Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
33. Γρηγορίου
Στην εύλογημένη αύτή Μονή τού Όσιου
Γρηγορίου πολλοί πατέρες αγωνίστηκαν καί αγωνίζονται για την ψυχική τους
σωτηρία, με πραγματική αύταπάρνηση καί τυφλή ύπακοή πρός τους μεγαλύτερους, πού
μέ τή ζωή τους γνώρισαν τον σωστό δρόμο.
Στή μονή αύτή είχαμε γνωρίσει: α) τον ήγούμενο
αύτής Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο, πραγματικά άγιο άνθρωπο, ταπεινό, απλό, άκακο,
αγαθό καί στολισμένο μέ πολλές αρετές. Αυτός, μαζί μέ τά πολλά άλλα χαρίσματα,
είχε καί τό προορατικό καί τό χάρισμα τής διακρίσεως. β) Τον Κερκυραΐο γέροντα
παπαΣτέφανο. έργάτη τής ύπακοής καί τής ύπομονής. Ταπεινός, αγαθός καί ακέραιος
μοναχός, μέ εΰθΰ χαρακτήρα, έζησε κι αυτός εβδομήντα περίπου χρόνια στήν ύπακοή
στό μοναστήρι αύτό, χωρίς νά έχει βγει έξω, έστω καί γιά μιά φορά μέχρι τή
Δάφνη. Έταν τακτικώτατος στήν έφημερία του καί πρόθυμος σέ δποια ύπηρεσία τού
ανέθεταν οί μεγαλύτεροι. Τό κομποσχοίνι άπό τό χέρι καί ή προσευχή από τά χείλη
του δέν έλειπαν ποτέ.
Πολλές φορές στις πανηγύρεις τής μονής
αύτής. πού επίσημα εόρταζε τρεις φορές τό χρόνο (α'. στίς 6 Δεκεμβρίου, τού
Αγίου Νικολάου, β'. τή δεύτερη Κυριακή τού Ματθαίου μετά των Αγίων Πάντων, τού
κτίτορος τής Μονής Γρηγορίου καί γ'. στίς 29 Όκτωβρίου. μνήμη τής
όσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας τής Ρωμαίας) είχα τήν τιμή νά παρευρίσκομαι καί
νά ψάλλω έπί σειράν πολλών ετών. Πάντοτε δέ άξιωνόμουν νά έπισκέπτομαι τούς
ευλογημένους εκείνους άγιους πατέρες καί νά παίρνω πολλά πνευματικά μαθήματα
καί τις ευχές τους. Σέ μία άπό αύτές τις επισκέψεις, μαζί μέ τούς βοηθούς καί
μαθητές μου, μάς είπε ό παπαΣτέφανος: «Πατέρες καί άδελφοί, όλες οί άρετές
είναι καλές καί άγιες, αλλά ή ύπακοή, κυρίως γιά τόν καλόγέρο, πρέπει νά είναι
ή πρώτη καί ή τελευταία. Γιατί χωρίς ύπακοή δεν μπορεί νά αποκτήσει κανείς τή
βάση καί τό θεμέλιο των αρετών που είναι ή ταπείνωση καί χωρίς ταπείνωση κανείς
δεν σώζεται. Ή ταπείνωση θά σέ μάθει, καλόγερε, νά ξευτελίζεις τον εαυτό σου
καί νά τον κάνεις σάν ένα σκουπίδι, όπως καί είσαι, όπως καί είμαστε. ’Άν ένας
πατριάρχης Αβραάμ είπε «ότι εγώ είμι γή καί σποδός» καί ό προφήτης Δαυίδ έλεγε
«εγώ δέ είμι σκώληξ καί ούκ άνθρωπος, όνειδος άνθρώπων καί έξουθένημα λαού», αν
λοιπόν αύτοί οί άνθρωποι μιλούσαν γιά τον εαυτό τους έτσι, εμείς τί πρέπει νά
λέμε πού είμαστε τά «περικαθάρματα τού κόσμου»; Ή μακαρία ταπείνωση, άδελφοί
μου, θά μάς παρουσιάσει μπροστά στο θρόνο τού Θεού». Αυτά καί άλλα μάς έλεγε
κάθε φορά πού τόν βλέπαμε ό θεοφώτιστος αυτός μοναχός, ό παπαΣτέφανος.
γ) Επίσης, στην ίδια Μονή, παράδειγμα
υπομονής καί άδιάκριτης ύπακοής ήταν καί ό παπαΔημήτρης. Ό παπαΔημήτρης είχε
υπερμεγέθη κήλη, τόσο που δεν μπορούσε νά βαδίσει, έξαιτίας τού όγκου καί τού
βάρους. Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε έγόγγυσε ή είπε πώς είναι άρρωστος, ώστε νά
καθίσει νά ξεκουραστεί, άλλά ήταν τακτικός στήν εφημερία του. καίτοι υπήρχαν
άλλοι τέσσερις ιερείς πού μπορούσαν νά τόν άναπληρώσουν στήν πολύωρη καί
κοπιώδη εργασία του. 'Ο παπαΔημήτρης σταμάτησε την εφημερία του μία βδομάδα
πριν πεθάνει.
Τέτοιοι άθλητές καί πνευματικοί αγωνιστές
ύπήρχαν καί υπάρχουν μέχρι σήμερα σέ όλα τά εύαγή ιερά ιδρύματα τού Αγίου
Όρους.
Αυτά ας γίνουν φωτεινά παραδείγματα, ιερά
διδάγματα καί ύποδείγματα ενάρετης ζωής καί πολιτείας σέ όλους εμάς τούς
διαδόχους έκείνων των μακαρίων άνδρών.
Οί καρποί τής ύπακοής είναι εκείνοι πού
οδηγούν τόν άνθρωπο στην αιώνια ζωή, ένώ οί καρποί τής παρακοής καταστρέφουν
τόν άνθρωπο καί τόν στέλνουν στον αιώνιο θάνατο, όπως είδαμε στις προηγούμενες
σελίδες αυτού τού βιβλίου.
Στην 'Ιερά Μονή Γρηγορίου, έπί ηγουμενίας
τού Πελοποννήσιου παπαΣυμεών, όπως μοϋ διηγήθηκαν σεβάσμιοι γέροντες τής
μονής,συνέβη κάποτε νά λείπει για έργασίες τής μονής ό ηγούμενος αυτός και στή
θέση τού τοποτηρητή άφησε αντικαταστάτη τον παπαΧαράλαμπο, ό όποίος για συμβάν
ανεξάρτητο τής θελήσεώς του είχε παραιτηθεί άπό την ίερωσύνη.
Ήταν χειμώνας κα'ι ή θάλασσα πολύ
αγριεμένη και φουρτουνιασμένη. Οί πατέρες είχαν ανάγκη άπό τρόφιμα κι έ'πρεπε
νά πάνε στό Μετόχι τής μονής, στό «Μπαλαμπάνι», εκεί πού σήμερα είναι τό χωριό
τού Ν. Μαρμαρά στή Σιθωνία.
Ό ήγουμενεύων παπαΧαράλαμπος έδωκε έντολή
νά πάνε τρεις μονάχοι μέ αρχηγό τους τον μοναχό Αυξέντιο. Οί μοναχοί αυτοί,
βλέποντας τον καιρό πολύ μπουρινιασμένο, είχαν στην αρχή άντιρρήσεις, άλλα
μπροστά στην έπιμονή τού τοποτηρητή καί για την όπακοή είπαν: «Θά πάμε κι ας
πνιγούμε».
Μπήκαν στό καΐκι τού μοναστηριού καί ό
καιρός χειροτέρευε, άλλα μπροστά στην όπακοή είπαν: «Δέν υπάρχει κανένα
εμπόδιο».
"Ωσπου νά πάρουν αέρα τά πανιά καί ν’
ανοίξει δρόμο τό πλεούμενο, ξεκίνησαν μέ τά κουπιά. Ή θάλασσα όμως δέν κάνει
άστεία, ούτε δέχεται παλληκαριές καί δέν γνωρίζει λεπτομέρειες άπό τήν όπακοή.
Μόλις άνοίχτηκαν λίγο, ζήτημα νά είχαν ξεμακρύνει άπό τόν άρσανά περίπου δυο
μίλια, ένα μεγάλο κύμα έστειλε τό καΐκι γιά πάντα στό βυθό τής θάλασσας.
Ή άπόσταση ήταν μικρή καί άπό τό μοναστήρι
έβλεπαν τό καΐκι πού βούλιαζε. Οί πατέρες πού ήταν μέσα πνίγηκαν. Ώς έκ
θαύματος γλύτωσε ένας κοσμικός πού ήταν καί καπετάνιος, αλλά άρρώστησε μέ υψηλό
πυρετό καί Γι’ αύτό βγήκε άπό τό καΐκι πριν ξεκινήσει, λίγο έξω άπό τόν άρσανά.
Ό παπαΧαράλαμπος μέ τούς πατέρες τής μονής
έκαναν Παράκληση στήν Παναγία καί τόν άγιο Νικόλαο, άλλά ήταν άργά πλέον, διότι
δέν υπήρχε καμμιά ελπίδα σωτηρίας τού καϊκιού καί τών επιβατών του.
Μέ κλάματα καί τύψεις συνειδήσεως πήγε στό
κελλί ό τοποτηρητής τού ηγούμενου, παπαΧαράλαμπος, καί έκαμε θερμή προσευχή γιά
τούς πνιγμένους αδελφούς. Άπό τόν πολύ δέ κόπο, λίγο πριν τά μεσάνυχτα, τόν
πήρε ό ύπνος καί τότε άκουσε νά κτυπά κάποιος τήν πόρτα του. Ρώτησε άπό μέσα
«ποιος είναι καί τί θέλει τέτοια ώρα». ’Άκουσε τήν άπάντηση: «Είμαι ό
Αυξέντιος». Ό παπαΧαράλαμπος ξαφνιασμένος άπό τήν άπάντηση αύτή είπε: «Πώς
είσαι ό Αυξέντιος;
Εμείς είδαμε τό καΐκι νά βουλιάζει στη
θάλασσα καί καταλάβαμε πώς όλοι πνίγηκαν. Έσύ πώς γλύτωσες;». Ή φωνή άπέξω
είπε: «Ξέρεις εσύ καί πιστεύεις ότι
πνίγονται αύτοί πού πάνε στην ύπακοή;».
Ό παπαΧαράλαμπος έτρεξε άμέσως νά ανοίξει
τήν πόρτα γιά νά μπει ό αδελφός, άλλά έξω από τό κελλί του. όταν άνοιξε τήν
πόρτα, δεν ήταν κανείς. ’Έτρεξε στο διάδρομο, άλλά δεν φαινόταν τίποτε πουθενά.
Τότε κατάλαβε πώς ήταν φωνή διαμαρτυρίας άπό τούς μοναχούς, πού άπό τήν επιμονή
τους καλά καί σώνει νά πάνε, έπαθαν τή ζημιά αυτή καί πνίγηκαν, με μόνη διαφορά
πώς εκείνοι πού πνίγηκαν γιά τήν ύπακοή δεν κολάστηκαν, άλλά ή αδιακρισία αυτού
πού τούς έστειλε στάθηκε ή αιτία νά πνιγούν.
Άπό τή στιγμή έκείνη καί γιά όλη του τή
ζωή ό παπαΧαράλαμπος έκλαιγε απαρηγόρητα γιά τον άδικο πνιγμό των άδελφών, ένώ
εκείνοι πήραν τον άμαράντινο στέφανο τής ύπακοής καί ζοϋν αιώνια στή Βασιλεία
τών Ουρανών. Ό δε παπαΧαράλαμπος τελείωσε όσιακά τό βίο του στή Μονή, μέ
ειλικρινή μετάνοια, έξομολογούμενος τώ Κυρίω καί ζητώντας συγχώρεση άπό τούς
πατέρες τής μονής.
Στή Μονή Γρηγορίου. όπως μοϋ διηγήθηκε ό ευλαβέστατος γέροντας
Εύφραίμ, παλιός προϊστάμενος καί αδελφός τής μονής, ένας άπό τούς ευλαβείς
αδελφούς, τό όνομα τού όποιου γιά λόγους ταπείνωσης δεν μοϋ άποκάλυψε, σέ μιά
αγρυπνία κατά τήν εορτή τής όσιοπαρθενομάρτυρος άγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας,
τήν ώρα πού οι ψάλτες έψαλλαν «Τήν τιμιωτέραν τών Χερουβίμ...» έβλεπε τήν Κυρία
Θεοτόκο ακριβώς όπως είναι στήν εικόνα, σάν μιά μεγαλόπρεπη βασίλισσα μέ
ολόχρυσο στέμμα καί ακολουθούμενη άπό μιά μαυροφορεμένη νέα. πού κι αυτή
έμοιαζε μέ τήν άγία Αναστασία, όπως είναι στήν εικόνα της. Ή Κυρία Θεοτόκος
γύριζε τά στασίδια καί σάν υλική άμοιβή. πού όλοι μέ τούς ψάλτες καί μέσα τους
συμψάλλανε «Τήν τιμιωτέραν τών Χερουβίμ...», έδινε στούς μοναχούς χρήματα τά
όποια ευωδίαζαν. Οί μοναχοί, μέ πολύ σεβασμό ύποκλινόμενοι, έπαιρναν τά χρήματα
καί μέ πολλή εύλάβεια άσπάζονταν τό χέρι τής Παναγίας, ένώ ή άγία Αναστασία
θύμιαζε άφήνοντας ουράνιο άρωμα.
Τό όραμα αύτό έβλεπε ό αδελφός για πολύ
καιρό και επειδή νόμιζε πώς τό έβλεπαν και οί άλλοι πατέρες, σε μια συζήτηση,
μέ όλη τήν αφέλεια ποό τόν χαρακτήριζε, είπε στους αδελφούς: «Γιατί άραγε
σήμερα ή Παναγία δέν έδωσε στον διακοΠαχώμιο χρήματα, όπως έδωκε στους άλλους,
ένώ άλλοτε τού έδινε;».
Οί άλλοι αδελφοί δέν κατάλαβαν γιά ποιο
πράγμα τούς έλεγε καί τόν ρώτησαν γιά τί χρήματα τούς λέει. Ό άδελφός κατάλαβε
πώς οί άλλοι δέν έβλεπαν τίποτε άπ' αύτά καί σιώπησε. Απ' εκείνη την ημέρα όμως
δέν ξαναείδε τό όραμα.
"Υστερα από πολλή προσευχή καί
παρακάλια τού ήλθε θεία έμπνευση πώς ή Παναγία καί όλοι οί άγιοι
εύχαριστούνται. όταν όλοι οί μοναχοί καί οί χριστιανοί συμπροσεόχονται καί
συμμετέχουν σέ έκείνα πού διαβάζουν καί ψάλλουν στήν έκκλησία προς δόξαν Θεού.
Οί γέροντες Χρύσανθος καί Μιχαήλ, αδελφοί
της Μονής Γρηγορίου, στά χρόνια τής Γερμανικής Κατοχής τού 1941-42. όταν στήν
άποθήκη κοσκίνιζαν τό τελευταίο λίγο σιτάρι πού είχε άπομείνει γιά άλεσμα, εκεί
πού τό καθάριζαν, πέρασε ένα γερο-ντάκι σάν κοσμικός παπάς, χαιρέτησε τούς
άδελφούς καί ρώτησε: «Τί κάνετε έκεΐ, αδελφοί; Αύτό είναι τό σιτάρι σας; Δέν
έχετε άλλο απ’ αύτό;». Οί πατέρες είπαν πώς είναι τό τελευταίο καί λόγω τής
Κατοχής δέν βρίσκουν ν’ άγοράσουν. ("Ας σημειωθεί πώς τό μοναστήρι αύτό,
γιά νά περάσει τή χρονιά του, χρειάζεται περισσότερο από 8.00010.000 όκάδες
σιτάρι καί τότε δέν έβρισκες ούτε μιά οκά γιά ν’ αγοράσεις).
Τό φαινόμενο γερο-ντάκι ζήτησε νά τού
δώσουν στο χέρι μερικά σπυριά άπό τό σιτάρι. Όταν τού έδωσαν καί τά πήρε στό
χέρι του. τά εύλόγησε καί τά έρριξε πάνω στό άλλο σιτάρι. Εύλόγησε δέ καί τά
τέσσερα σημεία τού ορίζοντα καί τό μοναστήρι καί πήγαινε νά βγει έξω άπό τήν
άποθήκη.
Ένας άπό τούς πατέρες τόν ρώτησε: «Άπό ποϋ
είσαι, πάτερ;». Γιατί τόν πέρασαν πώς είναι κανένας παπάς άπό τόν κόσμο καί
πήγε κεί γιά νά προσκυνήσει.
Αύτός απάντησε πώς έρχεται άπό μακριά, άπό
τά Μόρα τής Λυκίας, καί έφυγε. Οί πατέρες μέ θαυμασμό καί ενδιαφέρον είπαν:
«’Αστον Είσαι πατριώτης τού προστάτη τής μονής μας, τού αγίου Νικολάουόταν
Κάτσε νά σοϋ δώσουμε λίγο ψωμί καί προσφάι, να φάς κάτι από τό μοναστήρι μας».
Καί ένώ ένας άπό τους αδελφούς έτρεξε νά φέρει ψωμί καί ελιές, τό Γερο-ντάκι
έκανε πώς βγήκε έξω άπό τό μοναστήρι κι έγινε άφαντο. Έτρεξαν όλοι οί πατέρες,
έδώ ήταν, έκεί ήταν... άλλα πουθενά δέν τον είδαν νά πηγαίνει. Τότε κατάλαβαν
ότι ήταν ό ίδιος ό άγιος Νικόλαος καί τό λίγο έκεΐνο σιτάρι, πού δεν θά ήταν
περισσότερο άπό 150 οκάδες, έφτασε καί τελείωσαν τη χρονιά, μέχρι πού βγήκε ή
νέα σοδειά, δηλαδή άπό τό μήνα Δεκέμβριο που έγινε τό θαύμα αυτό μέχρι τον
ΊοόνιοΊούλιο τού άλλου χρόνου πέρασαν μ’ αυτό τό λίγο σιτάρι που ευλόγησε ό
άγιος Νικόλαος.
Έδώ κραυγάζουν τά κύματα καί τά μερόνυχτα
διηγούνται δόξαν Θεού.
Τέτοια θαύματα στη Μονή Γρηγορίου ό άγιος
Νικόλαος έχει κάνει πολλές φορές. Όπως διηγούνται οί πατέρες, πολλές φορές στην
πανήγυρή του τούς πήγε ψάρια τά όποια μέ θαυματουργό τρόπο τα πέταξε έξω ή
θάλασσα μέ τό κύμα καί βγήκανε στον άρσανά, στην παραλία.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου