Από τή Σπηλιά τού Αγίου Αθανασίου
συνεχίζοντας την πορεία μας ανατολικά, πρός τή Μεγίστη Λαύρα, άφοϋ ανεβούμε
περισσότερα από 300 σκαλοπάτια, θά βρεθούμε στήν περιοχή τής περίφημης
τοποθεσίας πού λέγεται Βίγλα.
Τό μέρος αυτό είναι μιά πεδιάδα άρκετά
μεγάλη, με ανώμαλη έπιφάνεια καί ανοικτό ορίζοντα, όσο κόβει τό μάτι σου. Από
μακριά φαίνεται τό κτήριο τής Ρουμανικής Σκήτης καί πέρα στο χείλος πρός τή
θάλασσα διακρίνεται μιά Καλόβη. Όσο όμως προχωρείς, βρίσκεις βαθουλώματα καί
κοιλώματα μέσα στά όποια κρύβεται κι άπό μία άσκητική Καλύβη μέ κατανυκτικό,
μικρό έκκλησάκι. περίπου δέκα τόν αριθμό. Όλες οί Καλύβες άπό μακριά, εκτός άπό
μία τού Αγίου Φανουρίου ή όποια βρίσκεται σε ύψωματάκι, στο φρύδι κοντά στή
θάλασσα, είναι κρυμμένες. Γιά νά τις ίδεί κανείς, πρέπει νά πέσει μέσα στό
κοίλωμά τους.
Στήν Καλύβη τού Αγίου Φανουρίου μέχρι προ
ολίγων χρόνων ησύχαζε ό πατέρας Άββακούμ, ό όποίος άπό τό γήρας μή δυνάμενος νά
παραμείνει μόνος, κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, αλλά τις τελευταίες ήμέρες
ζήτησε νά τόν φέρουν στό άσκητήριό του, όπου καί τό πνεύμα παρέδωσε στον
Δεσπότη καί Σωτήρα ήμών Χριστό.
Τά καλύβια τής Βίγλας δεν έχουν τρεχούμενο
νερό, άλλά εξυπηρετούνται άπό δεξαμενές (στέρνες) πού γεμίζουν νερό άπό τις
βροχές. Επίσης έχουν φτιάξει γύρω άπό τις Καλύβες, κατά τήν κλίση τού εδάφους,
μικρά αυλάκια γιά νά μαζεύουν τό βρόχινο νερό, μέ τό όποιο δροσίζονται κάπως τά
λίγα κηπευτικά ή λουλούδια πού καλλιεργούν έξω άπό τά ησυχαστήριά τους στις
αυλές.
Πνευματικός παπα-Ίάκωβος καί γερο-Γαβριήλ
Κοσκινάς
Τά άσκητήρια τών δύο αύτών Γερόντων
γειτονεύουν καί κατά τήν κλίση τού εδάφους, όταν πέφτει βροχή, τό νερό μέ τό
ϊδιο αύλάκι περνάει πρώτα από την Καλύβη τού γέρο-Γαβριήλ καί με ένα χωματένιο
διακόπτη συνεχίζει πρός την ασκητική Καλύβη τού Πνευματικού παπα-Ίάκωβου.
Ό γερο--Γαβριήλ ήταν από τήν Εύβοια. Όταν
τόν γνωρίσαμε, ήταν πάνω από 70 χρόνων καί θά πρέπει, τό 1933 πού εμείς τόν
γνωρίσαμε, νά είχε περισσότερα άπό 50 χρόνια στο “Αγιον Όρος.
Όταν ευλαβής, σοβαρός, νηφάλιος,
λιγόλογος, με τό κομποσχοίνι
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού,στο χέρι
καί τήν προσευχή, τό έλέησόν με» στήν
καρδιά καί στά χείλη. Ό λόγος του πολύ μετρημένος κι όλο πνευματική συμβουλή
καί προτροπή, γιά τό καλό καί τήν αρετή.
Ήμουν μικρό παιδί, δόκιμος μοναχός, μόλις
είχα βάλει τά ράσα· κι όταν τόν πρωτοεΐδα, μού προκάλεσε τό δέος. Ή όψη του
ήταν σκαιά καί απότομη καί. παρ’ όλο που ήταν άγαθός καί όλο καλοσύνη, νόμιζες
ότι αντιμετώπιζες έναν τραχύ καί σκληρό άνδρα. αλλά, όταν μιλούσε, ήταν γλυκύς
καί μειλίχιος καί γινόταν άμέσως άγαπητός. Δεν θύμωνε εύκολα, αλλά μέ τό μαλακό
καί μέ χαμόγελο στά χείλη μπορούσε νά σε πιάσει στά σιδερένια χέρια του καί νά
σέ λιώσει. Γι’ αύτό σ’ όλη τήν περιοχή έκείνη οί ερημίτες τόν ευλαβούντο, τόν
άγαπούσαν καί τόν φοβόντουσαν, γιατί στο λόγο του δεν δεχόταν αντίρρηση.
Ό παπαΊάκωβος ήταν βέρος Ήπειρώτης, ψηλός
καί γερο-δεμένος. ειλικρινής καί άδολος Ιερομόναχος. ’Ήθελε πάντα νά
συμβουλεύει κα'ι με κάθε τρόπο νά βοηθάει τό συνάνθρωπό του. Γι’ αύτό έπαιρνε
τόν ντορβά στον ώμο κι όποίον έβρισκε στο δρόμο, ει'τε μονάχος είτε λαϊκός
ήταν, αμέσως έπιανε συζήτηση μαζί του και ό πρώτος λόγος του ήταν: «Αδελφέ,
είσαι ξομολογημένος; Είσαι έτοιμος; Έχεις λάβει τό τελευταίο εφόδιο
Σ’ αυτά τά δώματα σε κάθε μεσονυχτιχό. σε
χάβε όρθρο, αρχίζει ή άληθινή μάχη, γιά νά κερδηθεί ή νίκη...
για τό ταξίδι και τό εισιτήριο για τον
Παράδεισο; Δηλαδή έχεις κοινωνήσει τα ’Άχραντα Μυστήρια τό Σώμα και τό Αίμα τού Δεσπότη Χριστού; Από
πότε εχεις να μεταλάβεις καί γιατί;». Κι αν λάβαινε αρνητική άπάντηση, τότε
συνέχιζε: «Μήπως, αδελφέ, δέν έχεις ξομολογηθεί; Καί γιατί;». Αμέσως έβγαζε τό
πετραχήλι που είχε μέσα στόν ντορβά του καί έλεγε στό συνομιλητή του: «Έλα.
είμαι Πνευματικός, πές μου τις ανθρώπινες αδυναμίες σου, να σοϋ διαβάσω
συγχωρετική εύχή καί να πας νά κοινωνήσεις, αν θέλεις να γίνεις καλά καί να
θεραπευτείς άπό τις αδυναμίες σου κι άπό τις ψυχικές καί σωματικές σου
ασθένειες· έλα νά απαλλαγείς καί νά γλυτώσεις άπό τά πάθη σου καί νά ζήσεις
αιώνια μέ τόν Κύριο ήμών Ιησού Χριστό καί Θεό τού παντός. Έλα, γιατί κανείς δέν
ξέρει πότε θά πεθάνει· ό θάνατος σάν κλέφτης έρχεται· πολλές φορές μάς βρίσκει
τή νύχτα κι άλλοτε στό δρόμο που βαδίζουμε. "Ελα, λοιπόν, νά μή μάς βρει ό
θάνατος ανέτοιμους. Στό χέρι μας είναι νά σωθούμε καί άπό μάς έξαρτάται αν
κολασθούμε· άν άγαπάς τόν εαυτό σου γίνου έτοιμος, όπως μάς διατάζει κι ό
Δεσπότης Χριστός καί μάς λέγει: «Διά τούτο καί υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι ή ώρα
ού δοκείτε ό υιός τού άνθρώπου έρχεται» (Ματθ. κδ' 44).
Μέ τόν τρόπο αυτόν είχε βοηθήσει πολύ
κόσμο, διόρθωνε καί στήριζε πολλούς άδόνατους καί τούς έκανε νά άλλάξουν
τακτική καί νά πάνε πιό κοντά στόν Δεσπότη καί Σωτήρα Χριστό.
Ό διάβολος πειράζει τούς άκακους καί
άγαθούς
Κάποτε όμως, άπό συνέργεια καί φθόνο τού
σατανά, αυτοί οί δυό καλοί γείτονες καί εργάτες των εντολών τού Χριστού
σκανδαλίστηκαν άπό τό έξης γεγονός:
Κάποιο καλοκαίρι είχε μεγάλη ξηρασία. Στά
άνυδρα εκείνα μέρη τής έρήμου τά καημένα τά φυτά τού μικρού κηπαρίου τών
έρημιτών είχαν μαραθεί κι άπελπισμένα ζητούσαν λίγη βροχή γιά δροσιά. Εκείνο τό
καλοκαίρι οί δύο γείτονες έφτιαχναν καί ξανάνοιγαν τά χωματένια αυλάκια γιά νά
είναι καθαρά καί έτοιμα, άμα βρέξει ό Θεός, τό ευλογημένο νεράκι νά πάει κατ’
εύθείαν στά κηπουρικά τους καί παρακαλούσαν τόν Θεό νά δώσει τήν ευλογία Του μέ
μιά καλή βροχή.
Δεν άργησε ό Κύριος τού έλέους καί τής
φιλανθρωπίας νά εισακούσει την προσευχή τών φοβουμένων Αυτόν δούλων Του, καί
άρχισε σιγά σιγά νά ρίχνει ψιλή βροχούλα. ή όποια δυνάμωσε τόσο που παρέσυρε
κάτω τά αύλακάκια καί τό περισσότερο νερό τό πήγε στον κήπο τού γέρο-Γαβριήλ,
ένώ στόν κήπο τού παπα-Ιακώβου δεν έφτασε καθόλου.
Ό παπα-Ίάκωβος τότε πήρε τό τσαπί του καί
πήγε νά διορθιύσει τό αυλάκι του. Σάν έφτασε κοντά στήν Καλύβη τού γείτονά του
γερο-Γαβριήλ. είδε ότι τό αυλάκι του είχε σπάσει καί τό νερό πήγαινε όλο στόν
κήπο τού γείτονα. Τότε κι αυτός ό ευλογημένος διόρθωσε τά αυλάκια καί πήγαινε
όλο τό νερό στο δικό του κήπο.
Ό γερο-Γαβριήλ. όταν είδε πώς τό νερό δεν
πήγαινε στόν δικό του κήπο, ένώ έπεφτε άκόμη λίγη βροχή, βγήκε στό δρόμο καί
είδε τά αύλάκια διορθωμένα καί τό' νερό νά πηγαίνει στόν κήπο τού Πνευματικού
παπαΊακώβου, κίνησε καί πήγε στήν Καλύβη τού γείτονα, χτύπησε αλλά δέν βρήκε έκεί
τον Πνευματικό. Έν τώ μεταξύ ή βροχή είχε σταματήσει, άφού δρόσισε αρκετά τόν
τόπο καί τήν περιοχή έκείνη.
Ό γερο-Γαβριήλ δέν πείραξε τ’ αύλάκια, τά
άφησε όπως τά είχε φτιάξει ό παπαΊάκωβος. Τήν άλλη μέρα περίμενε νά περάσει ό
παπαΊάκωβος, ό όποίος γύριζε άπό κάποια επίσκεψη πού είχε κάνει στό Μοναστήρι
τής Λαύρας. Όταν είδε τόν Πνευματικό νά πλησιάζει, πήγε κοντά του, τού έβαλε
μετάνοια καί τού φίλησε τό χέρι νά πάρει τήν εύλογία του.
Ό παπα-Ίάκωβος σήκωσε τό χέρι του νά τόν
ευλογήσει καί συγχρόνως άρχισε νά τού κάνει παράπονα, γιατί τού έκοψε τό αύλάκι
καί πήγαινε όλο τό νερό στόν δικό του κήπο. Ανταλλάξανε μερικά λόγια κι ό
γερο-Γαβριήλ δέν μπόρεσε νά συγκροτηθεί, άρπαξε τόν Πνευματικό καί άφού τού
έδωσε μερικές.... τόν έβαλε κάτω καί τού τις έβρεξε καλάκαλά. Τότε, σάν νά μήν
έφτανε αύτό, άρχισε νά κάνει παράπονα εκείνος καί νά αίτιάται τόν Πνευματικό,
καί μάλιστα μέ απόλυτη γαλήνη καί ήρεμία, σάν νά μή συνέβαινε τίποτα. Τού
έλεγε: «Βρέ Πνευματικέ, τί σού χρώσταγα νά μέ φέρεις σ’ αύτό τό σημείο, γιά τά
ψεύτικα αύτά παραμικρά κηπουρικά σου, νά μέ κάνεις νά σέ δείρω; Αφού ξέρεις
πόσο σέ αγαπώ!». Ταυτόχρονα τόν σήκωσε πάνω άπό τή γή. πού τόν είχε ρίξει, καί
τού είπε έπιτακτικά: «Τώρα, Πνευματικέ, βγάλε άπό τόν ντορβά σου τό πετραχήλι
και διάβασέ μου αμέσως συγχωρετική ευχή, γιατί έγώ σε συγχώρεσα για τη σύγχυση
που μού 'καμες. κι άλλη φορά να μήν τό ξανακάνεις αυτό που έκανες!».
Ό Πνευματικός ό καημένος, άφοϋ τις είχε
φάει, θέλοντας καί μή. ύπάκουσε στόν κατά πολό μεγαλύτερό του στην ηλικία
γέροντα Γαβριήλ καί τού διάβασε συγχωρετική εύχή, αλλά μέσα του είχε παράπονο,
γιατί καί δέν έφταιγε καί ξύλο έφαγε.
Αργότερα τό πράγμα έγινε γνωστό στήν
κυρίαρχη Μονή Μεγίστης Λαύρας, ή οποία, σάν άνώτερη πνευματική αρχή, κάλεσε τόν
γερο--Γαβριήλ νά τού κάνει παρατήρηση. Στήν ερώτηση, γιατί έδειρε τόν
Πνευματικό, αυτός είπε ότι δέν ξέρει τίποτα. Τότε οί έπίτροποι καί προεστοί τής
μονής τού είπαν: «Όρκίσου αν τόκανες ή όχι!». Κι ό γερο--Γαβριήλ άπάντησε στους
Γέροντες: «Εμείς, σεβαστοί μας Γέροντες, κάναμε ό,τι κάναμε με τό γείτονά μου
Πνευματικό, συγχωρεθήκαμε καί τώρα είμαστε αγαπημένοι όπως καί πρώτα».
Οί προϊστάμενοι τής Λαύρας, που έκτιμούσαν
τήν ειλικρίνεια καί τό άκέραιο τού χαρακτήρα τού γέροντος Γαβριήλ τόν
συγχώρεσαν καί τού έδωκαν Κανόνα νά κάνει ιδιαίτερη προσευχή γιά τόν Πνευματικό
παπαΊάκωβο. γιά νά τόν συγχωρέσει κι ό Θεός, έπειδή, τού είπαν, δέν είναι
άρκετό νά σέ συγχωρέσει μόνο ό Πνευματικός, άλλά θά πρέπει νά σέ συγχωρέσει κι
ό Θεός.
Έτσι έληξε αύτό τό επεισόδιο, μέ τή χάρη
τής άκακίας καί παιδικής άπαθείας ποό διέκρινε τους δυό αυτούς πνευματικούς
γείτονες, οί όποίοι ζούσαν άγαπημένοι
μέχρι τέλους τής ζωής τους, προσευχόμενοι ό ένας γιά τόν άλλον, πρός δόξαν Θεού
καί ψυχική σωτηρία. Επειδή, Γι’ αύτούς είναι ή Βασιλεία των Ουρανών, όπως λέγει
καί ό Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «Έάν μή στραφήτε καί γένησθε ώς τά παιδία, ού
μή είσέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών» (Ματθ. ιη' 3).
Μάθημα ώφέλιμο γιά τούς υποτακτικούς
Ό γερο-Γαβριήλ ό Κοσκινάς είχε υποτακτικό
εύλαβέστατο καί ενάρετο, τόν ιερομόναχο καί Πνευματικό παπαΒαρλαάμ.
Στην Καλόβη που έχει το εκκλησάκι έπ’
όνόματι τών Αγίων Βαρλαάμ και Ίωάσαφ στη Βίγλα, ό Ιερομόναχος Βαρλαάμ μέ τό
γέροντα του Γαβριήλ ζοϋσε στην όπακοή πάνω άπό 50 χρόνια. Λειτουργούσε σχεδόν
κάθε μέρα και προσευχόταν για όλο τον κόσμο.
Καί τά δύο γερο-ντάκια αύτά ήταν αγαπητά
άπ’ όλους τούς άγιορείτες πατέρες, άλλά καί γνωστά άπό τό εργόχειρό τους. 'Ηταν
μοναδικοί σχεδόν στο είδος τους, διότι φτιάχνανε κόσκινα, φανάρια καί φανούς
γιά τις έκκλησίες. Γι’ αυτό καί τούς ήξεραν μέ τό όνομα κοσκινάδες ή
φαναρτζήδες.
Ετσι, οί δυο μοναχοί, γέροντας καί
υποτακτικός, ζούσαν άρμονικά καί ήσυχα πάνω άπό 50 χρόνια, «αίνούντες,
εύλογούντες καί νυχθημερόν δοξάζοντες τον Κύριον».
Ό πειρασμός όμως καί πολέμιος τού καλού
διάβολος δέν κοιμάται, ούτε τρώει, ούτε πίνει, ούτε ξεκουράζεται, γιατί είναι
πνεύμα άυλο. άκάθαρτο καί παμπόνηρο καί ψάχνει, έρευνα, καιροφυλακτεί καί
παραφυλάει, πού. πώς καί πότε θά βρει την «αχίλλειο πτέρνα» τού καθενός, κι άμα
βρει τήν άδυναμία μας, είτε άπό τά δεξιά, τις λεγάμενες αρετές μέ τό θέλημά μας
χωρίς ταπείνωση ή άπό τά αριστερά τις κακίες, πού είναι οί φανερές άμαρτίες.
τότε χώνεται μέ τά μούτρα, ώσπου νά πετύχει νά μάς γκρεμίσει άπό τήν άρετή καί
τήν καλοσύνη καί νά μάς βγάλει άπό τό δρόμο τού Θεού, πού είναι ή ύπακοή ή
όποια γεννάει τήν ταπείνωση καί ή άκτημοσύνη πού γεννάει τήν πραγματική άγάπη
καί φέρνει τήν καθαρότητα καί άγνεία τής ψυχής καί τού σώματος.
Έτσι, στό μυαλό τού Πνευματικού Βαρλαάμ
έ'βαλε ό πειρασμός τήν ιδέα καί έπιθυμία νά πάει στά Ιεροσόλυμα, γιά νά
προσκυνήσει τούς Αγίους Τόπους.
Τήν έπιθυμία του αύτή είπε στον γέροντά
του Γαβριήλ. ό όποίος είχε άντίθετη γνώμη καί τού έλεγε: «Πάτερ Βαρλαάμ.
Ιεροσόλυμα κι Άγιοι Τόποι γιά σένα καί γιά μένα είναι ή έκκλησία μας μέ τό ιερό
της καί ή Αγία Τράπεζα είναι ό πανάγιος Τάφος. Τί θέλεις έσύ τώρα, γέρος
άνθρωπος 75 χρόνων, νά πάς νά ταλαιπωρηθείς, έφόσον γιά σένα καί γιά μένα πού
είμαι 80 χρόνων, τό «Περιβόλι τής Παναγίας», τό Άγιον ’Όρος, είναι ό τόπος τής
προσευχής καί περισυλλογής μας καί αφού μέχρι τώρα δέν βγήκες καμμιά φορά στον
κόσμο, θέλεις νά πάς τώρα στά γεράματα». Μέ τέτοια καί παρόμοια παραδείγματα
έφερνε αντιρρήσεις ό γέροντας Γαβριήλ στόν παπα-Βαρλαάμ. Όμως ό καημένος ό
παπα-Βαρλαάμ ησυχία δεν είχε, έπέμενε. Και με τό «πέςπές» κατάφερε να άποσπάσει
την εύλογία άπό τόν Γέροντα του, παρά τη θέλησή του, καί νά πάει στους Αγίους Τόπους.
Στά Ιεροσόλυμα ό παπαΒαρλαάμ προσκύνησε
στο Ναό τής Άναστάσεως τόν Πανάγιο Τάφο, τόν φριχτό Γολγοθά, την «εύρεση τού
Τιμίου Σταυρού» και όλα τά άγιασμένα και θεοβάδιστα μέρη.
Μετά, γιά νά προσκυνήσει τά ιερά
προσκυνήματα στη Γεθσημανή, τη Γαλιλαία, τόν Τάφο τού Λαζάρου, τη Βηθανία, τη
Μονή τού «Χοζεβά», τή Λαύρα τού Αγίου Σάββα τού Ηγιασμένου, τό Σαραντάριο καί
τό Θαβώριο "Ορος, τή Βηθλεέμ, τή Σαμάρεια, τήν Κανά, τήν Καπερναούμ, τή
Νεκρά Θάλασσα, τόν Ιορδάνη ποταμό, τήν Ιεριχώ καί όλα τά ίερά καί άγιασμένα
προσκυνήματα τής χριστιανοσύνης, τού έδωκαν γιά οδηγό μιά ευλαβέστατη χριστιανή
Άραπίνα, πού γνώριζε πολύ καλά όλα τά προσκυνήματα καί όλους τους δρόμους πού
όδηγοόν σ’ αυτά.
Τά προσκυνήματα αυτά, έπειδή είναι πολύ
μακριά τό ένα άπό τό άλλο κι ό παπαΒαρλαάμ ήταν γερο-ντάκι, έπρεπε νά
χρησιμοποιήσουν υποζύγιο καί γιά τό σκοπό αύτό πήραν ένα γαϊδουράκι.
Ό παπαΒαρλαάμ ήταν πάνω στό ύποζύγιο καί ή
Άραπίνα πήγαινε μπροστά, νά δείχνει τό δρόμο. Επειδή όμως στά μέρη έκείνα κάνει
πολλή ζέστη, ή άραπίνα υστέρα άπό λίγο έβγαλε τόν μοναδικό χιτώνα ποό φορούσε,
τόν έβαλε στή μασχάλη καί βάδιζε γυμνή, με αδαμιαία περιβολή. Κατά διαστήματα
γύριζε πίσω νά δει αν ό γέροντας ήταν καλά καί αν τό ζώο άκολουθούσε καί συχνά
τόν ρώταγε: «Πώς πάς. παππού; Είσαι καλά; Μήπως θέλεις τίποτα;».
"Ετσι, ό Πνευματικός παπα-Βαρλαάμ. σ’
όλο τό διάστημα τής προσκυνηματικής του περιοδείας είχε καί έβλεπε τήν άραπίνα
κι άπό τίς δύο... όψεις.
Στόν γέροντα Βαρλαάμ τό γεγονός αύτό δεν
έκανε τότε καμμιά ιδιαίτερη εντύπωση, ούτε σκέφτηκε καθόλου τίποτα τό πονηρό
καί έφάμαρτο γιά τήν οδηγό άραπίνα, πού νά τόν σκανδαλίσει.
"Ετσι έκαμε όλο τόν κύκλο τών
προσκυνημάτων, που χρειάστηκε περισσότερο άπό 15 ήμέρες, γιατί τότε δεν ύπήρχαν
όπως σήμερα συγκοινωνιακά μέσα, λεωφορεία καί αύτοκίνητα· ό μόνος τρόπος πού
μπορούσες νά πάς ήταν μέ τά γαϊδουράκια.
Ό καρπός του ίδιου θελήματος
Όταν τελείωσε τό προσκύνημα, ό παπαΒαρλαάμ
γύρισε στον γέροντα τοο Γαβριήλ. Πολύ ευχαριστημένος καί χαρούμενος διηγείτο
στον Γέροντα του αυτά πού είδε καί αξιώθηκε να προσκυνήσει.
Τύ γεγονός όμως μέ την άραπίνα, έπειδή δεν
τού έκαμε καμμιά ξεχωριστή εντύπωση, τό είχε ξεχάσει. Όταν όμως ήσύχασε λίγο
καί άρχισε νά κάνει την κατά μάνας προσευχή του, τον λεγόμενο Κανόνα μέ τό
κομποσχοίνι καί νά λέει τήν εύχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν
με», παρουσιαζόταν μπροστά του τό φάσμα καί ή εικόνα τής άραπίνας κι από τις
δύο όψεις θεόγυμνη. όπως τήν έβλεπε, χωρίς νά τό θέλει, στά προσκυνήματα καί
όλη τήν ώρα σάν τιμωρία, πού έκαμε τό θέλημά του, έρχότανε μπροστά στήν προσευχή
του ή γυμνή εικόνα τής άραπίνας.
Τούτο άρχισε νά τόν στενοχωρεί καί νά τόν
θλίβει, οπότε τό άνέφερε στόν Γέροντά του μέ παράπονο, γιατί δέν μπορούσε νά
έχει καθαρή προσευχή καί παρρησία στόν Θεό όπως είχε πρώτα. Κάλεσαν άλλο
Πνευματικό, έκαναν θερμές προσευχές γιά νά απαλλαγεί άπό τό ένοχλητικό αύτό
φάσμα, άλλά κατά παραχώρηση τού Θεού, γιά νά ταπεινώσει τό φρόνημα τού
παπα-Βαρλαάμ πού έκανε τό θέλημά του, σάν τιμωρία δόθηκε ή άδεια στόν σατανά νά
πειράζει μέ τόν τρόπο αύτό τό γερο-ντάκι μέχρι τό τέλος τής ζωής του!
"Ας παραδειγματιστούμε κι εμείς άπό
τό φοβερό αύτό πάθημα τού Γέροντα καί Πνευματικού αύτού πού. όπως έλεγε ό
ίδιος, δέν καταλάβαινε καμμιά εμπαθή διάθεση, άλλά σάν παρουσιαζόταν μπροστά
του αύτό τό πράγμα, θεωρούσε τήν προσευχή του άκάθαρτη, γιατί μόνον όταν έκανε
προσευχή τόν πείραζε. Καί τελικά έφυγε άπό τή ζωή αύτή μέ τό παράπονο πώς ή
προσευχή του δέν ήταν καθαρή καί δέν τή δεχόταν ό Θεός!
Αύτόν τόν καρπό δρέπουμε όταν κάνουμε τό
δικό μας θέλημα, όπως κι ό παπα-Βαρλαάμ!
Οραμα τής Παναγίας στή Βίγλα
Στήν πανώρια αύτή περιοχή τής Βίγλας, πού
έχει πολύ άνοιχτό ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις καί βλέπει τά άπέραντα
γαλανά νερά τού Αιγαίου πελάγους. τόν δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε καί γιά
αρκετά χρόνια ησύχαζε ό νηπτικώτατος πατήρ
καί διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, ό όποίος δίδαξε καί άνέδειξε πολλούς
μαθητές τής νηπτικής θεωρίας καί τής καρδιακής προσευχής.
Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου
μεγέθους έλαμπε ό απλός καί άγαθός Μάρκος, ό όποίος στην τοποθεσία αυτή
αξιώθηκε νά ίδεί θαυμάσιο καί ύπερφυσικό όραμα: στο ψηλότερο καί πιο θεαματικό
μέρος τής Βίγλας είδε σε ζωντανή εικόνα τό τελευταίο μεγαλυνάριο πού ψάλλουμε
στό τέλος τού Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα τής Παναγίας:
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καί δωδεκάτειχε
πόλις, ήλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τού Βασιλέως, άκατανόητον θαύμα, πώς
γαλουχείς τον Δεσπότην;».
Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο καί χρυσόκτιστο
πύργο, πάνω στον όποιο υπήρχε ένας όλοφώτεινος καί ήλιοστάλακτος θρόνος. Πάνω
στό θρόνο, σάν βασίλισσα ουρανού καί γής. καθόταν ή Κυρία καί Δέσποινα τού
κόσμου, Ύπεραγία Θεοτόκος καί Αειπάρθενος Μαρία, κρατώντας στήν άγκαλιά της τόν
υιό καί Θεό της, τον Κύριο καί σωτήρα ήμών Ιησού Χριστό.
Στον πύργο αύτόν. γύρωγυρω σάν τείχος,
ύπήρχαν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, πού πάνω τους κάθονταν οί δώδεκα άγιοι
Απόστολοι τού Κυρίου, οί όποίοι , μαζί με Αγγελικά Τάγματα καί τούς άγιορείτες
Πατέρες, υμνούσαν, εύλογούσαν καί δοξολογούσαν τόν Κύριο τής δόξης καί Θεόν,
τιμώντας ταυτόχρονα με ύμνους καί μεγαλυνάρια τήν Παναγία Μητέρα τού Υιού καί
Λόγου τού Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δέ άπό όλους αυτούς υπήρχε άπειρο πλήθος
μοναχών καί χριστιανών πού δοξολογούσαν κι αυτοί τόν Θεό καί τή μητέρα τού
Χριστού θαυμάζοντας τή Δόξα καί Χάρη τής Παναγίας Θεοτόκου καί έμακάριζαν τήν
«άειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τού Θεού ήμών».
Καί εφόσον γίνονταν αυτά στό άνατολικό
μέρος, ό άγιος Μάρκος γύρισε δυτικά καί βλέπει μακριά καί σε μεγάλη άπόσταση
άπό τήν Παναγία μιά τσιγγάνα (γύφτισσα) ή όποια έκανε διάφορα άστεΐα καί κωμικά
νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα καί διάφορες άλλες άσχήμιες καί
ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν καί κεί μαζευτεί μερικοί άνθρωποι πού
περιεργάζονταν, χάζευαν καί διασκέδαζαν μέ τις επιδείξεις καί άσεμνες σκηνές
πού έκανε ή γύφτισσα.
Ανέβαινε διαρκώς στά δώματα τού Πνεύματος
μη όλιγώρει
Τότε μέ φρίκη παρατήρησε ό άγιος Μάρκος
πώς λίγοιλίγοι από τούς χριστιανούς, άλλα κι άπό τούς μοναχούς ακόμη, οί
όποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία καί
υμνολογούσαν τον Θεό, άφηναν τό χορό τού χρυσού εκείνου πύργου καί νικώμενοι
άπό τή σατανική περιέργεια γύριζαν προς τό μέρος τής τσιγγάνας καί πήγαιναν
κοντά της, γιατί τούς άρεσαν οί έπιδείξεις της· κι έτσι άρχισαν σιγάσιγά καί
δειλάδειλά να φεύγουν όλοι άπό τή θεία ομήγυρη καί τή λαμπρή έκείνη δόξα της
Παναγίας καί να πηγαίνουν κοντά στή γύφτισσα. Φοβερό καί τρομερό όραμα, άλλά
άληθινά προφητικό.
Ή Παναγία έμεινε μόνη μέ τούς Αγγέλους καί
τούς Αγίους καί μέ λίγους καλούς μοναχούς καί πιστούς χριστιανούς, μέ τούς
οποίους άκατάπαυστα υμνούσε καί δοξολογούσε τόν Κύριο τής δόξης. Ή Παναγία,
πολύ λυπημένη, κοιτούσε τούς άλλους πού έφευγαν καί προτιμούσαν νά ίδούν τά
αίσχη καί να άκούσουν τά άδιάντροπα τραγούδια τής πόρνης τσιγάνας, παρά νά
δοξολογούν τόν Κύριο.
Ό άγιος Μάρκος, όσο χάρηκε στήν άρχή πού
είδε τήν Παναγία νά άστράφτει περισσότερο άπό τόν ήλιο καί τούς άγιους
Αποστόλους μέ τά ούράνια Τάγματα τών Αγγέλων καί τών Αγίων, που προσεύχονταν
καί δοξολογούσαν τόν Θεό, τόσο καί περισσότερο λυπήθηκε καί τόν κατέλαβε φόβος
καί τρόμος σάν είδε τούς άνόητους εκείνους άνθρώπους καί καλογήρους άκόμη νά εγκαταλείπουν
τή Βασίλισσα τών Αγγέλων καί νά προτιμούν μιά βρωμερή, άκάθαρτη καί κατά πάντα
βέβηλη πόρνη γυναίκα. Νά προτιμούν τά άνήθικα καί πονηρά τραγούδια, άπό τούς
θείους ύμνους καί τήν άκατάπαυστη δοξολογία τού Θεού καί νά πηγαίνουν κοντά στά
όργανα τού σατανά!
Συμπέρασμα
Μήπως καί σήμερα, άγαπητοί μου, δέν
κάνουμε κι έμείς τό ίδιο μέ εκείνους τούς άνόητους; Δέν άφήνουμε τή μητέρα
Εκκλησία; Δέν εγκαταλείπουμε τά άγια Μυστήρια τού Θεού; Δέν άφήνουμε τις ιερές
ύμνολογίες καί δοξολογίες τού Θεού καί τρέχουμε στά θέατρα καί τούς
κινηματογράφους νά Ιδούμε τά άσεμνα καί αισχρά θεάματα, τά ξεγυμνώματα καί ν’
άκούσουμε τά πορνικά άσματα καί τά διεφθαρμένα αίσχρουργήματα; Μήπως κι εμείς
σήμερα δέν άφήνουμε τούς Πνευματικούς καί έξομολόγους, τούς ιερείς καί διδασκάλους
τής Εκκλησίας μας καί τρέχουμε στά διάφορα «μέντιουμ», στις μάντισσες, πού
είναι συνεργάτες τού σατανά; Δέν τρέχουμε στίς διάφορες καφεφλυτζανούδες. στις
χαρτορίχτρες, δέν πηγαίνουμε στίς μάγισσες καί στά γητέματα καί ξεματιάσματα,
πού κάνουν οί τσιγγάνες; Δέν τρέχουμε σάν μωροί καί ανόητοι σ’ αυτές νά μάθουμε
γιά την αποκατάσταση ή τήν κατάντια καί τον ξεπεσμό τού παιδιού μας;
Βλέπετε πώς αύτή τήν κατάσταση πού ζεί
σήμερα ή διεφθαρμένη γενιά μας. τήν είδε πριν άπύ 600 καί πλέον χρόνια ό
μαθητής τού άγιου Γρηγορίου τού Σιναΐτου. Μάρκος ό άπλούς. στή Βίγλα τού Αγίου
Όρους καί έφριξε! Είναι όντως τρομερό τό κατάντημά μας!
Ό Πνευματικός παπα-Δανιήλ
Στήν ήσυχαστική Καλύβη τού Αγίου Πέτρου ό
Πνευματικός παπαΔανιήλ ήταν προχωρημένος στήν κατά Θεόν ζωή καί ενάρετη
πολιτεία, τόσο πού τόν άξίωσεν ό Θεός κάθε Σάββατο νά κοινωνεί καί νά δίνει τά
’Άχραντα Μυστήρια, τό Σώμα καί Αίμα τού Δεσπότη Χριστού, στούς Αγίους, οί
όποίοι κυκλοφορούν στά μέρη εκείνα καί
κατά καιρούς, όπως ομολογούν πολλοί σεβάσμιοι καί άξιόπιστοι πατέρες,
φανερώνονται όπου καί σ’ όποίον προβλέπουν αυτοί πώς ή εμφάνισή τους θά
οικοδομήσει καί θά οδηγήσει αυτόν ή αυτούς πού θά τούς ίδούν στήν ενάρετη ζωή
καί στον θείο ζήλο τής νοεράς προσευχής καί άγνής πολιτείας.
Οί Άγιοι αύτοί, δέκα τον άριθμόν,
περιφέρονται στά έρημικώτερα μέρη τού Άθωνα καί είναι άόρατοι. Πριν άπό πολλά
χρόνια παρουσιάστηκαν στόν Πνευματικό τους παπαΔανιήλ καί τον παρεκάλεσαν νά
τούς κοινωνεί καί μεταδίδει τά «Άγια των Αγίων» τού Θεού Μυστήρια, άλλα δέν
πρέπει, τού είπαν, νά μάθει κανείς τήν πράξη αύτή. Τού όρισαν πώς θά πηγαίνουν
κάθε Σάββατο καί θά πρέπει τήν ήμέρα έκείνη νά μή δέχεται κανέναν έπισκέπτη, κι
αν τυχόν πάει κανείς, νά φροντίζει έγκαιρα νά τον διώχνει.
Τούτο γινόταν γιά πολλά χρόνια κι ό
Πνευματικός παπαΔανιήλ τά κατάφερνε έτσι, πού νά μή βρίσκεται έκεί κανείς, όταν
θά πήγαιναν οί Άγιοι αύτοί έρημϊτες. ούτε ό υποτακτικός του παπα’Αντώνης, πού
κι αυτός ήταν Πνευματικός, άλλά κατά τήν έντολή τών έρημιτών Αγίων κι άπ’ αύτόν
τό είχε άποκρύψει.
"Ενα Σάββατο όμως, άπό φθόνο τού
πειρασμού ή άπό άπλή σύμπτωση, τήν ώρα πού θά πήγαιναν οί έρημϊτες, έπισκέφθηκε
τον Πνευματικό ένας μακρινός αδελφικός του φίλος τον όποίον, έπειδή δεν
προλάβαινε να διώξει, τόν έκρυψε στην έκκλησία.
Οί άγιοι πήγαν στόν Πνευματικό καί ό ξένος
άπό την κρύπτη του έ'βλεπε τους Άγιους που κοινωνούσαν άπό τό παράθυρο της
προσκομιδής. Όταν τελείωσε ή θεία Κοινωνία, οί άγιοι ευχαρίστησαν τόν
Πνευματικό, ζήτησαν συγχώρεση καί τού είπαν πώς, επειδή δεν τήρησε τη συμφωνία
που είχαν κάνει, δεν πρόκειται να τους ξαναδεΐ. Καί πράγματι, άπό τότε δεν τους
είδε άλλη φορά, λέγουν δε μερικοί πατέρες πώς μετά πήγαιναν στόν Πνευματικό
παπαΓ’ρηγόρη, που έμενε στη Μικρή Άγιάννα, καί κοινωνούσαν άπ’ αυτόν, όσο
βρισκόταν αυτός στη ζωή. Μετά κανείς δέν γνωρίζει τί άπέγιναν.
Ό Πνευματικός παπα’Αντώνης
Ό ιερομόναχος καί φωτισμένος αυτός
Πνευματικός, στό Ησυχαστήριο τού Αγίου Πέτρου, ήταν πολλά χρόνια υποτακτικός
στόν παπαΔανιήλ καί άπό τήν ύπακοή, την αυταπάρνηση καί τήν ταπείνωση που είχε,
έλαβε τό χάρισμα νά βγάζει τά δαιμόνια.
Άπό τη φήμη αύτή πήγε ένας δαιμονισμένος
τόν όποίον θεράπευσε καί άπάλλαξε άπό τη δαιμονική έπήρεια.
Ό άρρωστος, άπό ευγνωμοσύνη ζήτησε νά
μείνει μαζί του σάν υποτακτικός, νά άκολουθήσει κι αυτός τή μοναχική ζωή των
ερημιτών. Ό Πνευματικός δέν ήθελε νά τόν κρατήσει καί τού σύστησε νά πάει σέ
κοινόβιο μοναστήρι, γιά νά έχει καί άνθρώπινη παρηγοριά. Μέ τά πολλά όμως παρακάλια δέχτηκε νά τόν κρατήσει καί, γιά νά
τόν βοηθήσει νά άποκτήσει ταπείνωση, τού όρισε σάν πνευματικό Κανόνα, όταν θά
πηγαίνουν οπουδήποτε, όποίον θά συναντούν στό δρόμο, θά προπορεύεται ό
υποτακτικός καί θά βάζει μετάνοια σ’ αυτόν πού θά συναντάνε καί θά λέγει:
«Συγχώρεσέ με, άδελφέ, γιατί έχω δαιμόνιο».
Τήν έντολή αύτή τού Γέροντα καί
Πνευματικού του ό θεραπευθείς γιά πολόν καιρό τή φύλαξε καί έλεγε αυτά τά
ταπεινωτικά Γι’ αυτόν λόγια, άκριβώς όπως τόν είχε διδάξει.
Μιά μέρα όμως ό ύποτακτικός αυτός ό όποίος, όπως φαίνεται,
έκανε μέ βαρειά καρδιά αύτό που ό Πνευματικός παπαΆντώνης του είχε πεί, καί γι’
αύτό. όπως πήγαιναν στό δρόμο, μπρος αύτός και πίσω ό Πνευματικός, στον πρώτο
τυχόντα που συνάντησαν ό υποτακτικός έβαλε μετάνοια και ύπό την έπήρεια τού
Δαίμονα τού είπε: «Εύλόγησον. άββά, συγχώρεσέ με, διότι έχω δαιμόνιο, ό δέ
όπίσω μου ερχόμενος έχει έπτά». δηλαδή είπε πώς ό Πνευματικός που τον έβαλε νά
κάνει αύτό τό πράγμα έχει έπτά δαιμόνια. Άπό τότε ό Πνευματικός δεν ξανάβαλε
τον υποτακτικό νά πηγαίνει μπροστά.
Ή αχειροποίητη εικόνα τής Παναγίας
Μέ την άδεια τής κυριάρχου Μονής Μεγίστης
Λαύρας, στην περιοχή τής Βίγλας έχει κτισθεί ή Σκήτη τού Τιμίου Προδρόμου, στήν
όποια παλαιότερα μένανε 80-100 μοναχοί ρουμανικής καταγωγής καί σήμερα έχει
μόνον δέκα. Οί πατέρες άκολουθούν μέ σεβασμό καί εύλάβεια τό τυπικό καί τήν
τάξη των ιερών Μονών καί Σκητών τού Αγίου Όρους.
Στήν κεντρική έκκλησία τής Σκήτης
βρίσκεται άπό πολλών χρόνων ώραιότατη καί μεγαλόπρεπη εικόνα τής Κυρίας
Θεοτόκου.
Ό άγιογράφος τής εικόνας αύτής, Γεωργάκης
Νικολάου μόχθησε πολύ καί κουράστηκε νά ιστορήσει τήν εικόνα, όπως τήν ήθελε ό
Δίκαιος ήγούμενος τής Σκήτης Νήφων Ιερομόναχος που τήν παρήγγειλε στό Ιάσιο τής
Ρουμανίας (1857-1870). Επειδή όμως ό άγιογράφος δεν μπορούσε νά τήν πετύχει,
τήν έκλεισε σε έρμάριο γιά πολυν καιρό. Αφού πέρασε πολύς καιρός, έβγαλε τήν
εικόνα άπό τό έρμάριο καί προσπαθούσε νά τήν τελειοποιήσει, γιά νά τήν
παραδώσει στον κτίτορα τής Σκήτης που τήν είχε παραγγείλει.
Σύμφωνα μέ τήν τεχνική του, έφτιαξε τό
πρώτο καί δεύτερο χέρι έπί τών ένδυμάτων καί τών προσώπων τής εικόνας κι όταν
δοκίμασε νά περάσει καί τό τρίτο χέρι, είδε τό πρόσωπο τής Παναγίας καί τού
Χριστού νά είναι αλλοιωμένα, παραμορφωμένα. Ό άγιογράφος στενοχωρήθηκε τότε
πολύ, γιατί νόμισε πώς ξέχασε τήν τέχνη του καί πίστεψε ότι δεν μπορούσε νά τήν
τελειοποιήσει. Επειδή όμως είχε βραδιάσει. άφησε νά τήν τελειώσει τήν άλλη μέρα,
κατά τήν όποια θά άρχιζε τήν έργασία μέ καλύτερη ίσως διάθεση.
Τήν άλλη μέρα, όπως αφηγήθηκε ό ίδιος,
έκαμε τρεις μετάνοιες καί πήγε μέ εύλάβεια ν’ άρχίσει έργασία καί, ώ τού
θαύματος! Βρήκε τά πρόσωπα τής Θεομήτορος καί τού Χριστού υπερφυσικά τελειωμένα
μέ υπέροχη λαμπρότητα καί υπερφυές κάλλος.
Πράγματι, όταν τό 1933 αξιώθηκα μέ τόν
αδελφό μου, Παντελεήμονα μοναχό, νά τήν προσκυνήσω, μοϋ έκανε τόση εντύπωση ή
όμορφιά καί τό επιβλητικό βλέμμα, ή ώραιότης καί μεγαλοπρέπεια τής θείας
εικόνας αυτής, τής Θεομήτορος. πού δέν χορταίνεις ώρες ολόκληρες νά κάθεσαι καί
νά τή θαυμάζεις.
Στή Σκήτη αύτη έζησε ενάρετα καί ασκητικά
ό καλλίφωνος ιεροψάλτης καί μουσικός Νεκτάριος ό Βλάχος καθώς καί πολλοί άλλοι
πατέρες καί αδελφοί.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου