Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
31. Θαύμα τής Παναγίας
Για τήν Ιδιαίτερη φροντίδα της Κυρίας καί
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου οί πατέρες της 'Ιεράς Νέας Σκήτης μοϋ διηγήθηκαν τό
ακόλουθο γεγονός:
Τό 1942, που ή Γερμανική κατοχή είχε
επιφέρει μεγάλη συμφορά στην Πατρίδα μας καί ή πείνα καί στέρηση τών υλικών
αγαθών καί Ιδιαίτερα ή έλλειψη τροφίμων θέριζε κυριολεκτικά τους αδελφούς μας
"Ελληνες, οί μοναχοί τού Αγίου "Ορους με τη φροντίδα καί μέριμνα τής
Παναγίας Μητέρας μας καί μητέρας όλου τού κόσμου δεν αίσθάνθηκαν τήν έ'λλειψη
τών αγαθών, όπως οί άλλοι αδελφοί μας που βρίσκονταν στόν κόσμο καί πέθαιναν
καθημερινά από τήν πείνα, τούς μάζευαν με κάρα άπό τό δρόμο καί τούς ενταφίαζαν
ομαδικά
"Ετσι, λοιπόν, δύο χρόνια υστέρα άπό
τόν Αλβανικό πόλεμο με τούς Ιταλούς, όταν οί Γερμανοί κατέλαβαν τήν Πατρίδα μας
καί είχαμε γενικό άποκλεισμό άπό τρόφιμα, οί πατέρες τής Νέας Σκήτης μοϋ είπαν
ότι «Δέν είχαμε άλεύρι παρά μόνο για δύο ζύμες τό όποιο, όταν θά τελείωνε, δέν
ξέραμε τί θά γίνει». «Είχαμε στή συνοδεία μας έκτος άπό τόν πατέρα Θεοφύλακτο
καί τόν μακαρίτη τόν γερο-Γαλακτίωνα», είπε ό παπαΊωακείμ ό Σπετσιέρης, «άκόμη
ένα άτομο καί φτάσαμε σέ τρομερή απογοήτευση».
Ό γέροντάς μας Ιωακείμ, άνθρωπος τού Θεοϋ,
μέ πολύ μεγάλη πίστη καί γενναία ψυχή, προικισμένος μέ πνεϋμα υπομονής, πίστεως
καί αγάπης πρός όλον τόν κόσμο, μάς έδινε θάρρος καί μάς έλεγε: «Μή λυπάστε,
παιδιά μου, δέν θά μάς άφήσει ό Θεός. Εμείς έχουμε τήν Παναγία Μητέρα τού Θεού
βοηθό πού θά φροντίσει γιά μάς, σύμφωνα μέ την ύπόσχεσή Της. Άλλα έάν
παραχωρήσει ό Θεός νά στερηθούμε τα ολικά αγαθά και νά πεινάσουμε, δεν θά
πάθουμε καί κανένα μεγάλο κακό, γιατί, αν μέ υπομονή καί δίχως γογγυσμό
υποφέρουμε όποιο κακό μάς βρει, αύτό θά είναι καλό καί ωφέλιμο γιά τήν ψυχική
μας σωτηρία. Εμείς, ώς μοναχοί, πρέπει νά κάνουμε κουράγιο, νά έχουμε τήν
ελπίδα μας στον Θεό καί στήν Κυρία Θεοτόκο καί μέ τό υπόδειγμά μας νά δίνουμε
θάρρος καί στόν άλλο κόσμο ποό υποφέρει πολό περισσότερο από μάς».
Μέ πολλή μεγάλη οικονομία καί μέτρο στο
αλεύρι καί τις ζύμες περάσαμε άπό τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο, όπόταν άρχισαν
οί καθημερινές Παρακλήσεις τής Παναγίας γιά τό Δεκαπενταύγουστο.
Ψωμί δέν είχαμε πλέον καθόλου, ό γείτονάς
μας π. Αρσένιος Μαντζαρόλας, ό μυλωνάς της Σκήτης, έκτος τού ότι δέν είχε
καθόλου ψωμί, είχε πάρει δανεικά καί χρωστούσε στόν έναν καί στόν άλλον
ολόκληρη φουρνιά, δεκαπέντε είκοσι ψωμιά, χωρίς νά μπορεί νά τά έπιστρέψει.
«Στο δικό μας σπίτι», λέει ή Συνοδεία τού
πατρός Ιωακείμ Σπετσιέρη, «αύτός ερχόταν πολύ σπάνια, σχεδόν ποτέ, γιατί ό
Γέροντάς μας πάντα τόν συμβούλευε καί τού έ'λεγε νά σταματήσει τά ταξίδια πού
συχνά έκανε στόν κόσμο, γιά τό νεαρό τής ήλικίας του καί γιά τούς κινδύνους πού
διατρέχει ό μοναχός περιφερόμενος στόν κόσμο».
ΤΗταν δώδεκα τού Αύγούστου, ή ώρα έξι τό
μεσημέρι, ώρα Βυζαντινή (κατά τήν όποια στή διίση τού ήλιου θά πρέπει πάντοτε
σέ όλες τις έποχές τού έτους νά δείχνει ό ώροδείκτης δώδεκα), άκούμε νά κτυπάει
ή πόρτα. ’Έτρεξε ό πατήρ Ιάκωβος γιά νά άνοίξει. Είδε τόν πατέρα Αρσένιο
Μαντζαρόλα, τού άνοιξε καί στήν ερώτηση «Πώς τέτοια ώρα, πάτερ Αρσένιε, τί σού
συμβαίνει; Ή όσιότητά σου δέν ερχόταν τόν καλό καιρό καί τώρα μεσημεριάτικα τί
συμβαίνει;» εκείνος σχεδόν κλαμένος τού απάντησε: «Σώπα, π. Ιάκωβε, καί έλα έξω
στήν άπλωταριά στή βεράντα στόν εξώστη, νά δείς τά θαύματα τής Κυρίας Θεοτόκου
καί τή φροντίδα πού έχει γιά μάς, τούς μοναχούς της, ή Παναγία μας.
Πράγματι, βγήκαμε και οϊ δύο στήν
άπλωταριά και είδαμε τα κατάρτια ενός πλοίου. «Ιδού, πατέρα Ιάκωβε, ή Παναγιά
μάς έφερε σιτάριόταν» Έγώ τόν έρώτησα: «Πώς τό έμαθες αυτό, π. Αρσένιε; Πήγες
στήν παραλία; Κατέβηκες κάτω καί τό είδες;». Κι έκείνος μοϋ απάντησε: «ΓΙάτερ
μου, έγώ δεν πήγα στήν παραλία, άλλα επειδή, όπως γνωρίζεις, δέν έχω καθόλου
ψωμί καί χρωστάω τόσα στους πατέρες καί ντρέπομαι να τους δώ, αποφάσισα νά φύγω
αύριο τα ξημερώματα καί μέ τα πόδια σιγάσιγά από τή στεριά νά φτάσω στήν
πατρίδα μου τή Σπάρτη.
Έτσι, μέ τή σκέψη αύτή, ξάπλωσα στό
ντιβάνι μου νά ξεκουραστώ, νηστικός καί πολύ στενοχωρεμένος. Μόλις αποκοιμήθηκα
ή ήμουν μισοξύπνιος. βλέπω τήν μάνα μου νά μού λέει:
— Τί
έχεις, παιδί μου, καί είσαι έτσι λυπημένος;
— Τί
άλλο θέλεις νά έχω, μάνα; Δέν έχω καθόλου ψωμί, μάνα, πεινώ.
— Καί
Γι’ αυτό θέλεις νά φύγεις από τό ’Όρος;
— Ναί,
Γι’ αύτό.
— Καί
πού λογαριάζεις νά πας, παιδί μου; Δυστυχισμένο μου παιδί... Δέν είμαι έγώ ή
Κυβερνήτις τού Όρους; Τόσους αιώνες τό προστατεύω, τό συντηρώ καί τό
διαφυλάττω, τό ’Όρος ολόκληρο καί τους έν αύτώ ύπομένοντες πατέρες. Δέν τους
έχω καί τούς φροντίζω όλους σάν τέκνα μου αγαπητά; Καί πώς είναι δυνατόν νά
αθετήσω τήν ύπόσχεσίν μου αυτήν; Ίδου σάς έφερα κάτω ένα καΐκι μέ σιτάρι. Σήκω,
κατέβα καί πάρε.
— Μητέρα
μου, πώς θά πάρω τό σιτάρι άφοϋ δέν έχω χρήματα;
— Τό
γνωρίζω κι αύτό, παιδί μου, αλλά έδώ κάτω είναι ό γερο-Συμεών μέ τή συνοδεία
του. Κι αυτός δέν έχει σιτάρι καί στενοχωριέται, πλήν όμως σέ μένα έχει τήν
έλπίδα του. Πήγαινε σ’ αύτους καί θά σού δώσουν χρήματα. Καί νά τους πεις νά
κατεβοϋν κι αυτοί κι όλοι οί πατέρες νά πάρουν.
Αυτά μού είπε κι έφυγε, π. Ιάκωβε. Έλα λοιπόν
κι έσύ. πάμε μαζί κάτω νά πάρουμε σιτάρι. Νά τό καΐκι. Όπως βλέπεις, αύτή δέν
ήταν ή μητέρα μου, αλλά ήταν ολοφάνερα ή Παναγία, ή μεγάλη μας Μητέρα.
Ό πατήρ Ιάκωβος έτρεξε στον Γέροντά μας
καί τού είπε «Δώσε, Γέροντα, στον Παντελεήμονα χρήματα καί σακιά κι έμείς μέ
τόν π.Αρσένιο φεύγουμε για την παραλία, να προλάβουμε να πάρουμε λίγο σιτάρι,
μήπως μάς φύγει τό καΐκι». Όταν κατεβήκαμε στην θάλασσα, βρήκαμε τους
Καπεταναίους στην Καλαμιά, έκεί πού τώρα είναι ό άρσανάς τού πάπαΒαρλαάμ. Οί
ναυτικοί ήταν καθισμένοι καί έλεγαν: «Πατέρες, έμείς δεν έχουμε σιτάρι για
πούλημα. Εμάς από την Καβάλα μάς αγγάρευαν οί Γερμανοί να πάμε είδη πολέμου
στον Κόλυνδρο καί μάς έπέτρεψαν να πάρουμε σιτάρι, τριακόσιες οκάδες για κάθε
οικογένεια. Αύτό έχουμε, άλλα επειδή κι εσείς δεν έχετε καθόλου, θά σάς δώσουμε
νά πάρετε άπό τριάντα οκάδες κάθε άτομο, για νά οίκονομηθεΐτε τώρα». Ρώτησαν
τον π. Αρσένιο: «Πόσοι μοναχοί είστε εσείς;». Ο π. Αρσένιος είπε: «Έγώ είμαι
μόνος μου». «Καλά, είπαν, «θά πάρεις τριάντα οκάδες». Ό π. Αρσένιος είπε: «Σάς
ευχαριστώ». «Εσείς, π. Ιάκωβε, πόσοι είστε;». Αύτός απάντησε: «Εμείς είμαστε
πέντε, γιατί είχαμε καί τόν γερο-Βαρθολομαίο». «Εσείς τότε θά πάρετε», είπαν οί
Καπεταναϊοι. «εκατόν πενήντα οκάδες». Καί είπαμε: «Δόξα νά έχει ό Θεόςόταν Σάς
ευχαριστούμε».
Φύγανε τότε όλοι κι έγώ έμεινα εκεί. Οί
άλλοι μέ τη βάρκα πήγανε στο καΐκι, ζύγισαν τό σιτάρι καί τό έφεραν έξω στην
παραλία.
Οί Γερμανοί άξιωματικοί δέν τούς είπαν
τίποτε. Όταν ήρθαν έξω, τότε οί άνθρωποι που είχαν τό καΐκι είπαν: «Πατέρες, οί
Γερμανοί φοβούνται καί δέν θέλουνε νά φύγουμε τώρα που είναι άκόμη ημέρα, άλλά
θέλουν νά φύγουμε τά μεσάνυχτα. ΓΡ αύτό, μήπως μπορούμε, μέ την εύκαιρία αυτή,
νά προσκυνήσουμε τά άγια Λείψανα πού έχετε εδώ στην Σκήτη σας;».Ό π. Ιάκωβος
τους άπάντησε: «Εύχαρίστως μπορείτε, βεβαίως. Ελάτε επάνω. Ό Δίκαιος», που τότε
ήταν ό γερο-Άνατόλιος καί έμενε στην Καλύβη τού Αγίου Σπυρίδωνος, «είναι δικός
μας καί θά σάς άφήσει νά προσκυνήσετε. Ελάτε, πάμε». Τούς πήρε κι άνεβήκαμε
όλοι μαζί.
Όταν φτάσαμε στο προσκυνητάρι. λέει ό
Καπετάνιος: «Πατέρες, μήπως μπορείτε νά μάς δώσετε λίγο καφέ, μίαδύο οκάδες,
καί νά σάς δώσουμε σιτάρι;». Έμείς τούς είπαμε: «Πολύ καλά, νά σάς δώσουμε. Γιά
τόσο λίγο πράγμα δέν γίνεται λόγος». Ό Καπετάνιος τότε είπε: «Καλά, άλλά σέ τί
τιμή θά μάς τόν δώσετε;» Έμείς τούς είπαμε: «Τώρα τελευταία, άδελφοί, τόν καφέ
τόν άγοράσαμε προς πενήντα δραχμές την όκά καί τό σιτάρι έχει δέκα δραχμές.
Εσείς θά
μάς δώσετε πέντε οκάδες σιτάρι για κάθε
οκά καφέ». Ό Καπετάνιος τότε είπε: «Όχι, πατέρες, αύτό δεν είναι δίκαιο. Θά σάς
δώσουμε γιά κάθε όκά καφέ είκοσι οκάδες σιτάρι. Έτσι πάει, αύτή είναι ή τιμή
του τώρα».
Ό π. Ιάκωβος τούς είπε: «Όχι αδελφοί, αύτό
είναι αισχροκέρδεια καί δεν τό θέλει ό Δεσπότης Χριστός. Δεν είναι σωστό
πράγμα». Κι εκείνοι είχαν τις άντιρρήσεις τους, γιά νά μάς δώσουν όσο αυτοί θά
κρίνουν σωστό, όπως καί έγινε γιά νά ικανοποιηθούν όλοι. Τότε εγώ είπα: «Πάτερ
Ιάκωβε, τί καθόμαστε; Πάμε γρήγορα επάνω, γιατί άργήσαμε κι ό Γέροντάς μας θά
άνησυχεί καί θά νομίζει πώς πάθαμε τίποτε».
Ό ναύκληρος τότε είπε: «Έχετε κι άλλον
Γέροντα;». Τού είπαμε: «Ναί, έχουμε καί είναι άγιος άνθρωπος». Τότε αυτός είπε:
«Πατέρες, όλο τό σιτάρι πού έχουμε στο καΐκι μας θά μείνει εδώ γιά όλους τούς
άδελφούς σας».
Πήγαμε στό Κυριάκό τής Σκήτης, προσκύνησαν
οί ναυτικοί τά άγια Λείψανα κι έμείς κάναμε θερμή δοξολογία καί ευχαριστία με
Παράκληση καί μέ ολονύχτια άγρυπνία, εύχαριστήσαμε την προστάτιδα τού Αγίου
Όρους, Κυρία καί Δέσποινα Θεοτόκο καί Την παρακαλέσαμε μέ πίστη καί θερμά
δάκρυα νά καταπαύσουν οί πόλεμοι καί νά είρηνεύσει ό κόσμος. Κι έτσι οί
ναυτικοί μέ τούς Γερμανούς έφυγαν κατασυγκινημένοι καί πολύ εύχαριστημένοι,
όπως μάς βεβαίωσαν.
Ό ύποτακτικός τού πατρός Ιωακείμ, μοναχός
Θεοφύλακτος, μετά τό θάνατο τού Γέροντά του, είδε ύπερφυσικά φαινόμενα πού
προξενούν θείο φόβο καί τρόμο.
Μιά μέρα, εκεί πού έκανε τον Κανόνα του
(ιδιαίτερη προσευχή), όπως τον είχε παραδώσει ό γέροντάς του, είδε ένα Σταυρό
φωτεινό νά λάμπει άπό τη γή μέχρι τον ούρανό καί νά φέγγει όπως ό ήλιος.
"Ακούσε δέ καί φωνή πού έλεγε: «Ούαί καί αλλοίμονο στους ηγουμένους, τούς
γερο-ντάδες καί τούς αρχηγούς των έκκλησιών, πού δέν φροντίζουν γιά τούς
ύποτακτικούς καί τούς παπάδες καί κυρίως τούς νέους, νά τούς οδηγούν στό δρόμο
τού Θεού καί στήν άρετή. Ή τιμωρία καί καταδίκη τους θά είναι μεγάλη από τον
δίκαιο Κριτήόταν
Ό γερο-Θεοφύλακτος είδε άλλη φορά νά είναι
στο κατώφλι τής πόρτας του Κυριάκού ένας Σταυρός και μπαίνοντας μέσα οί παπάδες
πατούσαν επάνω του. Τούτο, τού ήρθε φώτιση, ότι φανέρωνε τούς παπάδες, τούς
μοναχούς και τούς χριστιανούς πού μπαίνουν στην έκκλησία τού Θεού νά κάνουν
προσευχή ένώ είναι γεμάτοι μίσος και κακία. Αυτό σημαίνει καταφρόνηση στο Πάθος
τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού και τό Σταυρό Του. από τόν όποίον ό Δεσπότης
Χριστός κήρυξε την αγάπη καί όχι τό μίσοςόταν
Ό ίδιος σέ όραμα είδε μιά μεγάλη λίμνη,
στην όποια έπεφταν οί άνθρωποι καί χώνευαν μέσα. ’Άκουγε δέ συνέχεια φωνή πάνω
άπό τή λίμνη πού έλεγε: «Θεέ μου. έλέησον τόν κόσμο σου». Αυτή ή φωνή, τού ήρθε
έμπνευση, πώς είναι της Παναγίας Θεοτόκου πού προσεύχεται γιά όλο τόν κόσμοόταν
Άλλοτε πάλι στή Σκήτη αύτή υπήρχε μεγάλη
διαφωνία καί φιλονικία μεταξύ των μοναχών γιά τό υδραγωγείο καί όλοι οί πατέρες
έκαναν λιτανεία, νά τούς φωτίσει ό Θεός τί νά κάνουν. Τότε ό γερο-Θεοφύλακτος
άκουσε φωνή πού έλεγε: «Ταλαίπωροι, δέν βλέπετε τούς πύρινους ποταμούς πού
έρχονται έναντίον τής Σκήτης; Γιατί τρωγόσαστε; Πρέπει νά ξέρετε ότι, γιά νά
κάνετε θεάρεστο έργο, πρέπει νά έχετε άγάπη καί ταπείνωσηόταν».
Στή Νέα Σκήτη θά βρούμε τόν καλλιτεχνικό
άγιογραφικό οίκο των Κυριλλαίων μέ διαδοχή πνευματικής ζωής γιά περισσότερα άπό
110 χρόνια.
Στήν Καλύβη αυτή, πού τιμάται καί
πανηγυρικά εορτάζει τήν «Κοίμηση» τής Κυρίας Θεοτόκου, υπήρχε παλαιότερα
συνοδεία 56 πνευματικών αδελφών καί πατέρων, όπως ό γερο-Ίγνάτιος, ό
παπαΚύριλλος, ό γερο-Αθανάσιος. ό γερο-Λάζαρος, ό νεώτερος Ιγνάτιος, ό Δανιήλ,
ό Αλέξιος, ό Γεράσιμος, ό γερο-Μακάριος καί πολλοί άλλοι άπελθόντες μέ άγια ζωή
πατέρες καί αδελφοί.
Ή Καλύβη αύτή τροφοδότησε τήν Έκκλησία μέ
διακόνους, ιερείς καί μέ άρχιερείς άκόμη. τελευταίος τών όποιων υπήρξε ό
Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφαρσάλων Κύριλλος, άλλα καί μέχρι σήμερα υπάρχουν
ιερείς πού έξυπηρετούν τήν Έκκλησία τού Χριστού, όπως
Διάσπαρτες μικρές εστίες, που μιλούν γιά
ζωή και θάνατο, και άκόμη. γιά όσα οί άνθρωποι επιθυμούν νά λησμονήσουν. ό
Ιερομόναχος Αθανάσιος που έπΐ δεκαέξι χρόνια υπηρετεί την Ιερά Μητρόπολη Σερρών
καί ήταν μέλος τής συνοδείας τών Κυριλλαίων.
Ό Αβραμιαϊος καί έκ παραδόσεως φιλόξενος
άγιογραφικός αυτός οίκος τών Κυριλλαίων συνεχίζει καί σήμερα τό έργο τής
αγιογραφίας μέ τόν άριστο καλλιτέχνη γέροντα Μακάριο καί μέ πρόθυμο βοηθό τόν
υποτακτικό του μοναχό Ιγνάτιο. Οί δυο αύτοί αδελφοί είναι τα στηρίγματα τής
ίεράς Σκήτης καί συνεχίζουν την ένάρετη ζωή που παρέλαβαν άπό τους Γερο-ντάδες
τους.
Τό έτος 1880 ήρθε άπό τό Μοναστήρι τής
Νάξου ό μοναχός γέροντας Άβέρκιος ό όποίος έζησε μέ άσκηση καί εγκράτεια,
έδειξε μεγάλη
υπομονή στους πειρασμούς και καρτερικότητα
στον πόλεμο τής σαρκός καί τού διαβόλου. Έμενε στη σπηλιά της Νέας Σκήτης καί,
έπειδή είχε σύντροφο τη μακαρία απλότητα καί θερμή πίστη στον Θεό, έφτασε σε
μεγάλα μέτρα αρετής καί ταπεινώσεως. Κατά καιρούς έδειξε σημεία άπό τά όποια
φαίνεται πώς είχε μεγάλη παρρησία στον Θεό.
Ώς άνταμοιβή τής θερμής πίστεως καί τών
πολλών του κόπων είχε λάβει άπό τον Πανάγαθο Θεό πολλά χαρίσματα όπως τού
διορατικού, προορατικού καί προφητικού ανθρώπου. Μέ τά χαρίσματα αυτά έβλεπε
καί προέλεγε υπερφυσικά πράγματα:
Σέ μία αγρυπνία πού είχαν οί πατέρες στο
Κυριάκό τής Σκήτης, κατά τήν ώρα τής Θείας Λειτουργίας μπήκε στο ιερό. Ό
εφημέριος τού λέει: «Τί θέλεις εδώ, γερο-Άβέρκιε;». Αύτός δεν είπε τίποτε στον
εφημέριο, αλλά πλησίαζε στήν Αγία Τράπεζα όπου έβλεπε τον Δεσπότη Χριστό νά τού
κάνει νόημα μέ τό χέρι, νά πλησιάσει. Κι όταν πήγε κοντά, τού έδειξε πώς τό
όνομά του είναι γραμμένο στή «Βίβλο τής Ζωής» καί τού είπε ότι πρέπει νά
αγρυπνεί καί νά προσεύχεται περισσότερο.
Όταν γιά πρώτη φορά είδε ό γερο-Άβέρκιος
τον Νεόφυτο, νέο καλογέρι, τού είπε πώς σύντομα θά γινόταν παπάς. Πράγματι,
υστέρα άπό λίγα χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος, τήν άλλη μέρα πρεσβύτερος καί σέ
νόμιμη ήλικία προχειρίστηκε Πνευματικός.
Μέσα άπό τό άσκητήριό του, όπου συνέχεια
καί άδιάλειπτα προσευχόταν. είδε νά μπαίνει στο Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου
πλήθος δαιμόνων άπό τον πύργο τού μοναστηριού καί νά φθάνει μέχρι τον ξενώνα,
τό λεγόμενο «Αρχονταρίκι». Είκοσι μέρες μετά άπό αυτό τό φαινόμενο πήρε φωτιά
τό μοναστήρι, άπό τό μέρος εκείνο τού Πύργου, καί ή φωτιά έφτασε μέχρι έκεί πού
πήγαν οί δαίμονες. Όλο τό μέρος έκείνο κάηκε. Επιπλέον, μέ τό διορατικό χάρισμα
πού είχε, όταν πήγαιναν οί πατέρες νά κοινωνήσουν τά ’Άχραντα Μυστήρια, τό Σώμα
καί Αίμα τού Σωτήρος Χριστού, διέκρινε τον καθένα άπ’ αυτούς σέ ποιά πνευματική
κατάσταση βρισκόταν καί, άνάλογα μέ τά φαινόμενα, άλλοτε λυπόταν καί άλλοτε
χαιρόταν. Μάλιστα πολλές φορές έβλεπε νοερώς τούς πατέρες συγκεντρωμένους καί
λαμπροφορεμένους στο Κυριάκό τής Αγίας ’Άννης καί στο Κυριάκό τής Νέας Σκήτης
καί τούς ιερωμένους νά λάμπουν μέ τις στολές τους. Καί όλους εκείνους νά τούς
σκεπάζει φωτεινή νεφέλη καί δόξα Κυρίου ανεκδιήγητη. "Εβλεπε δέ καί άλλους
καλογήρους που δεν πήγαιναν και δεν ακολουθούσαν τό Κυριάκό τής Σκήτης, άλλα
έκαναν παρασυναγωγές και χώριζαν από τους άλλους πατέρες. Αυτούς τούς έ'βλεπε
να σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια σαν τά κατσίκια χωρίς ποιμένα, να πηγαίνουν άπό
τό Κυριάκό καί κάτω μέχρι τη θάλασσα καί τελικά νά φεύγουν γιά τόν κόσμο καί
προς διάφορες άλλες κατευθύνσεις.
Εκτός αύτών. όταν γιά πριότη φορά είδε τη
φωτογραφία τής ελληνικής βασιλικής οικογένειας άνηρτημένη στο Κυριάκό καί ένώ
βασιλιάς ήταν ό Κωνσταντίνος, ό γερο-Άβέρκιος έδειξε στούς πατέρες τής Σκήτης
τη φωτογραφία λέγοντάς τους ότι θά γίνει
βασιλιάς ό Αλέξανδρος. Προείπε πώς ό Κωνσταντίνος θά εξοριστεί καί ένώ θά έπρεπε
νά βασιλεύσουν τά μεγαλύτερα παιδιά του (ό Γεώργιος ή ό Παύλος), ό
γερο-Άβέρκιος έδειχνε τόν Αλέξανδρο. "Ετσι καί έγινε· μετά άπό λίγα χρόνια
άναγορεύθηκε βασιλιάς τής Ελλάδος ό Αλέξανδρος.
Τέλος, όταν τό 1934 κοιμήθηκε τόν αιώνιο
ύπνο, φανερώθηκε κατόπιν σε όραμα στον επίσης πνευματικά καλλιεργημένο
Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Σπετσιέρη, πού έμενε κι αυτός στη Νέα Σκήτη, όντας μέσα σε
περιβόλι μέ πολλά δέντρα, άπειρα φρούτα καί διάφορα λουλούδια.
Ό πατήρ Ιωακείμ ρώτησε τόν γερο-Άβέρκιο:
«Τίνος είναι, πάτερ, αυτός ό κήπος;». Καί ό γερο-Άβέρκιος τού άπάντησε: «Όπως
βλέπεις, είναι δικός μου. Μού τόν χάρισε ό Δεσπότης Χριστός, ό ούράνιος πατέρας
καί Θεός».
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου