ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 9. Αγία Άννα

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

9. Αγία Άννα



ντικον

Αφήνοντας τή Νέα Σκήτη καί προχωρώντας νοτιοανατολικά, φθάνουμε σέ μία πέτρινη Καμάρα. Σ’ αύτήν ή Παράδοση λέει πώς βρίσκονται τά σύνορα τής Ίεράς Μονής τού Αγίου Παύλου με τή μεγαλύτερη Σκήτη τού Αγίου Όρους, την «Αγία Άννα», επειδή στο σημείο αύτό συναντήθηκαν ό ήγούμενος τής Μονής Αγίου Παύλου Παύλος καί ό ήγούμενος τής Μονής των Βουλευτηρίων Αθανάσιος καί καθόρισαν τά όρια τών δύο αύτών 'Ιερών Μονών, έχοντας ξεκινήσει ό καθένας από τή Μονή του ταυτόχρονα.
Όπως μάς διηγήθηκαν σεβάσμιοι πατέρες, ή Σκήτη τής Αγίας Άννης είναι ή αρχαιότερη άλλα καί μεγαλύτερη Σκήτη τού Αγίου Όρους. Έχει όμως δύο περιόδους ζωής· ή μία, κατά τήν Παράδοση, άρχισε τόν 6ο μέ 7ο αιώνα, όπόταν συστήθηκε ή Κοινοβιακή Μονή τών «Βουλευτηρίων». Άπό τις πολλές όμως έπιδρομές τών θαλασσοπειρατών διατηρήθηκε μέχρι τόν 9ο μέ 10ο αιώνα καί μετά καταστράφηκε. Ακολουθεί ή δεύτερη περίοδος, που ξεκινά άπό τόν Όσιο Γερόντιο, τόν φερόμενο ώς ιδρυτή τής Σκήτης, ό όποίος χρημάτισε καί τελευταίος (μάλλον) ήγούμενος τής Μονής τών Βουλευτηρίων. Ό Άγιος αύτός ήταν σύγχρονος μέ τόν άγιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη. Στήν άρχή έ’ζησε σέ παραθαλάσσιες σπηλιές, άλλά άπό τις συνεχείς ενοχλήσεις τών πειρατών, άνέβηκε ψηλά στά δύσβατα βράχια, έκεί που σήμερα βρίσκεται τό έκκλησάκι τού Αγίου Παντελεήμονος. τό όποιο αύτός πρωτοέκτισε.
Στήν τοποθεσία αυτή υπάρχει πλήθος ξεροκάλυβα καί σπηλιές, στά όποια κατά καιρούς παρέμειναν καί άσκήτευσαν πολλοί έρημίτες καί έρημοπολίτες μοναχοί.
Μέ πειρασμούς πολλούς καί αγώνες σκληρούς ό όσιος Γερόντιος, πλήρης ήμερών, παρέδωκε τό πνεύμα στον Δεσπότη Χριστό, γενόμένος θυσία καί πρότυπο παράδειγμα αρετής καί καλοσύνης στους ύποτακτικοϋς καί τους συνασκητές του. Εκεί πού έμενε, για παρηγοριά τών αδελφών, έβγαλε μέ θερμή προσευχή λίγο νεράκι μέσα άπό τα βράχια, σαν άγιασμα.
Αυτός όμως  που τόν διαδέχθηκε, θέλησε να φτιάξει ένα μικρό κηπάκι στή σπηλιά πού έ'μενε ό άγιος Γερόντιος καί μάζευε τό άγιασμα, για να ποτίζει τόν κήπο του. Επειδή όμως  τό νεράκι αύτό δέν δόθηκε για νά ποτίζουν κήπους, άλλα καί για νά μή περισπώνται οί μοναχοί σέ κηποκαλλιέργειες παραμελώντας τά πνευματικά τους καθήκοντα, παρουσιάστηκε στο μοναχό αύτό ή Παναγία σέ δραμα καί τού έ'καμε παρατήρηση νά μήν παραμελεί τήν πνευματική του ζωή καί έ'δωκε εντολή νά στερέψει άπ’ εκεί το άγιασμα, που δόθηκε μόνον γιά νά πίνουν κι όχι νά ποτίζουν κήπους, καί βγήκε πιο κάτω καί χαμηλότερα άπό τήν επιφάνεια τής γής. Τό άγιασμα αύτό μέχρι σήμερα, χειμώνα καλοκαίρι, είναι τό ίδιο ούτε αύξάνει ούτε λιγοστεύει.


Ό γέροΧαράλαμπος μέ τή μνήμη θανάτου



Τό μοναχό γερο-Δαμασκηνό διαδέχθηκε στήν ξεροκαλύβα αύτή, μιμούμενος κατά πάντα τή ζωή του. ό γερο-Χαράλαμπος. πολύ παλαιός άσκητής κι αύτός καί ερημίτης. Έγινε μοναχός καί μαζί μέ τ’ άλλα χαρίσματα πού κληρονόμησε άπό τόν γερο-Δαμασκηνό, είχε καί τό χάρισμα τής μελέτης τού θανάτου.
Μετά τήν προσευχή τού Αποδείπνου, έ'μπαινε μέσα σέ νεκρικό κρεβάτι καί ξάπλωνε άκουμπώντας τό κεφάλι του σέ μία πέτρα αντί γιά μαξιλάρι. Καί τότε άρχιζε νά σκέπτεται καί νά οραματίζεται τήν εικόνα τού θανάτου.
Σχημάτιζε τό σώμα του όπως οί πεθαμένοι καί έ'λεγε στόν έαυτό του: Ταλαίπωρε Χαράλαμπε, τώρα πεθαίνεις, άκου! Χτυπάνε γιά σένα οί καμπάνες τού Κυριάκού, οί πατέρες τώρα λένε: Πάει ό γερο-Χαράλαμπος πέθανε, δέν θά μάς ενοχλεί πιά μέ τήν παρουσία του καί τή φλυαρία του, ό Θεός νά συγχωρέσει καί νά αναπαύσει τήν ψυχή του. Ναί! Όλα αύτά είναι ώραία καί καλά, άλλά σύ, ταλαίπωρε γερο-Χαράλαμπε, τί θά κάνεις; Ποϋ θά πάς; Πώς θά παρουσιαστείς έτσι που είσαι βρώμικος καί ελεεινός στόν Θεό, στόν δίκαιο Κριτή, στο θρόνο τού Θεοϋ; Τί έργα, τί καρπούς έχεις νά Τού παρουσιάσεις; Τί έκαμες σήμερα για τόν Θεό, για τό συνάνθρωπό σου καί για τον εαυτό σου; Θά αξιωθείς άραγε να ϊδεΐς τούς αγίους Αγγέλους τού Θεοϋ; Τά θεία αγγελικά Τάγματα, τις ουράνιες Ταξιαρχίες; Τις Ιεραρχίες των Αγίων, των Πατριάρχων, των Αποστόλων, των Προφητών, των Ιεραρχών, τών Όσίων, των Όσιομαρτΰρων  άνδρών καί γυναικών, τά διάφορα Τάγματα τών Δικαίων, τών Βασιλέων, τών Ιερομαρτύρων, τών Μαρτύρων καί όλων τών δοξασμένων δούλων τού Θεοϋ, τών σεσωσμένων καί αγιασμένων; Θά αξιωθείς, ταλαίπωρε καί άμαρτωλέ, νά ίδείς την Παντοβασίλισσα Μαριάμ, τή μητέρα τού Θεού, Κυρία Θεοτόκο, την έφορο καί Προστάτιδα τού άγίου τούτου τόπου, την ιδιαίτερη καί άκαταίσχυντη Προστασία τών χριστιανών καί μόνη παρηγοριά τών άγιορειτών μοναχών; Θά μπορέσεις, άθλιε, νά περάσεις τά έναέρια Τελώνια τών παμπόνηρων δαιμόνων, τά όποια άπό τή λύσσα καί τή μανία πού τά κατέχει, αλλά καί τήν έπιθυμία πού έχουν νά γκρεμίζουν όλους τούς ανθρώπους στήν Κόλαση, θά θελήσουν καί σένα νά σ’ εμποδίσουν καί νά σέ γκρεμίσουν στήν άβυσσο τής γέεννας τού πυρός; ’Άρα θά μπορέσεις νά τούς ξεφύγεις καί νά φθάσεις στο θρόνο τής μεγαλωσύνης τού Θεοϋ καί νά αξιωθείς νά προσκυνήσεις τήν Παναγία Τριάδα;
Δέν σέ φοβίζει, μοναχέ Χαράλαμπε, τό ρητό τής 'Αγίας Γραφής πού λέει: «Καί εί ό δίκαιος μόλις σώζεται, ό ασεβής καί άμαρτωλός πού φανείται;» (Α' Πέτρ. δ' 18).
Μ’ αύτές τις σκέψεις καί θεωρίες πλημμύριζαν τά μάτια του δάκρυα κι έμενε ξάγρυπνος μέχρι τό πρωί, ποό άρχιζε καί πάλι ή προσευχή, ή εγκράτεια όλων τών αισθήσεων καί ή σκληρή άσκηση τής καινούργιας ήμέρας.
Μέ τήν καινούργια ήμέρα έλεγε στον εαυτό του: «Δεϋτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν τώ Βασιλεΐ ήμών Θεώ. Δεϋτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστώ τώ Βασιλεΐ ήμών Θεώ. Δεϋτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αύτώ, Χριστώ τώ Βασιλεΐ καί Θεώ ήμών», δηλαδή έλεγε σ’ όλες τις αισθήσεις του: στά χέρια, στά πόδια, στά μάτια, στά αύτιά, στή γλώσσα, στο νού, στήν καρδιά καί σ’ όλες τίς κινήσεις τής ψυχής του, έλάτε όλα μαζί νά προσκυνήσουμε τόν Θεό καί νά προσπέσουμε σ’ Αυτόν. Καί έλεγε ότι αύτό πρέπει νά γίνεται κάθε στιγμή, αν θέλεις, ταλαίπωρε, νά σέ συγχωρέσει καί νά σέ δεχτεί ό Θεός, νά παραβλέψει τά πταίσματα, τά πλημμελήματα κι όλα τά εγκλήματα ποϋ έχουμε κάνει στή ζωή μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο έζησε περίπου εξήντα χρόνια, στερημένα σχεδόν άπό κάθε υλική ανάπαυση καί παρηγοριά. Σέ μεγάλη ηλικία τον έπήρε ό Πανάγαθος Θεός στη Βασιλεία τών Ουρανών, στην αιώνια μακαριότητα.
Οί πατέρες τής Σκήτης πένθησαν τη στέρηση ένός ζωντανού παραδείγματος, πού ανανέωνε καί σ’ αυτούς τη συνεχή μνήμη τού θανάτου, ή οποία είναι τό καλύτερο χαλινάρι πού μπορεί να συγκρατήσει τον άνθρωπο άπό τις αδυναμίες του καί τα διάφορα πάθη.
Έδώ άποθέτει χάβε νους αυθόρμητα δ.τι περιττό καί μάταιο σύρει μαζί του.
Τέτοιοι πατέρες, στο ύψος τής αρετής αύτής ή σέ μεγαλύτερα μέτρα θείας έπιδόσεως καί πνευματικής προκοπής, είναι άναρίθμητοι. Κάθε ασκητική καλύβη. κάθε έρημητήριο καί ιερό ήσυχαστήριο άλλά καί πολλές σπηλιές έχουν άναδείξει πολλούς αγωνιστές και όσιους πατέρες, ισότιμους καί εφάμιλλους τών παλαιών Πατέρων τής Παλαιστίνης, τής Λιβύης καί τής Θηβαΐδος. Σ’ αύτό μάς πείθει καί ή τελευταία αποκάλυψη πού έγινε στον Δίκαιο τής 'Ιεράς αυτής Σκήτης, όπως μάς την έχει άφηγηθεί ό ίδιος.

Δέκα άγνωστοι και ανώνυμοι άγιοι



Ό Κύριλλος μοναχός. Γέροντας τής Καλύβης «Τίμιος Σταυρός» τών καλλιτεχνών άγιογράφων Άναναίων καί Δίκαιος τής 'Ιεράς Σκήτης τής 'Αγίας ’Άννης. κατά τό σωτήριον έτος 1977-78, μάς διηγήθηκε ότι στις 20 τού μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο Κυριάκό ένας Λιβανέζος χριστιανός ορθόδοξος, ό όποίος είπε ότι λόγω τής εμπόλεμης κατάστασης στην πατρίδα του την έγκατέλειψε κι έμενε στην πόλη Κανά τής Γαλιλαίας.
Ό Λιβανέζος ζήτησε άπό τόν Δίκαιο π. Κύριλλο νά τού δείξει τό δρόμο πού οδηγεί στην κορυφή τού ’Άθωνα καί ό πατήρ τού τόν έδειξε. Ό ευλαβής αυτός προσκυνητής ξεκίνησε γιά τήν κορυφή, πού φτάνει τά 2.030 μ. ύψος, καί έπειδή χρειάζονται περισσότερο άπό 4 ώρες οδοιπορία άπό τήν Άγιάννα μέχρι τήν κορυφή τού Όρους, όπου ύπάρχει καί μικρό έκκλησάκι έπ’ όνόματι τής «Μεταμορφώσεως τού Κυρίου», έπρεπε νά φύγει πρωί.
Γιά τό λόγο αύτό ό Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωί καί τό βραδάκι γύρισε πάλι στό «Κυριάκό» τής Σκήτης, όπου φιλοξενήθηκε καί κοιμήθηκε. Τήν άλλη μέρα, μετά τή Θεία Λειτουργία, ετοιμάστηκε νά φύγει, άλλά θυμήθηκε νά ρωτήσει κάτι πού δέν μπόρεσε νά καταλάβει καί πού τού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι, μπροστά καί σέ άλλους πατέρες τής Σκήτης, μέ τά λίγα σπασμένα Ελληνικά πού μιλούσε είπε πώς, όταν κατέβαινε άπό τήν κορυφή τού ’Άθωνα. στήν τοποθεσία πού λέγεται «Βαβόλα», έκεί πού άρχίζει ό πολύς κατήφορος, αίσθάνθηκε υπερβολική κούραση καί θέλησε λίγο νά καθίσει νά ξεκουραστεί. Ψάχνοντας γιά κατάλληλο μέρος, βλέπει ξαφνικά μπροστά του ένα σπίτι άπό τό όποιο βγήκαν δύο σεβάσμιοι μοναχοί πού τόν προσκάλεσαν μέσα, όπου τού πρόσφεραν φρέσκα νωπά σύκα καί κρύο νερό. Ό Λιβανέζος έφαγε καί ήπιε καί. όπως είπε, τόση γλύκα καί νοστιμιά αίσθάνθηκε πού δεν μπορούσε νά την περιγράφει, άλλα και κατά περίεργο τρόπο όλη ή κούραση που είχε, μετά τό κέρασμα έξαφανίστηκε.
Μέσα στην Καλύβη είδε δέκα σεβάσμιους μοναχούς, οί όποίοι  στηρίζονταν πάνω σέ μιά γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα καί έκαναν κομποσχοίνι.
Τους ρώτησε πόσον καιρό μένουν έκεί κι αυτοί τού άπάντησαν πώς έχουν πάρα πολλά χρόνια καί δεν κάνουν σχεδόν καμμιά έργασία, παρά μόνον προσεύχονται γιά όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια τού Λιβανέζου, που άφ’ ότου έφυγε καί σ’ όλον τό δρόμο σκεφτόταν έκείνο που τού είπαν, ότι δηλαδή έχουν πολλά χρόνια έκεί προσευχόμενοι. Ή ήλικία τους δεν έδειχνε νά είναι καί πολϋ μεγάλη καί Γι’ αυτό ρωτούσε τόν Δίκαιο καί τους πατέρες, πώς ήταν δυνατόν νά άσκητεύουν έκεί γιά πάρα πολλά χρόνια.
Ό π. Κύριλλος καί οί άλλοι πατέρες τής Σκήτης έμειναν έκθαμβοι καί κατάπληκτοι από τήν αποκάλυψη αυτή, που προφανώς ό Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οίς Αυτός οίδε» έδειξε στο Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν πώς στο μέρος έκείνο δεν ύπάρχει ούτε σπίτι ούτε μοναχοί οί όποίοι  νά μένουν έκεί κοντά. Τότε όλοι μ’ ένα στόμα καί μία καρδιά δόξασαν τόν Θεό καί είπαν στον ξένο εύλαβή προσκυνητή: «Αδελφέ, δώσε δόξα καί ευχαριστία στον μεγαλοδύναμο καί παντοδύναμο Κύριο καί Θεό μας, που σέ άξίωσε νά ίδείς έκλεκτούς δούλους καί Αγίους Του, διότι αύτοί ποϋ είδες έσύ χθές δέν ήσαν μοναχοί, αλλά Άγιοι καί Όσιοι Πατέρες τού Όρους, τούς όποιους κανείς από μάς δέν αξιώθηκε νά δει μέχρι σήμερα, άλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σέ μερικούς ευλαβείς μοναχούς καθώς καί σέ καλούς καί ευλαβείς χριστιανούς προσκυνητές, ένας από τούς όποιους φαίνεται πώς είσαι καί σύ! Ό Λιβανέζος αναχώρησε ευλογώντας καί δοξάζοντας τόν Θεό, τόν «θαυμαστόν έν τοίς Άγίοις Αύτού».

Όλόσωμος ασκητής σέ ξεροπέζουλο


Ό ιερομόναχος Συμεών άπό τήν Καλύβη «Άνω Υπαπαντή», πού βρίσκεται στο πάνω μέρος τής Σκήτης Αγίας Άννης, μάς διηγήθηκε πώς σέ μιά ξεροκαλόβα έμενε ό γερο-Διονύσιος, ό όποίος ήταν Γέροντας τού π. Κύριλλου, τού λεγάμενου «Ταμπαξή». Ό γέρων Διονύσιος έπεχείρησε κάποτε νά διορθώσει κάτι ξεροπέζουλα κι έκεί  πού χαλούσε ένα παλιό πεζούλι, άποκαλύφθηκε ένα ολόσωμο άγιο Λείψανο, ένός άγνωστου ασκητή ή ερημίτη.
Ό γέρων Διονύσιος, έκθαμβος καί πολύ συγκινημένος από τό εύρημά του αύτό, πού έξέπεμπε άρρητη εύωδία, άρχισε νά προσεύχεται καί νά παρακαλεί τον άγνωστο αύτόν Άγιο νά τού άποκαλύψει τό όνομά του. "Εκανε δέ τη σκέψη νά κατέβει στο Κυριάκό, νά χτυπήσει την καμπάνα, γιά νά ειδοποιηθούν οί πατέρες, νά πάνε μέ τιμές καί θυμιάματα καί νά παραλάβουν τό άγιο Λείψανο, νά τό μεταφέρουν στην κεντρική έκκλησία τής Αγίας Άννης. γιά νά τό προσκυνήσουν καί νά προσευχηθούν όλοι οί πατέρες τής Σκήτης, μήπως θελήσει νά άποκαλυφθεί σε ποιόν άγιο ανήκει τό ευλογημένο αύτό άγιο Λείψανο.
Έκεί πού έκανε αύτές τις σκέψεις, παρουσιάστηκε σέ όραμα ό εύλογημένος αυτός άγιος ασκητής καί μέ πολύ αυστηρό ύφος είπε στόν γερο-Διονύσιο νά καλύψει αμέσως τό λείψανό του καί όσο ζεί νά μή φανερώσει σέ κανέναν αύτό πού τόν αξίωσε ό Θεός νά ίδεί. Γι’ αύτό, λίγο πριν πεθάνει, ό γερο-Διονύσιος τό διηγήθηκε στή συνοδεία του, χωρίς νά ύποδείξει τό μέρος, εμποδιζόμενος από τό έπιτίμιο τού αγίου αύτού ασκητή, ό όποίος καί μετά θάνατον ακόμη αποφεύγει τή δόξα τών ανθρώπων, έπειδή αξιώθηκε νά έχει δόξα παρά τώ Θεώ, στή Βασιλεία τών Ούρανών. Τό γεγονός αύτό βεβαίωσαν σέ μάς καί πολλοί άλλοι πατέρες τής Σκήτης κατά πάντα σεβάσμιοι καί αξιόπιστοι, μεταξύ τών οποίων καί ό πνευματικός έξομολόγος γέροΆνθιμος, εύλαβής ιερομόναχος καί στούς πλέον ενάρετους πατέρες έντασσόμενος. Έτσι έμεινε άγνωστος σέ μάς ό άγιος ερημίτης αύτός, αλλά γνωστός καί τιμημένος από τόν Θεό αιώνια.


Άπό ληστής, ασκητής μέ προφητικό χάρισμα



Καθώς μού διηγήθηκε ό ίδιος ό παπαΣυμεών, στήν Κρήτη, κατά τά χρόνια τής Τουρκοκρατίας, ύπήρξε ένας ληστής, αρματολός καί κλέφτης, ό όποίος έκανε μεγάλες ζημιές στούς Τούρκους καί βοηθούσε φανερά καί κρυφά τούς χριστιανούς. Ήταν δέ τόσο φοβερός καί τρομερός στούς τύραννους Τούρκους, πού ό πασάς τού νομού εκείνου, τού παρήγγειλε πώς θά τού δώσει γενική άμνηστεία γιά όλα τά εγκλήματα καί τις αδικίες πού είχε κάνει στούς Τούρκους, αρκεί μόνον νά φύγει από την Κρήτη, για να απαλλαγεί άπό τις ληστρικές πράξεις του.
Ό ληστής αύτός είχε τόση μανία κατά των Τούρκων, που δεν δεχόταν ούτε ν’ ακούσει τις προτάσεις τού πασά, άλλα έκ των ύστερων αποδείχθηκε πώς είδε τήν άγία Θεοπρομήτορα Άννα, τη μητέρα τής Παναγίας, σέ οπτασία φοβερή, πού τον κάλεσε καί τον διέταξε νά δεχθεί τούς όρους καί τις προτάσεις τού Τούρκου μπέη καί νά πάει τό συντομώτερο στη Σκήτη της, πού είναι στο Άγιον Όρος. Ύπό τήν πίεση τού θείου τούτου οράματος ό Κρητικός ληστής δέχθηκε νά φύγει άπό τήν Κρήτη καί μάλιστα, λέγουν οί πατέρες τής Σκήτης, ότι ό Τούρκος μπέης, γιά νά είναι βέβαιος πώς ό ληστής έφυγε όριστικά άπό τήν Κρήτη, τον συνοδέυσε ό ίδιος μέχρι τον Άθωνα.
Όταν ό ληστής ήλθε στο λιμάνι τής Δάφνης, ζήτησε νά τον πάνε κατευθείαν στή Σκήτη τής Αγίας Άννης. Σάν έφτασε στή Σκήτη, δέν δέχθηκε νά ύποταχθεί σέ κανένα Γέροντα, άλλά ζήτησε νά τον κάμουν καλόγερο-, νά τόν ονομάσουν Άννα καί νά κάθεται κοντά στό Ναό τής Αγίας Άννης.
Οί πατέρες τής Σκήτης έκαμαν σύναξη καί είπαν στό ληστή πώς τό όνομα Άννα είναι θηλυκό καί δέν δίνεται σέ άνδρες. Έτσι, τόν έκαμαν καλόγερο- καί τόν όνόμασαν Ιωακείμ, τού παρεχώρησαν δέ καί ένα κελλί κοντά στό Κυριάκό, πίσω άκριβώς άπό τό Κοιμητήρι τής Σκήτης, καί άσκήτευε εκεί μόνος του, καθοδηγούμενος καί συμβουλευόμενος όλους τούς πατέρες, προς τούς όποιους έδειχνε μεγάλη ύπακοή καί πολλή ταπείνωση.
Στό κελλί αύτό έμεινε περισσότερα άπό πέντε χρόνια. Μετά έφυγε άπ’ αύτό καί γιά περισσότερη ήσυχία πήγε πίσω άπό τή Σκήτη, σέ μιά σπηλιά. Εκεί τού πήγαιναν οί πατέρες ψωμί καί παξιμάδι. Στό μέρος αύτό πάλεψε πολύ μέ τούς πειρασμούς καί τά σκάνδαλα άπό ορατούς καί άόρατους δαίμονες δείχνοντας μεγάλη ύπομονή καί καρτερικότητα, σάν νά ήταν παλιός καί πεπειραμένος καλόγερος.
Επίσης, μεγάλη άντοχή έδειξε στό κρύο τό χειμώνα καί στή ζέστη τό καλοκαίρι. Μιά φορά, λέγουν οί πατέρες, είχε πέσει πολύ χιόνι, περισσότερο άπό μέτρο, πού έκάλυψε τά πάντα. Οί γέροντες άπό τήν Καλύβη «Υπαπαντή» ζύμωσαν κι έβγαλαν φρέσκο, ζεστό ψωμί καί πήγαν στή σπηλιά, γιά νά δώσουν καί στον γερο-Ίωακείμ, άλλά δέν τόν βρήκαν έκεί. Βγήκαν σέ άναζήτηση καί ’κεί πού φώναζαν,άκουσαν τή φωνή του, έσκαψαν τό χιόνι καί τον βρήκαν σκεπασμένο από τό χιόνι να κάθεται πάνω σέ μια πέτρα καί να προσεύχεται ήρεμος. Καί δεν έφθανε αυτό, άλλα τους παραπονέθηκε κιόλας πώς τού χάλασαν τήν ωραία ησυχία, άλλα καί τή ζέστη που είχε σκεπασμένος από χιόνι.
Με πολλές στερήσεις καί κακουχίες, άλλα καί ειλικρινή μετάνοια έζησε στη Σκήτη τής Αγίας ’Άνννης άπό τό 1890 μέχρι το 1915. Κοινωνοϋσε συχνά τά Τίμια Δώρα, τό Σώμα καί Αίμα τού Δεσπότη Χριστού, προσευχόταν καί δεν έλειπε άπό τις καθημερινές ιερές Ακολουθίες καί τίς κοινές προσευχές.
Φαίνεται δέ πώς ήταν πλουτισμένος μέ πολλά πνευματικά χαρίσματα, μεταξύ τών όποιων τό χάρισμα τής προγνώσεως καί τής προφητείας, διότι, όταν μιά φορά πέρασαν άπό τήν ξεροκαλύβα «Υπαπαντή» τρεις Ρώσοι, γιά νά τον γνωρίσουν καί νά πάρουν τήν ευχή του, αυτός γιά ευλογία τους έδωκε τά εξής δώρα: στόν πρώτο, τρία κουκκιά, στόν δεύτερο λίγο θυμίαμα καί στόν τρίτο ένα λουλούδι.
Όταν έφυγαν οί Ρώσοι, τόν ρώτησαν οί πατέρες, τί σήμαιναν αυτά τά πράγματα που τους έδωκε. Αυτός τους άπάντησε: «Στόν πρώτο έδωκα τρία κουκιά, γιατί θά γίνει καλόγερος, στόν δεύτερο έδωκα τό λιβάνι, διότι, όταν γυρίσει στο σπίτι του, θά βρει τόν πατέρα του πεθαμένο, καί στόν τρίτο, πού έδωκα τό λουλούδι, άμα γυρίσει στόν κόσμο θά παντρευτεί καί θά δώσει τό λουλούδι αύτό στη γυναίκα πού θά πάρει». Καί πράγματι, όπως τά είπε ό γερο-Ίωακείμ, έτσι καί έγιναν.
Μετά άπ’ αύτό δέν πέρασε πολύς καιρός καί άδιαθέτησε λίγο. Προείδε τό θάνατό του καί σέ τρεις μέρες άπό την άσθένειά του άναπαόθηκε «έν Κυρίω» μέ όσιακό θάνατο, γιά νά μεταβεί άπό τά έπίγεια στά ουράνια καί άεί μένοντα θεία Σκηνώματα.


Ό ένάρετος Μαυροβουνιώτης



Στην Καλύβη «Μεταμόρφωσις» τής ίεράς αυτής Σκήτης έζησε, μέ πολύ σκληρό άσκητικό άγώνα, ό Ιερομόναχος Μηνάς. Καταγόταν άπό τό Μαυροβούνι τής Σερβίας. Είχε μεγάλη εύλάβεια στά θεία, πολύ φόβο Θεού, κι άγαποϋσε όλους τους πατέρες μέ ειλικρινή άγάπη, όπως μοϋ ομολόγησαν οί πατέρες. Μέ ευλογία τού Πνευματικού του
έκανε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες άπό χίλιες μέχρι τρεις χιλιάδες μετάνοιες καί πενήντα ώς εκατό κομποσχοίνια. Σαν μοναδικό όπλο εναντίον τής πολυλογίας είχε την προσευχή, που δέν έλειπε άπό τό στόμα του, Γι’ αυτό καί οί κουβέντες που αντάλλασσε μέ τους πατέρες ήταν ελάχιστες. Έτσι, άγωνιζόμενος, έφτασε σε βαθύ γήρας καί παρέδωκε τό πνεύμα του στόν Κύριο, άντιμετωπίζοντας τό θάνατο μέ χαρά καί μέ την έλπίδα τής αιωνίου ζωής καί μακαριότητος.


Ό διάβολος φοβάται τό κομποσχοίνι



Στην ίδια Σκήτη τής Αγίας Άννας ό μοναχός Προκόπιος άπό την Καλύβη «Είσόδια τής Θεοτόκου» είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσικά, για να δοξολογεί κι εκείνος τον Θεό, όπως καί οί άλλοι αδελφοί. Επειδή όμως ήταν λίγο παράφωνος, οί πατέρες άπέφευγαν νά τον διδάξουν. Ό αδελφός Προκόπιος είχε χάρισμα άπό τον Θεό νά λέει άκατάπαυστα τήν ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υίέ τού Θεού, έλέησόν με τον άμαρτωλόν». καί στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομποσχοίνι, πού ποτέ δέν άποχωριζόταν.
Μία μέρα ήταν πολύ λυπημένος πού δέν μπορούσε νά βρει κανέναν γιά νά τον μάθει μουσική καί συλλογιζόμενος αύτό τό πράγμα, άπό τήν πολλή του λύπη είχε σταματήσει νά λέει τήν ευχή.
Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ένας σεβάσμιος, αλλά άγνωστος σ’ αύτόν, γέροντας:
        Αδελφέ Προκόπιε, τί έχεις κι είσαι τόσο λυπημένος; Τί σέ απασχολεί;
        Τί νά έχω. γέροντα; Νά, θέλω κι έγώ νά μάθω λίγα μουσικά καί δέν βρίσκεται κανένας νά μέ μάθει, γιατί μοό λένε πώς είμαι λίγο φάλτσος.
        Γι’ αύτό κάθεσαι καί στενοχωριέσαι, καημένε; Έγώ θά σέ μάθω μουσικά καί θά σέ κάνω τον καλύτερο ψάλτη τού Αγίου Όρους, θά κελαηδάς σάν τό καλύτερο άηδόνι! Αλλά θέλω κι έσύ νά μού κάνεις μία χάρη.
        Τί ζητάς άπό μένα; Θέλεις νά σέ πληρώσω; Θά σού δώσω ό.τι θέλεις!
— Ή πληρωμή ή δική μου είναι νά πετάξεις άπό τά χέρια σου αυτό πού λέτε κομποσχοίνι και νά πάψεις νά λες αύτό πού λέτε ευχή. Καί θά σέ μάθω ό,τι θέλεις.
'Ο μοναχός Προκόπιος, άμα ακούσε αυτά, κατάλαβε πώς ό φαινόμενος δέν ήταν μοναχός, αλλά παμπόνηρος δαίμονας, πού ήθελε νά τόν κάνει νά σταματήσει την προσευχή. Έκαμε αμέσως τό σταυρό του καί είπε: «Υπαγε όπίσω μου, σατανά παμπόνηρε, δέν μού χρειάζονται τά μουσικά σου καί οί πονηριές καί οί καλοσύνες σου». Τότε ό δαίμονας έγινε άφαντος.
Άπ’ αύτό μαθαίνουμε πόσο φοβάται ό διάβολος τό κομποσχοίνι, γιά τό όποιο καλά λένε οί Πατέρες ότι είναι τό όπλο τού χριστιανού κατά τού διαβόλου, καί την εύχή, πού καίει τό Δαίμονα. Ένώ τούς ψάλτες δέν τούς φοβάται τόσο καί δέν τούς υπολογίζει, γιατί εύκολα μέ τό ψάλσιμο άφαιροϋνται άπό την προσευχή καί πέφτουν στόν έγωισμό καί τήν υπερηφάνεια!


Οί ύπομένοντες τούς πειρασμούς μάρτυρες λογίζονται



Στήν Καλύβη «Αγία Τριάς», ζοϋσαν ασκητικά πέντε κατά σάρκα άδέρφια πού γίνανε μοναχοί καί πήραν τά ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος καί Μακάριος.
Στήν άρχή ζούσαν ομόφωνα, μέ ειρήνη καί αγάπη, ύπακοή καί σεβασμό προς τό σχήμα καί τήν Καλογερική, σύμφωνα μέ τις μοναχικές υποσχέσεις.
Μέ τήν πάροδο όμως τού χρόνου ξεθύμανε ή πρώτη έκείνη εύλάβεια καί, λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο τό θέλημα πού μέ τέχνη καί πολλή μαστοριά βάνει ό διάβολος, άρχισαν νά κάνει ό καθένας ό,τι ήθελε, χωρίς νά ρωτάει τόν άλλον.
Έτσι μπήκε άνάμεσά τους, χωρίς νά τό καταλάβουν, ή ψύχρα. Ακολούθησαν γκρίνια καί φιλονικίες που κατέληγαν σέ σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες καί τόσο έντονα κτυπήματα, πού ό ένας αδελφός έσπαγε τό κεφάλι, τό χέρι, τό πόδι ή ό,τι άλλο μπορούσε τού άλλου, ώσπου νά τόν ύποτάξει στή δική του θέληση. Δέν σεβόταν ό μικρός τόν μεγάλο ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε τόν μικρό αδελφό.
Οί καυγάδες και τά άσχημα επεισόδια συνεχίζονταν σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να περνούσε ήμερα και να μην άκούν οί γειτονικοί ασκητές τούς αδελφούς αυτούς νά καυγαδίζουν καί να κτυπιούνται. Όποίος από τους γείτονες ή τούς άλλους πατέρες τολμούσε νά έπέμβει, γιά νά τούς χωρίσει ή νά μεσολαβήσει γιά νά είρηνεύσουν καί νά μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δεν μπορούσε νά τούς βοηθήσει.
Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τά πέντε αότά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οί πατέρες τής Σκήτης είχαν συνηθίσει τις φωνές τους καί λέγανε: «Οί ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν καί σκοτώνονται».
“Ωσπου κάποια μέρα οί φωνές τους σταμάτησαν. Πέρασε καί δεύτερη καί τρίτη μέρα, μά στην Καλύβη τους έπικρατούσε απόλυτη σιωπή. Οί πατέρες παραξενεύτηκαν, άλλα κανείς δέν τολμούσε νά πάει νά ίδεί τί συμβαίνει.
Τήν τρίτη προς τήν τέταρτη ήμέρα στόν ύπνο τού Δικαίου τής Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα καί τού λέει: «Πηγαίνετε μέ τούς πατέρες νά θάψετε, μέ δόξες καί τιμές, τούς πέντε Μάρτυρες τού Χριστού, τά πέντε αδέρφια, πού γιά τήν αγάπη τού Κυρίου γίνανε καλόγερο-ι καί άπό φθόνο τού διαβόλου μαλώνανε χωρίς αίτια καί παρά τή θέλησή τους, άλλα κάθε βράδυ μετά τό Απόδειπνο, συγχωρούσε άπό τήν καρδιά του ό ένας τον άλλον καί δέν βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε γιά μία μέρα, διότι έφάρμοζαν μέ άκρίβεια τό ρητό πού λέγει: «Μή έπιδυέτω ό ήλιος επί τώ παροργισμώ ύμών, όργίζεσθε, καί μή άμαρτάνετε» (Έφεσ. δ' 24).
Ό Δικαίοςπρόεδρος τής Σκήτης, άκούοντας αυτά άπό τήν Αγιάννα, κάλεσε άμέσως τούς πατέρες σέ γερο-ντική Σύναξη καί πήγαν όλοι στήν Καλύβη πού ζούσαν τά πέντε άδέρφια. Βρήκαν τήν πόρτα άνοιχτή. μπήκαν μέσα καί τούς βρήκαν σέ στάση πού βάνουμε μετάνοια μετά τό Απόδειπνο μέσα στήν έκκλησία. Καί οί πέντε έξέπεμπαν άρρητη ευωδία έπληρώθη σ’ αυτούς τό ρητό τής Αγίας Γραφής: «Μή κρίνετε, 'ίνα μή κριθήτε. Έν ώ γάρ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε... καί όπου εϋρω σε έκεί καί κρινώ σε» (Ματθ. ζ’ 1, 2).
Τότε όλοι οί πατέρες, άφού πήραν ένα μάθημα άνεξικακίας άπό τούς μοναχούς αυτούς, μέ τιμές καί θυμιάματα συνόδευσαν τούς Μάρτυρες τού Χριστού καί κήδευσαν τά σώματά τους στο Κοινό Κοιμητήρι μέ τους άλλους πατέρες δοξάζοντας τον Θεό, που μέ κάθε τρόπο οίκονομεί τή σωτηρία των άνθρώπων.


Φοβερή απολογία κατά την ώρα τού θανάτου



Στην Καλύβη «Ευαγγελισμός τής Θεοτόκου» τής Αγίας Άννης, γύρω στο 1885. έζησε άσκητικά καί μέ άκρα ύπακοή καί ταπείνωση ό μοναχός Εύλόγιος, πού στά 95 του χρόνια έφυγε όριστικά άπό τόν κόσμο τούτο για την άλλη, την αιώνια ζωή.
Προεΐδε καί προείπε τό θάνατό του καί πολλοί άπό τούς πατέρες τής Σκήτης, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πήγαιναν να πάρουν ευχή άπό τό μελλοθάνατο γέροντα.
Κατά κοινή όμολογία όλοι οί πατέρες πού βρέθηκαν κοντά του τις δύσκολες έκείνες στιγμές πήραν ένα μάθημα ιερής έξετάσεως καί φοβερής απολογίας τής ψυχής. 'Ο γερο-Εύλόγιος γιά 24 ώρες πριν παραδώσει τό πνεύμα, κινούσε συνεχώς τό κεφάλι του. πότε δεξιά καί πότε άριστερά καί τόν άκουαν οί πατέρες νά λέει:
        Πού, πότε; Πού, πότε;
Συνέχεια, χωρίς διακοπή.
Πολλοί άπό τούς παρευρισκομένους δοκίμασαν νά βαστήξουν τό κεφάλι του. νά μήν τό στρίβει δεξιά κι άριστερά. άλλά στάθηκε αδύνατο νά τό σταματήσουν.
Πολλές φορές έλεγε:
        ’Όχι, δέν έγινε αύτό, λέτε ψέμματα. Γιά κείνο έκαμα μετάνοια.
Καί συνέχιζε:
        Πού. πότε;
"Ετσι, χωρίς νά είπεί τίποτε στους άλλους μοναχούς παρέδωκε τό πνεύμα κι έφυγε άπό τή ζωή αυτή γιά τις αιώνιες Μονές, χωρίς καμμιά άλλη πληροφορία!


Στέφανος μοναχός, «ό Αμερικανός»



Στήν Καλύβη «Γέννησις τής Θεοτόκου» έζησε σαν τέλειος υποτακτικός. μέ αυταπάρνηση, ασκητική ζωή καί τέλεια ύπακοή, ό πατέρας Στέφανος. Ό π. Στέφανος ήταν ό τελευταίος διάδοχος στήν Καλύβη αυτή καί συνεχιστής τής ένάρετης ζωής καί πολιτείας τής εύλαβέστα της Συνοδείας τού γέροντος Γρηγορίου, πρώην Κωνσταμονίτου, καί τού όσιώτατου Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, ό όποίος ήταν καί ό Γέροντας τού μονάχου Στέφανου. Καί έπειδή είχε έ'ρθει κι αύτός, όπως καί ό Γέροντας τού Ιωακείμ, άπό την Αμερική, όλοι τόν ήξεραν καί τόν άποκαλοϋσαν «Στέφανος ό Αμερικανός».
Ό μοναχός Στέφανος, γεμάτος αγάπη, απλότητα καί άγαθωσύνη, άφοϋ με αφοσίωση υπηρέτησε τον Γέροντα του, Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, μέχρι την τελευταία στιγμή τής ζωής του, κι αξιώθηκε να πάρει την ευχή καί ευλογία τού όντως άγιου έκείνου Γέροντα, ήταν πολϋ εύχαριστημένος που πήρε αυτό τό μεγάλο πνευματικό έφόδιο άπό τόν πνευματικό πατέρα καί ήγούμενό του.
Μετά την όσιακή κοίμηση τού Γέροντά του ό μοναχός Στέφανος, επειδή δεν είχε πλέον Γέροντα να υπηρετήσει, πήγαινε στά μοναστήρια άπό τά όποια ζητούσε έλεημοσύνες. Ό,τι τού δίνανε παξιμάδια, ρύζι, ζάχαρη, όσπρια καί άλλα τρόφιμα καί κηπουρικά τό έδινε σε διάφορα άλλα Γερο-ντάκια που ήταν άρρωστα καί κατάκοιτα σε άλλες Καλύβες στήν Αγία Άννα, στη Μικρή Άγιάννα, στά Κατουνάκια, στά Καρούλια κι όπου  άλλού στο Άγιον Όρος.
Τό διακόνημα αυτό ό μακάριος Στέφανος τό συνέχισε σ’ όλη του τη ζωή μέ χαμόγελο στά χείλη, τό κομποσχοίνι στο χέρι, τήν ευχή στήν καρδιά καί τόν τορβά στήν πλάτη. Όταν πάντα έτοιμος στήν προσευχή καί τη διακονία τών πασχόντων άδελφών, σάν πάνοπλος στρατιώτης τού «καλοϋ Σαμαρείτη» Δεσπότη Χριστού.
’Έτσι ξεπλήρωνε τις δύο μεγάλες εντολές: Τήν άγάπη προς τόν Θεό καί τήν άγάπη προς τόν πλησίον, επειδή είχε βαθειά πίστη στά λόγια τού Κυρίου ήμών Ίησοϋ Χριστού που είπε: «Έν ταύταις ταΐς δυσίν έντολαϊς όλος ό Νόμος καί οί Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ' 40).
’Έτσι τόν βρήκε ό θάνατος έτοιμο· άδιαθέτησε λίγο καί έφυγε σάν τό πουλάκι άπό τόν κόσμο τούτο, έφοδιασμένος μέ τις πολλές καί άπειρες ευχές πού πήρε τόσο άπό τόν Γέροντά του δσο κι άπό όλους  εκείνους πού έθρεψε καί μέ κάθε τρόπο βοήθησε καί περιέθαλψε καί πήγε μέ πολλή παρρησία στόν άγωνοθέτη Κύριο καί Θεό ήμών Ίησοϋ Χριστό, γιά νά λάβει τό βραβείο τής νίκης καί νά είπεί στόν δίκαιο Κριτή έκείνα που ό Θείος Παϋλος είπε: «Τόν άγώνα τόν καλόν ήγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα λοιπόν άπόκειταί μοι ό τής δικαιοσύνης στέφανος, δν άποδώσει μοι ό Κύριος έν εκείνη τή ημέρα, ό δίκαιος Κριτής» (Β' Τιμ. δ' 7, 8) καί να χαίρεται στεφανωμένος, δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υίό καί τό Άγιον Πνεύμα, μαζί με όλους  τους αγιορείτες πατέρες καί Αγίους.
Από τήν ενάρετη αυτή Συνοδεία προέρχεται καί έλαβε τα πρώτα πνευματικά φώτα, τήν πρακτική έξάσκηση στήν αρετή καί τήν ταπείνωση ό εύλαβέστατος Αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας, ό όποίος με τη χάρη τού Θεού καί τήν ευχή τού Γέροντά του ίδρυσε τήν πνευματική Αδελφότητα «Παράκλητος» καί τήν Ιερά Μονή στον Ώρωπό, άπό τήν όποια πολλά πνευματικά αγαθά καί ψυχικά οφέλη τρύγησε καί θά εξακολουθεί νά τρυγάει τό ευσεβές χριστεπώνυμο πλήρωμα, όσον ό ήλιος ανατέλλει καί δύει. Ό π. Χερουβείμ, με τον προφορικό καί γραπτό λόγο του, πολλές ψυχές έχει αφυπνίσει καί οδηγήσει στο δρόμο τού Θεού με τή χάρη τού «Παρακλήτου», πολλούς έχει παρακαλέσει καί ψυχικά βοηθήσει, τελευταία μάλιστα μέ τά ωραιότατα βιβλία του που άναφέρονται στις «Σύγχρονες άγιορείτικες Μορφές».


Άπέφευγαν τή δόξα τών ανθρώπων



Κατά τά έτη 1976-77, που Δίκαιος καί Πρόεδρος στή Σκήτη, αντίστοιχα, ήταν οί καλλιτέχνες άγιογράφοι καί κατά σάρκα άδελφοί ιερομόναχοι Σεραφείμ καί Βασίλειος, οί λεγόμενοι Βολιώτες, αποφάσισαν οί Προεστοί τής Σκήτης νά μεταφέρουν τά οστά τών κεκοιμημένων Πατέρων άπό τήν ύπόγεια Καμάρα στο νεόκτιστο οστεοφυλάκιο.
Στή μεταφορά πήραν μέρος πολλοί πατέρες: Οί ιερομόναχοι καί Πνευματικοί γερο-Άνθιμος τού Λάμπη, Γαβριήλ τών καλλιτεχνών άγιογράφων αδελφών Καρτσωναίων, Συμεών άπό τήν Καλύβη «Υπαπαντή», Χαράλαμπος ιερομόναχος άπό τον έπίσης καλλιτεχνικό άγιογραφικό Οίκο τών άδελφών Ανανιαίων. γέρων Γρηγόριος μοναχός άπό τόν καλλιτεχνικό άγιογραφικό Οίκο «Αγία Τριάς» καί πολλοί άλλοι πατέρες καί άδελφοί, οί όποίοι  μαρτυρούν πώς όλα τά οστά έξέπεμπαν άρρητη καί υπερκόσμια εύωδία.
Γιά νά θαυμάσει όμως  κανείς καί νά άπορήσει συγχρόνως μέ τήν ταπεινοφροσύνη τών μακαρίων αυτών άσκητών καί γιά νά γνωρίσουμε όλοι πόσο οί πατέρες αύτοί μισούσαν καί άπέφευγαν τή δόξα τών άνθρώπων καί τη διάκριση ανάμεσα στους άλλους, παραθέτομε τό αξιοπερίεργο φαινόμενο πού μάς διηγήθηκαν αύτοί που μετέφεραν τά οστά.
Όταν ένας άπό τους αδελφούς πήρε από τό σωρό τών οστών μία νεκροκεφαλή καί την έβαλε στο σάκκο του, εκεί ποό περνούσε μπροστά άπό τους άλλους αδελφούς, όλοι αίσθάνθηκαν ένα ιδιαίτερο άρωμα καί πολύ έντονη εύωδία νά βγαίνει άπό εκείνη την κάρα.
Τότε όλοι οί πατέρες έτρεξαν νά δουν ποιά είναι ή κάρα που τόσο πολύ ευωδιάζει, γιά νά την ξεχωρίσουν καί νά την έχουν μαζί με τ’ άλλα άγια Λείψανα στην έκκλησία. Τότε ή ιδιαίτερη έκείνη εύωδία καί τό άρωμα κρύφτηκε, χάθηκε καί εξαφανίστηκε τελείως. Μάταια έψαξαν οί πατέρες όλους τους σάκκους βγάζοντας τά οστά έναένα. Καμμία διαφορά δεν υπήρχε άνάμεσά τους.
Αύτό έγινε ένα μεγάλο μάθημα σ’ όλους μας, γιά νά γνωρίσομε πόσο οί πραγματικοί έκεΐνοι μοναχοί άπέφευγαν καί δεν δέχονταν τή δόξα τών άνθρώπων καί μετά θάνατον άκόμη. έπειδή τους είναι υπέρ άρκετή ή δόξα πού έχουν άπό τον άθάνατο Βασιλέα καί Θεό ήμών.
Εισαγωγή  σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |