ΆΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΒΙΓΛΑ
Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
22. Στην έρημο
ΆΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΒΙΓΛΑ
Προχωρώντας άπό τή Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων
ανατολικά, προς τή Μεγίστη Λαύρα, βρίσκουμε μεγάλη βραχώδη χαράδρα, κάτω καί
δεξιά άπό την όποια σχηματίζεται ένας μικρός κολπίσκος που μέχρι σήμερα φέρει
την ονομασία «Καραβοστάσι». Την ονομασία αυτή έλαβε άπό την παράδοση, άφού στό
σημείο αυτό στάθηκε τό καράβι με τό όποιο πήγαινε ό άγιος Πέτρος ό Αθωνίτης γιά
την Κωνσταντινούπολη, άλλα σταμάτησε καί δεν προχωρούσε έως δτου έβγαλαν τόν
άγιο έξω καί μόνο τότε τό καράβι συνέχισε την πορεία του. Άπό τό μέρος αύτό
προς τά άριστερά άρχίζει ό δύσκολος καί άνηφορικός δρόμος, που μέχρι σήμερα
λέγεται «τεθλιμμένη οδός», καί πρός τά δεξιά μάς οδηγεί στό ύψωμα πού
βρίσκονται τά Ησυχαστήρια τού Αγίου Νείλου (16ος αί.). Τά ησυχαστήρια αυτά
πήραν τήν ονομασία τους άπό τόν άγιο Νείλο τόν μυροβλύτη, ό όποίος με νηστείες,
άγρυπνίες καί άκατάπαυστη προσευχή άγωνίστηκε στά μέρη έκείνα πού μέ τή χάρη
τού Θεού μεταβλήθηκαν, άπό άχαρα καί άγρια βράχια που ήταν, σέ εύλογημένα καί
χαριτωμένα λιμάνια σωτηρίας καί άγιαστήρια ψυχών. Καί έτσι μέ τό παράδειγμα
εκείνου, μέ αύταπάρνηση καί αυτοθυσία, κατοίκησαν καί μέχρι σήμερα κατοικούν
πνευματοφόροι πατέρες πού άγωνίζονται σκληρά γιά τήν ψυχική τους σωτηρία καί
νυχθημερόν ικετεύουν τόν Κύριο γιά τήν ειρήνη καί τή σωτηρία τού ορθόδοξου
χριστιανισμού καί τό φωτισμό όλου τού κόσμου.
Άπό τόν Άγιο Νείλο, μιά ώρα περίπου
οδοιπορία, φτάνουμε στήν περιοχή τού Αγίου Πέτρου. Τήν ονομασία ή περιοχή αυτή
έλαβε άπό τόν πρώτο ερημίτη καί ησυχαστή άγιο Πέτρο τόν Αθωνίτη, που έζησε τόν
έβδομο αιώνα καί άφοϋ ύπέμεινε πολλούς πειρασμούς και σκληρές δοκιμασίες, όπως
αναφέρει ό βίος του στο Συναξαριστή τού Βικτ. Ματθαίου 12 Ιουνίου, κοιμήθηκε
τόν μακάριο ύπνο τών Όσίων τό σωτήριο έτος 681.
Στα μέρη αυτά, όπου είναι και τό
Ησυχαστήριο τού Αγίου Πέτρου, κατοίκησαν και ασκητικά δοκιμάστηκαν πολλοί
μοναχοί που φλέγονταν από θείο καί ουράνιο έρωτα κι επιθυμούσαν να κάμουν κτήμα
τους τήν αδιάλειπτη νοερά προσευχή, ή όποια εύκολώτερα κατορθώνεται στην ήσυχία
μέ γαλήνη τών λογισμών καί τής ψυχής.
Πολύ ψηλότερα άπό τά άσκητήρια τού Αγίου
Νείλου ήταν τό Ησυχαστήριο τού Αγίου Αρτεμίου. Πολό δέ ψηλότερα άπό τήν
τοποθεσία τού Αγίου Αρτεμίου βρισκόταν ή παλιά Σκήτη τού Αγίου Βασιλείου, έρείπια
τής όποιας σώζονται μέχρι σήμερα.
Τή Σκήτη αύτή τού Αγίου Βασιλείου
πρωτοσύστησαν μοναχοί που κατάγονταν άπό τήν Καισάρεια τής Καππαδοκίας, οί
όποίοι ήρθαν άπό τό μέρος έκείνο καί
έφεραν μαζί τους καί τήν άγια κάρα (κεφαλή) τού μεγάλου Βασιλείου, που κατά τή
ζώσα παράδοση βρίσκεται σήμερα στήν Ιερά Μονή τής Μεγίστης Λαύρας, μέ ιστορικό
άλλης προελεύσεως.
Επειδή όμως στο μέρος που ήταν ή Σκήτη
κάνει πολό καί ανυπόφορο κρύο, οί μοναχοί τής Σκήτης αύτής μετοίκησαν στη
νοτιοδυτική πλευρά τού Καρμηλίου Όρους, όπου συνέστησαν τή Σκήτη καί πάλι στό
όνομα τού Αγίου Βασιλείου· άπ’ αύτή σώζονται καί κατοικούνται άκόμη μερικές
ασκητικές Καλύβες, σέ μορφή ήσυχαστηρίων. Καί σ’ αύτή τή Σκήτη έζησαν κατά
καιρούς μεγάλοι άγωνιστές καί ενάρετοι μοναχοί.
Πιο πάνω άπό τήν Παλιά Σκήτη συναντάμε τόν
πεπατημένο δρόμο πού όδηγεί άπό τήν Κερασιά στή Μεγίστη Λαύρα, περίπου στή μέση
τής τοποθεσίας «Κρύα νερά» καί «Βαθύλακα».
Ό άγιος Ιωάννης ό Κουκουζέλης, όπως
αναφέρει ό βίος του, στον Μέγα Συναξαριστή τού Βίκτωρος Ματθαίου (1η
Όκτωβρίου), έφυγε κρυφά άπό τό παλάτι τού βυζαντινού αύτοκράτορα Κομνηνού (12ος
αί.) καί πήγε στην 'Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Επειδή ό βασιλιάς ζητούσε νά τόν
βρει, δήλωσε στο μοναστήρι ότι στήν
κοσμική ζωή ήταν βοσκός προβάτων και έτσι ό ήγούμενος τής Μονής Λαύρας τού
ανέθεσε το διακόνημα νά βόσκει τούς τράγους τής μονής στο δάσος. Ό Ιωάννης μετά
χαράς δέχτηκε τό διακόνημα αύτό καί άπ’ εκείνη τήν ήμέρα έμενε στύ δάσος, όπου
ή Λαύρα διέθετε ειδικά σπιτάκια γιά τούς φύλακες των ζώων, τά λεγόμενα
«τραγιάρικα».
Μιά μέρα, εύρισκόμενος στήν περιοχή αυτή
γιά τή βοσκή τών ζώων, πού άφθονεΐ στά μέρη εκείνα, ένώ τά ζώα έβοσκαν,
θυμήθηκε τούς ώραίους εκκλησιαστικούς ύμνους πού έψαλλε στήν εκκλησία καί στο
παλάτι τού βασιλιά κι άρχισε νά ψάλλει. Ή φωνή του ήταν τόσο γλυκειά καί
μελωδική, πού όλα τά τραγιά άφησαν τή βοσκή τους καί μαζεύτηκαν γύρω του,
σταμάτησαν νά τρώνε καί έπί ώρες στέκονταν όρθια στά δυό τους πόδια άκούγοντας
μέ προσοχή, σάν νά έπρόκειτο γιά λογικά όντα, τήν ωραία μελωδία πού έβγαινε άπό
τό στόμα τού «Κουκουζέλη»!
Τό εξαίσιο τούτο θέαμα βλέποντας οί
έρημΐτες άπό μακριά, άπό τις ασκητικές τους καλύβες, έτρεξαν τήν άλλη μέρα καί
άνέφεραν τό γεγονός στον ηγούμενο τής Λαύρας. Κι έτσι, μέ τόν θαυμάσιο αύτό
τρόπο άποκαλύφθηκε ή πραγματική ιδιότητα τού Κουκουζέλη.
Ό ήγούμενος τότε, αφού τόν έκανε
καλόγερο-, τόν κράτησε νά ψάλλει στή μονή μέ τήν αγγελική φωνή του ώς δεξιός
ψάλτης.
Από τό σημείο πού συναντιώνται τά δρομάκια
τά όποια έρχονται τό ένα άπό τό «Χαΐρι» καί τό άλλο άπό τά «Καυσοκαλύβια»,
προχωρώντας άνατολικώτερα λίγο πρός τά κάτω συναντάμε τό δρόμο γιά τά
«Γιαννακόπουλα», ό όποίος προχωρεί δεξιά άπό τό ζυγό λοφίσκου, καί βρίσκουμε τό
Ησυχαστήριο πού λέγεται «Γιαννακόπουλα». Εκεί τελείωσαν τό βίο τους ασκητικά
τρία αδέλφια άπό τήν οικογένεια Δελαβέρηδων, πού καταγόταν άπό τά Κύθηρα.
Τά τρία αδέλφια ήταν οί πρώτοι
έργοστασιάρχες καί κατασκευαστές μωσαϊκών πλακών στόν Πειραιά. "Εγιναν
μοναχοί καί ονομάστηκαν ό πρώτος αδελφός Χρύσανθος, ό δεύτερος Χριστοφόρος
ίερομονάχος κι ό τρίτος Σωφρόνιος. Και οί τρεις ύπήρξαν πολύ έγκρατείς καί
ένάρετοι.
Διάδοχος εκείνων καί συνεχιστής τής
ασκητικής ζωής, μέ γενική εγκράτεια, νηστεία καί άσκηση, μέ συνεχή καί
αδιάλειπτη προσευχή ήταν ό απλός, αγαθός καί έξαίρετος Πνευματικός παπαΓαβριήλ,
που καταγόταν από τό Βαλτεσινίκο τής Γορτυνίας, ό όποίος είχε φθάσει σέ μέτρα
άγιότητος καί ό Θεός τού είχε άποκαλύψει πολλές οπτασίες. Κοιμήθηκε σέ ήλικία
100 καί πλέον ετών, άπό τα όποια τά 85 περίπου τά έζησε σ' αύτή τήν ξερή καί
άνυδρη έρημο.
Ό παπαΓαβριήλ ύπέμεινε σκληρό πόλεμο άπό
τόν κοινό έχθρό τού ανθρώπινου γένους σατανά. Λειτουργούσε τήν αναίμακτη θυσία
μέχρι τά βαθιά γεράματά του σχεδόν ήμέρα παρά μέρα καί πολλές φορές, όταν είχε
πρόσφορα καί προσωπικό νά τόν βοηθήσει, λειτουργούσε καί κάθε ήμέρα.
Όταν έπρόκειτο νά λειτουργήσει, τήν
προηγούμενη νύχτα δέν έπεφτε σέ στρώμα νά κοιμηθεί, άλλά καί μετά τή Θεία
Λειτουργία ποτέ δέν κοιμόταν. Κι όταν οί μαθητές του τά καλογερο-παίδια του τού
έλεγαν νά πέσει λίγο καί ν’ άναπαυθεί, αυτός άπαντούσε: «Δέν κάνει νά
κοιμόμαστε μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή θεία Κοινωνία, γιατί πήραμε μέσα μας
τόν Χριστό τά ’Άχραντα Μυστήρια τό Σώμα καί Αίμα τού Σωτήρος ήμών Χριστού καί
δέν πρέπει ό κοινός εχθρός, ό διάβολος, νά μάς βρει κοιμωμένους, νά μάς
πειράξει καί νά μολύνει τό σώμα ή τήν ψυχή καί νά μάς βάλει άκάθαρτους
λογισμούς καί έπιθυμίες βλαβερές άπό τις όποίες
φεύγει ή χάρη τού Θεού, ή όποια μέ τή θεία Κοινωνία μπαίνει μέσα μας».
Καί γιά νά δώσει κι ό ίδιος τό καλό παράδειγμα
στους άλλους, δέν κοιμόταν ποτέ, ούτε πρ'ιν ούτε μετά τή Θεία Λειτουργία, παρά
μόνο άναπαυόταν λίγο στο κάθισμα. Επίσης ήταν πολύ εγκρατής στο φαγητό του μιά
φορά τήν ήμέρα γευόταν λίγο παξιμάδι μέ ελιές καί κρεμμύδι ή κανά μαρούλι, όταν
κανείς τού πήγαινε. Πολύ λίγο λάδι έβανε στο φαγητό του, μόνο κάθε
Σαββατοκύριακο. Σ’ όλες δέ τις τεσσαρακοστές καί νηστήσιμες περιόδους δέν έβανε
ποτέ λάδι. Μάλιστα έλεγε πώς βάση καί θεμέλιο όλων τών άρετών είναι ή νηστεία
καί ή ταπείνωση. "Αν άπ’ αυτά τά δυό λείπει τό ένα, καμμιά άρετή σωστή καί
άληθινή δέν μπορεί ν' άποκτήσει ό άνθρωπος, άλλά όλες οί άρετές του θά είναι
υποκριτικές καί ψεύτικες.
Σαν δείγμα τής άγαθότητος καί άπλότητος
τού ευλογημένου αΰτού Πνευματικού παπαΓαβριήλ θά αναφέρουμε χαρακτηριστικά μιά
χαριτολογία προς έναν από τους ύποτακτικούς του, τδν πατέρα Σωφρόνιο, ό όποίος
είχε έρθει στο μοναχισμό σέ μεγάλη ήλικία, άπό την Αμερική, καί είχαμε την τιμή
νά γνωρίσουμε καί νά μάς τή διηγηθεί ό ίδιος.
Ό πατέρας Σωφρόνιος, μετά άπό δοκιμασία
τριών χρόνων, έμεινε στή συνοδεία τού Πνευματικού παπαΓαβριήλ. Όταν ήταν στην
Αμερική, είχε άκούσει καί μελετήσει τις θεωρίες των διαφόρων ερευνητών που
υποστήριζαν την άποψη πώς τό φεγγάρι κατοικεΐται άπό ανθρώπους, καλύτερους καί
ισχυρότερους άπό μάς. Την Ιδέα αυτή, μέχρι φιλονικίας, υποστήριζε κι ό πατήρ
Σωφρόνιος. Ό γέρων Πνευματικός προσπαθούσε μέ νουθεσίες καί μαρτυρίες άπό την
Αγία Γραφή νά τον πείσει ότι τό φεγγάρι καί τά άστέρια είναι σώματα
κρυσταλλοπαγή καί δεν έχουν ούτε άέρα ούτε νερό καί επομένως, όπου δεν υπάρχουν
τά στοιχεία αύτά, φυσιολογικά δεν μπορεί νά υπάρχει ζωή. Καί πώς όλα αυτά τά
έφτιαξε ό Θεός γιά στολίδια τού ούρανίου στερεώματος, γιά νά έξυπηρετούν τον
άνθρωπο, τά ζώα, τά θηρία, τά φυτά, τά δέντρα, τή γή, τή θάλασσα καί «πάντα τά
έν αύτοίς», όπως λέγει ό ίδιος ό Θεός στήν Π. Διαθήκη: «Καί ειπεν ό Θεός·
γενηθήτωσαν φωστήρες έν τώ στερεώματι τού ουρανού εις φαύσιν επί τής γής, τού
διαχωρίζειν άνά μέσον τής ημέρας καί άνά μέσον τής νυκτός· καί έστωσαν εις
φαύσιν έν τώ στερεώματι τού ουρανού, ώστε φαίνειν έπί τής γής καί έγένετο
ούτως. Καί έποίησεν ό Θεός τους δύο φωστήρας τούς μεγάλους, τόν φωστήρα τόν
μέγαν εις άρχάς τής ήμέρας καί τόν φωστήρα τόν έλάσσω εις άρχάς τής νυκτός. καί
τούς άστέρας... Καί συνετελέσθησαν ό ουρανός καί ή γή καί πάς ό κόσμος αύτών»
(Γεν. α' 1430 καί β' 1). Αύτοί, πάτερ Σωφρόνιε, είπε ό Γέρων, πού δέν πιστεύουν
στήν Αγία Γραφή καί ψάχνουν νά βρούν τήν άκρη, θά χαθούν ψάχνοντας. Έτσι λέγει
στο Ψαλτήρι ό προφ. Δαυίδ. «Καί έξέλιπον έξερευνώντες έξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ'
7).
Μέ όλα αυτά πού έλεγε ό γέρων Πνευματικός,
ό πατήρ Σωφρόνιος δέν έπείθετο, άλλ’ έπέμενε στήν ιδέα πού τού είχαν σφηνώσει
οί Αμερικάνοι, πώς όλα τ’ άστέρια τού ουρανού κατοικούνται άπό άνθρώπους
καλύτερους άπό μάς.
Τά λόγια αύτά τού πνευματοφόρου εκείνου Γέροντα
έχουν μεγάλη σημασία κι ας θεωρούνται από τούς σοφούς τής εποχής μας
γερο-ντικές ιδέες και σκουριασμένες σκέψεις, διότι πενήντα χρόνια μετά από τή
συζήτηση κα'ι φιλονικία αύτή, από την έρευνα που έκαναν Αμερικανοί καί Ρώσοι
αστροναύτες με τά διαστημόπλοια, αποδείχθηκε ή αλήθεια τών λόγων τού άκακου
Πνευματικού Γαβριήλ, ότι δέν ύπάρχουν άνθρωποι στό φεγγάρι.
Σπηλιά Αγίου Αθανασίου τού Αθωνίτου
Μετά από τά «Γιαννακόπουλα». βαδίζοντας
ανατολικά και ανεβαίνοντας σε ανώμαλο πετρώδη δρόμο, βρίσκουμε τη Σπηλιά τού
Αγίου Αθανασίου, τού κτίτορος τής Ίεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Στή Σπηλιά αύτή ό άγιος Αθανάσιος πήγαινε,
όταν αισθανόταν την ανάγκη νά τρυγήσει τό μέλι τής ησυχαστικής ζωής καί νά
έπιδοθεΐ, χωρίς καμμιά φροντίδα καί περισπασμό τού ιερού Κοινοβίου του, στή
νοερά προσευχή καί πολλές φορές λάβαινε καί φωτισμό παρά Κυρίου, γιά τις
δύσκολες καταστάσεις πού αντιμετώπιζε στήν αυστηρή κοινοβιακή ζωή, μέ τούς
πολυάριθμους μοναχούς τού Κοινοβίου τής Λαύρας.
Αλλά καί μετά τον άγιο Αθανάσιο, κατά
καιρούς, πολλοί Γέροντες καί προεστοί τής μονής, επιθυμώντας τήν άκρα ήσυχία
από τό θόρυβο τής κοινοβιακής ζωής στό μοναστήρι, πήγαιναν καί τελείωναν τή ζωή
τους στή Σπηλιά, πού αποτελούσε τό ήσυχαστικό κέντρο τής ερημικής ζωής.
Στή Σπηλιά αύτή άσκήτευε κι ό περίφημος
καί περιβόητος γιά τήν αρετή καί τήν ταπείνωσή του πνευματοφόρος παπαΧαρίτων. ό
Πνευματικός πού έγραψε «Τό ταξίδι στους ούρανους» μέ τά μεστά πνευματικού
νοήματος τροπάρια, τά όποια περιέχουν πνευματικά παραγγέλματα καί θεόσδοτες έντολές.
απαραίτητες καί γιά τούς μοναχούς αλλά καί γιά κάθε χριστιανό.
Παραθέτουμε τό κείμενο τών τροπαρίων πού
είναι ποιήματα τού Πνευματικού παπα-Χαρίτωνος:
Ηχος α. «Τών ουρανίων ταγμάτων...»
Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν, δάκρυα,
εύχάς καί ψαλμωδίας, καί Γραφών την μελέτην γενού ταπεινόφρων καί γαληνός, καί
τον τύφον άπόρριπτε, μη σέ νικήση ό φθόνος καί τών παθών, άκρασία ή ψυχόλεθρος.
Ύπακοην πάσαν έχε, τώ προεστώτί σου,
άγάπην τε προς τούτον, καί προς πάντας εξ ίσου, τούς άδελφούς γνησίαν. ώ
μοναχέ, καί μηδόλως αντίλεγε, τοϊς έπιτάγμασι τούτου, ΐν’ εκ Θεού, μαρτυρίου
λάβης στέφανον.
Μη έπιλάθου τού ψάλλειν, ώρας, μεσώρια,
την πρώτην καί την τρίτην, έκτην καί την ένάτην, τα τυπικά συνήθως, εσπερινόν
καί άπόδειπνον όρθρον τε, καί εν νυκτι καί ημέρα την τού Θεού, μνήμην έχε εν
καρδία σου.
"Οταν άκούσης σημάντρου, δρόμε ως
έλαφος, εις τον ναόν Κυρίου, καί προσεύχου καί ψάλλεπρόσχες μη έξέλθης έκ τού
ναού, πριν άπόλυσις γένηται, καί εν νυκτί καί ημέρα, της φοβερός τού Χριστού.
Δίκης μνημόνευε.
Αεί σαυτόν έκβιάζου. ΐνα σωθής αδελφέ,
Παρασκευή, Τετράδι καί Δευτέρα επίσης, έσθιε έφ’ άπαξ άρτον ξηρόν, καί τό ύδωρ
σου μέτριον πίνε Θεώ όλοψύχως ευχαριστών, καί τής θείας έπιτεύξη τρυφής.
Έξομολόγησιν ποίει τών πονηρών λογισμών,
κακών άπέχου πάντων, την μετάνοιαν πόθει. δίωκε ταχέως τό πονηρόν τής πορνείας
ένθύμιον καί ταϋτα πάντα φυλάξας, ώ μοναχέ, κατοικήσεις εις Παράδεισον.
Χρημάτων δλως φροντίδα ποίει μηδέποτε,
ούτε των έδεσμάτων, οϋτε των ίματίων. πλήν των άναγκαίων και ικανών, προς την
σύστασιν τού σώματος έχε δε μέριμναν μόνην εν σή ψυχή. Παραδείσου τής
τερπνότητας.
Ό ποιητής των άπάντων, Χριστός ό Κύριος,
διά την σωτηρίαν των άνθρώπων κατήλθεν, έξ ύψους ουρανίου έπΐ τής γής, και
γενόμενος άνθρωπος, οδόν άρίστην υπέδειξε τοϊς βροτοϊς. σωτηρίας έπιτεύξασθαι.
Έδώ ή έστία τής φιλοξενίας άσβεστη πάντα
παραμένει. Ατμόσφαιρα φιλική δημιουργούν και οί θαυματουργές εικόνες.
Εκτός άπ’ αύτά, αντέγραψε καί έκαμε μεγάλη
συλλογή χειρογράφων άπό τό μεγάλο «Γεροντικό» καί πολλά άλλα. Με δική του
ποίηση έχει μηναία στα όποια συμπλήρωσε
έσπέρια κ.λπ. τροπάρια γιά όσους Αγίους δέν υπήρχε πλήρης έορταστική Ακολουθία
καί γιά πολλούς Αγίους που δέν είχαν καθόλου Ακολουθία. Αύτά όλα βρίσκονται σέ
ανέκδοτα χειρόγραφα στη βιβλιοθήκη τής 'Ιεράς Σκήτης τών Καυσοκαλυβίων.
Ό διδάσκαλος αύτός κατήγετο άπό τά
Τρίκαλα, διηγείτο δε στους υποτακτικούς του παπαΚοσμά, τον κατά σάρκα αδελφό
του διακοΔαμιανό καί τόν μοναχό Αθανάσιο τήν αιτία που τον έκαμε νά φύγει άπό
τά εγκόσμια καί νά γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος.
«'Ο πατέρας μου», έλεγε, «ήταν ιερέας καί
είχε έργο πολύ βαρύ καί δύσκολο στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας καί μάλιστα λίγο
μετά τήν έπανάσταση τού ’21. Μέ έπαιρνε μαζί του, όταν ήμουν δέκα ώς δώδεκα
χρόνων, νά τόν βοηθάω νά κάνει τις θείες Λειτουργίες σέ χωριά πού βρίσκονταν
μακριά άπό τό δικό μας. Περνούσαμε τή νύχτα μέ φόβο καί τρόμο άπό τό
νεκροταφείο ένός χωριού που είχε πολλούς Τούρκους.
Περνώντας ένα βράδυ άπό τό νεκροταφείο τού
τουρκικού αυτού χωριού, βλέπω πάνω σέ κάθε τάφο νά κάθεται άπό ένα σκυλί. Άπό
τά σκυλιά αύτά, άλλο είχε γιά στρώμα ένα ωραίο χαλί, άλλο καθόταν πάνω σέ
μαξιλαράκι, άλλο σέ ένα κουρέλι καί άλλο τελείως κάτω στό χώμα καί στις λάσπες,
κι όλα έτρεμαν άπό τό κρύο.
Έγώ καθόμουν καί τά κοιτούσα, ενώ ό
πατέρας μου νόμιζε πώς εγώ τόν ακολουθώ κι έτσι είχε αρκετά απομακρυνθεί, χωρίς
νά καταλάβει πώς έχω μείνει πίσω. Σάν είδε πώς δέν πήγαινα κοντά του, γύρισε
καί μέ βρήκε νά παρατηρώ τούς τάφους.
Στήν έριότηση γιατί παρέμεινα εκεί, τού
διηγήθηκα αύτά τά παράξενα καί περίεργα πράγματα που συνέβαιναν στους τάφους
τών Τούρκων.
'Ο πατέρας μου, ό όποίος δέν έβλεπε τίποτε
άπ’ αύτά πού έγώ είδα, μου έξήγησε πώς. όταν πεθαίνει ό άνθρωπος, τό σώμα
θάβεται στή γή. αλλά ή ψυχή πηγαίνει στον δίκαιο Κριτή νά δώσει λόγο γιά τις
πράξεις πού έκαμε στή ζωή μέ τό σώμα έδώ στή γή. Καί ανάλογα μέ τά έργα του ό
καθένας θά πληρωθεί. «Γι’ αύτό. τά σκυλιά πού βλέπεις νά κοιμώνται πάνω στούς
τάφους είναι οί ψυχές τών Τούρκων, πού είναι άπιστοι, γιατί δέν πίστεψαν στή
μόνη πραγματική
καί αληθινή θρησκεία τών χριστιανών, άλλα
επειδή μένουν πιστοί σ’ αύτή τήν ψεύτικη θρησκεία πού διδάχθηκαν, όπως μένουν
πιστά τά σκυλιά στ’ άφεντικά τους, έτσι κι αύτών ή ψυχή πήρε τή μορφή τού
σκύλου. Και έπειδή μερικοί άπ’ αυτούς στή ζωή τους μπορεί να είχαν κάνει καλά
έργα καί κοινωφελείς πράξεις, ό Θεός σάν δίκαιος πού είναι, μέχρι τή Δευτέρα
Παρουσία πού θά γίνει ή τέλεια κρίση καί άνταπόδοση σε όλους τούς άνθρώπους δίνει στήν ψυχή τους άπό τώρα
μερική άπόλαυση, Γι’ αύτό βλέπεις άλλα σκυλιά να είναι πάνω σέ χαλιά, άλλα σέ
άπλό πανί καί άλλα κάτω στή γή».
Όταν ακόυσα αυτά άπό τύν πατέρα μου,
γεννήθηκε μέσα μου ή ιδέα πώς καί με ποιόν τρόπο θά σώσω τήν ψυχή μου.
"Ετσι, μετά άπό τά πρώτα σχολικά γράμματα, σάν έγινα παλληκάρι 20 χρόνων,
έφυγα κρυφά άπό τούς γονείς μου καί πήγα γιά λίγο στα βράχια τών Μετεώρων. Άπό
’κεί με τή βοήθεια τού Θεοϋ, πήγα στό θεοβάδιστο Όρος Σινά, όπου έγινα
μικρόσχημος μοναχός κι έπήρα τό όνομα Παΐσιος. Επειδή όμως είχε πολύ θόρυβο
έκεί δέν άναπαύθηκε ή ψυχή μου, κι όταν άκουσα γιά τό ευλογημένο Άγιον Όρος,
άποφάσισα κι ήρθα σ’ αυτό. Στήν άρχή κοινοβίασα στά κελλιά τού Αγίου Νείλου,
παρέμεινα γιά μερικά χρόνια, μέ έκαναν μεγαλόσχημο μοναχό καί με ονόμασαν
Χαρίτωνα. Μέ έκαναν επίσης ιερέα καί Πνευματικό.
Ή κελλιώτικη ζωή ήταν πολύ βαρειά, γιατί
είχε πολλή χειρωνακτική έργασία καί επειδή ή ίερωσύνη καί τά καθήκοντα τού
Πνευματικού άπαιτούσαν ιδιαίτερη φροντίδα καί περισσότερους πνευματικούς
κόπους. Ή ζωή πάλι ήταν άκρως άσκητική καί εγκρατής, ή τροφή λιτή καί μιά φορά
τήν ήμέρα. Ή σωματική μου άντοχή. πού ήταν πολύ άδύνατη καί περιορισμένη, άλλά
καί ή έπιθυμία περισσότερης ησυχίας, μέ έξανάγκασαν, μέ τήν άδεια καί εύλογία
τού Γέροντά μου, νά μεταβώ στά ήσυχαστήρια τού Αγίου Βασιλείου.
Εκεί έμεινα μερικά χρόνια καί ήμουν πολύ
ευχαριστημένος, άλλά ή Γερόντια τής Μεγίστης Λαύρας μέ υποχρέωσε νά έλθω έδώ στή
Σπηλιά τού Αγίου Αθανασίου στή Βίγλα, διότι ήταν μεγάλη άνάγκη αυτό τό
ησυχαστικό Κάθισμα καί προσκύνημα νά έχει Πνευματικό, έφ’ όσον ό προκάτοχός μου
Πνευματικός κυρ Νικηφόρος είχε κοιμηθεί έν Κυρίω.
Έδώ στή Σπηλιά πολεμήθηκα πολύ σκληρά άπό
τον πολυμήχανο εχθρό τού άνθρώπινου γένους, τον διάβολο. «Όπως βλέπετε κι έσείς.
παιδιά μου», έλεγε, «κάθε ήμερα έξακολουθεί να μάς πειράζει και τώρα μάς ρίχνει
βράχια μπροστά στη Σπηλιά γιά νά μάς σκοτώσει, άλλ’ έπειδή δεν έχει έξουσία,
δεν έχει την άδεια άπό τον Θεό. δεν μπορεί νά μάς βλάψει.
Γι’ αύτό, παιδιά μου. μη φοβείσθε τόν
διάβολο, διότι δεν μπορεί νά σάς πειράξει περισσότερο άπό τήν άντοχή καί τη
δύναμη πού έχετε λάβει άπό τόν Θεό, όπως κι ό απόστολος Παύλος λέγει:
«Πιστός δέ ό Θεός, ός ούκ έάσει ύμάς
πειρασθήναι υπέρ δ δύνασθε, άλλά ποιήσει συν τώ πειρασμω καί τήν έκβασιν τού
δύνασθαι ύμάς ύπενεγκείν» (Α' Κορ. Γ 13). "Εχουμε όλοι ανάγκη ύπομονής καί
ό Κύριος μάς είπε πώς «ό ύπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι' 22).
"Ετσι, μέ συμβουλές καί νουθεσίες στήριζε στήν αρετή, όχι μόνον τούς
ύποτακτικούς του, άλλά καί όλους όσοι τόν επισκέπτονταν. Κι αυτός στή ζωή του.
όσα χρόνια έμεινε έκεί στή Σπηλιά, ούδέποτε έφαγε λάδι ή άρτυμένο φαγητό,
μέχρις ότου ό Κύριος παρέλαβε τήν άγνή ψυχή του στή Βασιλεία τών Ούρανών, σέ
αρκετά μεγάλη ήλικία.
Τόν Πνευματικό παπα-Χαρίτωνα διαδέχθηκε ό
ύποτακτικός του. Πνευματικός κι αύτός, παπαΚοσμάς, ό όποίος διακρινόταν γίά τήν
άπλότητα, τήν άγνότητα καί καθαρότητα τής ψυχής του. Μοναχός άδολος, άκέραιος
καί νηστευτής, ταπεινός καί ύπάκουος.
Λίγο μετά τό θάνατο τού παπαΧαρίτωνα, ένας
αδελφός άπό τή συνοδεία του, ό Αθανάσιος, έπαθε δηλητηρίαση. Ό παπαΚοσμάς,
έπειδή δέν γνώριζε τί νά κάνει, πήγε στον τάφο τού πεθαμένου Γέροντά του καί μέ
δάκρυα στά μάτια έκαμε τρεις μετάνοιες καί είπε: «Γέροντα, ό Αθανάσιος
άρρώστησε καί πεθαίνει, πές μου, σέ παρακαλώ, τί νά κάνω;». Τότε ξαφνικά γέμισε
ό τόπος άπό φως· ήταν νύχτα καί έφεξε ό τόπος! Αμέσως παρουσιάζεται μπροστά του
ή μορφή τού Γέροντα καί Πνευματικού Χαρίτωνα καί τόν ρωτάει: «Τί θέλεις; Τί
συμβαίνει που κλαίς καί φωνάζεις; Δώσ’ του ένα γαρύφαλλο νά φάει καί θά γίνει
καλά, δέν έχει τίποτε». Ό παπαΚοσμάς έτρεξε, πήρε δυο γαρύφαλλα, τά έδωσε στον
ασθενή, ό όποίος έφαγε μόνο τό ένα καί έγινε αμέσως καλά, πέρασαν όλοι οί πόνοι
πού τόν ένοχλούσαν καί τόν έκαναν κυριολεκτικά νά σφαδάζει.
'Ο παπαΚοσμάς τότε Θυμήθηκε ότι ό Γέροντας
του ήταν προ πολλοϋ πεθαμένος· πως λοιπόν παρουσιάστηκε μπροστά του και
συνομίλησε μαζί του; ’Έτρεξε αμέσως στον τάφο και άρχισε από τή χαρά καί τή
συγκίνηση νά φωνάζει καί νά ευχαριστεί τον Γέροντά του. Έμεινε δε έκεί όλη τή
νύχτα προσευχόμενος καί δοξάζοντας τον Θεό, ποό είναι «θαυμαστός έν τοϊς άγίοις
αύτού» (Ψαλμ. ξζ' 36).
Μετά τό θάνατο τού παπαΧαρίτωνα, ό
παπαΚοσμάς, που ήταν έπίσης ένάρετος καί πνευματοφόρος, με τόν αδελφό του
διάκονο Δαμιανό, άπό την Τήνο καταγόμενοι, καί τόν μοναχό Αθανάσιο πού. επειδή
καταγόταν άπό τή «Στέζοβα» Δάφνη τών Καλαβρύτων, τόν άποκαλούσαν οί πατέρες
«Στρέζοβα». πολό καλό, ένάρετο καί φιλήσυχο μοναχό, δέν μπόρεσαν νά παραμείνουν
στή Σπηλιά, επιθυμώντας όλοι τους περισσότερο ησυχαστικό μέρος, διότι στή
Σπηλιά πήγαινε πολύς κόσμος άπό τή Λαύρα, επειδή είναι κοντά, καί τούτο
ενοχλούσε άφάνταστα όλη τή συνοδεία. Γι’ αυτό έφυγαν καί πήγαν στή Σκήτη τών
Καυσοκαλυβίων, όπου έκτισαν έκκλησάκι έπ’ όνόματι τού «Ακαθίστου "Υμνου».
Έκεί βρήκαν τήν ποθητή σ' αύτοός ησυχία, διότι στή Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων
υπήρχαν πολλοί Πνευματικοί στους όποιους πήγαιναν οί αδελφοί καί δέν ενοχλούσαν
τόν παπαΚοσμά.
Μετά τό θάνατο τού παπαΚοσμά καί τού
άδελφοϋ του διακόνου Δαμιανού, ό τελευταίος διάδοχος πατέρας Αθανάσιος, τόν
όποιο αξιώθηκα νά γνωρίσω, ήταν άσκητικώτατος, βιβλική μορφή, ταπεινός,
λιγόλογος καί διακρινόταν γιά τή μελέτη θανάτου καί τήν αδιάλειπτη προσευχή·
ήταν δε πολύ άγαπητός σ' όλους τους συνασκητές του, οί οποίοι έπιθυμοϋσαν νά
είχαν έστω καί γιά λίγο τή συντροφιά του, καί επειδή ήταν συγχωριανός μέ τόν
Γέροντά μου μοναχό Ιωακείμ, έρχόταν πολλές φορές στο Κελλί μας στήν Κερασιά κι
εμείς πηγαίναμε στήν Καλύβη του στα Καυσοκαλύβια καί δέν χορταίναμε ν’ άκούμε
τις πνευματικές του συμβουλές.
Ό πατέρας Αθανάσιος, λίγο προ τής
κοιμήσεώς του, δώρισε τά βιβλία καί όλα τά χειρόγραφα τού Πνευματικού
παπαΧαρίτωνα στή βιβλιοθήκη τού Κυριάκού τής Σκήτης, όπου βρίσκονται μέχρι
σήμερα.
Στή Σπηλιά τού Αγίου Αθανασίου μένει μέχρι
σήμερα άδελφός τής Μεγίστης Λαύρας, σάν προσμονάριος διακονητής καί προ τής
εικόνας τής Κυρίας Θεοτόκου καί τού αγίου Αθανασίου διατηρεί ακοίμητη κανδήλα,
ένω συχνά στο περικαλλέστατο έκκλησάκι γίνεται Θεία Λειτουργία και προσευχή για
όλο τον κόσμο.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου