Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
30. Ό γερο- Αβράμιος
Ό ευλογημένος παπαΆνδρέας για αρκετό καιρό
πήρε σαν υποτακτικός μαθήματα άσκήσεως, ύπακοής και έκκοπής τού δικού του
θελήματος άπό τούς ασκητές και πατέρες τής έρήμου τού Άγιοβασίλη, όπου, ώς
προείπαμε, έμαθήτευσε κοντά στον ευλαβέστατο γέροντα. Γεράσιμο Μενάγια τον
χημικό. Έκεί, έκτος άπό τόν π. Γεράσιμο, γνώρισε κι άλλους πνευματικούς
πατέρες, όπως τόν γερο-Χερουβείμ, τόν γερο-Ίωσήφ, τόν παπαΒαρθολομαΐο και
πολλούς άλλους ερημίτες και άσκητές.
Ό παπαΆνδρέας έκανε τό σύνδεσμο μεταξύ τού
γέροντα Γερασίμου Μενάγια και τού γιατρού τής Μεγίστης Ααύρας Αθανασίου μοναχού
Καμπανάου και μετέφερε άπό τόν ένα στόν άλλο την αλληλογραφία καί τά διάφορα
δημοσιεύματα τού περιοδικού «Άγιορείτικη Βιβλιοθήκη».
Τότε στό Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου είχε
άρρωστήσει βαριά ένας άπό τούς μεγάλους αγωνιστές και άκάματος εργάτης τής
ύπακοής, ό μοναχός Άβράμιος.
Ό παπαΆνδρέας πηγαίνοντας στη Ααύρα
παρεκάλεσε τόν πατέρα Αθανάσιο νά κάνει τόν κόπο και να πάει στό μοναστήρι τους
για να δει τόν ασθενή αυτόν.
Ό γιατρός έτρεξε πρόθυμα από τή Λαύρα στο
Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου, πού απέχει από ξηράς γύρω στις έξι ώρες.
Όταν έξέτασε τόν ασθενή, διεπίστωσε πώς
βρίσκεται στην τελευταία ώρα τής ζωής του καί πώς αν μετακινηθεί, με την
παραμικρή κίνηση που θά κάνει, ή καρδιά του δεν θά άντέξει καί θά πεθάνει
αμέσως.
Όταν ό γιατρός καί ό άδελφός νοσοκόμος τής
μονής βγήκαν έξω άπό τό κελλί τού γερο-Άβράμιου, ό άρρωστος, παρά την αυστηρή
απαγόρευση τού γιατρού νά μήν κινηθεί, σηκώθηκε, πήγε στή βρύση, πλύθηκε καί
χτενίστηκε, με απόλυτη ησυχία καί αταραξία.
Όταν ό παπα-Άνδρέας δοκίμασε νά τόν
εμποδίσει νά σηκωθεί, διότι είχε παραμείνει στό κελλί του, έκείνος τού είπε:
«Μή φοβάσαι. παπαΆνδρέα, δέν ήρθε ακόμη ή ώρα μου καί ας λέει ό,τι θέλει ό
γιατρός. Μόνο σέ παρακαλώ πήγαινε νά μοϋ φέρεις τή θεία Κοινωνία νά μεταλάβω τό
Σώμα καί Αίμα τού Χριστού μας, καί τότε θά μέ πάρει Εκείνος, όταν έρθει ή ώρα
μου».
Ό παπαΆνδρέας πήγε νά φέρει τήν άγια
Κοινωνία καί στό μεταξύ έπέστρεψαν ό γιατρός μέ τό νοσοκόμο γιά νά δοϋν αν ό
ασθενής πέθανε καί τόν βρήκαν όρθιο νά χτενίζεται. Ό γιατρός απέναντι σ’ αύτό
τό θαϋμα έμεινε άναυδος καί μέ ανοιχτό τό στόμα, γιατί σύμφωνα μέ τήν έπιστήμη
του ή κατάσταση τού άσθενοϋς ήταν έξαιρετικά άπελπιστική.
Όταν γύρισε ό π. Άνδρέας μέ τά ’Άχραντα
Μυστήρια, ό γερο-Άβράμιος έκανε τήν προσευχή του όρθιος καί είπε: «Τού Δείπνου
σου τού μυστικού, σήμερον, Γίέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε...» καί πολύ ήσυχα
κοινώνησε τά άγια Μυστήρια καί τότε άνακάθησε.
Ό γιατρός ρώτησε τόν γερο-Άβράμιο: «Πάτερ
μου, βλέπουμε μέ χαρά ότι είσαι πολύ ήσυχος καί φαίνεσαι χαρούμενος. Πές μας,
σέ παρακαλώ, πώς αισθάνεσαι καί πού όφείλεται αύτή ή χαρά;».
Τότε ό γερο-Άβράμιος είπε στό γιατρό:
«Πάτερ Αθανάσιε, μέ τή χάρη τού Θεού έχω σαρανταπέντε χρόνια στό μοναστήρι αύτό
καί δέν θυμάμαι νά κατηγόρησα ή νά κατέκρινα κανένα πατέρα, αδελφό ή χριστιανό,
άλλά καί όποίονδήποτε άλλο άνθρωπο, σύμφωνα μέ τήν εντολή τού Κυρίου ήμών Ιησού
Χριστού ό όποίος είπε: «μή κρίνετε ϊνα μή κριθήτε». Έτσι καί εγώ πιστεύω ότι
δέν θά μέ κρίνει καί δέν θά μέ κατακρίνει ό Χριστός μας γιά τις πολλές καί
μεγάλες άμαρτίες που έχω κάνει, άλλα θά τύχω τού θείου ελέους Του. Πατέρες καί
αδελφοί, συγχωρέστε με».
Ό γιατρός έκαμε δεύτερη ερώτηση στον π.
Άβράμιο: «Πώς μπορεί ό μοναχός άλλα καί κάθε άνθρωπος να πετύχει τούτο τό
πράγμα;».
Ό γερο-Άβράμιος είπε χαμογελώντας: «Γιατρέ
μου, για να πετύχει κανείς τούτο καί να μη κατακρίνει κανέναν, νομίζω πώς
χρειάζονται δύο βασικά πράγματα: Τό ένα είναι νά νικήσει κανείς τον εαυτό του.
νά άποβάλει τό θέλημά του, πού τού φέρνει έγωισμό καί σατανική υπερηφάνεια καί
νά αποκτήσει πραγματική ταπείνωση. Καί τό δεύτερο είναι: Νά άποβάλει κανείς
τελείως τό μίσος καί νά γεμίσει τήν καρδιά του μέ ειλικρινή καί άδολη αγάπη.
Αγάπη πρός τόν Θεό καί προς όλη τήν κτίση γενικά, τούς ανθρώπους, τά ζώα. τά
φυτά καί καθετί πού εκδηλώνει ζωή.
’Έτσι νομίζω πώς ό άνθρωπος δεν κρίνει καί
δεν κατακρίνει κανέναν. γιατί βλέπει μόνον τά δικά του έλαττώματα, τις
αδυναμίες καί τά άμαρτήματά του. Καί κάθε κίνηση των άλλων τή βλέπει καί τή
θεωρεί πραγματική άρετή. Έτσι συνήθισα κι έγώ νά βλέπω τούς άλλους άνθρώπους.
Εμένα τά γράμματά μου, γιατρέ, δέν είναι
πολλά. Είχα όμως ακούσει τούς πατέρες πού λέγανε πώς «ό,τι κακό βλέπουμε κι άκούμε
στούς άλλους, πρέπει νά τό συγχωρούμε. Καί ό,τι καλό βλέπουμε νά λένε καί νά
κάνουν, νά τό μιμούμαστε κι εμείς. Αλλά στόν εαυτό μας δέν πρέπει νά συγχωρούμε
ή νά επιτρέπουμε νά κάνει κανένα κακό ούτε σε άνθρώπους, ούτε σε ζώα. Ούτε καν
νά σκεφτούμε νά κάνουμε κακό στόν άλλο, γιατί τότε φεύγει ή αγάπη πού είναι ό
Θεός καί άντί αύτής έρχεται καί φωλιάζει μέσα στήν καρδιά μας τό μίσος, πού
είναι ό διάβολος.
Μόλις ό γερο-Άβράμιος τελείωσε τούς λόγους
τούτους είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι τό πνεύμα μου» κι αμέσως ξεψύχησε καί
τό πρόσωπό του έλαμψε σάν τόν ήλιο. Ό δε γιατρός έμεινε νά θαυμάζει τό γεγονός
καί μέ δάκρυα στά μάτια είπε: «Όντως οί αληθινοί μοναχοί καί χριστιανοί όποτε
θέλουν καί όπως θέλουν αύτοί πεθαίνουν καί όχι όποτε βλέπει καί ορίζει ή έπιστήμη».
Έτσι δώσαμε όλοι δόξα στόν πανάγαθο Θεό,
πού μάς αξίωσε τέτοιου θεάματος καί θείας διδαχής άπό τόν Άγιοπαυλίτη μοναχό
Άβράμιο.
Τό 1953, πού έγινε μεγάλος σεισμός στα
Επτάνησα, όλοι σχεδόν πού βρίσκονταν τότε στο Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου ήσαν
Έπτανήσιοι, όπως καί ό π. Άνδρέας, πού καταγόταν άπό την Κεφαλλονιά.
Ό παπαΆνδρέας πήγε τότε στην πατρίδα καί
βρήκε μόνον τον γέρο πατέρα του στή ζωή, σέ πολύ μεγάλη ηλικία έκατό χρόνων περίπου. Τον πήρε, μέ τη θέλησή
του βέβαια, καί τόν έφερε στο μοναστήρι του. όπου ύστερα άπό ένα χρόνο δοκιμής,
κατά την τάξη, τόν έκανε καλόγερο-.
"Ετσι άπό Γρηγόρης πού ήτανε τό πρώτο
του όνομα, τόν ονόμασε Συμεών μοναχό κι έγινε 'Αγιοπαυλίτης αδελφός. Μετά άπό
λίγο διάστημα ό αδελφός Συμεών άρρώστησε δύο ή τρεις μέρες καί οί πατέρες γιά
νά έξυπηρετούνται καλύτερα, έπειδή ήταν πολύ γέρος, τόν μετέφεραν στό
νοσοκομείο τής μονής.
Έκεΐ πήγαινε συχνά καί τό παιδί του, ό π.
Ανδρέας, καί τού έδινε θάρρος καί κουράγιο. Επειδή είδε ότι βάραινε καί
πλησίαζε στά πρόθυρα τού θανάτου, τόν ρώτησε: «Πάτερ Συμεών, τί κατάλαβες στά
έκατό χρόνια πού έζησες; Θυμάσαι κανένα καλό άπ’ τη ζωή σου; Πώς αισθάνεσαι
τώρα πού πλησιάζει ή ώρα νά φύγεις άπό τή ζωή αυτή;».
Ό πατέρας του. ό μοναχός Συμεών, μέ
χαρούμενο πρόσωπο τού είπε: «Αγαπητό μου παιδί, παπαΆνδρέα. άπό όλη τη ζωή μου
πού έζησα στόν κόσμο, τίποτε καί κανένα καλό δεν θυμάμαι. Τό μόνο καλό, πού
πολύ τό χάρηκα καί τό εύχαριστήθηκα. είναι πού μέ άξίωσε ό Θεός νά γίνω μοναχός
στά έκατό μου χρόνια, ύστερα άπό τη μίζερη καί θλιμμένη ζωή πού έζησα. Καί
τώρα, παιδί μου, πού κατάλαβα πώς ήρθε ή ώρα νά φύγω οριστικά άπό τόν κόσμο
τούτο, αισθάνομαι μέσα μου χαρά μεγάλη καί μιά φλόγα νά θερμαίνει τά σωθικά
μου. Ένα φώς μεγάλο φωτίζει τό μυαλό μου καί μέ βιάζει νά λέγω άκατάπαυστα τήν
ευχή πού μού έμαθες, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ, ϊίέ τού Θεού, έλέησόν με», καί
θέλω νά φύγω τό γρηγορώτερο άπό τή ζωή αυτή, γιατί μού φαίνεται πώς θά πάω σ’
ένα πολύ μεγάλο πανηγύρι. Ή χαρά μου δέν λέγεται. Δέν μπορώ νά τήν παραστήσω
Έδώ ή ανάγκη έφτιαξε μια πόλη, όπου τίποτε
δέν είναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικό η ξένο.
μέ λόγια. Πώς νά σού την περιγράφω;
Αισθάνομαι σαν να πηγαίνω στο γάμο κάποιου μεγάλου και πλούσιου βασιλιά».
Μέ τα λόγια αύτά και μέ χαρά πού σκίρταγε
ή καρδιά του, άφού κοινώνησε των Άχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε τό πνεύμα του μέ
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του τη Θεία Χάρη.
Στον Άγιοπαυλίτη αυτόν αδελφό Συμεών
πληρώθηκε τό ρητό τού Προφήτου Δαυίδ: «Πότε ήξω καί όφθήσομαι τώ προσώπω τού
Θεού»; (Ψαλμ. μα' 3).
Όλοι οί Αγιοι έκείνο που έμείς θεωρούμε
φοβερό καί τρομερό, δηλαδή τό θάνατο, μέ χαρά τον περιμένουν για νά τούς
έλευθερώσει
άπό τήυ ψεύτικη αυτή ζωή και νά μεταβοϋν
στήν άλλη, που είναι αιώνια, ώστε νά ζοϋν γιά πάντα κοντά στον Θεό.
Καθώς μοϋ διηγήθηκαν οί πατέρες, στο
μοναστήρι ζούσε ένας μοναχός με τό όνομα Γρηγόρης, που καί στον κόσμο ακόμη όσο
ζούσε ήταν πολύ στρυφνός, δύστροπος καί ανάποδος σε όλα. Καί καλημέρα νά τού
’λεγες θά σ’ έβριζε. Ήταν πολύ ενοχλητικός, φορτικός καί απαιτητικός καί
φερόταν πολύ σατραπικά προς όλους τους πατέρες μιλώντας πάντα με υποκριτικό
όφος.
Οί πατέρες βέβαια, γιά νά έχουν μισθό άπό
τον Θεό. έκαναν υπομονή καί έλεγε ό ένας στόν άλλο αδελφό· όπως ό πανάγαθος
Θεός κάνει υπομονή γιά τά έλαττώματα καί άμαρτήματά μας, έτσι κι έμεΐς άς
κάνουμε ύπομονή άπέναντι στήν ιδιοτροπία τού αδελφού μας. ώστε νά οικονομήσουμε
κι αυτόν τον ασθενή στο πνεύμα τής πίστης.
Αυτός, όμως, άπό ένέργεια τού σατανά
έκμεταλλευόταν τήν ύπομονή τών Πατέρων έκλαμβάνοντάς την ώς αδυναμία. "Ετσι
άποθρασυνόταν καί αύθαδίαζε περισσότερο.
Ό ουράνιος Πατέρας μας όμως πού γνωρίζει
καί ύπομένει όλων τών άνθρώπων τή δυστροπία, τήν κακία καί τά Αμαρτήματα, «ό μή
θέλων τόν θάνατον τού αμαρτωλού, ώς τό έπιστρέψαι καί ζην αύτόν καί εις
έπίγνωσιν αλήθειας έλθείν», πανσόφως οικονόμησε τή σωτηρία καί διόρθωση τού
ταλαίπωρου αύτού γερο-Γρηγόρη, ό όποίος άπό τήν πολλή φιλονικία μιά μέρα
συνειδητοποίησε πώς δεν έχει κανένα φίλο. Διότι όλοι άπέφευγαν τή συναναστροφή
καί τή συνομιλία με αύτόν, επειδή όσες φορές τόν πλησίαζαν έβρισκαν τόν μπελά
τους.
Τότε ό γερο-Γρηγόρης άρχισε νά σκέπτεται
σοβαρά τό γεγονός αύτό καί άπό τά μάτια του τρέχανε τά δάκρυα σάν άπό βρύσες.
Τόση δε μεγάλη μεταβολή τού έδωσε μέσα του ό Θεός, πού άπό τό παράπονο
άρρώστησε κι έπεσε στο κρεβάτι βαριά, γιά νά πεθάνει.
Μέχρι τότε δεν ήθελε οϋτε νά κοινωνήσει.
Αλλά καί στήν εκκλησία πήγαινε με δυσκολία.
Οί πατέρες πήγαν νά τόν μεταφέρουν στο
νοσοκομείο τού μοναστηριού, γιά νά μπορεί ό Αδελφός νοσοκόμος νά περιποιείται
καί αύτόν μαζί μέ τά άλλα γερο-ντάκια πού ήσαν έκεί.
Μόλις ακόυσαν τα άρρωστα γερο-ντάκια ότι
θά πάνε εκεί τό γερο--Γρηγόρη, τότε όλοι μ’ ένα στόμα είπαν: «Πατέρες, αν
θέλετε να φέρετε εδώ τό Γρηγόρη, πρέπει πρώτα να φύγουμε όλοι εμείς άπ’ έδώ και
υστέρα να τον φέρετε». Τόσο πολύ τόν είχαν πάρει από φόβοόταν
Οί πατέρες τής μονής, για να μή
σκανδαλίσουν τά γερο-ντάκια που στις τελευταίες μέρες τής ζωής τους θέλουν λίγο
περισσότερη ησυχία, ετοίμασαν ένα κελλί ακριβώς απέναντι από τό νοσοκομείο καί
έβαλαν εκεί τό γερο-Γρηγόρη, ό όποίος ύστερα άπό τό πάθημα αυτό, που
ταπεινώθηκε τόσο άπό την περιφρόνηση τών άλλων, ήρθε σε ειλικρινή μετάνοια καί
με συντριβή καρδίας καί φρονήματος παρεκάλεσε τόν ηγούμενο καί τους πατέρες να
τόν συγχωρέσουν για τήν κακή του συμπεριφορά καί τήν πρότερη διαγωγή. Ζήτησε
επίσης με δάκρυα στά μάτια νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει τά ’Άχραντα
Μυστήρια.
'Έτσι μετά άπό καθαρή εξομολόγηση,
ειλικρινή μετάνοια, συντριβή καί αληθινή ταπείνωση τού φρονήματος, τόν αξίωσε ό
Θεός νά λάβει τή θεία Κοινωνία, τό Σώμα καί Αίμα τού Κυρίου ημών Ίησού Χριστού,
καί με τό τελευταίο αύτό εφόδιο παρέδωκε τήν ψυχή του καί έτυχε μέ τό έλεος τού
Θεού νά φύγει άπό τή ζωή αύτή με όσιακό θάνατο καί μέ τήν ελπίδα τής ψυχικής
σωτηρίας νά είσέλθει στη Βασιλεία τών Ουρανών.
Ό σεβαστός καί αγαπητός Πνευματικός π.
Άνδρέας είχε τήν πνευματική προθυμία νά μού διηγηθεΐ τό ακόλουθο αξιοσημείωτο
θαύμα πού έγινε στο μοναστήρι αύτό.
Έπί ηγουμενίας τού Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ
στο μοναστήρι αύτό κοιμήθηκε πλήρης ήμερών, σε βαθύ γήρας, ό άδελφός Ευγένιος
μοναχός
Ό γερο-Εύγένιος σαράντα καί πλέον χρόνια
πριν άπό τήν ήγουμενία τού Σεραφείμ ήταν οίκονόμος σε διάφορα Μετόχια τής μονής
αύτής, εκτός τού Αγίου Όρους. Καί έπειδή πιστά καί άφοσιωμένα υπηρέτησε τό
μοναστήρι, ήταν άπό όλους τούς άδελφούς πολύ αγαπητός, άπό νέους καί γέρους,
στους οποίους διηγείτο καί διάφορα δύσκολα περιστατικά πού είχε συναντήσει στή
ζωή του.
Έτσι, έ'λεγε ότι, όταν ήταν νέος στην
ηλικία, τότε που τα Βουλγαρικά Κομιτάτα ήταν στήν ακμή τής δράσεώς τους σε
βάρος τού ελληνικού στοιχείου τής Μακεδονίας καί Θράκης, ό γερο-Εύγένιος είχε
τό διακόνημα τού δασοκόμου τής μονής καί μαζί με τον γερο-ΠαρΟένιο (άλλο
πνευματικό ανάστημα τής αύτής μονής) έμενε στους Αγίους Τεσσαράκοντα, μικρό
παρεκκλήσι μέ σπιτάκι που βρίσκεται στό δάσος τής μονής.
Από τό 1850 ώς τό 1920 σ’ όλη τή Μακεδονία
καί Θράκη τά Βουλγαρικά Κομιτάτα έκαναν μεγάλη ζημιά στους αδελφούς μας
"Ελληνες κατοίκους των περιοχών αυτών προσπαθώντας νά τά έκβουλγαρίσουν.
Στη δράση τους αύτή επιδίωκαν μέ κατάλληλη
προπαγάνδα νά φανατίσουν όλους τους σλαβόφωνους μονάχους ποό βρίσκονταν στό
Άγιον Όρος.
Γιά τό σκοπό αύτό μεταχειρίστηκαν πολλούς
μοναχούς, μεταξύ τών οποίων καί ένα προϊστάμενο τής Μεγίστης Λαύρας, όνόματι
Χρυσόστομο.
Τούτο έγινε γνωστό καί ήλθε άπεσταλμένος άπό
τους "Ελληνες πατριώτες, επειδή ό Λαυριώτης αυτός Προηγούμενος Χρυσόστομος
έμελλε νά παίξει σπουδαίο ρόλο καί ήταν σύνδεσμος, έν άγνοια τής μονής του,
στους βουλγαρόφωνους μοναχούς κι αυτοί συνεννοούνταν μέ τους Κομιτατζήδες. Ό
άπεσταλμένος τών Ελλήνων τού έστησε ένέδρα λίγο πιο πάνω άπό τή Μονή τών Ίβήρων
καί τον σκότωσε μέ όπλο ένώ πήγαινε γιά τις Καρυές.
Ό άνθρωπος αυτός μετά τό φόνο κατέφυγε στό
δάσος τής Μονής τού Αγίου Παύλου, στήν έκκλησία τών Αγίων Τεσσαράκοντα, όπως
είχε έντολή άπό τους πατριώτες "Ελληνες καί Καπεταναίους, πού διεξήγαγαν
πατριωτικό αγώνα έναντίον τών Κομιτατζήδων Βουλγάρων.
Εμπιστεύτηκε λοιπόν τό μυστικό του στον
γερο-Παρθένιο καί στόν μοναχό Εύγένιο, μέ τούς οποίους έμενε μαζί καί τούς είχε
έμπιστοσύνη θεωρώντας τους καλούς πατριώτες καί ικανούς νά κρατήσουν μυστική
αύτή τήν αποστολή τού άξιωματούχου κοσμικού. Πράγματι, γιά αρκετό καιρό, έως
ότου νά καταπαύσει ό σάλος, ό θόρυβος καί ή φασαρία πού έκαμαν τότε οί
Λαυριώτες μέ ανάμειξη καί τής 'ίεράς Κοινότητας γιά νά βρεθεί ό δολοφόνος διότι
ό Λαυριώτης Χρυσόστομος ήταν τότε καί αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα καί έως
ότου νά βρεθεί ή κατάλληλη ευκαιρία νά φύγει ό απεσταλμένος, κρυβόταν στό
δάσος, κοντά στους αδελφούς αυτούς, σάν έργάτης.
Οί Λαυριώτες ένήργησαν μέ τις αρχές τού
τόπου καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο μέ συνοδική απόφαση αφόρισε τό δολοφόνο
πού γνώριζε τά πάντα σχετικά μέ τό φόνο τού Χρυσοστόμου: Καί έκείνοι πού
γνωρίζουν καί δέν αποκαλύπτουν τη δολοφονία αύτή. νά ύπόκεινται όλοι στά
έπιτίμια καί τούς άφορισμούς τής Μητρός Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, μέ
βαρύτατους καί αιώνιους καταδικαστικούς δεσμούς της αιωνίου Κολάσεως.
Οί αδελφοί τής Ίεράς Μονής τού Αγίου
Παύλου γερο-Παρθένιος καί μοναχός Εύγένιος. σεβόμενοι τό μυστικό των Ελλήνων
πατριωτών καί τον ιερό σκοπό καί αγώνα πού διεξήγαγαν αύτοί σέ μεγάλες καί
φονικές μάχες, σ’ όλη τη Μακεδονία καί τή Θράκη, εναντίον τών έχθρών
Βουλγαροκομιτατζήδων, φύλαξαν τό μυστικό καί δέν φανέρωσαν σέ κανέναν τίποτε.
“Οταν όμως ό γερο-Παρθένιος έφτασε στις
τελευταίες ημέρες τής ζωής του, εξομολογήθηκε τό μυστικό αύτό στόν Πνευματικό
κι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, ό Καθηγούμενος τής μονής Σεραφείμ, πού έμαθε
τό μυστικό, έστειλε έγγραφο τής μονής μέ τό όποιο παρεκάλεσε τό Οικουμενικό
Πατριαρχείο καί ζήτησε άπό τή μητέρα Μεγάλη τού Χριστού Εκκλησία την έκδοση
«Μετριότητος». μέ τήν οποία νά λύνεται κάθε δεσμός καί άφορισμός τού
άποβιώσαντος μοναχού Παρθένιου. Δέν γνώριζε όμως ό Καθηγούμενος Σεραφείμ ότι τό
μυστικό αύτό γνώριζε καί ό μοναχός Εύγένιος καί έτσι στη «Μετριότητα» τού Πατριαρχείου
γράφτηκε μόνο τό όνομα τού γερο-Παρθένιου.
Πέρασαν άρκετά χρόνια άπό τό θάνατο τού
γερο-Παρθένιου καί άρρώστησε λίγο καί ό γερο-Εύγένιος, ό όποίος, άρκετά μεγάλος
στην ήλικία, μεταφέρθηκε στό νοσοκομείο τής μονής. Εκεί τον ύπηρετούσε ό
παπαΆνδρέας. νέο τότε καλογεράκι. Ό παπαΆνδρέας συμπάθησε πολύ τόν αγαθό εκείνο
Γέροντα, τόν γερο-Εύγένιο, ώστε, όταν κοιμήθηκε γιά πάντα τόν ΰπνο τών μακάρων,
έκλαιγε τό θάνατό του σάν νά έπρόκειτο γιά τό φυσικό πατέρα του.
Μετά τό θάνατο τού γερο-Εύγένιου ό π.
Άνδρέας μέ εντολή τού Καθηγουμένου έκανε σαρανταλείτουργο μνημόσυνο γιά τήν
ανάπαυση τής ψυχής του. Όταν τελείωσε τό σαρανταλείτουργο, βλέπει στον ύπνο του
τόν γερο-Εύγένιο, ό όποίος σαν σέ ζωντανό όραμα τού είπε: «δέν μπόραγα, παιδάκι
μου, να τό είπώ».
Αυτό έπαναλήφθηκε πολλές φορές καί έπειδή
ό π. Άνδρέας τό έβλεπε πολύ ζωντανό, συγκινήθηκε πολύ καί τό άνέφερε στον
ηγούμενο. Εκείνος κατάλαβε την έννοια τού οράματος, κάλεσε τό γραμματέα τής
μονής καί έγραψε στό Οικουμενικό Πατριαρχείο, άπό τό όποιο ζήτησε την έκδοση
συγχωρητικής «Μετριότητος» (πού αποτελεί Συνοδική απόφαση τής μητρός Εκκλησίας)
υπέρ συγχωρήσεως καί άφέσεως τών αμαρτιών τού γέροντος Ευγενίου.
Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε τή
Συνοδική αύτή άπόφαση καί όταν την έλαβε ό Καθηγούμενος, κάλεσε τούς αδελφούς
τής μονής, έκαναν όλονύκτια αγρυπνία καί στη Θεία Λειτουργία, μετά τό ιερό Ευαγγέλιο,
άνέγνωσε τό ιερό αύτό έγγραφο καί παρεκάλεσαν όλοι οί πατέρες τόν Κύριο για τή
συγχώρεση καί ανάπαυση τής ψυχής τού άδελφού Εύγενίου.
Στην επόμενη αγρυπνία, μετά τήν ανάγνωση
τής «Μετριότητος» αύτής. ό παπαΆνδρέας μέ δυο άλλους πατέρες τής Μονής τού
Αγίου Παύλου είδε πάλι σέ πολύ ζωντανό όραμα τόν γερο-Εύγένιο νά ψάλλει μαζί μέ
τούς πατέρες στον δεξιό χορό τής Εκκλησίας καί νά λάμπει άπό θείο φως. Τότε ό
π. Άνδρέας. όπως ό ίδιος μού είπε, έτρεξε νά τόν άγκαλιάσει, άλλά έγινε
άφαντος. "Ετσι, μέ τή χάρη «τής Μετριότητος» άπό τή μητέρα Εκκλησία, πού
έχει τήν έξουσία νά δένει καί νά λύνει άμαρτίες τών πιστών τέκνων της, δόθηκε
συγχώρεση καί άφεση τών άμαρτιών. άλλά καί διάλυση τών έπιτιμίων πού ή ίδια
είχε έπιβάλει.
Στό ευλογημένο αύτό μοναστήρι εργαζόταν
γιά πολλά χρόνια ό Γιώργος Κουζιαμάνης ό όποίος, έπειδή ήταν κοσμικός, έργάτης.
έμενε έξω άπό τό μοναστήρι καί. χωρίς νά ξέρουν οί πατέρες τίποτε, αύτός έφευγε
κρυφά άπό τό έργατόσπιτο καί πήγαινε κυνήγι κατά τις Κυριακές καί τις γιορτές.
Σέ μιά γιορτή ό Κουζιαμάνης ξεκίνησε, όπως
πάντα, γιά κυνήγι. Όταν έφτασε σέ ένα σημείο τού δάσους έπάνω προς τήν
«άγιασωτήρα», άρχισαν άπότομα νά πέφτουν γύρω του σάν βροχή πέτρες
διαφόρων μεγεθών, πότε μικρές κα'ι πότε
μεγάλες, άλλοτε μπροστά του καί άλλοτε πίσω του.
Ό Γιώργος φοβήθηκε πολύ και αμέσως άφησε
τό όπλο, έ'πιασε τό κομποσχοίνι καί άρχισε νά λέει έντονα την ευχή «Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν με», πού είχε μάθει άπό τους πατέρες νά λέει καί
λέγοντας συνεχώς την ευχή γύρισε πίσω στο μοναστήρι. Σ'όλο αυτό τό διάστημα,
άπό τό δάσος μέχρι καί έξω άπό τήν πόρτα τού μοναστηριού, οί πέτρες
εξακολουθούσαν νά πέφτουν κατεπάνω του. άλλά καμμιά δέν τον χτύπησε.
Ελπίζω σ' αυτούς τούς άγρυπνους
νυχτοκόπους, πού μέ τον κόπανο μετρούν τό πλήθος των ώρών τους. Αύτού τού έγινε
μάθημα κι άπό τότε δέν ξαναπήγε γιορτή για κυνήγι, αλλά, όπως βεβαίωσαν οί
πατέρες τής μονής αυτής, πήγαινε στην έκκλησία καί ακούε τα ιερά γράμματα καί
τίς προσευχές των πατέρων.
Στό κοινόβιο Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου ζούσε
πριν άπό 30 χρόνια ένα πολύ απλό κι αγαθό Γερο-ντάκι, ό γερο-Θωμ&ς, ένας
πρόθυμος καί ακάματος έργάτης τής ύπακοής. που είχε διακόνημα να βοηθάει τό
ζυμωτή καί φούρναρη τού μοναστηριού.
Μία μέρα έτυχε ανάγκη νά απουσιάσει για
δύο ήμέρες ό ζυμωτής καί φούρναρης τής μονής γερο-Γρηγόρης, ό όποίος άπό χρόνια
είχε τήν υπηρεσία αύτή καί γνώριζε πολύ καλά καί έξυπηρετούσε τά διακονήματα
αυτά μέ πολλή προσήλωση καί εύλάβεια.
Σάν αντικαταστάτη του στις ύπηρεσίες αύτές
άφησε τον γερο-Θωμά ό όποίος, επειδή δέν είχε ποτέ του ζυμώσει, ξαφνιάστηκε καί
βρέθηκε σε μεγάλη άπορία, διότι έπρεπε νά ζυμώσει, νά φουρνίσει καί νά δώσει
ψωμί γιά δύο ήμέρες στους πατέρες τού Κοινοβίου, που τότε είχε περισσότερους
άπό έξήντα μοναχούς καί δέκα ως είκοσι διερχομένους καθημερινά προσκυνητές.
Στή μεγάλη αύτή ανάγκη καί άπορία πού
βρέθηκε ό γερο-Θωμάς. άρχισε νά κάνει θερμή προσευχή καί μέ δάκρυα νά παρακαλεί
τήν Παναγία Μητέρα τού Κυρίου ήμών Ίησού Χριστού, Κυρία Θεοτόκο, καί τον άγιο
Παόλο νά τον φωτίσουν τί νά κάνει στήν προκειμένη περίπτωση, γιατί τά είχε
κυριολεκτικά χαμένα καί δέν ήξερε πούθε ν’ αρχίσει.
Τελικά, παίρνει τή μαγιά τού προζυμιού κι
έκεΐ πού πήγε νά βάλει νερό κι αλεύρι βλέπει δίπλα του μία μεγαλόπρεπη
μαυροφορούσα γυναίκα. Ή γυναίκα αύτή πήρε τό προζύμι καί τό ανακάτεψε, έβαλε τό
αλεύρι στή σκάφη καί σέ δύο ώρες τό ζυμάρι ήταν έτοιμο. Έπλασε τά ψωμιά, τά
φούρνισε καί μέσα στις δύο αύτές ώρες ξεφούρνισε καί έδωσε ό γερο-Θωμάς ψωμί
στούς μοναχούς, οί όποίοι άκόμη μέχρι
σήμερα δέν μπορούν νά ξεχάσουν τή γλυκύτητα καί τή νοστιμιά του.
Ό γερο-Θωμάς σαν υπνωτισμένος δεν κατάλαβε
τίποτε, πώς καί μέ ποιόν τρόπο έγιναν όλα αυτά. Τό μόνο πού κατάλαβε ήταν ή
μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα που δέν ήταν άλλη παρά ή Κυρία Θεοτόκος. Οί
αδελφοί τής μονής άπορούντες του έ'λεγαν: «Γερο-Θωμά, κάποιο φάρμακο θά έ'βαλες
μέσα στο ψωμί που είναι τόσο γλυκό καί νόστιμο καί έγινε τόσο γρήγορα καί τόσο
ωραίο» ήταν
Έδώ έδωκε την παρουσία Της ή Κυρία
Θεοτόκος που σαν μάνα φροντίζει τα παιδιά της, τους μοναχούς του Αγίου ’Όρους
για να μη μείνουν νηστικοί άπό έλλειψη τροφίμων καί άρτου, όπως έμπράκτως τό
είδαμε όλοι κατά τά χρόνια τής Γερμανικής Κατοχής (1940-1944).
Οί πατέρες τής Νέας Σκήτης μού διηγήθηκαν
τό ακόλουθο θαύμα πού συνέβη στην Ιερά Μονή τού Αγίου Παύλου.
Έπί ηγουμενίας τού Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ,
κατά τό έτος 1935 μέ 36, όταν τό άγιο Πάσχα όλοι οί πατέρες καί άδελφοί τής
μονής, έξήντα τον άριθμό, κατά την παράδοση βγήκαν έξω στο προαύλιο νά κάνουν
τήν Ανάσταση τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τότε, μετά τό «Χριστός Άνέστη», ό
Καθηγούμενος Σεραφείμ είπε σέ ένα άπό τά πιο άγαθά, άπλά, άλλά καί πιστά
γερο-ντάκια, τόν αδελφό τής μονής καί πρόθυμο έργάτη τής όπακοής, γερο-Θωμά:
«Γερο-Θωμά, πήγαινε σέ παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο νά είπείς στά κόκκαλα έκεί
τών πατέρων τό «Χριστός Άνέστη».
Ό γερο-Θωμάς πρόθυμος, χωρίς νά σκεφτεΐ
καθόλου πού θά πάει, είπε: «Νά ’ναι ευλογημένο Γέροντα». Ξεκίνησε άμέσως καί
πήγε στά οστά καί είπε μεγαλοφώνως: «Ό ήγούμενος μ’ έστειλε νά σάς είπώ τό
"Χριστός Άνέστη’, πατέρες καί άδελφοί». Άμέσως όλα τά οστά έτριξαν,
χόρεψαν κι αναπήδησαν, μία νεκροκεφαλή μάλιστα σηκώθηκε ως ένα μέτρο ψηλά κι
απάντησε στο χαιρετισμό τού Γέροντα: «Αληθώς άνέστη ό Κύριος» καί άμέσως έγινε
καί πάλι νεκρική σιγή.
Ό γερο-Θωμάς έπέστρεψε καί σέ έρώτηση τού
ήγουμένου, τού άνέφερε όλα όσα είδε καί ακούσε. ’Έφριξαν οί πατέρες που τό
ακόυσαν καί όλοι μ’ ένα στόμα δόξασαν τόν Θεό πού ή Πίστη μας είναι ζωντανή,
αληθινή καί άγίαόταν
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου