Ό γερο-Βαρνάβας άναστέναξε βαθιά καί είπε
στόν άδελφό: «Αδελφέ μου, δέν είσαι καθόλου καλά. Πάσχεις άπό φοβερή πλάνη τού
διαβόλου καί έχεις κρυφή οίηση
υπερηφάνεια. ’Άν θέλεις νά διορθωθείς καί νά γλυτώσεις άπό τήν πλάνη
αυτή, άκουσέ με με προσοχή: «Πόσο έτρωγες καί πόσο έπινες στό μοναστήρι σου;».
Ό μοναχός είπε: «Γέροντα, έγώ στό μοναστήρι έκανα μεγάλη εγκράτεια καί Γι’ αύτό
οί πατέρες μέ είχαν γιά άγιο».
Τότε ό γερο-Βαρνάβας είπε στόν μοναχό
Ναθαναήλ: «Θά πας στό μοναστήρι σου, θά καθήσεις στό κοινό τραπέζι καί θά φάς
όλη τή μερίδα διακονία τού φαγητού σου καί θά πιεις όλη τή μερίδα τού κρασιοϋ
σου τή διακονία σου καί όταν φάς τή μερίδα τού φαγητού καί πιεις τή μερίδα τού
κρασιοϋ. θά ζητήσεις νά φάς καί νά πιεις δεύτερη καί τρίτη μερίδα».
Ό μοναχός Ναθαναήλ δέχθηκε μετά χαράς τή
συμβουλή καί άφοϋ ζήτησε τήν εύχή τού γερο-πρεσβύτερου Βαρνάβα, πήγε στό
μοναστήρι του, τόν Άγιο Παϋλο, καί έκαμε κατά τήν έντολή που τού είχε δώσει,
όλα όσα τού είπε.
Επειδή όμως ήταν άσυνήθιστος στήν
πολυφαγία καί τήν πολυποσία, μόλις έφαγε τό πολύ φαγητό καί ήπιε τό κρασί, όλ’
αύτά πού άπότομα έφαγε καί ήπιε τού έφεραν τέτοια ζάλη, πού. μόλις βγήκε άπό
τήν κοινή τράπεζα τού μοναστηριού καί τόν κτύπησε ό άέρας, άμέσως έπεσε κάτω
λιπόθυμος, μπροστά στά μάτια όλων των αδελφών τής μονής. Βλέποντάς τον οί
πατέρες σ’ αύτά τά χάλια και έμαθαν τό τί έφαγε καί ήπιε, νόμισαν ότι
δαιμονίστηκε καί λυπήθηκαν τόσο πολύ, που άρχισαν να κάνουν όλοι μαζί προσευχή
νά τόν ελεήσει ό Θεός.
Μετά άπ’ αύτό ό αδελφός Ναθαναήλ ντράπηκε
πολύ καί γύρισε στον γέροντα Βαρνάβα, στον όποιο διηγήθηκε τά όσα έκανε καί
έπαθε στον 'Άγιο Παύλο.
Τότε ό σοφός καί ένάρετος γέρων Βαρνάβας
γέμισε από χαρά καί είπε στόν μοναχό Ναθαναήλ: «Τώρα, αδελφέ, είσαι καλά» καί
άφοϋ με τόν τρόπο αύτόν τόν θεράπευσε ψυχικά, τόν έβαλε νά καθίσει στήν
τελευταία Καλύβη τής Σκήτης.
Πλησιάσαμε τό παρεκκλήσι τής Παναγίας καί
δυο σταλαγμοί δακρύων κύλησαν...
Ησύχαζε έκεί ό μοναχός Ναθαναήλ, μέ την
επίβλεψη, προστασία και πνευματική καθοδήγηση τού Πρεσβύτερου, ό όποίος, για νά
απασχολείται και νά ταλαιπωρεί τό σώμα του. τον έβαλε νά καλλιεργεί καί ένα
μικρό κηπάκι, στό όποιο φύτευε κρεμμύδια, σκόρδα καί άλλα κηπουρικά.
Όταν τά κρεμμύδια καί τά σκόρδα άρχισαν κάπως
νά μεγαλώνουν καί νά ευχαριστείται ό μοναχός Ναθαναήλ, τότε πήγε ό
γερο-Βαρνάβας καί σάν νά έπρόκειτο νά τά βοτανίσει, άρχισε νά τά ξεριζώνει καί
νά τά πετάει μακριά άπό τόν κήπο. Αφού δέ ξερίζωσε καί πέταξε καί τό τελευταίο,
ρώτησε τόν κηπουρό τους π. Ναθαναήλ: «Πώς σού φάνηκε, αδελφέ; Λυπήθηκες γιά τήν
άπώλεια τών σκόρδων καί τών κρεμμυδιών; Ή γόγγυσες καί κατέκρινες έμενα πού τά
ξερίζωσα; Πώς αισθάνεσαι, άδελφέ;».
Ό μοναχός Ναθαναήλ άποκρίθηκε στόν
Γέροντα: «Σεβαστέ μου Γέροντα, ούτε λυπήθηκα, ούτε ταράχθηκα καί ούτε σέ
κατέκρινα, άλλά είπα μέσα μου, αφού ό Γέροντας βρίσκει πώς έτσι είναι τό σωστό,
ασφαλώς ένήργησε καλύτερα άπό έμένα. Έτσι σε φώτισε ό Θεός νά κάμεις, ας είναι
εύλογημένο».
Ή ανταπόδοση τής ύπακοής
Ό μοναχός Ναθαναήλ άπό τήν ύπακοή αύτή πού
έκαμε στό γέροντα Βαρνάβα καί τήν αυταπάρνηση μέ τήν όποια άκολουθούσε καί
έκανε τις έντολές πού τού έδινε εκείνος, προχώρησε σέ μέτρα αρετής, τόσο πού
πολλές φορές ερχότανε σέ έκσταση. Άπό τις έκστάσεις αυτές τόν άξίωσε ό Θεός νά
δει καί νά γνωρίσει μυστήρια. Διότι σέ μία άπό τις άγρυπνίες πού έκαναν οί
πατέρες τής Σκήτης στήν Καλύβη «Είσόδια τής Θεοτόκου», πού βρισκόταν κάτω άπό
τό Κυριάκό, τήν ώρα πού λεγόταν ό Εξάψαλμος, ό π. Ναθαναήλ «ήρπάγη σέ θεωρία»
καί έμεινε άκίνητος στό στασίδι όντας σέ έκσταση μέχρι τήν ένάτη ώδή. πού οί
πατέρες έψελναν τήν «Τιμιωτέραν τών Χερουβείμ...», οπότε ήλθε στόν έαυτό του,
έκαμε τό σημείο τού Σταυρού καί είπε: «Δόξα σοι ό Θεός πού μέ έπεσκέφθη». Αυτή
είναι ή άνταπόδοση τής άληθινής ύπακοής πού τή βραβεύει ό Θεός μέ πνευματικά
χαρίσματα καί δωρεές.
Έδώ θά πρέπει νά γνωρίζουμε πώς ό π.
Βαρνάβας τόν περισσότερο καιρό ήταν φερέοικος καί γιά άρκετό καιρό έμενε σέ μιά
Καλύβη στα Κατουνάκια, εκεί πού ησύχαζε ό περιβόητος ερημίτης γέρων Γεράσιμος,
ό όποίος έ'καμε τρία χρόνια άσκητεύοντας καί εφησυχάζοντας στην κορυφή τού
λεγάμενου μικρού ’Άθωνα (τό Καρμήλιον “Ορος) καί ό γερο-Βαρνάβας ήταν
ύποτασσόμενος σ' αυτόν.
Λέγεται δε περί τού π. Βαρνάβα ότι είχε
υποτακτικό όνόματι Ίωάσαφ, καί μια φορά πού ήταν στα πρόθυρα της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής. στην Καλύβη του βρέθηκε να είχε μείνει ένας σάκκος αλεύρι καί
είπε στον ύποτακτικό του Ίωάσαφ: «Πάρε αότδ τό σακκί τό αλεύρι καί πήγαινε κάτω
στα βράχια νά τό πετάξεις, γιατί τώρα αρχίζει ή Μ. Σαρακοστή καί δεν
χρειάζεται».
Ό υποτακτικός συμμορφώθηκε μέ την έντολή
τού Γέροντα, πήρε τό σακκί μέ τό αλεύρι, τό πήγε στα βράχια, έσκισε τό σάκκο μέ
τό μαχαίρι καί σκόρπισε τό περιεχόμενό του στα βράχια.
Πολλοί χαρακτήρισαν την πράξη αύτή ώς
αδιάκριτη καί είπαν ότι έπρεπε νά δώσει τό αλεύρι σέ άλλους ενδεείς μοναχούς,
εφόσον αυτός μέ τη συνοδεία του δέν θά τό έτρωγε.
Άλλοι πάλι πατέρες διακριτικά είπαν:
«Εμείς δέν μπορούμε νά εκφέρουμε κρίσεις καί συμπεράσματα σέ πράξεις καί έργα
τόσο μεγάλων καί ενάρετων άνδρών, γιατί εκείνοι πού έχουν φτάσει σέ μέτρα
αρετής καί αγιότητας, σάν τόν έρημίτη καί ασκητή αυτόν πρεσβύτερο Βαρνάβα,
αυτοί καί μόνο μπορούν νά καταλάβουν τό λόγο καί τήν έννοια τής άρετής αυτής.
Διότι στον Εύεργετινό διαβάζουμε τόν Γέροντα έκεΐνο που έπλεκε τά καλάθια καί
τις σπυρίδες καί τά πέταγε στο ποτάμι καί χάνονταν.
"Ισως τήν πράξη αυτή ή καί παρόμοιες
άλλες νά τις έκανε σκόπιμα, επειδή είχε διαδοθεί ή φήμη ότι είναι νηπτικός
πατέρας, θεωρητικός καί εργάτης τής καρδιακής νοεράς προσευχής, καί γιά νά
διασκεδάσει τή φήμη αύτη, φαινομενικά έκανε τις περίεργες αυτές σκληρές
πράξεις, γιά νά τόν κατηγορήσουν σάν αδιάκριτο καί νά μήν τόν έχουν σέ υπόληψη
ενάρετου καί άγίου ανθρώπου.
Εκείνος όμως πού θά μελετήσει τήν
έπιστολιμαία διατριβή αύτού, τήν όποια στή συνέχεια παραθέτουμε, θά διαπιστώσει
καί θά βεβαιωθεί, πώς ό ευλογημένος αυτός ερημίτης λόγω τού ταπεινού του
φρονήματος άπέφευγε συστηματικά τούς έπαίνους τών άνθρώπων καί ζητούσε μόνο τή
δόξα τού Θεού καί μόνο ό Θεός νά γνωρίζει τις καλές του πράξεις, κατά το
ευαγγελικό ρητό: «μή γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου». (Ματθ. στ' 3).
Τό μακάριο τέλος του
Ό εύλογημένος αύτός έρημίτης στο τέλος τής
ζωής του έπιθύμησε να προσκυνήσει τούς Αγίους Τόπους. Έκεί έπισκέφθηκε την Ιερά
Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Σάββα τού Ηγιασμένου. Σ’ αυτήν παρέμεινε αρκετό
διάστημα καί έπειδή ή ζωή του ήταν άκρως ασκητική καί με μεγάλη εγκράτεια καί
ακρίβεια πνευματικής ζωής, δίδασκε τη νοερά προσευχή. Μερικοί αδύνατοι στο
λογισμό τον πέρασαν για πλανεμένο, τον διέβαλαν στον Πατριάρχη καί εκείνος ό
εύλογημένος. χωρίς να έρευνήσει. έ'δωκε εντολή να τόν κλείσουνε στόν πύργο τής
μονής για πλανεμένο.
Ό Πατριάρχης, άφοϋ τόν έ'κλεισε στόν
πύργο, απαγόρευσε στους μοναχούς νά έρχονται σε έπικοινωνία με τόν Βαρνάβα, για
να μή βλαφθούν καί πλανηθούν κι αύτοί άπό τήν πλανεμένη διδασκαλία του. (Καί τί
δέν κάνει ή άγνοια τής πνευματικής ζωής!).
Έτυχε τότε νά περάσει γιά προσκύνημα άπό
τά Ιεροσόλυμα ένας άγιορείτης Πνευματικός, ό παπαΜηνάς, τόν όποίον ρώτησε ό
Πατριάρχης αν γνωρίζει τόν Βαρνάβα κι αν έχει πολλούς μαθητές στό Άγιον ’Όρος.
Αύτός, όταν πληροφορήθηκε άπό τόν παπαΜηνά ότι ό γερο-Βαρνάβας έχει πάρα
πολλούς μαθητές στό Άγιον ’Όρος, λυπήθηκε σφόδρα καί είπε στόν Πνευματικό αύτό
νά πει σε όλους τούς άγιορείτες πατέρες νά άπέχουν άπό τη διδασκαλία τού
Βαρνάβα καί νά μην άκοϋν τις συμβουλές του, γιατί είναι πλανεμένος.
Ό μακάριος Βαρνάβας έμαθε άπό αδελφούς τής
μονής γιά τις ένέργειες τού Πατριάρχη καί τις εντολές πού έδινε εις βάρος του
καί παρεκάλεσε έναν αδελφό, αύτόν πού τού πήγαινε τροφή, νά μηνύσει στόν
Πατριάρχη ότι θερμά τόν παρακαλεί νά κάνει τόν κόπο καί νά πάει ως εκεί, διότι
έχει κάτι πολύ σοβαρό νά τού άνακοινώσει καί είναι πολύ έπείγον νά συζητήσουν
οί δυό τους ιδιαιτέρως.
Ό Πατριάρχης άπό περιέργεια μάλλον
παρακινήθηκε καί πήγε στόν πύργο τής Μονής τού Αγίου Σάββα νά δεί καί νά
ακούσει τόν γερο-Βαρνάβα. Όταν πήγε στόν πύργο, τί είπε ό μακάριος γέροντας
στόν Πατριάρχη ή τί τού φανέρωσε κανείς δέν γνωρίζει. Μόνο αύτό είναι γνωστό σε
όλους, ότι. μετά τη συζήτηση πού έκαναν οί δυό τους, τόση μεταβολή καί αλλαγή
έγινε στον Πατριάρχη, που βγήκε έντρομος άπό τον πύργο και φώναξε μέ όλη του τή
δύναμη, γιά να τον ακούσουν όλοι: «Αφήστε ελεύθερον αυτόν τον άνθρωπο, γιατ'ι
είναι άγιος και εκλεκτός τού Θεοϋ! Σκεύος τίμιον. Διότι μέ τήν προσευχή καί τήν
πρεσβεία αύτών τών άγιων άνθριόπων στέκεται ακόμη ό κόσμος καί δέν έγινε ή
συντέλεια τού αμαρτωλού τούτου κόσμου!».
Όταν οί πατέρες έβγαλαν τον γερο-Βαρνάβα
άπό τον πύργο, ζήτησε καί έμεινε μέχρι τό τέλος τής ζωής του στο Μοναστήρι τού
Αγίου Σάββα, όπου είχε μακάριο όσιακό τέλος.
Αυτά μάς διεβίβασε ένάρετος πνευματικός
πατέρας καί μάς διαβεβαίωσε ό Ιδιος ότι εις μαρτύριον τής ενάρετης ζωής τού
μακαρίου Βαρνάβα τά όστά του έξέπεμψαν άρρητη ευωδία, προς δόξαν Θεού, Πατρός,
Υιού καί Πνεύματος Αγίου.
Εκτός τού άγιορείτου τούτου οσίου Βαρνάβα
τού Άγιοβασιλειάτου, στή Μονή τού Αγίου Σάββα υπήρξε κι άλλος ένάρετος μοναχός
Βαρνάβας, ό όποίος τό 1905 καταπλακώθηκε μέσα στήν πρόχειρα λιθοκτισμένη καλύβη
του, όταν αυτή κατέρρευσε άπό σεισμό.
ΚΕΡΑΣΙΑ
Μετά άπό τόν Άγιο Βασίλη φθάνουμε στα
Κελλιά καί τα Ησυχαστήρια τής Κερασιάς. Έδώ βρίσκονται, σε απόσταση τό ένα άπό
τό άλλο, έννέα Κελλιά. που τά χωρίζουν οί περιοχές τους καί τρεις ήσυχαστικές
Καλύβες. Σ’ ολόκληρο τό 'Άγιον ’Όρος υπήρχαν καί υπάρχουν μονάχοι ενάρετοι με
τέλεια αύταπάρνηση.
Ό Χατζηγιώργης
Πριν άπό εκατό και πλέον χρόνια στο Κελλί
«Άγιος Δημήτριος» στην Κερασιά έζησε ασκητικά ένας όνομαστός γιά τήν αρετή του
Γέροντας μέ τό όνομα «Χατζηγιώργης», τού όποιου τό κατά κόσμον όνομα ήταν
Γαβριήλ.
Ό «Χατζηγιώργης» άπό νέος, άρχάριος άκόμη.
έδειξε σημεία πώς θά γινόταν μέγας στην άρετή. Κάποτε, χειμώνα μέ μεγάλη
κακοκαιρία, ό Γέροντάς του παπαΝεόφυτος γύριζε άπό ταξίδι κι ανέβαινε άπό τήν
Άγιάννα στην Κερασιά, γιά νά πάει στά Καυσοκαλύβια όπου τότε μένανε. Πριν
φτάσει στό ζυγό όπου είναι ό σταυρός, ό παπαΝεόφυτος, άπό τά πολλά χιόνια,
κουράστηκε κι άπόκαμε. δεν μπορούσε νά προχωρήσει ούτε βήμα. Ό δόκιμος Γαβριήλ
Χατζηγιώργης στήν Καλύβη τού «Αγίου Γεωργίου» στά Καυσοκαλύβια έ'κανε τήν κατά
μόνας προσευχή του, τόν λεγόμενον «Κανόνα» καί κατά παράδοση, όταν ό Γέροντας
βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οί υποτακτικοί του προσεύχονται καί Γι’ αυτόν. Πάνω
λοιπόν στήν προσευχή του αύτη ακούσε τη φωνή τού Γέροντά του νά τού λέγει:
«Καλογέρια μου, σώστε με! Πεθαίνω». Τό χιόνι έξω είχε περάσει τό ένα μέτρο σέ
δψος. Ό δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παραδελφό του καί τού είπε γιά τη
φωνή που ακούσε. Αυτός όμως τον έπέπληξε: «Πήγαινε, πλανεμένε, νά κάνεις τον
Κανόνα σου, πού ακόυσες τή φωνή τού Γέροντα!». 'Ο Γαβριήλ έκανε ύπακοή στον
μεγαλύτερό του και γύρισε στό κελλί του νά συνεχίσει τήν προσευχή του, άλλα ή
φωνή τού Γέροντά του ακούστηκε πάλι, έντονώτερη καί έπιτακτικώτερη αυτή τή
φορά: «Παιδιά μου, βρίσκομαι κοντά στό Σταυρό που είναι στό ζυγό πριν άπό τήν
Κερασιά καί κινδυνεύω. Βοηθήστε με».
Τότε πήγε καί πάλι ό Γαβριήλ στόν
μεγαλύτερό του παραδελφό καί τού είπε πώς ακούσε καί πάλι τον Γέροντα νά τού
λέγει πού βρίσκεται καί πώς κινδυνεύει. Ό παραδελφός του έπέπληξε γιά άλλη μιά
φορά τόν Γαβριήλ: «Μά έπιτέλους, είσαι τόσο πλανεμένος! Είναι δυνατόν νά
ακουστεί ή φωνή τού Γέροντα άπό τόσο μακριά;». Τότε ό Γαβριήλ εξαναγκάστηκε νά
τού είπεί: «Πάτερ μου, κάμε τό σταυρό σου, δώσε προσοχή καί θά ακούσεις καί συ
τή φωνή». Πράγματι, όταν έδωκε βάση καί πίστη στά λόγια τού άρχάριου Γαβριήλ,
ακούσε κι αυτός τή φωνή τού Γέροντά τους πού ζητούσε βοήθεια. Αμέσως
κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα άπό κλαδιά, γιά νά μή βουλιάζουν στό χιόνι, που είχε
περάσει στό ύψος τό ένα μέτρο καί ξεκίνησαν. Πέρασαν άπό τήν Κερασιά, πήραν κι
άπό κεΐ ανθρώπους καί κατευθύνθηκαν στό μέρος πού προσδιόριζε ή φοινή τού
Γέροντά τους, που τους καλούσε απεγνωσμένα νά τόν βοηθήσουν. Όταν φτάσανε στό
Σταυρό μετά άπό τήν Κερασιά, εκεί πού αρχίζει νά κατηφορίζει γιά τή Σκήτη τής
Αγίας Άννης, λίγο μετά τό Σταυρό, βρήκαν τόν Γέροντά τους λιπόθυμο καί πεσμένο
στό χιόνι. Είχε εξαντληθεί στην προσπάθειά του νά βγάλει τόν ανήφορο μέσα στό
χιόνι.
Όλοι μαζί τόν παρέλαβαν. τόν μετέφεραν
στήν Κερασιά, όπου τού παρασχέθηκαν οί πρώτες βοήθειες καί έτσι μέ τήν προσευχή
τού Γαβριήλ, πού ήταν ακόμη αρχάριος, σώθηκε ό Γέροντάς του παπαΝεόφυτος άπό
βέβαιο θάνατο.
Ό Γαβριήλ έγινε μοναχός στήν Καλύβη τού
«Αγίου Γεωργίου» στά Καυσοκαλύβια, όχι τών Ίωσαφαίων, αλλά σ’ άλλη Καλύβη, πού
είναι ψηλότερα όπως ανεβαίνουμε άπό τή
θάλασσα στά δεξιά. Εκεί πήρε τό όνομα Γεώργιος κι όταν μετά άπό χρόνια πήγε στά
Ιεροσόλυμα κι έγινε προσκυνητής τών Αγίων Τόπων, πήρε καί τό όνομα Χατζής κι
έτσι έγινε «Χατζηγιώργης».
Ό Γέροντας τού Χατζηγιώργη παπαΝεόφυτος,
άφησε τόν Χατζηγιώργη διάδοχό του στήν Καλύβη, διότι αυτός έφυγε κι έγκαταστά
ψηλά τό ρολόι φωνάζει για τον μέλλοντα χρόνο, πού θά παραμένει έγκλειστος σε
χρόνο παρελθόντα.
θηκε στις Καρυές. στο Σιμωνοπετρίτικο
Κελλ'ι «'Άγιος Νικόλαος». Ό Χατζηγιώργης έμεινε κι αύτός μερικά χρόνια σ’ αυτή
τήν Καλύβη, άλλ’ έπειδή μαζεύτηκε μεγάλη συνοδεία κοντά του, γιά τη φήμη της
άρετής του, καί δεν τους χωρούσε ή Καλύβη, έφυγε μέ τή συνοδεία του κι
εγκαταστάθηκαν στο Κελλί «"Αγιος Δημήτριος» καί «Άγιος Μηνάς» στην
Κερασιά.
Στό Κελλί αυτό μαζεύτηκαν περισσότεροι άπό
είκοσι μοναχοί πού ζούσαν στό μικρό αύτό Κελλί μέ στενότητα καί πολλές
στερήσεις, μέ αυταπάρνηση καί τυφλή ύπακοή, για την αγάπη τού Κυρίου. Λάδι ή
αρτυμένη τροφή δέν έτρωγαν ούτε τό Πάσχα. Μερικές ξεροελιές έτρωγαν, κι αύτές
μόνο σέ Δεσποτικές. Θεομητορικές ή άλλων Αγίων εορτές, κατά τίς όποίες ή Εκκλησία όριζε κατάλυση. Τό Πάσχα αντί για
αβγά βάφανε πατάτες κόκκινες.
Όταν κάποιος άπό τούς αδελφούς κρυολογούσε
ή παρουσίαζε κάποιο πρόβλημα στήν ύγεία του. τον έβαζαν στό φούρνο, όταν ήταν
ζεστός μετά άπό τό ψήσιμο τού ψωμιού, καί γινόταν καλά. Άν κανείς άπό τήν
αδελφότητα παρουσίαζε ασθένεια βαριάς μορφής, τον τοποθετούσαν στήν εκκλησία,
μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας, τού αγίου Δημητρίου ή του αγίου Μηνά,
νηστικό. Όλη ή αδελφότητα έκανε Γι’ αυτόν προσευχή καί αγρυπνία καί σέ
είκοσιτέσσερες ώρες ό ασθενής είτε γινόταν καλά καί σηκωνόταν μόνος του είτε ό
Κύριος έπαιρνε τήν ψυχή του στα ούράνια Αύτού σκηνώματα.
Όλοι οί αδελφοί είχαν ολοκληρωτική
αφοσίωση στον Γέροντα καί τέλεια πίστη στήν Πρόνοια τού Θεού καί τήν πρεσβεία
τής Κυρίας Θεοτόκου καί άειπάρθενου Μαρίας.
Κάποτε, λένε, βρέθηκε μεταξύ τής συνοδείας
ένας αδελφός άδύνατος στό λογισμό καί έπειδή δέν ύπέφερε τήν παντελή στέρηση
τού έλαιόλαδου, πήγαινε κρυφά στήν εκκλησία, ρουφούσε μέ μιά καλαμιά τό λάδι
άπό τά κανδήλια καί έτσι αύτά έσβηναν πριν τήν ώρα τους. Επειδή λοιπόν ό
καντηλανάφτης πήγαινε κάθε λίγο στον Γέροντα καί ζητούσε λάδι γιά τά καντήλια,
ό Χατζηγιώργης τόν ρώτησε πώς σώνεται τό λάδι τόσο γρήγορα άπό τά καντήλια καί
τίς περισσότερες φορές είναι σβηστά. Ό καντηλανάφτης τού άπάντησε: «'Ίσως.
Γέροντα, νά τό πίνουν τά ποντίκια». Αύτό έδωσε στόν Γέροντα τήν ιδέα νά
παρακολουθήσει καί νά πιάσει τό δράστη, τόν όποιο καί τιμώρησε αυστηρά. Ό
δράστης όμως φαίνεται νά είχε καί συνενόχους, γιατί, όταν έγινε γνωστό πώς
τιμωρήθηκε ό τάδε άδελφός, τότε όλοι οί άλλοι έκαμαν γραπτή άναφορά στόν
γέροντα «Χατζηγιώργη»,
ζητώντας του νά επιτρέψει νά βάζουν λάδι
στο φαγητό μία φορά την έβδομάδα τουλάχιστον.
Μεταξύ των μοναχών της άδελφότητας
γεννήθηκε θέμα, ποιος θά υπογράψει πρώτος την αναφορά, έπειδή υπήρχε φόβος για
κείνον που θά υπέγραφε, νά άποβληθεί καί νά διωχθεί άκόμη καί άπό την
άδελφότητα. Τότε, ένας άπό τους μονάχους τού Χατζηγιώργη, που ήταν πρώτα
γραμματέας τού ηγεμόνα τής Ούγγαροβλαχίας Κούζα. σοφίστηκε κι έφτιαξε τήν
άναφορά σε σχήμα κύκλου, τήν υπέγραψαν όλοι γύρωγύρω κι έτσι δέν ύπήρχε ούτε
πρώτος ούτε τελευταίος.
Ό Χατζηγιώργης, όταν πήρε στά χέρια του
τήν άναφορά αυτή, γιά πολλή ώρα τήν περιεργάστηκε καί επειδή δέν βρήκε άκρη
ποιόν νά τιμωρήσει, έξαναγκάστηκε νά υποχωρήσει. Καθιέρωσε τού λοιπού κάθε
Σαββατοκύριακο, άλλά πέραν αυτού τίποτε άλλο.
Ό Χατζηγιώργης ήταν Καραμανλής στήν
καταγωγή, άπό τήν Καισάρεια τής Καππαδοκίας. Επειδή όμως στή συνοδεία του είχε
ξένους μοναχούς, Ρώσους κ.λπ., τον κατηγόρησαν γιά προπαγάνδα υπέρ τών ξένων.
’Έτσι έξαναγκάστηκε νά φύγει άπό τήν Κερασιά καί νά πάει στήν περιοχή τής Ίεράς
Μονής τού Αγίου Γρηγορίου. Πάνω άπό τή μονή έκτισε περικαλλέστατη Εκκλησία, έπ’
όνόματι τού Αγίου Πρωτομάρτυρος καί αρχιδιακόνου Στεφάνου, μέ άρκετά ευρύχωρο
ήσυχαστήριο γιά τή συνοδεία του, στήν οποία άπό τή μεγάλη φήμη τής ένάρετης
ζωής καί πολιτείας τού Χατζηγιώργη είχαν προσέλθει πολλοί, Ρώσοι κυρίως. Αυτοί
έκαμαν καί παραθαλάσσιο σπίτι άρσανά γιά
νά μεταφέρουν εύκολα τά τρόφιμά τους στο βουνό, όπου είχαν κτίσει τό Ήσυχαστήριο
τού Αγίου Στεφάνου.
Οί πατέρες τής Μονής Γρηγορίου. όταν είδαν
τήν τόσο μεγάλη δραστηριότητα τού Χατζηγιώργη, έπειδή φοβήθηκαν μήπως μαζευτεί
πολύ ξένο στοιχείο (ήταν ή περίοδος πού σημειωνόταν στο Άγιον "Ορος άθρόα
προσέλευση πολλών Ρώσων, άλλά καί άλλων ορθοδόξων καί μή λαών) στή συνοδεία
του, έξεδίωξαν τον Χατζηγιώργη μαζί μέ τή συνοδεία του άπό τά όρια τής μονής
καί κατέστρεψαν όλα τά κτίρια πού είχε φτιάξει μέ ρωσικά χρήματα έκ θεμελίων,
ώστε σήμερα νά μήν υπάρχει ίχνος τους.
Έτσι έφυγε κι απ’ έκεί ό Χατζηγιώργης. Ή
συνοδεία του σκορπίστηκε σέ πέντε διαφορετικά Κελλιά τών Καρυών στον Άγιο
Νικόλαο, στον όποιο γιά λόγους άσφαλείας μετέφεραν τήν άρχαία καί θαύμα
τουργή εικόνα τού αγίου Μηνά, την οποία
φυλάσσει μέχρι σήμερα ή Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας στήν αντιπροσωπεία της στις
Καρυές. Άλλοι μαθητές τού Χατζηγιώργη πήραν τό Κελλΐ «Λιαστρή», άλλοι τό
λεγόμενο τού «Χατζούδα», άλλοι πήγαν στήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη τού Αγίου
Παντελεήμονος και τελικά ό ίδιος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη στόν Άγιο Στέφανο, όπου
με τή βοήθεια Ρώσων έ'κτισε μεγάλο μοναστήρι, στο όποιο καί τόν βίον κατέλυσε.
Στήν Πόλη έπισκέφθηκε τόν Χατζηγιώργη ένας
άπό τους διαδόχους του που είχε μείνει στήν Κερασιά, ό γερο-Συμεών, στόν όποίον
έδωκε γιά οικονομική ενίσχυση πεντακόσιες λίρες χρυσές, γιά νά επιδιορθώσουν τό
ερειπωμένο Κελλί τού Αγίου Δημητρίου καί τού Αγίου Μηνά. Όλα αυτά που άναφέραμε
γιά τόν Χατζηγιώργη τά έχομε άπό προφορική παράδοση τών διαδόχων του. άπό τόν
γερο-Βικέντιο καί τους διαδόχους του. τόν γερο-Νέστορα. τόν Μάξιμο καί τόν
Βικέντιο τόν Β'. τούς όποιους προφθάσαμε καί επί πολλά έτη ζήσαμε σάν γείτονες
στήν Κερασιά.
Τους γερο-Νέστορα καί Μάξιμο. οί
όποίοι μετά τό θάνατο τού γερο-Συμεών
καί γερο-Βικεντίου μετοίκησαν στή Σκήτη τής Αγίας Άννης, διαδέχθηκε στο
Χατζηγιωργίτικο Κελλί «Άγιος Δημήτριος καί Άγιος Μηνάς» ό έξ Άρτης καταγόμενος
ιερομόναχος καί πνευματικός έξομολόγος Χρυσόστομος, επίσης αυστηρός, ό όποίος
προερχόταν άπό τό Κάθισμα τών «Αρχαγγέλων» τής Λαύρας.
Ή προφητεία τής δαιμονισμένης
Ό παπαΧρυσόστομος μάς διηγήθηκε πώς πριν
άπό πολλά χρόνια είχε μεταβεί ώς Πνευματικός στήν Κεφαλληνία καί έπισκέφθηκε τό
γυναικείο Μοναστήρι τού Αγίου Γερασίμου τού Νέου. Όταν έφθασε έκεί, ήταν
μεσημέρι καί στήν είσοδο τού μοναστηριού βρέθηκε μία γυναίκα. Ό Πνευματικός
ρώτησε τή γυναίκα πού βρισκόταν στήν είσοδο: «Δεν είναι 'δώ κανείς άλλος;».
Εκείνη άπάντησε: «Όχι, εδώ είμαι μόνον έγώ! Οί άλλοι πάνε όλοι στό Άγιον Όρος».
Ό Πνευματικός, όταν άκουσε αυτά,
ξαφνιάστηκε καί ρώτησε πάλι τή γυναίκα: «Καί τί πάνε νά κάνουν εκεί;». Ή γυναίκα,
με πολλή παρρησία καί άναίδεια, τού είπε: «Εκεί, σε λίγο, θά κάνουν κάθε
Μοναστήρι Μητρόπολη, κάθε Κελλί Σύνοδο
καί, κάθε Καλύβη Πατριαρχείο! ».
Όταν ή γυναίκα έκείνη έλεγε αύτά στον
παπαΧρυσόστομο, φάνηκε άπό τό βάθος τής αύλής τής μονής να έρχεται προς την
είσοδο βιαστικά μία μοναχή. Ή μοναχή αύτή διέκοψε τη συζήτηση καί είπε στον
Πνευματικό ότι ή γυναίκα αυτή έχει φοβερό δαιμόνιο καί να μή δίνει σημασία σ’
αύτά που τού λέει.
Στήν πραγματικότητα όμως, όλα όσα είπε ή
δαιμονισμένη έκείνη, κατά παραχώρηση Θεού, στον παπαΧρυσόστομο βγήκαν σωστά,
γιατί υστέρα άπό λίγο, τό 1924-25, «φύτρωσε» τό ήμερολογιακό ζήτημα, πού
κατατάραξε κυριολεκτικά τό "Αγιον Όρος μέ τους λεγομένους «ζηλωτές».
Εύλαβής ύποτακτικός
'Ο παπαΧρυσόστομος είχε στή συνοδεία του
δύο άδέρφια, άνίψια του. πού έγιναν μοναχοί στο Κελλί τού «Αγίου Δημητρίου». Ό
ένας έλαβε τό όνομα Μιχαήλ καί έγινε καί ιερέας καί ό δεύτερος Γαβριήλ. Ό
Γαβριήλ, πού είχε κάνει καί γραμματέας τού Κομμουνιστικού Κόμματος. όταν έγινε
μοναχός, ήταν ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος καί μέ παντοτινή μνήμη θανάτου.
Ό παπαΧρυσόστομος, γιά νά έχει ζωντανή τή
μνήμη τού θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του. Αντί γι’ αυτόν όμως, τόν
τάφο έπισκεπτόταν συχνά ό νεαρός άνιψιός του μοναχός Γαβριήλ. ’Έμπαινε μέσα,
έβαζε ξερά χόρτα καί άφού έκανε τήν προσευχή του (τόν Κανόνα), μετάνοιες καί
κομποσχοίνια. ξάπλωνε κι έκανε τόν πεθαμένο. Επειδή όμως τό μέρος είναι πολύ
ύγρό καί ή δίαιτά τους ήταν πολύ λιτή, ό νεαρός, αλλά καλός ύποτακτικός δέν
άργησε νά προσβληθεί άπό πλευρίτιδα, πού στή συνέχεια έξελίχθηκε σέ φυματίωση.
Μετά άπό λίγο καιρό, λοιπόν, έγκαινίασε
έκείνος τόν τάφο καί μάλιστα σέ πολύ νεαρή ήλικία εύρισκόμενος ήταν μόλις 25
έτώνάντί γιά τό θείο καί Γέροντά του παπαΧρυσόστομο, γιά τόν οποίον προοριζόταν
ό τάφος. Ό θείος όμως καί Γέροντάς του έξαιτίας τής σκληρότητας καί τής
αδιακρισίας του. κατέλυσε τόν βίο του στον κόσμο καί όχι στο Άγιον Όρος. ’Αλλ’
ό νέος καί καλός ύποτακτικός κέρδισε μέσα σέ λίγα χρόνια τόν Παράδεισο καί τήν
αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες
Πατέρες, πρός δόξαν Θεοϋ.
Τρεις ένάρετοι Xιώτες
Στην ϊδια περιφέρεια τής Κερασιάς ήρθαν
άπό Μοναστήρι τών Ψαρών τρεις ένάρετοι μοναχοί, Χιώτες στην καταγωγή, ό
γερο-Ίερόθεος, ό παπαΘανάσης κι ό διακοΣυμεών, που καί οί τρεις τους ήταν κατά
πάντα εγκρατείς καί ασκητικότατοι.
Αγόρασαν τό μικρό Κελλί που είχαν οί
Ίωασαφαίοι καί έκτισαν καινούργιο σπίτι, για νά έχουν σχετική ευρυχωρία, γιατί
μετά προστέθηκε στή συνοδεία τους κι άλλος ένας αδελφός, ό πατήρ Κοσμάς, επίσης
Χιώτης. Οί πατέρες αυτοί, άπλοι καί φιλήσυχοι, σ’ όλη τους τή ζωή δέν γεύτηκαν
ποτέ λάδι καί διατήρησαν τήν ένάρετη καλογερική ζωή τους, ποό άπό παλιά
παράδοση είχαν στό πρώτο Μοναστήρι τών Ψαρών. Ζούσαν με ταπείνωση, άκρα ύπακοή
καί συνέπεια στήν πνευματική ζωή. μέ καθημερινή εξομολόγηση καί τακτική θεία
Κοινωνία. Παράλληλα εργάζονταν σκληρά στήν καλλιέργεια καί άνάπτυξη τού Κελλιού,
ποό σέ λίγο χρονικό διάστημα έγινε αρκετά μεγάλο καί αξιόλογο καί μέ πολλά
καρποφόρα δέντρα, έλιές καί αμπέλια.
Μετά άπό λίγα χρόνια καί ενώ οί γέροντες
είχαν πάει στήν αγρυπνία ένός γειτονικού Κελλιού. τό σπίτι τους πήρε φωτιά άπό
τήν καπνοδόχο καί ώς τό πρωί που γύρισαν είχε τελείως αποτεφρωθεί. Τά πάντα
είχαν ισοπεδωθεί.
Οί γέροντες ξεκίνησαν καί πάλι άπό τήν
αρχή καί έκτισαν εκ θεμελίων ένα πολύ μεγαλύτερο σπίτι. Μετά άπό αρκετά χρόνια
προστέθηκαν στή συνοδεία τους κι άλλοι πατέρες, Χιώτες κι αύτοί· ό πατήρ
Ιάκωβος, ό γερο-Κοσμάς καί ό πατήρ Ιωακείμ, οί όποίοι συνέχισαν τήν παράδοση τών γεροντάδων τους.
Ή προφητεία τού γέροντος Ιεροθέου
Ό γέρων Ιερόθεος είχε τόσο πολύ προχωρήσει
στήν πνευματική ζωή, ώστε άξιώθηκε νά λάβει άπό τόν Θεό προφητικό χάρισμα. Λίγο
πριν πεθάνει, μέ τή χάρη τού Θεού, προείπε στους Ρώσους άδελφους ποό βρίσκονταν
στό Άγιον Όρος ότι κάποιοί σχέδιαζαν νά δολοφονή
σουν τόν Τσάρο. Οί Ρώσοι αδελφοί
ειδοποίησαν εγκαίρως τήν τσαρική οικογένεια, ή οποία έλαβε τά κατάλληλα μέτρα
κι έτσι ή απόπειρα που έγινε μετά τό θάνατο τού γέροντα Ιερόθεου άπέτυχε.
Μετά τό θάνατο τού γερο-Ίερόθεου ήλθε στήν
αδελφότητα ένας νέος άπό τή Σμύρνη, ό όποίος μετά τήν υποχρεωτική δοκιμασία
έγινε μοναχός, λαμβάνοντας τό όνομα Ιερόθεος ό νέος, και έγινε ιερέας καί
πνευματικός έξομολόγος. Έπί τών ήμερων του κτίστηκε εκ θεμελίων ή καινούργια
έκκλησία. επ’ όνόματι τών «Είσοδίων τής Θεοτόκου», που έγκαινιάστηκε τό 1934.
Οί κρυφοδουλειές φέρνουν ολέθρια
αποτελέσματα
Πολλοί άνθρωποι έπικαλούμενοι τό ρητό τού
εύαγγελίου «έάν δύο υμών συμφωνήσωσιν έπί τής γής περί παντός πράγματος ου έάν
αίτήσωνται. γενήσεται αϋτοΐς παρά τού πατρός μου τού έν ούρανοϊς» (Ματθ. ιη'
19) καί παρερμηνεύοντάς το κατά τή δική τους έπιθυμία προκαλούν καί
απεργάζονται μόνοι τους τήν καταστροφή τους.
Τό ίδιο έγινε πριν άπό αρκετά χρόνια στήν
Κερασιά με δύο νέους μοναχούς, τον Δημήτριο άπό τό Κελλί τού Χατζηγιώργη «Άγιος
Δημήτριος» καί τόν Αυξέντιο άπό τό Κελλί τού «Αγίου Νικολάου». Οί δυο αυτοί
μοναχοί είχαν άγάπη μεταξύ τους καί ορκίστηκαν αιώνια φιλία. Στήν αρχή είχαν
συμφωνήσει νά προσεύχονται, νά νηστεύουν, νά αγρυπνούν καί νά κάνουν όποιο καλό
έργο μπορούν, χωρίς όμως νά ρωτούν κανένα. Με τόν τρόπο αυτόν οί δυο φίλοι πού,
ώς έκ τού αποτελέσματος φαίνεται, δεν είχαν καλούς Γέροντες καί Πνευματικούς
γιά νά τούς έπιμελοϋνται καί νά τούς φροντίζουν, θέλησαν νά φανοϋν ύπέρ τό δέον
καλοί καί πιο ένάρετοι άπό τούς άλλους, κινούμενοι όμως άπό ψευτοευλάβεια καί
άπό σατανική ενέργεια. “Εκαναν λοιπόν κρυφά προσευχές καί ψευτοεγκράτειες καί
με τόν καιρό ό σατανάς τούς έφερε έκεί πού ήθελε: παρεξήγησαν κι οί δύο τή λέξη
άγάπη καί άρχισαν νά συμφωνούν καί σ’ όλες τις επιθυμίες τους, θεμιτές καί
άθέμιτες, ξεπέφτοντας έτσι καί στά «έν κρυπτώ καί παραβύστω γινόμενα», γιά τά
όποια άναφέρει ό άπόστολος Παύλος ότι «αισχρόν έστι καί λέγειν» (Έφεσ. ε' 12).
Ό πολύπειρος σατανάς κατόρθωσε νά
βρίσκονται πάντοτε ό ένας κοντά στον άλλο καί πήγαινε συνεχώς ό ένας στο κελλί
τού άλλου παρόλο που αυτό απαγορεύεται στους νέους μοναχούς, σύμφωνα με τή
μοναχική ύπόσχεση, κατά τήν οποία άπαγορεύεται... μερική φιλία... καί για νά μή
συναντιούνται καί έχουν κρυφές συναναστροφές. Άλλα καί κανένα έργο, ακόμη καί
καλό, όταν γίνεται χωρίς τή γνώμη καί τή γνώση τού Γέροντα καί τού Πνευματικού,
δεν γίνεται δεκτό από τον Πανάγαθο Θεό, όπως λέγει καί το πατερικό ρητό: «τό
καλόν ούκ έστι καλόν, έάν μή καλώς γένηται».
Τελικά, σέ τέτοια ψυχική πώρωση καί
σωματική αδυναμία έφθασαν, ώστε αποφάσισαν νά είναι πάντα μαζί καί νά μή τούς
χωρίσει
Χαλάσματα που ευαγγελίζονται τήν τελευτή
του χρόνου.ούτε κι ό θάνατος. Φόρεσαν λοιπόν τα καλά καί καινούργια τους ράσα,
έβαλαν τά σχήματα, γιατί καί οί δυό τους ήταν «μεγαλόσχημοι» καλόγεροι, φόρεσαν
τά έπανωκαλύμμαυχά τους και πήγαν κοντά στη θάλασσα, έκεί που πολλές φορές
πήγαιναν κι έκαναν κρυφά τά θαλάσσια λουτρά τους. Πήραν μία φλοκάτη κουβέρτα,
μπήκαν μέσα, ράφτηκαν και σιγάσιγά, όπως ήταν αγκαλιασμένοι, έπεσαν στή
θάλασσα. Έτσι, ό δαίμονας, που τοός έδειξε τόν τρόπο αυτό, γιά νά πάνε
αγκαλιασμένοι στην άλλη ζωή, στον «Παράδεισο», κατάφερε νά τους στείλει στην
αιώνια Κόλαση, γιά νά καίγονται αιώνια μαζί του.
Πραγματικό αιώνιο ναυάγιο
Μετά άπό καιρό, υστέρα άπό μεγάλη θαλασσοταραχή,
ή θάλασσα στην παραλία τού Παγασητικού κόλπου μπροστά άπό τόν Βόλο, ξέβρασε ένα
μπόγο μέ τά δύο σώματα, τά όποια ανακάλυψαν ψαράδες τής περιοχής.
Άνοιξαν τό μεγάλο, μακάβριο και παράξενο
έκείνο δέμα και αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα! Οί δυστυχισμένοι αύτοί καλόγερο-ι,
άπό την άγωνία καί τη φρίκη τού πνιγμού που δοκίμασαν, είχαν βγάλει ό ένας τά
μάτια τού άλλου καί ήσαν πιασμένοι άπό τά μαλλιά, άλλά ήταν άδύνατο νά
γλυτώσουν τόν πνιγμό, έτσι που τους είχε καταφέρει ό διάβολος νά ραφτούν μόνοι
τους άπό μέσα καί νά παραδοθούν στά χέρια τού σατανά!
Αυτά τά καταστρεπτικά άποτελέσματα έχουν
οί δουλειές πού γίνονται στο σκοτάδι καί δέν φανερώνονται έγκαιρα οί κρυφοί
λογισμοί, οί όποίοι μοιάζουν μέ τις
μικρές τρύπες που άνοίγονται στο πλοίο καί όσο δέν γίνονται φανερές, δέν τις
βλέπει ό τεχνίτης νά τις κλείσει. Σιγάσιγά όμως γίνονται περισσότερες καί ένα
ωραίο πρωί βυθίζουν τό πλοίο τής ψυχής «αύτανδρο», μέ όλο του τό περιεχόμενο
καί τό έμπόρευμα, καλό καί κακό. Ένώ, αν έγκαιρα βρεθούν οί τρύπες, ό μάστοραςΠνευματικός
μέ τή βοήθεια καί τη χάρη τού Θεού καί τήν εμπειρία του θά τις κλείσει καί θά
θεραπεύσει τις πληγές τής καρδίας, διότι κατά τό λόγο τής Αγίας Γραφής «πάν γάρ
τό φανερούμενον φώς έστι» (Έφεσ. ε' 13) καί τό φώς δέν άφήνει ποτέ τόν άνθρωπο
νά πλανηθεί καί νά χαθεί στά σκοτάδια τών πονηρών λογισμών τού σατανά καί νά
φθάσει στην καταστροφή. Προσοχή, λοιπόν, όσοι επιθυμούμε να φθάσομε σύντομα καί
χωρίς περίσσιο κόπο στη Βασιλεία τών Ουρανών μέ την ύπακοή. Έτσι καί ό άββάς
Δοσίθεος, που άναφέρεται στο βιβλίο τού άββά Δωροθέου, ό όποίος σε πέντε μόνο
χρόνια αδιάκριτης καί τυφλής ύπακοής καί κοπής τού ίδιου θελήματος κέρδισε τη
Βασιλεία τών Ουρανών, την οποίαν άλλοι μέ εξήντα καί έβδομήντα ακόμη χρόνια
ασκητικής ζωής δεν μπόρεσαν να κληρονομήσουν, γιατί ξεθάρρεψαν καί πέθαναν
κολλημένοι στά «θέλω» τους.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου