατό διάβολο, γιατί αυτός είναι
τέρας.
Ό Χαραλάμπης κοιμήθηκε
τόν Οκτώβριο τού 1974. Ή κηδεία του έγινε στό μοναστήρι τού Παναγουλάκη, καί
θυμάμαι είχε πάρα πολύ κόσμο.
Ποτέ δέ θά ξεχάσω τήν
άσκητική μορφή καί τήν άγιότητα αυτού τού άνθρώπου.
Παπουλάκη, αίωνία σου ή
μνήμη!
Σταυρούλα Βασιλείου
Ζαφειροπούλου, τό γένος
Βασιλάκη, 78 έτών,
κάτοικος Καλαμάτας, διηγείται:
Γνώριζα τό Χαραλάμπη άπό
μικρή, πριν πάω σχολείο. Ερχόταν σπίτι μας τακτικά. Είχαμε κτήματα καί έπαιρνε
άπό τό περιβόλι μας σύκα, σταφύλια, καλάμια. Ζήταγε λάδι καί τά πήγαινε όλα σέ
χήρες, όρφανά καί διάφορες φτωχές οικογένειες. Άπ’ ό,τι τού δίναμε νά φάει,
έτρωγε πολύ λίγο καί τό ύπόλοιπο τό μοίραζε στούς φτωχούς. Γύριζε ψέλνοντας,
ρυπαρός, κουρελιάρης, ζωσμένος μέ σακκιά. Τά πόδια του ήταν τυλιγμένα μέ
λινάτσες καί σπόγγους. Φορούσε στό λαιμό ξύλινο Σταυρό καί στά χέρια του
κρατούσε φανάρι, Σταυρό καί κομποσχοίνια.
Πρώτη δημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
ΣΑΛΟΣ
© Πρώτη Έκδοσις 1993
Δευτέρα "Εκδοσις 1994 Τρίτη Εκδοσις 1998
'Εκδόσεις Ίεράς Μονής
Παναγουλάκη, Καλαμάτα.
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου